Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με
λέγων· |
Κύριος
ὡμίλησε πρὸς εμὲ καὶ μοῦ
εἶπε· |
αὶ
ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ καὶ
εἶπε: |
2
καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου,
εἰπόν· τάδε λέγει Κύριος
τῇ γῇ τοῦ Ἰσραήλ· πέρας
ἥκει, τὸ πέρας ἥκει ἐπὶ
τὰς τέσσαρας πτέρυγας τῆς γῆς.
|
2
<σύ, υἱὲ ἀνθρώπου, εἰπέ:
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος εἰς
τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν τοῦ
Ἰσραήλ· Τὸ τέλος ἔχει φθάσει,
ἔχει φθάσει εἰς τὰ τέσσερα σημεῖα
τῆς χώρας τοῦ Ἰσραήλ.
|
2
Σὺ δέ, ἄνθρωπε, νὰ εἰπῇς τὰ
ἑξῆς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος πρὸς
ὅλην τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ: Ἔχει
ἔλθει πλέον τὸ τέλος· ἔφθασε τὸ τέλος
διὰ τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος
τῆς γῆς τοῦ Ἰσραήλ.
|
3
Ἐκει τὸ πέρας |
3
Ἔρχεται τὸ τέλος. |
3
Ἔφθασε τὸ τέλος! |
4
ἐπὶ σὲ τὸν κατοικοῦντα τὴν
γῆν, ἥκει ὁ καιρός, ἤγγικεν
ἡ ἡμέρα, οὐ μετὰ θορύβων
οὐδὲ μετὰ ὠδίνων.
|
4
Εἰς σέ, εἰς τὸν καθένα ἀπὸ
σᾶς ποὺ κατοικεῖτε τὴν χώραν
τοῦ Ἰσραήλ, ἔφθασε πλέον ὁ
καιρός, ἦλθεν ἡ ἡμέρα τῆς
καταστροφῆς ὄχι μὲ θορύβους, οὔτε
μὲ πόνους, ποὺ ποοηγοῦνται τοῦ
τοκετοῦ, ἀλλ' ἀποτόμως.
|
4
Διὰ σὲ ποὺ κατοικεῖς τὴν γῆν
αὐτήν, ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν εἶσαι,
ἔφθασεν ὁ καιρὸς τοῦ τέλους. Ἐπλησίασεν
ἡ ἡμέρα τῆς κρίσεως καὶ τιμωρίας,
ἡ ὁποία δὲν θὰ ἐπέλθῃ
μὲ θόρυβον, διὰ νὰ προφυλαχθῆτε, οὔτε
μὲ προειδοποιητικοὺς πόνους, ὅπως συμβαίνει
εἰς τὴν ἔγκυον γυναῖκα πρὸ τοῦ
τοκετοῦ, ἀλλὰ ξαφνικά. Θὰ σᾶς
εὕρῃ ἀνετοίμους. |
5
Νῦν ἐγγύθεν ἐκχεῶ τὴν
ὀργήν μου ἐπὶ σὲ καὶ συντελέσω
τὸν θυμόν μου ἐν σοὶ καὶ κρινῶ
σε ἐν τοῖς ὁδοῖς σου καὶ δώσω
ἐπὶ σὲ πάντα τὰ βδελύγματά
σου· |
5
Καὶ τώρα ἀπὸ πολὺ πλησίον
θὰ ἀφήσω νὰ ἐκσπάσῃ
ἡ ὀργή μου ἐναντίον σου. Θὰ
ὁλοκληρώσω τὸν θυμόν μου ἐναντίον
σου, θὰ σὲ κρίνω καὶ θὰ σὲ
δικάσω σύμφωνα μὲ τοὺς τρόπους
τῆς ζωῆς σου. Θὰ ἀνταποδώσω
εἰς σὲ τιμωρίας δι' ὅλα τὰ βδελυρὰ
εἰδωλολατρικὰ ἔργα σου.
|
5
Ἀπὸ πολὺ κοντά, χωρὶς νὰ τὸ
ἀντιληφθῇς, θὰ ἐκχύσω ἐπάνω
σου τὴν δικαίαν ὀργήν μου ἐναντίον σου καὶ
θὰ ὁλοκληρώσω τὸ ἔργον τοῦ θυμοῦ
μου εἰς βάρος σου. Θὰ σὲ κρίνῳ δὲ
ἀναλόγως πρὸς τὸν τρόπον τῆς ὅλης
ζωῆς σου καὶ θὰ σοῦ ἀνταποδώσω
δικαίως ὅλα τὰ βδελυρὰ ἔργα, τὰ
ὁποῖα διέπραξες μιμούμενος τοὺς εἰδωλολάτρας.
|
6
οὐ φείσεται ὁ ὀφθαλμός μου,
οὐδὲ μὴ ἐλεήσω, διότι
τὰς ὁδούς σου ἐπὶ σὲ δώσω,
καὶ τὰ βδελύγματά σου ἐν μέσῳ
σου ἔσονται, καὶ ἐπιγνώσῃ διότι
ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ τύπτων.
|
6
Δὲν θὰ λυπηθῇ τὸ μάτι μου, οὔτε
θὰ σᾶς εὐσπλαγχνισθῶ. Διότι
σύμφωνα μὲ τοὺς δρόμους καὶ
τοὺς τρόπους τῆς ζωῆς σου ἐγὼ
θὰ σοῦ ἀνταποδώσω. Θὰ σοῦ
ζητήσω λόγον δι' ὅλα ,τὰ βδελυρὰ
εἰδωλολατρικὰ ἀνομήματά σου.
Ἔτσι θὰ μάθῃς, ὅτι ἐγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος
κατὰ λόγον δικαιοσύνης κτυπῶ.
|
6
Δὲν θὰ σὲ λυπηθῇ ὁ ὀφθαλμός
μου, οὔτε θὰ σὲ εὐσπλαγχνισθῇ.
Θὰ σὲ κρίνῳ δικαίως, ὅπως σοῦ
ἀξίζει, διότι θὰ σὲ τιμωρήσω ἀναλόγως
πρὸς τὸν τρόπον τῆς ὅλης ζωῆς
σου· τὰ δὲ ἀνίσχυρα βδελυρὰ
εἴδωλα, ὅπως καὶ τὰ ἔργα σου,
θὰ εὑρίσκωνται ἐμπρός σου, εἰς τὸ
μέσον σας. Καὶ θὰ μάθῃς ἔτσι καλὰ
ὅτι εἶμαι Ἐγώ, ὁ Κύριος, ἐκεῖνος
ὁ ὁποῖος σὲ τιμωρεῖ.
|
7
Νῦν τὸ πέρας πρὸς σέ, καὶ
ἀποστελῶ ἐγὼ ἐπὶ σὲ
καὶ ἐκδικήσω σε ἐν ταῖς ὁδοῖς
σου καὶ δώσω ἐπὶ σὲ πάντα
τὰ βδελύγματά σου· |
7
Ἔρχεται τώρα τὸ τέλος σου. Ἐγὼ
θὰ στείλω ἐναντίον σου τοὺς
ἐχθρούς σου καὶ θὰ σὲ τιμωρήσω
διὰ τὴν ἀσεβῆ διαγωγὴν καὶ
ζωήν σου καὶ θὰ ρίψω ἐπάνω
σου τιμωρίας σύμφωνα με τὰ βδελυρὰ
ἔργα τῆς εἰδωλολατρείας σου.
|
7
Ἔφθασε τώρα τὸ τέλος διὰ σέ, καὶ θὰ
στείλω Ἐγὼ τὴν τιμωρίαν ἐπάνω
σου. Θὰ σοῦ ἀνταποδώσω τὴν ζωὴν
τῆς ἀσεβείας σου καὶ θὰ σὲ τιμωρήσω
δι' ὅλα ὅσα ἔκαμες μὲ τὰ εἴδωλα
ποὺ ἐλάτρευες. |
8
οὐ φείσεται ὁ ὁφθαλμός μου ἐπὶ
σέ, οὐδὲ μὴ ἐλεήσω, διότι
τὴν ὁδόν σου ἐπὶ σὲ δώσω,
καὶ τὰ βδελύγματά σου ἐν μέσῳ
σου ἔσται· καὶ ἐπιγνώσῃ
διότι ἐγὼ Κύριος·
|
8
Δὲν θὰ σὲ λυπηθῇ τὸ μάτι
μου, οὔτε θὰ σὲ εὐσπλαγχνισθῶ,
διότι σύμφωνα μὲ τὴν πονηρὰν
διαγωγήν σου ἐγὼ κατὰ λόγον
δικαιοσύνης θὰ σὲ τιμωρήσω. Τὰ
βδελυρὰ εἴδωλά σου εἶναι ἐνώπιόν
σου, ἀνίκανα βεβαίως νὰ σὲ βοηθήσουν.
Καὶ θὰ μάθῃς ἐπάνω εἰς
τὰ πράγματα, ὅτι ἐγὼ εἶμαι
ὁ Κύριος καὶ Θεὸς τῆς δικαιοσύνης>.
|
8
Δὲν θὰ σὲ λυπηθῇ, ἐπαναλαμβάνω,
ὁ ὀφθαλμός μου, οὔτε θὰ σὲ εὐσπλαγχνισθῇ,
διότι θὰ σοῦ ἀνταποδώσω αὐτὸ
ποὺ σοῦ πρέπει διὰ τὴν ἀσεβῆ
ζωήν σου· ὅσα δὲ ἔκαμες μὲ τὰ
βδελυρὰ εἴδωλά σου θὰ εἶναι εἰς
τὸ μέσον ἐνώπιόν σου. Θὰ βλέπῃς δηλαδὴ
τὸ διατὶ τιμωρεῖσαι καὶ θὰ γνωρίσῃς
ἔτσι καλὰ ὅτι Ἐγὼ καὶ
μόνον εἶμαι ὁ Κύριος. |
9
διότι τάδε λέγει Κύριος·
|
9
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος·
|
9
Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος:
|
10
ἰδοὺ τὸ πέρας ἥκει, ἰδοὺ
ἡμέρα Κυρίου· εἰ καὶ ἡ
ράβδος ἤνθηκεν, ἡ ὕβρις ἐξανέστηκε.
|
10
<ἰδού, τὸ τέλος ἔφθασε, ἰδοὺ
ἡ ἡμέρα τῆς ἐκδικήσεως
τοῦ Κυρίου ἦλθε. Ἡ τιμωρὸς ράβδος
τῆς δικαιοσύνης μου ἐναντίον τῆς
ἀσεβείας εἶναι ἑτοίμη. Ἡ
ὑπερηφάνειά σας καὶ ἡ ἀλαζονεία
σας ἐξανέστη ἐναντίον σας.
|
10
Ἰδού, ἔφθασε πλέον τὸ τέλος! Ἰδού,
εἶναι πλησίον ἡ ἡμέρα τῆς Κρίσεως
τοῦ Κυρίου. Ἐὰν δὲ ἤνθησε καὶ
ἐσηκώθη πλέον ἡ ράβδος τῆς τιμωρίας,
συνέβη τοῦτο διότι ὑψώθη πολὺ ἡ
ἀλαζονεία τῆς ἀσεβείας σας.
|
11
Καὶ συντρίψει στήριγμα ἀνόμου
καὶ οὐ μετὰ θορύβου οὐδὲ
μετὰ σπουδῆς. |
11
Ἡ τιμωρὸς ράβδος τῆς δικαιοσύνης
μου θὰ συντρίψῃ κάθε στήριγμα,
ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον ἐστηρίζετο
καὶ ἤλπιζεν ὁ παράνομος ἄνθρωπος.
Δὲν θὰ ἔλθῃ δὲ κατόπιν
προηγουμένου θορύβου οὔτε μὲ βίαν,
ἀλλ' ἔξαφνα.
|
11
Θὰ συντρίψῃ δὲ ἡ ράβδος αὐτὴ
κάθε στήριγμα καὶ ἐλπίδα τοῦ ἀσεβοῦς
ἀνθρώπου. Ἡ συντριβὴ αὐτὴ δὲν
θὰ γίνῃ ἔπειτα ἀπὸ προειδοποιητικὸν
θόρυβον καὶ μὲ προσεκτικὴν προεργασίαν,
ἀλλὰ ξαφνικά. |
12
῞Ηκει ὁ καιρός, ἰδοὺ ἡ
ἡμέρα· ὁ κτώμενος μὴ χαιρέτω,
καὶ ὁ πωλῶν μὴ θρηνείτω·
|
12
Ἔφθασεν ὁ καιρὸς, ἔφθασεν ἡ
ἡμέρα τῆς καταστροφῆς. Αὐτὸς
ποὺ ἀγοράζει καὶ ἀπσκτᾷ
κτήματα καὶ οἰκίας, ἂς μὴ
χαίρῃ· καὶ ἐκεῖνος ποὺ
τὰ πωλεῖ, ἂς μὴ πενθῇ.
|
12
Ἔφθασεν ὁ καιρός, ἰδού, ἦλθεν ἡ
ἡμέρα τῆς Κρίσεως! Αὐτὸς ποὺ
ἀποκτᾷ ἀγαθὰ ἂς μὴ χαίρεται,
διότι θὰ καταστραφοῦν τὰ πάντα. Καὶ
αὐτὸς ποὺ πωλεῖ τὰ ἀγαθά
του, διὰ νὰ ἀντιμετωπίσῃ τὰς
δυσκολίας τῆς ζωῆς του, ἂς μὴ κλαίῃ
δι’ αὐτά, διότι δὲν θὰ ἀνήκουν πλέον
εἰς κανένα. |
13
διότι ὁ κτώμενος πρὸς τὸν πωλοῦντα
οὐκέτι μὴ ἐπιστρέψῃ, καὶ
ἄνθρωπος ἐν ὀφθαλμῷ ζωῆς αὐτοῦ
οὐ κρατήσει. |
13
Διότι ὁ ἀγοραστής, ποὺ εἶναι
εἰς θέσιν νὰ ἀγοράζῃ,
δὲν θὰ στραφῇ πλέον πρὸς πωλητήν,
διότι ἡ χώρα θὰ ἔχῃ κατακτηθῇ
ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Καὶ
ἐκεῖνοι, ποὺ θὰ ἀπολειφθοῦν
ζῶντες καὶ θὰ ἔχουν τὰ μάτια
των ἀνοικτά, δὲν θὰ εἶναι πλέον
κύριοι τῆς περιουσίας των.
|
13
Οὔτε ὁ ἕνας νὰ χαίρεται οὔτε
ὁ ἄλλος νὰ λυπῆται, διότι δὲν
πρόκειται ποτὲ νὰ ἐπιστρέψῃ ὁ
ἀγοραστὴς τὰ κτήματα εἰς τὸν
πωλητήν, ὅπως ἐγίνετο βάσει τὸν Μωσαϊκοῦ
Νόμον κάθε πεντηκοστὸν ἔτος <Ἰωβηλαῖον>.
Κανεὶς δὲν θὰ εἶναι κύριος τῆς
ζωῆς του καὶ τῶν ἀγαθῶν του.
Ἡ καταστροφὴ θὰ πλήξῃ τοὺς πάντας.
|
14
Σαλπίσατε ἐν σάλπιγγι καὶ κρίνατε
τὰ σύμπαντα. |
14
Σαλπίσατε μὲ τὰς σάλπιγγας, διαλαλήσατε,
ὅτι κρίνεται ἡ τύχη ὁλοκλήρου
τῆς χώρας σας. |
14
Σαλπίσατε δυνατὰ μὲ σάλπιγγα, διὰ νὰ
ἀκούσουν καὶ πληροφορηθοῦν ὅλοι
ὅτι κρίνονται τὰ σύμπαντα. |
15
Ὁ πόλεμος ἐν ρομφαίᾳ ἔξωθεν,
καὶ ὁ λιμὸς κα ὁ θάνατος ἔσωθεν·
ὁ ἐν τῷ πεδίῳ ἐν ρομφαίᾳ
τελευτήσει, τούς δ' ἐν τῇ πόλει
λιμὸς καὶ θάνατος συντελέσει.
|
15
Ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλεως
Ἱερουσαλὴμ ἡ ρομφαία θὰ σφάζῃ
τοὺς Ἰουδαίους, μέσα δὲ εἰς
τὴν πόλιν θὰ ἐξολοθρεύῃ
τοὺς κατοικοῦντας ἡ πεῖνα καὶ
ὁ θάνατος ἀπὸ ἀσθενείας.
Ὅσοι θὰ εὑρίσκωνται εἰς τὴν
πεδιάδα θὰ ἀποθνήσκουν ὑπὸ
τὰ πλήγματα τῆς ρομφαίας, αὐτοὶ
δέ ποὺ ζοῦν μέσα εἰς τὰς
πόλεις θὰ ἀποθνήσκουν ἀπὸ
τὴν πεῖναν καὶ τὰς ἀσθενείας.
|
15
Ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη θὰ σᾶς
κτυπήσῃ τὸ φονικὸν μαχαίρι τοῦ ἐχθροῦ·
μέσα θὰ κτυπηθῆτε ἀπὸ τὴν πεῖναν
καὶ ἀπὸ θανατηφόρον ἀσθένειαν. Αὐτὸς
ποὺ θὰ εὑρίσκεται ἔξω εἰς τοὺς
ἀγρούς, θὰ θανατωθῇ μὲ ἐχθρικὸν
μαχαίρι, ἐνῷ ὅσοι θὰ εἶναι μέσα
εἰς τὴν πόλιν, θὰ ἐξοντωθοῦν
ἀπὸ πεῖναν καὶ θανατηφόρον ἀσθένειαν.
|
16
Καὶ ἀνασωθήσονται οἱ ἀνασῳζόμενοι
ἐξ αὐτῶν καὶ ἔσονται ἐπὶ
τῶν ὀρέων· πάντας ἀποκτενῶ,
ἕκαστον ἐν ταῖς ἀδικίαις αὐτοῦ,
|
16
Θὰ φύγουν μερικοί, θὰ ζητήσουν
καὶ θὰ εὕρουν σωτηρίαν
ἐπάνω εἰς τὰ ὄρη. Ὅλους
ἐγὼ θὰ τοὺς φονεύσω,
τὸν καθένα διὰ
τὰς ἀδικίας
αὐτοῦ.
|
16
Ὅσοι διαφύγουν ἀπὸ αὐτὸ τὸ
θανατικόν, θὰ καταφύγουν εἰς τὰ βουνὰ
διὰ νὰ διασωθοῦν. Ὅλους δέ, καὶ
αὐτοὺς ἀκόμη ποὺ θὰ καταφύγουν
εἰς τὰ βουνά, θὰ τοὺς θανατώσω δικαίως,
ἀναλόγως πρὸς τὰς ἀδικίας των.
|
17
πᾶσαι χεῖρες ἐκλυθήσονται, καὶ
πάντες μηροὶ μολυνθήσονται ὑγρασία,
|
17
Θὰ παραλύσουν τὰ
χέρια ἀπὸ τὸν φόβον
καὶ τὸν τρόμον. Οἱ μηροὶ
θὰ μολυνθοῦν ἀπὸ
τὴν ἀκράτειαν τῶν οὔρων
ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου.
|
17
Ἀπὸ τὸν τρόμον ἐνώπιον τῆς τιμωρίας
θὰ παραλύσουν τὰ χέρια ὅλων, καὶ οἱ
μηροὶ ὅλων θὰ ὑγρανθοῦν <ἀπὸ
τὰ οὖρα των, ποὺ δὲν θὰ ἠμποροῦν
νὰ τὰ συγκροτήσουν>. |
18
καὶ περιζώσονται σάκκους, καὶ καλύψει
αὐτοὺς θάμβος, καὶ ἐπὶ
πᾶν πρόσωπον αἰσχύνη ἐπ' αὐτούς,
καὶ ἐπὶ πᾶσαν κεφαλὴν φαλάκρωμα.
|
18
Οἱ ἄνθρωποι ὑπὸ τὸ βάρος
τῆς φοβερᾶς θλίψεως θὰ περιζωσθοῦν
σάκκους, θὰ τοὺς κυριεύσῃ φρίκη.
Εἰς τὰ πρόσωπα ὅλων θὰ ἀπλωθῇ
ἡ καταισχύνῃ καὶ κάθε κεφαλὴ
θὰ γίνῃ φαλακρά.
|
18
Θὰ φορέσουν δὲ τρίχινα, πένθιμα ἐνδύματα
καὶ θὰ τοὺς κυριεύσῃ κατάπληξις
καὶ φρίκη. Τὰ δὲ πρόσωπα ὅλων θὰ
τὰ σκεπάσῃ ἡ ἐντροπή, καὶ τὰ
κεφάλια τῶν θὰ ξυρισθοῦν ἔτσι, ὥστε
νὰ καταντήσουν φαλακροί. |
19
Τὸ ἀργύριον αὐτῶν ριφήσεται
ἐν ταῖς πλατείαις, καὶ τὸ χρυσίον
αὐτῶν ὑπεροφθήσεται· αἱ
ψυχαὶ αὐτῶν οὐ μὴ ἐμπλησθῶσι,
καὶ αἱ κοιλίαι αὐτῶν οὐ
μὴ πληρωθῶσι, διότι βάσανος τῶν
ἀδικιῶν αὐτῶν ἐγένετο.
|
19
Ὁ ἄργυρός των θὰ ρίπτεται εἰς
τὰς πλατείας, ὡσὰν ἄχρηστον
πρᾶγμα. Καὶ αὐτὸ ἀκόμα
τὸ χρυσάφι κανένας δὲν θὰ τὸ
κυττάζῃ. Αἱ ἐπιθυμίαι των δὲν
θὰ ἰκανοποιοῦνται, αἱ κοιλίαι
των δὲν θὰ χορτάσουν ἀπὸ ἄρτον.
Αὐτὰ θὰ γίνουν, διότι ἦλθε
πλέον ἡ τιμωρία διὰ τὰς
ἀδικίας αὐτῶν.
|
19
Τὸ ἀσήμι των θὰ πεταχθῇ ὡς
ἄχρηστον εἰς τὰς πλατείας τῆς πόλεως,
καὶ τὸ χρυσάφι των δὲν θὰ προκαλῇ
κανένα ἐνδιαφέρον. Τὰ χρήματά των θὰ
εἶναι πλέον ἄχρηστα· δὲν θὰ ἰκανοποιοῦν
τὰς ψυχάς των, ἀλλὰ καὶ δὲν
θὰ ἠμποροῦν νὰ γεμίσουν μὲ αὐτὰ
τὴν κοιλίαν των, διότι δὲν θὰ ὑπάρχουν
ἀγαθὰ διὰ νὰ ἀγοράσουν καὶ
νὰ φάγουν. Τὸ χρῆμα, ποὺ ἐμάζευαν
μὲ ἀδικίας καὶ παρανομίας, θὰ ἀποδειχθῇ
τότε αἰτία τῆς δικαίας τιμωρίας των.
|
20
Ἐκλεκτὰ κόσμου εἰς ὑπερηφανίαν
ἔθεντο αὐτὰ καὶ εἰκόνας
τῶν βδελυγμάτων αὐτῶν ἐποίησαν
ἐξ αὐτῶν· ἕνεκεν τούτου
δέδωκα αὐτὰ αὐτοῖς εἰς
ἀκαθαρσίαν. |
20
Μὲ τὰ πολύτιμα κοσμήματά των
ὑπερηφανεύοντο καὶ ἐπεδεικνύοντο
μὲ ἀλαζονείαν. Ἀπὸ αὐτὰ
κατεσκεύασαν εἰκόνας τῶν βδελυρῶν
εἰδώλων. Ἕνεκα τούτου καὶ εἰς
καταισχύνην των παρέδωσα τὰ εἴδωλά
των εἰς βεβήλωσιν καὶ ἀκαθαρσίαν.
|
20
Ἀπὸ αὐτὸν τὸν πλοῦτον
εἶχαν ἀποκτήσει περίφημα κοσμήματα καὶ ὑπερηφανεύοντο
δι’ αὐτά· ἀπὸ αὐτὸν
ἐπίσης κατεσκεύασαν τὰ ὁμοιώματα τῶν
βδελυρῶν εἰδώλων των. Διὰ τοῦτο θὰ
μολύνω ὅλα αὐτὰ τὰ ἀσημικὰ
καὶ χρυσαφικά των. |
21
Καὶ παραδώσω αὐτὰ εἰς χεῖρας
ἀλλοτρίων τοῦ διαρπάσαι αὐτὰ
καὶ τοῖς λοιμοῖς τῆς γῆς εἰς
σκῦλα, καὶ βεβηλώσουσιν αὐτά.
|
21
Θὰ παραδώσω αὐτὰ εἰς τά
χέρια ξένων πρὸς διαρπαγήν, λάφυρα
εἰς τοὺς διεφθαρμένους ἀνθρώπους
τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι καὶ
θὰ τὰ βεβηλώσουν.
|
21
Θὰ τὰ παραδώσω εἰς τὰ χέρια ξένων,
ὥστε νὰ τὰ ἀρπάσουν καὶ
νὰ τὰ χαίρωνται ἄλλοι. Θὰ τὰ
λαφυραγωγήσουν ἄνθρωποι τῆς γῆς διεφθαρμένοι
καὶ θὰ τὰ βεβηλώσουν μὲ τὴν
μολυσμένην καὶ ἀκάθαρτον ζωήν των.
|
22
Καὶ ἀποστρέψω τὸ πρόσωπόν
μου ἀπ' αὐτῶν, καὶ μιανοῦσι
τὴν ἐπισκοπήν μου καὶ εἰσελεύσονται
εἰς αὐτὰ ἀφυλάκτως καὶ
βεβηλώσουσιν αὐτά· |
22
Θὰ γυρίσω ἀλλοῦ τὸ πρόσωπόν
μου ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ
ξένοι ἄνθρωποι θὰ μολύνουν τὸν
οἶκον μου, ἀπὸ ὅπου ἐγὼ
ἐπέβλεπα εὐμενῶς τὴν
Ἱερουσαλήμ. Θὰ εἰσέρχωνται ἀνευλαβῶς
εἰς τὰ ἄγιά μου καὶ
θὰ τὰ βεβηλώσουν.
|
22
Θὰ ἀπομακρύνω τὸ βλέμμα μου ἀπὸ
αὐτούς, δὲν θὰ τοὺς σκεπάζω μὲ
τὴν προστασίαν μου, καὶ ἔτσι θὰ μολύνουν
βέβηλοι λαοὶ τὸν ἅγιον τόπον τῆς παρουσίας
μου. Θὰ εἰσέλθουν εἰς τὰ <ἅγια>
χωρὶς καμμίαν προσοχὴν καὶ εὐλάβειαν
καὶ θὰ τὰ βεβηλώσουν.
|
23
καὶ ποιήσουσι φυρμόν, διότι ἡ
γῆ πλήρης λαῶν, καὶ ἡ πόλις
πλήρης ἀνομίας. |
23
Οἱ ἐχθροὶ θὰ
ἀναστατώσουν φύρδην
μίγδην τὴν πόλιν, διότι αὐτὴ
ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ χώρα
τοῦ Ἰσραὴλ θὰ
γεμίσῃ ἀπὸ
ξένους ἐχθρικοὺς λαούς,
ὅπως ἡ πόλις
αὐτὴ εἶχε γεμίσει ἀπὸ
ἀνομίας. |
23
Οἱ ἐχθροὶ θὰ προκαλέσουν σύγχυσιν
καὶ ἀναστάτωσιν, διότι ἡ χώρα θὰ γεμίσῃ
ἀπὸ διαφόρους λαούς, ἀπὸ τοὺς
ὁποίους θὰ ἀποτελῆται ὁ στρατός
των· ἡ δὲ ἁγία πόλις θὰ
γεμίσῃ ἀπὸ παρανομίας καὶ ἀσεβείας.
|
24
Καὶ ἀποστρέψω τὸ φρύαγμα τῆς
ἰσχύος αὐτῶν, καὶ μιανθήσεται
τὰ ἁγία αὐτῶν. |
24
Θὰ ἐξαφανίσω τὴν δύναμίν
των, διὰ τὴν ὁποίαν ἐφρύαττον
μὲ ἀλαζονείαν. Θὰ μολυνθοῦν
ἀπὸ ἀλλοεθνεῖς εἰδωλολάτρας
αἱ πρὸς ἐμὲ
ἱεραὶ προσφοραί των.
|
24
Θὰ κατακρημνίσω αὐτὸ εἰς τὸ
ὁποῖον ἐστήριζαν τὴν δύναμίν
των καὶ ἐκαυχῶντο, τοὺς γενναίους
δηλαδὴ πολεμιστὰς καὶ τὸν Ναόν
των, καὶ θὰ μολυνθοῦν τὰ <ἅγιά>
των, διὰ τὰ ὁποῖα ὑπερηφανεύοντο.
|
25
Ἐξιλασμὸς ἥξει καὶ ζητήσει εἰρήνην,
καὶ οὐκ ἔσται. |
25
Θὰ φθάσῃ ἡ ἑορτὴ τοῦ
Ἐξιλασμοῦ, διὰ νὰ προσφερθοῦν
αἱ εἰρηνικαί των θυσίαι, καὶ
δὲν θὰ ὑπάρχουν πλέον οὔτε
ναὸς οὔτε θυσιαστήριον.
|
25
Θὰ ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς
τοῦ Ἐξιλασμοῦ καὶ θὰ ζητήσῃ
ὁ λαὸς αὐτὸς νὰ ἐξιλεωθῇ
μὲ τὸ αἷμα τῆς θυσίας τοῦ μόσχου
διὰ τὰς ἁμαρτίας του καὶ νὰ
ἠρεμήσῃ τὴν συνείδησίν του, ἀλλ’
ὅμως δὲν θὰ ὑπάρχουν οὔτε Ναὸς
οὔτε θυσίαι. |
26
Οὐαὶ ἐπὶ οὐαὶ ἔσται,
καὶ ἀγγελία ἐπὶ ἀγγελίαν
ἔσται, καὶ ζητηθήσεται ὅρασις ἐκ
προφήτου, καὶ νόμος ἀπολεῖται
ἐξ ἱερέως καὶ βουλὴ ἐκ
πρεσβυτέρων. |
26
Ἡ μία συμφορὰ θὰ προστίθεται
εἰς τὴν ἄλλην, ἡ μία κακὴ
ἀγγελία θὰ ἐπακολουθῇ ἀμέσως
τὴν προηγουμένην κακὴν ἀγγελίαν.
Θὰ ἀναζητηθῇ προφήτης καὶ δὲν
θὰ εὑρεθῇ. Ὁ
νόμος τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ
ἀκούεται διὰ τὴν ἔλλειψιν ἱερέων,
οὔτε σοφὴ συμβουλὴ τῶν γερόντων.
|
26
Ἡ μία συμφορὰ θὰ προστίθεται εἰς τὴν
ἄλλην καὶ ἡ μία δυσάρεστος καὶ πικρὰ
εἴδησις θὰ ἀκολουθῇ τὴν ἄλλην.
Θὰ ἀναζητοῦν ματαίως μίαν ὅρασιν ἀπὸ
κάποιον Προφήτην, διότι δὲν θὰ ὑπάρχῃ
Προφήτης τοῦ Θεοῦ. Θὰ χαθῇ ἐπίσης
ἡ ἑρμηνεία καὶ διδαχὴ τοῦ Νόμου
ἀπὸ κάποιον ἱερέα, καθὼς καὶ
ἡ συμβουλὴ τοῦ πεπειραμένου καὶ συνετοῦ
γέροντος. Θὰ ἔχουν ἐξαφανισθῆ οἱ
πάντες. |
27
Ἄρχων ἐνδύσεται ἀφανισμόν, καὶ
αἱ χεῖρες τοῦ λαοῦ τῆς γῆς
παραλυθήσονται· κατὰ τὰς ὁδοὺς
αὐτῶν ποιήσω αὐτοῖς καὶ
ἐν τοῖς κρίμασιν αὐτῶν ἐκδικήσω
αὐτούς· καὶ γνώσονται ὅτι
ἐγὼ Κύριος. |
27
Οἱ ἄρχοντες θὰ ἐνδυθοῦν πτωχὰ
καὶ πένθιμα, αἱ χεῖρες τοῦ λαοῦ
τῆς περιοχῆς θὰ παραλύσουν
ἀπὸ τὸν τρόμον. Σύμφωνα
μὲ τοὺς πονηροὺς δρόμους τῆς
ἀσεβοῦς ζωῆς των ἐγὼ θὰ
ἀνταποδώσω εἰς αὐτούς. Θὰ
τυμωρήσω τὰ ἀδικήματά των καὶ
τὰς παρανομίας των καὶ θὰ μάθουν
ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος
καὶ Θεός>. |
27
Κάθε ἄρχων θὰ φορέσῃ πένθιμα καὶ θὰ
ἐξαφανισθῇ· καὶ τὰ χέρια τοῦ
λαοῦ τῆς χώρας, ποὺ θὰ ἠμποροῦσαν
νὰ τοὺς βοηθήσουν, θὰ παραλύσουν. Θὰ
τοὺς ἀνταποδώσω ἀναλόγως πρὸς τὰς
ἀσεβείας τὰς ὁποίας διέπρατταν καὶ
θὰ τιμωρήσω τὰ κρίματά των. Καὶ ἔτσι
θὰ μάθουν ὅτι Ἐγὼ καὶ μόνον
εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων. |