Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἀπέδρα Δαυῒδ ἐκ Ναυὰθ ἐν
Ραμὰ καὶ ἔρχεται ἐνώπιον
Ἰωνάθαν καὶ εἶπε· τί πεποίηκα
καὶ τί τὸ ἀδίκημά μου
καὶ τί ἡμάρτηκα ἐνώπιον
τοῦ πατρός σου, ὅτι ἐπιζητεῖ
τὴν ψυχήν μου; |
Δαυὶδ
ἔφυγεν ἀπὸ τὴν Ραμὰ Ναυάθ,
ἦλθε καὶ συνήντησε τὸν Ἰωνάθαν,
εἰς τὸν ὁποῖον καὶ εἶπε·
<τί κακὸν ἔχω πράξει; Ποῖον
εἶναι τὸ ἀδίκημά μου; Εἰς
τί ἐγὼ ἔχω πταίσει ἀπέναντι
τοῦ πατρός σου, ὁ ὁποῖος ζητεῖ
νὰ μὲ θανατώσῃ;>
|
φυγε
δὲ ὁ Δαβὶδ ἀπὸ τὴν Ναυὰθ
τῆς Ραμᾶ καὶ ἦλθε καὶ εὑρηκε
τὸν Ἰωνάθαν καὶ τοῦ εἶπε:
<Τί ἔχω κάνει καὶ ποιὸ εἶναι
τὸ ἀδίκημά μου καὶ τὶ παράνομον διέπραξα
ἐναντίον τοῦ πατέρα σου, ποὺ θέλει νὰ
μοῦ πάρῃ τὴν ζωήν;>
|
2
Καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἰωνάθαν·
μηδαμῶς σοι, οὐ μὴ ἀποθάνῃς·
ἰδοὺ οὐ μὴ ποιήσει ὁ πατήρ
μου ρῆμα μέγα ἢ μικρὸν καὶ
οὐκ ἀποκαλύψει τὸ ὠτίον
μου· καὶ τί ὅτι κρύψει ὁ
πατήρ μου ἀπ' ἐμοῦ τὸ ρῆμα
τοῦτο; Οὐκ ἔστι τοῦτο.
|
2
Ὁ Ἰωνάθαν εἶπεν εἰς τὸν
Δαυίδ· <καθόλου· δὲν πρόκειται,
νὰ φονευθῇς. Ὄχι. Ἰδού, ὁ
πατήρ μου δὲν κάμνει καμμίαν μεγάλην
ἢ μικρὰν πρᾶξιν, ἂν προηγουμένως
δὲν μοῦ τὴν ἐκμυστηρευθῇ. Πῶς
λοιπὸν θὰ κρύψῃ ὁ πατέρας
μου ἕνα τέτοιο πρᾶγμα ἀπὸ ἐμέ;
Αὐτὸ δὲν πρόκειται νὰ γίνῃ>.
|
2
Καὶ ὁ Ἰωνάθαν τοῦ ἀπεκρίθη:
<Ὄχι! Δὲν θὰ γίνῃ αὐτό. Δὲν
πρόκειται νὰ πεθάνῃς. Σοῦ λέγω ὅτι
δὲν κάμνει ποτὲ ὁ πατέρας μου ὀτιδήποτε,
σπουδαῖον ἢ ἀσήμαντον, χωρὶς νὰ
μοῦ τὸ φανερώσῃ ἐμπιστευτικά.
Διατὶ λοιπὸν νὰ ἀποκρύψῃ τώρα
τὸ πρᾶγμα αὐτὸ ἀπὸ ἐμὲ
ὁ πατέρας μου; Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον!
Δὲν πρόκειται νὰ γίνῃ>.
|
3
Καὶ ἀπεκρίθη Δαυῒδ τῷ Ἰωνάθαν
καὶ εἶπε· γινώσκων οἶδεν ὁ
πατήρ σου ὅτι εὕρηκα χάριν ἐν
ὀφθαλμοῖς σου, καὶ εἶπε· μὴ
γνώτω τοῦτο Ἰωνάθαν, μὴ οὐ
βούληται· ἀλλὰ ζῇ Κύριος
καὶ ζῇ ψυχή σου, ὅτι, καθὼς
εἶπον, ἐμπέπλησται ἀνὰ μέσον
ἐμοῦ καὶ τοῦ θανάτου.
|
3
Ὁ Δαυὶδ ἀπήντησεν εἰς τὸν
Ἰωνάθαν καὶ εἶπε· <γνωρίζει
πολὺ καλὰ ὁ πατήρ σου ὅτι ἔχω
τὴν συμπάθειάν σου. Δὲν ἀποκλείεται
νὰ πῇ· Ἂς μὴ μάθῃ
αὐτὸ ὁ Ἰωνάθαν, διότι
δὲν θὰ ἐγκρίνῃ τὴν πρᾶξιν
μου. Σοῦ ὁρκίζομαι λοιπὸν εἰς
τὸν Κύριον καὶ εἰς τὴν ζωήν
σου, ὅτι ὅπως σοῦ εἶπα πιστεύω
ὅτι ἔφθασε πλέον ὁ καιρὸς τοῦ
θανάτου μου>. |
3
Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Δαβὶδ εἰς τὸν
Ἰωνάθαν καὶ τοῦ εἶπε: <Τὸ
γνωρίζει καλὰ ὁ πατέρας σου ὅτι ἔχεις
συμπάθειαν πρὸς ἐμὲ καὶ δι' αὐτὸ
θὰ ἐσκέφθη: <Ἂς μὴ γνωρίζῃ
ὁ Ἰωνάθαν αὐτό, ποὺ σχεδιάζω
ἐναντίον τοῦ Δαβίδ, μήπως καὶ δὲν
τὸ θέλει>. Ὁρκίζομαι εἰς τὸν Κύριον,
ποὺ ζῇ καὶ βλέπει τὰ πάντα, καὶ
εἰς τὴν ζωήν σου καὶ σὲ βεβαιώνω ὅτι
δέν μὲ χωρίζει πλέον τίποτε ἀπὸ τὸν
θάνατον, ὅπως ἀκριβῶς σοῦ τὸ
λέγω>. |
4
Καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν πρὸς Δαυΐδ·
τί ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου καὶ
τί ποιήσω σοι; |
4
Ὁ Ἰωνάθαν ἠρώτησε τὸν
Δαυίδ· <τί λοιπὸν ἐπιθυμεῖ
ἡ ψυχή σου; Τί θέλεις νὰ κάμω
ἐγὼ διά σέ;>
|
4
Καὶ εἶπεν ὁ Ἰωνάθαν εἰς
τὸν Δαβίδ: <Τί ἐπιθυμεῖ λοιπὸν
ἡ ψυχή σου καὶ τὶ θέλεις νὰ κάνω
πρὸς χάριν σου;> |
5
Καὶ εἶπε Δαυῒδ πρὸς Ἰωνάθαν·
ἰδοὺ δὴ νεομηνία αὔριον, καὶ
ἐγὼ καθίσας οὐ καθήσομαι φαγεῖν,
καὶ ἐξαποστελεῖς με, καὶ κρυβήσομαι
ἐν τῷ πεδίῳ ἕως δείλης.
|
5
Ὁ Δαυὶδ ἀπήντησε πρὸς τὸν
Ἰωνάθαν· <ἰδού, αὔριον
εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς πρώτης
τοῦ νέου μηνός. Ἐγὼ δὲν
πρόκειται νὰ παρακαθήσω ὅπως συνήθως
εἰς τὴν τράπεζαν καὶ νὰ συμφάγω
μὲ τὸν πατέρα σου. Ἄφησέ με
νὰ φύγω καὶ νὰ κρυφθῶ εἰς
τὴν πεδιάδα ἕως τὸ ἀπόγευμα.
|
5
Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Δαβὶδ εἰς τὸν
Ἰωναθαν: <Ὅπως ξέρεις, αὔριον εἶναι
ἡ ἑορτὴ τῆς πρώτης ἡμέρας τοῦ
νέου μηνός. Ἐγὼ λοιπὸν δὲν θὰ
παρακαθήσω, ὅπως ἄλλοτε, διὰ νὰ φάγω
μὲ τὸν Σαούλ. Νὰ μὲ στείλῃς
κάπου καὶ θὰ εὕρω τὴν εὐκαιρίαν
νὰ κρυβῶ εἰς τοὺς ἀγροὺς
μέχρι τὸ δειλινόν. |
6
Καὶ ἐὰν ἐπισκεπτόμενος ἐπισκέψηταί
με ὁ πατήρ σου, καὶ ἐρεῖς·
παραιτούμενος παρῃτήσατο ἀπ' ἐμοῦ
Δαυῒδ δραμεῖν ἕως εἰς Βηθλεὲμ
τὴν πόλιν αὐτοῦ, ὅτι θυσία
τῶν ἡμερῶν ἐκεῖ ὅλη τῇ
φυλῇ. |
6
Ἐὰν δὲ ὁ πατήρ σου παρατηρήσῃ
τὴν ἀπουσίαν μου καὶ σὲ ἐρωτήσῃ
δι' ἐμέ, νὰ τοῦ ἀπαντήσῃς·
Ὁ Δαυίδ μοῦ ἐζήτησεν ἄδειαν
νὰ μεταβῇ ἕως τὴν πατρίδα του
τὴν Βηθλεέμ, διότι ἐκεῖ πρόκειται
νὰ ποοσφερθῇ ἡ ἐτησία θυσία
δι' ὅλην τὴν οἰκογένειάν του.
|
6
Καὶ ἐὰν προσέξῃ καὶ ἀντιληφθῇ
ὁ πατέρας σου τὴν ἀπουσίαν μου, νὰ
τοῦ εἰπῇς: <Μὲ παρεκάλεσεν ἐπιμόνως
ὁ Δαβὶδ νὰ τοῦ ἐπιτρέψω νὰ
ὑπάγῃ βιαστικὰ εἰς τὴν Βηθλεέμ,
τὴν πόλιν του, διότι τώρα εἶναι ὁ καιρός,
ποὺ προσφέρεται ἀπὸ ὅλην τὴν
φυλήν του ἡ καθωρισμένη θυσία τοῦ ἔτους
πρὸς τὸν Θεόν>. |
7
Ἐὰν τάδε εἴπῃ ἀγαθῶς,
εἰρήνη τῷ δούλῳ σου· καὶ
ἐὰν σκληρῶς ἀποκριθῇ σοι, γνῶθι
ὅτι συντετέλεσται ἡ κακία παρ' αὐτοῦ.
|
7
Ἐάν σοῦ ἀπαντήση· Πολὺ
καλὰ ἡ εἰρήνη ἂς εἶναι
μὲ τὸν δοῦλον σου, τότε καλὰ
θὰ εἶναι δι' ἐμὲ τὰ πράγματα.
Ἐὰν ὅμως σοῦ ἀπαντήσῃ
μὲ θυμὸν καὶ σκληρότητα, γνώριζε
ὅτι ἡ κακία του ἔχει φθάσει
πλέον εἰς τὸ ἀποκορύφωμά
της. |
7
Ἐὰν ἀπαντήσῃ· <καλὰ ἔκανες
ποὺ τὸν ἄφησες>, τότε ἐγώ, ὁ
δοῦλος σου, θὰ εἶμαι εἰρηνικὸς
καὶ ἀσφαλής. Δὲν θὰ πάθω κακόν. Ἐὰν
ὅμως σοῦ ἀποκριθῇ μὲ σκληρότητα,
νὰ ξέρῃς ὅτι ἔχει φθάσει εἰς
τὸ ἀποκορύφωμά της ἡ κακία του ἐναντίον
μου. |
8
Καὶ ποιήσεις ἔλεος μετὰ τοῦ
δούλου σου, ὅτι εἰσήγαγες εἰς
διαθήκην Κυρίου τὸν δοῦλόν σου
μετὰ σεαυτοῦ· καὶ εἰ ἔστιν
ἀδικία ἐν τῷ δούλῳ σου,
θανάτωσόν με σύ, καὶ ἕως τοῦ
πατρός σου ἱνατὶ οὕτως εἰσάγεις
με; |
8
Δεῖξε τότε σὺ καλωσύνην πρὸς
ἐμέ, τὸν δοῦλον σου. Ἄλλωστε
σὺ εἶχες τὴν πρωτοβουλίαν νὰ
συνάψῃς ἔνορκον δεσμὸν φιλίας
μὲ ἐμὲ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ἐὰν βλέπῃς ὅτι ἐγὼ
ὁ δοῦλος σου διέπραξα μίαν ἀδικίαν,
θανάτωσέ με σύ. Διατὶ νὰ μὲ
ὁδηγήσῃς πρὸς τὸν πατέρα
σου, ὥστε νὰ μὲ φονεύση ἐκεῖνος;>
|
8
Λυπήσου με λοιπόν, τὸν δοῦλον σου, μὲ τὸν
ὁποῖον μάλιστα ἔχεις συνάψει καὶ συμφωνίαν
φιλίας ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου καὶ τὸν
ἐδέχθης κοντά σου. Καὶ ἐὰν βλέπῃς
ὅτι ἔχω κάνει ἐγώ, ὁ δοῦλος
σου, κάποιαν ἀδικίαν, σκότωσέ με σὺ
ὁ ἴδιος. Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ
μὲ ὁδηγήσῃς εἰς τὸν πατέρα
σου>. |
9
Καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν· μηδαμῶς
σοι, ὅτι ἐὰν γινώσκων γνῶ ὅτι
συντετέλεσται ἡ κακία παρὰ τοῦ
πατρός μου τοῦ ἐλθεῖν ἐπὶ
σέ, καὶ ἐὰν μὴ ᾖ εἰς
τὰς πόλεις σου, ἐγὼ ἀπαγγελῶ
σοι. |
9
Ὁ Ἰωνάθαν εἶπε· <κατ' οὐδένα
λόγον καὶ τρόπον δὲν θὰ γίνῃ
αὐτό. Διότι ἐγὼ ἐὰν
ἀντιληφθῶ, ὅτι ἡ κακία τοῦ
πατρός μου ἔχει φθάσει εἰς τὸ
ἀπροχώρητον ἐναντίον σου καὶ
ἔχει τὴν ἀπόφασιν νὰ σὲ
φονεύσῃ, καὶ ἂν ἀκόμη
δὲν ἔχῃ φθάσει ἡ πληροφορία
αὐτὴ εἰς οἰανδήποτε πόλιν,
εἰς τὴν ὁποίαν σὺ θὰ εἶσαι,
ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ σοῦ ἀναγγείλω
αὐτό>. |
9
Καὶ εἶπεν ὁ Ἰωνάθαν: <Ὄχι,
ποτὲ δὲν θὰ γίνῃ κάτι τέτοιο! Σὲ
βεβαιώνω ὅτι, ἐὰν ἀντιληφθῶ
ὅτι ἔχει κορυφωθῇ ἡ κακία τοῦ
πατέρα μου καὶ ἔχει ἀποφασίσει τελικῶς
νὰ σὲ σκοτώσῃ, θὰ σὲ εἰδοποιήσω
ἐγώ, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν
εἶσαι εἰς τὰς πόλεις, ὅπου πηγαίνεις
συνήθως. Θὰ σὲ εὕρω, ὅπου καὶ
ἂν εἶσαι, καὶ θὰ σὲ ἐνημερώσω
ἐγκαίρως>. |
10
Καὶ εἶπε Δαυῒδ πρὸς Ἰωνάθαν·
τίς ἀπαγγείλῃ μοι, ἐὰν
ἀποκριθῇ ὁ πατήρ σου σκληρῶς;
|
10
Ὁ Δαυὶδ ἠρώτησε τότε τὸν
Ἰωνάθαν· <ποιὸς θὰ μὲ
εἰδοποιήσῃ, ἐὰν ὁ πατέρας
σου ἀποκριθῇ κατὰ ἕνα σκληρὸν
τρόπον πρὸς σέ;> |
10
Εἶπε πάλιν ὁ Δαβὶδ εἰς τὸν Ἰωνάθαν:
<Ποιὸς θὰ μὲ εἰδοποιήσῃ,
ἐὰν σοῦ ἀπαντήσῃ μὲ σκληρότητα
ὁ πατέρας σου;> |
11
Καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν πρὸς Δαυΐδ·
πορεύου καὶ μένε εἰς ἀγρόν.
Καὶ ἐκπορεύονται ἀμφότεροι εἰς
ἀγρόν. |
11
Ὁ Ἰωνάθαν εἶπεν εἰς τὸν
Δαυίδ· <πήγαινε καὶ μεῖνε
εἰς τὸν ἀγρόν>. Ἀνεχώρησαν
δὲ καὶ οἱ δύο διὰ τὸν
ἀγρὸν ἐκεῖνον.
|
11
Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἰωνάθαν εἰς τὸν
Δαβίδ: <Πήγαινε καὶ κρύψου εἰς ἕνα χωράφι>.
Ἐβγῆκαν λοιπὸν καὶ οἱ δύο
καὶ ἦλθαν εἰς τὸ ὕπαιθρον, εἰς
κάποιο χωράφι. |
12
Καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν πρὸς Δαυΐδ·
Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ οἶδεν,
ὅτι ἀνακρινῶ τὸν πατέρα μου
ὡς ἂν ὁ καιρὸς τρισσῶς, καὶ
ἰδοὺ ἀγαθὸν ᾖ περὶ Δαυΐδ,
καὶ οὐ μὴ ἀποστείλω πρός
σε εἰς ἀγρόν·
|
12
Εἶπε δὲ ὁ Ἰωνάθαν εἰς
τὸν Δαυίδ· <Κύριος ὁ Θεὸς
τοῦ Ἰσραὴλ γνωρίζει, ὅτι ἐγὼ
θὰ ξεψαχνίσω τὸν πατέρα μου εἰς
τὸν κατάλληλον καιρὸν μεθαύριον. Ἐὰν
ἔχῃ ἀγαθὰς διαθέσεις διὰ
σὲ τὸν Δαυίδ, δὲν θὰ ἀποστείλω
ἄνθρωπον πρὸς σὲ νὰ σὲ εἰδοποιήσῃ
εἰς τὸν ἀγρόν. |
12
Εἶπε δὲ ἐκεῖ ὁ Ἰωνάθαν
πρὸς τὸν Δαβίδ: <Σοῦ ὁμιλῶ
ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ Ἰσραήλ, ποὺ
γνωρίζει τὰ πάντα. Τὴν τρίτην ἀπὸ
τὴν ὥραν αὐτὴν ἡμέραν, εἰς
κατάλληλον εὐκαιρίαν, θὰ ἐρωτήσω μὲ
τρόπον τὸν πατέρα μου διὰ σὲ καί,
ἐὰν ἡ ἀπάντησις εἶναι εὐνοϊκὴ
ὑπὲρ τοῦ Δαβίδ, δὲν πρόκειται νὰ
σοῦ στείλω ἄνθρωπον εἰς τὸ χωράφι
αὐτό, διὰ νὰ σὲ ἐνημερώσῃ.
|
13
τάδε ποιήσαι ὁ Θεὸς τῷ Ἰωνάθαν
καὶ τάδε προσθείη, ὅτι ἀνοίσω
τὰ κακὰ ἐπὶ σὲ καὶ ἀποκαλύψω
τὸ ὠτίον σου καὶ ἐξαποστελῶ
σε καὶ ἀπελεύσῃ εἰρήνην·
καὶ ἔσται Κύριος μετὰ σοῦ, καθὼς
ἦν μετὰ τοῦ πατρός μου.
|
13
Ἂλλως, ἐγὼ θὰ σοῦ ἀποκαλύψω
ὅσα κακὰ ἀπειλεῖ ἐναντίον
σου ὁ πατήρ μου, καὶ θὰ προσπαθήσω
νὰ σὲ φυγαδεύσω, καὶ σὺ θὰ
ἀπέλθῃς ἐν εἰρήνη. Ὁ
Θεὸς νὰ μὲ τιμωρήσῃ μὲ
κάθε τιμωρίαν, ἂν δὲν ἐνεργήσω
ἔτσι. Ὁ Κύριος θὰ εἶναι μαζῆ
σου, ὅπως ἦτο καὶ μὲ τὸν πατέρα
μου προηγουμένως. |
13
Ἂς ρίξῃ δὲ ἐπάνω εἰς ἐμέ,
τὸν Ἰωνάθαν, ὁ Θεὸς αὐτὰ
καὶ ἐκεῖνα τὰ δεινὰ καὶ
ἂς προσθέσῃ καὶ ἄλλα περισσότερα,
ἐὰν ἀφήσω νὰ ἔλθουν ἐπάνω
σου αἱ συμφοραὶ καὶ δὲν σοῦ
τὸ φανερώσω ἐμπιστευτικὰ καὶ δὲν
σὲ βοηθήσω νὰ φύγῃς μὲ ἀσφάλειαν,
διὰ νὰ σωθῇς. Καὶ εἶμαι βέβαιος
ὅτι θὰ φύγῃς ἀσφαλὴς καὶ
ἤρεμος. Καὶ θὰ εἶναι ὁ Κύριος
μαζί σου, ὅπως ἦτο προηγουμένως μαζὶ μὲ
τὸν πατέρα μου. |
14
Καὶ ἐὰν μὲν ἔτι μου ζῶντος
καὶ ποιήσεις ἔλεος μετ' ἐμοῦ,
καὶ ἐὰν θανάτῳ ἀποθάνω,
|
14
Ὅταν ὅμως σὺ γίνῃς βασιλεὺς
καὶ ζῶ ἀκόμη ἐγώ, θὰ
δείξῃς καλωσύνην πρὸς ἐμέ.
Ἐὰν ὅμως ἔχω ἀποθάνει,
|
14
Καὶ ἐὰν ζῶ, τότε ποὺ θὰ
ὑψωθῇς μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Κυρίου,
νὰ λυπηθῇς καὶ ἐμὲ καὶ
νὰ φανῇς εὐσπλαγχνικὸς ἀπέναντί
μου. Ἐὰν ὅμως πεθάνω ἕως τότε,
|
15
οὐκ ἐξαρεῖς ἔλεός σου ἀπὸ
τοῦ οἴκου μου ἕως τοῦ αἰῶνος·
καὶ εἰ μή, ἐν τῷ ἐξαίρειν
Κύριον τοὺς ἐχθροὺς Δαυῒδ ἕκαστον
ἀπὸ τοῦ προσώπου τῆς γῆς
εὑρεθῆναι τὸ ὄνομα τοῦ Ἰωνάθαν
ἀπὸ τοῦ οἴκου Δαυΐδ, καὶ ἐκζητῆσαι
Κύριος ἐχθροὺς τοῦ Δαυΐδ.
|
15
σοῦ ζητῶ νὰ μὴ στερήσῃς
ποτὲ τοὺς ἀπογόνους μου ἀπὸ
τὴν καλωσύνην σου, ἀκόμη καὶ
ὅταν ὁ Κύριος ἀπομακρύνῃ
τὸν ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου ὅλους
τοὺς ἐχθροὺς ἀπὸ σένα
τὸν Δαυὶδ καὶ τοὺς ἐξαλείψῃ
ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς.
Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰωνάθαν πρέπει
διὰ τῶν ἀπογόνων του νὰ ἐπιζήσῃ
χάρις εἰς τὴν προστασίαν τοῦ
οἴκου Δαυίδ. Εἴθε ὁ Κύριος νὰ
ἀναζητήσῃ καὶ νὰ τιμωρήσῃ
τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Δαυίδ>.
|
15
θέλω νὰ μὴ παύσῃς νὰ ἐκδηλώνῃς
τὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπήν σου
πρὸς τὴν οἰκογένειάν μου αἰωνίως.
Νὰ δείξῃς συμπάθειαν καὶ τότε ἀκόμη
ποὺ θὰ ἐξαλείφῃ ἀπὸ προσώπου
τῆς γῆς ὁ Κύριος καθένα ἀπὸ
τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Δαβίδ. Παρακαλῶ
νὰ τιμηθῇ τότε καὶ νὰ προστατευθῇ
τὸ ὄνομα τοῦ Ἰωνάθαν ἀπὸ
τὴν οἰκογένειαν τοῦ Δαβίδ. Εὔχομαι
δὲ νὰ εὑρεθοῦν καὶ νὰ
τιμωρηθοῦν ὅλοι οἱ ἐχθροι τοῦ
Δαβίδ>. |
17
Καὶ προσέθετο ἔτι Ἰωνάθαν ὀμόσαι
τῷ Δαυΐδ, ὅτι ἠγάπησε ψυχὴν
ἀγαπῶντος αὐτόν.
|
17
Ὁ Ἰωνάθαν ὡρκίσθη πρὸς
τὸν Δαυὶδ καὶ πάλιν ὅτι τὸν
ἀγαπᾷ, ὅπως ἀγαπᾷ τὸν
ἑαυτόν του. |
17
Ἐβεβαίωσε δὲ καὶ πάλιν μὲ ὅρκον
ὁ Ἰωνάθαν τὸν Δαβὶδ ὅτι
τὸν ἀγαπᾷ, ὅπως ἀγαπᾷ
τὸν ἑαυτόν του. |
18
Καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν· αὔριον
νεομηνία, καὶ ἐπισκεπήσῃ, ὅτι
ἐπισκεπήσεται καθέδρα σου.
|
18
Προσέθεσε δὲ ἀκόμη ὁ Ἰωνάθαν·
<αὔριον εἶναι ἑορτὴ ἐπὶ
τῇ πρώτῃ τοῦ νέου μηνός.
Ὁ πατήρ μου θὰ προσέξῃ τὴν
κενὴν ἰδικήν σου θέσιν.
|
18
Καὶ εἶπεν ὁ Ἰωνάθαν: <Αὔριον
εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς πρώτης ἡμέρας
τοῦ νέου μηνός. Θὰ γίνῃ αἰσθητὴ
ἡ ἀπουσία σου, διότι θὰ προσέξῃ ὁ
βασιλεὺς ὁτι εἶναι κενὴ ἡ θέσις
σου εἰς τὸ τραπέζι. |
19
Καὶ τρισσεύσεις καὶ ἐπισκέψῃ
καὶ ἥξεις εἰς τὸν τόπον σου,
οὗ κρυβῇς ἐν τῇ ἡμέρᾳ
τῇ ἐργασίμῃ, καὶ καθήσῃ
παρὰ τὸ ἐργὰβ ἐκεῖνο.
|
19
Σὺ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας θὰ
ἀπουσιάσῃς. Θὰ ἐπανέλθῃς
εἰς τὸν τόπον σου, ὅπου θὰ κρυφθῇς
κατὰ τὴν ἡμέραν τὴν ἐργάσιμον.
Θὰ καθίσῃς πλησίον εἰς τὸ
γνωστόν μας ἐκεῖνο κοίλωμα.
|
19
Θὰ ἀπουσιάζῃς ἐπὶ τρεῖς
ἡμέρας. Θὰ προσέξῃς λοιπὸν καὶ
θὰ φθάσῃς εἰς τὸν τόπον σου, ὅπου
θὰ κρυβῇς κατὰ τὸν καιρὸν τῆς
ἐργασίας, διὰ νὰ μὴ σὲ ἴδη
κανείς. Θὰ μείνῃς δὲ εἰς τὸ
βαθούλωμα ἐκεῖνο τοῦ δρόμου, ποὺ τὸ
εἴδαμε ὅταν ἐπήγαμε ἐκεῖ μαζί.
|
20
Καὶ ἐγὼ τρισσεύσω ταῖς σχίζαις
ἀκοντίζων, ἐκπέμπων εἰς τὴν
ἀματταρί. |
20
Ἐγὼ δὲ τὴν τρίτην ἡμέραν
θὰ κάμω σκοποβολὴν καὶ θὰ ρίψω
βέλη εἰς ἕνα στόχον.
|
20
Καὶ θὰ ρίξω ἐγὼ τρία βέλη, σὰν
νὰ ἀσκοῦμαι εἰς τὴν σκοποβολὴν
καὶ νὰ σημαδεύω ἕνα στόχον.
|
21
Καὶ ἰδοὺ ἀποστέλλω τὸ
παίδαριον λέγων· δεῦρο εὑρέ
μοι τὴν σχίζαν·
|
21
Κατόπιν θὰ στείλω τὸν νεαρὸν
δοῦλον μου λέγων πρὸς αὐτόν·
Ἔλα, πήγαινε νὰ βρῇς τὸ βέλος
μου. |
21
Καὶ θὰ στέλλω τὸν νεαρὸν δοῦλον
μου καὶ θὰ τοῦ λέγω: <Ἔλα πήγαινε
νὰ βρῇς καὶ να μοῦ φέρῃς τὸ
βέλος>. |
22
ἐὰν εἴπω λέγων τῷ παιδαρίῳ·
ὧδε ἡ σχίζα ἀπὸ σοῦ καὶ
ὧδε, λάβε αὐτήν, παραγίνου,
ὅτι εἰρήνη σοι, καὶ οὐκ ἔστι
λόγος, ζῇ Κύριος· ἐὰν τάδε
εἴπω τῷ νεανίσκῳ· ὧδε ἡ
σχίζα ἀπὸ σοῦ καὶ ἐπέκεινα,
πορεύου ὅτι ἐξαπέσταλκέ σε Κύριος.
|
22
Ἐὰν εἴπω εἰς τὸν νεαρὸν
δοῦλον, τὸ βέλος εἶναι ἐδῶ,
δηλαδὴ ἀνάμεσα ἀπὸ ἐμὲ
καὶ ἀπό σέ, πάρε σὺ ὁ
ἴδιος τὸ βέλος καὶ ἔλα, διότι
τὰ πράγματα εἶναι εἰρηνικά,
καὶ δὲν ὑπάρχει κανένας κίνδυνος
διά σέ. Ὁρκίζομαι ὅτι ἔτσι
θὰ ἐνεργήσω. Ἐὰν ὅμως
εἴπω εἰς τὸν νεαρὸν δοῦλον μου·
Τὸ βέλος εἶναι ἐκεῖ, πέραν
ἀπὸ τὴν θέσιν, ποὺ σὺ
εὐρίσκεσαι, φύγε διότι ὁ Θεὸς
σὲ διατάσσει νὰ ἀναχωρήσῃς.
|
22
Ἐὰν λοιπὸν ἀκούσῃς να εἰπῶ
εἰς τὸν νεαρὸν δοῦλον· <τὸ
βέλος εἶναι ἐδῶ, εἰς τὸν χῶρον
ποὺ μεσολαβεῖ ἀπὸ σὲ πρὸς
ἐμέ, πήγαινε να τὸ πάρῃς>, νὰ βγῇς
ἀπὸ τὴν κρύπτην σου καὶ να ἔλθῃς,
διότι τὰ πράγματα θὰ εἶναι εἰρηνικὰ
διὰ σέ. Δὲν θὰ ὑπάρχῃ λόγος
νὰ φοβᾶσαι καὶ νὰ κρύβεσαι. Ὁρκίζομαι
εἰς τὸν Κύριον ὅτι θὰ γίνουν ἔτσι,
ὅπως σου τὰ λέγω. Ἐὰν ὅμως ἀκούσῃς
να φωνάζω εἰς τὸν νεαρὸν ὑπηρέτην·
<τὸ βέλος εὑρίσκεται ἐκεῖ, ἀπὸ
σένα καὶ πέρα>, φρόντισε νὰ φύγῃς, διότι
ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διατάζει νὰ ἀπομακρυνθῇς,
διὰ νὰ γλυτώσῃς
|
23
Καὶ τὸ ρῆμα ὃ ἐλαλήσαμεν
ἐγὼ καὶ σύ, ἰδοὺ Κύριος
μάρτυς ἀνὰ μέσον ἐμοῦ
καὶ σοῦ ἕως αἰῶνος.
|
23
Διὰ τὰ λόγια αὐτά, τὰ
ὁποῖα ἀντηλλάξαμεν σὺ καὶ
ἐγώ, ἰδού, θὰ εἶναι μάρτυς
παντοτεινὸς μεταξύ μας ὁ Κύριος καὶ
Θεός μας>. |
23
Ὡς πρὸς δὲ τὰ λόγια, ποὺ εἴπαμε
ἐγὼ καὶ σύ, εἶναι μάρτυς αἰώνιος
μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ ὁ
Κύριος, ὅτι θὰ τηρηθοῦν>.
|
24
Καὶ κρύπτεται Δαυῒδ ἐν ἀγρῷ,
καὶ παραγίνεται ὁ μήν, καὶ ἔρχεται
ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τὴν τράπεζαν
τοῦ φαγεῖν. |
24
Ὁ Δαυὶδ ἐκρύφθη πράγματι εἰς
τὸν ἀγρόν. Ἔφθασεν ἡ πρώτη
τοῦ μηνός. Ὁ βασιλεὺς Σαοὺλ
ἦλθεν εἰς τὴν τράπεζαν, διὰ
νὰ φάγῃ. |
24
Ἐκρύβη λοιπὸν ὁ Δαβὶδ εἰς τὸ
χωράφι καὶ ἔφθασεν ἡ πρώτη ἡμέρα τοῦ
νέου μηνὸς καὶ ἦλθεν ὁ βασιλεὺς
εἰς τὸ τραπέζι, διὰ νὰ φάγῃ
κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς πρωτομηνιᾶς.
|
25
Καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τὴν καθέδραν
αὐτοῦ ὡς ἅπαξ καὶ ἅπαξ,
ἐπὶ τῆς καθέδρας παρὰ τοῖχον,
καὶ προέφθασε τὸν Ἰωνάθαν, καὶ
ἐκάθισεν Ἀβεννὴρ ἐκ πλαγίων
Σαούλ, καὶ ἐπεσκέπη ὁ τόπος
Δαυΐδ. |
25
Ἐκάθισεν εἰς τὴν ὡρισμένην
καθέδραν του, ὅπως καὶ προηγουμένως,
εἰς τὴν καθέδραν πλησίον τοῦ
τοίχου. Ὁ Ἰωνάθαν ἐκάθισεν
ἀπέναντί του. Παραπλεύρως καὶ
ἐκ πλαγίων τοῦ Σαοὺλ ἐκάθισεν
ὁ Ἀβεννήρ, ὁ στρατηγός. Ἔγινε
δὲ αἰσθητὸν τὸ γεγονὸς ὅτι
ἦτο κενὴ ἡ θέσις τοῦ Δαυίδ.
|
25
Καὶ ἐκάθισεν εἰς τὴν ἐπίσημον
θέσιν του, ὅπως κάθε φοράν, εἰς τὴν ξεχωριστὴν
θέσιν, ποὺ ἦτο κοντὰ εἰς τὸν
τοῖχον τοῦ δωματίου. Ἐκάθισε δὲ πρὶν
ἀπὸ τὸν Ἰωνάθαν. Ὁ δὲ
Ἀβεννὴρ ἐκάθισε δίπλα εἰς τὸν
Σαούλ. Καὶ ἔγινε ἀμέσως ἀντιληπτὸν
ὅτι ἦτο κενὴ ἡ θέσις τοῦ Δαβίδ.
|
26
Καὶ οὐκ ἐλάλησε Σαοὺλ ἐν
τῇ ἡμέρα ἐκείνῃ, ὅτι
εἴρηκε· σύμπτωμα φαίνεται μὴ
καθαρὸς εἶναι. Ὅτι οὐ κεκαθάρισται.
|
26
Ὁ Σαοὺλ δὲν εἶπε τίποτε κατὰ
τὴν ἡμέραν ἐκείνην, διότι
ἐσκέφθη καθ' ἑαυτόν, ὅτι ἴσως
ὁ Δαυὶδ νὰ μὴ ἦτο νομικῶς
καθαρὸς καὶ δὲν τοῦ εἶχε δοθῇ
ἡ εὐκαιρία νὰ κάμῃ τὸν
νομικὸν καθαρισμόν. |
26
Δὲν εἶπεν ὅμως ὁ Σαοὺλ κατὰ
τὴν ἡμέραν ἐκείνην τίποτε, διότι ἐσκέφθη
ὅτι πιθανὸν να τοῦ συνέβη κάτι καὶ
νὰ μὴ ἦτο καθαρὸς ἔναντι τοῦ
Νόμου καὶ δὲν ἐπρόλαβε νὰ καθαρισθῇ,
διὰ νὰ ἠμπορῇ νὰ παρακαθήσῃ
εἰς τὸ τραπέζι. |
27
Καὶ ἐγενήθη τῇ ἐπαύριον
τοῦ μηνὸς τῇ ἡμέρα τῇ
δευτέρᾳ καὶ ἐπεσκέπη ὁ
τόπος τοῦ Δαυΐδ, καὶ εἶπε Σαοὺλ
πρὸς Ἰωνάθαν τὸν υἱὸν
αὐτοῦ· τί ὅτι οὐ παραγέγονεν
ὁ υἱὸς Ἰεσσαὶ καὶ ἐχθὲς
καὶ σήμερον ἐπὶ τὴν τράπεζαν;
|
27
Τὴν ἑπομένην ἡμέραν, δευτέραν
τοῦ μηνός, ἔκαμεν ἐντύπωσιν
πάλιν ὅτι ἡ θέσις τοῦ Δαυὶδ
ἦτο κενή. Ὁ Σαουλ ἠρώτησε τὸν
Ἰωνάθαν, τὸν υἱόν του·
<διατὶ τὸ παιδὶ τοῦ Ἰεσσαὶ
δὲν ἦλθε χθὲς καὶ σήμερον εἰς
τὴν τράπεζάν μας;>
|
27
Καὶ τὴν ἑπομένην ὅμως ἡμέραν,
τὴν δευτέραν δηλαδὴ τοῦ νέου μηνός, καὶ
πάλιν ἡ θέσις τοῦ Δαβὶδ ἔμενε κενή.
Τὸ ἐπρόσεξε λοιπὸν διὰ δευτέραν φορὰν
ὁ Σαοὺλ καὶ εἶπεν εἰς τὸν
υἱόν του, τὸν Ἰωνάθαν: <Τί
συμβαίνει καὶ δὲν ἦλθεν εἰς τὸ
τραπέζι χθὲς καὶ σήμερα ὁ υἱὸς
τοῦ Ἰεσσαί;> |
28
Καὶ ἀπεκρίθη Ἰωνάθαν τῷ
Σαοὺλ καὶ εἶπεν αὐτῷ· παρῄτηται
παρ' ἐμοῦ Δαυῒδ ἕως εἰς Βηθλεὲμ
τὴν πόλιν αὐτοῦ πορευθῆναι.
|
28
Ὁ Ἰωνάθαν ἀπεκρίθη καὶ
εἶπεν εἰς τὸν Σαούλ· <ὁ
Δαυὶδ ἐζήτησεν ἀπὸ
ἐμὲ ἄδειαν νὰ μεταβῇ
ἕως εἰς τὴν Βηθλεέμ, τὴν πατρίδα
του.
|
28
Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Ἰωνάθαν εἰς
τὸν Σαοὺλ καὶ εἶπε: <Ἐζήτησε
τὴν ἄδειάν μου ὁ Δαβίδ, διὰ
νὰ ὑπάγῃ μέχρι τὴν πατρίδα του, τὴν
Βηθλεέμ. |
29
Καὶ εἶπεν· ἐξαπόστειλον
δή με ὅτι θυσία τῆς φυλῆς ἡμῖν
ἐν τῇ πόλει, καὶ ἐνετείλαντο
πρός με οἱ ἀδελφοί μου, καὶ
νῦν εἰ εὕρηκα χάριν ἐν
ὀφθαλμοῖς σου, διαβήσομαι δὴ
καὶ ὄψομαι τοὺς ἀδελφούς
μου· διὰ τοῦτο οὐ παραγέγονεν
ἐπὶ τῇ τράπεζαν τοῦ βασιλέως.
|
29
Μοῦ εἶπε δηλαδή· Ἀφησέ
με, σὲ παρακαλῶ, διότι ἡ οἰκογένειά
μου θὰ
τελέσῃ θυσίαν
εἰς τὴν πόλιν Βηθλεὲμ καὶ οἱ
ἀδελφοί μου
μοῦ παρήγγειλαν νὰ μεταβῶ καὶ
ἐγὼ ἐκεῖ. Ἐὰν λοιπὸν
ἔχω κάποιαν χάριν ἐνώπιόν
σου, δὸς μου τὴν ἄδειαν νὰ μεταβῶ
καὶ νὰ ἰδῶ τοὺς ἀδελφούς
μου. Δι' αὐτὸ δὲν ἦλθεν εἰς
τὴν τράπεζαν τοῦ βασιλέως ὁ
Δαυίδ>.
|
29
<Ἄφησέ με νὰ φύγω>, μοῦ εἶπε,
<διότι ἡ οἰκογένειά μου προσφέρει εἰς
τὴν πόλιν μας τὰς ἡμέρας αὐτὰς
τὴν καθωρισμένην θυσίαν καὶ μὲ εἰδοποίησαν
οἱ ἀδελφοί μου. Ἐὰν λοιπὸν μὲ
ἀγαπᾷς, δός μου τὴν ἄδειαν νὰ
ὑπάγω καὶ νὰ ἰδῶ τοὺς
ἀδελφούς μου>. Αὐτὸς εἶναι ὁ
λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον δὲν ἦλθεν
εἰς τὸ τραπέζι τοῦ βασιλεώς>.
|
30
Καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Σαοὺλ
ἐπὶ Ἰωνάθαν σφόδρα καὶ
εἶπεν αὐτῷ· υἱὲ κορασίων
αὐτομολούντων, οὐ γὰρ οἶδα ὅτι
μέτοχος εἶ σὺ τῷ υἱῷ Ἰεσσαὶ
εἰς αἰσχύνην σου καὶ εἰς αἰσχύνην
ἀποκαλύψεως μητρός σου;
|
30
Ὁ Σαοὺλ κατελήφθη
ἀπὸ ἰσχυρὸν θυμὸν ἐναντίον
τοῦ Ἰωνάθαν καὶ εἶπεν εἰς
αὐτόν· <νόθε υἱέ, τέκνον
διεφθαρμένων γυναικῶν, νομίζεις ὅτι
ἐγὼ δὲν γνωρίζω, πὼς εἶσαι
φίλος καὶ συνένοχος τοῦ υἱοῦ
τοῦ Ἰεσσαὶ πρὸς ἐντροπήν
σου καὶ πρὸς ἐντροπὴν τῆς μητρός,
ἡ ὁποία σὲ ἐγέννησε;
|
30
Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ
Σαούλ, ἐκυριεύθη ἀπὸ πολὺ μεγάλον
θυμὸν καὶ τοῦ εἶπε: <Ἄνανδρε,
υἱὲ διεφθαρμένων γυναικῶν! Νομίζεις ὅτι
δὲν ξέρω ὅτι εἶσαι φίλος τοῦ υἱοῦ
τοῦ Ἰεσσαὶ πρὸς ἐντροπήν σου
καὶ πρὸς ἐντροπὴν τῆς μητέρας
ποὺ σὲ ἐγέννησε; |
31
Ὅτι πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς
ὁ υἱὸς Ἰεσσαὶ ζῇ ἐπὶ
τῆς γῆς, οὐχ ἑτοιμασθήσεται
ἡ βασιλεία σου· νῦν οὖν ἀποστείλας
λάβε τὸν νεανίαν, ὅτι υἱὸς
θανάτου οὗτος. |
31
Διότι, ἐφ' ὅσον
ὁ υἱὸς τοῦ Ἰεσσαὶ ζῇ
ἐπὶ τῆς γῆς, δὲν πρόκειται
σὺ νὰ γίνῃς βασιλεύς. Λοιπὸν
στεῖλε ἀμέσως καὶ φέρε ἐδῶ
τὸν νεαρόν, διότι εἶναι ἄξιος
θανάτου καὶ
πρέπει νὰ θανατωθῇ>.
|
31
Μὴ ξεχνᾷς ὅτι, ὅσον καιρὸν ζῇ
εἰς τὴν γῆν ὁ υἱὸς τοῦ
Ἰεσσαί, δὲν πρόκειται νὰ ἰδῇς
βασιλείαν. Στεῖλε λοιπὸν τώρα ἀμέσως καὶ
φέρε ἐδῶ τὸν νεαρὸν αὐτόν, διότι
πρέπει νὰ πεθάνῃ>. |
32
Καὶ ἀπεκρίθη Ἰωνάθαν τῷ
Σαούλ· ἱνατί ἀποθνῄσκει;
Τί πεποίηκε; |
32
Ὁ Ἰωνάθαν ἀπήντησε πρὸς
τὸν Σαούλ· <διατὶ νὰ
θανατωθῇ; Τί κακὸν
ἔχει κάμει;>
|
32
<Διατὶ νὰ πεθάνῃ; Τί κακὸν
ἔκανε;>, ἀπεκρίθη ἀμέσως ὁ Ἰωνάθαν
εἰς τὸν Σαουλ. |
33
Καὶ ἐπῆρε Σαοὺλ τὸ δόρυ
ἐπὶ Ἰωνάθαν τοῦ θανατῶσαι
αὐτόν. Καὶ ἔγνω Ἰωνάθαν
ὅτι συντετέλεσται ἡ κακία αὕτη
παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ θανατῶσαι
τὸν Δαυΐδ, |
33
Ὁ Σαοὺλ τυφλωμένος ἀπὸ τὸν
θυμὸν ἐσήκωσε τὸ δόρυ ἐναντίον
τοῦ Ἰωνάθαν, διὰ νὰ τὸν
θανατώσῃ. Ὁ Ἰωνάθαν ἐπείσθη
ὅτι ἡ κακία αὐτὴ τοῦ πατρός
του ἔφθασεν εἰς τὸ ἀποκορύφωμά
της καὶ τὺν ὁδηγεῖ πλέον, ὥστε
νὰ θανατώσῃ τὸν Δαυίδ.
|
33
Εἰς τὸ ἄκουσμα τῶν λόγων αὐτῶν
ὕψωσεν ὁ Σαοὺλ τὸ δόρυ του ἐναντίον
τοῦ Ἰωνάθαν, διὰ νὰ τὸν
σκοτώσῃ. Κατόπιν αὐτοῦ κατάλαβε ὁ
Ἰωνάθαν ὅτι ἔχει κορυφωθῆ ἡ
κακία τοῦ πατέρα του καὶ ὅτι ἔκανε
τὸ πᾶν διὰ νὰ σκοτώσῃ τὸν
Δαβίδ. |
34
καὶ ἀνεπήδησεν Ἰωνάθαν ἀπὸ
τῆς τραπέζης ἐν ὀργῇ θυμοῦ
καὶ οὐκ ἔφαγεν ἐν τῇ δευτέρᾳ
τοῦ μηνὸς ἄρτον, ὅτι ἐθραύσθη
ἐπὶ τὸν Δαυΐδ, ὅτι συνετέλεσεν
ἐπ' αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ.
|
34
Ὁ Ἰωνάθαν γεμᾶτος καὶ ἐκεῖνος
θυμὸν ἀνεπήδησεν ἀπὸ τὴν
τράπεζαν, δὲν ἔφαγε κατὰ τὴν
δευτέραν ἡμέραν τοῦ μηνὸς ἐκ
τοῦ φαγητοῦ, διότι συνετρίβη ἡ
καρδία του ἀπὸ
τὸν πόνον διὰ τὸν Δαυίδ,
ὅταν εἶχε πλέον πεισθῇ, ὅτι
ὁ πατέρας του ἐπῆρεν ὁριστικὴν
καὶ ἀμετάκλητον ἀπόφασιν ἐναντίον
τοῦ Δαυίδ.
|
34
Ἐσηκώθη λοιπὸν ὁ Ἰωνάθαν
μὲ ἕνα πήδημα ἀπὸ τὸ τραπέζι
ὠργισμένος πολὺ καὶ δὲν ἔφαγεν
οὔτε ψωμὶ κατὰ τὴν δευτέραν ἐκείνην
ἡμέραν τοῦ νέου μηνός. Δὲν εἶχε διάθεσιν,
διότι ἐπόνεσε πολὺ ἡ καρδιὰ του διὰ
τὸν Δαβίδ, ἀφ’ ὅτου ἀντελήφθη ὅτι
ὁ πατέρας του ἦτο πλέον ἀποφασισμένος νὰ
τὸν σκοτώσῃ. |
35
Καὶ ἐγενήθη πρωῒ καὶ ἐξῆλθεν
Ἰωνάθαν εἰς ἀγρόν, καθὼς
ἐτάξατο εἰς τὸ μαρτύριον Δαυΐδ,
καὶ παιδάριον μικρὸν μετ' αὐτοῦ.
|
35
Τὴν πρωΐαν τῆς ἑπομένης ἡμέρας,
ἐξῆλθεν ὁ Ἰωνάθαν εἰς
τὸν ἀγρόν, ὅπως εἶχε συμφωνήσει
προηγουμένως μὲ τὸν Δαυίδ. Μαζῆ
του δὲ ἦτο καὶ ἔνας νεαρὸς δοῦλος.
|
35
Καὶ μόλις ἐξημέρωσε ἡ ἄλλη ἡμέρα,
ἐβγῆκε ὁ Ἰωνάθαν εἰς τὸ
ὕπαιθρον, ὅπως ἔδωσεν ὑπόσχεσιν εἰς
τὴν συμφωνίαν, ποὺ ἔκανε μὲ τὸν
Δαβίδ. Εἶχε δὲ μαζί του καὶ ἕνα
νεαρὸν δοῦλον. |
36
Καὶ εἶπε τῷ παιδαρίῳ· δράμε,
εὑρέ μοι τὰς σχίζας, ἐν αἷς
ἐγὼ ἀκοντίζω καὶ τὸ παιδάριον
ἔδραμε, καὶ αὐτὸς ἠκόντιζε
τῇ σχίζῃ καὶ παρήγαγεν αὐτήν.
|
36
Εἶπε δὲ ὁ Ἰωνάθαν
εἰς τὸν νεαρὸν δοῦλον· <τρέξε
διὰ νὰ βρῇς
καὶ νὰ μοῦ φέρῃς πάλιν
τὰ βέλη, τὰ ὁποῖα ἐγὼ
ρίχνω διὰ τοῦ τόξου>.
Πράγματι ὁ
Ἰωνάθαν ἔκαμε σκοποβολὴν καὶ
ἔρριψε τὰ βέλη του. Ὁ νεαρὸς
δοῦλος του ἔτρεξε νὰ τὰ φέρῃ.
|
36
Καὶ εἶπεν ὁ Ἰωνάθαν εἰς
τὸν νεαρόν: <Τρέξε νὰ βρῇς καὶ
νὰ μοῦ φέρῃς τὰ βέλη, τὰ ὁποῖα
ρίχνω εἰς τὸν στόχον>. Ἔτρεξε πράγματι
ὁ νεαρός, ὁ δὲ Ἰωνάθαν ἔρριχνε
τὸ βέλος μὲ τὸ τόξον του πέραν ἀπὸ
τὸν στόχον. |
37
Καὶ ἦλθε τὸ παιδάριον ἕως τοῦ
τόπου τῆς σχίζης οὗ ἠκόντιζεν
Ἰωνάθαν, καὶ ἀνεβόησεν Ἰωνάθαν
ὀπίσω τοῦ νεανίου καὶ εἶπεν·
ἐκεῖ ἡ σχίζα ἀπὸ σοῦ
καὶ ἐπέκεινα·
|
37 Ὁ νεαρὸς δοῦλος
τοῦ Ἰωνάθαν ἔφθασεν εἰς τὸν
τόπον, ὅπου εἶχεν ἐξακοντίσει
τὸ βέλος ὁ Ἰωνάθαν. Ἐφώναξε
τότε ὁ Ἰωνάθαν καὶ εἶπε·
<τὸ βέλος εἶναι ἐκεῖ πέρα,
πίσω ἀπὸ σένα. Ἐκεῖ εἶναι
τὸ βέλος>.
|
37
Ἦλθε λοιπὸν ὁ νεαρὸς ἕως τὸν
τόπον, ὅπου ἔφθασε τὸ βέλος, ποὺ ἔρριχνε
μὲ τὸ τόξον του ὁ Ἰωνάθαν, καὶ
ἐφώναξε πίσω του ὁ Ἰωνάθαν καὶ
εἶπε: <Τὸ βέλος εἶναι ἐκεῖ,
πέρα ἀπὸ σένα>. |
38
καὶ ἀνεβόησεν Ἰωνάθαν ὀπίσω
τοῦ παιδαρίου αὐτοῦ λέγων·
ταχύνας σπεῦσον καὶ μὴ στῇς.
Καὶ ἀνέλεξε τὸ, παιδάριον Ἰωνάθαν
τὰς σχίζας καὶ ἤνεγκε τὰς σχίζας
πρὸς τὸν κύριον αὐτοῦ.
|
38
Ὁ Ἰωνάθαν ἐφώναξε τὸν
ὑπηρέτην καθὼς ἐκεῖνος ἐπήγαινε·
<φύγε γρήγορα,
μὴ σταματᾷς>. Ὁ νεαρὰς δοῦλος
ἐμάζεψε τὰ βέλη καὶ ἔφερεν
αὐτὰ πρὸς τὸν
κύριόν του.
|
38
Καὶ ἐφώναξε μὲ μεγαλυτέραν φωνὴν
ὁ Ἰωνάθαν πίσω ἀπὸ τὸν
νεαρὸν δοῦλον του καὶ εἶπε: <Τρέξε
γρήγορα! Μὴ σταματᾷς!> Καὶ ἐμάζευσε
ὁ μικρὸς δοῦλος τοῦ Ἰωνάθαν
τὰ βέλη καὶ τὰ ἔφερεν εἰς τὸν
κύριόν του. |
39
Καὶ τὸ παιδάριον οὐκ ἔγνω οὐθέν,
πάρεξ Ἰωνάθαν καὶ Δαυῒδ ἔγνωσαν
τὸ ρῆμα. |
39
Αὐτὸς ὁ δοῦλος δὲν ἐκατάλαβε
τίποτε ἀπὸ ὅσα ἐλέχθησαν,
εἰμὴ μόνον ὁ
Ἰωνάθαν καὶ
ὁ Δαυὶδ κατενόησαν
τὴν σημασίαν τῶν λεχθέντων.
|
39
Ὁ μικρὸς δοῦλος δὲν ἀντελήφθη
τίποτε. Μόνον ὁ Ἰωνάθαν καὶ ὁ
Δαβὶδ ἐγνώριζαν τὶ ἐσήμαινεν
αὐτὸ ποὺ ἔγινε.
|
40
Καὶ Ἰωνάθαν ἔδωκε τὰ σκεύη
αὐτοῦ ἐπὶ τὸ παιδάριον
αὐτοῦ καὶ εἶπε τῷ παιδαρίῳ
αὐτοῦ· πορεύου, εἴσελθε εἰς
τὴν πόλιν. |
40
Ὁ Ἰωνάθαν ἔδωκε τὸν ὁπλισμόν
του εἰς τὸ παιδάριον καὶ τοῦ
εἶπε· <πήγαινε, γύρισε εἰς
τὴν πόλιν>. |
40
Ἔδωσε δὲ κατόπιν ὁ Ἰωνάθαν τὰ
ὅπλα του εἰς τὸν νεαρὸν δοῦλον
του καὶ τοῦ εἶπε: <Προχώρει καὶ
πήγαινε μέσα εἰς τὴν πόλιν>.
|
41
Καὶ ὡς εἰσῆλθε τὸ παιδάριον,
καὶ Δαυῒδ ἀνέστη ἀπὸ τοῦ
ἐργὰβ καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον
αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ
τρίς, καὶ κατεφίλησεν ἕκαστος τὸν
πλησίον αὐτοῦ, καὶ ἔκλαυσεν
ἕκαστος τῷ πλησίον αὐτοῦ ἕως
συντελείας μεγάλης. |
41
Ὅταν ὁ νεαρὸς δοῦλος ἔφυγε διὰ
τὴν πόλιν, ὁ Δαυὶδ ἐσηκώθη
ἀπὸ τὸ κοίλωμα, ὅπου ἦτο
κρυμμένος, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον
αὐτοῦ πρὸς τὴν γῆν καὶ
προσεκύνησε τρεῖς φορὲς τὸν Ἰωνάθαν.
Καὶ οἱ δύο ἠσπάσθησαν ὁ
ἔνας τὸν ἄλλον, ἔκλαυσαν ἐπὶ
πολὺ καὶ μὲ πολλὰ δάκρυα.
|
41
Καὶ μόλις ἔφυγεν ὁ δοῦλος καὶ
ἔφθασεν εἰς τὴν πόλιν, ἐσηκώθη
ὁ Δαβὶδ ἀπὸ τὸ κοίλωμα, ὅπου
εἶχε κρυβῆ, καὶ ἔπεσε μὲ τὸ
πρόσωπόν του κατὰ γῆς καὶ προσεκύνησε τρεῖς
φορὲς τὸν Ἰωνάθαν, διὰ νὰ
δείξῃ τὴν εὐγνωμοσύνην του. Ἐφίλησαν
δὲ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ
ἔκλαυσαν ὁ ἕνας διὰ τὸν ἄλλον
πολλὴν ὥραν καὶ ἔχυσαν πολλὰ
δάκρυα. |
42
Καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν τῷ Δαυΐδ·
πορεύου εἰς εἰρήνην, καὶ ὡς
ὀμωμόκαμεν ἡμεῖς ἀμφότεροι,
ἐν ὀνόματι Κυρίου λέγοντες·
Κύριος ἔσται μάρτυς ἀνὰ μέσον
ἐμοῦ καὶ σοῦ καὶ ἀνὰ
μέσον τοῦ σπέρματός μου καὶ
ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός
σου ἕως αἰῶνος. |
42
Ὁ Ἰωνάθαν εἶπεν εἰς τὸν
Δαυίδ· <πήγαινε εἰς τὸ καλό.
Θὰ γίνῃ, ὅπως οἱ δύο μας
ὡρκίσθημεν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου
λέγοντες ὅτι ὁ Κύριος θὰ εἶναι
παντοτεινὸς μάρτυς τῆς φιλίας μας
ἡ ὁποία θὰ ἐπικρατῇ μεταξὺ
ἡμῶν τῶν δύο καὶ μεταξὺ
τῶν ἀπογόνων μας. |
42
Εἶπε δὲ ὁ Ἰωνάθαν εἰς
τὸν Δαβίδ: <Πήγαινε εἰς τὸ καλὸ
καὶ μὴ ἀνησυχῇς. Ἰσχύει αὐτό,
διὰ τὸ ὁποῖον ἔχομεν ὁρκισθῆ
καὶ οἱ δύο ἐν ὀνόματι Κυρίου καὶ
εἴπαμε: Μάρτυς μεταξύ μας εἶναι ὁ
Κύριος, ὅτι ἡ φιλία μεταξὺ ἐμοῦ
καὶ σοῦ καὶ μεταξὺ τῶν ἀπογόνων
μου καὶ τῶν ἀπογόνων σου θὰ εἶναι
αἰωνία>. |