Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
μίλησε
καὶ πάλιν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπεν: |
Κύριος
ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ καὶ μοῦ
εἶπε·
|
μίλησε
καὶ πάλιν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπεν: |
2
Ἄνθρωπε, κατοικεῖς καὶ ζῇς διαρκῶς
μέσα εἰς τὰς παρανομίας τῶν ἀνθρώπων
αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι, ἐνῷ
ἔχουν μάτια διὰ νὰ βλέπουν, δὲν βλέπουν
καὶ ἐνῷ ἔχουν αὐτιὰ διὰ
νὰ ἀκούουν, δὲν ἀκούουν.
Δὲν θέλουν νὰ διακρίνουν καὶ νὰ
δεχθοῦν τὰ μηνύματα ποὺ τοὺς ἀποστέλλω,
διότι εἶναι γενεὰ ἀσεβῇς, καὶ
μὲ πικραίνουν πολὺ μὲ τὴν ζωήν
των. |
2
<Υἱὲ ἀνθρώπου, κατοικεῖς
μεταξὺ ἀνθρώπων παρανόμων καὶ
ἀσεβῶν, οἱ ὁποῖοι ἐνῷ
ἔχουν μάτια διὰ νὰ βλέπουν,
δὲν βλέπουν καὶ ἐνῷ ἔχουν
αὐτιὰ διὰ νὰ ἀκούουν,
δὲν ἀκούουν, διότι εἶναι ἕνας
λαὸς ἐπαναστάτης, ὁ ὁποῖος
παραπικραίνει καὶ ἐξοργίζει ἐμέ,
τὸν Κύριον.
|
2
Ἄνθρωπε, κατοικεῖς καὶ ζῇς διαρκῶς
μέσα εἰς τὰς παρανομίας τῶν ἀνθρώπων
αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι, ἐνῷ
ἔχουν μάτια διὰ νὰ βλέπουν, δὲν βλέπουν
καὶ ἐνῷ ἔχουν αὐτιὰ διὰ
νὰ ἀκούουν, δὲν ἀκούουν.
Δὲν θέλουν νὰ διακρίνουν καὶ νὰ
δεχθοῦν τὰ μηνύματα ποὺ τοὺς ἀποστέλλω,
διότι εἶναι γενεὰ ἀσεβῇς, καὶ
μὲ πικραίνουν πολὺ μὲ τὴν ζωήν
των. |
3
Τώρα λοιπόν, ἄνθρωπε, ἐτοίμασε ἐμπρός
των κατὰ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας,
διὰ νὰ σὲ βλέπουν, ὅλα, ὅσα
θὰ ἔπαιρνες μαζί σου, ἐὰν σὲ
ὠδηγοῦσαν εἰς αἰχμαλωσίαν. Φορτωμένος
δὲ μὲ αὐτὰ τὰ ἀπαραίτητα
σκεύη νὰ πηγαίνῃς ἀπὸ τὸ ἕνα
μέρος εἰς τὸ ἄλλο ἐμπρός των,
διὰ νὰ σὲ ἰδοῦν, διότι δὲν
καταλαβαίνει πλέον μὲ λόγια ὁ ἀσεβὴς
καὶ ἀποστάτης αὐτὸς λαὸς ποὺ
μὲ πικραίνει πολύ. |
3
Σὺ δέ, υἱὲ ἀνθρώπου, ἐτοίμασε
διὰ τὸν ἑαυτόν σου τὰς ἀποσκευὰς
τῆς αἰχμαλωσίας σου ἐνώπιόν
των κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἡμέρας
καὶ σὰν αἰχμάλωτος πήγαινε ἀπὸ
τὸν ἕνα τόπον εἰς τὸν ἄλλον
τόπον ἐνώπιόν των, διὰ νὰ
ἴδουν καὶ νὰ ἐννοήσουν, ὅτι
τοὺς περιμένει αἰχμαλωσία ἐξ
αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν των, ἐπειδὴ
αὐτὸς εἶναι λαός, ὁ ὁποῖος
παραπικραίνει καὶ ἐξοργίζει ἐμέ,
τὸν Κύριον.
|
3
Τώρα λοιπόν, ἄνθρωπε, ἐτοίμασε ἐμπρός
των κατὰ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας,
διὰ νὰ σὲ βλέπουν, ὅλα, ὅσα
θὰ ἔπαιρνες μαζί σου, ἐὰν σὲ
ὠδηγοῦσαν εἰς αἰχμαλωσίαν. Φορτωμένος
δὲ μὲ αὐτὰ τὰ ἀπαραίτητα
σκεύη νὰ πηγαίνῃς ἀπὸ τὸ ἕνα
μέρος εἰς τὸ ἄλλο ἐμπρός των,
διὰ νὰ σὲ ἰδοῦν, διότι δὲν
καταλαβαίνει πλέον μὲ λόγια ὁ ἀσεβὴς
καὶ ἀποστάτης αὐτὸς λαὸς ποὺ
μὲ πικραίνει πολύ. |
4
Θὰ μεταφέρῃς δὲ τὰ σκεύη σου αὐτά,
τὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα ποὺ ἠμπορεῖ
νὰ πάρῃ καὶ νὰ μεταφέρῃ μαζί
του ἕνας αἰχμάλωτος, κατὰ τὴν διάρκειαν
τῆς ἡμέρας ἐμπρὸς εἰς τὰ
μάτια των, διὰ νὰ λάβουν τὸ μήνυμα. Θὰ
βγῇς δὲ ὁ ἴδιος τὸ βράδυ ἀπὸ
τὸ σπίτι σου, ὅπως βγαίνει συνήθως κάθε αἰχμάλωτος.
|
4
Θὰ ἐτοιμάσῃς καὶ θὰ βγάλῃς
τὰς ἀποσκευὰς τῆς αἰχμαλωσίας
σου κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἡμέρας
ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια των καὶ
σὺ θὰ βγῇς ἀπὸ τὸ σπίτι
σου κατὰ τὴν ἑσπέραν, ὅπως βγαίνει
καθένας, ποὺ ὁδηγεῖται εἰς αἰχμαλωσίαν.
|
4
Θὰ μεταφέρῃς δὲ τὰ σκεύη σου αὐτά,
τὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα ποὺ ἠμπορεῖ
νὰ πάρῃ καὶ νὰ μεταφέρῃ μαζί
του ἕνας αἰχμάλωτος, κατὰ τὴν διάρκειαν
τῆς ἡμέρας ἐμπρὸς εἰς τὰ
μάτια των, διὰ νὰ λάβουν τὸ μήνυμα. Θὰ
βγῇς δὲ ὁ ἴδιος τὸ βράδυ ἀπὸ
τὸ σπίτι σου, ὅπως βγαίνει συνήθως κάθε αἰχμάλωτος.
|
5
Νὰ τρυπήσῃς δηλαδὴ ἐμπρός των
τὸν τοῖχον τῆς οἰκίας σου καὶ
νὰ βγῇς μέσα ἀπὸ τὴν τρύπαν.
|
5
Θὰ ἀνοίξῃς ἐνώπιόν
των διὰ σὲ μίαν μεγάλην τρύπαν
εἰς τὸν τοῖχον τῆς οἰκίας
σου καὶ διὰ μέσου αὐτῆς θὰ
ἐξέλθῃς μὲ τὰς ἀποσκευάς
σου. |
5
Νὰ τρυπήσῃς δηλαδὴ ἐμπρός των
τὸν τοῖχον τῆς οἰκίας σου καὶ
νὰ βγῇς μέσα ἀπὸ τὴν τρύπαν.
|
6
Θὰ φορτώσῃς ἐμπρός των τὰς ἀποσκευάς
σου εἰς τοὺς ὤμους σου καὶ θὰ
βγῇς κρυφά. Θὰ σκεπάσῃς δὲ τὸ
πρόσωπόν σου καὶ δὲν θὰ ἰδῇς
τὸ χῶμα τῆς γῆς σου. Μὲ αὐτὸ
ποὺ θὰ κάμῃς θέλω νὰ δώσω ἕνα
σημάδι, ἕνα μήνυμα εἰς τὸν λαὸν τοῦ
Ἰσραήλ. |
6
Ἐνώπιόν των θὰ ἀναλάβῃς
τὸ φορτίον τῶν ἀποσκευῶν σου
ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους καὶ
θὰ φύγῃς κρυφίως. Θὰ σκεπάσῃς
τὸ πρόσωπόν σου, ὥστε νὰ μὴ
ἴδῃς τὴν χώραν τῆς γεννήσεώς
σου. Θὰ κάμῃς ὅλα αὐτά,
διότι ἐγὼ σὲ ἐδωσα ὡς
σημεῖον ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ
τοῦ Ἰσραήλ, προμήνυμα τῆς αἰχμαλωσίας,
ποὺ τοὺς περιμένει>.
|
6
Θὰ φορτώσῃς ἐμπρός των τὰς ἀποσκευάς
σου εἰς τοὺς ὤμους σου καὶ θὰ
βγῇς κρυφά. Θὰ σκεπάσῃς δὲ τὸ
πρόσωπόν σου καὶ δὲν θὰ ἰδῇς
τὸ χῶμα τῆς γῆς σου. Μὲ αὐτὸ
ποὺ θὰ κάμῃς θέλω νὰ δώσω ἕνα
σημάδι, ἕνα μήνυμα εἰς τὸν λαὸν τοῦ
Ἰσραήλ. |
7
Καὶ ἔκαμα πράγματι ἀκριβῶς καὶ
λεπτομερῶς ὅλα ὅσα μὲ διέταξεν ὁ
Κύριος. Ἔβγαλα σκεύη ἀπὸ τὸ σπίτι
μου καὶ τὰ μετέφερα ὡς ἀποσκευὰς
αἰχμαλωσίας κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς
ἡμέρας, ἄνοιξα τὴν νύκτα τρύπαν εἰς
τὸν τοῖχον τῆς οἰκίας μου καὶ
ἐβγῆκα κρυφά· καὶ μὲ φορτωμένους
τοὺς ὤμους μου ἐπέρασα ἐμπρός
των καὶ ἔφυγα |
7
Ἐγὼ ἔκαμα ἀκριβῶς ὅλα,
ὅσα μὲ διέταξεν ὁ Κύριος. Ἔβγαλα
καὶ ἐτοίμασα τὰς ἀποσκευὰς
τῆς αἰχμαλωσίας κατὰ τὸ διάστημα
τῆς ἡμέρας. Κατὰ δὲ τὴν
ἑσπέραν ἤνοιξα μίαν ὀπὴν
εἰς τὸν τοῖχον τῆς οἰκίας
μου καὶ ἐβγῆκα κρυφά. Ἐφόρτωσα
ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους μου τὰς
ἀποσκευὰς αὐτὰς ἐνώπιόν
των. |
7
Καὶ ἔκαμα πράγματι ἀκριβῶς καὶ
λεπτομερῶς ὅλα ὅσα μὲ διέταξεν ὁ
Κύριος. Ἔβγαλα σκεύη ἀπὸ τὸ σπίτι
μου καὶ τὰ μετέφερα ὡς ἀποσκευὰς
αἰχμαλωσίας κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς
ἡμέρας, ἄνοιξα τὴν νύκτα τρύπαν εἰς
τὸν τοῖχον τῆς οἰκίας μου καὶ
ἐβγῆκα κρυφά· καὶ μὲ φορτωμένους
τοὺς ὤμους μου ἐπέρασα ἐμπρός
των καὶ ἔφυγα. |
8
Τὸ ἄλλο πρωῒ μοῦ ὡμίλησεν ὁ
Κύριος καὶ εἶπε: |
8
Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ
τὴν πρωΐαν καὶ εἶπε·
|
8
Τὸ ἄλλο πρωῒ μοῦ ὡμίλησεν ὁ
Κύριος καὶ εἶπε: |
9
Δὲν σὲ ἐρώτησαν, ἄνθρωπε, οἱ
ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ἀσεβὴς
καὶ ἀποστάτης αὐτὸς λαός, ποὺ
μὲ πικραίνει πολύ, <τί εἶναι αὐτὰ
ποὺ κάμνεις>; |
9
<υἱὲ ἀνθρώπου, δὲν σὲ
ἠρώτησαν οἱ Ἰσραηλῖται, αὐτὸς
ὁ λαὸς ποὺ συνεχῶς μὲ παραπικραίνει,
τί εἶναι αὐτὰ ποὺ σὺ κάμνεις;
|
9
Δὲν σὲ ἐρώτησαν, ἄνθρωπε, οἱ
ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ἀσεβὴς
καὶ ἀποστάτης αὐτὸς λαός, ποὺ
μὲ πικραίνει πολύ, <τί εἶναι αὐτὰ
ποὺ κάμνεις>; |
10
Νὰ τοὺς εἰπῇς λοιπὸν τὰ
ἑξῆς: Αὐτὰ λέγει ὁ μόνος Κύριος,
ὁ Κύριος τῶν πάντων, διὰ τὸν ἄρχοντα
καὶ βασιλέα, διὰ κάθε ἀξιωματοῦχον
καὶ δι' ὅλον τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ,
ὁ ὁποῖος ζῇ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
10
Εἰπὲ, λοιπόν, πρὸς αὐτούς·
αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ
Κύριος εἰς τὸν μεγάλον ἀρχηγὸν
καὶ πρὸς κάθε ἄλλον ἄρχοντα
εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς
ὅλον τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν·
εἰς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι
κατοικοῦν ἐν μέσῳ τῆς πόλεως,
|
10
Νὰ τοὺς εἰπῇς λοιπὸν τὰ
ἑξῆς: Αὐτὰ λέγει ὁ μόνος Κύριος,
ὁ Κύριος τῶν πάντων, διὰ τὸν ἄρχοντα
καὶ βασιλέα, διὰ κάθε ἀξιωματοῦχον
καὶ δι' ὅλον τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ,
ὁ ὁποῖος ζῇ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
|
11
Νὰ τοὺς εἰπῇς ὅτι Ἐγὼ
κάμνω συντόμως εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ
<τέρατα καὶ σημεῖα>, τρομερὰ πράγματα.
Ὅπως ἔκαμα συμβολικῶς μὲ σέ, ἔτσι
θὰ συμβῇ εἰς αὐτοὺς πραγματικῶς.
Θὰ φύγουν ἀπὸ τὰς οἰκίας των
καὶ θὰ ὁδηγηθοῦν εἰς τὴν
αἰχμαλωσίαν. |
11
εἰπέ: Ἐγὼ δίδω σημεῖα
καὶ σύμβολα ἐν μέσῳ τῆς
πόλεως, ποὺ προαναγγέλλουν μεγάλας
συμφοράς. Ὅπως δὲ μὲ τὰ σημεῖα
καὶ τὰ σύμβολα αὐτὰ προανήγγειλα,
ἔτσι καὶ θὰ συμβῇ εἰς αὐτούς,
θὰ ὑποχρεωθοῦν νὰ μετοικήσουν
αὐτοί. Νὰ πορευθοῦν αἰχμάλωτοι
εἰς ξένην χώραν.
|
11
Νὰ τοὺς εἰπῇς ὅτι Ἐγὼ
κάμνω συντόμως εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ
<τέρατα καὶ σημεῖα>, τρομερὰ πράγματα.
Ὅπως ἔκαμα συμβολικῶς μὲ σέ, ἔτσι
θὰ συμβῇ εἰς αὐτοὺς πραγματικῶς.
Θὰ φύγουν ἀπὸ τὰς οἰκίας των
καὶ θὰ ὁδηγηθοῦν εἰς τὴν
αἰχμαλωσίαν. |
12
Καὶ αὐτὸς ποὺ εἶναι βασιλεὺς
εἰς αὐτὴν τὴν πόλιν θὰ
φορτώσῃ τὰς ἀποσκευάς του εἰς
τοὺς ὤμους του διὰ νὰ φύγῃ·
θὰ βγῇ δὲ κρυφά, ὄχι ἀπὸ
πύλην, ἀλλ’ ἀπὸ τὸ τεῖχος, θὰ
τρυπήσῃ τὸν τοῖχον, διὰ νὰ βγῇ
ἀπὸ αὐτόν. Θὰ καλύψῃ δὲ
τὸ πρόσωπόν του, διὰ νὰ μὴ τὸν
ἰδῇ ἐχθρικὸν μάτι, καὶ ἔτσι
δὲν θὰ ἰδῇ τὸ χῶμα τῆς
γῆς του διὰ τελευταίαν φοράν.
|
12
Καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ βασιλεύς
των, μεταξὺ αὐτῶν, θὰ φορτωθῇ
τὰς ἀποσκευάς του εἰς τὸν ὦμον
του καὶ θὰ βγῇ κρυφίως διὰ τοῦ
τοίχου. Θὰ διορύξῃ δηλαδὴ τὸν
τοῖχον, διὰ νὰ βγῇ διὰ μέσου
τοῦ ὀρύγματος. Θὰ σκεπάσῃ
τὸ πρόσωπόν του, διὰ νὰ μὴ
τὸν ἀντικρύσουν τὰ μάτια τῶν
ἄλλων καὶ τὸν ἀναγνωρίσουν.
Καὶ αὐτὸς δὲν θὰ ἴδῃ
πλέον τὴν πατρικὴν γῆν.
|
12
Καὶ αὐτὸς ποὺ εἶναι βασιλεὺς
εἰς αὐτὴν τὴν πόλιν θὰ
φορτώσῃ τὰς ἀποσκευάς του εἰς
τοὺς ὤμους του διὰ νὰ φύγῃ·
θὰ βγῇ δὲ κρυφά, ὄχι ἀπὸ
πύλην, ἀλλ’ ἀπὸ τὸ τεῖχος, θὰ
τρυπήσῃ τὸν τοῖχον, διὰ νὰ βγῇ
ἀπὸ αὐτόν. Θὰ καλύψῃ δὲ
τὸ πρόσωπόν του, διὰ νὰ μὴ τὸν
ἰδῇ ἐχθρικὸν μάτι, καὶ ἔτσι
δὲν θὰ ἰδῇ τὸ χῶμα τῆς
γῆς του διὰ τελευταίαν φοράν.
|
13
Ἐνῷ ὅμως θὰ προσπαθῇ νὰ
φύγῃ, θὰ ἀπλώσω ἐπάνω του τὸ
δίχτυ μου καὶ θὰ συληφθῇ, πρὶν ἀναχωρήσῃ
ἀπὸ τὴν περιοχὴν τὴν ὁποίαν
εἶχα ξεχωρίσει ὡς ἁγίαν καὶ ἰδικήν
μου. Θὰ τὸν ὁδηγήσω δὲ εἰς
τὴν Βαβυλῶνα, εἰς τὴν χώραν τῶν
Χαλδαίων' ἀλλὰ καὶ αὐτὴν δὲν
θὰ τὴν ἰδῇ <διότι θὰ ἔχῃ
τυφλωθῆ>· καὶ θὰ ἀποθάνη
ἐκεῖ. |
13
Θὰ προσπαθήσῃ νὰ διαφύγῃ,
ἀλλὰ ἐγὼ θὰ ἀπλώσω
εἰς σύλληψίν του δίκτυον καὶ
θὰ συλληφθῇ εἰς τὴν χώραν του.
Θὰ τὸν ὁδηγήσω εἰς τὴν
Βαβυλῶνα, εἰς τὴν χώραν τῶν
Χαλδαίων. Αὐτὴν δέ, καθὼς θὰ
ἔχῃ ἐν τῷ μεταξὺ τυφλωθῆ,
δὲν θὰ τὴν ἴδῃ· ἐκεῖ
καὶ θὰ ἀποθάνῃ.
|
13
Ἐνῷ ὅμως θὰ προσπαθῇ νὰ
φύγῃ, θὰ ἀπλώσω ἐπάνω του τὸ
δίχτυ μου καὶ θὰ συληφθῇ, πρὶν ἀναχωρήσῃ
ἀπὸ τὴν περιοχὴν τὴν ὁποίαν
εἶχα ξεχωρίσει ὡς ἁγίαν καὶ ἰδικήν
μου. Θὰ τὸν ὁδηγήσω δὲ εἰς
τὴν Βαβυλῶνα, εἰς τὴν χώραν τῶν
Χαλδαίων' ἀλλὰ καὶ αὐτὴν δὲν
θὰ τὴν ἰδῇ <διότι θὰ ἔχῃ
τυφλωθῆ>· καὶ θὰ ἀποθάνη
ἐκεῖ. |
14
Ὅλους δὲ ἐκείνους ποὺ τὸν περιτριγύριζαν
καὶ τὸν ἐβοηθοῦσαν καὶ ὅλους
τοὺς συμπαραστάτας του θὰ τοὺς διασκορπίσω
εἰς ὅλους τοὺς ἀνέμους. Θὰ σύρω
ἀπὸ τὴν θήκην καὶ θὰ ρίψω ἐπάνω
των φονικὸν μαχαίρι. |
14
Καὶ ὅλον τὸ περιβάλλον του καὶ
τοὺς βοηθούς του καὶ ὅλους ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι τὸν ὑπηρετοῦσαν,
θὰ τοὺς διασπείρω πρὸς κάθε
διεύθυνσιν, ὀπίσω δὲ ἀπὸ
αὐτοὺς θὰ σύρω φονικὴν ρομφαίαν.
|
14
Ὅλους δὲ ἐκείνους ποὺ τὸν περιτριγύριζαν
καὶ τὸν ἐβοηθοῦσαν καὶ ὅλους
τοὺς συμπαραστάτας του θὰ τοὺς διασκορπίσω
εἰς ὅλους τοὺς ἀνέμους. Θὰ σύρω
ἀπὸ τὴν θήκην καὶ θὰ ρίψω ἐπάνω
των φονικὸν μαχαίρι. |
15
Καὶ ὅταν τοὺς διασκορπίσω εἰς τὰ
ἔθνη, θὰ μάθουν καλὰ ὅτι Ἐγὼ
καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων.
Θὰ τοὺς διασκορπίσω ὁπωσδήποτε εἰς
διαφόρους χώρας. |
15
Καθὼς δὲ θὰ τοὺς διασκορπίσω
ἀνάμεσα εἰς τὰ διάφορα ἔθνη
καὶ θὰ τοὺς διασπείρω εἰς ξένας
ἐχθρικὰς χώρας, ὅλοι αὐτοὶ
θὰ μάθουν ὅτι ἐγὼ εἶμαι
ὁ Κύριος.
|
15
Καὶ ὅταν τοὺς διασκορπίσω εἰς τὰ
ἔθνη, θὰ μάθουν καλὰ ὅτι Ἐγὼ
καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων.
Θὰ τοὺς διασκορπίσω ὁπωσδήποτε εἰς
διαφόρους χώρας. |
16
Θὰ ἀφήσω δὲ ἐξ αὐτῶν ζωντανοὺς
ὀλιγάριθμους ἄνδρας· θὰ γλυτώσουν αὐτοὶ
ἀπὸ τὸ ἐχθρικὸν μαχαίρι, ἀπὸ
τὴν πεῖναν καὶ τὰς θανατηφόρους ἀσθενείας,
διὰ νὰ διηγοῦνται εἰς τὰ ἔθνη,
ὅπου θὰ φθάσουν καὶ θὰ διαμείνουν,
ὅλας τὰς παρανομίας των. Καὶ θὰ γνωρίσουν
ἔτσι καὶ τὰ ἔθνη ὅτι Ἐγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων.
|
16
Ἐν τούτοις ἐγὼ θὰ ἀφήσω
ἀπὸ αὐτοὺς ὀλίγους ἄνδρας,
οἱ ὁποῖοι θὰ διαφύγουν τὴν
μάχαιραν, τὴν πεῖναν καὶ τὸν
θάνατον, διὰ νὰ διηγοῦνται εἰς
τὰ ἔθνη, ὅπου ὠδηγήθησαν αἰχμάλωτοι,
ὅλας τὰς παρανομίας των ὡς αἰτίαν
τῶν συμφορῶν των. Καὶ θὰ μάθουν,
ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Παντοκράτωρ
Κύριος>.
|
16
Θὰ ἀφήσω δὲ ἐξ αὐτῶν ζωντανοὺς
ὀλιγάριθμους ἄνδρας· θὰ γλυτώσουν αὐτοὶ
ἀπὸ τὸ ἐχθρικὸν μαχαίρι, ἀπὸ
τὴν πεῖναν καὶ τὰς θανατηφόρους ἀσθενείας,
διὰ νὰ διηγοῦνται εἰς τὰ ἔθνη,
ὅπου θὰ φθάσουν καὶ θὰ διαμείνουν,
ὅλας τὰς παρανομίας των. Καὶ θὰ γνωρίσουν
ἔτσι καὶ τὰ ἔθνη ὅτι Ἐγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων.
|
17
Ὡμίλησε δὲ καὶ πάλιν ὁ Κύριος πρὸς
ἐμὲ καὶ εἶπεν: |
17
Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ
καὶ μοῦ εἶπε·
|
17
Ὡμίλησε δὲ καὶ πάλιν ὁ Κύριος πρὸς
ἐμὲ καὶ εἶπεν: |
18
Ἄνθρωπε, θὰ φάγῃς τὴν τροφήν
σου μὲ ὀδύνην ζωγραφισμένην εἰς τὸ
πρόσωπόν σου καὶ θὰ πιῇς νερὸ μὲ
ὄψιν πονεμένην καὶ θλιμμένην.
|
18
<υἱὲ ἀνθρώπου, καὶ σὺ
θὰ τρώγῃς τὸν ἄρτον σου μὲ
ὀδύνην, θὰ πίνῃς τὸ νερό
σου μὲ στενοχωρίαν καὶ θλῖψιν.
|
18
Ἄνθρωπε, θὰ φάγῃς τὴν τροφήν
σου μὲ ὀδύνην ζωγραφισμένην εἰς τὸ
πρόσωπόν σου καὶ θὰ πιῇς νερὸ μὲ
ὄψιν πονεμένην καὶ θλιμμένην.
|
19
Καὶ θὰ εἰπῇς πρὸς τὸν
Ἰουδαϊκὸν λαόν, ποὺ ζῇ μαζί σου αἰχμάλωτος
εἰς τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων: Αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος διὰ τοὺς κατοίκους τῆς
Ἱερουσαλήμ, ποὺ διαμένουν ἀκόμη
εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ: Τὰ
τρόφιμά των θὰ τὰ φάγουν μὲ στέρησιν,
εἰς πολὺ μικρὰς ποσότητας, καὶ θὰ
πιοῦν νερὸ ὀλίγον, λόγῳ ἐλλείψεώς
του ἐξ αἰτίας τῆς πολιορκίας ἀπὸ
τοὺς ἐχθρούς. Θὰ ἔλθῃ
ἡ ὥρα τῆς καταστροφῆς τῆς χώρας
μὲ ὀτιδήποτε ὑπάρχει εἰς αὐτήν,
διότι ἐβυθίσθησαν εἰς τὴν ἀσέβειαν
ὅλοι οἱ κάτοικοί της. |
19
Ἔπειτα δὲ θὰ πῇς εἰς τὸν
λαὸν τῆς χώρας αὐτῆς· αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος εἰς τοὺς κατοίκους
τῆς Ἱερουσαλήμ: Εἰς τὴν χώραν
τοῦ Ἰσραήλ μὲ στέρησιν θὰ
τρώγουν τὸ λίγο ψωμί των. Μὲ
οἰκονομίαν καὶ μέτρον θὰ πίνουν
τὸ νερό, διότι δὲν θὰ ὑπάρχῃ.
Ἡ χώρα των θὰ καταστραφῇ μαζῆ
μὲ τοὺς κατοίκους της, διότι ὅλοι
οἱ κάτοικοι τῆς χώρας αὐτῆς
ἔζησαν μὲ παρανομίαν καὶ ἀσέβειαν.
|
19
Καὶ θὰ εἰπῇς πρὸς τὸν
Ἰουδαϊκὸν λαόν, ποὺ ζῇ μαζί σου αἰχμάλωτος
εἰς τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων: Αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος διὰ τοὺς κατοίκους τῆς
Ἱερουσαλήμ, ποὺ διαμένουν ἀκόμη
εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ: Τὰ
τρόφιμά των θὰ τὰ φάγουν μὲ στέρησιν,
εἰς πολὺ μικρὰς ποσότητας, καὶ θὰ
πιοῦν νερὸ ὀλίγον, λόγῳ ἐλλείψεώς
του ἐξ αἰτίας τῆς πολιορκίας ἀπὸ
τοὺς ἐχθρούς. Θὰ ἔλθῃ
ἡ ὥρα τῆς καταστροφῆς τῆς χώρας
μὲ ὀτιδήποτε ὑπάρχει εἰς αὐτήν,
διότι ἐβυθίσθησαν εἰς τὴν ἀσέβειαν
ὅλοι οἱ κάτοικοί της.
|
20
Αἱ πόλεις των, ποὺ εἶχαν ἄλλοτε πολλοὺς
κατοίκους, θὰ ἐρημωθοῦν ἐντελῶς,
καὶ ἡ χώρα θὰ ἀφανισθῇ καὶ
θὰ καταστραφῇ. Καὶ θὰ καταλάβετε τότε
ὅτι Ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ
Κύριος ὅλων. |
20
Αἱ πόλεις των, αἱ γεμᾶται κατοίκους,
θὰ ἐρημωθοῦν, ἡ ὑπαιθρος χώρα
θὰ παραδοθῇ εἰς τὸν ὅλεθρον
καὶ θὰ μάθετε καλὰ ἐπάνω
εἰς τὰ πράγματα, ὅτι ἐγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος>. |
20
Αἱ πόλεις των, ποὺ εἶχαν ἄλλοτε πολλοὺς
κατοίκους, θὰ ἐρημωθοῦν ἐντελῶς,
καὶ ἡ χώρα θὰ ἀφανισθῇ καὶ
θὰ καταστραφῇ. Καὶ θὰ καταλάβετε τότε
ὅτι Ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ
Κύριος ὅλων. |
21
Ὡμίλησε δὲ πάλιν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπεν: |
21
Ὁ Κύριος ὡμίλησεν ἀκόμη
πρὸς ἐμὲ καὶ εἶπε:
|
21
Ὡμίλησε δὲ πάλιν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπεν: |
22
Ἄνθρωπε, τί εἶναι αὐτὴ ἡ
εἰρωνικὴ παροιμία σας, ποὺ κυκλοφορεῖ
καὶ διαδίδεται εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ;
Τί ἐννοοῦν, ὅταν λέγουν <ἔχουν
περάσει πολλαὶ ἡμέραι καὶ ἐχάθη
τὸ δρᾶμα τῶν Προφητῶν, δὲν συνέβη
τίποτε ἀπὸ αὐτὰ μὲ τὰ
ὁποῖα μᾶς ἀπείλησαν>;
|
22
<Υἱὲ ἀνθρώπου, τί σημαίνει
ἡ παροιμιακὴ αὐτὴ φράσις σας,
ἡ ὁποία λέγεται εἰς τὴν
χώραν τῶν Ἰσραηλιτῶν· <Ἐπέρασε
πολὺς χρόνος καὶ αἱ προφητικαὶ
ἀναγγελίαι δὲν ἐπραγματοποιήθησαν>;
|
22
Ἄνθρωπε, τί εἶναι αὐτὴ ἡ
εἰρωνικὴ παροιμία σας, ποὺ κυκλοφορεῖ
καὶ διαδίδεται εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ;
Τί ἐννοοῦν, ὅταν λέγουν <ἔχουν
περάσει πολλαὶ ἡμέραι καὶ ἐχάθη
τὸ δρᾶμα τῶν Προφητῶν, δὲν συνέβη
τίποτε ἀπὸ αὐτὰ μὲ τὰ
ὁποῖα μᾶς ἀπείλησαν>;
|
23
Ἐπειδὴ λέγουν αὐτά, νὰ τοὺς
εἰπῇς τὰ ἑξῆς: Αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος: Θὰ καταργήσω αὐτὴν
τὴν παροιμίαν. Δὲν πρόκειται νὰ εἰποῦν
ἄλλην φορὰν αὐτὴν τὴν παροιμίαν
οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, διότι
θὰ τοὺς εἰπῇς: <Ἔφθασε πλέον
ὁ καιρὸς τῆς πραγματοποιήσεως κάθε λόγου
τῶν Προφητῶν μου>. |
23
Διὰ τὴν ἀπιστίαν καὶ ἀμφιβολίαν
των αὐτὴν εἰς τὰς προφητικὰς
ἀναγγελίας εἶπε πρὸς αὐτούς·
αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Θὰ
σβήσω ἐγὼ αὐτὴν τὴν παροιμιακὴν
φράσιν καὶ δὲν θὰ τὴν εἶπουν
πλέον οἱ Ἰσραηλῖται ὡς ἀπραγματοποίητον
παροιμίαν. Διότι θὰ εἴπῃς πρὸς
αὐτούς· ἔφθασαν πλέον αἱ
ἡμέραι, κατὰ τὰς ὁποίας
θὰ ἐκπληρωθοῦν ὅλοι οἱ προφητικοὶ
λόγοι!
|
23
Ἐπειδὴ λέγουν αὐτά, νὰ τοὺς
εἰπῇς τὰ ἑξῆς: Αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος: Θὰ καταργήσω αὐτὴν
τὴν παροιμίαν. Δὲν πρόκειται νὰ εἰποῦν
ἄλλην φορὰν αὐτὴν τὴν παροιμίαν
οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, διότι
θὰ τοὺς εἰπῇς: <Ἔφθασε πλέον
ὁ καιρὸς τῆς πραγματοποιήσεως κάθε λόγου
τῶν Προφητῶν μου>. |
24
Διότι δὲν θὰ ὑπάρχουν πλέον ψευδοπροφῆται
καὶ μάντεις ποὺ κολακεύουν καὶ τὰ
παρουσιάζουν ὅλα καλὰ εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας.
|
24
Δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον μεταξὺ
τῶν Ἰσραηλιτῶν ψευδὴς προφητεία,
οὔτε ψευδοπροφήτης, ὁ ὁποῖος
νὰ λέγῃ μαντείας εἰς κολακείαν
τῶν Ἰσραηλιτῶν.
|
24
Διότι δὲν θὰ ὑπάρχουν πλέον ψευδοπροφῆται
καὶ μάντεις ποὺ κολακεύουν καὶ τὰ
παρουσιάζουν ὅλα καλὰ εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας.
|
25
Διότι Ἐγώ, ὁ Κύριος τῆς ἀληθείας,
θὰ ἐκθέσω τοὺς λόγους μου, θὰ ὁμιλήσω
καὶ θὰ πραγματοποιήσω ὅσα λέγω καὶ
δὲν θὰ καθυστερήσω περισσότερον. Σᾶς βεβαιώνω,
ἀποστάται ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι
εἰς τὰς ἡμέρας σας, τώρα ποὺ ζῆτε
σεῖς, θὰ εἴπω τὸν λόγον μου καὶ
θὰ τὸν πραγματοποιήσω. Ὁμιλεῖ ὁ
Κύριος τῶν πάντων! |
25
Διότι ἐγὼ ὁ Κύριος ἐλάλησα
καὶ θὰ λαλήσω τοὺς προφητικοὺς
λόγους καὶ θὰ ἐκπληρώσω αὐτούς.
Καὶ δὲν θὰ ἀναβάλω πλέον
τὸν χρόνον τῆς ἐκπληρώσεώς
των. Σύ, ὁ λαός, ποὺ μὲ παραπικραίνεις
καὶ μὲ ἐξοργίζεις, μάθε ὅτι
εἰς τὰς ἡμέρας σας θὰ εἴπω
καὶ θὰ ἐκπληρώσω τὸν λόγον
μου>, λέγει ὁ Κύριος.
|
25
Διότι Ἐγώ, ὁ Κύριος τῆς ἀληθείας,
θὰ ἐκθέσω τοὺς λόγους μου, θὰ ὁμιλήσω
καὶ θὰ πραγματοποιήσω ὅσα λέγω καὶ
δὲν θὰ καθυστερήσω περισσότερον. Σᾶς βεβαιώνω,
ἀποστάται ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι
εἰς τὰς ἡμέρας σας, τώρα ποὺ ζῆτε
σεῖς, θὰ εἴπω τὸν λόγον μου καὶ
θὰ τὸν πραγματοποιήσω. Ὁμιλεῖ ὁ
Κύριος τῶν πάντων! |
26
Καὶ ὡμίλησε πάλιν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπεν: |
26
Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπε· |
26
Καὶ ὡμίλησε πάλιν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπεν: |
27
Ἄνθρωπε, τὸ ἀκούεις καὶ τὸ γνωρίζεις
καὶ σύ, ὅτι οἱ ἀπόγονοι αὐτοὶ
τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ μὲ πικραίνουν πολὺ
μὲ τὰς ἀσεβείας των, λέγουν ἐπανειλημμένως:
<Ἡ προφητεία, τὴν ὁποίαν μᾶς παρουσιάζει
αὐτὸς διὰ τὸ μέλλον, ἀναφέρεται
εἰς πολλὰς ἡμέρας τοῦ μέλλοντος καὶ
ὄχι διὰ σήμερον· προφητεύει αὐτὸς
διὰ κάτι ποὺ θὰ συμβῇ εἰς χρόνους
πολὺ μακρινούς>. |
27
<υἱὲ ἀνθρώπου, ἰδού,
οἱ Ἰσραηλῖται,
ποὺ πάντοτε μὲ παραπικραίνουν, λέγουν
καὶ ξαναλέγουν: Ἡ προφητεία, τὴν
ὁποίαν αὐτὸς ὁ προφήτης
προαναγγέλλει, ἀναφέρεται εἰς χρόνους
ποὺ ἀπέχουν πολὺ ἀπὸ ἡμᾶς!
Προφητεύει αὐτὸς διὰ καιροὺς
πολὺ μακρυνούς, ὄχι διὰ τὴν
ἐποχήν μας!
|
27
Ἄνθρωπε, τὸ ἀκούεις καὶ τὸ γνωρίζεις
καὶ σύ, ὅτι οἱ ἀπόγονοι αὐτοὶ
τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ μὲ πικραίνουν πολὺ
μὲ τὰς ἀσεβείας των, λέγουν ἐπανειλημμένως:
<Ἡ προφητεία, τὴν ὁποίαν μᾶς παρουσιάζει
αὐτὸς διὰ τὸ μέλλον, ἀναφέρεται
εἰς πολλὰς ἡμέρας τοῦ μέλλοντος καὶ
ὄχι διὰ σήμερον· προφητεύει αὐτὸς
διὰ κάτι ποὺ θὰ συμβῇ εἰς χρόνους
πολὺ μακρινούς>. |
28
Διὰ τοῦτο νὰ εἰπῇς πρὸς
αὐτοὺς τὰ ἑξῆς: Αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος: Δὲν πρόκειται πλέον νὰ βραδύνῃ
ἡ ἐκπλήρωσις ὅλων τῶν λόγων
μου, τοὺς ὁποίους θὰ εἰπῶ μὲ
τοὺς Προφήτας μου. Θὰ ὁμιλήσω καὶ
θὰ πραγματοποιήσω συντόμως τοὺς λόγους μου, λέγει
ὁ Κύριος τῶν πάντων. |
28
Διὰ τοῦτο εἰπὲ πρὸς αὐτούς·
αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Δὲν
θὰ βραδύνουν πλέον ἐπὶ πολὺ
αἱ ἡμέραι, κατὰ τὰς ὁποίας
θὰ πραγματοποιηθοῦν οἱ λόγοι οἱ
προφητικοί μου, τοὺς ὁποίους θὰ
εἴπω. Θὰ εἴπω καὶ θὰ πραγματοποιήσω
εἰς σύντομον χρόνον> λέγει ὁ
Κύριος. |
28
Διὰ τοῦτο νὰ εἰπῇς πρὸς
αὐτοὺς τὰ ἑξῆς: Αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος: Δὲν πρόκειται πλέον νὰ βραδύνῃ
ἡ ἐκπλήρωσις ὅλων τῶν λόγων
μου, τοὺς ὁποίους θὰ εἰπῶ μὲ
τοὺς Προφήτας μου. Θὰ ὁμιλήσω καὶ
θὰ πραγματοποιήσω συντόμως τοὺς λόγους μου, λέγει
ὁ Κύριος τῶν πάντων. |