Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
σύ, υἱὲ ἀνθρώπου, λάβε
σεαυτῷ πλίνθον καὶ θήσεις αὐτὴν
πρὸ προσώπου σου καὶ διαγράψεις ἐπ'
αὐτὴν πόλιν τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
αὶ
σὺ υἱὲ τοῦ ἀνθρώπου, πάρε
μίαν πλίνθον, θέσε την ἐνώπιόν
σου καί χάραξε ἐπάνω εἰς αὐτὴν
τὴν πόλιν Ἱερουσαλήμ.
|
αὶ
σύ, ἄνθρωπε, εἶπεν ὁ Θεὸς εἰς
τὸν Ἰεζεκιήλ, πάρε ἕνα πλιθί, ποὺ
δὲν ἔχει ἀκόμη ψηθῆ καλά, βάλε το
ἐμπρός σου καὶ χάραξε ἐπάνω του ὡς
σχεδιάγραμμα τὴν πόλιν τῆς Ἱερουσαλήμ.
|
2
Καὶ δώσεις ἐπ' αὐτὴν περιοχὴν
καὶ οἰκοδομήσεις ἐπ' αὐτὴν
προμαχῶνας καὶ περιβαλεῖς ἐπ' αὐτὴν
χάρακα καὶ δώσεις ἐπ' αὐτὴν
παρεμβολὰς καὶ τάξεις τὰς βελοστάσεις
κύκλῳ. |
2
Παράστησέ την ὡς ἐὰν πολιορκῆται
ὁλόγυρα, θὰ οἰκοδομήσῃς
ἐπάνω εἰς αὐτὴν προμαχῶνας.
Περίβαλέ την ὁλόγυρα μὲ χαράκωμα,
τοποθέτησε ἐπάνω εἰς αὐτὴν
στρατεύματα καὶ ὁλόγυρά της
πολιορκητικὰς μηχανάς, ποὺ ἐκτοξεύουν
βέλη.
|
2
Θὰ τὴν σχεδιάσῃς μάλιστα εἰς κατάστασιν
πολιορκίας. Θὰ κατασκευάσεις δηλαδὴ προμαχῶνας,
ἀναχώματα τῶν ἐχθρῶν, οἱ ὁποῖοι
ἐπιτίθενται ἐναντίον της, καὶ θὰ τὴν
περιβάλῃς μὲ χαράκωμα ὁλόγυρα. Θὰ
σχεδιάσῃς καὶ τὰς τάξεις τῶν ἐχθρῶν
παρατεταγμένας ἐναντίον τῆς πόλεως, καθὼς
καὶ τὰς πολεμικὰς μηχανὰς διὰ
τὴν ἐκτόξευσιν τῶν βελῶν ὁλόγυρά
της. |
3
Καὶ σὺ λάβε σεαυτῷ, τήγανον
σιδηροῦν καὶ θήσεις αὐτὸ τοῖχον
σιδηροῦν ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ
ἀνὰ μέσον τῆς πόλεως καὶ
ἑτοιμάσεις τὸ πρόσωπόν σου ἐπ'
αὐτήν, καὶ ἔσται ἐν συγκλεισμῷ,
καὶ συγκλείσεις αὐτήν· σημεῖόν
ἐστι τοῦτο τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ.
|
3
Πάρε εἰς τὰ χέρια σου ἕνα σιδερένιο
τηγάνι, τοποθέτησέ το ὡσὰν σιδερένιο
τεῖχος ἀνάμεσά σοῦ καὶ
τῆς πόλεως, ποὺ εἶναι χαραγμένη
ἐπάνω εἰς τὴν πλίνθον, στρέψε
ἔπειτα ἀπειλητικὸν τὸ πρόσωπόν
σου ἐναντίον τῆς πόλεως αὐτῆς,
ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς
πολιορκίαν· ὡς πολιορκημένην θὰ
τὴν χαράξῃς ἐπάνω εἰς
τὴν πλίνθον. Ὅλα δὲ αὐτὰ
θὰ εἶναι διὰ τοὺς Ἰσραηλίτας
σημεῖον, ποὺ θὰ συμβολίζῃ τὴν
τύχην τῆς πόλεως. |
3
Πάρε κατόπιν εἰς τὰ χέρια σου ἕνα τηγάνι
σιδερένιο καὶ βάλε το ὡς ἄλλο σιδερένιο
τεῖχος ἀνάμεσα εἰς σὲ καὶ τὴν
πόλιν ποὺ ἔχεις σχεδιάσει εἰς τὸ πλιθί.
Στρέψε ἔπειτα τὸ πρόσωπόν σου ἀπειλητικὸν
ἐναντίον της καὶ μὲ τὴν συμβολικὴν
αὐτὴν πρᾶξιν σου παρουσίασε τὴν Ἱερουσαλὴμ
πολιορκημένην. Ὅλα ὅσα θὰ κάμῃς θὰ
χρησιμεύσουν ὡς σημάδι εἰς τοὺς ἀπογόνους
τοῦ Ἰσραὴλ καὶ θὰ τοὺς
δίδουν κάποιαν πληροφορίαν διὰ τὸ μέλλον
τῆς πόλεως Ἱερουσαλήμ. |
-4
Καὶ σὺ κοιμηθήσῃ ἐπὶ τὸ
πλευρόν σου τὸ ἀριστερὸν καὶ
θήσεις τὰς ἀδικίας τοῦ οἴκου
Ἰσραὴλ ἐπ' αὐτοῦ κατὰ
ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν πεντήκοντα
καὶ ἑκατόν, ἃς κοιμηθήσῃ
ἐπ' αὐτοῦ, καὶ λήψῃ τὰς
ἀδικίας αὐτῶν.
|
4
Ἔπειτα σὺ θὰ πέσῃς εἰς
τὸ ἀριστερόν σου πλευρόν, ὡς
ἐὰν πρόκειται νὰ κοιμηθῇς, καὶ
θὰ πάρῃς ἐπάνω σου τὰς
ἁμαρτίας τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
Κατὰ τὸ χρονικὸν διάστημα τῶν
ἐκατὸν πεντήκοντα ἡμερῶν, κατὰ
τὰς ὁποίας θὰ εἶσαι ξαπλωμένος
εἰς τὸ ἀριστερόν σου πλευρὸν,
θὰ πάρῃς ἐπάνω σου τὰς
ἁμαρτίας τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
|
4
Θὰ κοιμηθῇς δὲ στηριγμένος εἰς τὸ
ἀριστερόν σου πλευρὸν ἐπὶ ἑκατὸν
πενῆντα ἡμέρας καὶ θὰ ἀναλάβῃς
μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἐπάνω
σου τὰς ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας γενικῶς
τοῦ βορείου βασιλείου τῶν Ἰσραηλιτῶν.
Ὅλας αὐτὰς τὰς ἡμέρας θὰ
εἶσαι φορτωμένος μὲ τὰς ἁμαρτίας των.
|
5
Καὶ ἐγὼ δέδωκά σοι τὰς
δύο ἀδικίας αὐτῶν εἰς
ἀριθμὸν ἡμερῶν ἐνενήκοντα
καὶ ἑκατὸν ἡμέρας. Καὶ
λήψῃ τὰς ἀδικίας τοῦ οἴκου
Ἰσραὴλ |
5
Ἐγὼ ἔχω θέσει ἐπάνω εἰς
σὲ τὰς ἁμαρτίας καὶ τῶν
δύο βασιλέων Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα,
εἰς ἀριθμὸν ἡμερῶν ἑκατὸν
ἐνενήκοντα. Θὰ πάρῃς ἐπάνω
σου κατὰ ἕνα τρόπον συμβολικὸν τὰς
ἁμαρτίας τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
|
5
Σοῦ ἐναπέθεσα μάλιστα τὰς ἁμαρτίας
καὶ τῶν δύο βασιλείων <Ἰσραὴλ καὶ
Ἰούδα> καὶ θὰ φορτωθῇς μὲ
αὐτὰς ἐπὶ ἑκατὸν ἐνενῆντα
ἡμέρας. Θὰ ἀναλάβῃς λοιπὸν τὰς
ἁμαρτίας τῶν Ἰσραηλιτῶν,
|
6
καὶ συντελέσεις ταῦτα πάντα·
καὶ κοιμηθήσῃ ἐπὶ τὸ πλευρόν
σου τὸ δεξιὸν καὶ λήψῃ τὰς
ἀδικίας τοῦ οἴκου Ἰούδα
τεσσαράκοντα ἡμέρας. Ἡμέραν
εἰς ἐναιαυτὸν τέθεικά σοι.
|
6
Ἀφοῦ δὲ πραγματοποιήσῃς ὅλα
αὐτά, ποὺ σοῦ εἶπα, θὰ
ἐξαπλωθῇς εἰς τὸ δεξιόν σου
πλευρὸν καὶ θὰ ἀναλάβῃς
τὰς ἁμαρτίας τοῦ βασιλείου Ἰούδα
ἐπὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας. Κάθε
ἡμέρα τῆς κατακλίσεώς σου αὐτῆς
συμβολίζει ἕνα ἔτος διὰ τοὺς
Ἰουδαίους καὶ τοὺς Ἰσραηλίτας.
|
6
καὶ ἀφοῦ ὁλοκληρώσῃς τὸν
ἀριθμὸν τῶν ὡρισμένων δι’ αὐτοὺς
ἡμερῶν, θὰ στραφῇς ἀπὸ
τὸ ἄλλο πλευρόν· καὶ θὰ κοιμηθῇς
στηριγμένος εἰς τὸ δεξιόν σου πλευρόν, διὰ
τὰς ἁμαρτίας τῶν Ἰουδαίων, ἐπὶ
σαράντα ἡμέρας. Τὴν κάθε μίαν ἀπὸ
αὐτὰς τὰς ἡμέρας τὴν ἔχω
ὑπολογίσει διὰ κάθε ἔτος ὀδικόν
των. |
7
Καὶ εἰς τὸν συγκλεισμὸν Ἱερουσαλὴμ
ἑτοιμάσεις τὸ πρόσωπόν σου καὶ
τὸν βραχίονά σου στερεώσεις καὶ
προφητεύσεις ἐπ' αὐτήν.
|
7
Στρέψε ἀπειλητικὸν τὸ πρόσωπόν
σου ἐναντίον τῆς πολιορκημένης Ἱερουσαλήμ,
ἄπλωσε τὸν βραχίονά σου καὶ
κράτησέ τον ἀπειλητικὸν ἐναντίον
τῆς πόλεως καὶ προφήτευσε δι' αὐτήν.
|
7
Στρέψε, ὅπως σοῦ εἶπα, αὐστηρὸν
τὸ πρόσωπόν σου πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ,
ποὺ τὴν ἔχεις σχεδιάσει εἰς κατάστασιν
πολιορκίας, καί, ἀφοῦ ἀπλώσῃς ἀπειλητικὸν
τὸ χέρι σου ἐναντίον της, προφήτευσε
δι’αὐτήν. |
8
Καὶ ἐγὼ ἰδοὺ δέδωκα ἐπὶ
σὲ δεσμούς, καὶ μὴ στροφῇς ἀπὸ
τοῦ πλευροῦ σου ἐπὶ τὸ πλευρὸν
σου, ἕως οὗ συντελεσθῶσιν ἡμέραι
τοῦ συγκλεισμοῦ σου. |
8
Ἰδού, ἐγὼ σὲ ἔχω παραδώσει
εἰς δεσμὰ μέχρι τῆς πολιορκίας
τῆς πόλεως, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇς
νὰ στρέψῃς ἀπὸ τὸ ἕνα
εἰς τὸ ἄλλο πλευρόν σου, μέχρις
ὅτου συμπληρωθοῦν αἱ ἡμέραι
τοῦ περιορισμοῦ σου αὐτοῦ.
|
8
Ἰδοὺ ἔχω βάλει ἐπάνω σου σφικτὰ
δεσμά· πρόσεξε νὰ μὴ στρέψῃς
ἀπὸ τὸ ἕνα πλευρὸν εἰς
τὸ ἄλλο. Θὰ κοιμᾶσαι δηλαδή, ὅπως
σοῦ ἔχω εἰπεῖ, ἀπὸ τὸ
ἀριστερὸν ἢ ἀπὸ τὸ δεξιὸν
πλευρόν, ἕως ὅτου συμπληρωθοῦν αἱ
ἡμέραι ποὺ ἀναλογοῦν εἰς τὰς
συμφορὰς τῶν
δύο βασιλείων <Ἰσραήλ - Ἰούδα>.
|
-9
Καὶ σὺ λάβε σεαυτῷ πυροὺς καὶ
κριθὰς καὶ κύαμον καὶ φακὸν
καὶ κέγχρον καὶ ὄλυραν καὶ ἐμβαλεῖς
αὐτὰ εἰς ἄγγος ἓν ὀστράκινον
καὶ ποιήσεις αὐτὰ σεαυτῷ εἰς
ἄρτους, καὶ κατὰ ἀριθμὸν τῶν
ἡμερῶν, ἃς σὺ καθεύδεις ἐπὶ
τοῦ πλευροῦ σου, ἐνενήκοντα καὶ
ἑκατὸν ἡμέρας φάγεσαι αὐτά.
|
9
Πάρε ἐπίσης διὰ τὸν ἑαυτόν
σου σιτάρι, κριθήν, κουκιά, φακές,
κεχρὶ καὶ σίκαλιν καὶ βάλε τα
εἰς ἕνα πήλινον δοχεῖον. Μὲ
αὐτὰ θὰ παρασκευάσῃς τὸ
ψωμί σου κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν
ἡμερῶν, κατὰ τὰς ὁποίας
θὰ εἶσαι ἐξηπλωμένος, δηλαδὴ
ἐπὶ ἑκατὸν ἐνενήκοντα
ἡμέρας, θὰ τρώγῃς ἀπὸ
αὐτά.
|
9
Πάρε κατόπιν διὰ τὸν ἑαυτόν σου καρποὺς
δημητριακούς, σιτάρι δηλαδή, κριθάρι, κουκιά, φακῆ,
κεχρὶ καὶ σίκαλι, καὶ βάλε τα ὅλα
μαζὶ μέσα εἰς ἕνα πήλινον δοχεῖον.
Θὰ κατασκευάσεις μὲ αὐτὰ ἄρτους
καὶ θὰ τρέφεσαι μὲ αὐτὰ κατὰ
τὸ διάστημα τῶν ἑκατὸν ἐνενήντα
ἡμερῶν, κατὰ τὰς ὁποίας θὰ
κοιμᾶσαι ἄλλοτε ἀπὸ τὸ ἀριστερὸν
καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὸ δεξιὰν
πλευράν σου. |
10
Καὶ τὸ βρῶμά σου, ὃ φάγεσαι,
ἐν σταθμῷ εἴκοσι σίκλους τὴν
ἡμέραν· ἀπὸ καιροῦ ἕως
καιροῦ φάγεσαι αὐτά.
|
10
Τὸ δὲ φαγητὸν, τὸ ὁποῖον
θὰ τρώγῃς, θὰ εἶναι μὲ
τὸ ζύγι εἴκοσι σίκλοι διὰ κάθε
ἡμέραν. Δὲν θὰ τρώγῃς
ὅμως ἀπὸ τὰ τρόφιμα αὐτὰ
κάθε ἡμέραν, ἀλλὰ ἀπὸ
καιροῦ εἰς καιρόν.
|
10
Τὸ φαγητὸν ποὺ θὰ τρώγῃς θὰ
εἶναι μετρημένον. Δὲν θὰ τρώγῃς ὅσον
θέλεις, ἀλλὰ εἴκοσι σίκλους τὴν ἡμέραν,
διακόσια τριάντα περίπου γραμμάρια. Δὲν θὰ τρώγῃς
δὲ συχνά, ἀλλὰ εἰς ἀραιὰ
διαστήματα. |
11
Καὶ ὕδωρ ἐν μέτρῳ πίεσαι
τὸ ἕκτον τοῦ εἴν· ἀπὸ
καιροῦ ἔως καιροῦ πίεσαι.
|
11
Καὶ τὸ νερὸ θὰ τὸ πίνῃς
ἐπίσης μὲ μέτρον. ῞Ενα ἕκτον
τοῦ εἲν κάθε ἡμέραν. Κατὰ
ἀραιὰ ἐπίσης χρονικὰ διαστήματα
θὰ πίνῃς νερό.
|
11
Μὲ μέτρον θὰ πίνῃς καὶ τὸ νερό.
Κάθε ἡμέραν θὰ πίνῃς συνολικῶς ἓν
ἕκτον τοῦ <εἲν> νερό, ἕνα δηλαδὴ
λίτρον περίπου, καὶ εἰς ἀραιὰ διαστήματα.
|
12
Καὶ ἐγκρυφίαν κρίθινον φάγεσαι
αὐτά· ἐν βολβίτοις κόπρου
ἀνθρωπίνης ἐγκρύψεις αὐτὰ
κατ' ὀφθαλμοὺς αὐτῶν |
12
Ἡ μορφὴ αὐτῶν τῶν τροφίμων,
ποὺ θὰ τρώγῃς, θὰ εἶναι
πίττα κριθίνη, ἡ ὁποία θὰ
ψήνεται χωμένη κάτω εἰς ἀνθρακιὰν
ἀπὸ ξηρὰς ἀκαθαρσίας ἀνθρώπου,
θὰ ψήνῃς ἐκεῖ μέσα τὸν
ἄρτον σου ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια
τῶν Ἰουδαίων.
|
12
Αὐτὰ ποὺ σοῦ εἶπα ὅτι
θὰ τρώγῃς θὰ εἶναι ὑπὸ
τὴν μορφὴν πίττας κριθίνης, τὴν ὁποίαν
θὰ ψήσῃς μέσα εἰς χόβολην <στάκτην μὲ
φωτιά> ἀπὸ καμμένα ἀνθρώπινα περιττώματα.
Θὰ καίῃς τὰ περιττώματα αὐτὰ
καί, ὅπως θὰ εἶναι ζεστά, θὰ χώνῃς
μέσα τὴν πίτταν, ἐμπρὸς εἰς τὰ
μάτια τῶν συνεξορίστων σου Ἰουδαίων.
|
13
καὶ ἐρεῖς· τάδε λέγει Κύριος
ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ· οὕτως
φάγονται οἱ υἱοὶ τοῦ Ἰσραὴλ
ἀκάθαρτα ἐν τοῖς ἔθνεσι.
|
13
Καὶ τότε θὰ πῇς πρὸς αὐτούς·
αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ
Θεὸς τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ:
Οἱ Ἰσραηλῖται θὰ φάγουν κατὰ
παρόμοιον τρόπον ἀκάθαρτα φαγητὰ
ἀνάμεσα εἰς τὰ εἰδωλολατρικὰ
ἔθνη, ὅπου θὰ ἔχουν διαακορπισθῇ>.
|
13
Καὶ θὰ λέγῃς τὴν ὥραν ἐκείνην:
Αὐτὰ λέγει ὁ μόνος Κύριος, ὁ Θεὸς
τοῦ Ἰσραήλ: <Ὅπως εἶναι ἀκάθαρτα
νομικῶς αὐτὰ ποὺ ἑτοιμάζω διὰ
νὰ φάγω, ἔτσι καὶ οἱ ἀπόγονοι
τοῦ Ἰσραὴλ θὰ φάγουν ἀκάθαρτα
νομικῶς φαγητὰ μεταξὺ τῶν διαφόρων
εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν, εἰς τὰ
ὁποῖα θὰ ἔχουν αἰχμαλωτισθῆ>.
|
14
Καὶ εἶπα· μηδαμῶς, Κύριε Θεὲ
τοῦ Ἰσραήλ· ἰδοὺ ἡ
ψυχή μου οὐ μεμίανται ἐν ἀκαθαρσίᾳ,
καὶ θνησιμαῖον καὶ θηριάλωτον οὐ
βέβρωκα ἀπὸ γενέσεώς μου ἕως
τοῦ νῦν, οὐδὲ εἰσελήλυθεν
εἰς τὸ στόμα μου πᾶν κρέας ἕωλον.
|
14
Ἐγὼ τότε ἀπήντησα· <Κύριε
καὶ Θεὲ τοῦ Ἰσραήλ, ποτὲ
καὶ κατὰ κανένα τρόπον νὰ μὴ
γίνῃ αὐτό. Ἰδού, ἡ
ψυχή μου δὲν ἔχει μολυνθῆ ἀπὸ
ἀκαθάρτους τροφάς. Ἀπὸ τὴν
ἡμέραν τῆς γεννήσεώς μου καὶ
ἕως τὴν ὥραν αὐτὴν ποτὲ
δὲν ἔφαγα κρέας ἀπὸ πτῶμα
ζώου οὔτε ἀπὸ ζῶον, ποὺ
εἶχε κατασπαραχθῆ ὑπὸ θηρίου.
Ποτὲ δὲν εἰσῆλθεν εἰς τὸ
στόμα μου κρέας ἀκάθαρτον>.
|
14
Ὅταν ἄκουσα τὰς ὁδηγίας αὐτὰς
τοῦ Κυρίου ὡς πρὸς τὴν διατροφήν μου,
εἶπα ἀμέσως: <Ὄχι, Κύριε, Θεὲ τοῦ
Ἰσραήλ, ποτὲ νὰ μὴ γίνῃ κάτι
τέτοιο! Ἀπὸ τὴν ὥραν ποὺ ἦλθα
εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν καὶ ἕως
τώρα δὲν ἔχει μολυνθῆ ἡ ψυχή μου μὲ
ἀκάθαρτα φαγητά! Δὲν ἔφαγα ποτὲ κρέας
ἀπὸ πτῶμα ζώου, οὔτε ἀπὸ
ζῶον ποὺ τὸ εἶχαν κατασπαράξει ἄγρια
θηρία. Ποτέ μου δὲν ἔβαλα εἰς τὸ στόμα
μου κρέας ποὺ ἦτο δυνατὸν νὰ θεωρηθῇ
ἀκάθαρτον νομικῶς>. |
15
Καὶ εἶπε πρός με· ἰδοὺ
δέδωκά σοι βόλβιτα βοῶν ἀντὶ
τῶν βολβίτων τῶν ἀνθρωπίνων,
καὶ ποιήσεις τοὺς ἄρτους σου ἐπ'
αὐτῶν. |
15
Εἶπε δὲ ἀκόμη πρὸς ἐμὲ
ὁ Κύριος· <ἰδού, σοῦ
δίδω ἀκαθαρσίας βοϊδιῶν ὡς καύσιμα
ἀντὶ τῶν ἀκαθαρσιῶν τῶν
ἀνθρωπίνων καὶ μὲ αὐτὰς
θὰ ψήσῃς τὸ ψωμί σου>.
|
15
Καὶ μοῦ εἶπεν ὁ Κύριος: <Ἐπειδὴ
τὰ λέγεις αὐτά, τροποποιῶ τὴν ἐντολήν
μου καὶ σοῦ λέγω νὰ χρησιμοποιήσεις ἀντὶ
τῶν περιττωμάτων τῶν ἀνθρώπων περιττώματα
βοδιῶν μὲ αὐτὰ νὰ ψήσῃς
τοὺς ἄρτους σου>. |
16
Καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου,
ἰδοὺ ἐγὼ συντρίβω στήριγμα
ἄρτου ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ φάγονται
ἄρτον ἐν σταθμῷ καὶ ἐν ἐνδείᾳ
καὶ ὕδωρ ἐν μέτρῳ καὶ
ἐν ἀφανισμῷ πίονται,
|
16
Εἶπε ἀκόμη πρὸς ἐμέ·
<ὑιὲ ἀνθρώπου· ἰδοὺ
ἐγὼ θὰ καταστρέψω καὶ θὰ
μειώσω εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τὸν
ἄρτον, ποὺ εἶναι στήριγμα τῆς
ζωῆς, καὶ θὰ φάγουν μὲ τὸ
ζύγι τὸ ψωμί των. Καὶ μὲ μέτρον
θὰ πίνουν τὸ νερό, διότι θὰ
φοβηθοῦν, μήπως λείψῃ ἐντελῶς
τὸ ὕδωρ.
|
16
Μοῦ εἶπε δὲ ὁ Κύριος καὶ τὰ
ἑξῆς: <Ἄνθρωπε, ἰδοὺ θὰ
συντρίψω πλέον τὸ στήριγμα εἰς τὸ ὁποῖον
στηρίζεται ἡ ζωή σας· θὰ ὀλιγοστεύσω
δηλαδὴ τὸν ἄρτον εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
καὶ θὰ πέσῃ πεῖνα. Θὰ τρώγουν
ψωμὶ μὲ τὸ ζύγι, μὲ μέτρον, καὶ
δὲν θὰ εὐρίσκουν νὰ προμηθευθοῦν
ἄλλο. Θὰ πίνουν μὲ μέτρον καὶ τὸ
νερὸ καὶ μὲ φόβον ὅτι δὲν θὰ
ἔχουν εἰς τὸ μέλλον οὔτε καὶ
ἐλάχιστον νερὸ νὰ πιοῦν.
|
17
ὅπως ἐνδεεῖς γένωνται ἄρτου
καὶ ὕδατος· καὶ ἀφανισθήσεται
ἄνθρωπος καὶ ἀδελφὸς αὐτοῦ
καὶ τακήκονται ἐν ταῖς ἀδικίαις
αὐτῶν. |
17
Θὰ περιπέσουν αὐτοὶ εἰς μεγάλην
στέρησιν ἄρτου καὶ ὕδατος. Ὀλίγον
κατ' ὀλίγον θὰ σβήσῃ κάθε
ἄνθρωπος καὶ ὁ συγγενὴς αὐτοῦ,
καὶ θὰ λυώσουν ἀπὸ τὴν
πεῖναν καὶ τὴν δίψαν ἐξ αἰτίας
τῶν ἁμαρτιῶν των>. |
17
Θὰ ἀντιμετωπίσουν μεγάλην ἔλλειψιν ἄρτου
καὶ ὕδατος. Ἐξ αἰτίας τῆς ἐλλείψεως
αὐτῆς θὰ ἐξαφανίζεται κάθε ἄνθρωπος
καὶ ὁ συγγενής του καὶ θὰ λειώσουν
μέσα εἰς τὰς ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας
των>. |