Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἦλθον πρός με ἄνδρες
ἐκ τῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ
Ἰσραὴλ καὶ ἐκάθησαν πρὸ
προσώπου μου. |
λθαν
πρὸς ἐμὲ μερικοὶ ἄνδρες ἀπὸ
τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ ἰσραηλιτικοῦ
λαοῦ καὶ ἐκάθισαν ἀπέναντί
μου. |
λθαν
δὲ εἰς ἐμὲ μερικοὶ ἄνδρες
ἀπὸ τοὺς προεστοὺς τῶν ἀπογόνων
τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ ἐζοῦσαν καὶ
αὐτοὶ εἰς τὴν ἐξορίαν, καὶ
ἐκάθησαν ἐμπρός μου. |
2
Καὶ ἐγένετο πρός με λόγος Κυρίου
λέγων· |
2
Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπε· |
2
Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ
καὶ μοῦ εἶπεν: |
3
υἱὲ ἀνθρώπου, οἱ ἄνδρες
οὗτοι ἔθεντο, τὰ διανοήματα αὐτῶν
ἐπὶ τὰς καρδίας αὐτῶν
καὶ τὴν κόλασιν τῶν ἀδικιῶν
αὐτῶν ἔθηκαν πρὸ προσώπου αὐτῶν·
εἰ ἀποκρινόμενος ἀποκριθῶ αὐτοῖς;
|
3
<υἱὲ ἀνθρώπου, αὐτοὶ
οἱ ἄνδρες ἔχουν θέσει τοὺς ἰδικούς
των πονηροὺς λογισμοὺς εἰς τὰς καρδίας
των, σύμφωνα μὲ αὐτοὺς κανονίζουν
τὴν πορείαν τῆς ζωῆς των καὶ
ἔχουν ἔτσι ἐνώπιόν των πρόφασιν
τῶν ἀδικῶν των. Μήπως καὶ πρέπει
νὰ ἀπαντήσω εἰς αὐτοὺς
καὶ νὰ τοὺς δικαιώσω;
|
3
Ἄνθρωπε, οἱ ἄνδρες αὐτοὶ σκέπτονται
πονηρά, ὅπως ἐπιθυμοῦν αἱ καρδίαι
των, ποὺ στρέφονται πρὸς τὴν ἀσεβῆ
ζωὴν τῶν εἰδωλολατρῶν· παρουσιάζονται
ὅτι ἐνδιαφέρονται δῆθεν διὰ
τὴν τιμωρίαν τῶν ἀδικιῶν των, ἀλλὰ
μόνον πρὸς ἀποφυγὴν τῆς πιθανῆς
τιμωρίας καὶ χωρὶς μετάνοιαν. Ἀξίζει ἄραγε
νὰ ἀπαντήσω εἰς τὰς ἐρωτήσεις
των; |
4
Διὰ τοῦτο λάλησον αὐτοῖς
καὶ ἐρεῖς
πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει
Κύριος· ἄνθρωπος ἄνθρωπος ἐκ
τοῦ οἴκου Ἰσραήλ, ὃς ἄν
θῇ τὰ διανοήματα αὐτοῦ ἐπὶ
τὴν καρδίαν καὶ τὴν κόλασιν
τῆς ἀδικίας αὐτοῦ τάξῃ
πρὸ προσώπου αὐτοῦ καὶ ἔλθῃ
πρὸς τὸν προφήτην, ἐγὼ Κύριος
ἀποκριθήσομαι αὐτῷ ἐν οἷς
ἐνέχεται ἡ διάνοια αὐτοῦ,
|
4
Διὰ τοῦτο ὁμίλησε καὶ εἰπὲ
πρὸς αὐτούς· αὐτὰ λέγει,
ὁ Κύριος· Κάθε ἄνθρωπος ἀπὸ
τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν, ὁ ὁποῖος
θὰ θέσῃ εἰς τὴν καρδίαν
του τοὺς ἰδικούς του συλλογισμοὺς
καὶ θὰ θελήσῃ
νὰ δικαιολογήσῃ καθ' ἑαυτὸν
τὰς ἀδικίας, ποὺ ἔχει διαπράξει,
τολμήσῃ δὲ νὰ ἔλθῃ πρὸς
τὸν προφήτην, διὰ νὰ
ὑφαρπάσῃ ἐκείνου τὴν
συγκατάθεσιν, ἐγὼ ὁ Κύριος θὰ
ἀπαντήσω πρὸς αὐτὸν καὶ
θὰ ἀποκαλύψω ἐκεῖνα, εἰς
τὰ ὁποῖα εἶναι ἔνοχος ἡ
διάνοιά του καὶ ἡ
καρδία του.
|
4
Ἐπειδὴ ὅμως γνωρίζω τὴν πονηρίαν των,
νὰ ὁμιλήσῃς πρὸς αὐτοὺς
καὶ νὰ τοὺς εἰπῇς τὰ ἑξῆς:
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ὁποιοσδήποτε
ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους
τοῦ Ἰσραὴλ σκέπτεται ὅπως ποθεῖ
ἡ διεστραμμένη καρδία του καὶ παρουσιάζεται ὑποχριτικῶς
ὅτι δῆθεν ἐνδιαφέρεται νὰ μάθῃ
τὴν τιμωρίαν τῆς ἀδικίας του καὶ πλησιάσῃ
τὸν Προφήτην καὶ τὸν ἐρωτήσῃ
σχετικῶς, ἂς γνωρίζῃ ὅτι θὰ
τοῦ ἀπαντήσω Ἐγώ, ὁ Κύριος, συμφώνως
πρὸς τὴν πονηρὰν διάνοιάν του.
|
5
ὅπως πλαγιάσῃ τὸν οἶκον τοῦ
Ἰσραὴλ κατὰ τὰς καρδίας αὐτῶν
τὰς ἀπηλλοτριωμένας ἀπ' ἐμοῦ
ἐν τοῖς ἐνθυμήμασιν αὐτῶν.
|
5
Ἕνας ὅμως ψευδοπροφήτης θὰ ἀπαντήσῃ
κατὰ πλάγιον τρόπον εἰς τοὺς
ἰσραηλίτας σύμφωνα μὲ τὰς
καρδίας αὐτῶν, αἱ
ὁποῖαι καρδίαι
των εὑρίσκονται μακρὰν ἀπὸ
ἐμὲ ἐξ αἰτίας τῶν πονηρῶν
ἐπιθυμιῶν των.
|
5
Θὰ ἀπαντήσω ὁ ἴδιος καὶ ὄχι
ὁ Προφήτης, διότι ὑπάρχει πιθανότης νὰ
ἐξαπατήσῃ ὁ Προφήτης αὐτὸς τοὺς
ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ, προφητεύων ὅπως
ποθοῦν αἱ διεστραμμένοι καρδίαι των, ποὺ
ἔχουν ἀποξενωθῇ ἀπὸ Ἐμὲ
μὲ τὰ διανοήματά των, τὰ ὁποῖα
ἐπηρεάσθησαν ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς
εἰδωλολάτρας. |
6
Διὰ τοῦτο εἰπὸν πρὸς τὸν
οἶκον τοῦ Ἰσραήλ· τάδε
λέγει Κύριος Κύριος· ἐπιστράφητε
καὶ ἀποστρέψατε ἀπὸ τῶν
ἐπιτηδευμάτων ὑμῶν καὶ ἀπὸ
πασῶν τῶν ἀσεβειῶν ὑμῶν
καὶ ἐπιστρέψατε τὰ πρόσωπα ὑμῶν.
|
6
Διὰ τοῦτο εἰπὲ πρὸς τὸν
ἰσραηλιτικὸν λαόν· αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος·
Ἐπιστρέψατε πρὸς ἐμέ,
ἀπομακρυνθῆτε ἀπὸ τὰς πονηρὰς
πράξεις καὶ ἀπὸ ὅλας τὰς
ἀσεβείας σας. Στρέψετε τὰ πρόσωπά
σας πρὸς τὸν Θεόν.
|
6
Διὰ τοῦτο νὰ εἰπῇς τὰ
ἑξῆς πρὸς τοὺς ἀπογόνους τοῦ
Ἰσραήλ: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ
μόνος Κύριος τῶν πάντων: Ἐπιστρέψατε μετανοημένοι
πρὸς Ἐμέ· ἀπομακρυνθῆτε
ἀπὸ τὰ πονηρὰ ἔργα σας καὶ
ἀπὸ ὅλας τὰς ἀσεβείας σας καὶ
στρέψατε εἰλικρινῶς τὰ πρόσωπά σας
πρὸς Ἐμέ. |
7
Διότι ἄνθρωπος ἄνθρωπος ἐκ τοῦ
οἴκου Ἰσραὴλ καὶ ἐκ τῶν
προσηλύτων τῶν προσηλυτευόντων ἐν
τῷ Ἰσραήλ, ὃς ἂν ἀπαλλοτριωθῇ
ἀπ' ἐμοῦ καὶ θῆται τὰ
ἐνθυμήματα αὐτοῦ ἐπὶ τὴν
καρδίαν αὐτοῦ καὶ τὴν κόλασιν
τῆς ἀδικίας αὐτοῦ τάξῃ
πρὸ προσώπου αὐτοῦ καὶ ἔλθῃ
πρὸς τὸν προφήτην τοῦ ἐπερωτῆσαι
αὐτὸν ἐν ἐμοί, ἐγὼ
Κύριος ἀποκριθήσομαι αὐτῷ ἐν
ὦ ἐνέχεται ἐν αὐτῷ.
|
7
Διότι, ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν
ἰσραηλιτικὸν λαόν, ὅπως ἐπίσης
καὶ ἀπὸ τοὺς ξένους, οἱ
ὁποῖοι παρεπιδημοῦν καὶ κατοικοῦν
ἀνάμεσα εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας,
ἐὰν ἀποξενωθῇ ἀπὸ ἐμὲ
ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν
του καὶ θέσῃ
τὰς πονηρὰς ἐπιθυμίας του εἰς
τὴν καρδίαν του καὶ ζῇ σύμφωνα
μὲ αὐτὰς καὶ εὑρίσκῃ
πρόχειρον διὰ τὸν ἑαυτόν
του τὴν δικαιολογίαν τῶν
ἀδικιῶν του, ἐὰν αὐτὸς
ἔλθῃ πρὸς τὸν προφήτην
νὰ τὸν ἐρωτήσῃ δι' ἐμέ,
ἐγὼ ὁ Κύριος θὰ ἀποκριθῶ
εἰς αὐτὸν καὶ θὰ τοῦ φανερώσω
ἐκεῖνα, εἰς τὰ ὁποῖα εἶναι
ἔνοχος.
|
7
Διότι ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος ἀπὸ
τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραὴλ καὶ
ἀπὸ τοὺς μὴ Ἰσραηλίτας ποὺ
ἔχουν ἀσπασθῇ τὴν θρησκείαν τῶν
Ἰσραηλιτῶν καὶ ζοῦν μαζί των,
ὁ ὁποῖος ἔχει ἀποξενωθῇ
ἀπὸ Ἐμὲ μὲ τὸ νὰ
λατρεύῃ τὰ εἴδωλα καὶ σκέπτεται ὅπως
ποθεῖ ἡ διεστραμμένη καρδία του, παρουσιασθῇ
ὅτι ἐνδιαφέρεται δῆθεν διὰ τὴν
τιμωρίαν τῆς ἀσεβείας του καὶ πλησιάσῃ
ἕνα Προφήτην καὶ τὸν ἐρωτήσῃ
σχετικῶς ὡς ἐκπρόσωπόν μου, ἂς
γνωρίζῃ ὅτι θὰ λάβῃ ἀπάντησιν
ἀπὸ Ἐμέ, τὸν Κύριον τῶν πάντων,
συμφώνως πρὸς αὐτὰ εἰς τὰ ὁποῖα
εἶναι ἔνοχος. |
8
Καὶ στηριῶ τὸ πρόσωπόν μου ἐπὶ
τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον καὶ θήσομαι
αὐτὸν εἰς ἔρημον καὶ εἰς
ἀφανισμὸν καὶ ἐξαρῶ αὐτὸν
ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ μου, καὶ ἐπιγνώσεσθε
ὅτι ἐγὼ Κύριος.
|
8
Ἐγώ, ὁ Θεός, θὰ στρέψω
τὸ πρόσωπόν μου καὶ θὰ στηρίξω
ἀπειλητικὸν τὸ
βλέμμα μου ἐναντίον αὐτοῦ. Θὰ
τὸν θέσω εἰς ἔρημον περιοχὴν
καὶ θὰ ἐξαφανίσω αὐτὸν
ἀνάμεσα ἀπὸ τὸν λαόν μου.
Καὶ τότε θὰ μάθετε
ὅτι ἐγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος.
|
8
Θὰ στρέψω δηλαδὴ αὐστηρὸν τὸ
πρόσωπόν μου πρὸς τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν
καὶ θὰ τὸν ἐρημώσω, θὰ ἐξαφανισθῇ
ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς· θὰ τὸν
ἀπομακρύνω καὶ θὰ τὸν ἐξαλείψω
μέσα ἀπὸ τὸν λαόν μου. Καὶ θὰ
μάθετε ἔτσι καλὰ ὅτι Ἐγὼ καὶ
μόνον εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων.
|
9
Καὶ ὁ προφήτης ἐὰν πλανηθῇ
καὶ λαλήσῃ, ἐγὼ Κύριος
πεπλάνηκα τὸν προφήτην ἐκεῖνον,
καὶ ἐκτενῶ τὴν χεῖρά μου
ἐπ' αὐτόν, καὶ ἀφανιῶ
αὐτὸν ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ
μου Ἰσραήλ. |
9
Ἐὰν ὁ προφήτης πλανηθῇ καὶ
πεπλανημένα ὁμιλήσῃ, ἐγὼ
ὁ Κύριος ἐπέτρεψα
νὰ πλανηθῇ ὁ προφήτης ἐκεῖνος.
Θὰ ἀπλώσω τιμωρὸν τὴν χεῖρα
μου ἐναντίον αὐτοῦ
καὶ θὰ τὸν ἐξαφανίσω ἀνάμεσα
ἀπὸ τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν.
|
9
Ὁ δὲ προφήτης ὁ ὁποῖος θὰ
παρασυρθῇ ἀπὸ τὰ ἔνοχα θελήματα
τοῦ λαοῦ καὶ θὰ ὁμιλήσῃ
ἀναλόγως πρὸς αὐτά, ἀποδεικνυόμενος
ἔτσι ψευδοπροφήτης, θὰ τιμωρηθῇ. Ἐγὼ
ἐπέτρεψα νὰ πλανηθῇ ὁ προφήτης ἐκεῖνος,
διότι ἐγνώριζα ἐκ τῶν προτέρων τὴν
πονηρίαν καὶ ἀσέβειάν του. Θὰ ἀπλώσω
τὸ χέρι μου ἐπάνω του καὶ θὰ
τὸν ἐξαφανίσω μέσα ἀπὸ τὸν
λαόν μου, τὸν Ἰσραήλ. |
10
καὶ λήψονται τὴν ἀδικίαν αὐτῶν
κατὰ τὸ ἀδίκημα τοῦ ἐπερωτῶντος,
καὶ κατὰ τὸ ἀδίκημα ὁμοίως
τῷ προφήτῃ ἔσται, |
10
Αὐτοὶ θὰ πάρουν ἐπάνω
των τὸ βάρος τοῦ σφάλματός των
καὶ τὴν ἀνάλογον ποινήν. Τὸ
ἀδίκημα καὶ ἡ τιμωρία τοῦ
προφήτου αὐτοῦ
θὰ εἶναι ὅμοια πρὸς τὸ ἀδίκημα
καὶ τὴν τιμωρίαν ἐκείνου, ὁ
ὁποῖος ἔρχεται νὰ τὸν συμβουλευθῇ.
|
10
Θὰ πάρουν ὅλοι τὸν μισθὸν τῆς
ἀδικίας καὶ πονηρίας των. Ὅπως θὰ
κριθῇ καὶ θὰ τιμωρηθῇ ἡ πονηρία
αὐτοῦ ποὺ ἐρωτᾷ ὑποκριτικῶς,
ἔτσι θὰ τιμωρηθῶ καὶ ἡ πονηρία
τοῦ ψευδοπροφήτου. |
11
ὅπως μὴ πλανᾶται ἔτι ὁ οἶκος
τοῦ Ἰσραὴλ ἀπ' ἐμοῦ, καὶ
ἵνα μὴ μιαίνωνται ἔτι ἐν πᾶσι
τοῖς παραπτώμασιν αὐτῶν· καὶ
ἔσονταί μοι εἰς λαόν, καὶ ἐγὼ
ἔσομαι αὐτοῖς ὁ Θεόν, λέγει
Κύριος. |
11
Θὰ τιμωρῇ ὁ ψευδοπροφήτης, ὅπως
καὶ καθένας ποὺ ἔρχεται νὰ τοῦ
ζητήσῃ συμβουλήν,
διὰ νὰ μὴ παραπλανᾶται πλέον
ὁ ἰσραηλιτικὸς
λαὸς καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ
ἐμέ. Διὰ νὰ μὴ μολύνωνται
πλέον οἱ Ἰσραηλῖται μὲ τὰ
παραπτώματα αὐτῶν. Τότε δὲ θὰ
εἶναι αὐτοὶ λαὸς
ἰδικός μου καὶ ἐγὼ θὰ
εἶμαι Θεὸς ἰδικός των, λέγει
ὁ Κύριος>. |
11
Θὰ τιμωρηθοῦν δέ, διὰ νὰ μὴ
πλανᾶται καὶ παρασύρεται πλέον μακρὰν ἀπὸ
Ἐμὲ ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ
καὶ διὰ νὰ μὴ μολύνωνται εἰς
τὸ ἑξῆς μὲ ὅλα τὰ ἁμαρτωλὰ
ἔργα των. Ἔτσι θὰ εἶναι λαὸς
ἰδικός μου καὶ Ἐγὼ θὰ εἶμαι
ὁ Θεός των, λέγει ὁ Κύριος.
|
12
Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός
με λέγων· |
12
Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπε·
|
12
Ὡμίλησε δὲ πάλιν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ
καὶ μοῦ εἶπεν: |
13
υἱὲ ἀνθρώπου, γῆ ἐὰν
ἁμάρτῃ μοι τοῦ παραπεσεῖν παράπτωμα
καὶ ἐκτενῶ τὴν χεῖρά μου
ἐπ' αὐτὴν καὶ συντρίψω αὐτῆς
στήριγμα ἄρτου καὶ ἐξαποστελῶ
ἐπ' αὐτὴν λιμὸν καὶ ἐξαρῶ
ἐξ αὐτῆς ἄνθρωπον καὶ κτήνη·
|
13
<υἱὲ ἀνθρώπου, ἐὰν
οἱ κάτοικοι μιᾶς χώρας
ἁμαρτήσουν καὶ περιπέσουν εἰς
μεγάλα παραπτώματα, ἐγὼ θὰ ἀπλώσω
τιμωρὸν τὴν χεῖρα μου ἐναντίον
αὐτῆς. Θὰ συντρίψω καὶ θὰ
ἐξαφανίσω τὸν ἄρτον, ποὺ εἶναι
στήριγμα τῆς ζωῆς των, θὰ ἐξαποστείλω
ἐναντίον τῆς χώρας αὐτῆς
λιμὸν καὶ θὰ ἐξολοθρεύσω ἀπὸ
αὐτὴν ἀνθρώπους καὶ κτήνη.
|
13
Ἄνθρωπε, ἐὰν οἱ κάτοικοι μιᾶς
χώρας ἁμαρτήσουν ἐνώπιόν μου καὶ διαπράξουν
μέγα παράπτωμα, θὰ ἀπλώσω τὸ χέρι μου ἐπάνω
εἰς τὴν χώραν αὐτὴν καὶ θὰ
τὴν τιμωρήσω. Θὰ ἐξανεμίσω τὰ ἀγαθά
της, δὲν θὰ παράγῃ προϊόντα ἡ γῆ,
καὶ θὰ ἐξαφανισθῇ ὁ ἄρτος
ποὺ στηρίζει τὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων·
θὰ στείλω εἰς αὐτὴν πεῖναν,
μὲ τὴν ὁποίαν θὰ ἐξοντώσω
τοὺς ἀνθρώπους της καὶ τὰ ζῶα
της. |
14
καὶ ἐὰν ὦσιν οἱ τρεῖς
ἄνδρες οὗτοι ἐν μέσῳ αὐτῆς,
Νῶε καὶ Δανιὴλ καὶ Ἰώβ,
αὐτοὶ ἐν τῇ δικαιοσύνῃ
αὐτῶν σωθήσονται,
λέγει Κύριος. |
14
Ἐὰν ὅμως εἰς τὴν χώραν
αὐτὴν ὑπάρχουν ἔστω καὶ
τρεῖς εὐσεβεῖς ἄνδρες, ὅπως
ἄλλοτε ὁ Νῶε, ὁ Δανιήλ, ὁ
Ἰώβ, αὐτοὶ διὰ τὴν εὐσέβειάν
των καὶ τὴν δικαιοσύνην των θὰ σωθοῦν,
λέγει ὁ Κύριος.
|
14
Ἐὰν δὲ ὑπάρχουν μέσα εἰς αὐτὴν
τὴν χώραν ἀκόμη καὶ οἱ τρεῖς
ἐκεῖνοι ἐξακουστοὶ διὰ τὴν
εὐσέβειάν των ἄνδρες, δηλαδὴ ὁ
Νῶε, ὁ Δανιὴλ καὶ ὁ Ἰώβ,
δὲν πρόκειται νὰ βοηθήσουν τὴν χώραν κατὰ
τὸν καιρὸν τῆς τιμωρίας της, λέγει ὁ
Κύριος. Θὰ σωθοῦν μόνον αὐτοὶ ἀπὸ
τὴν πεῖναν, λόγῳ τῆς ἀρετῆς
των. |
15
Ἐὰν αἱ θηρία πονηρὰ ἐπάγω
ἐπὶ τὴν γῆν καὶ τιμωρήσομαι
αὐτὴν καὶ ἔσται εἰς ἀφανισμὸν
καὶ οὐκ ἔσται ὁ διοδεύων ἀπὸ
προσώπου τῶν θηρίων,
|
15
Ἐὰν δὲ στείλω θηρία ἄγρια
ἐναντίον τῆς χώρας αὐτῆς,
τὴν τιμωρήσω καὶ τὴν ἐξολοθρεύσω
διὰ τῶν θηρίων, ὥστε κανεὶς
διαβάτης νὰ μὴ τολμᾷ νὰ διέλθῃ
δι' αὐτῆς ἐξ αἰτίας τῶν
κακῶν θηρίων,
|
15
Ἐὰν ἐπίσης ἀποστείλω εἰς τὴν
χώραν αὐτὴν ἄγρια θηρία, διὰ νὰ
τὴν τιμωρήσω μὲ αὐτά, ὥστε νὰ
ἐξολοθρευθῇ καὶ νὰ μὴ ὑπάρχῃ
ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος νὰ βαδίζῃ
εἰς αὐτὴν ἕνεκα τῶν θηρίων,
|
16
καὶ οἱ τρεῖς ἄνδρες οὗτοι ἐν
μέσῳ αὐτῆς ὦσι, ζῶ ἐγώ,
λέγει Κύριος, εἰ υἱοὶ ἢ
θυγατέρες σωθήσονται, ἀλλ' ἢ αὐτοὶ
μόνοι σωθήσονται, ἡ δὲ γῆ ἔσται
εἰς ὄλεθρον. |
16
ὑπάρχουν δὲ εἰς τὴν χώραν
αὐτὴν ἔστω καὶ τρεῖς ἄνδρες
εὐσεβεῖς, ὁρκίζομαι εἰς τὸν
ἑαυτόν μου, λέγει ὁ
Κύριος, ὅτι ἐνῷ οἱ υἱοὶ
καὶ αἱ θυγατέρες τῆς χώρας αὐτῆς
δὲν θὰ σωθοῦν, οἱ τρεῖς οὗτοι
εὐσεβεῖς ἄνδρες θὰ διασωθοῦν
καὶ ἡ χώρα θὰ παραδοθῇ
εἰς ὄλεθρον καὶ ἐξαφανισμόν.
|
16
καὶ ζοῦν εἰς τὴν χώραν οἱ τρεῖς
αὐτοὶ εὐσεβεῖς ἄνδρες ποὺ
προανέφερα, δὲν θὰ ἠμπορέσουν πάλιν
νὰ τὴν βοηθήσουν. Σᾶς βεβαιώνω ἐνόρκως,
λέγει ὁ Κύριος, ὅτι δὲν θὰ σωθοῦν
ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία οὔτε οἱ
υἱοὶ ἢ αἱ θυγατέρες των. Θὰ
σωθοῦν μόνον αὐτοὶ οἱ τρεῖς
εὐσεβεῖς, ἐνῷ ὅλη ἡ γῆ
θὰ καταστροφῇ. |
17
Ἢ καὶ ρομφαίαν ἐὰν ἐπάγω
ἐπὶ τὴν γῆν ἐκείνην καὶ
εἴπω· ρομφαία διελθάτω διὰ τῆς
γῆς, καὶ ἐξαρῶ ἐξ αὐτῆς
ἄνθρωπον καὶ κτῆνος,
|
17
Ἐὰν ἐξαποστείλω φονικὴν ρομφαίαν
τῶν ἐχθρῶν ἐναντίον τῶν
κατοίκων τῆς χώρας ἐκείνης καὶ
εἴπω· ἡ μάχαιρα ἂς περάσῃ
διὰ μέσου τῆς χώρας αὐτῆς
καὶ ἔτσι ἐγὼ ἐξολοθρεύσω
ἀπὸ αὐτὴν ὅλους τοὺς ἀνθρώπους
καὶ τὰ κατοικίδια ζῶα,
|
17
Τὸ ἴδιον θὰ συμβῇ καὶ ἐὰν
στείλω ἐναντίον αὐτῆς τῆς χώρας
τὸ φονικὸν μαχαίρι τῶν ἐχθρῶν
καὶ διατάξω, <ἂς περάσῃ καὶ ἂς
ξεσχίσῃ τὴν χώραν φονικὸν μαχαίρι>, διὰ
νὰ ἐξοντώσω μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν
κάθε ἄνθρωπον καὶ ζῶ ὅν.
|
18
καὶ οἱ τρεῖς ἄνδρες οὗτοι ἐν
μέσῳ αὐτῆς, ζῶ ἐγώ,
λέγει Κύριος, οὐ μὴ ρύσωνται
υἱοὺς οὐδὲ θυγατέρας, ἀλλ'
ἢ αὐτοὶ μόνοι σωθήσονται.
|
18
ὑπάρχουν δὲ εἰς τὴν χώραν
αὐτὴν οἱ τρεῖς αὐτοὶ εὐσεβεῖς
ἄνδρες, ὁρκίζομαι εἰς τὸν ἑαυτόν
μου, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι δὲν
θὰ σωθοῦν, οὔτε οἱ υἱοὶ
οὔτε αἱ θυγατέρες αὐτῆς, εἰμὴ
μὸνον οἱ τρεῖς αὐτοὶ ἄνδρες
θὰ σωθοῦν.
|
18
Ὅταν δηλαδὴ ἔλθῃ αὐτὸ
τὸ φονικὸν μαχαίρι καὶ ζοῦν μέσα εἰς
τὴν χώραν αὐτήν, οἱ τρεῖς αὐτοὶ
σπουδαῖοι εὐσεβεῖς ἄνδρες, σᾶς
βεβαιώνω ἐνόρκως, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι
δὲν θὰ ἠμπορέσουν νὰ σώσουν
οὔτε τοὺς υἱούς των οὔτε τὰς
θυγατέρας των, ἐὰν δὲν εἶναι πιστοὶ
καὶ εὐσεβεῖς ὅπως οἱ γονεῖς
των. Θὰ σωθοῦν μόνον οἱ τρεῖς αὐτοὶ
συγκεκριμένοι πιστοὶ καὶ ἐνάρετοι ἄνδρες.
|
19
Ἢ καὶ θάνατον ἐπαποστείλω ἐπὶ
τὴν γῆν ἐκείνην καὶ ἐκχεῶ
τὸν θυμόν μου ἐπὶ αὐτὴν
ἐν αἵματι τοῦ ἐξολοθρεῦσαι ἐξ
αὐτῆς ἄνθρωπον καὶ κτῆνος,
|
19
Ἐὰν ἐξαποστείλω ἐναντίον
τῆς χώρας αὐτῆς θανατηφόρον
ἐπιδημικὴν ἀσθένειαν καὶ ἀφήσω
νὰ ἐκχυθῇ ἐναντίον
της ὁ δίκαιος θυμός μου, καὶ ἐξολοθρεύσω
ἀπὸ αὐτὴν μέσα εἰς τὸ
αἷμα ἀνθρώπους καὶ κτήνη,
|
19
Ἐὰν στείλω ἐπίσης εἰς τὴν χώραν
ἐκείνην θανατηφόρον ἐπιδημίαν καὶ ἐκχύσω
εἰς αὐτὴν τὸν θυμόν μου μὲ αἷμα,
ὥστε νὰ ἐξολοθρευθοῦν ἄνθρωποι
καὶ ζῶα τῆς χώρας αὐτῆς,
|
20
καὶ Νῶε καὶ Δανιὴλ καὶ Ἰὼβ
ἐν μέσῳ αὐτῆς, ζῶ ἐγώ,
λέγει Κύριος ἐὰν υἱοὶ
ἢ θυγατέρες ὑπολειφθῶσιν, αὐτοὶ
ἐν τῇ
δικαιοσύνῃ αὐτῶν
ρύσονται τὰς ψυχὰς αὐτῶν.
|
20
οἱ μεταξὺ αὐτῶν εὑρισκόμενοι
εὐσεβεῖς ἄνδρες, ὅπως ἄλλοτε
ὁ Νῶε, ὁ Δανιὴλ
καὶ ὁ Ἰώβ, ὁρκίζομαι,
λέγει ὁ Κύριος, ὅτι οὔτε οἱ
υἱοί, οὔτε αἱ θυγατέρες τῶν
ἁμαρτωλῶν κατοίκων θὰ διαφύγουν
τὴν καταστροφήν, εἰμὴ
μόνον οἱ τρεῖς λόγῳ τῆς
εὐσεβείας των θὰ σώσουν τὴν
ζωήν των.
|
20
δὲν θὰ ἠμπορέσουν καὶ πάλιν
νὰ βοηθήσουν τὴν χώραν αὐτήν, ἐὰν
ζοῦν εἰς αὐτήν, οἱ περίφημοι εὐσεβεῖς
ἄνδρες Νῶε, Δανιὴλ καὶ Ἰώβ.
Σᾶς βεβαιώνω ἐνόρκως, λέγει ὁ Κύριος,
ὅτι δὲν θὰ σωθοῦν ἀπὸ
τὴν θανατηφόρον ἀσθένειαν οὔτε οἱ
υἱοὶ ἢ αἱ θυγατέρες των. Μόνον οἱ
τρεῖς αὐτοὶ θὰ διασωθοῦν λόγῳ
τῆς εὐσεβείας των. |
21
Τάδε λέγει Κύριος· ἐὰν
δὲ καὶ τὰς τέσσαρας ἐκδικήσεις
μου τὰς πονηράς, ρομφαίαν καὶ λιμὸν
καὶ θηρία πονηρὰ καὶ θάνατον,
ἐξαποστείλω ἐπὶ Ἱερουσαλὴμ
τοῦ ἐξολοθρεῦσα ἐξ αὐτῆς
ἄνθρωπον καὶ κτῆνος |
21
Αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος· ἐὰν καὶ τὰς
τέσσαρας αὐτὰς σκληρὰς τιμωρίας,
ἐχθρικὴν ρομφαίαν, λιμόν, ἄγρια
θηρία, θανατηφόρους ἀσθενείας, ἐξαποστείλω
ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλήμ, διὰ
νὰ ἐξολοθρεύσω ἀπὸ αὐτὴν
ἀνθρώπους καὶ κτήνη,
|
21
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἐὰν ἀποστείλω
ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ
ἐξοντώσω κάθε ἄνθρωπον καὶ ζῶον ποὺ
ὑπάρχει εἰς αὐτήν, καὶ τὰς τέσσαρας
μαζὶ δικαίας τιμωρίας μου, ποὺ εἶναι σκληραί,
δηλαδὴ φονικὸν μαχαίρι τῶν ἐχθρῶν,
πεῖναν, ἄγρια θηρία καὶ θανατηφόρον ἐπιδημικὴν
ἀσθένειαν, |
22
καὶ ἰδοὺ ὑπολελειμμένοι ἐν
αὐτῇ οἱ ἀασεσωσμένοι αὐτῆς,
οἳ ἐξάγουσιν ἐξ αὐτῆς
υἱοὺς καὶ θυγατέρες, ἰδοὺ
αὐτοὶ ἐκπορεύονται πρὸς ὑμᾶς,
καὶ ὄψεσθε τὰς ὁδοὺς αὐτῶν
καὶ τὰ ἐνθυμήματα αὐτῶν
καὶ μεταμεληθήσεσθε ἐπὶ τὰ κακά,
ἃ ἐπήγαγον ἐπὶ Ἱερουσαλήμ,
πάντα τὰ κακὰ ἃ ἐπήγαγον
ἐπ' αὐτήν,
|
22
ἰδού, θὰ ἀπομείνουν
μερικοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους,
οἱ ὁποῖοι θὰ διασωθοῦν ἀπὸ
τὴν συμφοράν. Αὐτοὶ θὰ βγάλουν
ὑγιεῖς ἀπὸ τὴν κατεστραμμένην
καὶ τιμωρημένην αὐτὴν πόλιν
τοὺς υἱοὺς καὶ τὰς θυγατέρας
των, θὰ πορευθοῦν καὶ θὰ ἐλθουν
πρὸς σᾶς, οἱ ὁποῖοι θὰ
εὑρίσκεσθε αἰχμάλωτοι εἰς τὴν
χώραν τῶν Χαλδαίων, θὰ γνωρίσετε
τὴν διαγωγήν των καὶ τὰς ἐπιθυμίας
τῶν καρδιῶν των καὶ θὰ μετανοήσετε
διὰ τὰς μεγάλας καταστροφάς, τὰς
ὁποίας ἐγὼ ἐπέφερα ἐξ
αἰτίας σας ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλήμ,
δι' ὅλας τὰς συμφορὰς ἐναντίον
αὐτῆς τῆς πόλεως.
|
22
θὰ ἀφήσω ζωντανοὺς μερικούς. Αὐτοὶ
δὲ ποὺ θὰ διασωθοῦν θὰ πάρουν
καὶ θὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ
τοὺς υἱοὺς καὶ τὰς θυγατέρας
των καὶ θὰ ἔλθουν εἰς σᾶς, τοὺς
Ἰουδαίους ποὺ ζῆτε ἐξόριστοι καὶ
αἰχμάλωτοι εἰς τὴν Βαβυλωνίαν. Θὰ
ἰδῆτε τότε ἀπὸ κοντὰ τὸν
τρόπον τῆς ζωῆς τῶν Ἱεροσολυμιτῶν,
καθὼς καὶ τὸ πῶς σκέπτονται αὐτοί,
καὶ θὰ ἀλλάξετε γνώμην ὡς πρὸς
τὰς συμφορὰς ποὺ ἔστειλα ἐναντίον
τῆς Ἱερουσαλήμ, ὡς πρὸς ὅλας
τὰς συμφορὰς καὶ τιμωρίας ποὺ ἔρριψα
ἐπάνω της. |
23
καὶ παρακαλέσουσιν ὑμᾶς διότι
ὄψεσβε τὰς ὁδοὺς αὐτῶν
καὶ τὰ ἐνθυμήματα αὐτῶν,
καὶ ἐπιγνώσεσθε διότι οὐ μάτην
πεποίηκα πάντα, ὅσα ἐποίησα
ἐν αὐτῇ, λέγει Κύριος.
|
23
Οἱ ἴδιοι μὲ τὴν παρουσίαν των
θὰ σᾶς παρηγορήσουν, διότι σεῖς
θὰ ἰδῆτε τὰς ὁδοὺς τῆς
ζωῆς των καὶ τὰς ἐπιθυμίας τῶν
καρδιῶν των. Θὰ γνωρίσετε καλὰ καὶ
θὰ πεισθῆτε, ὅτι ἐγὼ δὲν
ἔστειλα ὅλα αὐτὰ τὰ κακὰ
ἐναντίον τῆς πόλεως ματαίως
καὶ ἀδικαιολογήτως>, λέγει ὁ
Κύριος. |
23
Θὰ σᾶς παρηγορήσουν οἱ ἴδιοι καὶ
θὰ σᾶς ἠρεμήσουν, διότι θὰ τοὺς
ἰδῆτε καὶ θὰ καταλάβετε καλὰ
ἀπὸ τὴν ζωήν των καὶ τὰς
σκέψεις ποὺ θὰ σᾶς εἴπουν, ὅτι
δὲν ἔκαμα ματαίως καὶ ἀδικαιολογήτως
ὅλα ὅσα ἔκαμα εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
λέγει ὁ Κύριος. |