Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
δελφιδός
μου κατέβη εἰς κῆπον αὐτοῦ εἰς
φιάλας τοῦ ἀρώματος ποιμαίνειν
ἐν κήποις καὶ συλλέγειν κρίνα.
|
ἀγαπητός μου κατέβη εἰς τὸν
κῆπον του, εἰς τὰς πρασιὰς τῶν
ἀρωματικῶν ἀνθέων. Περιπατεῖ
εἰς τοὺς κήπους, συλλέγει κρίνα.
|
ἀγαπημένος
ἀδελφός μου κατέβη εἰς τὸν κῆπον του,
εἰς τὰς πρασιὰς τῶν ἀρωμάτων,
διὰ νὰ ποιμαίνῃ εἰς τοὺς κήπους
καὶ διὰ νὰ συλλέγῃ κρίνα.
1
Ὁ ἀγαπημένος μου ἀδελφὸς κατέβη
ἐκ τῶν οὐρανῶν διὰ νὰ
μεταβάλῃ τὴν ἔρημον εἰς κῆπον
εὔφορον καὶ εὐώδη, ὅπου διὰ
τοῦ Πνεύματός του θὰ φυτεύσῃ καὶ θὰ
ποτίζη τὰ ἀρωματώδη φυτὰ τῆς
ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος, ἀναδεικνύων
αὐτὰ πραγματικὰς φιάλας οὐρανίου ἀρώματος.
Κατέβη εἰς τὸν κῆπον αὐτόν, τὸν
ὁποῖον ἀποτελοῦν αἱ κατὰ
τόπους Ἐκκλησίαι τῶν πιστῶν, διὰ νὰ
βόσκῃ τὸ ποίμνιόν του καὶ νὰ συλλέγῃ
κρίνα ἀνὰ ἕν, σύμβολον τῶν καθηγιασμένων
ψυχῶν, αἵτινες ἀνὰ μία μεθίστανται
εἰς τὴν θριαμβεύουσαν Ἐκκλησίαν.
|
3
: 2 Ἐγὼ τῷ ἀδελφιδῷ μου, καὶ
ἀδελφιδός μου ἐμοί, ποιμαίνων
ἐν τοῖςκρίνοις. |
3
Ἐγὼ ἀνήκω εἰς τὸν ἀγαπημένον
μου ἀδελφὸν καὶ ἐκεῖνος ἀνήκει
εἰς ἐμέ. Αὐτὸς εἶναι,
ποὺ ποιμαίνει τὰ πρόβατά του
μέσα εἰς τὰ κρίνα.
|
2
Ἐγὼ ἀνήκω εἰς τὸν προσφιλέστατόν
μου ἀδελφόν, καὶ ὁ πολυαγαπημένος μου ἀδελφὸς
ἀνήκει εἰς ἐμέ, αὐτὸς ποὺ
ποιμαίνει τὰ πρόβατά του εἰς τὰ κρίνα.
2
Ἐγὼ ἡ Ἐκκλησία, ἡ θριαμβεύουσα
καὶ ἡ στρατευομένη, ἀνήκω ἐξ ὁλοκλήρου
εἰς τὸν ἀγαπημένον μου ἀδελφόν, καὶ
ὁ προσφιλέστατός μου ἀδελφὸς ἀνήκεῖ
εἰς ἐμέ, αὐτὸς ποὺ ποιμαίνει
τὰ πρόβατά του εἰς τὰ πάλλευκα καὶ
εὐώδη κρίνα. (Σύμβολα τῆς εὐαγγελικῆς
διδασκαλίας του καὶ τῶν ναμάτων τῆς χάριτός
του). |
4
: 3 Καλὴ εἶ, ἡ πλησίον μου, ὡς
εὐδοκία, ὡραία ὡς Ἱερουσαλήμ,
βάμβος ὡς τεταγμέναι. |
4
Ὡραῖα εἶσαι σύ, σύντροφέ
μου, ὡσὰν εὐάρεστος καὶ καλὴ
ἐπιθυμία, ὡραία, ὅπως ἡ
Ἱερουσαλήμ. Ἐμπνέεις θαυμασμὸν
ὡσὰν τὰς παρατεταγμένας πρὸς
πόλεμον στρατιωτικὰς δυνάμεις.
|
3
Ὡραία εἶσαι, προσφιλεστάτη μου σύντροφε, ὡς
ἡ πόλις Τιρσάχ [κατὰ τὸ Ἑβραϊκόν]·
ὡραία σὰν τὴν Ἰερουσαλήμ·
καταπληκτικὴ σὰν στράτευμα παρατεταγμένον εἰς
μάχην.
3
Ὡραία εἶσαι, ἀχώριστέ μου σύντροφε, λέγει
ὁ Νυμφίος· πραγματικῶς ἀξιέραστος καὶ
ποθητή, ὡραία σὰν τὴν Ἱερουσαλήμ,
μεγαλοπρεπὴς καὶ καταπληκτικὴ σὰν
στράτευμα παρατεταγμένον εἰς μάχην. (Σύμβολον τῶν
ἀγώνων τῆς Νύμφης καὶ τῶν κατὰ
τοῦ κακοῦ θριάμβων της). |
5
: 4 Ἀπόστρεψον ὀφθαλμούς σου ἀπεναντίον
μου, ὅτι αὐτοὶ ἀνεπτέρωσάν
με. Τρίχωμά σου ὡς ἀγέλαι τῶν
αἰγῶν, αἳ ἀνεφάνησαν ἀπὸ
τοῦ Γαλαάδ. |
5
Γύρισε ἀλλοῦ, μακρὰν ἀπὸ
ἐμὲ τὰ μάτια σου, διότι αὐτὰ
μὲ τὴν μαγείαν των μὲ ἀνεπτέρωσαν.
Αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς σου ὁμοιάζουν
μὲ κοπάδια αἰγῶν, ποὺ ἔχουν
ἀναφανῇ ἀπὸ τὴν περιοχὴν
τοῦ Γαλαάδ. |
4
Στρέψε τοὺς ὀφθαλμούς σου μακρὰν ἀπ’
ἐμοῦ, διότι μὲ γοητεύουν. Τὸ τρίχωμα
τῆς κεφαλῆς σου ὁμοιάζει πρὸς κοπάδια
γιδιῶν, ποὺ κατέρχονται ἀπὸ τὰ
ὅρη Γαλαάδ.
4
Στρέψε τὰ μάτια σου μακρὰν ἀπὸ ἐμέ,
διότι, μὲ τὸ νὰ μὲ ἀτενίζῃς,
γοητεύομαι ὑπερβολικὰ ἀπὸ αὐτά,
ἐπειδὴ ἀντικατοπτρίζεται ἡ ἰδική
μου δόξα εἰς αὐτὰ καὶ δι’ αὐτὸ
καθίστανται ἐξαιρετικῶς λαμπρά. Τὸ τρίχωμα
τῆς κεφαλῆς σου ὁμοιάζει πρὸς κοπάδια
γιδιῶν, τὰ ὁποῖα ἀνεφάνησαν
ὡς κύματα μαῦρα καταβαίνοντα ἀπὸ τὰ
ὅρη Γαλαάδ. |
6
: 5α Ὀδόντες σου ὡς ἀγέλαι τῶν
κεκαρμένων, αἳ ἀνέβησαν ἀπὸ
τοῦ λουτροῦ, αἱ πᾶσαι διδυμεύουσαι,
καὶ ἀτεκνοῦσα οὐκ ἔστιν ἐν
αὐταῖς. |
6
Τὰ ὁλόλευκα δόντια σου ὁμοιάζουν
μὲ κοπάδια φρεσκοκουρευμένων λευκῶν
προβάτων, τὰ ὀποῖα μόλις τώρα
ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ λουτρὸν
καὶ εἶναι καθαρὰ καὶ λευκά.
Ὅλαι αἱ ἀμνάδες ἔχουν δίδυμα,
καμμία στεῖρα δὲν ὑπάρχει ἀνάμεσα
εἰς αὐτάς.
|
5α
Τὰ δόντια σου εἶναι σὰν κουρευμέναι ἀμνάδες,
ποὺ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ λουτρὸν
καὶ ὅλαι ἔχουν δίδυμα καὶ καμμία δὲν
εἶναι στεῖρα.
5α
Οἱ ὀδόντές σου λευκοί, συμμετρικοὶ καὶ
συνηρμοσμένοι σὰν κοπάδια κουρευμένων ἀμνάδων,
αἱ ὁποῖαι ἐβγῆκαν ἀπὸ
τὸ λουτρὸν καὶ ὅλαι ἔχουν δίδυμα
καὶ καμμία ἀπὸ αὐτὰς δὲν
εἶναι στεῖρα. |
7
: 5β-6 Ὡς σπαρτίον τὸ κόκκινον χείλη
σου καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία. Ὡς
λέπυρον τῆς ροᾶς μῆλόν σου ἐκτὸς
τῆς σιωπήσεώς σου |
7
Ὡσὰν κόκκινο σειρήτι τὰ χείλη
σου, ὡραία καὶ γεμάτη χάριν
ἡ λαλιά σου. Κάθε παρειά σου, πίσω
ἀπὸ τὴν διαφανῆ καλύπτραν, φαίνεται
σὰν τὸ ροδοκκόκινο ἥμισυ ροδιοῦ.
|
5β-6
Τὰ χείλη σου σὰν τὸ κόκκινον σειρήτιον καὶ
ἡ λαλιά σου ὡραία, σὰν διχοτομήματα ροδιοῦ
κάθε παρειά σου ὀπίσω τῆς καλύπτρας σου.
5β-6
Τὰ χείλη σου, ζωηρὰ καὶ πλήρη ζωτικότητος,
εἶναι σὰν τὸ κόκκινον σειρήτιον, καὶ
ἡ λαλιά σου χαριτωμένη καὶ ὡραία. Σὰν
τὸ μισὸ τοῦ ροδιοῦ μοιάζει ἑκάστη
παρειά σου πίσω ἀπὸ τὴν καλύπτραν σου, ντροπαλὴ
καὶ πλήρης σεμνότητος.
|
8
: 7 Ἑξήκοντά εἰσι βασίλισσαι,
καὶ ὀγδοήκοντα παλλακαί, καὶ
νεάνιδες ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός.
|
8
Ἑξήκοντα βασίλισσαι εἶναι διὰ
τοὺς βασιλεῖς τοῦ κόσμου καὶ
ὀγδόηκοντα σύζυγοι δευτέρας σειρᾶς
καὶ ἀναρίθμητοι ἄλλαι νεάνιδες
προσφέρονται εἰς αὐτούς.
|
7
Ὑπάρχουν ἑξήκοντα βασίλισσαι καὶ ὀγδοήκοντα
παλλακίδες καὶ νεάνιδες ἀμέτρητοι.
7
Ὑπάρχουν εἰς ἑκάστου ἐκ τῶν
ἐν τῷ κόσμῳ βασιλέων τὴν αὐλὴν
βασίλισσαι πολλαὶ καὶ παλλακίδες περισσότεραι
καὶ νεαραὶ δοῦλαι πολυαριθμόταται.
|
9
: 8 Μία ἐστὶ περιστερά μου, τελεία
μου, μία ἐστὶ τῇ μητρὶ αὐτῆς,
ἐκλεκτή ἐστι τῇ τεκούσῃ
αὐτήν. Εἴδοσαν αὐτὴν θυγατέρες
καὶ μακαριοῦσιν, αὐτήν, βασίλισσαι
καὶ γε παλλακαί καὶ αἰνέσουσιν
αὐτήν. |
9
Δι' ἐμὲ ὅμως, μία εἶναι ἡ
περιστερά μου, ἡ ἀπολύτως τελεία
δι' ἐμέ, ἡ μοναχοκόρη τῆς μητρός
σου, ἡ ἐκλεκτὴ καὶ δι' ἐκείνην
ποὺ σὲ ἐγέννησε. Τὴν εἶδαν
αἱ ἄλλαι νεάνιδες, τὴν ἐμακάρισαν
καὶ τὴν μακαρίζουν. Καὶ αὐταὶ
ἀκόμη αἱ βασίλισσαι καὶ αἱ
δευτέρας σειρᾶς σύζυγοι τῶν βασιλέων
θὰ τὴν ἐγκωμιάζουν καὶ θὰ
λέγουν· |
8
Μία ὅμως εἶναι ἡ περιστερά μου, ἡ
τελεία μου καὶ ἀσύγκριτος. Μοναδικὴ καὶ
στὴν μητέρα της, ἐκλεκτὴ καὶ σ' αὐτὴν
ποὺ τὴν ἐγέννησε. Τὴν εἶδαν
αἱ νέαι τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν
ἐμακάρισαν. Τὴν εἶδαν καὶ αἱ
βασίλισσαι καὶ αἱ παλλακίδες καὶ τὴν
ἐγκωμίασαν.
8
Μία ὅμως εἶναι ἡ πιστὴ καὶ ἀφωσιωμένη
περιστερά μου, ἡ τελεία μου, πρὸς τὴν ὁποίαν
καμμία ἄλλη δὲν δύναται νὰ συγκριθῇ.
Μοναδικὴ εἶναι καὶ στὴν μητέρα της
ἀπὸ αὐτὰ τὰ πρῶτα χρόνια
της· ἐκλεκτὴ εἶναι καὶ ἕως τώρα
εἰς αὐτὴν ποὺ τὴν ἐγέννησε.
Τὴν εἶδαν αἱ νέαι τῆς Ἱερουσαλὴμ
καὶ τὴν ἐμακάρισαν. Καὶ αὐταὶ
ἀκόμη αἱ βασίλισσαι καὶ παλλακίδες
τὴν ἐπῄνεσαν. (Σύμβολον τοῦτο τῆς
ἐπιστροφῆς εἰς τὸν Νυμφίον καὶ
αὐτῶν τῶν εἰδολωλατρικῶν ἐθνῶν).
|
10
: 9 Τίς αὕτη ἡ ἐκκύπτουσα ὡσεὶ
ὄρθρος, καλὴ ὡς σελήνη, ἐκλεκτὴ
ὡ ὁ ἥλιος, θάμβος ὡς τεταγμέναι;
|
10
Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ὁποία
προβάλλει ὡσὰν ὁλοκάθαρη πρωΐα,
ὡραία ὅπως ἡ σελήνη, ἐκλεκτὴ
ὅπως ὁ ἥλιος, θαυμαστή, ὅπως
αἱ παρατεταγμέναι πρὸς μάχην στρατιωτικαὶ
δυνάμεις; |
9
Ποία εἶναι αὐτή, ποὺ ἀναφαίνεται σὰν
αὐγή, ὡραία σὰν σελήνη, λαμπρὰ σὰν
τὸν ἥλιον, φοβερὰ καὶ ἐκθαμβωτικὴ
σὰν τάγματα στρατιᾶς;
9
Ποία εἶναι αὐτή, ποὺ ἀναφαίνεται
σὰν τὴν αὐγήν, ὡραία σὰν σελήνη,
ἐκλεκτὴ καὶ ἀπαστράπτουσα σὰν
τὸν ἥλιον, καταπληκτικὴ σὰν τὰς
ἀγγελικὰς παρατάξεις; (Σύμβολα τῶν ἐμφανίσεων
τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὰς διαφόρους ἐποχὰς
καὶ καταστάσεις τοῦ περιβάλλοντος).
|
11
: 10 Εἰς κῆπον καρύας
κατέβην ἰδεῖν ἐν γεννήμασι τοῦ
χειμάρρου, ἰδεῖν εἰ ἤνθισεν
ἡ ἄμπελος, ἐξήνθησαν αἱ ροαί·
ἐκεῖ δώσω τοὺς μαστούς μου σοί.
|
11
Καὶ ἐκείνη λέγει: Κατέβηκα εἰς
τὸ περιβόλι, ὅπου ὑπάρχουν οἱ
καρυδιές· κατέβηκα, διὰ νὰ ἰδῶ
ὅσα βλαστάνουν εἰς τὰς ὄχθας
τῶν ρυακίων. Νὰ παρατηρήσω, ἐὰν
ἔχουν ἀνθίσει τὰ ἀμπέλια
καὶ οἱ ροδιές. Ἐκεῖ, ὦ
νυμφίε μου, θὰ σοῦ προσφέρω τοὺς
ἐναγκαλισμούς μου.
|
10
Κατέβην εἰς κῆπον δένδρων καρυδιᾶς, διὰ
νὰ ἴδω τὰ γεννήματα τοῦ χειμάρρου,
νὰ ἴδω, ἐὰν ἐβλάστησεν ἡ
ἄμπελος καὶ ἐὰν ἤνθησαν οἱ
ροδιές.
10
Εἰς κῆπον δένδρων καρυδιᾶς κατέβην. (Σύμβολον
τῆς ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ πικρᾶς,
ἀλλὰ καὶ καρποφόρου παιδαγωγίας, εἰς
τὴν ὁποίαν ὑποβάλλονται αἱ ἐπὶ
μέρους ψυχαὶ καὶ νύμφαι τοῦ Χριστοῦ).
Κατέβην νὰ ἴδω τὴν βλάστησιν τῶν γεννημάτων
εἰς τὸ ξηροπόταμον τοῦ κήπου· νὰ
ἴδω, ἐὰν ἐπέταξεν ἄνθη καὶ
βλαστοὺς ἡ ἄμπελος, ἐὰν ἤνθησαν
ἀρκετά οἱ ροδιές.
|
:
11 ἐκεῖ δώσω τοὺς μαστούς μου
σοί. Οὐκ ἔγνω ἡ ψυχή μου·
ἔθετό με ἅρματα Ἀμιναδάβ.
|
|
11
Ἐκεῖ θὰ δώσω εἰς σέ, τὴν Νύμφην
μου, τὰς θωπείας τῆς ἀγάπης μου. Δὲν
ἐκατάλαβεν ἡ ψυχή μου, ἀποκρίνεται
ἡ Νύμφη, καὶ ἐτέθην εἰς φυγήν, ὡς
νὰ ἐδιωκόμην ἀπὸ ἅρματα Ἀμιναδάβ.
11
Ἐκεῖ θὰ δώσω εἰς σέ, τὴν Νύμφην
μου, τὰς θωπείας τῆς ἀγάπης μου καὶ
τὸν πλοῦτον τῆς χάριτός μου. Δὲν ἐκατάλαβεν
ἡ ψυχή μου, ἀποκρίνεται ἡ Νύμφη. Ἡ
ἔκπληξίς μου ἀπὸ τὴν αἰφνιδίαν
ἐπίσκεψίν σου μὲ ἔθεσεν εἰς κίνησιν
καὶ φυγὴν ταχεῖαν, σὰν νὰ ἐκαθήμην
εἰς ἅρματα Ἀμιναδάβ.
|
12
Οὐκ ἔγνω ἡ ψυχή μου· ἔθετό
με ἅρματα Ἀμιναδάβ. |
12
Χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσῃ ἡ
ψυχή μου, σὰν νὰ μὲ ἐκάθισεν
εἰς τὰ ταχύτατα ἅρματα τῶν εὐγενῶν
καὶ ἐπισήμων. |
|
:
12 Ἐπίστρεφε,
ἐπίστρεφε, ἡ Σουλαμῖτις· ἐπίστρεφε,
ἐπίστρεφε, καὶ ὀψόμεθα ἐν
σοί. |
|
12
Γύριζε πίσω, γύριζε πίσω, ὦ Σουλαμῖτις, ἐπίστρεφε,
ἐπίστρεφε διὰ νὰ σὲ ἀποθαυμάσωμεν.
12
Γύριζε πίσῳ, ἐπίστρεφε, ὦ Σουλαμῖτις·
ἐπίστρεφε διὰ νὰ θαυμάσωμεν τὴν καλλονήν
σου, φωνάζει ὁ χορὸς τῶν νεανίδων. |
Ἡ
παράγραφος 1 Μετεφέρθη στο Κεφάλαιον Ε'
Παράγραφος 17. |
Ἡ
παράγραφος 1 Μετεφέρθη στο Κεφάλαιον Ε'
Παράγραφος 17.
|
|