Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἔστησε Κύριος τὸν λόγον αὐτοῦ,
ὃν ἐλάλησεν ἐφ' ἡμᾶς καὶ
ἐπὶ τοὺς δικαστὰς ἡμῶν
τοὺς δικάσαντας τὸν Ἰσραὴλ καὶ
ἐπὶ τοὺς βασιλεῖς ἡμῶν,
καὶ ἐπὶ τοὺς Ἄρχοντας ἡμῶν
καὶ ἐπὶ ἄνθρωπον Ἰσραὴλ
καὶ Ἰούδα, |
ξεπλήρωσεν
ὁ Κύριος καὶ τοῦτον τὸν λόγον
του, τὸν ὁποῖον εἶπεν ἐναντίον
μας καὶ ἐναντίον τῶν δικαστῶν
μας, ποὺ ἐδίκαζον τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαόν, καὶ ἐναντίον τῶν βασιλέων
μας καὶ ἐναντίον τῶν ἀρχόντων
μας καὶ ἐναντίον ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν
καὶ τῶν Ἰουδαίων·
|
ιὰ
τοῦτο ὁ Κύριος ἐξεπλήρωσε τὸν ἀπειλητικὸν
λόγον ποὺ εἶχε διατυπώσει ἐναντίον
μας καὶ ἐναντίον τῶν δικαστῶν μας,
οἱ ὁποῖοι ἐδίκαζαν τὸν
Ἰσραηλιτικὸν λαόν, καὶ ἐναντίον τῶν
βασιλέων μας, καὶ ἐναντίον τῶν ἀρχόντων
μας καὶ ἐναντίον τοῦ λαοῦ τοῦ
Ἰσραὴλ καὶ τοῦ Ἰούδα.
|
2
τοῦ ἀγαγεῖν ἐφ ἡμᾶς κακὰ
μεγάλα, οὐκ ἐποίησεν ὑποκάτω
παντὸς τοῦ οὐρανοῦ καθὰ ἐποιήθη
ἐν Ἱερουσαλήμ, κατὰ τὰ γεγραμμένα
ἐν τῷ νόμῳ Μωυσῆ, |
2
νὰ ἐπιφέρῃ ἐναντίον μας
μεγάλας τιμωρίας καὶ συμφοράς, ὅσας
δὲν ἔκαμε κανένας ἄλλος κάτω
ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἐναντίον
ἄλλου λαοῦ, ὡσὰν αὐτὰς
ποὺ συνέβησαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
σύμφωνα μὲ ὅσα ὁ Μωϋσῆς εἶχε
γράψει εἰς τὸν Νόμον διὰ τὰς
τιμωρίας τῶν παρανόμων καὶ τῶν
ἀποστατῶν,
|
2
Ἐξεπλήρωσε τὸν ἀπειλητικὸν λόγον μὲ
τὸ νὰ ἐπιφέρῃ ἐναντίον μας τιμωρίες
καὶ συμφορὲς μεγάλες, ἀντίστοιχες
τῶν ὁποίων κανεὶς ἄλλος δὲν
ἐπέφερε κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανόν
<εἰς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς> ἐναντίον
τῶν ἀνθρώπων, ὡσὰν αὐτὲς
ποὺ ἐπροξένησε εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
συμφορὲς οἱ ὁποῖες εἶναι σύμφωνες
μὲ ὅσα εἶναι γραμμένα κατὰ τῶν
ἀποστατῶν εἰς τὸν νόμον τοῦ
Μωϋσῆ· |
3
τοῦ φαγεῖν ἡμᾶς ἄνθρωπον σάρκας
υἱοῦ αὐτοῦ καὶ ἄνθρωπον
σάρκας θυγατρὸς αὐτοῦ. |
3
ὥστε νὰ εὐρεθοῦν ἄνθρωποι μεταξύ
μας, νὰ φάγουν ὁ ἕνας τὰς σάρκας
τοῦ υἱοῦ του καὶ ἄλλος τὰς
σάρκας τῆς θυγατρός του!
|
3
οἱ συμφορὲς ποὺ μᾶς εὑρῆκαν
λόγῳ τῆς παρανομίας καὶ ἀποστασίας
μας μᾶς ἔφεραν εἰς τόσον τρομερὰν
καὶ δεινὴν θέσιν, ὥστε νὰ φάγωμεν
ἄλλος μὲν τὶς σάρκες τοῦ υἱοῦ
του καὶ ἄλλος τὶς σάρκες τῆς θυγατέρας
του! |
4
Καὶ ἔδωκεν αὐτοὺς ὑποχειρίους
πάσαις ταῖς βασιλείαις ταῖς κύκλῳ
ἡμῶν εἰς ὀνειδισμὸν καὶ
εἰς ἄβατον ἐν πᾶσι τοῖς λαοῖς
τοῖς κύκλῳ, οὗ διέσπειρεν αὐτοὺς
Κύριος ἐκεῖ. |
4
Παρέδωκε τοὺς Ἰσραηλίτας ὁ Κύριος
ὑποχειρίους εἰς ὅλα τὰ βασίλεια
τὰ κύκλῳ, ὥστε νὰ γίνωμεν
ἀντικείμενον ὀνειδισμοῦ, ἔρημοι
καὶ καταφρονημένοι μεταξὺ ὅλων τῶν
κύκλῳ λαῶν, ὅπου ὁ Κύριος
τοὺς διεσκόρπισε.
|
4
Ἐπὶ πλέον ὁ Κύριος παρέδωκε τοὺς Ἰσραηλῖτες
καὶ τοὺς ὑπέταξεν εἰς ὅλα τὰ
γύρω ἀπὸ τὴν χώραν των βασίλεια, ὥστε
νὰ καταντήσουν ἀντικείμενον χλευασμοῦ, χώρα
ἔρημος, καὶ τὸ ὄνομά των περιφρονημένον
καὶ παροιμιῶδες μεταξὺ ὅλων τῶν
γύρω λαῶν, ἐν μέσῳ τῶν ὁποίων
ὁ Κύριος τοὺς διεσκόρπισε. |
5
Καὶ ἐγενήθησαν ὑποκάτω καὶ
οὐκ ἐπάνω, ὅτι ἡμάρτομεν
Κυρίῳ Θεῷ ἡμῶν πρὸς τὸ
μὴ ἀκούειν τῆς φωνῆς αὐτοῦ.
|
5
Καὶ ἐγίναμεν ἔτσι ὑποχείριοι
ἀντὶ νὰ εἴμεθα κύριοι, διότι
ἡμαρτήσαμεν εἰς Κύριον τὸν Θεόν
μας, ἐπειδὴ δὲν ὑπηκούσαμεν
εἰς τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ.
|
5
Μὲ ὅλα αὐτὰ ὑπετάγημεν,
ἐγίναμε ὑπόδουλοι καὶ ὄχι νικηταί,
δεσπόται καὶ κύριοι ἐπάνω ἀπὸ
τοὺς ἄλλους, διότι ἁμαρτήσαμε ἐνώπιον
Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας, καθότι δὲν ἐπειθαρχήσαμεν
εἰς τὴν φωνὴν τῶν ἁγίων ἐντολῶν
του. |
6
Τῷ Κυρίῳ Θεῷ ἡμῶν ἡ
δικαιοσύνη, ἡμῖν δὲ καὶ τοῖς
πατράσιν ἡμῶν ἡ αἰσχύνη
τῶν προσώπων ὡς ἡ ἡμέρα
αὕτη. |
6
Εἰς Κύριον τὸν Θεόν μας ἀνήκει
καὶ ὑπάρχει ἡ δικαιοσύνη, εἰς
ἡμᾶς δὲ καὶ τοὺς προγόνους
μας ἡ ἐντροπὴ καὶ ἡ καταισχύνη
τῶν προσώπων μας, ὅπως φανερώνει αὐτὴ
ἡ ἡμέρα.
|
6
Εἰς τὸν Κύριον καὶ Θεόν μας ἀνήκει
καὶ ὑπάρχει πάντοτε ἡ δικαιοσύνη <ἤ:
Δίκαια ἐνήργησεν ἀπέναντι ἠμῶν
τῶν ἀποστατῶν ὁ Θεός>, εἰς
ἡμᾶς δὲ καὶ τοὺς πατέρας μας
ἀνήκει ἡ καταισχύνῃ, ποὺ μᾶς
ἀναγκάξει νὰ ρίπτωμεν κάτω κατακόκκινον τὸ
πρόσωπόν μας, ὅπως συμβαίνει σήμερα! <ἤ:
Δίκαια εἴμεθα σήμερα ταπεινωμένοι καὶ ὑπόδουλοι
εἰς τὴν Βαβυλῶνα>.
|
7
Ἃ ἐλάλησε Κύριος ἐφ' ἡμᾶς,
πάντα τὰ κακὰ ταῦτα ἦλθεν ἐφ'
ἡμᾶς. |
7
Ὅλαι αἱ συμφοραὶ καὶ αἱ τιμωρίαι,
τὰς ὁποίας προανήγγειλεν ὁ Κύριος,
ὅλαι αὐταὶ ἐπεσσωρεύθησαν εἰς
ἡμᾶς.
|
7
Ὅλες οἱ τιμωρίες καὶ οἱ συμφορές,
τὶς ὁποῖες ἀπείλησε καὶ περὶ
τῶν ὁποίων μᾶς προειδοποίησεν ὁ Κύριος,
ὅλες αὐτὲς μᾶς ἐκτύπησαν.
|
8
Καὶ οὐκ ἐδεήθημεν τοῦ προσώπου
Κυρίου τοῦ ἀποστρέψαι ἕκαστον
ἀπὸ τῶν νοημάτων τῆς καρδίας
αὐτῶν τῆς πονηρᾶς.
|
8
Δὲν παρεκαλέσαμεν δὲ τὸν Κύριον
ἐν μετανοίᾳ νὰ μᾶς βοηθήσῃ,
ὥστε ὁ καθένας ἀπὸ ἡμᾶς
νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὰς
ἁμαρτωλὰς σκέψεις τῆς διεφθαρμένης
καρδίας του.
|
8
Παρ' ὅλα αὐτὰ δὲν ἱκετεύσαμεν
τὸν Κύριον, ὥστε μὲ τὴν βοήθειάν του
νὰ ἀπομακρυνθῇ ὁ καθένας μας
ἀπὸ τὶς ἔνοχες, ἁμαρτωλὲς
σκέψεις τῆς διεφθαρμένης καρδίας του.
|
9
Καὶ ἐγρηγόρησε Κύριος ἐπὶ
τοῖς κακοῖς, καὶ ἐπήγαγε Κύριος
ἐφ' ἡμᾶς, ὅτι δίκαιος ὁ
Κύριος ἐπὶ πάντα τὰ ἔργα
αὐτοῦ, ἃ ἐνετείλατο ἡμῖν.
|
9
Καὶ ἔτσι ὁ Κύριος ἠγρύπνησε
διὰ τὰς τιμωρίας ἡμῶν καὶ
τὰς ἐπέφερεν ἐναντίον μας, διότι
ὁ Κύριος εἶναι δίκαιος εἰς ὅλα
αὐτοῦ τὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα
μᾶς ἔχει διατάξει.
|
9
Ἕνεκα τῆς ἐπιμόνου αὐτῆς ἀποστασίας
μας ὁ Κύριος ἀγρύπνησε εἰς τὶς
τιμωρίες, τὶς ὁποῖες καὶ ἐπέφερεν
ἐναντίον μας, διότι ὁ Κύριος εἶναι δίκαιος
εἰς ὅλα τὰ ἔργα του, τὰ ὁποῖα
μᾶς ἔχει δώσει ἐντολὴν νὰ πράττωμεν.
|
10
Καὶ οὐκ ἠκούσαμεν τῆς φωνῆς
αὐτοῦ πορεύεσθαι τοῖς προστάγμασι
Κυρίου, οἷς ἔδωκε κατὰ πρόσωπον
ἡμῶν. |
10
Ἡμεῖς ὅμως δὲν ὑπηκούσαμεν
εἰς τὴν φωνήν του, νὰ πορευθῶμεν
σύμφωνα μὲ τὰ προστάγματα τοῦ
Κυρίου, τὰ ὁποῖα αὐτὸς
ἔδωκεν ἐνώπιόν μας.
|
10
Ἐμεῖς ὅμως δὲν ὑπακούσομε εἰς
τὴν φωνήν του, ὥστε νὰ ζῶμεν
καὶ νὰ συμπεριφερώμεθα σύμφωνα μὲ τὶς
ἐντολὲς καὶ τὰ προστάγματα τοῦ
Κυρίου, τὰ ὁποῖα ἔδωκεν ἐνώπιόν
μας>. |
-11
Καὶ νῦν, Κύριε ὁ Θεὸς Ἰσραήλ,
ὃς ἐξήγαγες τὸν λαόν σου ἐκ
γῆς Αἰγύπτου ἐν χειρὶ κραταιᾷ
καὶ ἐν σημείοις καὶ ἐν τέρασι
καὶ ἐν δυνάμει μεγάλῃ καὶ
ἐν βραχίονι ὑψηλῷ καὶ ἐποίησας
σεαυτῷ ὄνομα ὡς ἡ ἡμέρα
αὕτη, |
11
Καὶ τώρα, Κύριε, σὺ, ὁ
Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος
ἔβγαλες ἄλλοτε ἐλεύθερον
τὸν λαόν σου ἀπὸ τὴν
χώραν τῆς Αἰγύπτου μὲ τὴν
κραταιὰν χεῖρα σου, μὲ σημεῖα καὶ
μὲ τέρατα, μὲ δύναμιν μεγάλην
καὶ ἀκατανίκητον, μὲ τὸν παντοδύναμον
βραχίονά σου καὶ κατέστησες ἔτσι
ἔνδοξον τὸ Ὄνομά σου μεταξὺ
τῶν λαῶν, ὅπως μαρτυρεῖ καὶ
ἡ ἡμέρα αὐτή,
|
11
<Καὶ τώρα, Κύριε Θεὲ τοῦ Ἰσραήλ,
Σὺ ὁ ὁποῖος ἐξήγαγες καὶ
ἐλευθέρωσες τὸν λαόν σου ἀπὸ
τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου μὲ τὴν
ἰσχυρὰν χεῖρα σου, μὲ σημάδια καὶ
θαύματα μεγάλα καὶ μὲ ἔργα καταπληκτικά,
ποὺ προκαλοῦν τρόμον, καὶ μὲ συγκλονιστικὲς
ὑπερφυσικὲς ἐνέργειες· μὲ δύναμιν
ἀκαταγώνιστον καὶ μὲ βραχίονα ὑψηλόν,
ποὺ ὑψώνεται ἐπάνω ἀπὸ
κάθε ἀντίστασιν, τὴν ὁποίαν κατασυντρίβει·
μὲ ὅλα δὲ αὐτὰ κατέστησες φοβερὸν
καὶ ἔνδοξον τὸ Ὄνομά σου, ὅπως
φανερώνει καὶ ἡ ἡμέρα αὐτή <ἤ:
Ὅπως τοῦτο ἀναγνωρίζεται μέχρι σήμερα>·
|
12
ἡμάρτομεν, ἠσεβήσαμεν, ἠδικήσαμεν,
Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐπὶ
πᾶσι τοῖς δικαιώμασί σου.
|
12
ὁμολογοῦμεν ὅτι ὑπεπέσαμεν εἰς
ἁμαρτίας, ἐδείξαμεν ἀσέβειαν
ἀπέναντί σου, διεπράξαμεν ἀδικίας,
Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, παρεβήμεν
ὅλας τὰς ἐντολάς σου.
|
12
ὁμολογοῦμεν ταπεινὰ ὅτι ἁμαρτήσαμε
εἰς Σὲ καὶ ἐδείξαμεν ἀσέβειαν
καὶ διεπράξαμεν ἀδικήματα πολλά, Κύριε ὁ
Θεὸς ἠμῶν, μὲ τὸ νὰ παραβῶμεν
τὶς ἐντολές σου καὶ τὸν νόμον σου.
|
13
Ἀποστραφήτω ὁ θυμός σου ἀφ'
ἡμῶν, ὅτι κατελείφθημεν ὀλίγοι
ἐν τοῖς ἔθνεσιν, οὗ διέσπειρας
ἡμᾶς ἐκεῖ. |
13
Ἀλλὰ ἂς ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ
ἡμᾶς ὁ δίκαιος θυμός σου, διότι
ὀλίγοι ἀπεμείναμεν εἰς τὰ
ἔθνη, ὅπου μᾶς ἔχεις διασκορπίσει.
|
13
Ἂς ἀποστραφῇ, ἂς φυγαδευθῇ ὁ
δίκαιος θυμός σου ἀπὸ ἡμᾶς, διότι
ἔχομεν ἀπομείνει ὀλίγοι μεταξὺ τῶν
εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν, ἐν μέσῳ
τῶν ὁποίων μᾶς ἔχεις διασκορπίσει.
|
14
Εἰσάκουσον, Κύριε, τῆς προσευχῆς
ἡμῶν καὶ τῆς δεήσεως ἡμῶν
καὶ ἐξελοῦ ἡμᾶς ἕνεκέν
σου καὶ δὸς ἡμῖν χάριν κατὰ
πρόσωπον τῶν ἀποικισάντων ἡμᾶς.
|
14
Ἄκουσε, Κύριε, καὶ κάμε δεκτὴν
τὴν προσευχήν μας καὶ τὴν δέησίν
μας καὶ ἐν τῇ ἀπείρῳ
σου καλωσύνῃ γλύτωσέ μας ἀπὸ
τὰς συμφορὰς αὐτὰς καὶ δός
μας τὴν χάριν σου ἐνώπιον
αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἔχουν
μετοικήσει αἰχμαλώτους,
|
14
Κάμε ἀκουστήν, Κύριε, τὴν προσευχήν μας
καὶ τὴν δέησιν καὶ ἱκεσίαν μας, καὶ
γλύτωσε καὶ ἐλευθέρωσέ μας ἀπὸ
τὶς συμφορὲς διὰ τὸ Ὄνομά σου,
πρὸς δόξαν τῆς χρηστότητος καὶ τῆς
φιλανθρωπίας σου, μὲ τὶς ὁποῖες εἶσαι
γνωστὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ
δῶσε εἰς ἡμᾶς χάριν, ὥστε νὰ
μὴ μᾶς κακομεταχειρίζομαι ἐκεῖνοι
οἱ ὁποῖοι μᾶς ἔφεραν ὡς
αἰχμαλώτους εἰς τὴν χώραν των·
|
15
Ἵνα γνῷ πᾶσα ἡ γῆ, ὅτι
σὺ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν,
ὅτι τὸ ὄνομά σου ἐπεκλήθη
ἐπὶ Ἰσραὴλ καὶ ἐπὶ
τὸ γένος αὐτοῦ.
|
15
διὰ νὰ μάθουν ὅλοι οἱ
ἄνθρωποι τῆς οἰκουμένης, ὅτι
σὺ εἶσαι ὁ Κύριος καὶ Θεός
μας, ὅτι τὸ Ὄνομά σου ἔχει ἐπικληθῇ
ἐπάνω εἰς τὸν Ἰακώβ καὶ
εἰς τοὺς ἀπογόνους του.
|
15
διὰ νὰ μάθουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι
τῆς γῆς ὅτι Σὺ εἶσαι ὁ
Κύριος ὁ Θεός μας, ὅτι τὸ Ὄνομά
σου φέρει ἐπάνω του καὶ τὸ ἐπικαλεῖται
ὁ Ἰακὼβ καὶ οἱ ἀπόγονοί
του. |
16
Κύριε, κάτιδε ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ
ἁγίου σου καὶ ἐννόησον εἰς
ἡμᾶς· καὶ κλῖνον, Κύριε,
τὸ οὗς σου καὶ ἄκουσον·
|
16
Ἀπὸ τὸν ἅγιόν σου ναὸν
ρίψε, Κύριε, ἕνα βλέμμα εἰς
ἡμᾶς καὶ ἴδε τὸ κατάντημά
μας, ἔχε μας εἰς τὸν νοῦν σου. Κλῖνε,
Κύριε, τὸ αὐτί
σου καὶ ἄκουσέ
μας.
|
16
Κύριε, ρῖψε εἰς ἡμᾶς βλέμμα συμπαθείας
ἀπὸ τὸ ἅγιον κατοικητήριόν σου, τὸν
οὐρανόν, καὶ σκέψου μας, ἔχε μας εἰς
τὴν διάνοιάν σου. Σκύψε, Κύριε, ἀπὸ τὸ
ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, πλησίασε τὸ
αὐτί σου εἰς τὸ στόμα μας καὶ ἄκουσε
τὴν προσευχήν μας. |
17
ἄνοιξον, Κύριε, ὀφθαλμούς σου καὶ
ἰδέ, ὅτι οὐχ οἱ τεθνηκότες
ἐν τῷ ᾅδῃ, ὧν ἐλήφθη
τὸ πνεῦμα αὐτῶν ἀπὸ τῶν
σπλάγχνων αὐτῶν, δώσουσι δόξαν
καὶ δικαίωμα τῷ Κυρίῳ·
|
17
Ἄνοιξε, Κύριε, τοὺς ὀφθαλμούς
σου καὶ ἰδὲ πρὸς
ἡμᾶς, διότι δὲν θὰ δώσουν
δόξαν καὶ
δικαίωσιν εἰς τὸ Ὄνομά
σου ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἀπέθαναν
καὶ εὑρίσκονται εἰς τὸν ᾅδην·
αὐτοί, τῶν ὁποίων ἔλλειψε
πλέον ἀπὸ τὰ σπλάγχνα των ἡ
πνοὴ τῆς ζωῆς.
|
17
Ἄνοιξε, Κύριε, τοὺς ὀφθαλμούς σου καὶ
κύτταξε· διότι δὲν θὰ ἀποδώσουν δόξαν
καὶ τιμὴν εἰς Σέ, τὸν Κύριον, οὔτε
θὰ ὑμνήσουν καὶ θὰ ἀναγνωρίσουν
πρεπόντως τὴν δικαιοσύνην σου αὐτοὶ ποὺ
ἔχουν ἀποθάνει καὶ εὑρίσκονται
εἰς τὸν ἅδην, αὐτοὶ τῶν
ὁποίων ἡ πνοὴ τῆς ζωῆς ἔχει
ἀφαιρεθῇ πλέον ἀπὸ τὸ σῶμα.
|
18
ἀλλὰ ἡ ψυχὴ ἡ λυπουμένη
ἐπὶ τὸ μέγεθος, ὃ βαδίζει
κύπτον καὶ ἀσθενοῦν καὶ οἱ
ὀφθαλμοὶ οἱ ἐκλείποντες καὶ
ἡ ψυχὴ ἡ πεινῶσα δώσουσί
σοι δόξαν καὶ δικαιοσύνην, Κύριε.
|
18
Ἀλλὰ ἡ συντετριμμένη ἀπὸ
τὴν λύπην ψυχή, ἡ ὁποία
ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν
καὶ τῶν τιμωριῶν βαδίζει σκυφτὴ
καὶ ἀδύναμος με θολωμένους
ἀπὸ τὰ δάκρυα ὀφθαλμοὺς
καὶ ὁ πεινασμένος ἄνθρωπος, αὐτοὶ
θὰ σὲ δοξολογήσουν, Κύριε, καὶ
θὰ διαλαλήσουν τὴν δικαιοσύνην σου.
|
18
Ἀλλ’ ἡ ψυχή, ἡ ὁποία πονεῖ,
λυπεῖται, συντρίβεται διὰ τὸ πλῆθος
καὶ τὸ μέγεθος τῶν ἁμαρτιῶν
καὶ τῶν τιμωριῶν, καὶ κάτω ἀπὸ
τὸ βάρος τοῦτο βαδίζει κυρτωμένη καὶ ἀδύνατη,
καὶ οἱ ὀφθαλμοί, οἱ ὁποῖοι
τρεμοσβήνουν θολωμένοι ἀπὸ τὰ δάκρυα τῶν
θλίψεων, καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος
δοκιμάζεται καὶ πεινᾷ, αὐτοὶ θὰ
Σὲ δοξολογήσουν, Κύριε, θὰ ἀναγνωρίσουν
πρεπόντως καὶ θὰ διακηρύξουν τὴν δικαιοσύνην
σου.
|
19
Ὅτι οὐκ ἐπὶ τὰ δικαιώματα
τῶν πατέρων ἡμῶν καὶ τῶν
βασιλέων ἡμῶν ἡμεῖς καταβάλλομεν
τὸν ἔλεον ἡμῶν κατὰ πρόσωπόν
σου, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν,
|
19
Σοῦ ὑποβάλλομεν τὴν ἱκετήριον
αὐτὴν πρὸς τὸ ἔλεός σου
δέησιν, στηριζόμενοι ὄχι εἰς τὰς
δικαιοσύνας τῶν προγόνων μας καὶ τῶν
βασιλέων μας, ἀλλὰ εἰς τὸ ἔλεός
σου, Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν.
|
19
Ὑποβάλλομεν εἰς Σέ, Κύριε ὁ Θεὸς ἠμῶν,
τὴν θερμὴν παράκλησιν καὶ ἱκεσίαν
μας, ὄχι διότι στηριζόμεθα εἰς τὴν δικαιοσύνην,
τὴν ἀξιομισθίαν καὶ τὴν ἀρετὴν
τῶν προγόνων καὶ τῶν βασιλέων μας.
|
20
ὅτι ἐνῆκας τὸν θυμόν σου καὶ
τὴν ὀργήν σου ἐφ' ἡμᾶς,
καθάπερ ἐλάλησας ἐν χειρὶ τῶν
παίδων σου τῶν προφητῶν λέγων·
|
20
Διότι σὺ ἐν τῇ δικαιοσύνῃ
σου ἐξαπέλυσες τὸν θυμόν σου καὶ
τὴν ὀργήν σου ἐναντίον μας,
ὅπως ἄλλωστε εἶχες προαναγγείλει διὰ
μέσου τῶν δούλων σου, τῶν προφητῶν,
λέγων· |
20
Ὄχι δι' αὐτά· διότι ἄφησες νὰ
ἐκσπάσῃ ὁ δίκαιος θυμός σου καὶ
ἡ ὀργή σου ἐναντίον μας, ὅπως ἀκριβῶς
εἶχες προαναγγείλει καὶ ἀπειλήσει διὰ
τῶν δούλων σου τῶν Προφητῶν, διὰ τῶν
ὁποίων παρήγγειλες: |
21
οὕτως εἶπε Κύριος· κλίνατε τὸν
ὦμον ὑμῶν ἐργάσασθαι τῷ
βασιλεῖ Βαβυλῶνος καὶ καθίσατε ἐπὶ
τὴν γῆν, ἣν δέδωκα τοῖς πατράσιν
ὑμῶν· |
21
ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: Σκύψατε
τὸν ὦμον σας, διὰ νὰ ἐργασθῆτε
ὑποτεταγμένοι εἰς τὸν βασιλέα
τῆς Βαβυλῶνος, ὥστε νὰ ἠμπορέσετε
νὰ παραμείνετε εἰς τὴν χώραν,
τὴν ὁποίαν ἐγὼ ἔδωκα εἰς
τοὺς προγόνους σας.
|
21
Ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: <Σκύψατε τὸν
ὦμον σας, ὑποταγῆτε, διὰ νὰ
ἐργασθῆτε ὡς ὑπήκοοι καὶ ὑπόδουλοι
εἰς τὸν βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος,
καὶ ἔτσι θὰ ἠμπορέσετε νὰ
παραμείνετε εἰς τὴν χώραν, τὴν ὁποῖον
ἔχω δώσει εἰς τοὺς προπάτορές σας.
|
22
καὶ ἐὰν μὴ ἀκούσητε τῆς
φωνῆς Κυρίου ἐργάσασθαι τῷ βασιλεῖ
Βαβυλῶνος, |
22
Ἐὰν ὅμως δὲν ὑπακούετε
εἰς τὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου, νὰ
ἐργασθῆτε ἐν ὑποταγῇ εἰς
τὸν βασιλέα τῆς Βαβυλῶνος,
|
22
Ἀλλ’ ἐὰν δὲν ὑπακούσετε εἰς
τὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ
ἐργασθῆτε ὡς ὑπήκοοι εἰς τὸν
βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος,
|
23
ἐκλείψειν ποιήσω ἐκ πόλεων Ἰούδα
καὶ ἔξωθεν Ἱερουσαλὴμ φωνὴν
εὐφροσύνης καὶ φωνὴν χαρμοσύνης,
φωνὴν νυμφίου καὶ φωνὴν νύμφης,
καὶ ἔσται πᾶσα ἡ γῆ εἰς
ἄβατον ἀπὸ ἐνοικούντων.
|
23
τότε ἐγὼ θὰ
φέρω ἔτσι τὰ πράγματα καὶ θὰ
κάμω, ὥστε νὰ λείψῃ ἀπὸ
τὰς πόλεις τῆς Ἰουδαίας καὶ
ἀπὸ τὰς ὁδοὺς τῆς Ἱερουσαλὴμ
κάθε φωνὴ ἀγαλλιάσεως καὶ χαρᾶς,
χαρμόσυνος φωνὴ νυμφίου καὶ νύμφης.
Ὅλη δὲ ἡ χώρα θὰ μείνῃ
ἔρημος καὶ ἄβατος ἀπὸ τοὺς
κατοίκους.
|
23
τότε Ἐγὼ <ὁ Θεός> θὰ ἐνεργήσω
ἔτσι, ὥστε νὰ ἐξαφανισθῇ ἀπὸ
τὶς πόλεις τοῦ Ἰούδα καὶ ἀπὸ
τοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλὴμ ἡ
φωνὴ ἐκείνων ποὺ εὐφραίνονται καὶ
ἡ φωνὴ ἐκείνων ποὺ χαίρουν καὶ
ἡ χαρούμενη φωνὴ τοῦ γαμβροῦ
καὶ ἡ φωνὴ τῆς νύμφης· ὁλόκληρη
δὲ ἡ χώρα θὰ καταστροφῇ καὶ
θὰ καταντήσῃ ἄβατος καὶ ἔρημος
ἀπὸ κατοίκους>. |
24
Καὶ οὐκ ἠκούσαμεν τῆς φωνῆς
σου ἐργάσασθαι τῷ βασιλεῖ Βαβυλῶνος,
καὶ ἔστησας τοὺς λόγους σου, οὓς
ἐλάλησας ἐν χερσὶ τῶν παίδων
σου τῶν προφητῶν, τοῦ ἐξενεχθῆναι
τὰ ὀστᾶ βασιλέων ἡμῶν
καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν πατέρων
ἡμῶν ἐκ τοῦ τόπου αὐτῶν,
|
24
Ἡμεῖς ὅμως δὲν ὑπηκούσαμεν
εἰς τὴν ἐντολήν σου, νὰ ἐργασθῶμεν
ἐν ὑποταγῇ εἰς τὸν βασιλέα
τῆς Βαβυλῶνος καὶ ἔτσι
σὺ ἐξεπλήρωσες τοὺς ἀπειλητικοὺς
λόγους σου, τοὺς ὁποίους εἶπες
ἐναντίον μας διὰ μέσου τῶν δούλων
σου, τῶν προφητῶν, ὅτι δηλαδὴ θὰ
ἐπέλθουν ἐναντίον μας αἱ δίκαιαι
τιμωρίαι, καὶ αὐτὰ ἀκόμη
τὰ ὀστᾶ τῶν βασιλέων καὶ
τὰ ὀστᾶ τῶν προγόνων μας θὰ
ἐξαχθοῦν ἀπὸ τοὺς τάφους
των!
|
24
Δὲν ὑπακούσαμε ὅμως εἰς τὴν
ἐντολήν σου νὰ ὑποταγῶμεν καὶ
νὰ ἐργασθῶμεν εἰς τὸν βασιλιᾶ
τῆς Βαβυλῶνος· καὶ ἔτσι σὺ
ἐξεπλήρωσες τοὺς ἀπειλητικοὺς
λόγους σου, τοὺς ὁποίους ἐξήγγειλες μέσῳ
τῶν δούλων σου, τῶν Προφητῶν, ὅτι
τὰ ὀστᾶ τῶν βασιλέων μας καὶ
τὰ ὀστᾶ τῶν προγόνων θὰ ξεθαφτοῦν
καὶ θὰ ἀνασυρθοῦν ἀπὸ
τοὺς τάφους των καὶ θὰ βεβηλωθοῦν
ἐκ μέρους τῶν κατακτητῶν!
|
25
καὶ ἰδού ἐστιν ἐξερριμμένα
τῷ καύματι τῆς ἡμέρας καὶ
τῷ παγετῷ τῆς νυκτός, καὶ ἀπεθάνοσαν
ἐν πόνοις πονηροῖς, ἐν λιμῷ
καὶ ἐν ρομφαῖᾳ καὶ ἐν
ἀποστολῇ. |
25
Καὶ ἰδοὺ ὅτι πράγματι αὐτὰ
ἐρρίφθησαν καὶ ἐσκορπίσθησαν
ἔξω ἐκτεθειμένα εἰς τὸ καῦμα
τῆς ἡμέρας
καὶ εἰς τὸν παγετὸν τῆς
νυκτός. Οἱ δὲ πατέρες μας ἀπέθανον
ἐν μέσῳ φοβερῶν ἀθλιοτήτων
καὶ τιμωριῶν, μὲ λιμὸν
καὶ μὲ ρομφαίαν
καὶ μὲ αἰχμαλωσίαν.
|
25
Καὶ πράγματι, ἰδού! Αὐτὰ εἶναι
ριγμένα καὶ σκορπισμένα ἔξω ἀπὸ τοὺς
τάφους, ἐκτεθειμένα εἰς τὸν καύσωνα τῆς
ἡμέρας καὶ εἰς τὴν παγωνιὰ τῆς
νύκτας. Καὶ οἱ πατέρες μας ἀπέθαναν μέσα
εἰς ὀδυνηρὲς ἀγωνίες καὶ ἀθλιότητες
ἀπὸ πεῖναν, ἀπὸ τὸ πλατὺ
καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθὶ καὶ τὴν
αἰχμαλωσίαν. |
26
Καὶ ἔθηκας τὸν οἶκον, οὗ ἐπεκλήθη
τὸ ὄνομά σου ἐπ' αὐτῷ,
ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη, διὰ πονηρίαν
οἴκου Ἰσραὴλ καὶ οἴκου Ἰούδα.
|
26
Καὶ κατέστησες τὸν ναόν, ὅπου
ἐπεκαλεῖτο τὸ Ὄνομά σου, ὅπως
εἶναι σήμερα, κρημνισμένος καὶ ἐγκαταλελειμμένος
ἐξ αἰτίας τῆς κακίας τῶν
Ἰσραηλιτῶν καὶ τῶν Ἰουδαίων.
|
26
Καὶ παρεχώρησες ὥστε νὰ καταντήσῃ
ὁ Ναός, ὅπου
ἐπεκαλούμεθα τὸ Ὄνομά σου, εἰς τὴν
κατάστασιν ποὺ εἶναι σήμερα, ἔρημος καὶ
ἐγκαταλελειμμένος λόγῳ τῆς ἀσεβείας,
τῆς ἀποστασίας καὶ ἁμαρτωλότητος
τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ τῶν Ἰουδαίων.
|
-27
Καὶ ἐποίησας εἰς ἡμᾶς,
Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, κατὰ
πᾶσαν ἐπιείκειάν σου καὶ κατὰ
πάντα οἰκτιρμόν σου τὸν μέγαν,
|
27
Καὶ ἐν τούτοις εἶχες φερθῆ σύ,
Κύριε ὁ Θεός μας, πρὸς ἡμᾶς
σύμφωνα μὲ ὅλην
σου τὴν ἐπιείκειαν καὶ μὲ ὅλους
τοὺς μεγάλους οἰκτιρμούς
σου,
|
27
Καὶ ὅμως Σὺ ἐφέρθης ἀπέναντί
μας, Κύριε ὁ Θεὸς ἠμῶν, ὄχι
μὲ αὐστηρότητα, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ
τὴν συνήθη θαυμαστὴν ἐπιείκειάν σου καὶ
σύμφωνα μὲ τοὺς ἀπείρους οἰκτιρμούς
σου, |
28
καθὰ ἐλάλησας ἐν χειρὶ παιδός
σου Μωυσῆ, ἐν ἡμέρᾳ ἐντειλαμένου
σου αὐτῷ γράψαι τὸν νόμον σου
ἐναντίον υἱῶν Ἰσραὴλ λέγων·
|
28
ὅπως ὠμίλησες διὰ μέσου
τοῦ δούλου σου τοῦ Μωϋσέως κατὰ
τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν
τοῦ ἔδωσες τὴν ἐντολὴν νὰ
γράψῃ τὸν Νόμον σου ἐνώπιον
τῶν Ἰσραηλιτῶν λέγων·
|
28
ὅπως ὑπεσχέθης διὰ τοῦ δούλου
σου Μωϋσῆ, κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ
τὸν διέταξες νὰ καταγράψῃ τὸν νόμον
σου ἐνώπιον τῶν Ἰσραηλιτῶν, λέγων:
|
29
ἐὰν μὴ ἀκούσητε τῆς φωνῆς
μου εἰ μὴν ἡ βόμβησις ἡ μεγάλη
ἡ πολλὴ αὕτη ἀποστρέψει εἰς
μικρὰν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, οὗ διασπερῶ
αὐτοὺς ἐκεῖ·
|
29
Ἐὰν δὲν ὑπακούσετε εἰς
τὴν φωνήν μου, τότε ὁ μεγάλος
καὶ ἀναρίθμητος αὐτὸς λαός,
ποὺ βομβεῖ, θὰ γίνῃ ἐλάχιστος
μεταξὺ τῶν ἐθνῶν, ὅπου ἐγὼ
θὰ τοὺς διασκορπίσω.
|
29
<Ἐὰν δὲν ὑπακούσετε εἰς τὴν
φωνήν μου, αὐτὸ τὸ μεγάλο καὶ ἀμέτρητον
πλῆθος, τὸ σμῆνος τοῦτο τοῦ
λαοῦ θὰ ἐλαττωθῇ ὁπωσδήποτε
καὶ θὰ καταντήσῃ ἐλαχίστη μειονότης
μεταξὺ τῶν ἐθνῶν, ὅπου θὰ
τοὺς διασκορπίσω. |
30
ὅτι ἔγνων ὅτι οὐ μὴ ἀκούσωσίν
μου, ὅτι λαὸς σκληροτράχηλός ἐστι.
Καὶ ἐπιστρέψουσιν ἐπὶ καρδίαν
αὐτῶν ἐν γῇ ἀποικισμοῦ
αὐτῶν |
30
Αὐτὰ τὰ προαναγγέλλω, εἶπες,
διότι γνωρίζω ὅτι οἱ ᾿Ισραηλῖται
δὲν θὰ ἀκούσουν τὴν φωνήν
μου διότι εἶναι λαὸς σκληροτράχηλος
καὶ ἀμετανόητος. Ἐὰν ὅμως
εἰς τὴν ἐξορίαν εὑρισκόμενοι
συναισθανθοῦν τὴν ἁμαρτωλότητά
των καὶ συνέλθουν εἰς τὸν ἑαυτόν
των |
30
Αὐτὰ δὲ τὰ προλέγω, ἐπειδὴ
γνωρίζω ὅτι δὲν θὰ πειθαρχήσουν εἰς
Ἐμέ, διότι εἶναι λαὸς ποὺ ἔχει
σκληρὸν καὶ ἄκαμπτον τὸν τράχηλόν
του καὶ δὲν ὑποτάσσεται. Ἀλλ' εἰς
τὴν χώραν, ὅπου θὰ αἰχμαλωτισθοῦν
καὶ θὰ ἐξορισθοῦν, θὰ συναισθανθοῦν
τὸ μεγάλο ἁμάρτημά των καὶ θὰ
συνέλθουν καὶ θὰ μετανοήσουν.
|
31
καὶ γνώσονται ὅτι ἐγὼ Κύριος
ὁ Θεὸς αὐτῶν. Καὶ δώσω
αὐτῖς καρδίαν καὶ ὦτα ἀκούοντα,
|
31
καὶ ἀναγνωρίσουν ὅτι ἐγὼ
εἶμαι Κύριος ὁ Θεός των, ἐγὼ
τότε θὰ δώσω εἰς αὐτοὺς
καρδίαν ἁγνὴν καὶ συνετήν,
αὐτιὰ πρόθυμα νὰ ἀκούουν.
|
31
Θὰ ἀναγνωρίσουν δὲ καὶ θὰ ὁμολογήσουν
ὅτι Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός
των. Τότε θὰ δώσω καὶ Ἐγὼ εἰς
αὐτοὺς καρδίαν συνετὴν καὶ πρόθυμον
νὰ ὑπακούῃ, καὶ αὐτιὰ
ἀνοικτὰ καὶ ἕτοιμα νὰ ἀκούουν.
|
32
καὶ αἰνέσουσί με ἐν γῇ
ἀποικισμοῦ αὐτῶν καὶ μνησθήσονται
τοῦ ὀνόματός μου
|
32
Τότε δὲ θὰ μὲ δοξολογήσουν εἰς
τὴν χώραν τῆς ἐξορίας των καὶ
θὰ ἐνθυμηθοῦν τὸ Ὄνομά
μου. |
32
Καὶ τότε εἰς τὴν χώραν τῆς ἐξορίας
καὶ τῆς αἰχμαλωσίας των θὰ ἀναπέμψουν
εἰς Ἐμὲ ὕμνους καὶ ἐπαίνους
καὶ θὰ ἐνθυμηθοῦν τὸ ὄνομά
μου. |
33
καὶ ἀποστρέψουσιν ἀπὸ τοῦ
νώτου αὐτῶν τοῦ σκληροῦ καὶ
ἀπὸ πονηρῶν πραγμάτων αὐτῶν,
ὅτι μνησθήσονται τῆς ὁδοῦ πατέρων
αὐτῶν τῶν ἁμαρτόντων ἔναντι
Κυρίου. |
33
Θὰ παύσουν πλέον νὰ ἔχουν σκληρὸν
καὶ ἀνυπότακτον τὸν τράχηλον,
θὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὰ
πονηρὰ ἔργα των, διότι θὰ ἀναμνησθοῦν
τὸ κατάντημα καὶ τὴν τύχην τῶν
πατέρων των, οἱ ὁποῖοι εἶχαν
ἁμαρτήσει ἐνώπιον ἐμοῦ,
τοῦ Κυρίου.
|
33
Τότε θὰ παύσουν πλέον ἀπὸ τοῦ νὰ
εἶναι ἀνυπάκουοι, νὰ ἔχουν σκληρὸν
καὶ ἄκαμπτον τὸν τράχηλόν των καὶ
τὴν ράχην των, καὶ θὰ ἐπιστρέφουν
ἐν μετανοίᾳ ἀπὸ τὰ πονηρά
των ἔργα, διότι θὰ ἐνθυμηθοῦν τὴν
ἁμαρτωλὴν ζωὴν καὶ συμπεριφορὰν
τῶν πατέρων των, οἱ ὁποῖοι ἁμάρτησαν
ἐνώπιον Ἐμοῦ, τοῦ Κυρίου.
|
34
Καὶ ἀποστρέψω αὐτοὺς εἰς
τὴν γῆν, ἣν ὤμοσα τοῖς πατράσιν
αὐτῶν, τῷ Ἁβραὰμ καὶ τῷ
Ἰσαὰκ καὶ τῷ Ἰακώβ, καὶ
κυριεύσουσιν αὐτῆς· καὶ πληθυνῶ
αὐτούς, καὶ οὐ μὴ σμικρυνθῶσι·
|
34
Τότε δὲ συνετισμένους καὶ ἐν
μετανοίᾳ θὰ τοὺς ἐπαναφέρω
ἐγὼ εἰς τὴν χώραν, τὴν
ὁποίαν ὡρκίσθην νὰ δώσω
εἰς τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαὰκ
καὶ τὸν Ἰακὼβ καὶ θὰ γίνουν
πλέον κύριοι καὶ
ἰδιοκτῆται αὐτῆς. Θὰ τοὺς
πληθύνω καὶ δὲν θὰ ὀλιγοστεύσουν.
|
34
Καὶ τότε θὰ τοὺς ἐπιστρέφω καὶ
θὰ τοὺς ἀποκαταστήσω εἰς τὴν
χώραν, τὴν ὁποίαν ὠρκίσθηκα νὰ
δώσω εἰς τοὺς προπάτορές των, τὸν
Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ
τὸν Ἰακώβ, καὶ θὰ γίνουν πλέον κύριοι
καὶ κάτοχοι τῆς γῆς αὐτῆς. Θὰ
τοὺς αὐξήσω δὲ καὶ θὰ τοὺς
πληθύνω, καὶ πλέον δὲν θὰ ὀλιγοστεύσουν.
|
35
καὶ στήσω αὐτοῖς διαθήκην αἰώνιον
τοῦ εἶναί με αὐτοῖς εἰς
Θεὸν καὶ αὐτοὶ ἔσονταί
μοι εἰς λαόν· καὶ οὐ κινήσω
ἔτι τὸν λαόν μου Ἰσραὴλ ἀπὸ
τῆς γῆς, ἧς ἔδωκα αὐτοῖς.
|
35
Θὰ συνάψω καὶ θὰ ἐπικυρώσω
συμφωνίαν αἰωνίαν μὲ αὐτούς,
διὰ νὰ εἶμαι εἰς αὐτοὺς
ὁ Θεός των καὶ αὐτοὶ νὰ
εἶναι δι' ἐμὲ ὁ λαός. Δὲν
θὰ μετακινήσω πλέον τὸν λαόν
μου τὸν ἰσραηλιτικὸν ἀπὸ τὴν
χώραν, τὴν ὁποίαν ἐγὼ
ἔχω δώσει εἰς αὐτούς.
|
35
Θὰ συνάψω δὲ μαζί των συμφωνίαν αἰώνων,
διὰ να εἶμαι εἰς αὐτοὺς ὁ
Θεός των καὶ αὐτοὶ νὰ εἶναι
εἰς Ἐμὲ λαὸς ἐκλεκτός.
Καὶ οὐδέποτε πλέον θὰ μετακινήσω τὸν
Ἰσραηλιτικὸν λαόν μου ἀπὸ τὴν
χώραν, τὴν ὁποίαν Ἐγὼ τοὺς ἔχω
δώσει>. |