Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
προσῆλθον πάντες οἱ ἡγεμόνες
τῆς δυνάμεως καὶ Ἰωανὰν καὶ
Ἀζαρίας υἱὸς Μοασαίου καὶ
πᾶς ὁ λαὸς ἀπὸ μικροῦ
ἕως μεγάλου |
ότε
ὅλοι οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ στρατοῦ
καὶ μαζῆ μὲ αὐτοὺς ὁ Ἰωανὰν
καὶ ὁ Ἀζαρίας, υἱὸς τοῦ
Μαασαίου, καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἀπὸ
τὸν μικρότερον ἕως τὸν μεγαλύτερον,
|
ατόπιν
ὅλοι οἰ στρατιωτικοὶ ἀρχηγοὶ
μαζὶ μὲ τὸν Ἰωαναν καὶ τὸν
Ἀζαριαν, υἱὸν τοῦ Μαασαίου, καὶ
ὅλος ὁ λαός, ἀπὸ τὸν μικρότερον
ἕως τὸν μεγαλύτερον, προσῆλθαν
|
2
πρὸς Ἱερεμίαν τὸν προφήτην καὶ
εἶπαν αὐτῷ· πεσέτω δὴ τὸ
ἔλεος ἡμῶν κατὰ πρόσωπόν
σου καὶ πρόσευξαι πρὸς Κύριον τὸν
Θεόν σου περὶ τῶν καταλοίπων τούτων,
ὅτι κατελείφθημεν ὀλίγοι ἀπὸ
πολλῶν, καθὼς οἱ ὀφθαλμοί σου
βλέπουσι· |
2
προσῆλθαν πρὸς τὸν προφήτην Ἱερεμίαν
καὶ τοῦ εἶπαν· <ὑποβάλλομεν
ἐνώπιόν σου θερμὴν τὴν παράκλησιν
νὰ προσευχηθῇς εἰς Κύριον τὸν
Θεόν σου διὰ τοὺς ἀπομείναντας
αὐτοὺς Ἰουδαίους. Διότι ἀπὸ
τοὺς τόσους πολλούς, ποὺ ἄλλοτε
εἴμεθα, τώρα ὀλίγοι ἔχομεν ἀπομείνει,
ὅπως βλέπεις καὶ με τὰ ἴδια
σου τὰ μάτια.
|
2
εἰς τὸν προφήτην Ἱερεμίαν καὶ τοῦ
εἶπαν: <Σὲ ἱκετεύομεν θερμῶς καὶ
σὲ παρακαλοῦμεν ταπεινῶς νὰ προσευχηθῇς
εἰς τὸν Κύριον τὸν Θεόν σου διὰ τοὺς
Ἰουδαίους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι
ἀπέμειναν καὶ ἐπέζησαν ἀπὸ τὴν
ἐπιδρομὴν τῶν Βαβυλωνίων διότι ἀπὸ
τόσοι πολλοί, ποὺ ἤμεθα ἄλλοτε, ἀπεμείναμεν
ὀλίγοι, ὅπως ἄλλωστε βλέπεις καὶ σὺ
μὲ τὰ ἴδια σου τὰ μάτια.
|
3
καὶ ἀναγγειλάτω ἡμῖν Κύριος
ὁ Θεός σου τὴν ὁδὸν ᾗ
πορευσόμεθα ἐν αὐτῇ, καὶ λόγον
ὃν ποιήσομεν. |
3
Ἂς καταστήσῃ εἰς ἡμᾶς
γνωστὴν ὁ Κύριος ὁ Θεός σου,
τὴν ὁδόν, τὴν ὁποίαν πρέπει
νὰ πορευθῶμεν καὶ τὸ τί πρέπει
νὰ πράξωμεν>.
|
3
Προσευχήσου καὶ ἂς μᾶς γνωστοποίησῃ
ὁ Κύριος ὁ Θεός σου τὸν δρόμον, τὸν
ὁποῖον πρέπει νὰ βαδίσωμεν καὶ τὶ
πρέπει νὰ κάμωμεν>. |
4
Καὶ εἶπεν αὐτοῖς Ἱερεμίας·
ἤκουσα, ἰδοὺ ἐγὼ προσεύξομαι
ὑπὲρ ὑμῶν πρὸς Κύριον
τὸν Θεὸν ἡμῶν κατὰ τοὺς
λόγους ὑμῶν· καὶ ἔσται,
ὁ λόγος, ὃν ἂν ἀποκριθήσεται
Κύριος ὁ Θεός, ἀναγγελῶ ὑμῖν,
οὐ μὴ κρύψω ἀφ ὑμῶν ρῆμα.
|
4
Ὁ Ἱερεμίας εἶπεν εἰς αὐτούς·
<ἤκουσα τὴν παράκλησίν σας καὶ
ἰδοὺ ἐγὼ θὰ κάμω προσευχὴν
διὰ σᾶς πρὸς τὸν Κύριον τὸν
Θεόν μας, σύμφωνα μὲ τὴν παράκλησίν
σας. Ὅ,τι δὲ Κύριος ὁ Θεός μου
ἀποκριθῇ, θὰ τὸ καταστήσω εἰς
σᾶς γνωστόν. Τίποτε δὲν θὰ ἀποκρύψω
ἀπὸ σᾶς>.
|
4
Ὁ προφήτης Ἱερεμίας τοὺς ἀπάντησε:
<Ἄκουσα τὸ αἴτημα σας· ἰδοὺ
ἐγὼ θὰ προσευχηθῶ ὑπὲρ
ὑμῶν εἰς τὸν Κύριον τὸν Θεόν
μας, ὅπως μὲ παρεκαλέσατε. Ὁποιανδήποτε
δὲ ἀπάντησιν δώσῃ ὁ Κύριος καὶ
Θεός, θὰ σᾶς τὴν γνωστοποιήσω· δὲν
πρόκειται νὰ ἀποκρύψω τίποτε ἀπὸ σᾶς>.
|
5
Καὶ αὐτοὶ εἶπαν τῷ
Ἱερεμίᾳ· ἔστω Κύριος
ἐν ἡμῖν εἰς μάρτυρα δίκαιον
καὶ πιστόν, εἰ μὴ κατὰ πάντα
τὸν λόγον, ὃν ἐὰν ἀποστείλῃ
Κύριος πρὸς ἡμᾶς, οὕτως ποιήσωμεν·
|
5
Ἐκεῖνοι ἀπήντησαν εἰς τὸν
Ἱερεμίαν· <ἂς εἶναι ὁ
Κύριος δι' ἡμᾶς μάρτυς δίκαιος
καὶ ἀξιόπιστος καὶ ἂς μᾶς
ἀνταποδώσῃ κατὰ τὴν δικαιοσύνην
του, ἐὰν ἡμεῖς δὲν συμμορφωθῶμεν
κατὰ πάντα πρὸς τὸν λόγον, τὸν
ὁποῖον διὰ μέσου σοῦ θὰ
στείλῃ πρὸς ἡμᾶς ὁ Κύριος.
Ἡμεῖς θὰ πράξωμεν ὅ,τι ὁ
Κύριος θὰ διατάξῃ.
|
5
Αὐτοὶ δὲ μὲ τὴν σειράν
των ἀπάντησαν εἰς τὸν Ἱερεμίαν:
<Εἴθε νὰ εἶναι ὁ Κύριος μάρτυς
δίκαιος, ἀληθινὸς καὶ ἀξιόπιστος ἐνώπιόν
μας, ἐὰν δὲν συμμορφωθῶμεν μὲ
ἀκρίβειαν πρὸς ὅλες τὶς ὁδηγίες,
τὶς ὁποῖες θὰ ἀποστείλῃ
ὁ Κύριος εἰς ἡμᾶς μέσῳ σοῦ·
σὲ βεβαιώνομεν ὅτι ἔτσι θὰ πράξωμεν.
|
6
καὶ ἐὰν ἀγαθὸν καὶ ἐὰν
κακόν, τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ
Θεοῦ ἡμῶν, οὗ ἡμεῖς ἀποστέλλομέν
σε πρὸς αὐτόν, ἀκουσόμεθα, ἵνα
βέλτιον ἡμῖν γένηται, ὅτι ἀκουσόμεθα
τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
|
6
Εἴτε εὐχάριστος εἴτε δυσάρεστος
εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου
τοῦ Θεοῦ μας, διὰ τὴν ὁποίαν
ἡμεῖς στέλλομεν σὲ ὡς μεσίτην
μας πρὸς αὐτόν. Θὰ ὑπακούσωμεν,
διὰ νὰ γίνῃ ἔτσι καλύτερα
καὶ ὠραιότερα ἡ ζωή μας. Θὰ
ὑπακούσωμεν εἰς τὴν φωνὴν Κυρίου
τοῦ Θεοῦ μας>.
|
6
Εἴτε εὐχάριστος εἴτε δυσάρεστος εἶναι
ἡ φωνή - ἀπάντησις Κυρίου τοῦ Θεοῦ
μας, περὶ τῆς ὁποίας ἡμεῖς σὲ
ἱκετεύσαμεν νὰ τὸν παρακαλέσῃς ὑπὲρ
ἡμῶν, θὰ ὑπακούσωμεν εἰς αὐτήν,
διὰ νὰ γίνῃ ἡ ζωή μας καλύτερη
καὶ εὐτυχέστερη· ναί, θὰ ὑπακούσωμεν
εἰς τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ
μας>. |
-7
Καὶ ἐγενήθη μεθ' ἡμέρας δέκα
ἐγενήθη λόγος Κυρίου πρὸς
Ἱερεμίαν. |
7
Ἔπειτα ἀπὸ δέκα ἡμέρας
ἦλθε λόγος παρὰ Κυρίου πρὸς
τὸν Ἱερεμίαν,
|
7
Ἔπειτα ἀπὸ δέκα ἡμέρες ἀπηυθύνθη
πρὸς τὸν Ἱερεμίαν λόγος ἀποκαλυπτικὸς
τοῦ Κυρίου. |
8
Καὶ ἐκάλεσε τὸν Ἰωανὰν
καὶ τοὺς ἡγεμόνας τῆς δυνάμεως
καὶ πάντα τὸν λαὸν ἀπὸ
μικροῦ ἕως μεγάλου |
8
ὁπότε ὁ Ἱερεμίας προσεκάλεσε
τὸν Ἰωανάν, τοὺς ἀρχηγοὺς
τοῦ στρατοῦ καὶ ὅλον τὸν λαὸν
ἀπὸ μικρὸν ἕως μεγάλον
|
8
Τότε ὁ Ἱερεμίας προσεκάλεσε τὸν Ἰωανὰν
καὶ τοὺς
στρατιωτικοὺς ἀρχηγοὺς καὶ ὅλον
τὸν λαόν, ἀπὸ τὸν μικρότερον ἕως
τὸν μεγαλύτερον, |
9
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· οὕτως
εἶπε Κύριος· |
9
καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· <ἔτσι
ὡμίλησεν ὁ Κύριος· |
9
καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς: <Ἔτσι
μου ἀπάντησε ὁ Κύριος, τὸν Ὁποῖον
μὲ ἱκετεύσατε νὰ παρακαλέσω ὑπὲρ
ὑμῶν: |
10
ἐὰν καθίσαντες καθίσητε ἐν τῇ
γῇ ταύτῃ, οἰκοδομήσω ὑμᾶς
καὶ οὐ μὴ καθελῶ καὶ φυτεύσω
ὑμᾶς καὶ οὐ μὴ ἐκτίλω,
ὅτι ἀναπέπαυμαι ἐπὶ τοῖς
κακοῖς, οἷς ἐποίησα ὑμῖν.
|
10
Ἐὰν παραμείνετε εἰς τὴν χώραν
αὐτήν, θὰ σᾶς ἀνοικοδομήσω
καὶ δὲν θὰ σᾶς καταστρέψω. Θὰ
σᾶς φυτεύσω καὶ δὲν θὰ σᾶς
ἐκριζώσω, διότι ἔχει ἱκανοποιηθῆ
πλέον ἡ δικαιοσύνη μου μὲ τὰς
τιμωρίας, τὰς ὁποίας ἔχω ἀποστείλει
ἐναντίον σας. |
10
<Ἐὰν πράγματι ἐπιθυμῆτε νὰ
παραμείνετε εἰς τὴν χώραν αὐτήν, θὰ
σᾶς ἀνοικοδομήσω καὶ δὲν θὰ
σᾶς καταστρέψω πλέον, θὰ σᾶς φυτεύσω, θὰ
σᾶς ριζώσω εἰς τὴν χώραν αὐτὴν
καὶ δὲν θὰ σᾶς ξερριζώσω πλέον, διότι
ἔχει ἤδη ἰκανοποιηθῆ ἡ δικαιοσύνη
μου διὰ τῆς παιδαγωγικῆς τιμωρίας ποὺ
ἐπέφερα ἐναντίον σας· ἐπληρώθη πλέον
ἡ ἐναντίον σας δικαία ὀργή μου.
|
11
Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ προσώπου βασιλέως
Βαβυλῶνας, οὗ ὑμεῖς φοβεῖσθε
ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, μὴ
φοβηθῆτε, φησὶ Κύριος, ὅτι μεθ' ὑμῶν
ἐγώ εἰμι τοῦ ἑξαιρεῖσθαι
ὑμᾶς καὶ σῴζειν ὑμᾶς ἐκ
χειρὸς αὐτοῦ· |
11
Μὴ φοβεῖσθε τὸν βασιλέα τῆς
Βαβυλῶνος, τὸν ὁποῖον σεῖς τώρα
φοβεῖσθε. Μὴ φοβεῖσθε, λέγει ὁ
Κύριος, διότι ἐγὼ εἶμαι μαζῆ
σας, ὥστε νὰ σᾶς γλυτώνω καὶ
νὰ σᾶς σώζω ἀπὸ τὰ χέρια
αὐτοῦ.
|
11
Μὴ φοβηθῆτε τὸν βασιλιᾶ τῆς
Βαβυλῶνος, τοῦ ὁποίου τώρα φοβεῖσθε
πράγματι τὸ πρόσωπον. Μὴ φοβηθῆτε, λέγει
ὁ Κύριος, διότι Ἐγὼ εἶμαι μαζί
σας, ὥστε νὰ σᾶς γλυτώνω καὶ νὰ
σᾶς σώζω ἀπὸ τὰ χέρια του.
|
12
καὶ δώσω ὑμῖν ἔλεος καὶ
ἐλεήσω ὑμᾶς καὶ ἐπιστρέψω
ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν ὑμῶν.
|
12
Θὰ δώσω πρὸς σᾶς τὸ ἔλεός
μου, θὰ σᾶς ἐλεήσω καὶ θὰ
σᾶς ἐπαναφέρω εἰς τὴν χώραν
σας. |
12
Καὶ θὰ δώσω εἰς σᾶς τὸ ἔλεός
μου, θὰ σᾶς ἐλεήσω καὶ θὰ
σᾶς εὐσπλαγχνισθῶ, θὰ σᾶς φέρω
δὲ πάλιν πίσω <ὀρθότερον: Θὰ φέρω
πάλιν πίσω τοὺς αἰχμαλώτους> εἰς τὴν
χώραν σας>. |
13
Καὶ εἰ λέγετε ὑμεῖς· οὐ
μὴ καθίσωμεν ἐν τῇ γῇ ταύτῃ
πρὸς τὸ μὴ ἀκοῦσαι φωνῆς
Κυρίου, |
13
Ἐὰν ὅμως σεῖς πῆτε, δὲν
θὰ παραμείνωμεν εἰς τὴν χώραν
αὐτὴν καὶ δὲν θὰ ὑπακούσωμεν
εἰς τὴν ἐντολὴν αὐτοῦ
τοῦ Κυρίου,
|
13
Ἐὰν ὅμως σεῖς πῆτε: <Δὲν
θὰ παραμείνωμεν εἰς τὴν χώραν αὐτήν
<τὴν Ἰουδαίαν> - ὁπότε θὰ παρακούσετε
εἰς τὴν φωνήν - ἐντολὴν τοῦ
Κυρίου - |
14
ὅτι εἰς γῆν Αἰγύπτου εἰσελευσόμεθα
καὶ οὐ μὴ ἴδωμεν πόλεμον καὶ
καὶ φωνὴν σάλπιγγος οὐ μὴ ἀκούσωμεν
καὶ ἐν ἄρτοις οὐ μὴ πεινάσωμεν
καὶ ἐκεῖ οἰκήσομεν,
|
14
ἀλλὰ θὰ μεταβῶμεν εἰς τὴν
χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ θὰ
κατοικήσωμεν ἐκεῖ, διὰ νὰ μὴ
ἴδωμεν πλέον πόλεμον, νὰ μὴ
ἀκούσωμεν πολεμικὰ σαλπίσματα, νὰ
μὴ στερηθῶμεν ἀπὸ τὸ ψωμὶ
καὶ νὰ μὴ πεινάσωμεν,
|
14
ἀλλὰ θὰ μεταβῶμεν εἰς τὴν
χώραν τῆς Αἰγύπτου, ὅπου δὲν θὰ
ἴδωμεν πόλεμον καὶ δὲν θὰ ἀκούσωμεν
πολεμικὰ σαλπίσματα καὶ δὲν θὰ στερηθῶμεν
τὸ ψωμί, καὶ <διὰ τοὺς λόγους αὐτούς>
ἐκεῖ θὰ κατοικήσωμεν>·
|
15
διὰ τοῦτο ἀκούσατε λόγον Κυρίου·
οὕτως εἶπε Κύριος· ἐὰν
ὑμεῖς δῶτε τὸ πρόσωπον ὑμῶν
εἰς Αἴγυπτον καὶ εἰσέλθητε ἐκεῖ
κατοικεῖν, |
15
διὰ τοῦτο ἀκούσατε τὸν λόγον
τοῦ Κυρίου· ἔτσι εἶπεν ὁ
Κύριος· ἐὰν σεῖς κατευθυνθῆτε
εἰς τὴν Αἰγυπτον καὶ εἰσέλθετε
καὶ κατοικήσετε ἐκεῖ,
|
15
ἐὰν λοιπὸν σεῖς πῆτε αὐτά,
τότε, δι' ὅλους τοὺς ἀνωτέρω λόγους, ἀκοῦστε
τὸν λόγον τοῦ Κυρίου. Ἔτσι εἶπεν ὁ
Κύριος: <Ἐὰν σεῖς ἀποφασίσετε νὰ
κατευθυνθῆτε εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ
ἐὰν εἰσέλθετε εἰς αὐτὴν
διὰ νὰ κατοικήσετε ἐκεῖ,
|
16
καὶ ἔσται, ἡ ρομφαῖα, ἣν ὑμεῖς
ψοβεῖσθε ἀπὸ προσώπου αὐτῆς,
εὑρήσει ὑμᾶς ἐν γῇ Αἰγύπτου,
καὶ ὁ λιμός, οὗ ὑμεῖς
λόγον ἔχετε ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ,
καταλήψεται ὑμᾶς ὀπίσω ὑμῶν
ἐν Αἰγύπτῳ καὶ ἐκεῖ
ἀποθανεῖσθε. |
16
ἡ ρομφαία, τὴν ὁποίαν σεῖς
φοβεῖσθε, θὰ σᾶς εὔρῃ εἰς
τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ
ἡ πεῖνα, τὴν ὁποίαν τώρα
τρέμετε, θὰ σᾶς ἀκολουθήσῃ
εἰς τὴν Αἰγυπτον. Ἐκεῖ δὲ
καὶ θὰ ἀποθάνετε.
|
16
τότε θὰ συμβῇ τοῦτο· τὸ πλατὺ
καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθί, τὸ ὁποῖον
σεῖς φοβεῖσθε, θὰ σᾶς προφθάσῃ
καὶ θὰ σᾶς εὕρῃ εἰς τὴν
χώραν τῆς Αἰγύπτου· ἀλλὰ καὶ
ἡ πεῖνα, τὴν ὁποίαν φοβεῖσθε
πάρα πολύ, θὰ σᾶς ἀκολουθήσῃ εἰς
τὴν Αἴγυπτον, καὶ ἐκεῖ θὰ
ἀποθάνετε. |
17
Καὶ ἔσονται πάντες οἱ ἄνθρωποι
πάντες οἱ ἀλλογενεῖς, οἱ θέντες
τὸ πρόσωπον αὐτῶν εἰς γῆν
Αἰγύπτου ἐνοικεῖν ἐκεῖ,
ἐκλείψουσιν ἐν τῇ ρομφαίᾳ
καὶ ἐν τῷ λιμῷ, καὶ οὐκ
ἔσται αὐτῶν οὐθεὶς σῳζόμενος
ἀπὸ τῶν κακῶν, ὧν ἐγὼ
ἐπάγω ἐπ' αὐτούς. |
17
Ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ὅλοι
ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν
ἔλθει ἀπὸ ἄλλα ἔθνη καὶ
οἱ ὁποῖοι θὰ ἔχουν στρέψει
τὸ πρόσωπόν των, διὰ νὰ μεταβοῦν
εἰς τὴν χώραν τῆς
Αἰγύπτου,
διὰ νὰ ἐγκατασταθοῦν ἐκεῖ,
θὰ ἀποθάνουν ἐν στόματι ρομφαίας
ἢ ἀπὸ τὸν λιμόν, καὶ κανεὶς
ἀπὸ αὐτοὺς δὲν θὰ διασωθῇ
ἀπὸ τὰς τιμωρίας καὶ συμφοράς,
τὰς ὁποίας ἐγὼ θὰ ἐξαποστείλω
ἐναντίον των.
|
17
Ὅλος δὲ ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς
καὶ ὅλοι ὅσοι ἔχουν ἔλθει ἀπὸ
ἄλλες χῶρες καὶ ἄλλα ἔθνη, οἱ
ὁποῖοι ἀπεφάσισαν νὰ εσέλθουν
εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ
νὰ κατοικήσουν ἐκεῖ, θὰ ἀποθάνουν
ἀπὸ τὸ πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον
σπαθὶ καὶ ἀπὸ τὴν πεῖναν
κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν
θὰ ἐπιζήσῃ οὔτε θὰ διασωθῇ
ἀπὸ τὸν ὄλεθρον καὶ τὴν
καταστροφήν, τὰ ὁποῖα Ἐγὼ θὰ
καταφέρω ἐναντίον των>. |
18
Ὅτι οὕτως εἶπε Κύριος· καθὼς
ἔσταξεν ὁ θυμός μου ἐπὶ τοὺς
κατοικοῦντας Ἱερουσαλήμ, οὕτως στάξει
ὁ θυμός μου ἐφ' ὑμᾶς εἰσελθόντων
ὑμῶν εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἔσεσθε
εἰς ἄβατον καὶ ὑποχείριοι καὶ
εἰς ἀρὰν καὶ εἰς ὀνειδισμὸν
καὶ οὐ μὴ ἴδητε οὐκέτι
τὸν τόπον τοῦτον, |
18
Διότι ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος·
ὅπως ὡσὰν βροχὴ ἔπεσεν ὁ
θυμός μου ἐναντίον τῶν κατοίκων
τῆς Ἱερουσαλήμ, ἔτσι θὰ ἐκσπάσῃ
ὁ θυμός μου καὶ ἐναντίον ὑμῶν,
οἱ ὁποῖοι θὰ εἰσέλθετε
εἰς τὴν Αἴγυπτον. Θὰ εἶσθε ἐγκαταλελειμμένοι
ὡσὰν εἰς τὴν ἔρημον καὶ
ἄβατον γῆν, ὑποχείριοι εἰς τοὺς
ἄλλους, ἀντικείμενα κατάρας καὶ
ἐμπαιγμοῦ καὶ δὲν θὰ ἐπανίδετε
πλέον ποτὲ τὸν τόπον τοῦτον>.
|
18
Διότι ἔτσι εἶπεν ὁ Κύριος: <Ὅπως
ἀκριβῶς ἐξέσπασε καὶ ἔπεσεν
ὡς βροχὴ ὁ θυμός μου ἐναντίον
τῶν κατοίκων τῆς Ἱερουσαλήμ, ἔτσι
ἀκριβῶς θὰ ξεσπάσῃ καὶ θὰ
πέσῃ ὡς βροχὴ ὁ θυμός μου ἐναντίον
σας, ἐὰν εἰσέλθετε εἰς τὴν Αἴγυπτον.
Καὶ θὰ γίνετε ἄνθρωποι, τοὺς ὁποίους
οὐδεὶς θὰ πλησιάζῃ καὶ θὰ
συναναστρέφεται· θὰ εἶσθε κάτω ἀπὸ
τὴν ἐξουσίαν ἄλλων καὶ ἀντικείμενα
κατάρας καὶ χλευασμοῦ, οὐδέποτε δὲ
θὰ ἰδῆτε πλέον τὴν χώραν αὐτήν,
τὴν Ἰουδαίαν>. |
19
ἃ ἐλάλησε Κύριος ἐφ' ὑμᾶς
τοὺς καταλοίπους Ἰούδα· μὴ
εἰσέλθητε εἰς Αἰγυπτον. Καὶ
νῦν γνόντες γνώσεσθε
|
19
Αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα, τὰ
ὁποῖα εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς
σᾶς τοὺς ἀπολειφθέντας εἰς τὴν
γῆν Ἰούδα. Μὴ μεταβῆτε εἰς
τὴν Αἴγυπτον. Καὶ τώρα μάθετε
καλὰ τοῦτο.
|
19
Αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα, τὰ
ὁποῖα εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς σᾶς
τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι ἔχετε
ἀπομείνει μετὰ τὴν εἰσβολὴν
τῶν Βαβυλωνίων εἰς τὴν Ἰουδαίαν: <Μὴ
εἰσέλθετε εἰς τὴν Αἴγυπτον>. Καὶ
τώρα ἐννοήσατε καὶ μάθετε καλὰ τοῦτο·
|
20
ὅτι ἐπονηρεύσασθε ἐν ψυχαῖς
ὑμῶν ἀποστείλαντές με λέγοντες·
πρόσευξαι περὶ ἡμῶν πρὸς Κυρίον,
καὶ κατὰ πάντα, ἃ ἐὰν
λαλήσῃ σοι Κύριος, ποιήσομεν.
|
20
Ἐσκεφθήκατε πονηρὰ καὶ ὀλέθρια
ἐναντίον τῆς ζωῆς σας, ὅταν
μὲ ἀπεστείλατε πρὸς τὸν Κύριον,
εἰπόντες· Κάμε προσευχὴν δι'
ἡμᾶς πρὸς τὸν Κύριον καὶ
ὅλα ὅσα ὁ Κύριος θὰ ἀποκάλυψῃ
εἰς σέ, ἡμεῖς θὰ τὰ πράξωμεν.
|
20
ὅτι δηλαδὴ δὲν ἐφέρθητε μὲ
εἰλικρίνειαν, ἀλλὰ μὲ πονηρίαν, καὶ
διὰ τοῦτο ἐπροξενήσατε κακὸν εἰς
τὴν ζωήν σας, ὅταν μὲ ἀπεστείλατε
εἰς τὸν Κύριον λέγοντες: <Προσευχήσου δι’ ἡμᾶς
εἰς τὸν Κύριον, καὶ ἡμεῖς σύμφωνα
μὲ ὅλα ὅσα θὰ σοῦ εἴπῃ
ὁ Κύριος θὰ πράξωμεν>. |
21
Καὶ οὐκ ἠκούσατε τῆς φωνῆς
Κυρίου, ἧς ἀπέστειλέ με πρὸς
ὑμᾶς. |
21
Σεῖς ὅμως δὲν ὑπηκούσατε εἰς
τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, τὴν
ὁποίαν διὰ μέσου ἐμοῦ
σᾶς ἔστειλεν ὁ Κύριος.
|
21
Σεῖς ὅμως δὲν ὑπακούσατε εἰς
τὴν φωνήν - ἐντολὴν τοῦ Κυρίου,
τὴν ὁποίαν δι’ Ἐμοῦ ἀπέστειλε
πρὸς σᾶς. |
22
Καὶ νῦν ἐν ρομφαῖᾳ καὶ
ἐν λιμῷ ἐκλείψετε ἐν τῷ
τόπῳ, ᾧ ὑμεῖς βούλεσθε
εἰσελθεῖν κατοικεῖν ἐκεῖ.
|
22
Καὶ τώρα ἐν στόματι ρομφαίας
καὶ διὰ τῆς πείνης θὰ σβήσετε
καὶ θὰ ἐξαφανισθῆτε εἰς τὸν
τόπον, ὅπου σεῖς θέλετε νὰ εἰσέλθετε
καὶ νὰ ἐγκατασταθῆτε. |
22
Τώρα λοιπὸν διὰ τῆς σφαγῆς μὲ
πλατὺ καὶ μεγάλο ἀμφίστομον σπαθὶ
καὶ διὰ τῆς πείνας θὰ ἀποθάνετε
καὶ θὰ ἐξαφανισθῆτε εἰς τὸν
τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον σεῖς θέλετε
νὰ μεταβῆτε καὶ νὰ ἐγκατασταθῆτε·
δηλαδὴ εἰς τὴν Αἴγυπτον>.
|