Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
κούσατε
λόγον Κυρίου πᾶσα Ἰουδαία.
|
λη
ἡ χώρα τῆς Ἰουδαίας, ὅλοι
οἱ κατοικοῦντες εἰς αὐτὴν ἀκούσατε
λόγον Κυρίου·
|
κούσατε
λόγον Κύριον ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Ἰουδαίας.
|
3
Τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ·
διορθώσατε τὰς ὁδοὺς ὑμῶν
καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν,
καὶ κατοικιῶ ὑμᾶς ἐν τῷ
τόπῳ τούτῳ. |
3
αὐτὰ λέγει Κύριος ὁ Θεὸς
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ: Διορθώσατε
τοὺς δρόμους τῆς ζωῆς σας καὶ
τὰ ἔργα σας, καὶ ἐγὼ θὰ
σᾶς ἐγκαταστήσω ἀσφαλῶς καὶ
μονίμως εἰς τὸν τόπον αὐτόν.
|
3
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς
τοῦ Ἰσραήλ: <Διορθώσατε τὴν σνμπεριφοράν
σας καὶ σωφρονισθῆτε ὡς πρὸς τὴν
ὅλην διαγωγήν σας, καὶ Ἐγὼ θὰ
ἀποσύρω τὶς ἀπειλὲς καὶ
θὰ σᾶς ἀφήσω νὰ κατοικῆτε ἀσφαλῶς
καὶ μονίμως εἰς τὸν τόπον αὐτόν.
|
4
Μὴ πεποίθατε ἐφ ἑαυτοῖς ἐπὶ
λόγοις ψεύδεσιν, ὅτι τὸ παράπαν
οὐκ ὠφελήσουσιν ὑμᾶς λέγοντες·
ναὸς Κυρίου, ναὸς Κυρίου ἐστίν.
|
4
Μὴ ἔχετε πεποίθησιν εἰς τὸν
ἑαυτόν σας. Μὴ δίδετε ἐμπιστοσύνην
εἰς τὰ ψευδῆ λόγια τῶν ψευοοπροφητῶν,
διότι τίποτε ἀπολύτως δὲν θὰ
σᾶς ὠφελήσουν ἐκεῖνοι οἱ
ὁποῖοι λέγουν: Ὁ ναὸς τοῦ
Κυρίου εὑρίσκεται εἰς τὴν χώραν
μας, ἄρα ὁ Θεὸς εἶναι μαζῆ μας!
|
4
Μὴ στηρίζετε τὴν πεποίθησιν καὶ τὴν
ἐλπίδα σας εἰς τοὺς ἑαυτούς
σας καὶ μὴ δίδετε ἐμπιστοσύνην εἰς
τὰ ἀπατηλὰ καὶ παραπλανητικὰ
λόγια τῶν ψευδοπροφητῶν. Διότι καθόλου δὲν
πρόκειται νὰ σᾶς ὠφελῆσουν ὅσοι
λέγουν: Ὁ ναὸς τοῦ Κυρίου εἶναι·
ὁ ναὸς τὸν Κυρίου εἶναι αὐτὸς
ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν χώραν μας·
ἑπομένως μᾶς προστατεύει ὁ Θεός·
πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν κάποιος νὰ
τὸν κυριεύσῃ καὶ νὰ μᾶς καταστρέψῃ;
|
5
Ὅτι ἐὰν διορθοῦντες διορθώσητε
τὰς ὁδοὺς ὑμῶν καὶ τὰ
ἐπιτηδεύματα ὑμῶν καὶ ποιοῦντες
ποιήσητε κρίσιν ἀνὰ μέσον ἀνδρὸς
καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ πλησίον
αὐτοῦ |
5
Μόνον ἐὰν μὲ ἐπιμέλειαν
καὶ ἀποφασιστικότητα διορθώσετε τοὺς
δρόμους τῆς ζωῆς σας καὶ τὰ
ἔργα τῶν χειρῶν σας, ἐὰν ἐφαρμόσετε
καὶ ἀποδόσετε δικαιοσύνην μεταξὺ
τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ
τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου,
|
5
Διότι μόνον ἐὰν ἀποφασίσετε σταθερὰ
νὰ διορθώσετε τὴν συμπεριφοράν σας καὶ
νὰ σωφρονισθῆτε, ὥστε νὰ ἀπονέμετε
δικαιοσύνην μεταξὺ τοῦ ἑνὸς καὶ
τοῦ ἄλλου, τὸν πλησίον του·
|
6
καὶ προσήλυτον καὶ ὀρφανὸν καὶ
χήραν μὴ καταδυναστεύσητε καὶ αἷμα
ἀθῶον μὴ ἐκχέητε ἐν τῷ
τόπῳ τούτῳ καὶ ὀπίσω
θεῶν ἀλλοτρίων μὴ πορεύησθε
εἰς κακὸν ὑμῖν,
|
6
ἐὰν δὲν καταδυναστεύετε τὸν
ξένον, τὸ ὀρφανὸν καὶ τὴν
χήραν, ἐὰν δὲν χύνετε αἷμα
ἀθώου εἰς τὸν τόπον αὐτὸν
καὶ δὲν τρέχετε πίσω ἀπὸ
ξένους εἰδωλολατρικοὺς θεούς, πρὸς
καταστροφήν σας καὶ ὄλεθρόν σας,
|
6
καὶ μόνον ἐὰν παύσετε νὰ καταπιέζετε
καὶ νὰ ἐκμεταλλεύεσθε τὸν ἐθνικόν,
ποὺ προσειλκύσθη εἰς τὴν ἰουδαϊκὴν
πίστιν καὶ ἔγινε προσήλυτος, τὸ ὀρφανὸν
καὶ τὴν χήραν· καὶ ἐὰν σταματήσετε
νὰ χύνετε αἷμα ἀθώου ἀνθρώπου
εἰς τὸν τόπον αὐτόν· καὶ
ἐὰν σταματήσετε νὰ τρέχετε πίσω ἀπὸ
ξένους θεούς, θεοὺς εἰδωλολατρικούς, πρὸς
τιμωρίαν καὶ καταστροφήν σας,
|
7
καὶ κατοικιῶ ὑμᾶς ἐν τῷ
τόπῳ τούτῳ, ἐν γῆ, ᾗ
ἔδωκα τοῖς πατράσιν ὑμῶν ἐξ
αἰῶνος καὶ ἕως αἰῶνος.
|
7
ἐγὼ θὰ σᾶς ἐγκαταστήσω
ὡς μονίμους κατοίκους εἰς τὴν
χώραν αὐτήν, εἰς τὴν γῆν
τῆς Ἐπαγγελίας, τὴν ὁποίαν
ἔδωσα εἰς τοὺς προγόνους σας ἀπὸ
ἀρχαιοτάτων χρόνων, διὰ νὰ γίνῃ
καὶ μείνῃ παντοτεινή σας κατοικία.
|
7
τότε καὶ μόνον θὰ σᾶς ἐγκαταστήσω
μονίμως καὶ ἀσφαλῶς εἰς τὸν
τόπον τοῦτον, εἰς τὴν χώραν αὐτὴν
τῆς ἐπαγγελίας, τὴν ὁποίαν ἔδωκα
ὡς κληρονομίαν εἰς τοὺς προπάτορές
σας ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων, διὰ νὰ
τὴν κατέχουν αἰωνίως. |
8
Εἰ δὲ ὑμεῖς πεποίθατε ἐπὶ
λόγοις ψεύδεσιν, ὅθεν οὐκ ὠφεληθήσεσθε,
|
8
Ἐὰν ὅμως σεῖς στηρίξετε τὴν
πεποίθησίν σας εἰς τοὺς ψευδεῖς
λόγους τῶν ψευδοπροφητῶν, ἀπὸ
τοὺς ὁποίους τίποτε δὲν ἔχετε
νὰ ὠφεληθῆτε,
|
8
Ἐὰν ὅμως σεῖς δίδετε ἐμπιστοσύνην
εἰς τὰ ἀπατηλὰ καὶ παραπλανητικὰ
λόγια τῶν ψευδοπροφητῶν, ἀπὸ τὰ
ὁποῖα δὲν ἔχετε νὰ ὠφεληθῆτε
τίποτε· |
9
καὶ φονεύετε καὶ μοιχᾶσθε καὶ
κλέπτετε καὶ ὀμνύετε ἐπ' ἀδίκῳ
καὶ θυμιᾶτε τῇ Βάαλ καὶ ἐπορεύεσθε
ὀπίσω θεῶν ἀλλοτρίων, ὧν
οὐκ οἴδατε, τοῦ κακῶς εἶναι
ὑμῖν |
9
καὶ διαπράττετε φόνους καὶ μοιχείας
καὶ κλέπτετε καὶ ὁρκίζεσθε ψευδεῖς
καὶ ἀδίκους ὅρκους καὶ προσφέρετε
θυμίαμα εἰς τὸ εἴδωλον τοῦ Βάαλ,
ἐὰν γενικῶς, πρὸς ἰδικήν
σας συμφορὰν καὶ θλῖψιν, ἀκολουθῆτε
ὀπίσω ξένων θεῶν, ὀπίσω
τῶν εἰδώλων, τὰ ὁποῖα
προηγουμένως δὲν γνωρίζατε, ἐὰν
καθ' ὅν χρόνον διαπράττετε ἀκόμη
τὰς παραβάσεις αὐτὰς
|
9
καὶ ἐὰν συνεχίσετε νὰ φονεύετε, νὰ
μοιχεύετε, νὰ κλέπτετε, νὰ ψευδορκῆτε καὶ
νὰ ἐπιορκῆτε, νὰ προσφέρετε θυμίαμα
εἰς τὸν εἰδωλολατρικὸν θεὸν
Βάαλ καὶ γενικῶς νὰ τρέχετε πρὸς τιμωρίαν
καὶ καταστροφήν σας πίσω ἀπὸ ξένους
θεούς, θεοὺς εἰδωλολατρικούς, τοὺς
ὁποίους δὲν εἴχατε γνωρίσει προηγουμένως·
|
10
καὶ ἤλθετε καὶ ἔστητε ἐνώπιον
ἐμοῦ ἐν τῷ οἴκῳ, οὗ
ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ'
αὐτῷ, καὶ εἴπατε· ἀπεσχήμεθα
τοῦ μὴ ποιεῖν πάντα τὰ βδελύγματα
ταῦτα, |
10
ἀμετανόητοι ἔλθετε καὶ σταθῆτε
ἐνώπιόν μου εἰς τὸν οἶκον
μου, ὁ ὁποῖος φέρει τὸ Ὄνομά
μου, καὶ ὄρθιοι νὰ μοῦ εἰπῆτε,
ὅτι ἡμεῖς ἔχομεν ἀπομακρυνθῆ
ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ βδελυρὰ
πράγματα, |
10
ἐὰν λοιπὸν συνεχίσετε νὰ ἐργάζεσθε
ὅλα αὐτὰ καὶ δὲν μετανοήσετε,
ἔλθετε δὲ καὶ σταθῆτε ἐμπρός
μου εἰς τὸν Ναὸν αὐτόν, ὁ ὁποῖος
φέρει τὸ ὄνομά μου, καὶ εἴπητε μὲ
αὐθάδειαν καὶ ὑποκρισίαν: <Ἔχομεν
ἀπομακρυνθῇ, ἀπέχομεν πλέον ἀπὸ
τὰ μισητὰ καὶ σιχαμερὰ αὐτὰ
ἔργα!> |
11
μὴ σπήλαιον λῃστῶν ὁ οἶκός
μου, οὐ ἐπικέκληται τὸ ὄνομά
μου ἐπ' αὐτῷ ἐκεῖ, ἐνώπιον
ὑμῶν; Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ
ἑώρακα, λέγει Κύριος, |
11
ἐγὼ σᾶς ἀπαντῶ· μήπως
διὰ σᾶς ὁ ναός μου, ὁ ἀφιερωμένος
εἰς τὸ Ὄνομά μου, ἔγινε σπήλαιον
ληστῶν; Ἰδοὺ ἐγὼ βλέπω
καλά, ποῖοι εἶσθε καὶ τί πράττετε,
λέγει ὁ Κύριος.
|
11
Ἐγὼ ἀπαντῶ: <Μήπως ὁ Ναός
μου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀφιερωμένος
εἰς τὸ ὄνομά μου, ἔγινε διὰ
σᾶς σπήλαιον, ὅπου κατοικοῦν λησταί; Ἀλλ'
ἰδού· Εγὼ ὡς παντογνώστης εἶδα
καὶ γνωρίζω πολὺ καλὰ τὴν ἁμαρτωλὴν
καὶ ἀσεβῆ διαγωγήν σας· δὲν
μοῦ διαφεύγει ἡ εἰδωλολατρία σας>, λέγει
ὁ Κύριος. |
12
ὅτι πορεύθητε εἰς τὸν τόπον
μου τὸν ἐν Σηλώ, οὗ κατεσκήνωσα
τὸ ὄνομά μου ἐκεῖ ἔμπροσθεν,
καὶ ἴδετε ἐποίησα αὐτῷ
ἀπὸ προσώπου κακίας λαοῦ μου
Ἰσραήλ. |
12
Πηγαίνετε εἰς τὸν τόπον μου, εἰς
Σηλώ, ὅπου εἰς παλαιοτέραν ἐποχὴν
ἐγὼ εἶχα κατασκηνώσει καὶ ἐπεκαλεῖτο
ἐκεῖ τὸ Ὄνομά μου, ἰδέτε
ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἐγὼ
ἔκαμα ἐξ αἰτίας τῆς παρανομίας
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
|
12
Μὴ θαρρεῖτε ἑπομένως εἰς τὸν
Ναόν, ἐφ' ὅσον ἐφανήκατε ἀσεβεῖς
ἀπέναντί μου καὶ εἰσέρχεσθε ἀδιαφόρως
εἰς αὐτόν. Καὶ διὰ νὰ βεβαιωθῆτε
περὶ τούτου, πηγαίνετε εἰς τὸν τόπον, ὁ
ὁποῖος ἦταν κάποτε ἰδικός μου, τὴν
Σηλώ, ὅπου εἰς τὰ παλαιότερα
χρόνια εἶχα κατασκηνώσει μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων
μὲ τὴν Σκηνὴν τοῦ Μαρτυρίου καὶ
τὴν ἱερὰν Κιβωτὸν πηγαίνετε λοιπὸν
ἐκεῖ καὶ ἴδετε τὶ ἔκαμα
εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ἕνεκα
τῆς κακοηθείας καὶ ἀποστασίας τοῦ
Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μου.
|
13
Καὶ νῦν ἀνθ ὧν ἐποιήσατε
πάντα τὰ ἔργα ταῦτα, καὶ ἐλάλησα
πρὸς ὑμᾶς καὶ οὐκ ἠκούσατέ
μου, καὶ ἐκάλεσα ὑμᾶς καὶ
οὐκ ἀπεκρίθητε, |
13
Καὶ τώρα ἐπειδὴ καὶ σεῖς
ἐπράξατε ὅλα ἐκεῖνα τὰ
πονηρὰ ἔργα τῶν προγόνων σας καὶ
ὡμίλησα πρὸς σᾶς καὶ δὲν
ἠθελήσατε νὰ ὑπακούσετε, σᾶς
ἐκάλεσα καὶ δὲν ἀπαντήσατε,
|
13
Καὶ τώρα, ἐπειδὴ ἐκάματε ὅλα
τὰ ἀσεβῆ καὶ βλάσφημα ἔργα τῶν
προγόνων σας· σᾶς ὡμίλησα δὲ καὶ δὲν
μοῦ ὑπηκούσατε, καὶ σᾶς ἐκάλεσα,
σεῖς ὅμως δὲν ἀνταπεκρίθητε εἰς
τὴν πρόσκλησίν μου, |
14
τοίνυν κἀγὼ ποιήσω τῷ οἴκῳ
τούτῳ, ᾦ ἐπικέκληται τὸ
ὄνομά μου ἐπ οὐτῷ, ἐφ'
ὑμεῖς πεποίθατε ἐπ' αὐτῷ,
καὶ τῷ τόπῳ, ᾦ ἔδωκα ὑμῖν
καὶ τοῖς πατράσιν ὑμῶν, καθὼς
ἐποίησα Σηλώ. |
14
λοιπόν, καὶ ἐγὼ θὰ πράξω
εἰς τὸν τόπον αὐτόν, ὅπου
ἐπικαλεῖται τὸ Ὄνομά μου καὶ
εἰς τὸν ὁποῖον καὶ σεῖς
εἴχατε πίστιν καὶ πεποίθησιν, εἰς
τὸν τόπον αὐτὸν τὸν ὁποῖον
ἔδωσα εἰς σᾶς καὶ εἰς τοὺς
προγόνους σας, θὰ κάμω ὅ,τι ἔκαμα
καὶ εἰς τὴν περιοχὴν Σηλώ.
|
14
διὰ τοῦτο λοιπὸν θὰ κάμω καὶ
Ἐγὼ εἰς τὸν οἶκον αὐτόν,
τὸν Ναὸν τὸν ἀφιερωμένον εἰς
Ἐμέ, εἰς τὸν ὁποῖον ἐπικαλεῖται
τὸ Ὄνομά μου καὶ εἰς τὸν ὁποῖον
σεῖς ἐστηρίξατε τὴν πεποίθησίν
σας, εἰς τὸν τόπον αὐτόν, τὸν ὁποῖον
ἔδωκα εἰς σᾶς καὶ εἰς τοὺς
προπάτορές σας, ὅπως καὶ ὅ,τι ἔκαμα
εἰς τὸ παλαιὸν κατοικητήριόν μου, τὴν
Σηλώ. |
15
Καὶ ἀπορρίψω ὑμᾶς ἀπὸ
προσώπου μου, καθὼς ἀπέρριψα τοὺς
ἀδελφοὺς ὑμῶν, πᾶν τὸ
σπέρμα Ἐφραίμ. |
15
Θὰ σᾶς ἀπορρίψω ἀπὸ ἐνώπιόν
μου, ὅπως ἀπέρριψα τοὺς ἀδελφούς
σας, ὅλην τὴν φυλὴν τοῦ Ἐφραίμ.
|
15
Θὰ σᾶς ἀποδοκιμάσω καὶ θὰ σᾶς
ἀπορρίψω ἀπὸ ἐμπρός μου, ὅπως
ἀπέρριψα τοὺς ἀδελφούς σας Ἰσραηλίτας
τοῦ βορείου βασιλείου, ὅλους τοὺς ἀπογόνους
τῆς φυλῆς Ἐφραίμ>.
|
16
Καὶ σὺ μὴ προσεύχου περὶ τοῦ
λαοῦ τούτου καὶ μὴ ἀξιοῦ
τοῦ ἐλεηθῆναι αὐτοὺς καὶ
μὴ εὔχου καὶ μή προσέλθῃς
μοι περὶ αὐτῶν, ὅτι οὐκ εἰσακούσομαι.
|
16
Καὶ σύ, προφῆτα Ἱερεμία, παῦσε
νὰ προσεύχεσαι ὑπὲρ τοῦ λαοῦ
αὐτοῦ καὶ μὴ ἔχῃς τὴν
ἀξίωσιν νὰ τοὺς ἐλεήσω.
Μὴ προσεύχεσαι ὑπὲρ αὐτῶν
καὶ μὴ προσέλθῃς ἐνώπιόν
μου μεσιτεύων δι' αὐτούς, διότι ἐγὼ
δὲν θὰ σὲ ἀκούσω.
|
16
<Καὶ σὺ ἀπὸ τὴν πλευράν σου>,
λέγει ὁ Θεὸς πρὸς τὸν προφήτην Ἱερεμίαν,
<ἐφ’ ὅσον τέτοια εἶναι ἡ συμπεριφορά
των, παῦσε νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ ἱκετεύῃς
ὑπὲρ τοῦ λαοῦ τοῦτου καὶ
μὴ ἔχῃς τὴν ἀξίωσιν νὰ
ἐλεηθοῦν αὐτοὶ ἐκ μέρους μου·
μὴ προσεύχεσαι ὑπὲρ αὐτῶν καὶ
μὴ παρουσιασθῇς ἐνώπιόν μου μεσιτεύων ὑπὲρ
αὐτῶν, διότι δὲν θὰ σὲ εἰσακούσω.
|
17
Ἦ οὐχ ὁρᾷς τί αὐτοὶ
ποιοῦσιν ἐν ταῖς πόλεσιν Ἰούδα
καὶ ἐν ταῖς ὁδοῖς Ἱερουσαλήμ;
|
17
Ἀλήθεια, δὲν βλέπεις τί κάμνουν
αὐτοὶ εἰς τὰς διαφόρους πόλεις
τοῦ Ἰούδα καὶ εἰς τοὺς
δρόμους τῆς Ἱερουσαλήμ;
|
17
Ἀλήθεια, δὲν βλέπεις πῶς συμπεριφέρονται
δημοσίως ὅλοι αὐτοὶ καὶ τί κάμνουν
εἰς τὶς πόλεις τῆς Ἰουδαίας καὶ
εἰς τοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλήμ;
|
18
Οἱ υἱοὶ αὐτῶν συλλέγουσι
ξύλα, καὶ οἱ πατέρες αὐτῶν
καίουσι πῦρ, καὶ αἱ γυναῖκες
αὐτῶν τρίβουσι σταῖς τοῦ ποιῆσαι
χαυῶνας τῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ,
καὶ ἔσπεισαν σπονδὰς θεοῖς ἀλλοτρίοις,
ἵνα παροργίσωσί με. |
18
Τὰ παιδιά των μαζεύουν ξύλα, οἱ
γονεῖς των καίουν αὐτὰ εἰς πῦρ,
αἱ δὲ γυναῖκες ζυμώνουν φυράματα,
διὰ νὰ κατασκευάσουν ἄρτους, προσφορὰς
πρὸς τιμὴν τῆς στρατιᾶς τῶν
ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ καὶ
νὰ προσφέρουν σπονδὰς εἰς ξένους
θεούς, διὰ νὰ μὲ ἐξοργίζουν
ἐναντίον των. |
18
Οἱ υἱοί των μαζεύουν ξύλα καὶ οἱ
πατέρες των ἀνάβουν μὲ τὰ ξύλα αὐτὰ
φωτιά, οἱ δὲ γυναῖκες τῶν ζυμώνουν
φυράματα διὰ νὰ κατασκευάσουν μεγάλους ἄρτους
<γλυκίσματα στρογγυλά, ἐπίπεδα, ὅμοια πρὸς
τὸν δίσκον τῆς σελήνης> πρὸς τιμὴν
τῶν πολυαρίθμων ἄστρων τὸν οὐρανοῦ
<κατὰ τὸ Ἑβραϊκόν: Πρὸς τιμὴν
τῆς <βασιλίσσας τὸν οὐρανοῦ>,
καὶ προσφέρουν σπονδὰς εἰς θεοὺς ξενους,
εἰδωλολατρικούς, διὰ νὰ προκαλέσουν
τὴν ὀργήν μου. |
19
Μὴ ἐμὲ αὐτοὶ παροργίζουσι;
Λέγει Κύριος· οὐχὶ ἑαυτούς,
ὅπως καταισχυνθῇ τὰ πρόσωπα αὐτῶν;
|
19
Μήπως μὲ αὐτά, ποὺ διαπράττουν
καὶ με ἐξοργίζουν, βλάπτουν ἐμέ;
Λέγει ὁ Κύριος. Δὲν βλάπτουν
τὸν ἑαυτόν των μὲ ἀποτέλεσμα
νὰ καταισχυνθοῦν τὰ πρόσωπά
των; |
19
Ἀλλὰ μήπως μὲ τὴν ἀσεβῆ
καὶ βλάσφημον συμπεριφοράν των, μὲ τὴν
ὁποίαν προκαλοῦν τὴν ὀργήν μου, βλάπτουν
πράγματι Ἐμέ; Λέγει ὁ Κύριος· μὲ ὅλα
αὐτὰ δὲν βλάπτουν τοὺς ἑαυτούς
των, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κατεντροπιάζωνται
τὰ πρόσωπά των;> |
20
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος·
ἰδοὺ ὀργὴ καὶ θυμός μου
χεῖται ἐπὶ τὸν τόπον τοῦτον
καὶ ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους
καὶ ἐπὶ τὰ κτήνη καὶ ἐπὶ
πᾶν ξύλον τοῦ ἀγροῦ αὐτῶν
καὶ ἐπὶ τὰ γεννήματα τῆς
γῆς, καὶ καυθήσεται καὶ οὐ σβεσθήσεται.
|
20
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος: Ἰδού, ἡ ὀργὴ καὶ
ὁ θυμός μου θὰ ἐκσπάσουν καὶ
θὰ ἐκχυθοῦν ἐναντίον τῆς
χώρας αὐτῆς, ἐναντίον τῶν
ἀνθρώπων, ποὺ κατοικοῦν αὐτήν,
καὶ ἐναντίον τῶν κτηνῶν, ἐναντίον
ὅλων τῶν δένδρων τῆς ὑπαίθρου
καὶ τῶν προϊόντων τῆς χώρας
των. Ὁ θυμός μου θὰ ἀνάψῃ
καὶ δὲν θὰ σβήσῃ.
|
20
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος:
<Νά· ἡ ὀργὴ καὶ ὁ
θυμός μου θὰ ἐκσπάσουν καὶ θὰ
ἐκχυθοῦν κατὰ τῆς χώρας αὐτῆς·
ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων ποὺ κατοικοῦν
εἰς αὐτὴν καὶ ἐναντίον τῶν
ζώων· καὶ ἐναντίον ὅλων τῶν δένδρων
τῶν ἀγρῶν των καὶ ἐναντίον ὅλων
τῶν γεννημάτων τῆς χώρας. Ὁ θυμὸς
καὶ ἡ ὀργή μου θὰ ἀνάψουν
καὶ δὲν θὰ σβήσουν>.
|
21
Τάδε λέγει Κύριος· τὰ ὁλοκαυτώματα
ὑμῶν συναγάγετε μετὰ τῶν θυσιῶν
ὑμῶν καὶ φάγετε κρέα.
|
21
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Μαζέψτε
καὶ πάρτε ἀπὸ τὰ μάτια
μου τὰ ὁλοκαυτώματά σας, ὅπως
καὶ ὅλας τὰς ἄλλας θυσίας σας,
καὶ φάγετε μόνοι σας τὰ κρέατα.
Τίποτε δὲν ἔχετε νὰ ὠφεληθῆτε
ἀπὸ αὐτά,
|
21
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: <Μαζεύσατε καὶ
συγκεντρώσατε τὰ κρέατα τῶν ὁλοκαυτωμάτων
σας μαζὶ μὲ ἐκεῖνα τῶν θυσιῶν
σας καὶ φάγετέ τα σεῖς· διότι Ἐγὼ
δὲν ἔχω ἀνάγκην θυσιῶν!
|
22
Ὅτι οὐκ ἐλάλησα πρὸς τοὺς
πατέρας ὑμῶν καὶ οὐκ ἐνετειλάμην
αὐτοῖς ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ
ἀνήγαγον αὐτοὺς ἐκ γῆς
Αἰγύπτου, περὶ ὁλοκαυτωμάτων
καὶ θυσίας· |
22
διότι ἐγὼ δὲν ὡμίλησα
πρὸς τοὺς προγόνους σας, δὲν ἔδωσα
εἰς αὐτοὺς ἐντολήν, κατὰ
τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, ποὺ
τοὺς ἔβγαλα ἐλευθέρους ἀπὸ
τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, περὶ
ὁλοκαυτωμάτων καὶ ἄλλων θυσιῶν.
|
22
Διότι Ἐγὼ δὲν ὡμίλησα εἰς τοὺς
προπάτορές σας καὶ δὲν ἔδωκα καμμίαν
ἐντολὴν εἰς αὐτούς, κατὰ τὴν
ἐποχὴν ποὺ τοὺς ἐλευθέρωσα ἀπὸ
τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ τοὺς
ὠδήγησα εἰς τὴν γῆν Χαναάν,
περὶ ὁλοκαυτωμάτων καὶ ἄλλων θυσιῶν.
|
23
ἀλλ' ἢ τὸ ρῆμα τοῦτο ἐνετειλάμην
αὐτοῖς· λέγων· ἀκούσατε
τῆς φωνῆς μου, καὶ ἔσομαι ὑμῖν
εἰς Θεόν, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ
μοι εἰς λαόν· καὶ πορεύεσθε ἐν
πάσαις ταῖς ὁδοῖς μου, αἷς ἂν
ἐντείλωμαι ὑμῖν, ὅπως ἄν
εὖ ᾖ ὑμῖν. |
23
Ἀλλὰ κυρίως τοὺς ἔδωσα αὐτὴν
τὴν ἐντολὴν λέγων: Ἀκούσατε
τοὺς λόγους μου, συμμορφωθῆτε πρὸς
τὰς ἐντολάς μου καὶ ἐγὼ
θὰ εἶμαι ὁ Θεός σας καὶ σεῖς
θὰ εἶσθε ὁ λαός μου. Βαδίζετε
ὅλους τοὺς δρόμους τῶν ἐντολῶν
μου, διὰ νὰ κατευοδωθῆτε καὶ εὐτυχήσετε.
|
23
Τοὺς ἔδωκα μόνον αὐτὴν τὴν ἐντολὴν
καὶ τοὺς εἶπα: Ἀκοῦστε τὴν
φωνήν μου, συμμορφωθῆτε πρὸς τὶς ἐντολές
μου, καὶ Ἐγὼ θὰ εἶμαι εἰς
σᾶς Θεός, καὶ σεῖς θὰ εἶσθε
εἰς Ἐμὲ λαὸς ἐκλεκτός. Πορεύεσθε
δὲ εἰς ὅλα, ὅσα Ἐγὼ σᾶς
ὑποδεικνύω καὶ σᾶς δίδω ἐντολήν, διὰ
νὰ εὐτυχῆτε. |
24
Καὶ οὐκ ἤκουσάν μου, καὶ οὐ
προσέσχε τὸ οὖς αὐτῶν, ἀλλ'
ἐπορεύθησαν ἐν τοῖς ἐνθυμήμασι
τῆς καρδίας αὐτῶν τῆς κακῆς
καὶ ἐγενήθησαν εἰς τὰ ὄπισθεν
καὶ οὐκ εἰς τὰ ἔμπροσθεν.
|
24
Ἀλλὰ ἐκεῖνοι δὲν μὲ ἄκουσαν.
Δὲν ἤνοιξαν τὰ αὐτιά των νὰ
προσέξουν εἰς τὰ λόγια μου, ἀλλὰ
ἐπορεύθησαν σύμφωνα μὲ τὰς πονηρὰς
ἐπιθυμίας τῶν διεφθαρμένων καρδιῶν
των καὶ ἔτσι ὀπισθοδρόμησαν δὲν
προώδευσαν.
|
24
Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν μὲ ἄκουσαν,
δὲν ἔδωσαν προσοχὴν εἰς ὅσα
τοὺς εἶπα' ἀλλ' ἐβάδισαν σύμφωνα μὲ
τὶς ἁμαρτωλὲς κλίσεις καὶ πονηρὲς
ἐπιθυμίες τῆς διεστραμμένης καὶ πεισματικῶς
ἀμετανόητον καρδίας των· ἔτσι ἐπροχώρησαν
πρὸς τὸ χειρότερον καὶ ὄχι πρὸς
τὸ καλύτερον. |
25
Ἀφ' ἧς ἡμέρας ἐξήλθοσαν
οἱ πατέρες αὐτῶν ἐκ γῆς
Αἰγύπτου καὶ ἕως τῆς ἡμέρας
ταύτης, καὶ ἐξαπέστειλα πρὸς
ὑμᾶς πάντας τοὺς δούλους μου,
τοὺς προφήτας, ἡμέρας καὶ ὄρθρου,
καὶ ἀπέστειλα, |
25
Ἀπὸ τὴν ἐποχήν, κατὰ τὴν
ὁποίαν οἱ προπάτορές των ἐβγῆκαν
ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν χώραν
τῆς Αἰγύπτου, καὶ μέχρι τῆς
ἡμέρας αὐτῆς ἔστειλα πρὸς
σᾶς ὅλους τοὺς δούλους μου, τοὺς
προφήτας, τοὺς ἔστειλα νὰ ὁμιλοῦν
πρὸς αὐτοὺς ἀπὸ πρωΐας μέχρις
ἑσπέρας.
|
25
Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ οἱ
προπάτορές των ἐγκατέλειψαν, ἐλεύθεροι πλέον,
τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ μέχρι τὴν
ἡμέραν αὐτήν, ἀπέστελλα συνεχῶς, χωρὶς
διακοπήν, πρὸς σᾶς ὅλους τοὺς δούλους
μου, τοὺς προφήτας· τοὺς ἀπέστελλα
νὰ τοὺς διδάσκουν μὲ ζῆλον ἀπὸ
πολὺ ἐνωρὶς μέχρι τὸ βράδυ!
|
26
καὶ οὐκ εἱσήκουσάν μου, καὶ
οὐ προσέσχε τοὺς οὖς αὐτῶν,
καὶ ἐσκλήρυναν τὸν τράχηλον
αὐτῶν ὑπὲρ τοὺς πατέρας
αὐτῶν. |
26
Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν μὲ ἤκουσαν,
δὲν ἤνοιξαν τὰ αὐτιά των, νὰ
προσέξουν τὰ λόγια μου καὶ ἐσκλήρυναν
τὸν τράχηλον αὐτῶν περισσότερον
ἀπὸ τοὺς προγόνους των.
|
26
Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν μὲ εἰσήκουσαν
καὶ δὲν ἔδωσαν προσοχὴν εἰς
τὰ λεγόμενά μου· ἀλλὰ συνέχισαν νὰ
ἀντιλέγουν καὶ νὰ μένουν σκληροτράχηλοι
καὶ πεισματικὰ ἀνυπάκουοι περισσότερον
ἀπὸ τοὺς προπάτορές των>.
|
28
Καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς τοῦτον
τὸν λόγον· τοῦτο τὸ ἔθνος,
οὐκ ἤκουσε τῆς φωνῆς Κυρίου
οὐδὲ ἐδέξατο παιδείαν, ἐξέλιπεν
ἡ πίστις ἐκ στόματος αὐτῶν.
|
28
Θὰ εἴπῃς λοιπὸν σύ, προφῆτα
Ἱερεμία, εἰς αὐτοὺς τοῦτον
τὸν λόγον: Αὐτὸ εἶναι τὸ
ἔθνος, τὰ ὁποῖον δὲν ἤκουσε
τὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου του, οὔτε
καὶ ἐδέχθη τὴν παιδαγωγίαν καὶ
μόρφωσιν παρὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐξηφανίσθη
ἡ φιλαλήθεια καὶ ἡ εἰλικρίνεια
ἀπὸ τὸ στόμα αὐτῶν.
|
28
Σὺ λοιπόν, Ἱερεμία, θὰ εἴπῃς
εἰς αὐτοὺς τὸν λόγον τοῦτον:
<Αὐτὸ τὸ ἔθνος εἶναι ἐκεῖνο,
τὸ ὁποῖον δὲν ἐπειθάρχησεν εἰς
τὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου τοῦ, οὔτε
ἐδέχθη τὴν παιδαγωγίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς
διόρθωσιν. Ἀπέλιπεν ἡ εἰλικρίνεια, ἡ
ἀξιοπιστία καὶ ἡ φιλαλήθεια ἀπὸ
τὸ στόμα των>. |
-29
Κεῖραι τὴν καφαλήν σου καὶ ἀπόρριπτε
καὶ ἀνάλαβε ἐπὶ χειλέων
θρῆνον, ὅτι ἀπεδοκίμασε Κύριος
καὶ ἀπώσατο τὴν γενεὰν τὴν
ποιοῦσαν ταῦτα. |
29
Εἰς ἔνδειξιν πένθους ξύρισε τὰς
τρίχας τῆς κεφαλῆς σου καὶ ἀπόρριψέ
τας. Ἀνάλαβε θρήνους καὶ μοιρολόγια
εἰς τὰ χείλη σου, διότι ὁ Κύριος
ἀπεδοκίμασε καὶ ἀπέκρουσε τὴν
γενεάν, ἡ ὁποία διαπράττει αὐτὰς
τὰς παρανομίας.
|
29
<Ὁ Κύριος, ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν
Προφήτην· ἢ κατ' ἄλλους, πρὸς τὴν
Ἱερουσαλήμ, λέγει:> <Πρὸς δήλωσιν πένθους
διὰ τὰ ἐπερχόμενα κακά, ξύρισε τὴν
κεφαλήν σου καὶ πέταξε μακριὰ τὶς τρίχες·
ἀνάλαβε θρῆνον καὶ μοιρολόγι εἰς τὰ
χείλη σου, διότι ὁ Κύριος ἀπεδοκίμασε καὶ
ἀπώθησε τὴν ἀσεβῆ αὐτὴν
γενεάν, ἡ ὁποία ἐργάζεται αὐτὲς
τὶς ἀνομίες. |
30
Ὅτι ἐποίησαν οἱ υἱοὶ Ἰούδα
τὸ πονηρὸν ἐναντίον ἐμοῦ,
λέγει Κύριος· ἔταξαν τὰ βδελύγματα
αὐτῶν ἐν τῷ οἴκῳ, οὗ
ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ'
αὐτόν, τοῦ μιᾶναι αὐτόν·
|
30
Διότι οἱ ᾿Ιουδαῖοι διέπραξαν
πονηρίας ἐνώπιόν μου, λέγει
ὁ Κύριος. ῎Εφθασαν μέχρι τοῦ
σημείου νὰ ἐγκαταστήσουν τὰ
βδελυρά των εἴδωλα εἰς τὸν ναόν
μου, ἐκεῖ ὅπου ἐπικαλεῖται τὸ
῎Ονομά μου, διὰ νὰ τὸν μολύνουν.
|
30
Διότι οἱ Ἰουδαῖοι ἔκαμαν ἐνώπιόν
μου ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον φαίνεται
ἀσεβὲς καὶ πονηρὸν εἰς τὰ
μάτιά μου, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τίποτε
δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀποκρυβῇ,
λέγει ὁ Κύριος. Ἐτόλμησαν νὰ στήσουν τὰ
σιχαμερά των εἴδωλα εἰς τὸν Ναόν μου,
ὁ ὁποῖος φέρει καὶ εἰς τὸν
ὁποῖον ἀναφέρεται τὸ ἅγιον ὄνομά
μου, διὰ νὰ τὸν λερώσουν καὶ τὸν
μολύνουν. |
31
καὶ ᾠκοδόμησαν τὸν βωμὸν τοῦ
Ταφέθ, ὅς ἐστιν ἐν φάραγγι υἱοῦ
Ἐννόμ, τοῦ κατακαίειν τοὺς υἱοὺς
αὐτῶν καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῶν
ἐν πυρί ὃ οὐκ
ἐνετειλάμην αὐτοῖς καὶ οὐ
διενοήθην ἐν τῇ καρδίᾳ μου.
|
31
Ἔκτισαν βωμὸν τοῦ Ταφέθ, ποὺ
εὑρίσκεται εἰς τὴν φάραγγα τοῦ
υἱοῦ Ἐννόμ, διὰ νὰ κατακαίουν
ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τὸ πῦρ
τοὺς υἱοὺς καὶ τὰς θυγατέρας
των, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἐγώ
ποτὲ δὲν τοὺς διέταξα νὰ τὸ
κάμουν, οὔτε κἂν καὶ τὸ ἐσκέφθην.
|
31
Καὶ ἔκτισαν τὸν βωμὸν τοῦ Ταφέθ,
ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται εἰς τὴν
φάραγγα τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἐννόμ,
διὰ νὰ θυσιάζουν κατακαίοντες τοὺς υἱοὺς
καὶ τὶς θυγατέρες των εἰς τὸν θεὸν
Μολόχ, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον Ἐγὼ
δὲν τοὺς διέταξα νὰ κάμουν, ἀλλὰ
καὶ οὔτε κὰν ἐσκέφθηκα κάτι
τέτοιο. |
32
Διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἡμέραι
ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ οὐκ
ἐροῦσιν ἔτι· Βωμὸς τοῦ
Ταφὲθ καὶ φάραγξ υἱοὶ Ἐννόμ,
ἀλλ' ἢ Φάραγξ τῶν ἀνῃρημένων,
καὶ θάψουσιν ἐν τῷ Ταφὲθ διὰ
τὸ μὴ ὑπάρχειν τόπον.
|
32
Διὰ τοῦτο ἰδού, ἔρχονται ἡμέραι,
λέγει ὁ Κύριος καὶ δὲν θὰ
ὀνομάζουν πλέον τὴν περιοχήν
<Βωμὸς τοῦ Ταφέθ> ἢ <Φάραγξ
υἱοῦ Ἐννόμ>, ἀλλὰ θὰ
τὴν ὀνομάζουν <Φάραγξ τῶν
φονευομένων>, τοὺς ὁποίους θὰ
θάψουν εἰς Ταφέθ, διότι ὅλοι
οἱ ἄλλοι τόποι θὰ ἔχουν γεμίσει
καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἀλλοῦ
χῶρος εἰς ταφὴν τῶν φονευομένων.
|
32
Διὰ τοῦτο ἰδού· ἔρχονται
ἡμέρες, λέγει ὁ Κύριος, κατὰ τὶς ὁποῖες
δὲν θὰ ὀνομάζουν πλέον τὸν τόπον <Βωμὸς
τοῦ Ταφέθ> ἢ <Φάραγξ τοῦ υἱοῦ
τοῦ Ἐννόμ>, ἀλλὰ <Φάραγξ
τῶν φονευομένων>, τοὺς ὁποίους θὰ
θάψουν εἰς τὴν τοποθεσίαν Ταφέθ, ἐπειδὴ
δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον ἄλλος χῶρος
ταφῆς ἐκείνων ποὺ θὰ φονεύωνται.
|
33
Καὶ ἔσονται οἱ νεκροὶ τοῦ λαοῦ
τούτου εἰς βρώσιν τοῖς πετεινοῖς
τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῖς θηρίοις
τῆς γῆς, καὶ οὐκ ἔσται ὁ
ἀποσοβῶν. |
33
Οἱ νεκροὶ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ
θὰ εἶναι ἄταφοι, τροφὴ τῶν ὀρνέων
τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν θηρίων
τῆς γῆς. Καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ
κανεὶς ἄνθρωπος νὰ ἀπομακρύνῃ
τὰ ὄρνεα καὶ τὰ θηρία ἀπὸ
τὰ πτώματα.
|
33
Καὶ τὰ πτώματα τῶν νεκρῶν τοῦ
ἀποστάτου αὐτοῦ λαοῦ θὰ εἶναι
ἐκτεθειμένα πρὸς τροφὴν τῶν σαρκοβόρων
ὀρνέων τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν
θηρίων τῆς γῆς· δὲν θὰ ὑπάρχῃ
δὲ κανείς, ποὺ θὰ ἀποδιώκῃ τὰ
ὄρνεα καὶ τὰ θηρία ἀπὸ τὰ
πτώματα τῶν νεκρῶν ἀνθρώπων.
|
34
Καὶ καταλύσω ἐκ πόλεων Ἰούδα
καὶ ἐκ διόδων Ἱερουσαλὴμ φωνὴν
εὐφραινομένων καὶ φωνὴν χαιρόντων,
φωνὴν νυμφίου καὶ φωνὴν νύμφης,
ὅτι εἰς ἐρήμωσιν ἔσται πᾶσα
ἡ γῆ. |
34
Θὰ καταργήσω καὶ θὰ καταπαύσω
εἰς τὰς πόλεις τῆς χώρας Ἰούδα
καὶ εἰς τοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλὴμ
γενικῶς, φωνὴν ἀνθρώπων ποὺ
εὐφραίνονται, φωνὴν ἀνθρώπων
ποὺ χαίρουν, φωνὴν νυμφίου καὶ
φωνὴν νύμφης, διότι ἡ χώρα αὐτὴ
θὰ ἔχῃ πλέον παραδοθῇ εἰς
καταστροφὴν καὶ ἐρήμωσιν. |
34
Ἐπὶ πλέον θὰ καταργήσω καὶ θὰ
κατασιωπήσω ἀπὸ τὶς πόλεις τοῦ Ἰούδα
καὶ ἀπὸ τοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλὴμ
τὴν φωνὴν ἐκείνων ποὺ εὐφραίνονται
καὶ τὴν φωνὴν ἐκείνων ποὺ χαίρουν,
καὶ τὴν χαρουμένη φωνὴν γαμβροῦ καὶ
νύμφης, διότι ὁλόκληρος ἡ χώρα θὰ καταστραφῇ
καὶ θὰ μεταβληθῇ εἰς ἔρημον
τόπον>. |