Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
οῖς
πᾶσι χρόνος καὶ καιρὸς τῷ παντὶ
πράγματι ὑπὸ τὸν οὐρανόν.
|
ἰς
ὅλα ὑπάρχει ὁ κατάλληλος καιρὸς
διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ δὲ κάθε
ἔργον κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανόν,
πρέπει νὰ δοθῇ ἡ κατάλληλος
εὐκαιρία. |
ι'
ὅλα, ὅσα γίνονται εἰς τὴν γῆν,
ὑπάρχει ὡρισμένη χρονικὴ περίοδος καὶ
διὰ κάθε τι, ποὺ ἐκτελεῖται κάτω ἀπὸ
τὸν οὐρανόν, πρέπει νὰ δοθῇ ἡ
κατάλληλος εὐκαιρία. |
2
Καιρὸς τοῦ τεκεῖν καὶ καιρὸς
το ἀποθανεῖν, καιρὸς τοῦ φυτεῦσαι
καὶ καιρὸς τοῦ ἐκτῖλαι τὸ
πεφυτευμένον, |
2
Ὑπάρχει ὡρισμένος καιρός, ποὺ
ὅταν συμπληρωθῇ, θὰ γίνῃ ὁ
τοκετὸς καὶ ὡρισμένος καιρὸς
τοῦ θανάτου, ὡρισμένος ὁ καιρὸς
τῆς φυτεύσεως καὶ ὡρισμένος
ὁ καιρός, ποὺ θὰ ἐκριζωθῇ
τὸ φυτευθέν.
|
2
Εἶναι ὡρισμένος ὁ καιρός, κατὰ τὸν
ὁποῖον θὰ γίνῃ ὁ τοκετός, ὅπως
ὡρισμένος εἶναι καὶ ὁ χρόνος τοῦ
θανάτου. Ὡρισμένος εἶναι ὁ καιρός, κατὰ
τὸν ὁποῖον ὁ γεωργὸς θὰ
φυτεύσῃ, καὶ ὡρισμένος ὁ καιρός, κατὰ
τὸν ὁποῖον θὰ ξερριζώσῃ τὸ
φυτευμένον, διότι δὲν ἠμπορεῖ πλέον νὰ
καρποφορήσῃ. |
3
καιρὸς τοῦ ἀποκτεῖναι καὶ καιρὸς
τοῦ ἰάσασθαι, καιρὸς τοῦ καθελεῖν
καὶ καιρὸς τοῦ οἰκοδομεῖν,
|
3
Ὑπάρχει ὡρισμένος καιρός, ποὺ
θὰ διαταχθῇ ἡ ἐκτέλεσις τοῦ
ἐνόχου, ὅπως καὶ ὡρισμένος
καιρὸς νὰ ἀποτραπῇ ὁ θάνατος
καὶ νὰ τοῦ χαρισθῇ ἡ ζωή.
Καιρὸς διὰ νὰ κρημνίσῃ ὁ
ἄνθρωπος, καὶ καιρός, διὰ νὰ
ἀνοικοδόμησῃ.
|
3
Ὑπάρχει ὡρισμένος καιρὸς διὰ νὰ
τιμωρήσῃ μὲ θάνατον ὁ ἄρχων, ὅπως
καὶ ὡρισμένος καιρὸς νὰ ἀποτρέψῃ
τὸν θάνατον καὶ νὰ χαρίσῃ τὴν
ζωήν. Καιρὸς διὰ νὰ κρημνίσῃ ὁ
ἄνθρωπος καὶ καιρὸς διὰ νὰ οἰκοδομήσῃ.
|
4
καιρὸς τοῦ κλαῦσαι καὶ καιρὸς
τοῦ γελάσαι, καιρὸς τοῦ
κόψασθαι καὶ καιρὸς τοῦ ὀρχήσασθαι,
|
4
Ὑπάρχει ὡρισμένος καιρός, διὰ
νὰ κλαύσῃ κανείς, καὶ ὡρισμένος
καιρὸς διὰ νὰ γελάσῃ. Ὡρισμένος
καιρὸς διὰ θρήνους καὶ κοπετούς,
καὶ ὡρισμένος
καιρὸς διὰ νὰ χορεύσῃ
κανεὶς καὶ ἐκδηλώσῃ τὴν
χαράν του. |
4
Ὑπάρχει ὡρισμένος καιρὸς διὰ νὰ
κλαύσῃ κανεὶς καὶ ὡρισμένος
καιρὸς διὰ νὰ γελάσῃ. Ὑπάρχουν
περιστάσεις, κατὰ τὰς ὁποίας θὰ θρηνῇ
καὶ θὰ κτυπᾷ τὴν κεφαλήν του
λόγῳ πένθους, καὶ περιστάσεις κατὰ τὰς
ὁποίας θὰ χορεύσῃ καὶ θὰ ἐκδηλώσῃ
τὴν χαράν του. |
5
καιρὸς τοῦ βαλεῖν λίθους καὶ
καιρὸς τοῦ συναγαγεῖν
λίθους, καιρὸς τοῦ περιλαβεῖν καὶ
καιρὸς τοῦ μακρυνθῆναι ἀπὸ περιλήψεως,
|
5
Ὑπάρχουν περιστάσεις, ποὺ θὰ
πετᾷ κανεὶς τοὺς λίθους
ὡς ἀχρήστους, καὶ ἄλλοτε ποὺ
θὰ μαζεύῃ λίθους πρὸς οἰκοδομήν.
Ἄλλοτε πάλιν θὰ ἐναγκαλίζεται
καὶ ἄλλοτε θὰ ἀπομακρύνεται
ἀπὸ τὰς περιπτύξεις.
|
5
Ἄλλοτε κανεὶς θὰ πετᾷ λιθάρια καὶ
ἄλλοτε θὰ μαζεύῃ λιθάρια. Ἄλλοτε πάλιν
θὰ ἐναγκαλίζεται καὶ ἄλλοτε
θὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν ἐναγκαλισμόν.
|
6
καιρὸς τοῦ ζητῆσαι καὶ καιρὸς
τοῦ ἀπολέσαι, καιρὸς τοῦ φυλάξαι
καὶ καιρὸς τοῦ ἐκβαλεῖν,
|
6
Ὑπάρχει καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον
θὰ ἀναζητήσῃ κανεὶς καὶ
θὰ εὔρῃ, καὶ καιρὸς κατὰ
τὸν ὁποῖον θὰ χάσῃ. Ἄλλοτε
θὰ ἀποθηκεύῃ καὶ θὰ βάλῃ
κατὰ μέρος τὰ συναχθέντα, καὶ
ἄλλοτε θὰ βγάλῃ αὐτὰ ἀπὸ
τὴν ἀποθήκην καὶ θὰ τὰ
ἐξοδεύσῃ.
|
6
Ὑπάρχει ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποίαν
κανεὶς θὰ φροντίσῃ διὰ νὰ εὕρῃ,
καὶ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποίαν
θὰ χάνῃ. Ἄλλοτε θὰ ἀποθηκεύσῃ
καὶ θὰ βάλῃ κατὰ μέρος καὶ ἄλλοτε
θὰ βγάλῃ ἀπὸ τὴν ἀποθήκην,
θὰ ἐξοδεύσῃ. |
7
καιρὸς τοῦ ρῆξαι καὶ καιρὸς
τοῦ ράψαι, καιρὸς τοῦ σιγᾶν
καὶ καιρὸς τοῦ λαλεῖν, |
7
Εἶναι καιρὸς κατὰ τὸν ὁποῖον
θὰ διαρρήξῃ κανεὶς τὰ ἐνδύματά
του εἰς ἔνδειξιν πένθους καὶ ἀποδοκιμασίας,
καὶ πάλιν εἶναι καιρὸς
κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ ράψῃ
τὰ ροῦχα του. Καιρὸς σιωπῆς καὶ
καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον
ἔχει τὸ δικαίωμα κανεὶς νὰ ὁμιλήσῃ.
|
7
Εἶναι καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον
θὰ σχίσῃ κανεὶς τὰ ἐνδύματά
του ἢ θὰ διακόψῃ τὰς σχέσεις του,
καὶ πάλιν εἶναι καιρός, ὁπότε θὰ ράψῃ
τὰ ροῦχα του ἢ θὰ ἐπανασυνδέσῃ
τὰς σχέσεις του. Ὑπάρχει ὁ ὡρισμένος
καιρὸς τῆς σιωπῆς καὶ ὁ ὡρισμένος
καιρὸς νὰ ὁμιλήσῃ.
|
8
καιρὸς τοῦ φιλῆσαι καὶ καιρὸς
τοῦ μισῆσαι, καιρὸς πολέμου καὶ
καιρὸς εἰρήνης. |
8
Καιρὸς νὰ ἀγαπήσῃ καὶ
καιρὸς νὰ μισήσῃ. Καιρὸς πρὸς
πόλεμον καὶ καιρὸς πρὸς σύναψιν
εἰρήνης. |
8
Καιρὸς νὰ δείξῃ κανεὶς τὴν ἀγάπην
του καὶ καιρὸς διὰ νὰ μισήσῃ.
Καιρὸς πολέμου καὶ καιρὸς εἰρήνης.
|
9
Τίς περισσεία τοῦ ποιοῦντος ἐν
οἷς αὐτὸς μοχθεῖ; |
9
Ποῖον λοιπόν, κέρδος ἀπομένει
εἰς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος
πράττει ὅσα ἀνωτέρω ἐλέχθησαν,
καὶ διὰ τὰ ὁποῖα κοπιάζει
εἰς ὅλην του τὴν ζωήν; Κανένα.
|
9
Ποῖον λοιπὸν εἶναι τὸ κέρδος εἰς
ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐκτελεῖ
ὅσα προτήτερα ἐξετέθησαν καὶ διὰ τὰ
ὁποῖα μοχθεῖ εἰς τὴν ζωήν
του; Οὐδέν! |
10
Εἶδον σὺν πάντα τὸν περισπασμόν,
ὃν ἔδωκεν ὁ Θεὸς τοῖς υἱοῖς
τῶν ἀνθρώπων τοῦ περισπᾶσθαι
ἐν αὐτῷ. |
10
Εἶδα ἐγὼ καὶ ἐπρόσεξα
ἀκόμη ὅλην τὴν ταλαιπωρίαν καὶ
προσπάθειαν, ποὺ ἔδωκεν ὁ Θεὸς
εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ
περισπῶνται συνεχῶς μὲ αὐτήν.
|
10
Ἐπρόσεξα ἀκόμη ἐγὼ ὅλην
τὴν ἀγωνιώδη προσπάθειαν, ποὺ ἔδωκεν
ὁ Θεὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε
νὰ ἀπασχολοῦνται μὲ αὐτὴν
διαρκῶς. |
11
Σύμπαντα, ἃ ἐποίησε, καλὰ
καιρῷ αὐτοῦ, καί γε σὺν
τὸν αἰῶνα ἔδωκεν ἐν καρδίᾳ
αὐτῶν, ὅπως εὔρῃ ὁ ἄνθρωπος
τὸ ποίημα, ὃ ἐπείησεν ὁ
Θεὸς ἀπὸ ἀρχῆς καὶ μέχρι
τέλους. |
11
Τὰ σύμπαντα ὅμως, ὅσα ἐδημιούργησεν
ὁ Θεὸς εἰς τὸν κατάλληλον καιρόν
των, εἶναι καλὰ λίαν. Καὶ τὴν
αἴσθησιν τοῦ χρόνου ἔδωκεν ὁ
Θεὸς εἰς τὴν διάνοιαν τῶν ἀνθρώπων.
Δὲν ἐπέτρεψεν ὅμως ὁ Θεὸς
καὶ οὔτε ἠμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος
νὰ κατανοήσῃ τὸ ἔργον τοῦ
Θεοῦ ἀπ' ἀρχῆς μέχρι τέλους,
τὸ σχέδιον τῆς δημιουργίας καὶ
τὸ νόημα τῆς ἱστορίας.
|
11
Ὅλα, ὅσα ἔκαμεν ὁ Θεός, τὰ ἔκαμε
<καλὰ λίαν>, τὸ καθένα εἰς τὸν
καιρὸν του, καὶ τὴν ἔννοιαν τοῦ
χρόνου ἔβαλεν εἰς τὴν σκέψιν τῶν ἀνθρώπων.
Δὲν δύναται ὅμως ὁ ἄνθρωπος
νὰ κατανοήσῃ τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ
ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους καὶ νὰ
συλλάβῃ τὸ σχέδιόν Του περὶ τοῦ κόσμου,
ὡς καὶ τὸ νόημα τῆς ἱστορίας.
|
12
Ἔγνων ὅτι οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν
ἐν αὐτοῖς, εἰ μὴ τοῦ εὐρανθῆναι
καὶ τοῦ ποιεῖν ἀγαθὸν ἐν
ζωῇ αὐτοῦ. |
12
Κατέληξα εἰς τὸ συμπέρασμα, ὅτι
δὲν ὑπάρχει ἄλλη εὐτυχία
εἰς τὸν ἄνθρωπον, εἰμὴ τὸ
νὰ ἀπολαμβάνῃ ἐν μέτρῳ
τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ νὰ
πράττῃ τὸ καλὸν καὶ τὴν
εὐεργεσίαν καθ' ὅλον τὸ διάστημα
τῆς ζωῆς του.
|
12
Ἀπὸ τὴν ἐξέτασιν τῶν πραγμάτων
ἔχω πεισθῇ ὅτι δὲν ὑπάρχει εὐτυχία
διὰ τοὺς ἀνθρώπους, παρὰ μόνον ἂν
εὐφρανθοῦν μὲ τὴν ἀπόλαυσιν
τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ
ἂν εὐεργετοῦν εἰς τὴν ζωήν
τους. |
13
Καὶ γε πᾶς ἄνθρωπος, ὃς φάγεται
καὶ πίεται καὶ
ἴδῃ ἀγαθὸν ἐν παντὶ μόχθῳ
αὐτοῦ, δόξα Θεοῦ ἐστιν.
|
13
Εὐτυχὴς εἶναι ἀκόμη ὁ
ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος θὰ φάγῃ
καὶ θὰ πίῃ καὶ θὰ ἴδῃ
τὰ ἀγαθὰ ἐκ τῶν κόπων
του. Ἂς ἔχῃ ὅμως ὑπ' ὄψιν
του, ὅτι αὐτὸ εἶναι δωρεὰ τοῦ
Θεοῦ.
|
13
Εὐτυχὴς ἀκόμη εἶναι ὁ
ἄνθρωπος, ποὺ θὰ φάγῃ καὶ θὰ
πίῃ καὶ θὰ ἀνταμειφθὴ δι’ ὅλους
τοὺς κόπους του· ἂς ἔχῃ ὅμως
ὑπ’ ὄψει του ὅτι αὐτὸ εἶναι
δῶρον τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτόν.
|
14
Ἔγνων ὅτι πάντα, ὅσα ἐποίησεν
ὁ Θεός, αὐτὰ ἔσται εἰς
τὸν αἰῶνα· ἐπ' αὐτῷ
οὐκ ἔστι προσθεῖναι, καὶ ἀπ'
αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἀφελεῖν,
καὶ ὁ Θεὸς ἐπίησεν, ἵνα
φοβηθῶσιν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ.
|
14
Ἐγνώρισα ἐγώ, καὶ γνωρίζω
καλά, ὅτι ὅλα τὰ δημιουργήματα,
ποὺ ἔκαμεν ὁ Θεός εἶνα ἀμετάβλητα
καὶ παραμένουν αἰώνια. Εἰς κάθε
ἔργον τοῦ Θεοῦ δὲν ἠμπορεῖ
κανεὶς οὔτε νὰ προσθέσῃ οὔτε
νὰ ἀφαιρέσῃ κάτι. Ὁ Θεὸς
τὰ ἐδημιούργησε κατὰ τέτοιον
τρόπον, ὥστε οἱ ἄνθρωποι, ὅταν
τὰ βλέπουν, νὰ σέβωνται αὐτὸν
καὶ νὰ ὑποτάσσωνται εἰς τὸ
θέλημά του.
|
14
Γνωρίζω ἐγὼ ὅτι ὅλα, ὅσα ἔκαμεν
ὁ Θεός, αὐτὰ θὰ εἶναι αἰώνια
καὶ ἀμετακίνητα· εἰς κάθε ἔργον
τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
προσθέσῃ ἢ νὰ ἀφαιρέσῃ
κανείς. Καὶ ὁ Θεὸς τὰ ἔκαμε
κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, ὥστε οἱ
ἄνθρωποι νὰ φοβοῦνται Αὐτὸν
καὶ νὰ ὑποτάσσωνται εἰς τὸ θέλημά
του. |
15
Τὸ γενόμενον ἤδη ἐστί, καὶ
ὅσα τοῦ γίνεσθαι, ἤδη γέγονεν
καὶ ὁ Θεὸς ζητήσει τὸν διωκόμενον.
|
15
Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔχει
ἤδη γίνει, ὑπάρχει. Ἐκεῖνο
τὸ ὁποῖον μέλλει νὰ γίνῃ,
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι ὡσὰν
νὰ ἔχῃ γίνει. Ὁ δὲ Θεὸς
τῆς δικαιοσύνης θὰ ἀναζητήσῃ
καὶ θὰ ὑπερασπίσῃ αὐτόν,
ποὺ ἀδίκως καταδιώκεται.
|
15
Ἐκεῖνο ποὺ ἔγινεν ἤδη, ὑπάρχει,
καὶ ἐκεῖνα ποὺ πρόκειται νὰ
γίνουν, διὰ τὸν Θεὸν εἶναι ὡς
νὰ ἔχουν γίνει. Ἐφ' ὅσον ὁ Θεὸς
εἶναι τέτοιος, θὰ ἀναζητήσῃ καὶ
θὰ ὑπερασπίσῃ ἐκεῖνον,
ὁ ὁποῖος διώκεται ἀδίκως.
|
16
Καὶ ὅτι εἶδον ὑπὸ τὸν
ἥλιον τόπον τῆς κρίσεως, ἐκεῖ
ὁ ἀσεβής, καὶ τόπον τοῦ
δικαίου, ἐκεῖ ὁ ἀσεβής.
|
16
Εἶδα ἀκόμη ἐγὼ κάτω ἀπὸ
τὸν ἥλιον ἐπάνω εἰς τὴν
γῆν τὰ δικαστήρια. Καὶ ἐκεῖ
ἐκάθητο ὁ ἀσεβὴς ὡς κριτής,
διὰ νὰ δικάσῃ. Εἶδα ὅτι
εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἔπρεπε νὰ
κάθεται ὁ δίκαιος, ἐκάθητο ὁ
ἀσεβής.
|
16
Καὶ εἶδα ἀκόμη κάτω ἀπὸ τὸν
ἥλιον, εἰς τὴν γῆν, δικαστήριον καὶ
ἐκεῖ ἐδίκαζεν ὁ ἀσεβής. Εἶδα
ἀκόμη ὅτι εἰς τὸν τόπον, ὅπου
ἔπρεπε νὰ ἀποδίδεται δικαιοσύνη, ἐκεῖ
ἐκάθητο πάλιν ὡς δικαστὴς ὁ ἀσεβής·
|
17
Καὶ εἶπα ἐγὼ ἐν καρδίᾳ
μου· σὺν τὸν δίκαιον καὶ σὺν
τὸν ἀσεβῆ κρινεῖ ὁ Θεός,
ὅτι καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι
καὶ ἐπὶ παντὶ τῷ ποιήματι
ἐκεῖ. |
17
Ἐσκέφθην, λοιπόν, ἐγὼ ἀπὸ
μέσα μου καὶ εἶπα· <ὁ Θεὸς
θὰ κρίνῃ δικαίως τὸν δίκαιον
καὶ τὸν ἀσεβῆ, διότι διὰ
κάθε πρᾶγμα καὶ διὰ κάθε ἔργον
θὰ ἔλθῃ ὁ κατάλληλος καιρός·
τῆς ἀμοιβῆς ἢ τῆς τιμωρίας>.
|
17
Καὶ ἔφερα εἰς τὸν νοῦν μου τὸ
μέγα Δικαστήριον καὶ εἶπα μέσα μου· τὸν
δίκαιον καὶ τὸν ἀσεβῆ θὰ κρίνῃ
ὁ Θεός, διότι ὑπάρχει καιρὸς διὰ κάθε
πρᾶγμα· ἐκεῖ δὲ ἔχει ὁρισθῆ
καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς
θὰ κρίνῃ μὲ δικαιοσύνην κάθε πρᾶξιν
καὶ ἔργον ἀνθρώπινον.
|
18
Εἶπα ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου
περὶ λαλιᾶς υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου,
ὅτι διακρινεῖ αὐτοὺς ὁ Θεός,
καὶ τοῦ δεῖξαι ὅτι αὐτοὶ
κτήνη εἰσί. |
18
Ἐσκέφθην ἐγὼ ἀπὸ μέσα
μου καὶ εἶπα· ὅτι ὁ Θεὸς
θὰ ξεχωρίσῃ τότε τοὺς ἀνθρώπους
καὶ θὰ φανερώσῃ, ὅτι οἱ
ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι δὲν διαφέρουν
ἀπὸ τὰ κτήνη, παρὰ μόνον
κατὰ τὴν λαλιάν.
|
18
Καὶ ἔκαμα τὴν σκέψιν ἐν σχέσει μὲ
τοὺς ἀσεβεῖς ἀνθρώπους, ὅτι
θὰ τοὺς ξεχωρίσῃ τότε ὁ Θεὸς
καὶ θὰ τοὺς ἀποδείξῃ ὅτι
δὲν διαφέρουν ἀπὸ τὰ κτήνη παρὰ
μόνον κατὰ τὴν λαλιὰν καὶ τὸν
ἔναρθρον λόγον. |
19
Καί γε αὐτοῖς συνάντημα υἱῶν
τοῦ ἀνθρώπου καὶ συνάντημα τοῦ
κτήνους, συνάντημα ἐν αὐτοῖς·
ὡς ὁ θάνατος τούτου, οὕτως καὶ
ὁ θάνατος τούτου, καὶ πνεῦμα
ἐν τοῖς πάσι· καὶ τί ἐπερίσσευσεν
ὁ ἄνθρωπος παρὰ τὸ κτῆνος; Οὐδέν,
ὅτι πάντα ματαιότης.
|
19
Διότι τὸ τέλος ὅλων τῶν ἀνθρώπων
καὶ τὸ τέλος τοῦ κτήνους εἶναι
τὸ ἴδιο. Θὰ συναντηθοῦν εἰς
τὸν θάνατον. Ὅπως εἶναι ὁ θάνατος
τοῦ ζώου, ἔτσι εἶναι καὶ ὁ
σωματικὸς θάνατος τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ εἰς ὅλους, ἀνθρώπους καὶ
ζῶα, φαίνεται, σὰν νὰ ὑπάρχῃ
τὸ ἴδιο πνεῦμα. Καὶ ἐπομένως
ἀπὸ ἀπόψεως φυσιολογικῆς τί
ἐκέρδησεν ὁ ἄνθρωπος περισσότερον
ἀπὸ τὸ κτῆνος; Τίποτε, διότι
ὅλα εἶναι μάταια.
|
19
Διότι τὸ τέλος τῶν ἀνθρώπων καὶ τὸ
τέλος τοῦ κτήνους εἶναι τὸ ἴδιο, ὁ
θάνατος. Ὅπως εἶναι ὁ θάνατος τοῦ
ζώου, ἔτσι ἐξωτερικῶς εἶναι καὶ
ὁ θάνατος τοῦ ἀνθρώπου, καὶ εἰς
ὅλους - ἀνθρώπους καὶ ζῶα - ὑπάρχει,
φαινομενικῶς τουλάχιστον, μία πνοὴ ζωῆς.
Καὶ ἑπομένως, φυσιολογικῶς τί ἐκέρδισεν
ὁ ἄνθρωπος περισσότερον ἀπὸ τὸ
κτῆνος; Τίποτε, διότι ὅλα εἶναι ματαιότης.
|
20
Τὰ πάντα εἰς τόπον ἕνα·
τὰ πάντα ἐγένετο ἀπὸ τοῦ
χοός, καὶ τὰ πάντα ἐπιστρέψει
εἰς τὸν χοῦν. |
20
Τὰ πάντα, ζῶα καὶ ἄνθρωποι,
θὰ καταντήσουν εἰς ἕνα τόπον·
εἰς τὴν γῆν. Ὅλα ἔγιναν ἀπὸ
τὸ χῶμα καὶ ὅλα θὰ ἐπιστρέψουν
εἰς τὸ χῶμα.
|
20
Ὅλα, ζῶα καὶ ἄνθρωποι, θὰ πάνε
εἰς ἕνα τόπον, τὴν γῆν ὅλα ἔγιναν
ἀπὸ χῶμα καὶ ὅλα θὰ γυρίσουν
πάλιν εἰς τὸ χῶμα. |
21
Καὶ τίς οἶδε τὸ πνεῦμα υἱῶν
τοῦ ἀνθρώπου, εἰ ἀναβαίνει
αὐτῷ ἄνω, καὶ τὸ πνεῦμα
τοῦ κτήνους, εἰ καταβαίνει αὐτῷ
κάτω εἰς τὴν γῆν;
|
21
Καὶ ποιός, ἀλήθεια, βάσει μόνον
τῆς ἀνθρωπίνης σοφίας, γνωρίζει,
ἂν ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου
μετὰ τὸν θάνατον ἀνεβαίνῃ
πρὸς τὰ ἐπάνω εἰς τὸν
οὐρανὸν καὶ ἡ πνοὴ τοῦ
κτήνους κατεβαίνει κάτω εἰς τὴν
γῆν;
|
21
Καὶ ποῖος γνωρίζει, ἂν ἡ ψυχὴ
τοῦ ἀνθρώπου ἀνεβαίνῃ μετὰ θάνατον
πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ ἢ πνοὴ
τοῦ κτήνους κατεβαίνῃ κάτω εἰς τὴν
γῆν; |
22
Καὶ εἶδον ὅτι οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν
εἰ μὴ ὃ εὐφρανθήσεται ὁ
ἄνθρωπος ἐν ποιήμασιν αὐτοῦ,
ὅτι αὐτὸ μερὶς αὐτοῦ·
ὅτι τίς ἄξει αὐτὸν τοῦ
ἰδεῖν ἐν ᾧ ἐὰν γένηται
μετ' αὐτόν; |
22
Εἶδον ἐπάνω εἰς τὰ πράγματα
καὶ κατέληξα εἰς τὸ συμπέρασμα,
ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀγαθὸν
εἰς τὰ ἔργα καὶ τοὺς κόπους
τοῦ ἀνθρώπου, εἰμὴ μόνον
ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον θὰ ἀπολαμβάνῃ
κατὰ τὸ διάστημα τῆς ζωῆς του.
Αὐτὴ εἶναι ἡ κληρονομία του
καὶ τὸ μερίδιόν του. Διότι ποιὸς
ἄλλος ἄνθρωπος εἶναι δυνατὸν νὰ
ὁδηγήσῃ αὐτόν, διὰ νὰ
μάθῃ, τί θὰ τοῦ συμβῇ
μετὰ τὸν θάνατον, δηλαδὴ εἰς
τὴν μέλλουσαν ζωήν; |
22
Καὶ συμπεραίνω, ὅτι δὲν ὑπάρχει καλὸν
καὶ ὠφέλιμον, τὸ ὁποῖον θὰ
ἀποκομίσῃ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ
τὰ κοπιώδη ἔργα του ἐπὶ τῆς
γῆς, παρὰ μόνον ἂν ζῇ μὲ εὐχαρίστησιν,
διότι αὐτὸ θὰ εἶναι ἡ ἀνταμοιβή
του διὰ τὸ σῶμα του καὶ τὴν
ἐπίγειον ζωήν του. Διότι ποῖος θὰ
τὸν ὁδηγήσῃ νὰ ἰδῇ
τί θὰ γίνῃ μετὰ θάνατον, εἰς
τὴν μέλλουσαν δηλαδὴ ζωήν; |