Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου,
στῆθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου, καὶ
λαλήσω πρὸς σέ. |
αὶ
ὁ Κύριος εἶπε τότε πρὸς ἐμέ·
<υἱὲ ἀνθρώπου, σήκω, στάσου
ὀρθὸς εἰς τὰ πόδια σου, διότι
ἐγὼ θὰ σοῦ ὁμιλήσω>.
|
ἶπε
δὲ πρὸς ἐμὲ ἡ φωνὴ ποὺ
ἠκούετο ἀπὸ τὸ οὐράνιον ἐκεῖνο
ἅρμα: <Ἄνθρωπε, σήκω καὶ στάσου
ὄρθιος εἰς τὰ πόδια σου καὶ θὰ
σοῦ ὁμιλήσω>. |
2
Καὶ ἦλθεν ἐπ' ἐμὲ πνεῦμα
καὶ ἀνέλαβέ με καὶ ἐξῇρέ
με καὶ ἔστησέ με ἐπὶ τοὺς
πόδας μου, καὶ ἤκουον αὐτοῦ
λαλοῦντος πρός με, |
2
Ἦλθεν ἀμέσως ἐπάνω εἰς
ἐμὲ τὸ πνεῦμα, μὲ ἐπῆρε,
μὲ ἐσήκωσε καὶ μὲ ἔστησεν
ὀρθὸν εἰς τὰ πόδια μου, καθ'
ὃν χρόνον ἤκουα τὸν Κύριον νὰ
ὁμιλῇ πρὸς ἐμέ.
|
2
Καὶ ἦλθεν ἐπάνω μου τὸ Πνεῦμα
τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ ἀνέλαβε·
μὲ ἐσήκωσεν ἀπὸ τὸ ἔδαφος
καὶ μὲ ἔστησεν εἰς τὰ πόδια
μου. Καὶ ἤκουα ψύχραιμος τὸν Κύριον νὰ
μοῦ ὁμιλῇ. |
3
καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου,
ἐξαποστέλλω ἐγὼ σὲ πρὸς
τὸν οἶκον τοῦ Ἰσραήλ, τοὺς
παραπικραίνοντάς με, οἵτινες παρεπίκρανάν
με, αὐτοὶ καὶ οἱ πατέρες αὐτῶν
ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας,
|
3
Καὶ εἶπε πρὸς ἐμὲ ὁ Κύριος·
<υἱὲ ἀνθρώπου ἐγὼ σὲ
ἀναδεικνύω καὶ σὲ ἀποστέλλω
ὡς προφήτην πρὸς τὸ ἰσραηλιτικὸν
ἔθνος, εἰς αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι
μὲ ἔχουν παραπικράνει καὶ ἐξοργίσει
μὲ τὰς παραβάσεις των. Μὲ παρεπίκραναν
καὶ αὐτοί, ὅπως καὶ οἱ
πρόγονοί των μέχρι τῆς σημερινῆς
ἡμέρας>.
|
3
Καὶ εἶπε πρὸς ἐμέ: <Ἄνθρωπε,
σὲ ἐξαποστέλλω ἐγὼ πρὸς τοὺς
ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ, πρὸς ἀνθρώπους
οἱ ὁποῖοι μὲ παραπικραίνουν,
μὲ παροργίζουν μὲ τὴν διαγωγήν των.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ὅπως καὶ
οἱ πρόγονοί των, μὲ παρεπίκραναν μὲ
τὴν ζωήν των μέχρι τὴν σημερινὴν ἡμέραν.
|
4
καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς·
τάδε λέγει Κύριος·
|
4
Θὰ εἴπῃς λοιπὸν πρὸς αὐτούς·
<αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος·
|
4
Θὰ εἰπῇς λοιπὸν πρὸς αὐτοὺς
ὡς ἐκπρόσωπός μου: Αὐτὰ λέγει
ὁ Κύριος. |
5
ἐὰν ἄρα ἀκούσωσιν ἢ πτοηθώσι
- διότι οἶκος παραπικραίνων ἐστί
- καὶ γνώσονται ὅτι προφήτης εἶ
σὺ ἐν μέσῳ αὐτῶν.
|
5
μήπως καὶ θελήσουν νὰ ὑπακούσουν
εἰς τὰ λόγιά μου ἢ ἁπλῶς
νὰ καταπτοηθοῦν, διότι εἶναι γένος
καὶ λαός, ποὺ πάντοτε μὲ παραπικραίνει
διὰ τῶν παραβάσεων τῶν ἐντολῶν
μου καὶ ὀπωσδήποτε θὰ μάθουν,
ὅτι ἐν μέσῳ αὐτῶν ὑπάρχει
ἔνας προφήτης, ὁ ὁποῖος εἶσαι
σύ. |
5
Δὲν εἶναι δὲ βέβαιον ὅτι θὰ
σὲ ἀκούσουν ἢ θὰ φοβηθοῦν
ἀπὸ τοὺς λόγους σου, διότι εἶναι σκληροτράχηλοι
καὶ μὲ παροργίζουν διαρκῶς· θὰ
ἀντιληφθοῦν ὅμως ὅτι σὺ εἶσαι
Προφήτης μου ἀνάμεσά των. |
6
Καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου,
μὴ φοβηθῇς αὐτοὺς μηδὲ ἐκστῇς
ἀπὸ προσώπου αὐτῶν·
διότι παροιστρήσουσι καὶ ἐπισυστήσονται
ἐπὶ σὲ κύκλῳ, καὶ ἐν
μέσῳ σκορπίων σὺ κατοικεῖς·
τοὺς λόγους αὐτῶν μὴ φοβηθῇς
καὶ ἀπὸ προσώπου αὐτῶν
μὴ ἐκστῇς, διότι οἶκος παραπικραίνων
ἐστί. |
6
Σὺ δέ, υἱὲ ἀνθρώπου, μὴ
τοὺς φοβηθῇς οὔτε νὰ τρομάξῃς
καὶ καταπλαγῇς ἐνώπιόν των,
ὅταν ἐξερεθισθοῦν. Διότι ἐκεῖνοι
θὰ καταληφθοῦν ἀπὸ μανίαν, θὰ
σὲ περικυκλώσουν μὲ ἐχθρικὰς
διαθέσεις καὶ πρέπει νὰ γνωρίζῃς,
ὅτι σὺ κατοικεῖς ἀνάμεσα εἰς
σκορπιούς. Μὴ φοβηθῇς τὰ λόγια
τῆς ἀγανακτήσεώς των καὶ μὴ
πτοηθῇς ἐνώπιον τοῦ ἐξωργισμένου
προσώπου των, διότι αὐτοὶ εἶναι
λαός, ὁ ὁποῖος μὲ παραπικραίνει
καὶ μὲ ἐξοργίζει μὲ τὰς
παραβάσεις των. |
6
Καὶ σὺ δέ, ἄνθρωπε, μὴ τοὺς
φοβηθῇς, οὔτε νὰ <τὰ χάσῃς>
ἐμπρός των. Τὸ λέγω τοῦτο, διότι αὐτοὶ
θὰ στραφοῦν μὲ μανίαν ἐναντίον σου
καὶ θὰ σὲ περικυκλώσουν μὲ ἐπιθετικὰς
διαθέσεις. Νὰ ἔχῃς ὑπ' ὄψιν
σου ὅτι κατοικεῖς μεταξὺ ἀνθρώπων,
οἱ ὁποῖοι ὁμοιαζουν μὲ σκορπιούς.
Μὴ φοβηθῇς τὰς ἀπειλάς των,
οὔτε νὰ <τὰ χάσῃς> ἐμπρός
των. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶναι
πλέον λαὸς ποὺ μοῦ προκαλεῖ πικρίαν
καὶ ὀργήν. |
7
Καὶ λαλήσεις τοὺς λόγους μου πρὸς
αὐτούς, ἐὰν ἄρα ἀκούσωσιν
ἢ πτοηθῶσιν, ὅτι οἶκος παραπικραίνων
ἐστί. |
7
Σύ, θὰ εἴπῃς πρὸς αὐτοὺς
τοὺς λόγους τούτους, μήπως καὶ
ὑπακούσουν ἢ ἁπλῶς πτοηθοῦν,
διότι εἶναι λαός, ὁ ὁποῖος
μὲ παροργίζει πάντοτε μὲ τὰς
παραβάσεις των. |
7
Θὰ μεταδίδῃς δὲ πρὸς αὐτοὺς
τὰ λόγια ποὺ θὰ σοῦ ἀποκαλύπτω,
χωρὶς βεβαιότητα ὅτι θὰ σὲ ἀκούσουν
ἢ θὰ φοβηθοῦν, διότι εἶναι λαὸς
ἀτίθασος καὶ μοῦ προκαλεῖ πικρίαν
καὶ ὀργήν. |
8
Καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου,
ἄκουε τοῦ λαλοῦντος πρὸς σέ,
μὴ γίνου παραπικραίνων καθὼς ὁ
οἶκος ὁ παραπικραίνων· χάνε τὸ
στόμα σου καὶ φάγε ὃ ἐγὼ
δίδωμί σοι. |
8
Σὺ λοιπόν, υἱὲ ἀνθρώπου,
ἄκουσε ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος
σοῦ ὁμιλεῖ καὶ μὴ θελήσῃς
ποτὲ νὰ γίνῃς καὶ σὺ παραπικραίνων
τὸν Κύριον, ὅπως παραπικραίνων καὶ
ἐξοργίζων τὸν Κύριον εἶναι ὁ
λαὸς αὐτός. Ἄνοιξε τὸ στόμα
σου καὶ φάγε ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον
ἐγὼ σοῦ δίδω>.
|
8
Σὺ ὅμως, ἄνθρωπε, ἄκουε μὲ προσοχὴν
Ἐκεῖνον ποὺ σοῦ ὁμιλεῖ·
μὴ τὸν ἐρεθίζῃς καὶ μὴ
τὸν πικραίνῃς μὲ τὴν ἀνυπακοήν
σου, ὅπως ὁ ἀντιδραστικὸς καὶ
ἀνυπάκουος αὐτὸς λαός. Ἄνοιξε μὲ
ἁπλότητα τὸ στόμα σου καὶ φάγε μὲ
ὄρεξιν καὶ προθυμίαν αὐτὸ ποὺ
θὰ σοῦ δώσω>. |
9
Καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ χεὶρ
ἐκτεταμένη πρός με, καὶ ἐν αὐτῇ
κεφαλὶς βιβλίου· |
9
Καὶ εἶδα καὶ ἰδού, ἕνα
χέρι ἀπλωμένο πρὸς ἐμέ,
ποὺ ἐκρατοῦσε μίαν μεμβράνην,
τμῆμα ἑνὸς βιβλίου.
|
9
Ἐπρόσεξα λοιπὸν καλύτερα καὶ εἶδα
ἕνα χέρι ἀπλωμένον πρὸς ἐμέ,
τὸ ὁποῖον ἐκρατοῦσε ἕνα
τόμον βιβλίου, ἕνα εἰλητάριον.
|
10
καὶ ἀνείλησεν αὐτὴν ἐνώπιόν
μου, καὶ ἦν ἐν αὐτῇ γεγραμμένα
τὰ ἔμπροσθεν καὶ τὰ ὄπισθεν,
καὶ ἐγέραπτο ἐπ' αὐτὴν
θρῆνος καὶ μέλος καὶ οὐαί.
|
10
Ἐξεδίπλωσεν αὐτὴν ἐνώπιόν
μου καὶ εἶδα ὅτι ἦτο γραμμένη
ἀπὸ μέσα καὶ ἀπ' ἔξω.
Τὸ περιεχόμενον τῆς μεμβράνης ἦσαν
θρῆνοι, θλιβερὰ μοιρολόγια καὶ ταλανισμοί.
|
10
Ἐξεδίπλωσε δὲ καὶ ἄνοιξε ἐμπρός
μου τὸ χέρι ἐκεῖνο τὸ βιβλίον αὐτὸ
καὶ εἶδα ὅτι ἦτο γραμμένον καὶ
ἀπὸ ἐμπρὸς καὶ ἀπὸ
ὀπίσω. Ἦσαν δὲ γραμμένα εἰς αὐτὸ
θρῆνοι, μοιρολόγια καὶ φοβεραὶ ἀπειλαί.
|