Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου,
κατάφαγε τὴν κεφαλίδα ταύτην, καὶ
πορεύθητι καὶ λάλησον τοῖς υἱοῖς
Ἰσραήλ. |
Κύριος
εἶπε κατόπιν πρὸς ἐμέ·
<υἱὲ ἀνθρώπου, φάγε ἐξ
ὁλοκλήρου τὴν μεμβράνην αὐτὴν
καὶ ἔπειτα πήγαινε καὶ ὁμίλησε
πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας>.
|
αὶ
εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς ἐμέ: <Ἄνθρωπε,
φάγε μὲ προθυμίαν τὸν τόμον αὐτοῦ
τοῦ βιβλίου καὶ πήγαινε κατόπιν νὰ ὁμιλήσῃς
πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ νὰ
τοὺς μεταφέρεις τὰ λόγια μου <τὰ ὁποῖα
μὲ τὴν βρῶσιν τοῦ βιβλίου θὰ
ἔχουν γίνει καὶ ἰδικά σου>.
|
2
Καὶ διήνοιξε τὸ στόμα μου, καὶ
ἐψώμισέ με τὴν κεφαλίδα
|
2
Ὁ ἵδιος ὁ Κύριος ἤνοιξε καλὰ
τὸ στόμα μου καὶ μὲ ἔκαμε νὰ
φάγω, ὡσὰν ψωμί, τὴν μεμβράνην
αὐτήν, |
2
Μοῦ ἄνοιξε μάλιστα καλὰ τὸ στόμα μου
ὁ Κύριος καὶ μὲ ἐβοήθησε νὰ
φάγω τὸ βιβλίον. |
3
καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου,
τὸ στόμα σου φάγεται, καὶ ἡ
κοιλία σου πλησθήσεται τῆς κεφαλίδος
ταύτης τῆς δεδομένης εἰς σέ.
Καὶ ἔφαγον αὐτήν, καὶ ἐγένετο
ἐν τῷ στόματί μου ὡς μέλι
γλυκάζον. |
3
καὶ μοῦ εἶπε· <υἱὲ ἀνθρώπου,
θὰ φάγῃς τοῦτο καὶ ἡ καρδία
σου καὶ ἡ διάνοιά σου, τὸ ἐσωτερικόν
σου ὅλον, θὰ χορτάσῃ καὶ θὰ
γεμίσῃ μὲ τὴν μεμβράνην αὐτήν,
ποὺ ἐγώ σοῦ δίδω>. Πράγματι
ἔφαγον αὐτὴν καί, καθὼς ἔτρωγα,
ἠσθάνθην εἰς τὸ στόμα μου γλυκύτητα
ὡσὰν μέλι.
|
3
Καὶ μοῦ εἶπε: <Ἄνθρωπε, τὸ
στόμα σου θὰ φάγῃ καὶ ἡ κοιλία σου
θὰ γεμίσῃ μὲ τὸ βιβλίον τοῦτο,
τὸ ὁποῖον σοῦ ἔχει ἤδη
δοθῆ>. Καὶ ἔφαγα πράγματι τὸ βιβλίον·
καὶ ἐνῷ ἦσαν γραμμένα εἰς αὐτὸ
θρῆνοι, μοιρολόγια καὶ ἀπειλαί, ἐδοκίμασα
γλυκύτητα εἰς τὸ στόμα μου, ὡσὰν νὰ
εἶχα φάγει μέλι. |
4
Καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου,
βάδιζε καὶ εἴσελθε πρὸς τὸν
οἶκον τοῦ Ἰσραὴλ καὶ λάλησον
τοὺς λόγους μου πρὸς αὐτούς·
|
4
Ὁ Κύριος εἶπε πρὸς ἐμέ·
<υἱὲ ἀνθρώπου, πήγαινε, εἴσελθε
ἀνάμεσα εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας
καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτοὺς τούτους
τοὺς λόγους μου. |
4
Καὶ μοῦ εἶπεν ὁ Κύριος: <Ἄνθρωπε,
πήγαινε καὶ παρουσιάσου εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας
καὶ κήρυξε πρὸς αὐτοὺς τὰ λόγια
μου. |
5
διότι οὐ πρὸς λαὸν βαθύχειλον
καὶ βαρύγλωσσον σὺ ἐξαποστέλλῃ,
πρὸς τὸν οἶκον τοῦ Ἰσραήλ,
|
5
Δὲν εἶναι δύσκολος ἡ ἀποστολή
σου, διότι δὲν σὲ ἀποστέλλω
εἰς λαὸν, ποὺ ὁμιλεῖ βαρεῖαν
καὶ βάρβαρον καὶ ἀκατάληπτον
γλῶσσαν, ἀλλὰ πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας.
|
5
Μὴ διστάζῃς, διότι δὲν ἀποστέλλεσαι
εἰς ξένον λαόν, εἰς λαὸν ὁ ὁποῖος
ὁμιλεῖ γλῶσσαν σκοτεινὴν καὶ
ἀκατανόητον, ἀλλ’ εἰς τοὺς ἀπογόνους
τοῦ Ἰσραήλ. |
6
οὐδὲ πρὸς λαοὺς πολλοὺς ἀλλόφωνους
ἢ ἀλλογλώσσους οὐδὲ στιβαροὺς
τῇ γλώσσῃ ὄντας, ὧν οὐκ
ἀκούσῃ τοὺς λόγους αὐτῶν·
καὶ εἰ πρὸ τοιούτους ἐξαπέστειλά
σε, οὗτοι ἄν εἰσήκουσάν σου.
|
6
Δὲν σὲ ἀποστέλλω εἰς πολλοὺς
ἄλλους ξενόφωνους ἢ ἀλλογλώσσους
λαοὺς ἢ εἰς λαούς, τῶν ὁποίων
ἡ γλῶσσα εἶναι στρυφνὴ καὶ ἀκατάληπτος,
ὥστε νὰ μὴ ἐννοῇς, ὅταν
ἀκούῃς τὰ λόγια των. Ἀλλὰ
καὶ πρὸς τέτοιους λαοὺς ἀκόμη,
ἐὰν σὲ ἔστελλα, ἐκεῖνοι
θὰ ἤκουαν τὰ λόγια σου, τὰ ὁποῖα
θὰ εἶναι λόγια ἰδικά μου.
|
6
Δὲν πρόκειται νὰ ὁμιλήσῃς εἰς
λαοὺς πολλοὺς βαρβάρους, οἱ ὁποῖοι
ἔχουν παράξενον προφορὰν καὶ γλῶσσαν,
οὔτε εἰς λαοὺς οἱ ὁποῖοι
ὁμιλοῦν τραχεῖαν καὶ ἀκατάληπτον
γλῶσσαν, τὴν ὁποίαν δὲν θὰ ἠμπορῇς
νὰ ἐννοήσῃς, ἐὰν τοὺς
ἀκούσῃς. Σοῦ λέγω ὅμως ὅτι,
ἐὰν σὲ ἀπέστελλα νὰ ὁμιλήσῃς
πρὸς τέτοιους ἀνθρώπους, αὐτοὶ θὰ
ἐπρόσεχαν τὰ λόγια σου. |
7
Ὁ δὲ οἶκος τοῦ Ἰσραὴλ
οὐ μὴ θελήσουσιν εἰσακοῦσαί
σου, διότι οὐ βούλονται εἰσακούειν
μου· ὅτι πᾶς οἶκος Ἰσραὴλ
φιλόνεικοί εἰσι καὶ σκληροκάρδιοι.
|
7
Οἱ Ἰσραηλῖται ὅμως δὲν θὰ
θελήσουν νὰ ἀκούσουν καὶ νὰ
δεχθοῦν τοὺς λόγους σου, διότι δὲν
θέλουν νὰ ὑπακούσουν εἰς ἐμέ.
Διότι ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται εἶναι
φιλόνεικοι καὶ σκληρκάρδιοι.
|
7
Οἱ ἀπόγονοι ὅμως τοῦ Ἰσραὴλ
θὰ ἀρνηθοῦν πεισματικὰ νὰ σὲ
ἀκούσουν, διότι δὲν ἔχουν τὴν
διάθεσιν νὰ ἀκούσουν καὶ νὰ
συμμορφωθοῦν πρὸς τοὺς λόγους μου. Λαμβάνουν
δὲ αὐτὴν τὴν ἀρνητικὴν
στάσιν, διότι ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τοῦ
Ἰσραὴλ εἶναι φιλόνεικοι καὶ
σκληροκάρδιοι. |
8
Καὶ ἰδοὺ δέδωκα τὸ πρόσωπόν
σου δυνατὸν κατέναντι τῶν προσώπων
αὐτῶν καὶ τὸ νῖκός σου
κατισχύσω κατέναντι τοῦ νίκους αὐτῶν,
|
8
Διὰ τοῦτο ἰδού, ἐγὼ σοῦ
ἔχω δώσει δύναμιν. Θὰ κάμω ἰσχυρὰν
καὶ ἐπιβλητικὴν τὴν προσωπικότητά
σου, θὰ σοῦ δώσω νικητήριον μαχητικὴν
δύναμιν πολὺ μεγαλυτέραν ἀπὸ
τὴν ἀντίστασιν, ποὺ θὰ προβάλλουν
ἐκεῖνοι.
|
8
Ἐγὼ ὅμως ἰδού, ἔχω ἀποφασίσει
νὰ ἐνδυναμώσω τὸ φρόνημα καὶ
τὸ πρόσωπόν σου ἐνώπιον τῶν προσώπων των,
ὥστε νὰ μὴ τοὺς φοβηθῇς. Καὶ
θὰ ἐνισχύσω τὴν δύναμιν τοῦ
χαρακτῆρος σου, ὥστε νὰ εἶναι ἀνωτέρα
τῆς δυνάμεως καὶ ἀντιστάσεώς των.
|
9
καὶ ἔσται διαπαντὸς κραταιότερον πέτρας,
μὴ φοβηθῇς ἀπ' αὐτῷ μηδὲ
πτοηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν,
διότι οἶκος παραπικραίνων ἐστι.
|
9
Θὰ εἶναι δὲ πάντοτε τὸ πρόσωπόν
σου ἰσχυρότερον καὶ σταθερώτερον ἀπὸ
τὸν βράχον. Μὴ τοὺς φοβηθῇς
καὶ μὴ πτοηθῇς ἀπέναντι αὐτῶν,
διότι αὐτοὶ εἶναι λαός, ὁ
ὁποῖος πάντοτε μὲ παροργίζει>.
|
9
Καὶ θὰ εἶναι ὁ δυναμισμός σου ἰσχυρότερος
καὶ ἀπὸ βράχον. Μὴ φοβηθῇς ἐξ
αἰτίας των, οὔτε νὰ τὰ χάσῃς
ἐμπρός των ἀπὸ τὰς ἀρνητικὰς
ἀντιδράσεις των, διότι εἶναι λαὸς ἀτίθασος,
ποὺ μοῦ προκαλεῖ πικρίαν καὶ ὀργήν>.
|
10
Καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου
πάντας τοὺς λόγους, οὓς λελάληκα
μετὰ σοῦ, λαβὲ εἰς τὴν καρδίαν
σου καὶ τοῖς ὠσί σου ἄκουε,
|
10
Ὁ Κύριος εἶπε πάλιν πρὸς ἐμέ·
<Υἱὲ ἀνθρώπου, ὅλους αὐτοὺς
τοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους ἐγὼ
εἶπα πρὸς σέ, ἄκουσέ τους καλά
μὲ τὰ αὐτιά σου, βάλε τους μέσα
εἰς τὴν καρδιάν σου.
|
10
Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος ἐπὶ πλέον
πρὸς ἐμέ: <Ἄνθρωπε, ὅλα τὰ
λόγια τὰ ὁποῖα σοῦ ἔχω εἰπεῖ
κατὰ τὴν ὁμιλίαν μου πρὸς σέ, βάλε
τα μέσα εἰς τὴν καρδίαν σου καὶ ἄκουσε
τὰ καλὰ μὲ τὰ αὐτιά σου, πρόσεξε
τὰ δηλαδὴ ἰδιαιτέρως καὶ μὲ
διάθεσιν ὑπακοῆς. |
11
καὶ βάδιζε, εἴσελθε εἰς τὴν
αἰχμαλωσίαν πρὸς τοὺς υἱοὺς
τοῦ λαοῦ σου καὶ λαλήσεις πρὸς
αὐτοὺς καὶ ἐρεῖς πρὸς
αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος·
ἐὰν ἄρα ἀκούσωσιν, ἐὰν
ἄρα ἐνδῶσι. |
11
Πήγαινε, εἰσχώρησε ἀνάμεσα εἰς
τοὺς αἰχμαλώτους συμπατριώτας σου
καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτούς·
αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· Ἴσως
καὶ ὑπακούσουν, ἴσως καὶ ὑποχωρήσουν
ἀπὸ τὰς κακίας των. Ἐλεύθεροι
εἶναι νὰ πράξουν ὅ,τι θέλουν>.
|
11
Πήγαινε ἔπειτα καὶ ἐμφανίσου εἰς
τοὺς αἰχμαλώτους, πρὸς τοὺς συμπατριώτας
σου ποὺ εἶναι αἰχμάλωτοι εἰς τοὺς
Βαβυλωνίους, καὶ ὁμίλησε πρὸς αὐτοὺς
καὶ εἰπὲ τους τὰ ἑξῆς:
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος καὶ Θεός
μας. Ἴσως νὰ σὲ ἀκούσουν καὶ
νὰ δεχθοῦν νὰ συμμορφωθοῦν πρὸς
αὐτὰ ποὺ θὰ τοὺς εἰπῇς>.
|
12
Καὶ ἀνέλαβέ με πνεῦμα, καὶ
ἤκουσα κατόπισθέν μου φωνὴν σεισμοῦ
μεγάλου· εὐλογημένη ἡ δόξα
Κυρίου ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ.
|
12
Ἀμέσως Πνεῦμα Κυρίου μὲ ἐσήκωσεν
ὑψηλὰ καὶ ἤκουσα ὅπισθέν
μου φωνὴν βροντώδη, ὡσὰν μεγάλου
σεισμοῦ, ὁποία ἔλεγε· <μεγάλη
καὶ χιλιοϋμνολογημένη εἶναι ἡ δόξα
τοῦ Κυρίου εἰς τὸν ἱερὸν
τοῦτον τόπον>!
|
12
Μετὰ ταῦτα μὲ ἐσήκωσε τὸ
Πνεῦμα τοῦ Κυρίου καὶ ἄκουσα ὀπίσω
μου θόρυβον, ὡσὰν νὰ ἐγίνετο
μέγας σεισμός, καὶ φωνήν, ἡ ὁποία ἔλεγεν:
<Εὐλογημένη ἡ δόξα τοῦ Κυρίου, ἡ
ὁποία ἀκτινοβολεῖ εἰς τὸν τόπον
Του>. |
13
Καὶ εἶδον φωνὴν τῶν πτερύγων
τῶν ζῴων πτερυσσομένων ἑτέρα
πρὸς τὴν ἑτέραν, καὶ φωνὴ
τῶν τροχῶν ἐχομένη αὐτῶν
καὶ φωνὴ τοῦ σεισμοῦ. |
13
Καὶ ἤκουσα τὴν βοὴν ἀπὸ
τὰς πτέρυγας τῶν ὑπερφυσικῶν
ἐκείνων ζώντων ὅντων καὶ εἶδα
τὴν μίαν πτέρυγα νὰ πτερουγίζῃ
καὶ νὰ πλησιάζῃ πρὸς τὴν
ἄλλην. Ἤκουσα τὴν βοὴν τῶν τροχῶν
πλησίον τῶν ὑπερφυσικῶν αὐτῶν
ὅντων καὶ βοὴν μεγάλην, ὡσὰν
βοὴν σεισμοῦ.
|
13
Ἐπρόσεξα δὲ καλύτερα καὶ εἶδα ὅτι
ὁ θόρυβος προήρχετο ἀπὸ τὴν βοὴν
ποὺ ἔκαμναν τὰ πτερὰ τῶν Χερουβίμ,
ποὺ ἐπτερύγιζαν τὸ ἕνα πρὸς
τὸ ἄλλο, καὶ ἀπὸ τὴν βοὴν
τῶν τροχῶν, οἱ ὁποῖοι τὰ
ἀκολουθοῦσαν. Ἡ κίνησίς των ἦτο
δυναμικὴ καὶ θορυβώδης, ὡσὰν νὰ
ἐγίνετο σεισμός. |
14
Καὶ τὸ πνεῦμα ἐξῇρέ με
καὶ ἀνέλαβέ με, καὶ ἐπορεύθην
ἐν ὁρμῇ τοῦ πνεύματός
μου, καὶ χεὶρ Κυρίου ἐγένετο
ἐπ' ἐμὲ κραταιά.
|
14
Τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου μὲ ἐπῆρε,
μὲ ἐσήκωσεν ὑψηλά· καὶ
ἐγώ μὲ μεγάλην ἐσωτερικὴν
ὁρμήν, μὲ ζῆλον καὶ ἐνθουσιασμὸν
ἐπορεύθην πρὸς τοὺς συμπατριώτας
μου, καθ' ὃν χρόνον ἡ παντοδύναμος
χεὶρ τοῦ Κυρίου ἦτο μαζῆ μου.
|
14
Τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου λοιπὸν μὲ
ἐσήκωσε καὶ μὲ ἀνέβασε ὑψηλά·
καὶ ἐπῆγα πρὸς τοὺς συμπατριώτας
μου μὲ ἐνθουσιασμὸν καὶ ἀτρόμητον
φρόνημα, διότι μὲ εἶχεν ἐνδυναμώσει τὸ
παντοδύναμον χέρι τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶχεν
ἀπλωθῇ ἐπάνω μου. |
15
Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν
μετέωρος καὶ περιῆλθον τοὺς κατοικοῦντας
ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ τοῦ Χοβὰρ
τοὺς ὄντας ἐκεῖ καὶ ἐκάθισα
ἑπτὰ ἡμέρας ἀναστρεφόμενος
ἐν μέσῳ αὐτῶν.
|
15
Φερόμενος ἐπάνω εἰς τὸν ἀέρα
ἦλθα πρὸς τοὺς αἰχμαλώτους συμπατριώτας
μου. Ἐγύρισα ἀνάμεσα εἰς αὐτούς,
οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν καὶ εὑρίσκοντο
κοντὰ εἰς τὸν ποταμὸν Χοβάρ,
καὶ ἐκεῖ ἐκάθισα ἑπτὰ
ἡμέρας συναναστρεφόμενος συνεχῶς μαζῆ
των. |
15
Ἐπῆγα λοιπὸν ἀπὸ ἀέρος,
μετέωρος, ἐκεῖ ὅπου ἦσαν οἱ
αἰχμάλωτοι Ἰουδαῖοι, καὶ συνήντησα
ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο
καὶ διέμεναν εἰς τὰς ὄχθας τοῦ
ποταμοῦ Χοβάρ. Ἐκάθησα δὲ ἐκεῖ,
ἀνάμεσά των, καὶ τοὺς συναναστρεφόμουν
ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας, χωρὶς
νὰ κηρύττω. |
16
Καὶ ἐγένετο μετὰ τὰς ἑπτὰ
ἡμέρας λόγος Κυρίου πρός με
λέγων· |
16
Ἔπειτα ἀπὸ τὰς ἑπτὰ αὐτὰς
ἡμέρας ἔγινε λόγος Κυρίου πρὸς
ἐμέ, ὁ ὁποῖος καὶ μοῦ
εἶπε· |
16
Μετὰ δὲ τὰς ἑπτὰ ἡμέρας
μοῦ ὡμίλησεν ὁ Κύριος καὶ μοῦ
εἶπε τὰ ἑξῆς: |
17
ὑἱὲ ἀνθρώπου, σκοπὸν δέδωκά
σε τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ, καὶ
ἀκούσῃ ἐκ στόματός μου
λόγον καὶ διαπειλήσῃ αὐτοῖς
παρ' ἐμοῦ. |
17
<Υἱὲ ἀνθρώπου, σὲ
ἔχω ἐγκαταστήσει
φρουρὸν ἀνάμεσα
εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας.
Θὰ ἀκούσῃς ἀπὸ τὸ
στόμα μου λόγον, μὲ τὸν ὁποῖον
καὶ θὰ ἀπειλήσῃς αὐτοὺς
ἐκ μέρους μου.
|
17
<Ἄνθρωπε, σὲ ἔχω ἐγκαταστήσει μεταξὺ
τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσραὴλ ὡς
ἄλλον σκοπόν <φρουρόν>. Θὰ ἀκούσῃς
ἀπὸ τὸ στόμα μου λόγον καὶ μὲ
αὐτὸν θὰ τοὺς ἀπειλήσῃς
ἐκ μέρους μου. |
18
Ἐν τῷ λέγειν με τῷ ἀνόμῳ·
θανάτῳ θανατωθήσῃ, καὶ οὐ
διεστείλω αὐτῷ οὐδὲ ἐλάλησας
τοῦ διαστείλασθαι τῷ ἀνόμῳ
ἀποστρέψαι ἀπὸ τῶν ὁδῶν
αὐτοῦ τοῦ ζῆσαι αὐτόν,
ὁ ἄνομος ἐκεῖνος τῇ ἀδικίᾳ
αὐτοῦ ἀποθανεῖται, καὶ τὸ
αἷμα αὐτοῦ ἐκ τῆς χειρός
σου ἐκζητήσω. |
18
Ὅταν δὲ ἐγὼ ἐξαγγέλλω
ἀπειλὰς ἐναντίον τοῦ παρανόμου
ἀνθρώπου καὶ λέγω, ὅτι ἀσφαλῶς
καὶ βεβαίως θὰ θανατωθῇ ἐξ αἰτίας
τῶν ἁμαρτιῶν του, ἐὰν δὲν
μετανοήσῃ, σὺ δὲ δὲν θὰ
διαμαρτυρηθῇς, ἀλλὰ θὰ ὑποστείλῃς
τὸν ἑαυτόν σου καὶ δὲν θὰ
ὁμιλήσῃς πρὸς
αὐτὸν ἐντόνως, ὥστε νὰ
ἀπομακρυνθῇ αὐτὸς ἀπὸ
τοὺς πονηροὺς δρόμους καὶ τρόπους
τῆς ζωῆς του καὶ
νὰ διαφύγῃ τὸν
θάνατον καὶ νὰ
ζήσῃ, ὁ μὲν παράνομος θὰ
ἀποθάνῃ βέβαια ἐξ αἰτίας
τῶν παρανομιῶν του, ἐγὼ ὅμως
θὰ ζητήσω ἀπὸ
σὲ τὴν εὐθυνην
διὰ τὸν θάνατόν του.
|
18
Ἐὰν λοιπὸν ἐγὼ ἀπειλῶ
τὸν παράνομον ἄνθρωπον καὶ τοῦ λέγω
θὰ τιμωρηθῇς ὁπωσδήποτε μὲ θάνατον,
καὶ σύ, ὁ ἐκπρόσωπός μου, δὲν
τὸν ἐνημερώνῃς καὶ δὲν
διαμαρτύρεσαι, οὔτε ὁμιλῇς διὰ νὰ
τὸν παρακινήσῃς εἰς μετάνοιαν, ὥστε
νὰ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ τὴν
ζωὴν τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀνομίας
καὶ νὰ ζήσῃ, ὁ παράνομος ἐκεῖνος
ἄνθρωπος θὰ ἀποθάνῃ ἀμετανόητος
μὲ τὰς ἁμαρτίας του. Τὴν εὐθύνην
ὅμως διὰ τὴν κατάληξίν του αὐτὴν
θὰ τὴν ζητήσω ἀπὸ σέ, ὁ ὁποῖος
δὲν τὸν ἐβοήθησες νὰ μετανοήσῃ.
|
19
Καὶ σὺ ἐὰν διαστείλῃ τῷ
ἀνόμῳ, καὶ μὴ ἀποστρέψῃ
ἀπὸ τῆς ἀνομίας αὐτοῦ
καὶ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ,
ὁ ἄνομος ἐκεῖνος ἐν τῇ
ἀδικίᾳ αὐτοῦ ἀποθανεῖται,
καὶ σὺ τὴν ψυχήν σου ρύσῃ·
|
19
Ἐὰν ὅμως σὺ ἐντόνως ὁμιλήσῃς
πρὸς τὸν παράνομον καὶ τὸν προτρέψῃς
ἐπιμόνως νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ
τὰς παρανομίας του καὶ γενικῶς
ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς τρόπους
τῆς ζωῆς του, ὁ δὲ παράνομος
παραμείνῃ ἀμετανόητος εἰς τὴν
ἁμαρτωλήν του κατάστασιν,
θὰ ἀποθάνῃ· σὺ ὅμως
θὰ γλυτώσῃς τὴν ζωήν σου·
δὲν θὰ τιμωρηθῇς, διότι ἔκαμες
τὸ καθῆκον σου.
|
19
Ἐὰν ὅμως ἐνημερώσῃς σχετικῶς
τὸν παράνομον ἄνθρωπον διὰ τὰς συνεπείας
τῆς ζωῆς του καὶ παρὰ ταῦτα
αὐτὸς δὲν μετανοήσῃ καὶ δὲν
ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὴν παρανομίαν
του καὶ ἀπὸ τὴν ζωὴν τῆς
ἁμαρτίας ποὺ ἐζοῦσε, θὰ ἀποθάνῃ
αὐτὸς μὲ τὴν ἁμαρτίαν του, χωρὶς
νὰ ἔχῃς σὺ καμμίαν εὐθύνην.
Θὰ σώσῃς τὴν ψυχήν σου ἀπὸ τὴν
ἐνοχήν, διότι εἶχες κάμει τὸ καθῆκον
σου καὶ τὸν ἐνημέρωσες διὰ τὰς
συνεπείας τῆς παρανόμου ζωῆς του.
|
20
καὶ ἐν τῷ ἀποστρέφειν δίκαιον
ἀπὸ τῶν δικαιοσυνῶν αὐτοῦ
καὶ ποιήσει παράπτωμα καὶ δώσω
τὴν βάσανον εἰς πρόσωπον αὐτοῦ,
αὐτὸς ἀποθανεῖται, ὅτι οὐ
διεστείλω αὐτῷ, καὶ ἐν ταῖς
ἁμαρτίαις αὐτοῦ ἀποθανεῖται,
διότι οὐ μὴ μνησθῶσιν αἱ δικαιοσύναι
αὐτοῦ, ἃς ἐποίησε, καἰ
τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐκ τῆς χειρός
σου ἐκζητήσω. |
20
Ἐὰν δὲ καὶ εὑρεθῇ κάποιος
δίκαιος ἄνθρωπος καὶ ἐγκαταλείψῃ
τὴν ἐνάρετον ζωήν του, ἐκτραπῇ
δὲ εἰς παραπτώματα, θὰ παραχωρήσω
νὰ πέσῃ αὐτὸς εἰς ταλαιπωρίας
καὶ θλίψεις. Ἀκόμη δὲ καὶ
νὰ ἀποθάνῃ. Ἐὰν δὲ
σὺ ἐν τῷ μεταξὺ δὲν συστήσῃς
εἰς αὐτὸν νὰ ἀπομακρυνθῇ
ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς
ἁμαρτωλότητός του, θὰ ἀποθάνῃ
αὐτὸς ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν
του καὶ δὲν θὰ
ληφθοῦν καθόλου ὑπ' ὄψιν αἱ
προηγούμεναι καλαὶ
αὐτοῦ πράξεις. Τὴν εὐθύνην
ὅμως διὰ τὸν θάνατον τοῦ ἐκτραπέντος
αὐτοῦ δικαίου θὰ τὴν
ζητήσω ἐγὼ ἀπὸ σέ.
|
20
Ἐὰν ἐπίσης κάποιος ἐνάρετος ἄνθρωπος
παρασυρθῇ καὶ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ
τὴν ζωὴν τῆς δικαιοσύνης καὶ ἀρετῆς
καὶ διαπράξῃ τὸ κακόν, καὶ παραχωρήσω
Ἐγὼ νὰ ἔλθῃ ἐπάνω του
δοκιμασία καὶ νὰ ἀποθάνῃ, ἔχε
ὑπ' ὄψιν σου τὸ ἑξῆς: Ἐὰν
σὺ δὲν τὸν ἐβοήθησες νὰ
μετανοήσῃ, θὰ ἀποθάνῃ ἀμετανόητος
μὲ τὰς ἁμαρτίας του καὶ δὲν
θὰ ὑπολογισθοῦν αἱ ἀρεταὶ
καὶ τὰ καλὰ ἔργα ποὺ εἶχε
κάμει. Τὴν εὐθύνην ὅμως διὰ τὴν
κατάληξίν του αὐτὴν θὰ τὴν
ζητήσω ὁπωσδήποτε ἀπὸ σέ, ὁ ὁποῖος
ἀδιαφόρησες καὶ δὲν τὸν ἐβοήθησες
νὰ μετανοήσῃ. |
21
Σὺ δὲ ἐὰν διαστείλῃ τῷ
δικαίῳ τοῦ μὴ ἁμαρτεῖν,
καὶ αὐτὸς μὴ ἁμάρτῃ,
ὁ δίκαιος ζωῇ ζήσεται, ὅτι διεστείλω
αὐτῷ, καὶ σὺ τὴν σεαυτοῦ
ψυχὴν ρύσῃ. |
21
Ἐὰν ὅμως σὺ διαμαρτυρηθῇς καὶ
ἐντόνως προτρέψῃς τὸν δίκαιον
αὐτόν, νὰ παύσῃ πλέον
διαπράττων τὴν ἁμαρτίαν,
αὐτὸς δὲ ὑπακούων εἰς
σὲ δὲν θὰ ἁμαρτήσῃ, θὰ
ζήσῃ ὀπωσδήποτε,
διότι σὺ συνέστησες εἰς αὐτὸν
τὴν ἀποφυγὴν τοῦ
κακοῦ καὶ σὺ ὁ ἴδιος
μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν θὰ
γλυτώσῃς τὴν ζωήν σου>.
|
21
Ἐὰν ὅμως ἐνημερώσῃς σχετικῶς
τὸν δίκαιον καὶ ἐνάρετον ἄνθρωπον,
ὥστε νὰ μὴ ἁμαρτήσῃ, καὶ
δὲν ἁμαρτήσῃ πράγματι, τότε ὁ μὲν
δίκαιος καὶ ἐνάρετος ἄνθρωπος θὰ ζῇ
καὶ θὰ χαίρεται τὴν ζωήν του, διότι
τὸν ἐβοήθησες νὰ ἀποφύγῃ
τὸ κακὸν καὶ τὰς πικρὰς συνεπείας
του, σὺ δὲ θὰ σώσῃς τὴν ψυχήν
σου ἀπὸ κάθε ἐνοχήν>.
|
22
Καὶ ἐγένετο ἐπ' ἐμὲ χεὶρ
Κυρίου, καὶ εἶπε πρός με· ἀνάστηθι,
καὶ ἔξελθε εἰς τὸ πεδίον, καὶ
ἐκεῖ λαληθήσεται πρός
σε. |
22
Ἡ παντοδύναμος δεξιὰ τοῦ Κυρίου
στοργικὴ ἡπλώθη ἐπάνω μου, ὁ
δὲ Κύριος μου εἶπε·
<σήκω, πήγαινε ἔξω
εἰς τὴν πεδιάδα καὶ ἐκεῖ
θὰ ἀποκαλυφθῇ εἰς σὲ τί
πρέπει νὰ πράξῃς>.
|
22
Κατόπιν τούτων ἀπλώθηκε πάλι τὸ χέρι τοῦ
Κυρίου ἐπάνω μου καὶ μοῦ εἶπεν
ὁ Κύριος: <Σήκω καὶ πήγαινε ἔξω, εἰς
τὴν πεδιάδα, καὶ ἐκεῖ θὰ σοῦ
λεχθῇ τί πρόκειται νὰ κάμῃς>.
|
23
Καὶ ἀνέστην καὶ ἐξῆλθον
πρὸς πεδίον, καὶ ἰδοὺ ἐκεῖ
δόξα Κυρίου εἱστήκει καθὼς ἡ
ὅρασις καὶ καθὼς ἡ δόξα Κυρίου,
ἣν εἶδον ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ
τοῦ Χοβάρ, καὶ πίπτω ἐπὶ
πρόσωπόν μου. |
23
Πράγματι ἐσηκώθηκα,
ἐβγῆκα πρὸς τὴν πεδιάδα καὶ
ἰδού, ἡ δόξα τοῦ Κυρίου
εἶχε σταθῇ ἐκεῖ καὶ ἦτο
ὅμοια πρὸς τὴν δόξαν τοῦ Κυρίου,
τὴν ὁποίαν ἐγὼ εἶδα πλησίον
εἰς τὸν ποταμὸν
Χοδάρ. Καταληφθεὶς ἀπὸ ἱερὸν
δέος ἔπεσα μὲ τὸ πρόσωπόν
μου εἰς τὸ ἔδαφος.
|
23
Ἐσηκώθηκα λοιπὸν καὶ ἐβγῆκα
πρὸς τὴν πεδιάδα. Καὶ βλέπω ἐκεῖ
ἐμπρὸς μου νὰ ἔχῃ σταθῇ
ἡ δόξα τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία ὡμοίαζε
πρὸς τὸ θέαμα καὶ τὴν δόξαν τὸν
Κυρίου ποὺ εἶδα δίπλα εἰς τὸν
ποταμὸν Χοβάρ. Μόλις τὴν εἶδα, ἔπεσα
ἀμέσως μὲ τὸ πρόσωπόν μου κατὰ γῆς.
|
24
Καὶ ἦλθεν ἐπ' ἐμὲ πνεῦμα
καὶ ἔστησέ με ἐπὶ τοὺς
πόδας μου, καὶ ἐλάλησε πρός
με καὶ εἶπέ μοι· εἴσελθε καὶ
ἐγκλείσθητι ἐν μέσῳ τοῦ
τοῦ οἴκου σου. |
24
Ἦλθε τότε πρὸς ἐμὲ Πνεῦμα
Θεοῦ, μὲ ἐσήκωσεν ὄρθιον εἰς
τοὺς πόδας μου, ὡμίλησε πρὸς
ἐμὲ καὶ μοῦ εἶπε· <εἴσελθε
καὶ κλείσου μέσα εἰς τὸ σπίτι
σου. |
24
Ἦλθε δὲ μέσα μου τὸ Πνεῦμα τοῦ
Κυρίου καὶ μὲ ἐσήκωσε καὶ μὲ
ἔστησεν εἰς τὰ πόδια μου. Μοῦ εἶπε
δὲ ὁ Κύριος: <Νὰ μπῇς μέσα εἰς
τὸ σπίτι σου καὶ νὰ κλεισθῇς εἰς
αὐτό. |
25
Καὶ σύ, υἱὲ ἄνθρώπου,
ἰδοὺ δέδονται ἐπὶ σὲ δεσμοί,
καὶ δήσουσί σε ἐν αὐτοῖς,
καὶ οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκ
μέσου αὐτῶν. |
25
Σύ, υἱὲ ἀνθρώπου, ἄκουσε·
ἔχουν ἐτοιμασθῇ διὰ σὲ δεσμά.
Θὰ σὲ δέσουν μὲ αὐτὰ ἁμαρτωλοὶ
ἄνθρωποι, διὰ νὰ μὴ ἠμπορέσῃς
νὰ φύγῃς ἀνάμεσα ἀπὸ
αὐτούς.
|
25
Ἔχε δὲ ὑπ’ ὄψιν σου, ἄνθρωπε,
ὅτι ἔχουν ἑτοιμασθῆ καὶ σὲ
περιμένουν δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα
θὰ σὲ δέσουν καὶ δὲν θὰ ἠμπορέσῃς
νὰ βγῇς ἀπὸ αὐτά.
|
26
Καὶ τὴν γλῶσσάν σου συνδήσω,
καὶ ἀποκωφωθήσῃ, καὶ οὐκ
ἔσῃ αὐτοῖς εἰς ἄνδρα ἐλέγχοντα,
διότι οἶκος παραπικραίνων ἐστί.
|
26
Καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ δέσω
τὴν γλῶσσάν σου, θὰ βωβοθῇς,
ὥστε νὰ μὴ εἶσαι δι' αὐτοὺς
ἄνθρωπος, ποὺ ἀπευθύνει ἐλέγχους.
Διότι ὁ λαὸς αὐτὸς εἶναι
λαός, ὁ ὁποῖος πάντοτε μὲ
ἐξοργίζει.
|
26
Θὰ δέσω μάλιστα μαζὶ καὶ τὴν γλῶσσαν
σου καὶ θὰ εἶσαι ὡσὰν κωφάλαλος.
Δὲν θὰ εἶσαι πλέον δι' αὐτούς, τοὺς
συμπατριώτας σου, ἐκεῖνος ποὺ θὰ τοὺς
ἐλέγχῃ διὰ τὴν ζωήν των, ὥστε
νὰ μετανοήσουν. Θὰ παραμένουν εἰς
τὴν κατάστασίν των, διότι εἶναι λαὸς
ποὺ μοῦ προκαλεῖ πικρίαν καὶ ὀργήν.
|
27
Καὶ ἐν τῷ λαλεῖν με πρὸς σὲ
ἀνοίξω τὸ στόμα σου, καὶ ἐρεῖς
πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει
Κύριος· ὁ ἀκούων ἀκουέτω,
καὶ ὁ ἀπειθῶν ἀπειθήτω,
διότι οἶκος παραπικραίνων ἐστί.
|
27
Θὰ ἔλθῃ ὅμως πάλιν καιρός,
ὅταν ἐγὼ θὰ ὁμιλήσω πρὸς
σὲ καὶ θὰ ἀνοίξω τὸ στόμα
σου, καὶ θὰ πῇς πρὸς αὐτούς·
αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· ὅποιος
θέλει νὰ ἀκούσῃ καὶ νὰ
ὑπακούσῃ εἰς τὰ λόγια
μου, ἂς τὰ ἀκούσῃ. Ὅποιος
θέλει νὰ φανῇ ἀπειθής, ἃς
φανῇ ἀπειθής. Καὶ θὰ φανοῦν
πολλοὶ ἀπειθεῖς, διότι ὁ λαὸς
αὐτὸς εἶναι λαός, ὁ ὁποῖος,
μὲ πικραίνει πολὺ καὶ μὲ ἐξοργίζει>.
|
27
Ὅταν ὅμως ἔλθῃ ἡ ὡρισμένη
ὥρα διὰ νὰ σοῦ ὁμιλήσω, θὰ
ἀνοίξω Ἐγὼ τὸ κλειστὸν στόμα
σου καὶ θὰ εἰπῇς πρὸς αὐτούς:
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος. Αὐτὸς ποὺ
ἔχει διάθεσιν νὰ ἀκούῃ τὰ λόγια
τοῦ Θεοῦ, ἂς ἀκούῃ μὲ
προθυμίαν καὶ μὲ πνεῦμα ὑποταγῆς
καὶ συμμορφώσεως πρὸς αὐτά. Ἐκεῖνος
ὅμως ποὺ εἶναι ἀπειθής, ἂς ἐκδηλώνῃ
τὴν ἀπείθειάν του, πρᾶγμα ποὺ εἶναι
σύνηθες δι’ αὐτούς, διότι εἶναι λαὸς ὁ
ὁποῖος μοῦ προκαλεῖ πολλὴν πικρίαν
καὶ ὀργήν>. |