Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἔλαβε Σαμουὴλ τὸν φακὸν τοῦ
ἐλαίου καὶ ἐπέχεεν ἐπὶ
τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ἐφίλησεν
αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ·
οὐχὶ κέκχρικέ σε Κύριος εἰς
ἄρχοντα ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ,
ἐπὶ Ἰσραήλ; Καὶ σὺ ἄρξεις
ἐν λαῷ Κυρίου, καὶ σὺ σώσεις
αὐτὸν ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν
αὐτοῦ κυκλόθεν.
|
Σαμουὴλ
ἐπῆρε τότε τὸ δοχεῖον τοῦ
ἐλαίου καὶ ἔχυσε ἐπάνω
εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ Σαούλ, τὸν
ἐφίλησε καὶ τοῦ εἶπεν·
<ὁ Κύριος σὲ δὲν ἔχει χρίσει
ἄρχοντα καὶ βασιλέα εἰς τὸν
ἰσραηλιτικὸν λαόν του; Ναί, σὺ
θὰ εἶσαι ἀρχηγὸς τοῦ λαοῦ
τοῦ Κυρίου· σὺ θὰ σώσῃς
αὐτὸν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν
γύρω ἐχθρῶν του. |
αὶ
ἐπῆρεν ὁ Σαμουὴλ τὸ δοχεῖον,
ποὺ περιεῖχε λάδι, καὶ ἔχυσε λάδι
ἐπάνω εἰς τὸ κεφάλι τοῦ Σαοὺλ
καὶ τὸν ἠσπάσθη καὶ τοῦ
εἶπεν: <Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι
Ἐκεῖνος, ποὺ σὲ ἐδιάλεξε
καὶ σὲ ἔχρισεν ἤδη, διὰ νὰ
βασιλεύῃς εἰς τὸν λαόν του, τὸν
Ἰσραήλ; Σὺ λοιπὸν εἰς τὸ ἑξῆς
θὰ ἐξουσιάζῃς τὸν λαὸν
τοῦ Κυρίου καὶ σὺ εἶσαι ἐκεῖνος,
ποὺ θὰ τὸν σώσῃς ἀπὸ τὰ
χέρια τῶν ἐχθρῶν του, ποὺ τὸν
περικυκλώνουν. |
2
Καὶ τοῦτό σοι τὸ σημεῖον ὅτι
ἔχρισέ σε Κύριος ἐπὶ κληρονομίαν
αὐτοῦ εἰς ἄρχοντα· ὡ ἂν
ἀπέλθῃς σήμερον ἀπ' ἐμοῦ,
καὶ εὑρήσεις δύο ἄνδρας πρὸς
τοῖς τάφοις Ραχὴλ ἐν τῷ ὄρει
Βενιαμὶν ἁλλομένους μεγάλα, καὶ
ἐροῦσί σοι· εὕρηνται αἱ
ὄνοι, ἃς ἐπορεύθητε ζητεῖν,
καὶ ἰδοὺ ὁ πατήρ σου ἀποτετίνακται
τὸ ρῆμα τῶν ὄνων καὶ ἐδαψιλεύσατο
δι' ὑμᾶς λέγων· τῇ ποιήσω
ὑπὲρ τοῦ υἱοῦ μου;
|
2
Αὐτὰ δὲ εἶναι διὰ σὲ τὰ
σημεῖα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα θὰ
πεισθῇς, ὅτι πράγματι ὁ Κύριος
σὲ ἔχρισεν ὡς ἄρχοντα τοῦ ἐκλεκτοῦ
λαοῦ του. Πρῶτον· ἀμέσως μόλις
σήμερον ἀναχωρήσῃς ἀπὸ
ἐμέ, θὰ εὕρῃς πλησίον
εἰς τὸν τάφον τῆς Ραχήλ, εἰς
τὰ νότια ὅρια τῆς φυλῆς Βενιαμίν,
δύο ἄνδρας ποὺ θὰ πηδοῦν ἀπὸ
τὴν χαράν των καὶ οἱ ὁποῖοι
θὰ σοῦ εἴπουν· Εὑρέθησαν
αἱ ὄνοι, τὰς ὁποίας ἐπήγατε
νὰ ἀναζητήσετε, καὶ ὁ πατήρ
σου ἔπαυσε πλέον νὰ ἀσχολῆται
μὲ τὸ ζήτημα τῶν ὄνων. Ἔχει
ὅμως κυριευθῇ ἀπὸ ἀνησυχίαν
νὰ εὔρῃ σᾶς καὶ λέγει·
Τί πρέπει νὰ κάμω διὰ νὰ
εὔρω τὸν υἱόν μου;
|
2
Καὶ αὐτὰ εἶναι τὰ σημάδια, ποὺ
θὰ σὲ βεβαιώσουν ὅτι σὲ ἔχρισεν
ὁ Κύριος ἄρχοντα τοῦ λαοῦ του, ὁ
ὁποῖος τοῦ ἀνήκει σὰν
κτῆμα του. Τώρα ποὺ θὰ φύγῃς ἀπὸ
ἐμέ, θὰ συναντήσῃς κοντὰ εἰς
τοὺς τάφους τῆς Ραχήλ, εἰς τὸ βουνὸ
ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὰ σύνορα τῆς
χώρας τῆς φυλῆς Βενιαμίν, δύο ἄνδρας ποὺ
θὰ χοροπηδοῦν ἐνθουσιασμένοι καὶ
θὰ σοῦ εἰποῦν: <Βρέθηκαν πλέον
οἱ ὄνοι, ποὺ ἐπήγατε νὰ ἀναζητήσετε.
Τώρα μάλιστα ὁ πατέρας σου ἄφησε τὴν ὑπόθεσιν
τῶν ὄνων καὶ ἄρχισε νὰ ἀνησυχῇ
διὰ σᾶς καὶ λέγει: Τί θὰ κάνω,
διὰ νὰ βρεθῇ ὁ υἱός μου;>
|
3
Καὶ ἀπελεύσῃ ἐκεῖθεν καὶ
ἐπέκεινα ἥξεις ἕως δρυὸς Θαβὼρ
καὶ εὑρήσεις ἐκεῖ τρεῖς
ἄνδρας ἀναβαίνοντας πρὸς τὸν
Θεὸν εἰς Βαιθήλ, ἕνα αἴροντα
τρία αἰγίδια καὶ ἕνα αἴροντα
τρία ἀγγεῖα ἄρτων καὶ ἕνα
αἴροντα ἀσκὸν οἴνου.
|
3
Δεύτερον σημεῖον· θὰ φύγῃς
ἀπὸ ἐκεῖ, θὰ προχωρήσῃς
καὶ θὰ φθάσῃς μέχρι τῆς
τοποθεσίας, ἡ ὁποία λέγεται
<Δρῦς Θαβώρ>. Ἐκεῖ θὰ
συναντήσῃς τρεῖς ἄνδρας, οἱ
ὁποῖοι θὰ ἀνέρχονται πρὸς
τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου, εἰς
τὴν Βαιθήλ. Ὁ ἕνας ἀπὸ
αὐτοὺς θὰ ὁδηγῇ τρία ἐρίφια,
ὁ δεύτερος θὰ φέρῃ τρία
ἀγγεῖα, μέσα εἰς τὰ ὁποῖα
θὰ ὑπάρχουν ἄρτοι, καὶ ὁ
τρίτος θὰ φέρῃ ἕνα ἀσκὶ
μὲ κρασί. |
3
Θὰ φύγῃς ἔπειτα ἀπὸ ἐκεῖ
καί, ἀφοῦ συνεχίσῃς τὴν πορείαν
σου, θὰ φθάσῃς μέχρι τὴν θέσιν, ποὺ
ὀνομάζεται <Δρῦς Θαβώρ>. Καὶ θὰ
συναντήσῃς ἐκεῖ τρεῖς ἄνδρας,
ποὺ θὰ ἀνεβαίνουν πρὸς τὸν τόπον
τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν
Βαιθήλ. Ὁ ἕνας θὰ σηκώνῃ ἐπάνω
του τρία μικρὰ κατσίκια, ὁ ἄλλος θὰ
κρατῇ τρία πανέρια μὲ ψωμιὰ καὶ ὁ
τρίτος θὰ βαστάζῃ ἕνα ἀσκὶ μὲ
κρασί. |
4
Καὶ ἐρωτήσουσί σε τὰ εἰς
εἰρήνην καὶ δώσουσί σοι δύο
ἀπαρχὰς ἄρτων καὶ λήψῃ
ἐκ τῆς χειρὸς αὐτῶν.
|
4
Αὐτοὶ θὰ σὲ χαιρετήσουν εἰρηνικῶς
καὶ θὰ σοῦ δώσουν δύο ἄρτους,
τοὺς ὁποίους σὺ θὰ λάβῃς
ἀπὸ τὰ χέρια των.
|
4
Θὰ σὲ χαιρετήσουν λοιπὸν αὐτοὶ
καὶ θὰ εὐχηθοῦν νὰ ἔχῃς
εἰρήνην καὶ θὰ σοῦ προσφέρουν δύο
ψωμιὰ ζυμωμένα ἀπὸ τὰ πρῶτα
σιτηρὰ καὶ θὰ τὰ πάρης ἀπὸ
τὰ χέρια των. |
5
Καὶ μετὰ ταῦτα εἰσελεύσῃ
εἰς τὸν βουνὸν τοῦ Θεοῦ, οὖ
ἐστιν ἐκεῖ τὸ ἀνάστημα
τῶν ἀλλοφύλων, ἐκεῖ Νασὶβ
ὁ ἀλλόφυλος. Καὶ ἔσται ὡς
ἂν εἰσέλθητε ἐκεῖ εἰς
τὴν πόλιν, καὶ ἀπαντήσεις χορῷ
προφητῶν καταβαινόντων ἐκ τῆς Βαμᾶ,
καὶ ἔμπροσθεν αὐτῶν νάβλα καὶ
τύμπανον καὶ αὐλὸς καὶ κινύρα,
καὶ αὐτοὶ προφητεύοντες·
|
5
Τρίτον σημεῖον· ἔπειτα ἀπὸ
αὐτὰ θὰ ἀνεβῇς εἰς ἕνα
ὕψωμα ἀφιερωμένον εἰς τὸν Θεόν,
ὅπου ὑπάρχει κάποιο φυλάκιον
τῶν Φιλισταίων. Ἐκεῖ εἶναι ὁ
Φιλισταῖος Νασίβ. Θὰ συμβῇ δὲ
τοῦτο· Ὅταν εἰσέλθετε εἰς
τὴν πόλιν, ἐπάνω εἰς τὸ
ὕψωμα, θὰ συναντήσῃς μία ὁμάδα
προφητῶν, οἱ ὁποῖοι θὰ κατεβαίνουν
ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὕψωμα. Ἐμπρὸς
ἀπὸ αὐτοὺς θὰ προηγοῦνται
μουσικὰ ὄργανα, λύρα, τύμπανον, αὐλὸς
καὶ κιθάρα. Ἡ ὁμὰς αὐτὴ
τῶν προφητῶν θὰ προφέρῃ λόγια
ἱερὰ καὶ ἱερὰ ἄσματα,
ἀπὸ τὴν ἔμπνευσιν τοῦ Πνεύματος
τοῦ Κυρίου. |
5
Κατόπιν θὰ περάσῃς μέσα ἀπὸ
τὸ βουνό, ποὺ λέγεται <βουνὸ τοῦ
Θεοῦ>, ὅπου εὑρίσκεται ἡ στρατιωτικὴ
φρουρὰ τῶν Φιλισταίων καὶ ἐδρεύει
ἐκεῖ ὁ ἀλλόφυλος Νασίβ. Καὶ
μόλις θὰ ἐμβῆτε εἰς τὴν πόλιν,
θὰ συναντήσῃς μίαν ὁμάδα προφητῶν,
ποὺ θὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὴν Βαμᾶ.
Θὰ προπορεύωνται δὲ ἀπὸ αὐτοὺς
ὀργανοπαίκται μὲ λύραν καὶ τύμπανον
καὶ αὐλὸν καὶ κιθάραν. Καὶ καθὼς
θὰ βαδίζουν οἱ προφῆται αὐτοί, θὰ
προφέρουν λόγια Θεοῦ καὶ θὰ ψάλλουν.
|
6
καὶ ἐφαλεῖται ἐπὶ σὲ πνεῦμα
Κυρίου, καὶ προφητεύσεις μετ' αὐτῶν
καὶ στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον.
|
6
Τότε θὰ ἔλθῃ ἔξαφνα καὶ
εἰς σὲ καὶ θὰ σὲ καταλάβῃ
Πνεῦμα Κυρίου καὶ μαζῆ μὲ αὐτοὺς
θὰ λέγῃς καὶ σὺ ἱερὰ
λόγια καὶ ἱερὰ ἄσματα. Θὰ
γίνῃς ἄλλος ἄνθρωπος.
|
6
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην θὰ ἔλθῃ
μὲ ὁρμὴν ἐπάνω σου Πνεῦμα
Κυρίου καὶ θὰ προφητεύσῃς καὶ σὺ
μαζί των καὶ θὰ μεταστραφῇς καὶ
θὰ γίνῃς ἄλλος ἄνθρωπος.
|
7
Καὶ ἔσται ὅταν ἥξει τὰ σημεῖα
ταῦτα ἐπὶ σέ, ποίει πάντα,
ὅσα ἐὰν εὔρῃ ἡ χείρ
σου, ὅτι Θεὸς μετὰ σοῦ.
|
7
Ὅταν δὲ πραγματοποιηθοῦν εἰς σὲ
αὐτὰ τὰ τρία σημεῖα, κάμε
ὅλα ὅσα αἱ περιστάσεις σοῦ ἐπιβάλλουν,
διότι ὁ Κύριος εἶναι πλέον μαζῆ
σου. |
7
Ὅταν λοιπὸν γίνουν ἐμπρός σου αὐτὰ
τὰ σημάδια, κάμνε ὅ,τι νομίζεις καὶ
ἠμπορεῖς διὰ κάθε περίστασιν, διότι θὰ
εἶναι βέβαιον πλέον ὅτι εἶναι μαζί σου ὁ
Θεὸς καὶ σὲ καθοδηγεῖ.
|
8
Καὶ καταβήσῃ ἔμπροσθεν τῆς Γαλγάλ,
καὶ ἰδοὺ καταβαίνω πρός σε ἀνενεγκεῖν
ὁλοκαύτωσιν καὶ θυσίας εἰρηνικάς·
ἑπτὰ ἡμέρας διαλείψεις ἕως
τοῦ ἐλθεῖν με πρός σε, καὶ γνωρίσω
σοι ἃ ποιήσεις. |
8
Κατόπιν θὰ προχωρήσῃς ἐμπρὸς
καὶ θὰ ἔλθῃς εἰς Γάλγαλα.
Σοῦ δηλώνω δὲ ὅτι θὰ ἔλθω
καὶ ἐγὼ ἐκεῖ πρὸς σέ,
διὰ νὰ προσφέρω ὁλοκαυτώματα
καὶ γενικὰς θυσίας πρὸς τὸν
Θεόν. Θὰ περιμένῃς ἑπτὰ
ἡμέρας μέχρις ὅτου ἔλθω καὶ
ἐγὼ ἐκεῖ, ὅπου καὶ θὰ
σοῦ εἴπω, τί πρέπει νὰ κάμῃς>.
|
8
Θὰ κατεβῇς κατόπιν καὶ θὰ εὕρῃς
ἐμπρός σου τὴν πόλιν Γαλγάλ. Θὰ ἔλθω
ἐπίσης καὶ ἐγὼ ἐκεθι κάτω κοντά
σου, διὰ νὰ προσφέρω θυσίαν ὁλοκαυτώσεως
καὶ θυσίας εἰρηνικὰς ὡς ἐκδήλωσιν
εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Κύριον. Θὰ μὲ
περιμένῃς ἑπτὰ ἡμέρας, ἕως ὅτου
ἔλθω καὶ σὲ συναντήσω καὶ θὰ
σοῦ εἶπω τότε τί θὰ κάνῃς κατόπιν>.
|
9
Καὶ ἐγενήθη ὥστε ἐπιστραφῆναι
τῷ ὤμῳ αὐτοῦ ἀπελθεῖν
ἀπὸ Σαμουήλ, μετέστρεψεν αὐτῷ
ὁ Θεὸς καρδίαν ἄλλην· καὶ
ἦλθε πάντα τὰ σημεῖα ἐν τῇ
ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.
|
9
Ἀμέσως μόλις ὁ Σαούλ, ἔκπληκτος
δι' ὅσα ἤκουσε, ἔστρεψε τὰ νῶτα
του διὰ νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ
τὸν Σαμουήλ, ὁ Θεὸς μετέβαλε
αὐτοῦ τὴν καρδίαν, ὥστε νὰ
γίνῃ ὁ Σαοὺλ ἄλλος ἄνθρωπος.
Ἐπραγματοποιήθησαν δὲ κατὰ τὴν
ἡμέραν ἐκείνην ὅλα ἐκεῖνα
τὰ σημεῖα, ποὺ τοῦ εἶχε προείπει
ὁ Σαμουήλ. |
9
Καὶ πράγματι, μόλις ἔστρεψε τὰ νῶτα
του ὁ Σαοὺλ διὰ νὰ φύγῃ ἀπὸ
τὸν Σαμουήλ, μετέβαλεν ὁ Θεὸς τὴν
καρδίαν του καὶ ἔγινεν ἄλλος ἄνθρωπος.
Ἐξεπληρώθησαν δὲ κατὰ τὴν ἰδίαν
ἡμέραν ὅλα, ὅσα τοῦ προεῖπε
σὰν σημάδια ὁ Σαμουήλ. |
10
Καὶ ἔρχεται ἐκεῖθεν εἰς τὸν
βουνόν, καὶ ἰδοὺ χορὸς προφητῶν
ἐξ ἐναντίας αὐτοῦ· καὶ
ἥλατο ἐπ' αὐτὸν πνεῦμα Θεοῦ,
καὶ προεφήτευσεν μέσῳ αὐτῶν.
|
10
Ἦλθεν ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Σαοὺλ
εἰς τὸ ὑψωμα καὶ ἰδοὺ
μία ὁμὰς προφητῶν ἀπέναντί
του. Ἔπεσεν εἰς αὐτὸν Πνεῦμα
Θεοῦ καὶ ἐδίδασκε καὶ αὐτὸς
ἐν μέσῳ αὐτῶν λόγια Θεοῦ.
|
10
Καὶ ἔρχεται ἀπὸ ἐκεῖ εἰς
τὸ βουνὸ καὶ ἀμέσως βλέπει ἀπέναντί
του τὴν ὁμάδα τῶν προφητῶν. Καὶ
τὸν ἐκυρίευσε τὸ Πνεῦμα τοῦ
Θεοῦ καὶ προεφήτευσε καὶ αὐτὸς
ἀνάμεσά των, ὅπως καὶ ἐκεῖνοι.
|
11
Καὶ ἐγενήθησαν πάντες οἱ εἰδότες
αὐτὸν ἐχθὲς καὶ τρίτης
καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ αὐτὸς
ἐν μέσῳ τῶν προφητῶν, καὶ
εἶπεν ὁ λαὸς ἕκαστος πρὸς τὸν
πλησίον αὐτοῦ· τί τοῦτο
τὸ γεγονὸς τῷ υἱῷ Κίς;
Ἦ καὶ Σαοὺλ ἐν προφήταις;
|
11
Ὅλοι δὲ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι
ἐγνώριζον αὐτὸν προηγουμένως
καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ ὅτι
αὐτὸς εὑρίσκετο ἐν μέσῳ
τῶν προφητῶν προφητεύων, διηρωτήθησαν
καὶ ἔλεγεν ὁ ἔνας πρὸς τὸν
ἄλλον· <τί εἶναι αὐτὸ
τὸ ὁποῖον συνέβη εἰς τὸ
παιδὶ τοῦ Κίς; Πράγματι καὶ
ὁ Σαοὺλ ἀνήκει εἰς τὴν
τάξιν τῶν προφητῶν;>
|
11
Τὸν εἶδαν ἐν τῷ μεταξὺ ὅλοι,
ὅσοι τὸν ἤξευραν μέχρι τότε, να εὑρίσκεται
τώρα καὶ αὐτὸς ἀνάμεσα εἰς τοὺς
προφήτας. Καὶ εἶπαν ἔκπληκτοι ὁ ἕνας
πρὸς τὸν ἄλλον οἱ Ἰσραηλῖται:
<Τί εἶναι αὐτό, ποὺ ἔχει
συμβῇ μὲ τὸν υἱὸν τοῦ
Κίς; Ὥστε καὶ ὁ Σαοὺλ ἀνῆκει
εἰς τοὺς προφήτας;> |
12
Καὶ ἀπεκρίθη τις αὐτῶν καὶ
εἶπε· καὶ τίς πατὴρ αὐτοῦ;
Καὶ διὰ τοῦτο ἐγενήθη εἰς
παραβολήν, ἦ καὶ Σαοὺλ ἐν προφήταις;
|
12
Κάποιος δὲ ἀπὸ τὸν λαὸν
ἀπεκρίθη περιφρονητικῶς καὶ εἶπε·
<ποιὸς εἶναι ὁ πατέρας του;>
Διὰ τοῦτο ἡ φράσις αὐτή
<πράγματι καὶ ὁ Σαοὺλ εἶναι
μεταξὺ τῶν προφητῶν;> Ἔγινε πλέον
παροιμιώδης μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν.
|
12
Κάποιος δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἀπεκρίθη
καὶ εἶπε: <Καὶ ποῖος εἶναι
ὁ πατέρας του; Ποιὸς τὸν ἔκανε προφήτην;>
Δι' αὐτὸν μάλιστα τὸν λόγον ἔμεινεν
ἀπὸ τότε παροιμιώδης ἡ φράσις: <Ὥστε
καὶ ὁ Σαοὺλ ἀνήκει εἰς
τοὺς προφήτας;> |
13
Καὶ συνετέλεσε προφητεύων καὶ ἔρχεται
εἰς τὸν βουνόν.
|
13
Ὅταν ὁ Σαοὺλ ἐτελείωσε τοὺς
ἱεροὺς λόγους, μετέβη εἰς τὸ
ὕψωμα τοῦ Θεοῦ. |
13
Καὶ ἀφοῦ ἐτελείωσεν ὁ
Σαοὺλ τὰ ἱερὰ λόγια καὶ ἄσματα,
ποὺ τοῦ ἐνέπνευσε τὸ Πνεῦμα
τοῦ Θεοῦ, ἦλθεν εἰς τὸ βουνό.
|
14
Καὶ εἶπεν ὁ οἰκεῖος αὐτοῦ
πρὸς αὐτὸν καὶ πρὸς τὸ
παιδάριον αὐτοῦ· ποῦ ἐπορεύθητε;
Καὶ εἶπαν· ζητεῖν τὰς ὄνους·
καὶ εἴδαμεν ὅτι οὐκ εἰσί,
καὶ εἰσήλθομεν πρὸς Σαμουήλ.
|
14
Ἕνας συγγενής του εἶπεν εἰς αὐτὸν
καὶ εἰς τὸν νεαρὸν δοῦλον του·
<ποῦ ἐπήγατε;> Ἐκεῖνοι
ἀπάντησαν· <ἐπήγαμεν εἰς
ἀναζήτησιν τῶν ὄνων. Ἐπειδὴ
ὅμως δὲν τοὺς εὐρήκαμε πουθενά,
ἐπανήλθομεν εἰς τὴν πόλιν ὅπου
ἦτο ὁ Σαμουήλ>. |
14
Ἕνας δὲ συγγενής του ἐρώτησε
τὸν Σαοὺλ καὶ τὸν νεαρὸν δοῦλον
του: <Ποὺ ἐπήγατε;> Καὶ τοῦ
εἶπαν: <Ἐπήγαμε νὰ ἀναζητήσωμεν
τοὺς ὅνους καί, ὅταν δὲν τοὺς
εὐρήκαμε, ἐπήγαμε καὶ ἐσυναντήσαμε
τὸν Σαμουήλ>. |
15
Καὶ εἶπεν ὁ οἰκεῖος πρὸς
Σαούλ· ἀπάγγειλον δή μοι, τί
εἶπέ σοι Σαμουήλ;
|
15
Ὁ συγγενὴς αὐτὸς τοῦ Σαοὺλ
εἶπεν εἰς τὸν Σαούλ· <πές
μου λοιπόν, τί εἶπεν εἰς σὲ
ὁ Σαμουήλ;> |
15
Καὶ εἶπεν ὁ συγγενής του πρὸς
τὸν Σαούλ: <Πές μου λοιπὸν τώρα, τὶ σοῦ
εἶπεν ὁ Σαμουήλ;> |
16
Καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τὸν οἰκεῖον
αὐτοῦ· ἀπήγγειλεν ἀπαγγέλλων
μοι ὅτι εὕρηνται αἱ ὄνοι. Τὸ
δὲ ρῆμα τῆς βασιλείας οὐκ ἀπήγγειλεν
αὐτῷ. |
16
Ὁ Σαοὺλ ἀπήντησε πρὸς τὸν
συγγενῆ του· <μᾶς ἐπληροφόρησεν
ὅτι εὑρέθησαν αἱ ὄνοι>. Τὸ
ζήτημα τῆς βασιλείας δὲν τὸ
ἀνέφερεν εἰς τὸν συγγενῆ του.
|
16
Καὶ εἶπεν ὁ Σαοὺλ πρὸς τὸν
συγγενῆ του: <Μοῦ ἐφανέρωσε καὶ
μοῦ εἶπεν ὅτι ἔχουν βρεθῆ οἱ
ὄνοι>. Δὲν τοῦ εἶπεν ὅμως
τίποτε ὁ Σαοὺλ διὰ τὸ θέμα τῆς
βασιλείας καὶ τὴν χρῖσιν τοῦ εἰς
βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ. |
17
Καὶ παρήγγειλε Σαμουὴλ παντὶ τῷ
λαῷ πρὸς Κύριον εἰς Μασσηφὰθ
|
17
Ὁ Σαμουὴλ παρήγγειλλε καὶ ἦλθεν
ὅλος ὁ λαὸς ὁ ἰσραηλιτικὸς
εἰς Μασσηφὰθ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
|
17
Μετὰ ταῦτα ἔδωσεν ὁ Σαμουὴλ
ἐντολὴν καὶ ἐμαζεύθηκαν ὅλοι
οἰ Ἰσραηλῖται ἐνώπιον τοῦ Κυρίου
εἰς τὴν Μασσηφάθ. |
18
καὶ εἶπε πρὸς υἱοὺς Ἰσραήλ·
τάδε εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ
λέγων· ἐγὼ ἀνήγαγον τοὺς
υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐξ Αἰγύπτου
καὶ ἐξειλάμην ὑμᾶς ἐκ
χειρὸς Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου
καὶ ἐκ πασῶν τῶν βασιλειῶν τῶν
θλιβουσῶν ὑμᾶς·
|
18
Εἶπε δὲ πρὸς τοὺς συγκεντρωθέντος
Ἰσραηλίτας· <αὐτὰ λέγει
ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ· Ἐγὼ ἔβγαλα ἐλευθέρους
τοὺς Ἰσραηλίτας ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτον· σᾶς ἔβγαλα ἀπὸ
τὰ χέρια τοῦ Φαραὼ τοῦ βασιλέως
τῆς Αἰγύπτου καὶ κατόπιν σᾶς
ἔσωσα ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη,
τὰ ὁποῖα σᾶς κατέθλιβον.
|
18
Καὶ εἶπε πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας:
<Αὐτὰ ἀπεκάλυψε καὶ εἶπεν
ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ: <Ἐγὼ εἶμαι Ἐκεῖνος,
ποὺ ἐσήκωσα καὶ ἔβγαλα ἐλεύθερον
τὸν Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον
καὶ σᾶς ἐγλύτωσα ἀπὸ τὰ
σκληρὰ χέρια τοῦ Φαραώ, τοῦ βασιλέως τῆς
Αἰγύπτου, καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ
βασίλεια ποὺ σᾶς ἐπίεζαν>.
|
19
καὶ ὑμεῖς σήμερον ἐξουδενήκατε
τὸν Θεόν, ὃς αὐτὸς ἐστιν
ὑμῶν σωτὴρ ἐκ πάντων τῶν
κακῶν ὑμῶν καὶ θλίψεων ὑμῶν,
καὶ εἴπατε· οὐχί, ἀλλ'
ἢ ὅτι βασιλέα καταστήσεις ἐφ'
ἡμῶν· καὶ νῦν κατάστητε
ἐνώπιον Κυρίου κατὰ τὰ σκῆπτρα
ὑμῶν καὶ κατὰ τὰς φυλὰς
ὑμῶν. |
19
Σεῖς ὅμως σήμερα περιεφρονήσατε ἐμὲ
τὸν Θεόν σας, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξα
ὁ σωτήρ σας ἀπὸ ὅλας τὰς
περιπετείας καὶ τὰς συμφοράς σας,
καὶ εἴπατε· Τίποτε ἄλλο δὲν
θέλομεν πλὴν τοῦ νὰ ἐγκαταστήσῃς
βασιλέα εἰς ἡμᾶς. Παρουσιασθῆτε
λοιπὸν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου κατὰ
φυλὰς καὶ κατὰ δήμους>.
|
19
Σεῖ> ὅμως τώρα περιφρονήσατε τὸν Θεόν,
ποὺ αὐτὸς εἶναι ὁ σωτήρ
σας ἀπὸ ὅλας τὰς συμφοράς σας
καὶ τὰς θλίψεις σας, καὶ εἴπατε: <Ὄχι,
δὲν θέλομεν νὰ μᾶς κυβερνᾷ ὁ
Θεός. Ζητοῦμεν νὰ ἐγκαταστήσῃς εἰς
ἡμᾶς βασιλέα>. Τώρα λοιπὸν σταθῆτε
ἐδῶ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μὲ τὴν
σειρὰν κατὰ τὰς φυλάς σας καὶ
κατὰ τὰς πατρίας σας>. |
20
Καὶ προσήγαγε Σαμουὴλ πάντα τὰ
σκήπτρα Ἰσραήλ, καὶ κατακληροῦται
σκῆπτρον Βενιαμίν·
|
20
Ὁ Σαμουήλ, προκειμένου νὰ κάμῃ
τὴν ἐκλογὴν τοῦ βασιλέως, διέταξε
νὰ προσέλθουν ὅλαι αἱ φυλαὶ
τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἔβαλε δὲ κλήρους
καὶ ὁ κλῆρος ἔπεσεν εἰς τὴν
φυλὴν τοῦ Βενιαμίν, ἐκ τῆς ὁποίας
θὰ ἔπρεπε νὰ ἐκλεγῇ ὁ
βασιλεύς. |
20
Καὶ εἶπεν ὁ Σαμουὴλ να προσέλθουν
ἐκεῖ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ἐκπρόσωποι
ὅλων τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραὴλ
καί, ἀφοῦ ἔβαλε κλήρους, ἔπεσεν ὁ
κλῆρος εἰς τὴν φυλὴν τοῦ Βενιαμίν.
|
21
καὶ προσάγει σκῆπτρον Βενιαμὶν εἰς
φυλάς, καὶ κατακληροῦται φυλὴ Ματταρί·
καὶ προσάγουσι τὴν φυλὴν Ματταρὶ
εἰς ἄνδρας, καὶ κατακληροῦται Σαοὺλ
υἱὸς Κίς. Καὶ ἐζήτει αὐτόν,
καὶ οὐχ εὑρίσκετο.
|
21
Προσῆλθεν ἡ φυλὴ Βενιαμὶν κατὰ
δήμους, ἔγινε πάλιν κλήρωσις καὶ
διὰ κλήρου ὡρίσθη ὁ δῆμος
Ματταρί, ἀπὸ ὅπου ἔπρεπε νὰ
ἐκλεγῇ ὁ βασιλεύς. Ἐνεφανίσθη
ὁ δῆμος Ματταρὶ κατ' ἄνδρας καὶ
ἐρρίφθη κλῆρος καὶ ὁ κλῆρος
ἔπεσεν εἰς τὸν Σαούλ, τὸν υἱὸν
τοῦ Κίς. Ὁ Σαμουὴλ ἐζήτει
αὐτὸν ἀλλὰ δὲν τὸν εὕρικεν.
|
21
Εἶπε κατόπιν νὰ προσέλθουν οἱ ἐκπρόσωποι
ὅλων τῶν πατριαρχικῶν οἰκογενειῶν
τῆς φυλῆς τοῦ Βενιαμίν. Καί, ἀφοῦ
ἔβαλε κλήρους, ἔπεσεν ὁ κλῆρος εἰς
τὴν πατριαρχικὴν οἰκογένειαν τοῦ Ματταρί.
Καὶ εἶπεν ἐν συνεχείᾳ νὰ προσέλθουν
ὅλοι οἱ ἄνδρες τῆς πατριαρχικῆς
οἰκογενείας τοῦ Ματταρὶ καί, ἀφοῦ
ἔβαλε κλήρους, ἔπεσεν ὁ κλῆρος εἰς
τὸν Σαούλ, τὸν υἱὸν τοῦ Κίς.
Ἀνεζήτησε λοιπὸν ὁ Σαμουὴλ τὸν
Σαούλ, ἀλλ’ ὅμως δὲν εὑρίσκετο πουθενά.
|
22
Καὶ ἐπηρώτησε Σαμουὴλ ἔτι ἐν
Κυρίῳ· εἰ ἔρχεται ὁ ἀνὴρ
ἐντοῦθα; Καὶ εἶπε Κύριος·
ἰδοὺ αὐτὸς κέκρυπται ἐν
τοῖς σκεύεσι. |
22
Ὁ Σαμουὴλ ἠρώτησε καὶ πάλιν
τότε τὸν Κύριον· <θὰ ἔλθῃ
αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ;>
Ὁ Κύριος ἀπήντησεν· <ἰδού,
αὐτὸς εἶναι κρυμμένος εἰς τὰς
ἀποσκευάς>. |
22
Καὶ ἐρώτησε ὁ Σαμουὴλ καὶ
πάλιν τὸν Κύριον: <Θὰ ἔλθῃ ἄραγε
ἐδῶ ὁ ἄνδρας αὐτός;> Καὶ
ὁ Κύριος τοῦ ἀπεκρίθη: <Νά, αὐτὸς
εἶναι κρυμμένος ἐκεῖ, ὅπου φυλάσσονται
αἱ ἀποσκευαί>. |
23
Καὶ ἔδραμε καὶ λαμβάνει αὐτὸν
ἐκεῖθεν καὶ κατέστησεν ἐν μέσῳ
τοῦ λαοῦ, καὶ ὑψώθη ὑπὲρ
πάντα τὸν λαὸν ὑπερωμίαν καὶ
ἐπάνω. |
23
Ὁ Σαμουὴλ ἔτρεξε, ἐπῆρεν αὐτὸν
ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τὸν ἐτοποθέτησεν
ἐν μέσῳ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ. Ὁ Σαούλ, χάρις εἰς τὸ
μεγάλο ἀνάστημά του, ἦτο ὑψηλότερος
ἀνάμεσα εἰς ὅλους τοὺς ἄλλους,
ἀπὸ τοὺς ὤμους καὶ ἐπάνω,
καὶ διεκρίνετο μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν.
|
23
Καὶ ἔτρεξεν ὁ Σαμουὴλ καὶ τὸν
ἐπῆρε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ
τὸν ἔβαλε νὰ σταθῇ ἀνάμεσα εἰς
τὸν λαόν. Καὶ διεκρίνετο ἀπὸ
ὅλους, διότι ἦτο ὑψηλότερος ὅλων,
ἀπὸ τοὺς ὤμους καὶ ἐπάνω.
|
24
Καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς πάντα
τὸν λαόν· εἰ ἑωράκατε ὃν
ἐκλέλεκται ἑαυτῷ Κύριος, ὅτι
οὐκ ἔστιν ὅμοιος αὐτῷ ἐν
πᾶσιν ὑμῖν; Καὶ ἔγνωσαν πᾶς
ὁ λαὸς καὶ εἶπαν· ζήτω
ὁ βασιλεύς. |
24
Ὁ Σαμουὴλ εἶπε πρὸς ὅλον τὸν
λαόν· <δὲν εἴδατε αὐτόν,
τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος ἐξέλεξεν
ὡς βασιλέα σας; Δὲν ὑπάρχει
ἄλλος ὅμοιος μὲ αὐτὸν μεταξὺ
ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν>. Ὅλος
ὁ λαὸς ἀνεγνώρισε καὶ παρεδέχθη
τὴν ἐκλογὴν αὐτὴν τοῦ
βασιλέως καὶ ἐφώναξαν· <ζήτω
ὁ βασιλεύς>. |
24
Καὶ εἶπεν ὁ Σαμουὴλ πρὸς ὅλον
τὸν λαόν: <Εἴδατε λοιπὸν αὐτόν,
ποὺ ἔχει διαλέξει ὡς βασιλέα διὰ τὸν
λαόν του ὁ ἴδιος ὁ Κύριος; Δὲν
ὑπάρχει ἄλλος ὅμοιος του μεταξὺ ὅλων
σας>. Καὶ ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται
ἐνέκριναν τὴν ἐκλογήν, τὸν ἀνεγνώρισαν
ὡς βασιλέα των καὶ ἐκραύγασαν: <Ζήτω
ὁ βασιλεύς!> |
25
Καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς τὸν λαὸν
τὸ δικαίωμα τοῦ βασιλέως καὶ
ἔγραψεν ἐν βιβλίῳ καὶ ἔθηκεν
ἐνώπιον Κυρίου. Καὶ ἐξαπέστειλε
Σαμουὴλ πάντα τὸν λαόν, καὶ
ἀπῆλθεν ἕκαστος εἰς τὸν τόπον
αὐτοῦ. |
25
Ἀνεκοίνωσε τότε ὁ Σαμουὴλ εἰς
τὸν λαὸν τὰ δικαιώματα τοῦ βασιλέως
καὶ ἔγραψεν αὐτὰ εἰς βιβλίον,
τὸ ὁποῖον καὶ ἐτοποθέτησε
πλησίον εἰς τὴν Ἱερὰν Κιβωτόν.
Μετὰ ταῦτα ὁ Σαμουὴλ διέλυσεν
ὅλον τὸν λαὸν καὶ ὁ κάθε
Ἰσραηλίτης μετέβη εἰς τὴν πόλιν
του. |
25
Ἀνεκοίνωσε κατόπιν ὁ Σαμουὴλ εἰς τὸν
λαὸν τὰ κυριαρχικὰ δικαιώματα τοῦ
βασιλέως καὶ τὰ ἔγραψεν εἰς βιβλίον,
ποὺ τὸ ἐτοποθέτησεν ἐν συνεχείᾳ
ἐμπρὸς εἰς τὴν Κιβωτὸν τῆς
Διαθήκης. Καὶ μετὰ ταῦτα διέλυσεν ὁ
Σαμουὴλ τὴν συνάθροισιν τῶν Ἰσραηλιτῶν
καὶ ἐπέστρεψε καθένας εἰς τὸν
τόπον του. |
26
Καὶ Σαοὺλ ἀπῆλθεν εἰς τὸν
οἶκον αὐτοῦ εἰς Γαβαά·
καὶ ἐπορεύθησαν υἱοὶ δυνάμεων,
ὧν ἥψατο Κύριος καρδίας αὐτῶν
μετὰ Σαούλ. |
26
Καὶ ὁ Σαοὺλ μετέβη εἰς τὸν
οἶκον του εἰς Γαβαά. Μερικοὶ δὲ
γενναῖοι ἄνδρες, τῶν ὁποίων
τὰς καρδίας ὁ Κύριος εἶχε παρακινήσει,
ἐπορεύθησαν μαζῆ μὲ τὸν Σαούλ.
|
26
Μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἐπέστρεψεν
εἰς τὸ σπίτι του, εἰς τὴν Γαβαὰ
καὶ ὁ Σαούλ. Ὡρισμένοι δὲ γενναῖοι
καὶ ἰσχυροὶ ἄνδρες, ποὺ συνεκίνησε
τὰς καρδίας των ὁ Κύριος, ἐνθουσιάσθηκαν
καὶ ἀκολούθησαν τὸν Σαοὺλ ὡς
τιμητικὴ φρουρά του. |
27
Καὶ υἱοὶ λοιμοὶ εἶπαν·
τίς σώσει ὑμᾶς οὗτος; Καὶ
ἠτίμασαν αὐτὸν καὶ οὐκ
ἤνεγκαν αὐτῷ δῶρα. |
27
Παρ ὅλα ὅμως αὐτὰ τὰ σημεῖα
εὑρέθησαν καὶ μερικοὶ ἀσεβεῖς
ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἶπαν περιφρονητικῶς·
<ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ Σαούλ,
ὁ ὁποῖος θὰ μᾶς σώσῃ;>
Ἔτσι δὲ περιεφρόνησαν τὸν Σαοὺλ
καὶ δὲν προσέφεραν κανένα δῶρον
πρὸς αὐτὸν ὡς πρὸς βασιλέα.
|
27
Μερικοὶ ὅμως, ποὺ ἦσαν πονηροὶ
καὶ ἀχρεῖοι, εἶπαν: <Ποιὸς
εἶναι αὐτός, ποὺ θὰ μᾶς σώσῃ;>
Καὶ ἔδειξαν περιφρόνησιν πρὸς τὸ πρόσωπόν
του καὶ δὲν τοῦ προσέφεραν δῶρα διὰ
τὴν ἐκλογήν του ὡς βασιλέως τὴν Μασσηφάθ.
|