Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
όθεν
πόλεμοι καὶ μάχαι ἐν ὑμῖν;
Οὐκ ἐντεῦθεν, ἐκ τῶν ἡδονῶν
ὑμῶν τῶν στρατευομένων ἐν τοῖς
μέλεσιν ὑμῶν;
|
πὸ
ποῦ προέρχονται καὶ γεννῶνται μεταξύ
σας ἐχθρικαὶ καταστάσεις, ἔριδες καὶ
συγκρούσεις; Δὲν προέρχονται ἀπὸ
αὐτὴν τὴν αἰτίαν, δηλαδὴ
ἀπὸ τὰς ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίας
ἁμαρτωλῶν ἡδονῶν, αἱ ὁποῖαι
ἐπιθυμίαι ἔχουν ἐπιστρατευθῆ
καὶ διεξάγουν πόλεμον μέσα εἰς
τὰ μέλη σας, διὰ νὰ σᾶς ὑποδουλώσουν
εἰς τὴν φαυλότητα; |
αὶ
ἀφοῦ ὁμιλῶ περὶ ἀκαταστασίας
καὶ συγχύσεως καὶ ταραχῆς, ἂς θέσω
τώρα τὸ ἐρώτημα: Ἀπὸ ποὺ προέρχονται
μεταξύ σας αἱ ἔριδες καὶ αἱ συγκρούσεις;
Δὲν προέρχονται ἀπὸ τὴν αἰτίαν
αὐτήν, ἤτοι ἀπὸ τὴν προσπάθειαν
νὰ ἰκανοποιήσετε τὰς ἐφαμάρτους ἐπιθυμίας
σας, ποὺ σηκώνουν ἐκστρατείαν καὶ πόλεμον
μὲ ἕδραν καὶ φρούριόν των τὸ μέλη
σας; |
2
Ἐπιθυμεῖτε, καὶ οὐκ ἔχετε·
φονεύετε καὶ ζηλοῦτε, καὶ οὐ
δύνασθε ἐπιτυχεῖν· μάχεσθε καὶ
πολεμεῖτε, καὶ οὐκ ἔχετε, διὰ
τὸ μὴ αἰτεῖσθε ὑμᾶς·
|
2
Ἐπιθυμεῖτε καὶ δὲν ἔχετε αὐτὸ
ποὺ ἐπιθυμεῖτε. Καὶ ἐπάνω
εἰς τὴν ἐπιθυμίαν σας νὰ τὸ
ἀποκτήσετε, ἠμπορεῖ νὰ φθάσετε
ἀκόμη καὶ μέχρι τοῦ φόνου.
Φθονεῖτε καὶ ἐπιθυμεῖτε μὲ ἐμπάθειαν
καὶ δὲν ἠμπορεῖτε νὰ ἐπιτύχετε
αὐτό, ποὺ ἐπιθυμεῖτε. Καὶ
τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι καταλήγετε
εἰς συγκρούσεις καὶ εἰς ἐχθρικὰς
καταστάσεις. Καὶ δὲν ἔχετε αὐτὰ
ποὺ θέλετε, διότι δὲν ζητεῖτε
ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ πίστιν,
ὅ,τι εἶναι καλὸν καὶ ὠφέλιμον
διὰ σᾶς. |
2
Ἐπιθυμεῖτε. Καὶ δὲν ἔχετε ἐκεῖνο,
ποὺ ἰκανοποιεῖ τὰς ἐπιθυμίας
σας. Καὶ ἐν τῇ προσπαθείᾳ: τοῦ
νὰ τὸ ἀποκτήσετε, κινδυνεύετε νὰ φθάσετε
καὶ μέχρι φόνου. Καὶ ἐπιθυμεῖτε μὲ
σφοδρότητα καὶ δὲν ἠμπορεῖτε νὰ
ἐπιτύχετε ἐκεῖνο, ποὺ ἐπιθυμεῖτε.
Δι' αὐτὸ ἔρχεσθε εἰς συγκρούσεις καὶ
ἔριδας. Καὶ δὲν ἔχετε, διότι δὲν
ζητεῖτε ἀπὸ τὸν Θεόν διὰ προσευχῆς.
Ἐθέσατε ὡς σκοπόν σας τὴν ἡδονὴν
καὶ ἐξεκόψατε τὸν ἑαυτόν σας ἀπὸ
τὸν Θεόν. |
3
αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε, διότι
κακῶς αἰτεῖσθε, ἵνα ἐν ταῖς
ἡδοναῖς ὑμῶν δαπανήσητε.
|
3
Μερικὲς ὅμως φορὲς ζητεῖτε ἀπὸ
τὸν Θεὸν καὶ ὅμως δὲν λαβάνετε,
διότι ζητεῖτε πρὸς κακὸν καὶ
ἐπιβλαβῆ σκοπόν, διὰ νὰ διαθέσετε
δηλαδὴ καὶ ἐξοδεύσετε αὐτὸ
ποὺ ζητεῖτε εἰς ἀπόλαυσιν ἁμαρτωλῶν
ἡδονῶν. |
3
Ὑπάρχουν μεταξύ σας καὶ ἄλλοι, ποὺ
ζητοῦν ἀπὸ τὸν Θεόν. Πρὸς αὐτοὺς
τώρα ἀπευθύνομαι. Ζητεῖτε ἀπὸ τὸν
Θεόν διὰ προσευχῆς καὶ δὲν λαμβάνετε,
διότι ζητεῖτε πρὸς σκοπὸν κακόν, διὰ
νὰ ἐξοδεύσετε ἐκεῖνο, ποὺ ζητεῖτε,
πρὸς ἀπόλαυσιν τῶν ἡδονῶν σας.
|
4
Μοιχοὶ καὶ μοιχαλίδες! Οὐκ οἴδατε
ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα
τοῦ Θεοῦ ἐστιν; Ὃς ἂν οὖν
βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου,
ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσταται.
|
4
Προδόται καὶ προδότριαι, ποὺ καταπατεῖτε
καὶ μολύνετε τὴν πίστιν καὶ
τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν Χριστόν!
Δὲν γνωρίζετε ὅτι ἡ ἀγάπη
καὶ ἡ προσκόλλησις εἰς τὸν ἁμαρτωλὸν
κόσμον εἶναι ἔχθρα πρὸς τὸν
Θεόν; Ὅποιος θελήσῃ νὰ εἶναι
φίλος τοῦ κόσμου, τῶν ἁμαρτωλῶν
διασκεδάσεων καὶ ἡδονῶν τοῦ
κόσμου, γίνεται ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ.
|
4
Προδόται καὶ προδότριαι τῆς ἀγάπης καὶ
τῆς πίστεως, ποὺ ὀφείλομεν εἰς τὸν
οὐράνιον Νυμφίον μας· δὲν γνωρίζετε, ὅτι
ἡ προσκόλλησις εἰς τὰς ἡδονὰς
καὶ τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου εἶναι
ἔχθρα πρὸς τὸν Θεόν; Ὁποιοσδήποτε
θελήσῃ νὰ εἶναι φίλος τοῦ κόσμου καὶ
τῶν διασκεδάσεων καὶ ἡδονῶν του, γίνεται
ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ.
|
5
Ἢ δοκεῖτε ὅτι κενῶς ἡ γραφὴ
λέγει, πρὸς φθόνον ἐπιποθεῖ
τὸ πνεῦμα ὃ κατῴκησεν ἐν ἡμῖν;
|
5
Ἢ νομίζετε ὅτι μάταια καὶ χωρὶς
κανένα νόημα λέγει ἡ Γραφή,
ὅτι μὲ ἀπέραντον ἀγάπην,
ποὺ φθάνει σὰν μέχρι ζηλοτυπίας
καὶ φθόνου, μᾶς ποθεῖ τὸ Πνεῦμα
τὸ Ἅγιον, ποὺ ἔχει κατοικήσει
μέσα μας; (Προδοσία ἐκ μέρους μας
αὐτῆς τῆς ἁγίας ἀγάπης
του ἐξεγείρει τὸν ἀποτροπιασμόν
του καὶ τὴν ὀργήν του ἐναντίον
μας). |
5
Ἢ νομίζετε, ὅτι ματαίως καὶ ἄνευ σημασίας
λέγει ἡ Γραφή, ὅτι μᾶς ζηλότυπεῖ καὶ
μέχρι φθόνου μᾶς ποθεῖ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα,
ποὺ κατῴκησε μέσα μας; Ὅταν λοιπὸν
προδιδῶμεν τὴν ἀγάπην του καὶ προσκολλώμεθα
εἰς τὰς ἡδονὰς τοῦ κόσμου, δὲν
θὰ μᾶς μισήσῃ καὶ δὲν θὰ
μᾶς ἀποστραφῇ; |
6
Μείζονα δὲ δίδωσιν χάριν· διὸ
λέγει· ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις
ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι
χάριν. |
6
Ἐξ ἀντιθέτου, ὅταν μείνωμεν
πιστοὶ εἰς τὴν ἀγάπην του καὶ
ἀποκηρύξωμεν τὴν ἁμαρτίαν τοῦ
κόσμου, μᾶς δίδει ἀκόμη μεγαλυτέραν
χάριν, δι' αὐτὸ καὶ ἡ Γραφὴ
λέγει, ὅτι <ὁ Θεὸς ἀντιτάσσεται
εἰς τοὺς ὑπερηφάνους, ποὺ τὸν
ἐγκαταλείπουν, διὰ νὰ ἀπολαύσουν
ἀλαζονικῶς τὸν κόσμον· ἐνῶ
ἀντιθέτως, δίδει χάριν εἰς τοὺς
ταπεινοὺς καὶ τοὺς ὑποταγμένους
εἰς αὐτόν>. |
6
Ἐὰν ὅμως διακόψωμεν τὴν πρὸς
τὸν Κόσμον φιλίαν, ὅσον περισσότερον μᾶς
ἀγαπᾷ καὶ μᾶς ποθεῖ ὁ
Θεός, τόσον μεγαλυτέρα θὰ εἶναὶ ἡ
χάρις ποὺ θὰ μᾶς δίδῃ. Διὰ τοῦτο
λέγει ἡ Γραφή· ὁ Θεὸς ἀντιτάσσεται
πρὸς τοὺς ὑπερηφάνους, οἱ ὁποῖοι
διὰ τὰς ἡδονάς των περιφρονοῦν τὸ
θέλημά του καὶ προτιμοῦν τὸν κόσμον παρὰ
τὸν Θεόν. Εἰς τοὺς ταπεινοὺς δέ, ποὺ
ἀπαρνοῦνται τὰς ἡδονάς των καὶ
τὸν κόσμον χάριν τοῦ Θεοῦ, δίδει χάριν.
|
7
Ὑποτάγητε οὖν τῷ Θεῷ. Ἀντίστητε
τῷ διαβόλῳ, καὶ φεύξεται ἀφ'
ὑμῶν, |
7
Ὑποταχθῆτε, λοιπόν, μὲ ταπείνωσιν
εἰς τὸν Θεόν. Ἀντισταθῆτε εἰς
τὸν διάβολον, ποὺ σᾶς δελεάζει
καὶ σᾶς φλογίζει μὲ τὰς ἁμαρτωλὰς
ἡδονὰς τοῦ κόσμου, καὶ θὰ
φύγῃ μακρυὰ ἀπὸ σᾶς νικημένος
καὶ ἐξευτελισμένος. |
7
Ὑποταχθῆτε λοιπὸν ταπεινῶς εἰς
τὸν Θεόν. Ἀντισταθῆτε εἰς τὸν
διάβολον, ποὺ σᾶς πειράζει μὲ τὰς
ἡδονὰς τοῦ κόσμου, καὶ θὰ φύγῃ
οὗτος νικημένος, καὶ ἐντροπιασμένος μακρὰν
ἀπὸ σᾶς. |
8
ἐγγίσατε τῷ Θεῷ, καὶ ἐγγιεῖ
ὑμῖν. Καθαρίσατε χεῖρας ἁμαρτωλοὶ
καὶ ἀγνίσατε καρδίας δίψυχοι.
|
8
Πλησιάστε κοντὰ εἰς τὸν Θεὸν
καὶ ὁ Θεὸς θὰ πλησιάσῃ
κοντὰ εἰς σᾶς. Ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι,
καθαρίσατε τὰ χέρια σας ἀπὸ
κάθε ἁμαρτωλὴν πρᾶξιν καὶ ἐνοχήν,
ἐξαγνίσατε τὸ ἐσωτερικόν σας
σεῖς οἱ δίγνωμοι, ποὺ κυμαίνεσθε
μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἁμαρτωλοῦ κόσμου.
|
8
Πλησιάσατε εἰς τὸν Θεόν καὶ θὰ πλησιάσῃ
καὶ ὁ Θεὸς εἰς σᾶς. Καθαρίσατε
ἀπὸ κάθε ἐνοχὴν τὴν ἐξωτερικὴν
συμπεριφοράν σας, οἰ ἁμαρτωλοί, καὶ ἑξαγνίσατε
τὸ ἐσωτερικόν σας, σεῖς οἱ δίβουλοι,
ποὺ ἄλλοτε πηγαίνετε μὲ τὸν Θεόν καὶ
ἄλλοτε μὲ τὸν κόσμον.
|
9
Ταλαιπωρήσατε καὶ πενθήσατε καὶ κλαύσατε·
ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος
μετεστραφήτω καὶ ἡ χαρὰ εἰς
κατήφειαν. |
9
Συναισθανθῆτε τὴν ἁμαρτωλότητά
σας καὶ τὴν ἐνοχήν σας, μετανοήσατε,
πενθήσατε καὶ κλαύσατε, διὰ τὰς
ἀθλιότητάς σας. Τὰ ἁμαρτωλά
σας γέλοια μέσα εἰς τὰ ξεφαντώματα
τῆς ἁμαρτίας ἂς ἀλλάξουν
καὶ ἂς γίνουν λύπη καὶ συντριβὴ
μετανοίας, καὶ ἡ ψεύτικη χαρὰ
τοῦ κόσμου ἂς μετατραπῇ εἰς
συναίσθησιν καὶ κατήφειαν.
|
9
Συναισθανθῆτε τὴν ἀθλιότητά σας καὶ
λυπηθῆτε καὶ κλαύσατε μὲ συντριβὴν
μετανοίας. Ὁ γέλως σας, ποὺ προέρχεται ἀπὸ
τὸν ἡδονικόν σας βίον, ἂς μεταστροφῇ
εἰς λύπην μετανοίας καὶ ἡ κοσμικὴ
χαρά σας ἂς μετατροπῇ εἰς θλῖψιν.
|
10
Ταπεινώθητε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου,
καὶ ὑψώσει ὑμᾶς.
|
10
Ταπεινωθῆτε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου
καὶ θὰ σᾶς ὑψώσῃ εἰς
τὴν παροῦσαν ζωὴν ὡς προσωπικότητα
ἀρετῆς, θὰ σᾶς δοξάσῃ
δὲ εἰς τὴν μέλλουσαν.
|
10
Ταπεινωθῆτε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ
θὰ σᾶς ὑψώσῃ εἰς μὲν τὴν
παροῦσαν ζωὴν διὰ τῆς ἀρετῆς
καὶ τῆς ἠθικῆς τελειοποιήσεως, εἷς
δὲ τὴν μέλλουσαν διὰ τῆς αἰωνίου
του δόξης καὶ μακαριότητος. |
11
Μὴ καταλαλεῖτε ἀλλήλων, ἀδελφοί,
ὁ καταλαλῶν ἀδελφοῦ καὶ κρίνων
τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καταλαλεῖ
νόμου καὶ κρίνει νόμον· εἰ
δὲ νόμον κρίνεις, οὐκ εἶ ποιητὴς
νόμου, ἀλλὰ κριτής. |
11
Ἀδελφοί, μὴ κατηγορεῖτε καὶ
μὴ κατακρίνετε ὁ ἔνας τὸν ἄλλον.
Διότι ἐκεῖνος ποὺ κατηγορεῖ
καὶ κατακρίνει καὶ καταδικάζει τὸν
ἀδελφόν του, κατηγορεῖ καὶ καταδικάζει
τὸν θεῖον Νόμον, τὸν Νόμον τῆς
ἀγάπης καὶ τῆς καλωσύνης. ᾿Εὰν
δὲ μὲ τὴν συμπεριφοράν σου αὐτὴν
καταδικάζῃς τὸν νόμον τῆς ἀγάπης,
ποὺ ἀπαγορεύει τὴν κατάκρισιν,
τότε δὲν εἶσαι πλέον τηρητὴς
τοῦ νόμου, ἀλλὰ θρασὺς κριτὴς
καὶ ἐπικριτὴς τοῦ νόμου.
|
11
Ἐπειδὴ δὲ καὶ τὸ νὰ κατακρίνῃ
ὁ ἕνας τὸν ἄλλον γίνεται αἰτία
ψυχρότητος καὶ συγκρούσεων, δι’ αὐτὸ μὴ
κατηγορεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον,
ἀδελφοί. Ἐκεῖνος, ποὺ κατηγορεῖ
καὶ καταδικάζει τὸν ἀδελφόν του, κατηγορεῖ
ὡς μὴ ὀρθὸν τὸν θεῖον
νόμον καὶ καταδικάζει καὶ καταφρονεῖ τὸν
θεῖον νόμον τῆς ἀγάπης. Ἐὰν
δὲ καταδικάζῃς τὸν νόμον τῆς ἀγάπης,
ποὺ σοῦ ἀπαγορεύει καὶ τὴν κατάκρισιν
τοῦ πλησίον, θέτεις τὸν ἑαυτόν σου παραπάνω
ἀπὸ τὸν νόμον. Δὲν εἶσαι πλέον
ἐκτελεστὴς τοῦ νόμου, ποὺ ὑποχρεοῦσαι
νὰ φυλάττῃς αὐτόν, ἀλλὰ κάνεις
τὸν ἑαυτόν σου κριτὴν μὲ τὴν
θρασεῖαν ἀξίωσιν νὰ ἔχῃς δικαιώματα
ἐπὶ τοῦ νόμου, ὥστε καὶ νὰ
καταργῇς αὐτόν. |
12
Εἰς ἐστὶν ὁ νομοθέτης καὶ
κριτής, ὁ δυνάμενος σῶσαι καὶ
ἀπολέσαι· σὺ δέ τις εἶ
ὃς κρίνεις τὸν ἕτερον;
|
12
Ἕνας ὅμως εἶναι ὁ νομοθέτης,
ποὺ ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ νομοθετῇ
τὸ ὀρθὸν καὶ νὰ κρίνῃ
κάθε παραβάτην, ὁ δίκαιος Θεός,
ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν δύναμιν
καὶ νὰ σώσῃ καὶ νὰ καταδικάσῃ
εἰς ἀπώλειαν. Σὺ δέ, ἀσήμαντε
ἄνθρωπε, ποῖος εἶσαι, ποὺ τολμᾷς
νὰ κρίνῃς καὶ νὰ κατακρίνῃς
τὸν ἄλλον; |
12
Ἕνας ὅμως εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ
ἔχει ἀπόλυτον δικαίωμα νὰ νομοθετῇ
καὶ νὰ κρίνῃ κάθε παραβάτην, ὁ Θεός,
ὁ ὁποῖος ἔχει καὶ τὴν
δύναμιν νὰ σώσῃ καὶ νὰ παραδώσῃ
εἰς τὴν ἀπώλειαν. Σὺ δέ, μικρὲ
καὶ τιποτένιε ἄνθρωπε, ποῖος εἶσαι
ποὺ κατακρίνεις τὸν ἄλλον;
|
13
Ἄγε νῦν οἱ λέγοντες· σήμερον
καὶ αὔριον πορευσόμεθα εἰς τήνδε
τὴν πόλιν καὶ ποιήσομεν ἐκεῖ
ἐνιαυτὸν ἕνα καὶ ἐμπορευσόμεθα
καὶ κερδήσομεν·
|
13
Ἐλᾶτε τώρα σεῖς, ποὺ χωρὶς
νὰ λογαριάζετε τὸν Θεὸν λέτε·
<σήμερα ἢ αὔριον θὰ πᾶμε
εἰς αὐτὴν τὴν πόλιν καὶ
θὰ μείνωμεν ἐκεῖ ἕνα ἔτος
καὶ θὰ ἐπιδοθῶμεν εἰς τὸ
ἐμπόριον καὶ θὰ κερδήσωμεν χρήματα>.
|
13
Λησμονεῖς, ὅτι ἐξαρτώμεθα ἐξ ὁλοκλήρου
ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος
εἶναι καὶ ὁ ἀπόλυτος κύριος τῆς
ζωῆς τοῦ καθενός μας; Ἐλᾶτε τώρα σεῖς,
ποὺ λέγετε· σήμερον ἢ αὔριον θὰ
ὑπάγωμεν εἰς αὐτὴν τὴν πόλιν
καὶ θὰ μείνωμεν ἐκεῖ ἓν ἔτος
καὶ θὰ ἐμπορευθῶμεν καὶ θὰ
κερδήσωμεν. |
14
οἵτινες οὐκ ἐπίστασθε τὸ τῆς
αὔριον· ποία γὰρ ἡ ζωὴ
ὑμῶν; Ἀτμὶς γὰρ ἔσται
ἡ πρὸς ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα
δὲ καὶ ἀφανιζομένη·
|
14
Τὰ λέγετε αὐτὰ σεῖς, οἱ
ὁποῖοι δὲν γνωρίζετε τί θὰ
συμβῇ ὄχι μετὰ ἕνα ἔτος, ἀλλ'
οὔτε κατὰ τὴν αὐριανὴν ἡμέραν.
Διότι τί εἶναι ἡ ζωή σας, τὴν
ὁποίαν θέλετε νὰ θεωρῆτε ἀτελείωτον;
Εἶναι ἔνας λεπτὸς ἀχνός, ποὺ
φαίνεται γιὰ λίγες στιγμὲς καὶ
ἀμέσως ἔπειτα διαλύεται καὶ
ἀφανίζεται. |
14
Κάνετε τὰ σχέδια αὐτὰ σεῖς, ποὺ
δὲν ἠξεύρετε, τί θὰ συμβῇ κατὰ
τὴν αὐριανὴν ἡμέραν. Διότι τί εἶναι
ἡ ζωή σας; Τιποτένια. εἶναι ἕνας λεπτὸς
ἀτμός, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὀλίγας
στιγμάς, ἔπειτα δὲ ἀφανίζεται.
|
15
ἀντὶ τοῦ λέγειν ὑμᾶς,
ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ, καὶ
ζήσομεν καὶ ποιήσομεν τοῦτο ἢ
ἐκεῖνο. |
15
Σχεδιάζετε καὶ λέγετε, ὅτι ἐπὶ
ἕνα ἔτος θὰ πᾶτε καὶ θὰ
κάμετε καὶ θὰ κερδήσετε, ἀντὶ
νὰ λέτε, ἐὰν ὁ Κύριος
θελήσῃ καὶ ζήσωμεν, τότε καὶ
θὰ κάμωμεν τοῦτο καὶ ἐκεῖνο.
|
15
Λέγετε, ὅτι θὰ ὑπάγωμεν καὶ θὰ
ἐμπορευθῶμεν καὶ θὰ κερδήσωμεν, ἀντὶ
νὰ λέγετε, ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ,
καὶ θὰ ζήσωμεν καὶ θὰ κάμωμεν τοῦτο
ἢ ἐκεῖνο. |
16
Νῦν δὲ καυχᾶσθε ἐν ταῖς ἀλαζονείαις
ὑμῶν· πᾶσα καύχησις τοιαύτη
πονηρά ἐστιν. |
16
Τώρα δέ, παραμερίζοντες τὸν Θεόν,
καυχᾶσθε εἰς τὰ ἀλαζονικά σας
σχέδια καὶ εἰς τὰς ματαιοδόξους
ἐπιχειρήσεις σας. Κάθε τέτοια καύχησις
εἶναι κακὴ καὶ ἁμαρτωλή.
|
16
Τώρα δὲ ἀντὶ νὰ ταπεινωθῆτε
καὶ ἀναγνωρίσετε τὴν ἑξάρτησίν σας
ἀπὸ τὸν Θεόν, καυχᾶσθε διὰ τὰς
ἐπιχειρήσεις ποὺ κάνετε μὲ ματαιόδοξον αὐτοπεποίθησιν.
Κάθε τέτοια καύχησις εἶναι κακὴ καὶ ἐφάμαρτος.
|
17
Εἰδότι οὖν καλὸν ποιεῖν καὶ
μὴ ποιοῦντι, ἁμαρτία αὐτῷ
ἐστιν. |
17
Ἠκούσατε αὐτὰ ποὺ σᾶς
εἶπα καὶ ἐμάθατε ποιὸ εἶναι
τὸ καλόν. Ἀλλὰ μὴ λησμονεῖτε,
ὅτι ἐκεῖνος ποὺ
γνωρίζει ποῖον εἶναι τὸ καλόν,
ἔχει δὲ καὶ τὴν δύναμιν νὰ
τὸ πραγματοποιήσῃ, καὶ δὲν τὸ
κάμνει, διαπράττει ἁμαρτίαν.
|
17
Ἀπὸ αὐτά, ποὺ σᾶς εἶπα,
ἐμαθατε, ποῖον εἶναι τὸ ὀρθὸν
καὶ τὸ καλόν. Προσέξατε λοιπὸν νὰ
συμμορφωθῆτε πρὸς αὐτά. Διότι ἐκεῖνος,
ποὺ γνωρίζει κάτι καλὸν καὶ δὲν τὸ
πράττει, ἁμαρτάνει. |