Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
γὼ
ἄνθος τοῦ πεδίου, κρίνον τῶν
κοιλάδων. |
γὼ
εἶμαι τὸ ἄνθος τῆς πεδιάδος,
τὸ κρίνον τῶν κοιλάδων.
|
γὼ
εἶμαι νάρκισσος τοῦ Σαρών, κρίνον τῶν χαμηλῶν
κοιλάδων.
1
Ἐγὼ εἶμαι ἄνθος, ποὺ ἐφύτρωσα
στὰ χωράφια, κρίνον τόπων χαμηλῶν. Ἡ εὐωδία
μου καὶ ἡ ἁγνότης μου δὲν ὀφείλονται
εἰς φροντίδας ἀνθρώπων. |
2
Ὡς κρίνον ἐν μέσῳ ἀκανθῶν,
οὕτως ἡ πλησίον μου ἀνὰ μέσον
τῶν θυγατέρων. |
2
Πράγματι ὡσὰν κρίνον ἀνάμεσα
εἰς τὰ ἀγκάθια, ἔτσι εἶναι
ἡ καλή μου ἀνάμεσα εἰς τὰς
ἄλλας παρθένους νεάνιδας.
|
2
Σὰν κρίνον ἐν μέσῳ ἀκανθῶν,
ἔτσι ξεχωρίζει ἡ πολυαγαπημένη μου σύντροφος μεταξὺ
τῶν νεανίδων.
2
Σὰν κρίνον ποὺ ξεπετιέται μέσα εἰς
ἀγκαθιές, αἱ ὁποῖαι δὲν
ἠμπόρεσαν νὰ τὸ πνίξουν, ἔτσι
ξεπροβάλλει καὶ ἡ ὡραία σύντροφός μου μέσα
στὶς ἄλλες τοῦ κόσμου κορασίδες. Ἄνθος
κατακόκκινον ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν
Μαρτύρων της· κρίνον πάλλευκον ἀπὸ τὴν ἁγνότητα
τῶν παρθένων της· εὐῶδες ἀπὸ
τὴν ἁγιότητα τῶν τέκνων της. |
3
Ὡς μῆλον ἐν τοῖς ξύλοις τοῦ
δρυμοῦ, οὕτως ἀδελφιδός μου ἀνὰ
μέσον τῶν υἱῶν· ἐν τῇ
σκιᾷ αὐτοῦ ἐπεθύμησα καὶ
ἐκάθισα, καὶ καρπὸς αὐτοῦ
γλυκὺς ἐν λάρυγγί μου.
|
3
Ὡσὰν καρποφόρος μηλιὰ ἀνάμεσα
εἰς τὰ ἄκαρπα δένδρα τοῦ δάσους,
ἔτσι εἶναι ὁ ἀδελφὸς τῆς
ψυχῆς μου ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἄλλους
νέους. Τὴν σκιὰν αὐτοῦ τοῦ
δένδρου ἐγὼ ἐπεθύμησα καὶ
κάτω ἀπὸ αὐτὸ ἐκάθισα.
Ὁ καρπός του εἶναι γλυκὺς εἰς
τὸν λάρυγγά μου. |
3
Σὰν μηλέα κατάφορτος ἀπὸ καρποὺς ἐν
μέσῳ τῶν ἀκάρπων δένδρων τοῦ πυκνοῦ
δάσους, ἔτσι εἶναι ὁ πολυαγαπημένος μου
ἀδελφὸς μεταξὺ τῶν νέων. Εἰς
τὴν σκιάν του ἐπεθύμησα καὶ ἐκάθισα,
καὶ ὁ καρπός του εἶναι γλυκὺς
εἰς τὸν λάρυγγά μου.
3
Σὰν μηλέα κατάφορτος ἀπὸ καρποὺς γλυκεῖς
καὶ ζωηφόρους ἐν μέσῳ δένδρων ἀκάρπων
τοῦ πυκνοῦ δάσους, ἔτσι εἶναι ὁ
πολυαγαπημένος μου ἀδελφὸς ἐν μέσῳ
ὅλων τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ,
ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων. Εἰς τὴν
ζωογόνον σκιάν του, ἡ ὁποία ἐξεδίωξε
τὰς σκιὰς τοῦ νόμου καὶ τοῦ
θανάτου, ἐκάθισα, καὶ ὁ καρπός, τὸν
ὁποῖον μὲ τὴν διδασκαλίαν τοῦ
Εὐαγγελίου καὶ τὰ ἄλλα μέσα τῆς
χάριτός μου χορηγεῖ, γλυκαίνει ἀνεκφράστως τὸν
λάρυγγά μου. |
4
Εἰσαγάγετέ με εἰς οἶκον τοῦ
οἴνου, τάξατε ἐπ' ἐμὲ ἀγάπην.
|
4
Ὁδηγήσατέ με εἰς τὸν οἶκον,
ὅπου παρατίθεται τὸ συμπόσιον τῶν
γάμων μας. Διδάξατέ με καὶ καταστήσατε
σταθερωτάτην τὴν πρὸς τὸν νυμφίον
μου ἁγνὴν ἀγάπην μου. |
4
Εἰσαγάγετέ με εἰς τὸ κελλάριον τοῦ
οἴνου καὶ ρίψατε ἐπάνω μου ὡς σημαίαν
τὴν ἀγάπην του [κατὰ τὸ Ἑβραϊκόν].
4
Ὁδηγήσατέ με εἰς τὸ κελλάριον τοῦ
οἴνου, ὅπου θὰ ἀπολαμβάνω τὸ
μυστικὸν ποτήριον τῆς θείας εὐφροσύνης.
Καταστήσατε βεβαίαν καὶ ἀμετάθετον τὴν πρὸς
τὸν Νυμφίον ἀγάπην μου. |
5
Στηρίσατέ με ἐν μύροις, στοιβάσατέ
με ἐν μήλοις, ὅτι τετρωμένη ἀγάπης
ἐγώ. |
5
Εἶμαι πληγωμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπην
του. Στηρίξατέ με μὲ μῦρα. Σωριᾶστε
μπροστά μου μῆλα· ἡ εὐωδία
τῶν ἀρωμάτων καὶ ἡ βρῶσις
τῶν μήλων θὰ μὲ στηρίξῃ.
|
5
Στηρίξατέ με μὲ μύρα, ἐνδυναμώσατέ με μὲ
μῆλα, διότι εἶμαι ἐγὼ πληγωμένη ἀπὸ
ἀγάπην.
5
Στηρίξατέ με εἰς τὴν εὐώδη τῶν ἀρετῶν
κατάστασιν καὶ εἰς τὴν ἐπικοινωνίαν
μετὰ τοῦ Νυμφίου. Φορτώσατέ με μὲ τοὺς
θείους καὶ σωτηριώδεις καρπούς του, διότι εἶμαι
πληγωμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπην πρὸς
Αὐτόν. |
6
Εὐώνυμος αὐτοῦ ὑπὸ τὴν
κεφαλήν μου, καὶ ἡ δεξιὰ αὐτοῦ
περιλήψεταί με. |
6
Τὸ ἀριστερό του χέρι εἶναι κάτω
ἀπὸ τὴν κεφαλήν μου καὶ τὸ
δεξί του χέρι ἂς μὲ ἐναγκαλισθῇ.
|
6
Ἢ ἀριστερά του χεὶρ εἶναι ὑπὸ
τὴν κεφαλήν μου καὶ ἡ δεξιά του θὰ
μὲ περιβάλῃ.
6
Ἡ ἀριστερά του χεὶρ εἶναι ὑπὸ
τὴν κεφαλήν μου καὶ ἡ δεξιά του θὰ
μὲ ἐναγκαλισθῇ. Εἰς τὰς δοκιμασίας
καὶ θλίψεις μου ἡ ἀγαθή του Πρόνοια δὲν
θὰ μὲ ἀφήσῃ ποτὲ καὶ εἰς
ὅλους τοὺς ἀγῶνας μου κατὰ τοῦ
κακοῦ ἡ δεξιά του θὰ μὲ ἐνισχύῃ
καὶ θὰ μὲ περιφρουρῇ.
|
7
Ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ
, ἐν δυνάμεσι καὶ ἐν ἰσχύσεσι
τοῦ ἀγροῦ, ἐὰν ἐγείρητε
καὶ ἐξεγείρητε τὴν ἀγάπην,
ἕως οὗ θελήσῃ. |
7
Ὦ θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ,
σᾶς ἐξορκίζω εἰς τὰς θαυμαστὰς
δυνάμεις τῆς φύσεως, εἰς τὴν
ὡραιότητα τῶν ἀγρῶν καὶ
τῶν πεδιάδων μὴ ἐξυπνήσετε καὶ
μὴ ἀνησυχήσετε τὴν ἀγάπην
μου. Ἀφήσατέ την νὰ κοιμηθῇ
καὶ ἀναπαυθῇ, ὅσον θέλει.
|
7
Σᾶς ἐξορκιζω, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, εἰς
τὰς δορκάδας καὶ εἰς τὰς ἐλάφους
[Ἑβραϊκόν] τοῦ ἀγροῦ, νὰ μὴ
διαταράξετε καὶ νὰ μὴ ἀφυπνίσετε
τὴν ἀγάπην μου, ὅσον χρόνον αὐτὴ
θελήσῃ.
7
Σᾶς ἐξορκιζω, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ,
εἰς τὰς ἰσχυρὰς δυνάμεις, ποὺ
συγκρατοῦν κατὰ τὸ θεῖον θέλημα τὸν
κόσμον, νὰ μὴ ἀφυπνίσετε καὶ νὰ
μὴ ἐξεγείρετε τὴν ἀγάπην, ἀλλ’
ἀφήσατέ την νὰ εἶναι βυθισμένη
εἰς τὰς γοητευτικὰς ἀναμνήσεις τοῦ
Νυμφίου, ὅσον αὐτὴ θελήσῃ. Πλησίον
Του δὲν κουράζεται, οὔτε χορταίνει ποτὲ
κάθε ἀφωσιωμένη εἰς αὐτὸν Νύμφη.
|
8
Φωνὴ ἀδελφιδοῦ μου· ἰδοὺ
οὗτος ἥκει πηδῶν ἐπὶ τὰ
ὄρη, διαλλόμενος ἐπὶ τοὺς βουνούς.
|
8
Ἀκούω τὴν φωνὴν τοῦ ἀγαπημένου
μου. Ἰδού, αὐτὸς ἔρχεται πηδῶν
ἐπάνω εἰς τὰ ὄρη, ὑπερπηδᾶ
τὰ βουνὰ καὶ ὅλα τὰ ἐμπόδια.
|
8
Ἀκούσατε! Ἡ φωνὴ τοῦ ἀγαπημένου
μου ἀδελφοῦ. Ἰδοὺ ἔρχεται πηδῶν
ἐπάνω εἰς τὰ ὅρη, διασκελίζων μὲ
ἅλματα τὰ βουνά.
8
Ἀκούω τὴν φωνὴν τοῦ ἀγαπημένου
μου ἀδελφοῦ. Ἰδοὺ σύμφωνα μὲ
τὰς θείας καὶ προφητικὰς ἐπαγγελίας
ἔρχεται ὑπερπηδῶν κάθε ἐμπόδιον καὶ
δυσκολίαν. Καὶ λαμβάνων δούλου μορφὴν σπεύδει
πρὸς ἀπολύτρωσιν ἐμοῦ τῆς Νύμφης
του. |
9
Ὅμοιός ἐστιν ἀδελφιδός μου τῇ
δορκάδι ἢ νεβρῷ ἐλάφων ἐπὶ
τὰ ὄρη Βαιθήλ. Ἰδοὺ οὗτος
ὀπίσω τοῦ τοίχου ἡμῶν
παρακύπτων διὰ τῶν θυρίδων, ἐκκύπτων
διὰ τῶν δικτύων. |
9
Ὁ ἀδελφὸς αὐτὸς τῆς ψυχῆς
μου ὁμοιάζει μὲ ζαρκάδι ἢ μὲ
μικρὸ ἐλάφι, εἰς τὰ ὄρη
τῆς Βαιθήλ. Ἰδού, ἔφθασε εὑρίσκεται
ἔξω ἀπὸ τὸν τοῖχον τοῦ
σπιτιοῦ μου. Κύπτει ἀπὸ τὰς
θυρίδας· προσπαθεῖ διὰ μέσου
τῶν δικτυωτῶν νὰ ἴδῃ μὲ
στοργήν. |
9
Ὁμοιάζει ὁ ἀγαπημένος μου ἀδελφὸς
πρὸς ζαρκάδι, πρὸς νεαρὸν ἐλαφακι
εἰς τὰ ὅρη Βαιθήλ. Ἰδοὺ αὐτὸς
ἵσταται ὀπίσω ἀπὸ τὸν τοῖχον
μας· κύπτει διὰ μέσου τῶν παραθύρων·
κατοπτεύει διὰ μέσου τῶν δικτυωτῶν
κιγκλίδων.
9
Ὅμοιος εἶναι ὁ ἀγαπημένος μου ἀδελφὸς
πρὸς δορκάδα ἢ πρὸς ἐλαφόπουλο,
ποὺ τρέχουν γρήγορα εἰς τὰ ὅρη Βαιθήλ,
ὄνομα ποὺ σημαίνει οἶκος Θεοῦ. Σπεύδει
πρὸς σωτηρίαν τῆς Νύμφης. Καὶ ἂν φαίνεται
ὅτι βραδύνει, ἡ ἀργοπορία του ὀφείλεται
εἰς τὸ ὅτι ἡ Νύμφη δὲν ἦτο
ἀκόμη ὥριμος νὰ τὸν δεχθῇ.
Ἰδοὺ ὁ Μεσσίας εἶναι ὀπίσω ἀπὸ
τὸν τοῖχον μας· τὸ μεσότοιχον τοῦ
φραγμοῦ χωρίζει τὴν Νύμφην ἀπ’ αὐτοῦ.
Κύπτει πλησίον τῶν παραθύρων καὶ διὰ
μέσου τῶν δικτυωτῶν ρίπτει στοργικὰ καὶ
ἀνυπόμονα βλέματα μέσα εἰς τὸ σπίτι.
|
10
Ἀποκρίνεται ἀδελφιδός μου, καὶ
λέγει μοι· ἀνάστα, ἐλθὲ
ἡ πλησίον μου, καλή μου, περιστερά
μου, |
10
Ὁ ἀδελφὸς τῆς καρδιᾶς μου ἀποκρίνεται
εἰς ἐμὲ καὶ μοῦ λέγει·
σήκω, ἔλα κοντά μου, σὺ ἡ σύντροφός
μου, ἡ καλή μου, τὸ περιστέρι μου.
|
10
Ἀποτείνεται (πρὸς ἐμέ) ὁ ἀγαπημένος
μου ἀδελφὸς καὶ μοῦ λέγει: Σήκω, προσφιλεστάτη
μου σύντροφε, ἡ ὡραία μου, ἡ περιστερά μου.
10
Φωνάζει ὁ ἀγαπημένος ἀδελφός μου καὶ
λέγει: Σήκω· ἦλθεν ὁ καιρὸς νὰ
καταλυθοῦν οἱ τύποι καὶ αἱ σκιαὶ
τοῦ Νόμου. Ἔλα, ἡ καλή μου συντροφιά·
ἔλα, ἡ ὡραία μου, ἡ χαριτωμένη
μου περιστερά. |
11
ὅτι ἰδοὺ ὁ χειμὼν παρῆλθεν,
ὁ ὑετὸς ἀπῆλθεν, ἐπορεύθη
ἑαυτῷ, |
11
Ἔλα· ὁ χειμῶνας ἐπέρασεν,
αἱ βροχαὶ ἔφυγαν εἰς τὸν τόπον
των. |
11
Σήκω, διότι ἰδοὺ ὁ χειμὼν ἐπέρασεν,
ἡ βροχὴ ἐσταμάτησε καὶ παρῆλθε.
11
Σήκω, διότι ὁ χειμῶνας τῆς σκιᾶς καὶ
τῶν τύπων, καθὼς καὶ τῆς εἰδωλολατρίας
ὀ ζόφος ἐπέρασαν ἔφυγαν αἱ βροχαὶ
καὶ ἐξηφανίσθησαν. |
12
τὰ ἄνθη ὤφθη ἐν τῇ γῇ,
καιρὸς τῆς τομῆς ἔφθακε, φωνὴ
τῆς τρυγόνος ἡκούσθη ἐν τῇ
γῇ ἡμῶν, |
12
Τὰ ἄνθη ἔκαμαν τὴν ἐμφάνισίν
των εἰς τὴν γῆν. Ὁ καιρὸς τοῦ
κλαδεύματος ἔχει φθάσει. Ἡ φωνὴ
τῆς τρυγόνος ξανακούστηκε πάλιν εἰς
τὴν χώραν μας.
|
12
Τὰ ἄνθη ἐνεφανίσθησαν εἰς τὴν
γῆν, ὁ καιρὸς τοῦ κλαδεύματος ἔφθασε.
Τὸ κελάδημα τῆς τρυγόνος ἠκούσθη εἰς
τὴν χώραν μας.
12
Τὰ ἄνθη ὤφθησαν εἰς τὴν γῆν,
ἀνεφάνη ἡ εὔοσμος τῆς χάριτος καρποφορία,
ἦλθεν ὁ καιρὸς τοῦ κλαδεύματος καὶ
καθάρσεως τῶν ἁμαρτημάτων, ἠκούσθη τὸ
λάλημα τῆς τρυγόνος εἰς τὸν τόπον μας. Χαρμόσυνα
μηνύματα νέας σωτηρίου ἐποχῆς ἀντηχοῦν.
|
13
ἡ συκῆ ἐξήνεγκεν ὀλύνθους
αὐτῆς, αἱ ἄμπελοι κυπρίζουσιν,
ἔδωκαν ὁσμήν.
Ἀνάστα, ἐλθέ, ἡ πλησίον
μου, καλή μου, περιστερά μου, καὶ ἐλθέ,
|
13
Ἡ συκιὰ ἔβγαλε τοὺς ὀλύνθους
της. Αἱ ἄμπελοι ἀνθίζουν καὶ
σκορπίζουν τὴν εὐωδίαν των. Σήκω,
ἔλα σὺ ἡ σύντροφός μου, ἡ
καλή μου, ἡ περιστερά μου, ἔλα
|
13α
Ἡ συκῆ ἐπρόβαλε τοὺς πρωΐμους καρπούς
της· αἱ ἄμπελοι ἀνθίζουν, ἐσκόρπισαν
εὐωδίαν.
13α
Ἡ συκῆ ἐπρόβαλε τοὺς πρωΐμους καρπούς
της. Αἱ ἄμπελοι ἀνθίζουν, ἐσκόρπισαν
εὐωδίαν. Τὸ ἔαρ τῆς Χάριτος καὶ
τῆς ἀναγεννήσεως τῶν πάντων ἀνέτειλε.
13β
Σήκω· ἐλθέ, ἡ προσφιλέστατή μου συντροφιά,
ἡ ὡραία μου, ἡ περιστερά μου, ἐλθὲ
λοιπόν.
13β
Σήκω· ἔλα, ἡ ἀγαπημένη μου σύντροφος,
ἡ ὡραία μου ἀγάπη, ἡ εἰρηνικὴ
καὶ ἀφωσιωμένη μου περιστερά. Ἐλθὲ
εἰς κοινωνίαν καὶ στενὸν δεσμὸν μετ’
ἐμοῦ τοῦ Νυμφίου σου.
|
14
σὺ περιστερά μου, ἐν σκέπῃ τῆς
πέτρας, ἐχόμενα τοῦ προτειχίσματος·
δεῖξόν μοι τὴν ὄψιν σου, καὶ
ἀκούτισόν με τὴν φωνήν σου,
ὅτι ἡ φωνή σου ἡδεῖα, καὶ
ἡ ὄψις σου ὡραία.
|
14
σὺ τὸ περιστέρι μου, ποὺ μὲ
συστολὴν εἶσαι κρυμμένη κάτω ἀπὸ
τὸν βράχον, κοντὰ εἰς τὸ τεῖχος.
Δεῖξε μου τὴν ὡραίαν σου μορφήν.
Κάμε με νὰ ἀκούσω τὴν φωνήν
σου, διότι ἡ φωνή σου εἶναι γλυκεῖα
καὶ ἡ ὄψις σου ὡραία.
|
14
Ὦ σύ, περιστερά μου, ἡ κρυμμένη εἰς τὰς
ρωγμὰς τοῦ βράχου, εἰς καταφύγια ἀπόκρημνα.
Δεῖξε μου τὸ πρόσωπόν σου καὶ ψάλε διὰ
νὰ ἀκούσω τὴν φωνήν σου, διότι ἡ φωνή
σου εἶναι γλυκειὰ καὶ τὸ πρόσωπόν
σου ὡραῖον.
14
Σύ, περιστερά μου, ποὺ ἐξ ἐντροπῆς
καὶ φόβου εἶσαι κρυμμένη εἰς τρύπα
πέτρινη, ποὺ συνέχεται μὲ περιτείχισμα ἀπόκρημνον,
ἐλθέ. Ἐγὼ ὁ Νυμφίος σου εἶμαι
ἡ πέτρα, εἰς τὴν ὁποίαν θὰ εὕρῃς
ἀνάπαυσιν καὶ ἀσφάλειαν. Δεῖξε μου
τὴν ὄψιν σου καὶ ψάλε νὰ ἀκούσω
τὴν φωνήν σου. Διότι ἡ φωνή σοῦ εἶναι
γλυκειὰ καὶ ἡ ὄψις σου ὡραία.
Μίλησέ μου ἐλεύθερα καὶ μὴ φοβῆσαι
περιφρόνησιν ἀπὸ ἐμέ. Ἡ προσευχὴ
καὶ ἱκεσία σου φθάνει ὡς ἐξαίρετος
ἁρμονία εἰς τὰ ὧτα μου.
|
15
Πιάσατε ἡμῖν ἀλώπεκας μικροὺς
ἀφανίζοντας ἀμπελῶνας, καὶ αἱ
ἄμπελοι ἡμῶν κυπρίζουσιν.
|
15
Πιᾶστε μας τὰ μικρὰ ἀλεπουδάκια,
ποὺ καταστρέφουν τοὺς ἀμπελῶνας
μας, τώρα ποὺ εἶναι αὐτοὶ ἐπάνω
εἰς τὸ ἄνθος των.
|
15
Πιάσατέ μας μικρὰ ἀλεπουδάκια, ποὺ
ἀφανίζουν τὰ ἀμπέλια· γιατὶ τὰ
ἀμπέλια μας ἀνθίζουν τώρα.
15
Πιάσατέ μας τὶς ἀλεποῦδες μικρές,
ποὺ ἀφανίζουν, ὅταν μεγαλώσουν, τὰ
ἀμπέλια τρώγοντας τὰ σταφύλια των. Καὶ τὰ
ἀμπέλια μας ἀνθίζουν τώρα. Προτοῦ λοιπὸν
δέσῃ ὁ καρπός των, ἀπαλλάξατέ
τα ἀπὸ τοὺς καταστροφεῖς των. Ἐνεργήσατε
ἐγκαίρως νὰ ἀπαλλαγῇ ὁ πνευματικὸς
ἀμπελὼν τοῦ Κυρίου ἀπὸ τοὺς
ψευδοδιδασκάλους, προτοῦ αὐτοὶ μὲ
τὴν ὑποκρισίαν των προκόψουν εἰς φθοροποιὸν
πλάνην καὶ ἀσέβειαν. |
16
Ἀδελφιδός μου ἐμοί, κἀγὼ
αὐτῷ, ὁ ποιμαίνων ἐν τοῖς
κρίνοις, |
16
Ὁ ἀγαπητός μου εἶναι γιὰ μένα
καὶ ἐγὼ εἶμαι γι αὐτόν.
Αὐτὸς εἶναι ὁ ποιμὴν στὰ
στολισμένα μὲ κρίνους λειδάδια.
|
16
Ὁ ἀγαπημένος μου ἀδελφὸς εἶναι
γιὰ μένα καὶ ἐγὼ εἶμαι γι’ αὐτόν,
ποὺ ποιμαίνει τὸ ποιμνιόν του μεταξὺ
τῶν κρίνων.
16
Ὁ ἀγαπημένος μου ἀδελφὸς εἶναι
γιὰ μένα, ἒξ ὁλοκλήρου ἰδικός μου,
καὶ ἐγὼ εἶμαι γι’ αὐτὸν
ἀφωσιωμένη καὶ παραδομένη εἰς αὐτόν,
ποὺ ποιμαίνει τὰ πρόβατά του ὄχι εἰς
ἀγκάθια καὶ κοινὰ χορτάρια, ἀλλ’ εἰς
τὰ εὐώδη κρίνα τῆς ἁγνῆς καὶ
ἁγίας ζωῆς. |
17
ἕως οὗ διαπνεύσῃ ἡ ἡμέρα
καὶ κινηθῶσιν αἱ σκιαί. Ἀπόστρεψον,
ὁμοιώθητι σύ, ἀδελφιδέ μου,
τῷ δόρκωνι ἢ νεβρῷ
ἐλάφων ἐπὶ
ὄρη κοιλωμάτων. |
17
Ἕως ὅτου σβήσῃ ἡ ἡμέρα
καὶ ἀρχίσουν νὰ πέφτουν οἱ
σκιὲς τῆς νυκτὸς γύρισε, ἀγαπημένε
μου, κοντά μου. Μοιᾶσε μὲ τὸ ζαρκάδι
καὶ τὸ νεαρὸ ἐλάφι, ποὺ
τρέχει στὶς χαράδρες τῶν ὀρέων.
|
17
Προτοῦ νὰ πνεύσῃ ἡ ἐσπερινὴ
αὔρα τῆς ἡμέρας καὶ φύγουν αἱ
σκιαί, ἐπίστρεψε. Γενοῦ ὅμοιος, ἀγαπημένε
μου ἀδελφέ, πρὸς δορκάδα ἢ ἔλαφον
νεαρὰν τρέχων εἰς τὰς χαράδρας τῶν
ὀρέων (ἐπὶ τῶν ὀρέων Βεθέρ).
17
Φεῦγε τώρα· ἀλλὰ προτοῦ ἡ ἡμέρα
κατὰ τὴν ἑσπέραν δροσίσῃ καὶ
μὲ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου κινηθοὺν
αἱ σκιαὶ τῆς νυκτός, γύρισε πίσω. Γενοῦ
ὅμοιος, ἀγαπημένε μου ἀδελφέ, πρὸς
δορκάδα καὶ νεαρὰν ἔλαφον τρέχοντας εἰς
τὰς χαράδρας τῶν βουνῶν. Ἐπάνελθε
γρήγορα, Κύριε Ἰησοῦ, καὶ μὴ ἀφήνῃς
μόνας τὰς ἀφωσιωμένας εἰς σὲ
ψυχὰς κατὰ τὴν νύκτα τῆς παρούσης
καὶ πλήρους πειρασμῶν ἐπιγείου ζωῆς.
|