Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ίς
δῴη σέ, ἀδελφιδέ μου, θηλάζοντα
μαστοὺς μητρός
σου; Εὑροῦσά σε ἔξω φιλήσω σε,
καί γε οὐκ ἐξουδενώσουσί μοι.
|
αὶ
ἂν ἤσουνα ἀδελφός μου ὁμογάλακτος,
ποὺ θὰ ἐθήλαζες τοὺς μαστοὺς
τῆς ἴδιας μητρός, καὶ σὲ εὕρισκα
ἔξω, θὰ σὲ ἐφιλοῦσα καὶ
κανεὶς δὲν θὰ μὲ κατηγοροῦσε
δι' αὐτό.
|
οῖος,
πολυαγαπημένε μου, θὰ σὲ ἔδιδεν εἰς
ἐμὲ ἀδελφόν, ποὺ νὰ ἐθήλαζες
τοὺς μαστοὺς τῆς μητέρας μου; Θὰ σὲ
εὔρισκα τότε ἔξω καὶ θὰ σὲ ἐφιλοῦσα
δημοσίᾳ, καὶ δὲν θὰ μὲ περιεφρόνουν.
1
Ποῖος, πολυαγαπημένε μου, θὰ σὲ ἔδιδεν
εἰς ἐμὲ ἀδελφόν, ὥστε νὰ
εἶχες θηλάσει τοὺς ἰδίους μαστοὺς
τῆς μητέρας μου, τοὺς ὁποίους ἐθήλασα
καὶ ἐγώ; Τότε, ὅταν σὲ συναντοῦσα
καὶ ἔξω, θὰ σὲ φιλοῦσα ἐλεύθερα
καὶ μὲ ὅλην τὴν ἀγάπην μου ἐμπρὸς
εἰς ὅλους, χωρὶς νὰ παρεξηγηθῶ
καὶ νὰ περιφρονηθῶ ἀπὸ κανένα.
(Εὐχὴ τῆς Συναγωγῆς πρὸ τῆς
Ἐνανθρωπήσεως, ἐπιποθούσης τὴν ἔλευσιν
τοῦ Μεσσίου καὶ τὴν ἐν πάσῃ
οἰκειότητι ἀναστροφὴν μετ’ αὐτοῦ).
|
2
Παραλήψομαί σε, εἰσάξω σε εἰς
οἶκον μητρός μου καὶ εἰς ταμιεῖον
τῆς συλλαβούσης με· ποτιῶ σε ἀπὸ
οἴνου τοῦ μυρεψικοῦ, ἀπὸ νάματος
ροῶν μου. |
2
Δὲν εἶμαι ὅμως ἀδελφή σου. Διὰ
τοῦτο θὰ σὲ πάρω ὡς νυμφίον
μου. Θὰ σὲ ὁδηγήσω εἰς τὸν
οἶκον τῆς μητρός μου, εἰς τὸ
ἐσωτερικώτερον δωμάτιον αὐτῆς,
ἡ ὁποία μὲ συνέλαβε καὶ
μὲ ἐγέννησεν. Ἐκεῖ θὰ
σὲ ποτίζω μὲ εὐώδη οἶνον,
μὲ τὸ νᾶμα ἀπὸ τὰ ρόϊδια
μου. |
2
Θὰ σὲ παρελάμβανα (Οἱ νεώτεροι τοὺς
μέλλοντας <παραλήψωμαι>, <εἰσάξω>, <ποτιῶ>,
ἐκλαβάνουν εἰς χρόνον παρωχημένον ἀπραγματοποίητον.
Ὠσαύτως καὶ τοὺς μέλλοντας
τοῦ ἑπομένου στίχου) τότε καὶ θὰ
σὲ εἰσῆγον εἰς τὸν οἶκον
τῆς μητέρας μου καὶ εἰς τὸ ἰδιαίτερον
δωμάτιον αὐτῆς, ποὺ μὲ συνέλαβε. Θὰ
σὲ ἐπότιζα οἶνον εὐώδη, ποτὸν
ροδιοῦ.
2
Ἀλλὰ καὶ τώρα θὰ σὲ παραλάβω
ὡς Νυμφίον μου, θὰ σὲ εἰσαγάγω εἰς
τὸν οἶκον τῆς μητέρας μου καὶ εἰς
τὸ ἰδιαίτερον δωμάτιον αὐτῆς, ποὺ
μὲ συνέλαβε καὶ μὲ ἐγέννησε·
θὰ σοῦ προσφέρω νὰ πίῃς οἶνον
εὐώδη καὶ μοσχάτον, ποτὸν κατεσκευασμένον
ἀπὸ τὰ ρόδια μου, σύμβολα τῶν ἀρετῶν,
τὰς ὁποίας πᾶσα ἀφωσιωμένη ψυχὴ
ἔχει νὰ ἐπιδείξῃ εἰς τὸν
Νυμφίον της. (Οἱ λόγοι οὗτοι ἀποτελοῦν
καὶ ὑπόσχεσιν τῆς γνησίας Συναγωγῆς,
ἥτις ἐτήρησε ταύτην, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς
τοὺς ἀπιστήσαντας καὶ μὴ παραλαβόντας
τὸν Μεσσίαν ὁμοεθνεῖς).
|
3
Εὐώνυμος αὐτοῦ ὑπὸ τὴν
κεφαλήν μου, καὶ ἡ δεξιὰ αὐτοῦ
περιλήψεταί με. |
3
Ἐκεῖ τὸ ἀριστερὸ χέρι
τοῦ ἀγαπητοῦ μου θὰ εὑρίσκεται
κάτω ἀπὸ τὴν κεφαλήν μου καὶ
τὸ δεξιό του θὰ μὲ ἐναγκαλίζεσαι.
|
3
Ἡ ἀριστερά του χεὶρ θὰ ἦτο
ὑποκάτω τῆς κεφαλῆς μου καὶ ἡ
δεξιά του χεὶρ θὰ μὲ περιέβαλλε.
3
Ἡ ἀριστερά του χεὶρ θὰ ἐκταθῇ
ὑπὸ τὴν κεφαλήν μου καὶ ἡ δεξιά
του χεὶρ θὰ μὲ ἐναγκαλισθῇ.
|
4
Ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ,
ἐν ταῖς δυνάμεσι καὶ ἐν ταῖς
ἰσχύσεσι τοῦ ἀγροῦ ἐὰν
ἐγείρητε καὶ ἐὰν ἐξεγείρητε
τὴν ἀγάπην, ἕως ἐν θελήσῃ.
|
4
Σᾶς ἐξορκίζω, θυγατέρες τῆς
Ἱερουσαλήμ, εἰς τὰς δυνάμεις
τῆς φύσεως, εἰς τὰς ὡραιότητας
τοῦ ἀγροῦ, μὴ ἀνησυχήσετε,
μὴ ἐξυπνήσετε τὴν ἀγάπην
μου. Ἀφήσατέ την νὰ κοιμηθῇ
ὅσον θέλει. |
4
Σᾶς ἐξορκίζω, ὦ θυγατέρες Ἱερουσαλήμ,
εἰς τὰς δορκάδας καὶ ἐλάφους [Ἑβραϊκόν]
τοῦ ἀγροῦ νὰ μὴ ἀφυπνίσετε
καὶ νὰ μὴ σηκώσετε τὴν ἀγάπην
μου, ἕως ὅτου θελήσῃ νὰ κοιμηθῇ.
4
Σᾶς ἐξορκιζω, ὦ θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ,
εἰς τὰς ἰσχυρὰς δυνάμεις, ποὺ
συγκρατοῦν κατὰ τὸ θεῖον θέλημα τὸν
κόσμον, νὰ μὴ ἐξυπνήσετε καὶ
νὰ μὴ σηκώσετε τὴν ἀγάπην μου, ἀλλ’
ἀφήσατέ την νὰ κοιμηθῇ, ὅσην
ὥραν θελήσῃ. |
5
Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα λελευκανθισμένη,
ἐπιστηριζομένη ἐπὶ τὸν ἀδελφιδὸν
αὐτῆς; Ὑπὸ
μῆλον ἐξήγειρά σε· ἐκεῖ
ὠδίνησέ σε ἡ μήτηρ σου, ὠδίνησέ
σε ἡ τεκοῦσά σε. |
5
Ποιὰ εἶναι αὐτὴ ποῦ ἀνεβαίνει
ἀπὸ τὴν ἔρημον, στολισμένη σὰν
μὲ ὁλόλευκα ἄνθη στηριζομένη
εἰς τὸν ἀγαπητόν της; Κάτω
ἀπὸ τὴν μηλιὰ σὲ ἐξύπνησα.
Ἐκεῖ εὐρῆκαν τὴν μητέρα
σου αἱ ὠδῖνες τοῦ τοκετοῦ. Ἐκεῖ
ἔπιασαν πόνοι τοῦ τοκετοῦ ἐκείνην,
ποὺ σὲ ἐγέννησε.
|
5
Ποία εἶναι αὐτή, ποὺ ἀναβαίνει
ἀπὸ τῆς ἔρημου, στηριζομένη ἐπὶ
τοῦ ἠγαπημένου της ἀδελφοῦ; (Ἐρωτᾷ
ὁ χορὸς τῶν νεανίδων). Κάτω ἀπὸ
τὸ δένδρον τῆς μηλέας κοιμωμένην σὲ ἐξύπνησα·
(λέγει ὁ Νυμφίος πρὸς τὴν Νύμφην). Ἐκεῖ
σὲ ἐγέννησεν ἡ μητέρα σου. Ἐκεῖ
ἐπέρασε τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ
αὐτὴ ποὺ σὲ ἐγέννησε.
5
Ποία εἶναι αὐτή, ποὺ ἀναβαίνει
μὲ ἀπαστράπτουσαν λευκότητα, στηριζομένη εἰς
τὸν ἠγαπημένον ἀδελφόν της; Ἐρωτᾷ
ἐν θαυμασμῷ ὁ χορὸς τῶν νεανίδων,
ὁ συμβολίζων τὰς ἄνω δυνάμεις ἐκπληττομένας
διὰ τὴν τοιαύτην ἐν ἀνθρώποις μεταβολήν.
Ὑπὸ τὸ δένδρον τῆς μηλέας (σύμβολον
τοῦ δένδρου τῆς παρακοῆς), ὅπου ἐκοιμᾶσο,
σὲ ἐξύπνησα, λέγει ὁ Νυμφίος. Ἐκεῖ
σὲ συνέλαβεν ἡ παραβᾶσα ἐν τῷ
παραδείσῳ τὴν πρώτην ἐντολὴν Προμήτωρ.
Καὶ ἐκεῖ, ἐπὶ τοῦ ξύλου
τοῦ Σταυροῦ, σὲ ἀνέστησα ἀπὸ
τὸν ζοφερὸν ὕπνον τοῦ θανάτου.
|
6
Θές με ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὴν
καρδίαν σου, ὡς σφραγῖδα ἐπὶ
τὸν βραχίονά σου· ὅτι κραταιὰ
ὡς θάνατος ἀγάπη, σκληρὸς ὡς
ᾅδης ζῆλος· περίπτερα αὐτῆς
περίπτερα πυρός, φλόγες αὐτῆς·
|
6
Βάλε με ὡσὰν σφραγῖδα μέσα εἰς
τὴν καρδιάν σου, διὰ νὰ μὲ αἰσθάνεσαι
μαζῆ σου πάντοτε. Ὡσὰν σφραγῖδα
εἰς τὸν βραχίονά σου, διὰ νὰ
μὲ βλέπῃς. Διότι ἡ ἀγάπη
εἶναι ἐξ ἴσου ἰσχυρά, ὅπως
καὶ ὁ θάνατος. Ἡ φλόγα της ἀχόρταστη,
ὅπως ἀχόρταστος εἶναι ὁ ᾅδης.
Οἱ γύρω ἀκτινοβόλοι σπινθηρισμοί
της ὡσὰν τὰ σπινθοβολήματα τοῦ
πυρός. Αἱ φλόγες αὐτῆς ὡσὰν
τὸ πῦρ.
|
6
Θέσε με σὰν σφραγῖδα εἰς τὴν καρδίαν
σου, σὰν σφραγῖδα ἐπὶ τοῦ βραχίονός
σου, ὥστε ὄχι μόνον νὰ μὲ αἰσθάνεσαι,
ἄλλα καὶ νὰ μὲ βλέπῃς. Γιατὶ
ἡ ἀγάπη εἶναι ἀκαταμάχητος σὰν
τὸν θάνατον καὶ ἡ μέχρι ζηλοτυπίας ἀφοσίωσις
εἶναι σκληρὰ σὰν τὸν ᾅδην. Οἱ
σπίθες δέ, ποὺ σὰν πτερὰ ἐκτινάσσονται
ἀπὸ τὴν ἀγάπην, εἶναι πύρινες
καὶ φλόγες πυρός. (Κατὰ τοὺς νεωτέρους ὁμιλεῖ
ἤδη ἡ Νύμφη).
6
Θέσε με σὰν σφραγῖδα εἰς τὴν καρδίαν
σου. Ἡ πρὸς ἐμὲ ἀγάπη σου ἂς
παραμένῃ βεβαία καὶ ἀμετάκλητος ὡς
ἔγγραφον ὑποσχέσεως ἐπικυρωμένον διὰ
σφραγῖδος ἀνεξαλείπτου. Βάλε με σὰν σφραγῖδα
εἰς τὸν βραχίονά σου, ὥστε νὰ προβάλλεται
αὕτη εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς ὅλων.
Διότι ἡ ἀγάπη εἶναι ἰσχυρὰ καὶ
ἀκαταμάχητος σὰν τὸν θάνατον, καὶ
ἡ ἐκ τῆς ἀγάπης ζηλοτυπία εἶναι
σκληρὰ σὰν τὸν ᾅδην. Πρὸς τὰ
δεινὰ τοῦ θανάτου μόνον παραβάλλονται τὰ
ὅσα ὑποφέρει ἡ ψυχή, ποὺ ἠγάπησε
καὶ χωρίζεται ἀπὸ τὸν ἀγαπημένον
της. Οἱ σπίθες δέ, ποὺ σὰν πτερὰ ἐκτινάσσονται
ἀπὸ τὴν ἀγάπην, εἶναι πτερὰ
πύρινα καὶ φλόγες πυρός. |
7
ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι
τὴν ἀγάπην καὶ ποταμοὶ οὐ
συνκλύσουσιν αὐτήν. Ἐὰν δῷ
ἀνὴρ πάντα τὸν βίον αὐτοῦ
ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐξουδενώσει
ἐξουδενώσουσιν αὐτόν. |
7
Ὅσον πολὺ καὶ ἂν εἶναι τὸ
νερό, δὲν ἠμπορεῖ νὰ σβήσῃ
τὴν φλόγα τῆς ἀγάπης. Καὶ
αὐτοὶ ἀκόμα οἱ ποταμοὶ
δὲν μποροῦν νὰ τὴν πλημυρίσουν
καὶ νὰ τὴν πνίξουν. Ἐὰν
πλημμυρισμένος ἀπὸ ἀγάπην ὁ
ἄνδρας δώσῃ ὅλην τὴν περιουσίαν
του, διὰ νὰ τὴν ἐξαγοράσῃ,
θὰ τὸν ἐλεινολογήσουν καὶ θὰ
τὸν ἐξευτελίσουν οἱ ἄλλοι. Διότι
ἡ ἀγάπη δὲν ἀγοράζεται.
|
7
Νερὸ πολὺ δὲν ἠμπορεῖ νὰ
σβήσῃ τὴν ἀγάπην, καὶ ὁλόκληροι
ποταμοὶ δὲν θὰ τὴν καταπνίξουν. Ἐὰν
κάποιος δώσῃ ὁλόκληρον τὴν περιουσίαν του
(πρὸς ἑξαγορὰν αὐτῆς), θὰ
τὸν ἐξουδενώσουν διὰ καταφρονήσεως
μεγάλης.
7
Νερὸ πολὺ δὲν δύναται νὰ σβήσῃ
τὴν ἀγάπην. Καὶ ποταμοὶ δὲν
θὰ τὴν πλημμυρήσουν καὶ δὲν θὰ
τὴν καταπνίξουν. Καὶ οἰοσδήποτε κατακλυσμὸς
δεινῶν καὶ διωγμῶν δὲν ἠμπορεῖ
νὰ ψυχράνῃ ἢ νὰ μειώσῃ τὴν
ἀγάπην. Ἡ ἀγάπη δὲν ἀγοράζεται
μὲ χρήματα. Καὶ ἐὰν κάποιος δώσῃ
τὴν περιουσίαν του ὁλόκληρον διὰ νὰ
ἑξαγοράσῃ τὴν ἀγάπην, μὲ
ἐσχάτην καταφρόνησιν θὰ τὸν περιφρονήσουν.
|
8
Ἀδελφὴ ἡμῶν μικρὰ καὶ
μαστοὺς οὐκ ἔχει· τί ποιήσωμεν
τῇ ἀδελφῇ ἡμῶν ἐν ἡμέρᾳ,
ᾗ ἐὰν λαληθῇ ἐν αὐτῇ;
|
8
Οἱ ἀδελφοὶ τῆς νύμφης ἔλεγαν
κάποτε δι' αὐτήν· ἡ ἀδελφή
μας εἶναι μικρή, μαστοὺς δὲν ἔχει.
Τί θὰ κάνωμεν διὰ τὴν ἀδελφήν
μας κατὰ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν
ὁποίαν ἤθελε γίνει λόγος εἰς
αὐτὴν διὰ γάμον;
|
8
Ἡ ἀδελφή μας εἶναι μικρὰ καὶ
δὲν ἔχει ἀκόμη μαστούς. Τί θὰ
κάμωμεν διὰ τὴν ἀδελφήν μας κατὰ
τὴν ἡμέραν, ποὺ θὰ γίνῃ λόγος
γάμου δι' αὐτήν;
8
Ἡ ἀδελφή μας εἶναι ἀνήλικος
καὶ ἄωρος διὰ γάμον, ἀφοῦ δὲν
ἔχει ἀκόμη μαστούς, λέγουν οἱ ἀδελφοὶ
τῆς Νύμφης. Τί θὰ κάμωμεν διὰ τὴν
ἀδελφήν μας κατὰ τὴν ἡμέραν,
κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ γίνῃ λόγος
γάμου περὶ αὐτῆς; |
9
Εἰ τεῖχός ἐστιν, οἰκοδομήσωμεν
ἐπ' αὐτὴν ἐπάλξεις ἀργυρᾶς·
καὶ εἰ θύρα ἐστί, διαγράψωμεν
ἐπ' αὐτὴν σανίδα κεδρίνην.
|
9
Ἐὰν αὐτὴ φανῇ εἰς τοὺς
πειρασμοὺς ὡς τεῖχος ἀπόρθητον,
θὰ οἰκοδομήσωμεν ἐπάνω εἰς
αὐτὴν ἀργυρᾶς ἐπάλξεις
πρὸς βράβευσίν της. Ἐὰν ὅμὼς
φανῇ ὡς ἀνοικτὴ θύρα διὰ
τὸν οἰονδήποτε, θὰ τὴν περικλείσωμεν
καὶ θὰ τὴν περιορίσωμεν μὲ σανίδας
κέδρου.
|
9
Ἐὰν εἶναι τεῖχος, θὰ οἰκοδομήσωμεν
ἐπ’ αὐτῆς φραγμὸν ἐξ ἀργύρου,
καὶ ἐὰν ἀποδειχθῇ θύρα ἀνοικτή,
θὰ τὴν ἐμφράξωμεν μὲ σανίδας
ἀπὸ κέδρον.
9
Ἐὰν αὕτη ἀποδειχθῇ εἰς
τὰς προσβολὰς καὶ τοὺς πειρασμοὺς
ὅτι εἶναι τεῖχος, λέγουν οἱ ἀδελφοὶ
τῆς Νύμφης, θὰ οἰκοδομήσωμεν ἐπ’ αὐτῆς
ἐπάλξεις ἀργυρᾶς εἰς ἐπιβράβευσιν
τῆς σωφροσύνης της καὶ κατοχύρωσιν τῆς ἀρετῆς
της. Ἐὰν φανῇ ὅτι εἶναι θύρα
ἀνοικτή, ὥστε ἐλευθέρα νὰ εἰσέρχεται
οἱοσδήποτε εἰς αὐτήν, θὰ τὴν
κλείσωμεν μὲ σανίδας ἀπὸ κέδρον.
|
10
Ἐγὼ τεῖχος, καὶ μαστοί μου ὡς
πύργοι· ἐγὼ ἤμην ἐν ὀφθολμοῖς
αὐτῶν ὡς εὑρίσκουσα εἰρήνην.
|
10
Ἐγὼ πράγματι ὑπῆρξα τεῖχος
ἀπόρθητον καὶ οἱ μαστοί μου
ὡσὰν πύργοι ἀπλησίαστοι. Ἔτσι
ἐγὼ ἤμουνα ἄσπιλος καὶ ἡρωϊκὴ
ἐνώπιον τῶν ἀδελφῶν μου καὶ
ἐνώπιον τοῦ Σολομῶντος. Καὶ
διὰ τοῦτο εὑρῆκα τώρα τὴν
εἰρήνην καὶ τὴν χαρὰν κοντὰ
εἰς τὸν νυμφίον μου.
|
10
Ἐγὼ εἶμαι τεῖχος, ἀπαντᾷ
ἡ Νύμφη· καὶ οἱ μαστοί μου σὰν πύργοι·
ἐγὼ ὑπῆρξα ἐνώπιον αὐτῶν,
οἱ ὁποῖοι μὲ ἐπείρασαν, ὡς
νικήσασα καὶ ἐπιτυγχάνουσα εἰρήνην μετ’
αὐτῶν.
10
Ἐγὼ εἶμαι τεῖχος ἀπόρθητον καὶ
οἱ μαστοί μου σὰν πύργοι, ποὺ δὲν
πλησιάζονται. Καὶ ἀφ’ ὅτου μὲ ἐγνώρισεν
ὁ Νυμφίος, ηὗρα χάριν καὶ εἰρήνην
εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του.
|
11
Ἀμπελών ἐγενήθη τῷ Σαλωμὼν
ἐν Βεελαμών· ἔδωκε τὸν ἀμπελῶνα
αὐτοῦ τοῖς τηροῦσιν, ἀνὴρ
οἴσει ἐν καρπῶ αὐτοῦ χιλίους
ἀργυρίου. |
11
Ἄμπελον ἀπέκτησεν ὁ Σολομὼν
εἰς Βεελαμὼν καὶ παρέδωκεν αὐτὴν
εἰς τοὺς φύλακας καὶ τοὺς ἀμπελουργούς.
Κάθε ἀμπελουργὸς θὰ δίδῃ
εἰς τὸν Σολομῶντα ἀπὸ τοὺς
καρποὺς τοῦ ἀμπελῶνος χιλίους
ἀργυροῦς σίκλους.
|
11
Ἀμπελῶνα εἶχεν ὁ Σολομὼν ἐν
Βάαλ χαμών. Ἔδωκε τὸν ἀμπελῶνα του
εἰς τοὺς ἐπιστάτας καὶ φύλακας. Ὁ
καθένας των θὰ ἔφερε διὰ τὸν
καρπὸν αὐτοῦ χιλίους σίκλους ἀργυροῦς
(περίπου τετρακισχιλίας χρυσᾶς δραχμάς).
11
Ἄμπελον ἐκτεταμένην ἀπέκτησεν ὁ ὑπὸ
τοῦ Σολομῶντος συμβολιζόμενος Νυμφίος εἰς
Βεελαμών (ἄγνωστον τοποθεσίαν σημαίνουσαν τὰ
ἔθνη πάντα). Παρέδωκε δὲ τὸν ἀμπελῶνα
τοῦτον εἰς ἀμπελουργοὺς διὰ
νὰ τὸν φυλάττουν, μὲ τὴν ὑποχρέωσιν
ὁ καθένας των νὰ φέρῃ εἰς τὸν
Σολομῶντα χιλίους ἀργύρους σίκλους διὰ τοὺς
καρπούς του. (Παρέδωκε δηλαδὴ τὴν ἐπὶ
γῆς Ἐκκλησίαν του εἰς τοὺς Ἀποστόλους
καὶ τοὺς διαδόχους των, διὰ νὰ τὴν
φυλάττουν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς
καὶ λοιποὺς ἐπιβούλους της)·
|
12
Ἀμπελών μου ἐμὸς ἐνώπιόν
μου· οἱ χίλιοι Σαλωμὼν καὶ οἱ
διακόσιοι τοῖς τηροῦσι τὸν καρπὸν
αὐτοῦ. |
12
Ὁ ἰδικός μου ὅμως ἀμπελὼν
εἶναι πάντοτε ἐνώπιόν μου. Ἂς
ἔχῃ ὁ Σολομὼν τοὺς χιλίους
ἀργυροῦς σίκλους καὶ αὐτοὶ
ποὺ καλλιεργοῦν τὸ ἀμπέλι, ἂς
κρατοῦν διὰ τὸν ἑαυτό των τοὺς
διακοσίους σίκλους. Δι' ἐμὲ εἶναι
ἀρκετὸς ὁ νυμφίος μου.
|
12
Ὁ ἰδικός μου ἀμπελὼν εἶναι ἐμπρός
μου καὶ ἐγὼ φυλάττω αὐτόν. Οἱ
χίλιοι σίκλοι ἂς εἶναι διὰ σέ, ὦ Σολομών.
Καὶ οἱ διακόσιοι ἂς εἶναι δι’ ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι φυλάττουν τὸν καρπόν
του.
12
Ὁ ἰδικός μου ἀμπελὼν εἶναι ἐμπρός
μου, λέγει ἡ Νύμφη. Καὶ ἐγὼ φυλάττω
αὐτόν, προσθέτει ὁ Νυμφίος. Καὶ ἡ
Νύμφη ἀνταποκρινομένη προσθέτει: Οἱ χίλιοι σίκλοι
ἀνήκουν εἰς Σέ, τὸν Ἄρχοντα τῆς
εἰρήνης, τὸν ὁποῖον προεικόνισεν ὁ
Σολομών. Καὶ οἱ διακόσιοι σίκλοι εἰς τοὺς
καλλιεργητὰς καὶ φύλακας τοῦ καρποῦ.
|
13
Ὁ καθήμενος ἐν κήποις.Ἑταῖροι
προσέχοντες τῇ φωνῇ σου· ἀκούτισόν
με· |
13
Σύ, ποὺ ἀναπαύεσαι εἰς τοὺς
κήπους, ψάλε. Φίλοι, προσέξατε τὸ
ᾆσμα τοῦ καθήμενου εἰς τοὺς
κήπους. Ψάλε διὰ νὰ ἀκούσω
καὶ ἐγὼ τὴν φωνήν σου.
|
13
Ὦ σύ, ποὺ κάθησαι εἰς τοὺς κήπους·
οἱ σύντροφοι καὶ φίλοι εὑρίσκονται ἐδῶ
προσέχοντες νὰ ἀκούσουν τὴν φωνήν
σου· ψάλλε νὰ σὲ ἀκούσω.
13
Σύ, ποὺ κάθησαι εἰς τοὺς κήπους, προτρέπει
ὁ Νυμφίος τὴν Νύμφην, οἱ φίλοι, ποὺ
παρευρίσκονται ἐδῶ διὰ τοὺς γάμους
μας, περιμένουν προσέχοντες νὰ ἀκούσουν
τὴν φωνήν σου. Ψάλλε, διὰ νὰ τὴν ἀκούσω
καὶ ἐγώ. |
14
φύγε ἀδελφιδέ μου, καὶ ὁμοιώθητι
τῇ δορκάδι ἢ τῷ νεβρῷ τῶν
ἐλάφων ἐπὶ ὄρη τῶν ἀρωμάτων.
|
14
Καὶ ἡ νύμφη ψάλλει. Ζαρκάδι
γίνε, ἐλαφάκι γίνε. Τρέξε, ἀγαπημένε
μου ἀδελφέ, εἰς τὰ βουνά, ὅπου
μοσχομυρίζει ὁ ἀέρας. Καὶ ἐγὼ
μαζῆ σου |
14
Φύγε, ἀγαπημένε μου ἀδελφέ. Καὶ γενοῦ
ὅμοιος ὁμοιώθητι τῇ δορκάδα ἢ πρὸς
τὸ ἐλαφόπουλο, καὶ ἐπάνελθε
εἰς τὰ ὅρη τῶν ἀρωμάτων.
14
Φύγε, ἀγαπημενέ μου ἀδελφέ, καὶ γενοῦ
ὅμοιος πρὸς τὴν δορκάδα ἢ πρὸς
τὸ νεαρὸν τέκνον τῶν ἐλάφων·
φύγε γρήγορα εἰς τὰ ὅρη τῶν ἀρωμάτων,
ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατέβης ἐνανθρωπήσας.
|