Πρωτότυπο Κείμενο
μίλησε καὶ πάλιν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ καὶ εἶπεν:
2 Ἄνθρωπε, κατοικεῖς καὶ ζῇς διαρκῶς μέσα εἰς τὰς παρανομίας τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι, ἐνῷ ἔχουν μάτια διὰ νὰ βλέπουν, δὲν βλέπουν καὶ ἐνῷ ἔχουν αὐτιὰ διὰ νὰ ἀκούουν, δὲν ἀκούουν. Δὲν θέλουν νὰ διακρίνουν καὶ νὰ δεχθοῦν τὰ μηνύματα ποὺ τοὺς ἀποστέλλω, διότι εἶναι γενεὰ ἀσεβῇς, καὶ μὲ πικραίνουν πολὺ μὲ τὴν ζωήν των.
3 Τώρα λοιπόν, ἄνθρωπε, ἐτοίμασε ἐμπρός των κατὰ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, διὰ νὰ σὲ βλέπουν, ὅλα, ὅσα θὰ ἔπαιρνες μαζί σου, ἐὰν σὲ ὠδηγοῦσαν εἰς αἰχμαλωσίαν. Φορτωμένος δὲ μὲ αὐτὰ τὰ ἀπαραίτητα σκεύη νὰ πηγαίνῃς ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος εἰς τὸ ἄλλο ἐμπρός των, διὰ νὰ σὲ ἰδοῦν, διότι δὲν καταλαβαίνει πλέον μὲ λόγια ὁ ἀσεβὴς καὶ ἀποστάτης αὐτὸς λαὸς ποὺ μὲ πικραίνει πολύ.
4 Θὰ μεταφέρῃς δὲ τὰ σκεύη σου αὐτά, τὰ ἀπολύτως ἀπαραίτητα ποὺ ἠμπορεῖ νὰ πάρῃ καὶ νὰ μεταφέρῃ μαζί του ἕνας αἰχμάλωτος, κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἡμέρας ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια των, διὰ νὰ λάβουν τὸ μήνυμα. Θὰ βγῇς δὲ ὁ ἴδιος τὸ βράδυ ἀπὸ τὸ σπίτι σου, ὅπως βγαίνει συνήθως κάθε αἰχμάλωτος.
5 Νὰ τρυπήσῃς δηλαδὴ ἐμπρός των τὸν τοῖχον τῆς οἰκίας σου καὶ νὰ βγῇς μέσα ἀπὸ τὴν τρύπαν.
6 Θὰ φορτώσῃς ἐμπρός των τὰς ἀποσκευάς σου εἰς τοὺς ὤμους σου καὶ θὰ βγῇς κρυφά. Θὰ σκεπάσῃς δὲ τὸ πρόσωπόν σου καὶ δὲν θὰ ἰδῇς τὸ χῶμα τῆς γῆς σου. Μὲ αὐτὸ ποὺ θὰ κάμῃς θέλω νὰ δώσω ἕνα σημάδι, ἕνα μήνυμα εἰς τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ.
7 Καὶ ἔκαμα πράγματι ἀκριβῶς καὶ λεπτομερῶς ὅλα ὅσα μὲ διέταξεν ὁ Κύριος. Ἔβγαλα σκεύη ἀπὸ τὸ σπίτι μου καὶ τὰ μετέφερα ὡς ἀποσκευὰς αἰχμαλωσίας κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἡμέρας, ἄνοιξα τὴν νύκτα τρύπαν εἰς τὸν τοῖχον τῆς οἰκίας μου καὶ ἐβγῆκα κρυφά· καὶ μὲ φορτωμένους τοὺς ὤμους μου ἐπέρασα ἐμπρός των καὶ ἔφυγα.
8 Τὸ ἄλλο πρωῒ μοῦ ὡμίλησεν ὁ Κύριος καὶ εἶπε:
9 Δὲν σὲ ἐρώτησαν, ἄνθρωπε, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ἀσεβὴς καὶ ἀποστάτης αὐτὸς λαός, ποὺ μὲ πικραίνει πολύ, <τί εἶναι αὐτὰ ποὺ κάμνεις>;
10 Νὰ τοὺς εἰπῇς λοιπὸν τὰ ἑξῆς: Αὐτὰ λέγει ὁ μόνος Κύριος, ὁ Κύριος τῶν πάντων, διὰ τὸν ἄρχοντα καὶ βασιλέα, διὰ κάθε ἀξιωματοῦχον καὶ δι' ὅλον τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος ζῇ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
11 Νὰ τοὺς εἰπῇς ὅτι Ἐγὼ κάμνω συντόμως εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ <τέρατα καὶ σημεῖα>, τρομερὰ πράγματα. Ὅπως ἔκαμα συμβολικῶς μὲ σέ, ἔτσι θὰ συμβῇ εἰς αὐτοὺς πραγματικῶς. Θὰ φύγουν ἀπὸ τὰς οἰκίας των καὶ θὰ ὁδηγηθοῦν εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν.
12 Καὶ αὐτὸς ποὺ εἶναι βασιλεὺς εἰς αὐτὴν τὴν πόλιν θὰ φορτώσῃ τὰς ἀποσκευάς του εἰς τοὺς ὤμους του διὰ νὰ φύγῃ· θὰ βγῇ δὲ κρυφά, ὄχι ἀπὸ πύλην, ἀλλ’ ἀπὸ τὸ τεῖχος, θὰ τρυπήσῃ τὸν τοῖχον, διὰ νὰ βγῇ ἀπὸ αὐτόν. Θὰ καλύψῃ δὲ τὸ πρόσωπόν του, διὰ νὰ μὴ τὸν ἰδῇ ἐχθρικὸν μάτι, καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἰδῇ τὸ χῶμα τῆς γῆς του διὰ τελευταίαν φοράν.
13 Ἐνῷ ὅμως θὰ προσπαθῇ νὰ φύγῃ, θὰ ἀπλώσω ἐπάνω του τὸ δίχτυ μου καὶ θὰ συληφθῇ, πρὶν ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὴν περιοχὴν τὴν ὁποίαν εἶχα ξεχωρίσει ὡς ἁγίαν καὶ ἰδικήν μου. Θὰ τὸν ὁδηγήσω δὲ εἰς τὴν Βαβυλῶνα, εἰς τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων' ἀλλὰ καὶ αὐτὴν δὲν θὰ τὴν ἰδῇ <διότι θὰ ἔχῃ τυφλωθῆ>· καὶ θὰ ἀποθάνη ἐκεῖ.
14 Ὅλους δὲ ἐκείνους ποὺ τὸν περιτριγύριζαν καὶ τὸν ἐβοηθοῦσαν καὶ ὅλους τοὺς συμπαραστάτας του θὰ τοὺς διασκορπίσω εἰς ὅλους τοὺς ἀνέμους. Θὰ σύρω ἀπὸ τὴν θήκην καὶ θὰ ρίψω ἐπάνω των φονικὸν μαχαίρι.
15 Καὶ ὅταν τοὺς διασκορπίσω εἰς τὰ ἔθνη, θὰ μάθουν καλὰ ὅτι Ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων. Θὰ τοὺς διασκορπίσω ὁπωσδήποτε εἰς διαφόρους χώρας.
16 Θὰ ἀφήσω δὲ ἐξ αὐτῶν ζωντανοὺς ὀλιγάριθμους ἄνδρας· θὰ γλυτώσουν αὐτοὶ ἀπὸ τὸ ἐχθρικὸν μαχαίρι, ἀπὸ τὴν πεῖναν καὶ τὰς θανατηφόρους ἀσθενείας, διὰ νὰ διηγοῦνται εἰς τὰ ἔθνη, ὅπου θὰ φθάσουν καὶ θὰ διαμείνουν, ὅλας τὰς παρανομίας των. Καὶ θὰ γνωρίσουν ἔτσι καὶ τὰ ἔθνη ὅτι Ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων.
17 Ὡμίλησε δὲ καὶ πάλιν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ καὶ εἶπεν:
18 Ἄνθρωπε, θὰ φάγῃς τὴν τροφήν σου μὲ ὀδύνην ζωγραφισμένην εἰς τὸ πρόσωπόν σου καὶ θὰ πιῇς νερὸ μὲ ὄψιν πονεμένην καὶ θλιμμένην.
19 Καὶ θὰ εἰπῇς πρὸς τὸν Ἰουδαϊκὸν λαόν, ποὺ ζῇ μαζί σου αἰχμάλωτος εἰς τὴν χώραν τῶν Χαλδαίων: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος διὰ τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλήμ, ποὺ διαμένουν ἀκόμη εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ: Τὰ τρόφιμά των θὰ τὰ φάγουν μὲ στέρησιν, εἰς πολὺ μικρὰς ποσότητας, καὶ θὰ πιοῦν νερὸ ὀλίγον, λόγῳ ἐλλείψεώς του ἐξ αἰτίας τῆς πολιορκίας ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Θὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα τῆς καταστροφῆς τῆς χώρας μὲ ὀτιδήποτε ὑπάρχει εἰς αὐτήν, διότι ἐβυθίσθησαν εἰς τὴν ἀσέβειαν ὅλοι οἱ κάτοικοί της.
20 Αἱ πόλεις των, ποὺ εἶχαν ἄλλοτε πολλοὺς κατοίκους, θὰ ἐρημωθοῦν ἐντελῶς, καὶ ἡ χώρα θὰ ἀφανισθῇ καὶ θὰ καταστραφῇ. Καὶ θὰ καταλάβετε τότε ὅτι Ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος ὅλων.
21 Ὡμίλησε δὲ πάλιν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ καὶ εἶπεν:
22 Ἄνθρωπε, τί εἶναι αὐτὴ ἡ εἰρωνικὴ παροιμία σας, ποὺ κυκλοφορεῖ καὶ διαδίδεται εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ; Τί ἐννοοῦν, ὅταν λέγουν <ἔχουν περάσει πολλαὶ ἡμέραι καὶ ἐχάθη τὸ δρᾶμα τῶν Προφητῶν, δὲν συνέβη τίποτε ἀπὸ αὐτὰ μὲ τὰ ὁποῖα μᾶς ἀπείλησαν>;
23 Ἐπειδὴ λέγουν αὐτά, νὰ τοὺς εἰπῇς τὰ ἑξῆς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Θὰ καταργήσω αὐτὴν τὴν παροιμίαν. Δὲν πρόκειται νὰ εἰποῦν ἄλλην φορὰν αὐτὴν τὴν παροιμίαν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, διότι θὰ τοὺς εἰπῇς: <Ἔφθασε πλέον ὁ καιρὸς τῆς πραγματοποιήσεως κάθε λόγου τῶν Προφητῶν μου>.
24 Διότι δὲν θὰ ὑπάρχουν πλέον ψευδοπροφῆται καὶ μάντεις ποὺ κολακεύουν καὶ τὰ παρουσιάζουν ὅλα καλὰ εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας.
25 Διότι Ἐγώ, ὁ Κύριος τῆς ἀληθείας, θὰ ἐκθέσω τοὺς λόγους μου, θὰ ὁμιλήσω καὶ θὰ πραγματοποιήσω ὅσα λέγω καὶ δὲν θὰ καθυστερήσω περισσότερον. Σᾶς βεβαιώνω, ἀποστάται ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι εἰς τὰς ἡμέρας σας, τώρα ποὺ ζῆτε σεῖς, θὰ εἴπω τὸν λόγον μου καὶ θὰ τὸν πραγματοποιήσω. Ὁμιλεῖ ὁ Κύριος τῶν πάντων!
26 Καὶ ὡμίλησε πάλιν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ καὶ εἶπεν:
27 Ἄνθρωπε, τὸ ἀκούεις καὶ τὸ γνωρίζεις καὶ σύ, ὅτι οἱ ἀπόγονοι αὐτοὶ τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ μὲ πικραίνουν πολὺ μὲ τὰς ἀσεβείας των, λέγουν ἐπανειλημμένως: <Ἡ προφητεία, τὴν ὁποίαν μᾶς παρουσιάζει αὐτὸς διὰ τὸ μέλλον, ἀναφέρεται εἰς πολλὰς ἡμέρας τοῦ μέλλοντος καὶ ὄχι διὰ σήμερον· προφητεύει αὐτὸς διὰ κάτι ποὺ θὰ συμβῇ εἰς χρόνους πολὺ μακρινούς>.
28 Διὰ τοῦτο νὰ εἰπῇς πρὸς αὐτοὺς τὰ ἑξῆς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Δὲν πρόκειται πλέον νὰ βραδύνῃ ἡ ἐκπλήρωσις ὅλων τῶν λόγων μου, τοὺς ὁποίους θὰ εἰπῶ μὲ τοὺς Προφήτας μου. Θὰ ὁμιλήσω καὶ θὰ πραγματοποιήσω συντόμως τοὺς λόγους μου, λέγει ὁ Κύριος τῶν πάντων.