Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ῷ
ἀγγέλῳ τῆς ἐν Ἐφέσῳ
ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει
ὁ κρατῶν τοὺς ἑπτὰ ἀστέρας
ἐν τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ, ὁ περιπατῶν
ἐν μέσῳ τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν
τῶν χρυσῶν· |
ρὸς
τὸν ἐπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἐφέσου
γράψε: Αὐτὰ λέγει ἐκεῖνος,
ποὺ κρατεῖ εἰς τὸ δεξί του χέρι
ὡς ἐξουσιαστὴς τοὺς ἑπτὰ
ἐπισκόπους, καὶ ποὺ περιπατεῖ
ὡς κυρίαρχος καὶ κυβερνήτης, ἀνάμεσα
εἰς τὰς ἑπτὰ χρυσᾶς λυχνίας,
αἱ ὁποῖαι συμβολίζουν τὰς ἑπτὰ
Ἐκκλησίας.
|
αὶ
πρὸς τὸν ἐπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας,
ποὺ εἶναι εἰς τὴν Ἔφεσον, γράψε
τὰ ἑξῆς, τὰ ὁποῖα ἰσχύουν
διὰ τοὺς ἑκάστοτε ἐπισκόπους τῆς
ὅλης Ἐκκλησίας μου μέχρι τῆς συντελείας·
Αὐτὰ λέγει αὐτός, ποὺ κρατεῖ
εἰς τὴν δεξιάν του ὡς μόνος κύριος καὶ
ἀρχιποιμὴν τοὺς ἑπτὰ ἐπισκόπους
καὶ ποὺ περιπατεῖ ὡς μόνος κυρίαρχος
καὶ προστάτης ἐν μέσῳ τῶν ἑπτὰ
χρυσῶν λύχνων, οἱ ὁποῖοι συμβολίζουν
τὰς ἑπτὰ Ἐκκλησίας.
|
2
οἶδα τὰ ἔργα σου καὶ τὸν κόπον
σου καὶ τὴν ὑπομονήν σου, καὶ
ὅτι οὐ δύνῃ βαστάσαι κακούς,
καὶ ἐπείρασας τοὺς λέγοντας
ἑαυτοὺς ἀποστόλους εἶναι, καὶ
οὐκ εἰσί, καὶ εὗρες αὐτοὺς
ψευδεῖς· |
2
Γνωρίζω καλὰ τὸ ἔργον σου καὶ
τὸν κόπον σου εἰς τὸν ὁποῖον
ὡς ἐπίσκοπος ὑποβάλλεσαι, καὶ
τὴν ὑπομονὴν ποὺ δικνύεις εἰς
τὰς διαφόρους δοκιμασίας, καὶ ὅτι
χάρις εἰς τὴν ἠθικήν σου εὐαισθησίαν
δὲν ἠμπορεῖς νὰ ἀνέχεσαι
τοὺς κακούς. Καὶ δι' αὐτὸ ἠρεύνησες
μὲ προσοχὴν καὶ ἐδοκίμασες ἐκείνους,
ποὺ λέγουν τοὺς ἑαυτούς των ἀποστόλους
χωρὶς νὰ εἶναι, καὶ τοὺς εὑρῆκες
ψευδεῖς. |
2
Γνωρίζω καλὰ τὰ ἔργα σου καὶ τὸν
κόπον, ποὺ ὡς ποιμὴν καὶ ἐπίσκοπος
καταβάλλεις, καὶ τὴν ὑπομονὴν ποὺ
δεικνύεις εἰς τὰς θλίψεις καὶ τοὺς
πειρασμοὺς τοῦ ἐπισκοπικοῦ σου ἔργου.
Γνωρίζω καλά, ὅτι δὲν ἀνέχεσαι καὶ
δὲν δεικνύεσαι χαλαρὸς εἰς τοὺς κακοὺς
καὶ δι’ αὐτὸ ἐδοκίμασες καὶ
ἐξήτασες μὲ προσοχὴν ἐκείνους, ποὺ
λέγουν τοὺς ἑαυτούς των ἀποστόλους, χωρὶς
νὰ εἶναι ἀληθινοὶ ἀπόστολοι
καὶ τοὺς ηὗρες ψευδαποστόλους.
|
3
καὶ ὑπομονὴν ἔχεις, καὶ ἐβάστασας
διὰ τὸ ὄνομά μου, καὶ οὐ
κεκοπίακας. |
3
Καὶ ἔχεις ὑπομονὴν εἰς τὰς
διαφόρους δοκιμασίας καὶ ἔδειξες ἀντοχὴν
διὰ τὸ ὄνομά μου καὶ
δὲν ἀπέκαμες ἀπὸ τοὺς
κόπους, εἰς τοὺς ὁποίους ὑπεβλήθης.
|
3
Καὶ ἔχεις ὑπομονὴν ἐν μέσῳ
τῶν ἀντιδράσεών των καὶ ἔδειξες καρτερίαν
καὶ ἀντοχὴν δι’ ἐμὲ καὶ
τὸ εὐαγγέλιόν μου καὶ δὲν ἀπέκαμες
οὔτε ἐξηντλήθης. |
4
Ἀλλὰ ἔχω κατὰ σοῦ, ὅτι
τὴν ἀγάπην σου τὴν πρώτην ἀφῆκας.
|
4
Ἀλλ' ἔχω ἐναντίον σου, διότι
ἀφῆκες καὶ ἔχασες κάπως τὴν
πρώτην σου ἀγάπην.
|
4
Εἶμαι ὅμως δυσαρεστημένος ἐναντίον σου,
διότι ἀφῆκες νὰ ψυχρανθῇ κάπως ἡ
ἀγάπη, ποὺ εἶχες εἰς τὰ πρῶτα
σου χρόνια. |
5
Μνημόνευε οὖν πόθεν πέπτωκας, καὶ
μετανόησον καὶ τὰ πρῶτα ἔργα
ποίησον, εἰ δὲ μή, ἔρχομαί
σοι ταχὺ καὶ κινήσω τὴν λυχνίαν
σου ἐκ τοῦ τόπου αὐτῆς, ἐὰν
μὴ μετανοήσῃς.
|
5
Νὰ ἐνθυμῆσαι, λοιπόν, συνεχῶς
ἀπὸ ποῦ ἔχεις ξεπέσει καὶ
μετανόησε καὶ κάμε πάλιν τὰ
πρῶτα ἀγαθὰ ἔργα σου. Εἰ δ'
ἄλλως θὰ ἔλθω πολὺ σύντομα πρὸς
σὲ καὶ θὰ μετακινήσω τὴν Ἐκκλησίαν
σου ἀπὸ τὴν θέσιν, ποὺ κατέχει
σήμερα, ἐὰν ὅλοι σας δὲν μετανοήσετε.
|
5
Ἐνθυμοῦ λοιπὸν ἀπὸ ποῖον
ἠθικὸν ὕψος ἔχεις πέσει καὶ
μετανόησε καὶ κάμε πάλιν τὰ ἔργα τῆς
προτέρας ἀγάπης σου. Διαφορετικὰ θὰ ἔλθω
γρήγορα εἰς σὲ καὶ θὰ μετακινήσω τὴν
Ἐκκλησίαν σου ἀπὸ τὴν πρωτεύουσαν
θέσιν, ποὺ ἔχει τώρα, ἐὰν σὺ
καὶ οἱ Χριστιανοί σου δὲν μετανοήσετε.
|
6
Ἀλλὰ τοῦτο ἔχεις, ὅτι μισεῖς
τὰ ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν, ἃ κἀγὼ
μισῶ. |
6
῎Εχεις ὅμως τοῦτο τὸ πλεονέκτημα,
ὅτι μισεῖς τὰ αἰσχρὰ σαρκικὰ
ἔργα τῶν Νικολαϊτῶν, τὰ ὁποῖα
καὶ ἐγὼ μισῶ. |
6
Ἔχεις ὅμως αὐτό, ὅτι μισεῖς
τὰς βδελυρὰς καὶ σαρκικὰς παρεκτροπὰς
τῶν Νικολαϊτῶν, τὰς ὁποίας καὶ
ἐγὼ μισῶ. |
7
Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί
τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις.
Τῷ νικῶντι δώσω αὐτῷ φαγεῖν
ἐκ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ὅ
ἐστιν ἐν τῷ παραδείσῳ τοῦ
Θεοῦ μου. |
7
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀνοικτὰ
τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς του, ἂς
ἀκούσῃ τί μὲ τὰς προφητείας
αὐτὰς λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ
Ἅγιον εἰς τὰς Ἐκκλησίας.
Εἰς ἐκεῖνον ποὺ θὰ νικήσῃ,
ἀγωνιζόμενος κατὰ τοῦ πονηροῦ
καὶ τῆς ἁμαρτίας, θὰ τοῦ
δώσω νὰ φάγῃ ἀπὸ τὸ
ξύλον τῆς ζωῆς. Θὰ τοῦ δώσω
τὰ ἀγαθὰ τῆς αἰωνίου ζωῆς
μέσα εἰς τὸν Παράδεισον τοῦ
Θεοῦ καὶ Πατρός, ὁ ὁποῖος
εἶναι καὶ Θεὸς ἰδικός μου κατὰ
τὴν ἀνθρωπίνην μου φύσιν.
|
7
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πνευματικὸν
ἐνδιαφέρον καὶ τὸ αὐτὶ τῆς
ψυχῆς του ὑγιές, ἂς ἀκούσῃ τί
λέγει εἰς τὰς Ἐκκλησίας τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα, ποὺ λαλεῖ εἰς αὐτὰς
διὰ τῶν προφητῶν του. Εἰς ἐκεῖνον,
ὁ ὁποῖος θὰ νικήσῃ εἰς
τὸν κατὰ τοῦ σατανᾶ καὶ τῆς
ἁμαρτίας ἀγῶνα, θὰ δώσω εἰς
αὐτὸν νὰ φάγῃ ἀπὸ τὸ
ξύλον τῆς ζωῆς. Θὰ τὸν ἀξιώσω
τουτέστι νὰ ἀπολαύσῃ τὰ αἰώνια
ἀγαθὰ μέσα εἰς τὸν παράδεισον τοῦ
Πατρός μου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν
ἀνθρωπίνην φύσιν μου εἶναι καὶ Θεός μου.
|
8
Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν
Σμύρνῃ ἐκκλησίας γράψον·
τάδε λέγει ὁ πρῶτος καὶ ὁ
ἔσχατος, ὃς ἐγένετο νεκρὸς καὶ
ἔζησεν· |
8
Καὶ εἰς τὸν ἐπίσκοπον τῆς
᾿Εκκλησίας τῆς Σμύρνης γράψε·
Αὐτὰ λέγει ἐκεῖνος ποὺ
ὑπάρχει προαιωνίως πρῶτος ἀπὸ
ὅλα καὶ θὰ ὑπάρχῃ αἰωνίως
ἔσχατος ἀπὸ ὅλα, ποὺ κλείει
εἰς τὴν ἄπειρον αὐτοῦ ὕπαρξιν
καὶ παρουσίαν τὰ πάντα· αὐτὸς
ποὺ ἔγινε νεκρὸς διὰ τῆς σταυρικῆς
του θυσίας καὶ ἔζησε πάλιν.
|
8
Καὶ εἰς τὸν ἐπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας,
ποὺ εἶναι εἰς τὴν Σμύρνην, γράψε·
Αὐτὰ λέγει ἐκεῖνος, ποὺ ὑπάρχει
ἀϊδίως πρῶτος ἀπὸ ὅλα καὶ
ποὺ θὰ ὑπάρχῃ αἰωνίως ἔσχατος
ἀπὸ ὅλα· ὁ ὁποῖος
ἔγινε νεκρὸς καὶ ἔζησε πάλιν·
|
9
οἶδά σου τὰ ἔργα καὶ τὴν
θλῖψιν καὶ τὴν πτωχείαν· ἀλλὰ
πλούσιος εἶ· καὶ τὴν βλασφημίαν
ἐκ τῶν λεγόντων ᾿Ιουδαίους εἶναι
ἑαυτούς, καὶ οὐκ εἰσίν,
ἀλλὰ συναγωγὴ τοῦ σατανᾶ.
|
9
Γνωρίζω καλὰ τὰ ἔργα σου καὶ
τὴν θλῖψιν καὶ τὴν πτωχείαν
ἐξ αἰτίας τῶν διωγμῶν. Ἀλλ'
εἶσαι πλούσιος ἀπὸ ἀπόψεως
πνευματικῶν χαρισμάτων καὶ δωρεῶν.
Εἰξεύρω ἀκόμη τὴν ἀσεβῆ
ἐναντίον τῆς ὑπολήψεώς
σου διαβολήν, ποὺ σοῦ ἔγινε ἐκ
μέρους ἐκείνων ποὺ λέγουν τὸν
εὐατόν των ὅτι εἶναι ᾿Ιουδαῖοι,
ἐνῷ πραγματικῶς δὲν εἶναι, ἀλλ'
εἶναι συναγωγὴ τοῦ σατανᾶ.
|
9
Ἠξεύρω τὰ ἔργα σου καὶ τὴν θλῖψιν
καὶ τὴν πτωχείαν, ποὺ σοῦ ἐπροξένησεν
ὁ διωγμός. Ἀλλὰ πνευματικῶς εἶσαι
πλούσιος. Ἠξεύρω ἀκόμη καὶ τὴν ἀσεβῆ
συκοφαντίαν, ποὺ σᾶς ἔγινεν ἀπὸ
αὐτούς, ποὺ λέγουν τοὺς ἑαυτούς των,
ὅτι εἶναι Ἰουδαῖοι. Καὶ πραγματικῶς
δεν εἶναι, ἀλλ’ εἶναι συναγωγὴ τοῦ
σατανᾶ. |
10
Μηδὲν φοβοῦ ἃ μέλλεις παθεῖν.
Ἰδοὺ δὴ μέλλει βαλεῖν ὁ
διάβολος ἐξ ὑμῶν εἰς φυλακὴν
ἵνα πειρασθῆτε, καὶ ἔξετε θλῖψιν
ἡμέρας δέκα. Γίνου πιστὸς ἄχρι
θανάτου, καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον
τῆς ζωῆς. |
10
Μὴ φοβεῖσαι καθόλου δι' ἐκεῖνα
τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ πάθῃς.
᾿Ιδοὺ τώρα ὁ σατανᾶς μέλλει
νὰ ρίψῃ εἰς τὴν φυλακὴν
μερικοὺς ἀπὸ σᾶς, διὰ νὰ
δοκιμασθῆτε ἔτσι ὅλοι σας, καὶ θὰ
ἔχετε θλῖψιν δέκα ἡμέρας, (δηλαδὴ
ἐπὶ ὀλίγον διάστημα). Προσπάθησε
καὶ ἀγωνίσου νὰ γίνῃς
πιστὸς μέχρι καὶ μαρτυρικοῦ ἀκόμη
θανάτου διὰ τὴν πίστιν σου καὶ
θὰ σοῦ δώσω ὡς βραβεῖον τῶν
ἀγώνων σου τὸν στέφανον τῆς
αἰωνίου ζωῆς. |
10
Μὴ φοβῆσαι τίποτε δι’ αὐτά, ποὺ πρόκειται
νὰ πάθῃς. Ἰδοὺ ὁ σατανᾶς
μέλλει νὰ ρίψῃ μερικοὺς ἀπὸ
σᾶς εἰς τὴν φυλακὴν διὰ νὰ
δοκιμασθῆτε καὶ θὰ ἔχετε θλῖψιν
δέκα ἡμερῶν, δηλαδὴ σύντομον καὶ ὅχι
μακράν. Φρόντιζε νὰ γίνεσαι πιστός, ἀποφασισμένος
καὶ θάνατον ἀκόμη νὰ ὑποστῇς
διὰ τὴν πίστιν σου αὐτήν. Καὶ θὰ
σοῦ δώσω ὡς στέφανον τῶν ἀγώνων σου
τὴν αἰώνιον ζωήν. |
11
Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί
τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις.
Ὁ νικῶν οὐ μὴ ἀδικηθῇ
ἐκ τοῦ θανάτου τοῦ δευτέρου.
|
11
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀνοικτὰ
τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς του, ἂς
ἀκούσῃ τί λέγει τὸ Πνεῦμα
τὸ Ἅγιον εἰς τὰς Ἐκκλησίας.
Ὁ
νικητὴς εἰς τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας
δὲν θὰ ἀδικηθῇ ἀπὸ τὸν
πνευματικὸν καὶ αἰώνιον θάνατον,
ποὺ σὰν δεύτερος, ἀλλὰ ἀσυγκρίτως
φοβερώτερος μετὰ τὸν σωματικὸν θάνατον,
περιμένει τοὺς ἁμαρτωλούς.
|
11
Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει πνευματικὸν
ἐνδιαφέρον καὶ τὸ αὐτὶ τῆς
ψυχῆς του ὑγιές, ἂς ἀκούσῃ τί
λέγει τὸ Πνεῦμα εἰς ὅλας τὰς
Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ εἶναι
νικητής, δὲν θὰ ἀδικηθῇ ἀπὸ
τὸν πνευματικὸν καὶ αἰώνιον θάνατον,
ποὺ διὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς πρόκειται
νὰ ἐπακολουθήσῃ μετὰ τὸν σωματικὸν
ὡς ἄλλος δεύτερος θάνατός των.
|
12
Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν
Περγάμῳ ἐκκλησίας γράψον·
τάδε λέγει ὁ ἔχων τὴν ρομφαίαν
τὴν δίστομον τὴν ὀξεῖαν·
|
12
Καὶ εἰς τὸν ἐπίσκοπον τῆς
Ἐκκλησίας
τῆς Περγάμου γράψε· Αὐτὰ
λέγει ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν
δίκοπον καὶ κοπτερὰν ρομφαίαν·
|
12
Καὶ εἰς τὸν ἐπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Περγάμου γράψε· Αὐτὰ λέγει ἐκεῖνος,
ποὺ ἔχει τὴν δίκοπον καὶ κοπτερὰν
ρομφαίαν. |
13
οἶδα τὰ ἔργα σου καὶ ποῦ κατοικεῖς·
ὅπου ὁ θρόνος τοῦ σατανᾶ·
καὶ κρατεῖς τὸ ὄνομά μου, καὶ
οὐκ ἠρνήσω τὴν πίστιν μου καὶ
ἐν ταῖς ἡμέραις αἷς Ἀντίπας
ὁ μάρτυς μου ὁ πιστός, ὃς ἀπεκτάνθη
παρ' ὑμῖν, ὅπου ὁ σατανᾶς κατοικεῖ.
|
13
Γνωρίζω καλὰ τὰ ἔργα σου καὶ
τὴν εἰδωλολατρικὴν περιοχήν, εἰς
τὴν ὁποίαν κατοικεῖς, ὅπου ἔχεις
στήσει τὸν θρόνον του ὁ σατανᾶς.
Καὶ κρατεῖς στερεὰ τὸ ὄνομά
μου καὶ δὲν ἠρνήθης τὴν πίστιν
μου ἀκόμη καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας
ἐκείνας τοῦ διωγμοῦ, κατὰ τὰς
ὁποίας κατεδιώχθη ὁ πιστὸς μάρτυς
μου ὁ Ἀντίπας, ὁ ὁποῖος
καὶ ἐφονεύθη εἰς τὴν πόλιν
σας ὅπου κατοικεῖ ὁ σατανᾶς.
|
13
Γνωρίζω καλὰ τὰ ἔργα σου καὶ τὸ
εἰδωλολατρικὸν κέντρον, εἰς τὸ ὁποῖον
κατοικεῖς, ὅπου ὑπάρχει ὁ θρόνος τοῦ
σατανᾶ. Καὶ κρατᾷς στερεὰ τὴν
ὁμολογίαν τοῦ ὀνόματός μου καὶ δὲν
ἠρνήθης τὴν πίστιν μου ἀκόμη καὶ κατὰ
τὰς ἡμέρας, κατὰ τὰς ὁποίας
κατεδιώχθη ὁ Ἀντίπας, ὁ μάρτυς μου ὁ
πιστός, ὁ ὁποῖος ἐφονεύθη εἰς
τὴν πόλιν σας, ὅπου κατοικεῖ ὁ σατανᾶς.
|
14
Ἀλλὰ ἔχω κατὰ σοῦ ὀλίγα,
ὅτι ἔχεις ἐκεῖ κρατοῦντας τὴν
διδαχὴν Βαλαάμ, ὃς ἐδίδαξε τὸν
Βαλὰκ βαλεῖν σκάνδαλον ἐνώπιον
τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ φαγεῖν
εἰδωλόθυτα καὶ πορνεῦσαι.
|
14
Ἀλλ' ἔχω μερικὰ ἐναντίον σου·
διότι ἔχεις ἐκεῖ μερικούς, ποὺ
σέβονται καὶ κρατοῦν τὴν διδασκαλίαν
τοῦ Βαλαὰμ (μάγου καὶ μάντεως
τῶν ἐθνικῶν), ὁ ὁποῖος
ἐδίδαξε καὶ προέτρεψε τὸν βασιλέα
τῶν Μωαβιτῶν Βαλὰκ νὰ βάλῃ
σκάνδαλον ἐμπρὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας,
διὰ νὰ φάγουν εἰδωλόθυτα καὶ
νὰ παρεκτραποῦν εἰς πορνείαν.
|
14
Ἔχω ὅμως ἐναντίον σου ὀλίγα παράπονα,
διότι ἔχεις ἐκεῖ μερικούς, ποὺ τηροῦν
τὴν διδασκαλίαν τοῦ ἐθνικοῦ μάντεως
Βαλαάμ, ὁ ὁποῖος ἐδίδασκε καὶ
ἐσύσταινεν εἰς τὸν Βαλὰκ τὸν
βασιλέα τῶν Μωαβιτῶν νὰ βάλῃ σκάνδαλον
ἐμπρὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας,
διὰ νὰ τοὺς παρασύρῃ νὰ φάγουν
εἰδωλόθυτα καὶ νὰ πορνεύσουν.
|
15
Οὕτως ἔχεις καὶ σὺ κρατοῦντας
τὴν διδαχὴν τῶν Νικολαϊτῶν ὁμοίως.
|
15
῎Ετσι καὶ σὺ ἔχεις μερικούς,
ποὺ κρατοῦν τὴν αἰσχρὰν διδασκαλίαν
τῶν Νικολαϊτῶν, ὅπως τὴν ἐκράτησαν
καὶ μερικοὶ Ἰουδαῖοι
τῆς ἐποχῆς τοῦ Βαλαάμ.
|
15
Ἔτσι καὶ σὺ ἔχεις μερικούς, ποὺ
τηροῦν τὴν διδασκαλίαν τῶν Νικολαϊτῶν
σὰν τοὺς Ἰουδαίους τῆς ἐποχῆς
ἐκείνης τοῦ Βαλαάμ. |
16
Μετανόησον οὖν· εἰ δὲ μή,
ἔρχομαί σοι ταχὺ καὶ πολεμήσω
μετ' αὐτῶν ἐν τῇ τομφαίᾳ
τοῦ στόματός μου. |
16
Μετανόησε, λοιπόν· εἰ δ' ἄλλως
ἔρχομαι ἐναντίον σου σύντομα καὶ
θὰ πολεμήσω ἐναντίον αὐτῶν
μὲ τὴν ρομφαίαν τοῦ στόματός
μου. |
16
Μετανόησε λοιπόν· εἰ δ’ ἄλλως καὶ δὲν
μετανοήσῃς, ἔρχομαι ἐναντίον σου γρήγορα
καὶ θὰ πολεμήσω ἐγὼ κατ’ αὐτῶν
μὲ τὴν μάχαιραν τοῦ στόματός μου.
|
17
Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί
τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις.
Τῷ νικῶντι δώσω αὐτῷ τοῦ
μάννα τοῦ κεκρυμμένου, καὶ δώσω
αὐτῷ ψῆφον λευκήν, καὶ ἐπὶ
τὴν ψῆφον ὄνομα καινὸν γεγραμμένον,
ὃ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ ὁ
λαμβάνων. |
17
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀνοικτὰ
τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς του, ἂς
ἀκούσῃ τί λέγει τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα εἰς τὰς Ἐκκλησίας.
Εἰς τὸν νικητὴν τοῦ ἀγῶνος
κατὰ τῆς ἁμαρτίας θὰ τοῦ
δώσω ἀπὸ τὸ μάννα, ποὺ
εἶναι κρυμμένον εἰς τοὺς οὐρανούς,
(δηλαδὴ τὴν κοινωνίαν τοῦ οὐρανίου
Ἄρτου, ποὺ παρέχει αἰωνίαν ζωήν).
Καὶ ἀκόμη θὰ τοῦ δώσω
λευκήν, ἀθωωτικὴν ψῆφον, καὶ
ἐπάνω εἰς τὴν ψῆφον θὰ
εἶναι γραμμένον ἕνα νέον ὄνομα,
αἰώνιον, ὄνομα, τὸ ὁποῖον
κανένας δὲν γνωρίζει, παρὰ μόνος
ἐκεῖνος ποὺ τὸ λαμβάνει.
|
17
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πνευματικὸν
ἐνδιαφέρον καὶ δὲν εἶναι κωφὸς
πνευματικῶς, ἂς ἀκούσῃ τί λέγει τὸ
Ἅγιον Πνεῦμα εἰς τὰς Ἐκκλησίας.
Εἰς ἐκεῖνον ποὺ θὰ νικήσῃ,
θὰ δώσω εἰς αὐτὸν ἀπὸ
τὸ μάννα, ποὺ εἶναι κρυμμένον εἰς
τοὺς οὐρανοὺς καὶ εἶναι ἄγνωστον
εἰς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου, θὰ
τοῦ δώσω τὴν ζωηφόρον κοινωνίαν τοῦ οὐρανίου
Ἄρτου, ποὺ θὰ τοῦ ἑξασφαλίσῃ
τὴν ἀθάνατον καὶ μακαρίαν ζωήν. Θὰ
τοῦ δώσω καὶ ψῆφον λευκὴν καὶ
ἀθωωτικὴν καὶ ἐπάνω εἰς τὴν
ψῆφον θὰ εἶναι γραμμένον ἕνα νέον
ὄνομα, τὸ ὄνομα τῆς υἱοθεσίας
καὶ τοῦ πολίτου τῆς αἰωνίου βασιλείας,
τὸ ὁποῖον κανένας δὲν γνωρίζει παρὰ
μόνον ἐκεῖνος ποὺ τὸ λαμβάνει.
|
18
Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν
Θυατείροις ἐκκλησίας γράψον·
τάδε λέγει ὁ υἱὸς τοῦ
Θεοῦ, ὁ ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς
αὐτοῦ ὡς φλόγα πυρός, καὶ
οἱ πόδες αὐτοῦ ὅμοιοι χαλκολιβάνῳ·
|
Υἱὸς
τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει τὰ μάτια
αὐτοῦ σὰν φλόγα πυρός, ὥστε
νὰ βλέπῃ καὶ νὰ παρακολουθῇ
τὰ πάντα, καὶ τοῦ ὁποίου
τὰ πόδια εἶναι στερεὰ καὶ λαμπρά,
ὅμοια μὲ μίγμα ἀργύρου καὶ
χρυσοῦ. |
18
Καὶ εἰς τὸν ἐπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας,
ποὺ εἶναι εἰς τὰ Θυάτειρα, γράψε·
Αὐτὰ λέγει ὁ Υἱὸς τοῦ
Θεοῦ, ποὺ ἔχει τὰ μάτια του σὰν
φλόγα φωτιᾶς, ὥστε νὰ μὴ μένῃ
τίποτε σκοτεινὸν καὶ κρυμμένον εἰς αὐτά,
καὶ τὰ πόδια του εἶναι ὅμοια πρὸς
μεταλλικὸν μίγμα ἀπὸ ἄργυρον καὶ
χρυσόν. |
19
οἶδά σοι τὰ ἔργα καὶ τὴν
ἀγάπην καὶ τὴν πίστιν καὶ
τὴν διακονίαν καὶ τὴν ὑπομονήν
σου, καὶ τὰ ἔργα σου τὰ ἔσχατα
πλείονα τῶν πρώτων.
|
19
Γνωρίζω τὰ ἔργα σου καὶ τὴν
ἀγάπην καὶ τὴν πίστιν καὶ
τὴν ὑπηρεσίαν, ποὺ προσφέρεις
πρὸς τοὺς ἔχοντας ἀνάγκην, καὶ
τὴν ὑπομονὴν ποὺ δεικνύεις εἰς
τὰς θλίψεις καὶ τοὺς διωγμούς.
Καὶ γνωρίζω ἀκόμη, ὅτι τὰ
ἔργα σου τῆς τελευταίας περιόδου εἶναι
περισσότερα ἀπὸ τὰ τῆς πρώτης.
|
19
Γνωρίζω τὰ ἔργα σου καὶ τὴν ἀγάπην
καὶ τὴν πίστιν καὶ τὴν ὑπηρεσίαν
σου πρὸς ἀνακούφισιν τῶν πτωχῶν καὶ
πασχόντων καὶ τὴν ὑπομονήν σου εἰς
τοὺς πειρασμοὺς καὶ διωγμούς. Καὶ
εἶναι τοῦ τελευταίου καιροῦ τὰ ἔργα
σου περισσότερα ἀπὸ τὰ πρῶτα.
|
20
Ἀλλὰ ἔχω κατὰ σοῦ ὀλίγα,
ὅτι ἀφεῖς τὴν γυναῖκά
σου Ἰεζάβελ, ἣ λέγει ἑαυτὴν
προφῆτιν, καὶ διδάσκει καὶ πλανᾷ
τοὺς ἐμοὺς δούλους πορνεῦσαι
καὶ φαγεῖν εἰδωλόθυτα.
|
20
Ἀλλ' ἔχω ἐναντίον σου καὶ ὀλίγας
κατηγορίας, ὅτι δηλαδὴ ἀφίνεις
τὴν γυναῖκα σου, ποὺ ὁμοιάζει
κατὰ τὴν ἀσέβειαν καὶ ἁμαρτωλότητά
της μὲ τὴν Ἰεζάβελ,
ἡ ὁποία λέγει τὸν εὐατόν
της προφῆτιν καὶ μὲ τὰ λόγια
καὶ τὰ ἔργα της διδάσκει ἀσεβεῖς
διδασκαλίας καὶ παρασύρει εἰς τὴν
πλάνην τοὺς δούλους μου, νὰ πορνεύσουν
καὶ νὰ φάγουν εἰδωλόθυτα.
|
20
Ἔχω ὅμως εἰς βάρος σου καὶ ὀλίγας
κατηγορίας, διότι ἀφίνεις τὴν γυναῖκα, ποὺ
ἔχει μιμηθῇ τὴν παλαιὰν ἐκείνην
Ἰεζάβελ, ἡ ὁποία λέγει τὸν ἑαυτόν
της προφήτιν, καὶ διδάσκει καὶ πλανᾷ τοὺς
δούλους μου παρακινοῦσα αὐτοὺς νὰ
πορνεύσουν καὶ νὰ φάγουν εἰδωλόθυτα.
|
21
Καὶ ἔδωκα αὐτῇ χρόνον ἵνα
μετανοήσῃ, καὶ οὐ θέλει μετανοῆσαι
ἐκ τῆς πορνείας αὐτῆς.
|
21
Καὶ ἔδωκα εἰς αὐτὴν καιρόν,
διὰ νὰ μετανοήσῃ, καὶ δὲν
θέλει νὰ μετανοήσῃ καὶ νὰ
ἀπαρνηθῇ τὴν διαφθορὰν καὶ ἀσέβειάν
της. |
21
Καὶ τῆς ἔδωκα καιρὸν νὰ μετανοήσῃ
καὶ δὲν θέλει νὰ μετανοήσῃ ἀπὸ
τὴν εἰδωλολατρικήν της διαφθορὰν καὶ
ἀποστασίαν. |
22
Ἰδοὺ βάλλω αὐτὴν εἰς κλίνην
καὶ τοὺς μοιχεύοντας μετ' αὐτῆς
εἰς θλῖψιν μεγάλην, ἐὰν μὴ
μετανοήσωσιν ἐκ τῶν ἔργων αὐτῆς,
|
22
Ἰδοὺ θὰ τὴν ρίψω εἰς τὸ
κρεββάτι τιμωρίας μεγάλης, πόνου καὶ
ὀδύνης. Καὶ ἐκείνους ποὺ
ἁμαρτάνουν μαζῆ της καὶ ὅσους
παρασύρονται ἐξ αἰτίας της εἰς
φαυλότητας, θὰ τοὺς βάλω μαζῆ
μὲ αὐτὴν καὶ θὰ τοὺς καταδικάσω
εἰς μεγάλην θλῖψιν, ἐὰν δὲν
μετανοήσουν καὶ δὲν ἀπαρνηθοῦν
τὰ φαῦλα ἔργα, εἰς τὰ ὁποῖα
αὐτὴ τοὺς παρεπλάνησε.
|
22
Ἰδοὺ μετ’ ὀλίγον θὰ τὴν ρίψω
εἰς κρεββάτι ὄχι ἡδονῆς καὶ
ἀπολαύσεως, ἀλλὰ τιμωρίας μεγάλης. Καὶ
ἐκείνους, ποὺ παρασύρονται ἀπὸ αὐτὴν
εἰς τὰ εἰδωλολατρικὰ ὄργια καὶ
πλάνας, θὰ τοὺς βάλω μαζὶ μὲ αὐτὴν
εἰς μεγάλην θλῖψιν, ἐὰν δὲν
μετανοήσουν καὶ δὲν ξεκόψουν ἀπὸ τὰ
ἔργα, ποὺ τοὺς παρέσυρεν ἐκείνη.
|
23
καὶ τὰ τέκνα αὐτῆς ἀποκτενῶ
ἐν θανάτῳ, καὶ γνώσονται πᾶσαι
αἱ ἐκκλησίαι ὅτι ἐγώ εἰμι
ὁ ἐρευνῶν νεφροὺς καὶ καρδίας,
καὶ δώσω ὑμῖν ἑκάστῳ
κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν.
|
23
Καὶ τὰ παιδιά της θὰ τὰ φονεύσω
μὲ θανατηφόρον ἐπιδημίαν καὶ
ἔτσι θὰ μάθουν ὅλαι αἱ Ἐκκλησίαι,
ὅτι ἐγὼ εἷμαι ἐκεῖνος,
ποὺ ἐρευνᾷ καὶ γνωρίζει νεφρὰ
καὶ καρδιές, (καὶ τὰς πλέον
ἀπόκρυφα βάθη τῆς ψυχῆς καὶ
διανοίας τοῦ ἀνθρώπου) καὶ θὰ
ἀνταποδώσω εἰς τὸν καθένα ἀπὸ
σᾶς, σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα σας.
|
23
Καὶ τὰ παιδιὰ τῆς ψευδοπροφήτιδος
αὐτῆς θὰ τὰ φονεύσω μὲ θανατικόν.
Καὶ θὰ μάθουν ἀπὸ αὐτὰ
τὰ πράγματα αἱ Ἐκκλησίαι, ὅτι ἐγὼ
εἶμαι, ποὺ ἐξετάζω νεφροὺς καὶ
καρδίας, δηλαδὴ τὰ πλέον ἀπόκρυφα βάθη τοῦ
ἐσωτερικοῦ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ
θὰ σᾶς δώσω εἰς τὸν καθένα σύμφωνα
μὲ τὰ ἔργα σας. |
24
Ὑμῖν δὲ λέγω τοῖς λοιποῖς
τοῖς ἐν Θυατείροις, ὅσοι οὐκ
ἔχουσι τὴν διδαχὴν ταύτην, οἵτινες
οὐκ ἔγνωσαν τὰ βαθέα τοῦ σατανᾶ,
ὡς λέγουσιν· οὐ βάλλω ἐφ'
ὑμᾶς ἄλλο βάρος·
|
24
Λέγω δὲ εἰς σᾶς τοὺς ὑπολοίπους
ποὺ κατοικεῖτε εἰς τὰ Θυάτειρα,
ὅσοι δὲν ἔχουν δεχθῇ τὴν ἀσεβῆ
καὶ πλανεμένην αὐτὴν διδασκαλίαν,
τὰς δῆθεν βαθυτέρας ἀληθείας
ὅπως τὰς παρουσιάζουν οἱ αἱρετικοὶ
καὶ φαῦλοι, πράγματι δὲ σατανικὰς
πλάνας. Δὲν θὰ σᾶς ἐπιβάλω
ἄλλας ὑποχρεώσεις, ἐκτὸς ἀπὸ
ἐκείνας ποὺ γνωρίζετε.
|
24
Λέγω δὲ εἰς σᾶς τοὺς ὑπολοίπους,
ποὺ μένετε εἰς Θυάτειρα, ὅσοι δὲν
ἔχουν τὴν πλανημένην αὐτὴν διδασκαλίαν,
οἱ ὁποῖοι δὲν ἔμαθαν τὰς
δῆθεν βαθυτέρας αὐτὰς γνώσεις καὶ
διδασκαλίας, ὅπως τὰς λέγουν οἱ ὀπαδοὶ
τῆς πλάνης, ἀλλ’ αἱ ὁποῖαι πράγματι
εἶναι αἱ βαθύτεραι πλάναι τοῦ σατανᾶ.
Δὲν θὰ σᾶς ἐπιβάλω ἄλλας ὑποχρεώσεις
καὶ καθήκοντα. |
25
πλὴν ὃ ἔχετε κρατήσατε ἄχρις
οὗ ἂν ἥξω. |
25
Πλὴν ὅμως ἐκεῖνο ποὺ σᾶς
ἔχει παραδοθῇ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους,
τὴν ἀλήθειαν δηλαδὴ τοῦ Εὐαγγελίου,
κρατήσατέ την καλὰ μέχρις ὅτου
ἔλθω. |
25
Ἐκεῖνο ὅμως, ποὺ ἔχετε καὶ
σᾶς παρεδόθη ὡς τὸ μόνον ἀληθὲς
εὐαγγέλιον, κρατήσατέ το στερεὰ ἕως ὅτου
ἔλθω κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν μου.
|
26
Καὶ ὁ νικῶν καὶ ὁ τηρῶν
ἄχρι τέλους τὰ ἔργα μου, δώσω
αὐτῷ ἐξουσίαν ἐπὶ τῶν
ἐθνῶν, |
26
Καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ νικήσῃ
καὶ θὰ τηρήσῃ μέχρι τέλους
τοῦ βίου του τὰ ἔργα μου, ἐγὼ
θὰ δώσω εἰς αὐτὸν ἐξουσίαν
ἐπάνω εἰς τὰ εἰδωλολατρικὰ
καὶ πολέμια ἔθνη. |
26
Καὶ εἰς ἐκεῖνον, ποὺ θὰ
ἀναδειχθῇ νικητὴς καὶ θὰ φυλάττῃ
μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του τὰ ἔργα
ποὺ παραγγέλλω, θὰ δώσω εἰς αὐτὸν
ἐξουσίαν ἐπὶ τῶν ἐθνῶν,
τὰ ὁποῖα τώρα καταδιώκουν τοὺς πιστοὺς
δούλους μου. |
27
καὶ ποιμανεῖ αὐτοὺς ἐν ράβδῳ
σιδηρᾷ, ὡς τὰ σκεύη τὰ κεραμικὰ
συντριβήσεται, ὡς κἀγὼ εἴληφα
παρὰ τοῦ πατρός μου,
|
27
Καὶ θὰ ποιμάνῃ καὶ θὰ
ὑποτάξῃ τοὺς ἐθνικοὺς
καὶ εἰδωλολάτρας μὲ ράβδον σιδερένιαν
καὶ θὰ συντριβοῦν οἱ σκληροὶ
καὶ ἀνυπότακτοι σὰν τὰ πήλινα
σκεύη. Καὶ θὰ ἀποκτήσῃ
αὐτὸς τέτοιαν ἐξουσίαν καὶ
δύναμιν, ὡσὰν ἐκείνην ποὺ
ἐγὼ ὁ ἴδιος ἔχω λάβει
ἀπὸ τὸν Πατέρα μου.
|
27
Καὶ ὅπως ἐγὼ κατενίκησα τὰ ἔθνη
ποὺ μὲ κατεδίωξαν, ἔτσι καὶ αὐτὸς
θὰ τοὺς ποιμάνῃ καὶ θὰ τοὺς
καθυποτάξῃ μὲ ράβδον σιδερένιαν, ὅπως τὰ
πήλινα σκεύη σπάζουν καὶ γίνονται θρύμματα. Θὰ
τοῦ δώσω τὴν ἐξουσίαν αὐτήν, ὅπως
καὶ ἐγὼ ὡς ἄνθρωπος τὴν
ἔχω πάρει ἀπὸ τὸν Πατέρα μου.
|
28
καὶ δώσω αὐτῷ τὸν ἀστέρα
τὸν πρωϊνόν. |
28
Καὶ θὰ τοῦ δώσω ἀκόμη
τὸ λαμπρὸ πρωϊνὸ ἀστέρι, (τὴν
θείαν δηλαδὴ λαμπρότητα καὶ αἴγλην)
ὥστε νὰ γίνῃ καὶ αὐτὸς
φῶς. |
28
Θὰ τοῦ δώσω ἀκόμη καὶ τὸ ἄστρον
τὸ πρωϊνόν, ποὺ βγαίνει κατὰ τὰ ἐξημερώματα.
Θὰ ἀπολαύσῃ δηλαδὴ τὸν φωτισμὸν
καὶ τὴν χαράν, ποὺ θὰ φέρῃ εἰς
τοὺς δικαίους ἡ ἀνατολὴ τῆς
μελλούσης αἰωνίας ζωῆς. |
29
Ὁ ἔχων οὖς ἀκουσάτω τί
τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις.
|
29
Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀνοικτὰ
τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς του, ἂς
ἀκούσῃ τί λέγει τὸ Πνεῦμα
τὸ Ἅγιον εἰς τὰς Ἐκκλησίας.
|
29
Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει πνευματικὸν
ἐνδιαφέρον καὶ αὐτί, ἂς ἀκούσῃ
τί λέγει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἰς τὰς
Ἐκκλησίας. |