Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με
λέγων· |
Κύριος
ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ καὶ μοῦ
εἶπε |
μίλησε
δὲ πάλιν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ καὶ
εἶπε: |
2
υἱὲ ἀνθρώπου, διαμάρτυραι τῇ
Ἱερουσαλὴμ τὰς ἀνομίας αὐτῆς
|
2
<υἱὲ ἀνθρώπου, μὲ ἔντονον
διαμαρτυρίαν κατάστησε γνωστὰς εἰς
τὴν Ἱερουσαλὴμ τὰς ἁμαρτίας
της, |
2
Νὰ ὁμιλήσῃς, ἄνθρωπε, ἐντόνως
καὶ νὰ δείξῃς εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ
τὰς παρανομίας της. |
3
καὶ ἐρεῖς· τάδε λέγει Κύριος
τῇ Ἱερουσαλήμ· ἡ ρίζα σου
καὶ ἡ γένεσίς σου ἐκ γῆς
Χαναάν, ὁ πατήρ σου Ἀμορραῖος,
καὶ ἡ μήτηρ σου Χετταία.
|
3
καὶ θὰ πῇς πρὸς αὐτήν·
αὐτὰ λέγει ο Κύριος εἰς τὴν
Ἱερουσαλήμ: Ἡ ρίζα σου καὶ ἡ
καταγωγή σου προέρχονται ἀπὸ τὴν
γῆν Χαναάν, ὁ πατέρας σου εἶναι
Ἀμορραῖος, ἡ μητέρα σου εἶναι
Χετταία.
|
3
Νὰ εἰπῇς συγκεκριμένως τὰ ἑξῆς:
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος πρὸς τὴν
Ἱερουσαλήμ: Ἡ ρίζα σου καὶ οἱ πρόγονοί
σου ἦσαν Χαναναίοι, δηλαδὴ εἰδωλολάτραι·
ὁ πατέρας σου ἦτο Ἀμορραῖος καὶ
ἡ μητέρα σου Χετταία. Ἔχεις εἰδωλολατρικὴν
καταγωγήν. |
4
Καὶ ἡ γένεσίς σου, ἐν ᾗ
ἡμέρᾳ ἐτέχθης, οὐκ ἔδησας
τοὺς μαστούς σου καὶ ἐν ὕδατι
οὐκ ἐλούσθης, οὐδὲ ἁλὶ
ἡλίσθης καὶ ἐν σπαργάνοις οὐκ
ἐσπαργανώθης, |
4
Κατὰ δὲ τὴν ἡμέραν, κατὰ
τὴν ὁποίαν ἐγεννήθης, δὲν
ἐδέθη τὸ στῆθος σου, δὲν ἐλούσθης
μὲ νερό, δὲν σὲ ἔτριψαν μὲ
ἁλάτι καὶ δὲν ἐσπαργανώθης
εἰς σπάργανα.
|
4
Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν γέννησίν σου,
τότε δηλαδὴ ποὺ παρουσιάσθης εἰς τὸν
κόσμον, ἤσουν ἄθλια. Δὲν σὲ ἐφρόντισε
κανείς. Δὲν ἐδέθη τὸ στῆθος
σου μετὰ τὴν ἐκκοπὴν τοῦ ὀμφαλίου
λώρου σου, δὲν ἐλούσθης μὲ νερὸ
καθαρόν, οὔτε μὲ ἀλατόνερον, ὅπως
κάμνουν οἱ Ἀνατολῖται εἰς τὰ
νεογέννητα, οὔτε σὲ ἐσπαργάνωσαν
μὲ τὰ φασκιά. |
5
οὐδὲ ἐφείσατο ὁ ὀφθαλμός
μου ἐπὶ σοὶ τοῦ ποιῆσαί
σοι ἓν ἐκ πάντων τούτων, τοῦ
παθεῖν τι ἐπὶ σοί, καὶ ἀπερρίφης
ἐπὶ πρόσωπον τοῦ πεδίου τῇ
σκολιότητι τῆς ψυχῆς σου ἐν ἡμέρᾳ,
ᾗ ἐτέχθης. |
5
Δὲν σὲ ἐλυπήθη τὸ μάτι
μου, ὥστε νὰ σοῦ προσφέρω μίαν
ἀπὸ τὰς περιποιήσεις αὐτάς.
Δὲν ἔδειξα κάποιαν πρὸς σὲ συμπάθειαν.
Ἐξ αἰτίας τῆς διεστραμμένης
καρδίας σου ἀπερρίφθης εἰς ἀνοικτὴν
πεδιάδα κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς
γεννήσεώς σου.
|
5
Κανένα βλέμμα, οὔτε καὶ τὸ ἰδικόν
μου δὲν σὲ ἐλυπήθη, διὰ νὰ σοῦ
προσφέρῃ κάποιαν ἀπὸ αὐτὰς
τὰς πρώτας βοηθείας ποὺ παρέχονται εἰς κάθε
νεογέννητον. Δὲν ἤσουν ἀξία
νὰ σὲ συμπαθήσῃ κάποιος καὶ νὰ
σὲ φροντίσῃ. Ἐρρίφθης ὡσὰν τὰ
ἔκθετα βρέφη εἰς τὴν πεδιάδα, ἀπροστάτευτη
καὶ μὲ κίνδυνον νὰ ἀποθάνῃς,
λόγῳ τῆς διαστροφῆς τῆς ψυχῆς
σου ἀπὸ τὴν ἡμέραν τῆς γεννήσεώς
σου. |
6
Καὶ διῆλθον ἐπὶ σὲ καὶ
εἶδόν σε πεφυρμένην ἐν τῷ αἵματί
σου καὶ εἶπά σοι· ἐκ τοῦ
αἵματός σου ζωή·
|
6
Καὶ ὅμως ἐγὼ ἐπέρασα κοντά
σου. Σὲ εἶδα αἱμόφυρτον μὲ τὸ
ἴδιο σου τὸ αἷμα καὶ εἶπα πρὸς
σέ· ἀπὸ τὸ αἷμα σου θὰ
προέλθῃ ἡ ζωή·
|
6
Ἐπέρασα λοιπὸν Ἐγὼ καὶ ἦλθα
πρὸ σὲ εἰς αὐτὴν τὴν πεδιάδα
<τὴν Αἴγυπτον, ποὺ εἶναι χώρα πεδινή>
καὶ σὲ εἶδα ὅπως ἤσουν βουτηγμένη
εἰς τὸ αἷμα σου καὶ σοῦ εἶπα:
Ἀπὸ τὸ αἷμα σου ἂς προέλθῃ
ζωή, νὰ ζήσῃς! |
7
πληθύνου, καθὼς ἡ ἀνατολὴ τοῦ
ἀγροῦ δέδωκα σε· καὶ ἐπληθύνθης
καὶ ἐμεγαλύνθης καὶ εἰσῆλθες
εἰς πόλεις πόλεων· οἱ μαστοί
σου ἀνωρθώθησαν, καὶ ἡ θρίξ
σου ἀνέτειλε, σὺ δὲ ἦσθα γυμνὴ
καὶ ἀσχημονοῦσα. |
7
αὐξήσου εἰς πληθυσμόν. Σὲ ἔκαμα
νὰ ἀναβλαστήσῃς, ὅπως ἡ
χλόη τοῦ ἀγροῦ. Καὶ ἐπληθύνθης,
ἐμεγάλωσες, ἐδοξάσθης, εἰσῆλθες
εἰς πόλεις πολλάς. Οἱ μαστοί
σου ὠρθώθησαν, ἡ κόμη τῆς κεφαλῆς
σου ἔγινε πλούσια. Σὺ ὅμως ἤσουνα
τελείως γυμνή, ἀκάλυπτος καὶ
ἀσχημονοῦσα.
|
7
Εἶπα νὰ αὐξηθῇς καὶ νὰ
πολλαπλασιασθῇς. Σὲ ἔκαμα νὰ ἀναβλαστήσῃς,
ὅπως τὰ χόρτα τὸν ἀγροῦ. Καὶ
ἐπολλαπλασιάσθης πράγματι καὶ ἔγινες μέγας,
πολυάριθμος λαὸς καὶ ἐγκατεστάαθης
εἰς πολλὰς πόλεις. Τὸ στῆθος σου ἀνωρθώθη,
ὅπως τῆς ὡρίμου γυναικός, καὶ
ἀνεπτύχθησαν αἱ τρίχες σου. Ὠρίμασες σωματικῶς,
ἀλλ’ ὅμως ἤσουν γνμνὴ καὶ βδελυκτὴ
πνευματικῶς, διότι δὲν εἶχες λάβει γνῶσιν
τοῦ θελήματός μου. |
8
Καὶ διῆλθον διὰ σοῦ καὶ εἶδόν
σε, καὶ ἰδοὺ καιρός σου καὶ
καιρὸς καταλυόντων, καὶ διεπέτασα
τὰς πτέρυγάς μου ἐπὶ σὲ
καὶ ἐκάλυψα τὴν ἀσχημοσύνην
σου· καὶ ὤμοσά σοι καὶ εἰσῆλθον
ἐν διαθήκῃ μετὰ σοῦ, λέγει
Κύριος, καὶ ἐγένου μοι.
|
8
Ἐπέρασα κοντά σου καὶ σὲ εἶδα.
Ἰδού, ἦλθεν ὁ καιρός σου, ὁ
καιρὸς τοῦ γάμου σου, νὰ ἱδρύσῃς
οἰκογένειαν. Ἄπλωσα ἐπάνω σου
τὰς πτέρυγάς μου καὶ ἐσκέπασα
τὴν ἀσχημίαν τῆς γυμνότητός
σου. Ὡρκίσθην πρὸς σέ, συνῆψα
μαζῆ σου διαθήκην, λέγει ὁ Κύριος,
καὶ ἔγινες ἔτσι ἰδική μου.
|
8
Ἐπέρασα λοιπὸν καὶ πάλιν πλησίον σου καὶ
εἶδα ὅτι εἶχεν ἔλθει ὁ καιρός
σου, ὁ καιρὸς πού, ὥριμοι, συνάπτουν γάμον
οἱ ἄνθρωποι, καὶ ἦσουν εἰς θέσιν
νὰ συνάψω συμφωνίαν μαζί σου. Ἄπλωσα τὰ
πτερά μου ἐπάνω σου <ὅπως ρίπτουν
οἱ Ἀνατολῖται τὸ ἱμάτιον τῶν
ἐπάνω εἰς μίαν γυναῖκα, τὴν ὁποίαν
θέλουν νὰ λάβουν σύζυγον> καὶ ἐκάλυψα
μὲ τὴν παράδοσιν τὸν Νόμου μου εἰς
σὲ τὴν ἀσχήμιαν τῆς γυμνότητος
σου. Σοῦ ἔδωσα μάλιστα καὶ ἔνορκον
διαβεβαίωσιν ὅτι θὰ εἶμαι πιστὸς ἀπέναντι
σου ἔκαμα συμφωνίαν μαζί σου, λέγει ὁ Κύριος,
καὶ ἔγινες πλέον ἰδική μου πόλις, καὶ
ὁ λαός σου λαὸς ἰδικός μου.
|
9
Καὶ ἔλουσά σε ἐν ὕδατι καὶ
ἀπέπλυνα τὸ αἷμά σου ἀπὸ
σοῦ καὶ ἔχρισά σε ἐν ἐλαίῳ
|
9
Σὲ ἔλουσα μὲ καθαρὸ νερό, ἀπέπλυνα
καὶ ἐκαθάρισα τὸ αἷμα σου, σὲ
ἤλειψα μὲ ἀρωματικὸν ἔλαιον.
|
9
Σὲ ἔλουσα δὲ μὲ νερὸ καὶ
ἐκαθάρισα καλὰ τὸ αἷμα ποὺ
εἶχες ἀκόμη ἐπάνω σου λόγῳ
τῆς ζωῆς σου εἰς τὴν εἰδωλολατρικὴν
Αἴγυπτον, καὶ σὲ ἔχρισα μὲ λάδι
<ὅπως χρίονται αὐτοὶ ποὺ ἀνήκουν
εἰς Ἐμέ>. |
10
καὶ ἐνέδυσά σε ποικίλα καὶ
ὑπεδυσά σε ὑάκινθον καὶ ἔζωσά
σε βύσσῳ καὶ περιέβαλόν σε τριχάπτῳ
|
10
Σὲ ἐνέδυσα μὲ πολύχρωμα ἐνδύματα,
σοῦ ἔδωσα ἐσώρρουχα ὑακίνθινα,
σὲ περιέζωσα μὲ ζώνην ἀπὸ
βύσσον, σὲ περιέβαλα μὲ λεπτὸν
μετάξινον μανδύαν.
|
10
Σοῦ ἐφόρεσα δὲ διάφορα πολύτιμα ἐνδύματα
καὶ σοῦ ἔβαλα ἐσώρουχα ἀπὸ
γαλάζια πορφύραν. Σὲ ἔζωσα δὲ μὲ ζώνην
πολύτιμον, ὑφασμένην μὲ λεπτὸν λινὸν
ὕφασμα βύσσον, καὶ ἐκάλυψα τὴν
κεφαλήν σου μὲ καλύπτραν κατεσκευασμένην μὲ
λεπτὰς τρίχας. <Ὅλα ἦσαν ὡραῖα
καὶ πολύτιμα, ὡσὰν τὰ ἄμφια
τοῦ ἀρχιερέως>. |
11
καὶ ἐκόσμησά σε κόσμῳ
καὶ περιέθηκα ψέλια περὶ τὰς
χεῖράς σου καὶ κάθεμα περὶ τὸν
τράχηλόν σου |
11
Σὲ ἐστόλισα μὲ κοσμήματα. ῎Εθεσα
βραχιόλια εἰς τὰ χέρια σου καὶ
περιδέραιον εἰς τὸν τράχηλόν
σου. |
11
Σὲ ἐστόλισα ἐπίσης μὲ κοσμήματα
καὶ ἔβαλα βραχιόλια εἰς τὰ χέρια σου
καὶ περιδέραιον εἰς τὸν λαιμόν σου.
|
12
καὶ ἔδωκα ἐνώτιον περὶ τὸν
μυκτῆρά σου καὶ τροχίσκους ἐπὶ
τὰ ὦτά σου καὶ στέφανον καυχήσεως
ἐπὶ τὴν κεφαλήν σου.
|
12
Σοῦ ἔδωσα δακτυλίδι διὰ τοὺς
ρώθωνάς σου, σκουλαρίκια διὰ τὰ
αὐτιά σου καὶ λαμπρὸν στέφανον
ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλήν σου.
|
12
Ἔβαλα καὶ δακτυλίδι εἰς τὴν μύτην
σου, σκουλαρίκια εἰς τὰ αὐτιά σου,
καὶ ἕνα μεγαλοπρεπὲς καὶ ἐντυπωσιακὸν
στεφάνι εἰς τὸ κεφάλι σου. |
13
Καὶ ἐκοσμήθης χρυσίῳ καὶ
ἀργυρίῳ, καὶ τὰ περιβόλαιά
σου βύσσινα καὶ τρίχαπτα καὶ ποικίλα·
σεμίδαλιν καὶ ἔλαιον καὶ μέλι
ἔφαγες καὶ ἐγένου καλὴ σφόδρα.
|
13
Ἐστολίσθης μὲ χρυσὸν καὶ ἄργυρον,
τὰ δὲ φορέματά, σου ἦσαν κατασκευασμένα
ἀπὸ βύσσον καὶ οἱ μανδύαι
σου ἀπὸ πολύχρωμον μέταξαν. Ἔφαγες
σημιγδάλι καὶ λάδι καὶ μέλι
καὶ ἔγινες πάρα πολὺ ὡραία.
|
13
Ἐστολίσθης λοιπὸν μὲ χρνσάφι καὶ
ἀσῆμι, καὶ τὰ ἐνδύματά σου ἦσαν
ἀπὸ ὕφασμα βύσσον καὶ ὑφασμένα
μὲ τρίχες λεπτὲς καὶ πολύχρωμα. Ἐτράφης
δὲ μὲ σιμιγδάλι καὶ μὲ λάδι καὶ
μέλι, μὲ ὅ,τι καλύτερον δηλαδὴ ὑπῆρχε,
καὶ ἔγινες ἔτσι ὡραιοτάτη.
|
14
Καὶ ἐξῆλθέ σου ὄνομα ἐν
τοῖς ἔθνεσιν ἐν τῷ κάλλει σου,
διότι συντετελεσμένον ἦν ἐν εὐπρεπείᾳ
ἐν τῇ ὠραιότητι ᾗ ἔταξα
ἐπὶ σέ, λέγει Κύριος.
|
14
Διὰ τὴν ὡραιότητά σου ἡ
φήμη τοῦ ὀνόματός σου διεδόθη
μεταξὺ τῶν διαφόρων ἐθνῶν. Διότι
τέλειον καὶ ἄρτιον ἦτο τὸ κάλλος
τῆς ὡραιότητάς σου, τὸ ὁποῖον
ἐγὼ σοῦ ἔδωσα, λέγει ὁ
Κύριος. |
14
Τὸ δὲ ὄνομά σου ἔγινε ἐξακουστὸν
εἰς τὰ ἔθνη λόγῳ τοῦ κάλλους
σου· διότι τὸ κάλλος σου αὐτὸ ἦτο
τέλειον καὶ ἀκτινοβολοῦσε ἡ λάμψις
καὶ ὡραιότης ὅλων αὐτῶν μὲ
τὰ ὁποῖα σὲ ἐπροίκισα, λέγει
ὁ Κύριος. |
-15
Καὶ ἐπεποίθεις ἐν τῷ κάλλει
σου καὶ ἐπόρνευσας ἐν τῷ ὀνόματί
σου καὶ ἐξέχεας τὴν πορνείαν
σου ἐπὶ πάντα πάροδον, ὃ οὐκ
ἔσται. |
15
Σὺ ὅμως ἐκυριεύθης ἀπὸ
ἀλαζονείαν καὶ αὐτοπεποίθησιν
διὰ τὸ κάλλος σου καὶ ἐκμεταλλευομένη
τὴν φήμην σου ἐξετράπης εἰς
εἰδωλολατρικὴν πορνείαν. Προσέφερες
τὴν ἁμαρτωλότητά σου πρὸς κάθε
διεύθυνσιν, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον
δὲν ἔπρεπε ποτὲ νὰ γίνῃ.
|
15
Ἐνῷ ὅμως τὸ κάλλος αὐτὸ
σοῦ τὸ ἔδωσα Ἐγώ, σὺ ὑπερηφανεύθης
δι’ αὐτό, ὡσὰν νὰ ἦτο
ἰδικόν σου, καὶ ἕνεκα τῆς φήμης σου
κατήντησες ὡσὰν ἀναίσχυντη γυναῖκα.
Ἐπρόδωσες τὴν συζυγικὴν πίστιν, ποὺ
ὤφειλες πρὸς Ἐμέ, καὶ διέδωσες
αὐτὴν τὴν αἰσχρὰν ἀπιστίαν
σου πρὸς ὅλας τὰς διευθύνσεις, πρᾶγμα
ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ συμβῇ.
|
16
Καὶ ἔλαβες ἐκ τῶν ἱματίων
σου καὶ ἐποίησας σεαυτῇ εἴδωλα
ραπτὰ καὶ ἐξεπόρνευσας ἐπ' αὐτά·
καὶ οὐ μὴ εἰσέλθῃς, οὐδὲ
μὴ γένηται. |
16
Ἐπῆρες μερικὰ ἀπὸ τὰ φορέματά
σου, τὰ ἔρραψες καὶ κατεσκεύασες διὰ
τὰ εἴδωλα σκηνὰς καὶ ἐκεῖ
παρεδόθης εἰς πορνείαν. Δὲν ἔπρεπε
νὰ εἰσέλθῃς ἐκεῖ καὶ
δὲν ἔπρεπε νὰ γίνῃ κάτι
τέτοιο.
|
16
Ἐπῆρες δὲ ἀπὸ τὰ πολύτιμα
ἐνδύματά σου, τὰ ὁποῖα Ἐγὼ
σοῦ εἶχα χαρίσει, καὶ κατεσκεύασες μὲ
αὐτὰ εἴδωλα διὰ τὸν ἑαυτόν
σου, ποὺ τὰ ἔρραψες μὲ τὰ χέρια
σου, καὶ ἔδωσες τὸν ἑαυτόν σου
εἰς αὐτά· τὰ ἐλάτρευσες ἀντὶ
Ἐμοῦ· δὲν ἔπρεπεν ὅμως
νὰ προχωρήσῃς καὶ νὰ εἰσέλθῃς
εἰς τοὺς χώρους αὐτοὺς τῆς ψευδοῦς
λατρείας, διότι τοῦτο ἀπηγορεύετο ρητῶς
ἀπὸ τὸν Νόμον μου καὶ τὴν συμφωνίαν
ποὺ ἐκάμαμεν. |
17
Καὶ ἔλαβες τὰ σκεύη τῆς καυχήσεώς
σου ἐκ τοῦ χρυσίου μου καὶ ἐκ
τοῦ ἀργυρίου μου, ἐξ ὧν ἔδωκά
σοι καὶ ἐποίησας σεαυτῇ εἰκόνας
ἀρσενικὰς καὶ ἐξεπόρνευσας ἐν
αὐταῖς· |
17
Ἐπῆρες τὰ ὠραιότατα κοσμήματά
σου, τὰ ὁποῖα εἶχαν
φιλοτεχνηθῆ ἀπὸ ἰδικά μου χρυσίον
καὶ ἀργύριον, ποὺ ἐγὼ
σοῦ εἶχα δώσει,
καὶ κατεσκεύασες διὰ τὸν ἑαυτόν
σου εἰδωλολατρικὰς ἀρσενικὰς εἰκόνας
καὶ παρεδόθης ἐνώπιον αὐτῶν
εἰς τὴν ἁμαρτωλότητα |
17
Ἐπῆρες ἀκόμη σκεύη ἀπὸ
τὸν ἱερὸν Ναόν, ποὺ ἦτο ἄλλοτε
τὸ καύχημά σου, κατεσκευασμένα ἀπὸ τὸ
χρυσάφι μου καὶ τὸ ἀσῆμι μου, τὰ
ὁποῖα Ἐγὼ σοῦ ἐχάρισα,
καὶ ἔφτιαξες μὲ αὐτὰ διὰ
τὸν ἑαυτόν σου εἴδωλα ἀρσενικά,
διὰ νὰ τὰ λατρεύῃς καὶ νὰ
ἰκανοποιῆσαι μὲ αὐτὰ σύ, ἡ
σύζυγός μου! |
18
καὶ ἔλαβες τὸν ἱματισμὸν τὸν
ποικίλον σου καὶ περιέβαλες αὐτὰ
καὶ τὸ ἔλαιόν μου καὶ τὸ
θυμίαμά μου ἔθηκας πρὸ προσώπου
αὐτῶν· |
18
Ἐπῆρες τὰ πολύτιμα φορέματά
σου καὶ μὲ αὐτὰ ἐνέδυσες
τὰ εἴδωλα καὶ
τὸ ἔλαιόν μου καὶ τὸ θυμίαμά
μου τὰ ἔθεσε ἐμπρὸς εἰς τὰ
εἴδωλα.
|
18
Ἐπῆρες καὶ τὰ πολύχρωμα ἐνδύματά
σου, μὲ τὰ ὁποῖα Ἐγὼ σὲ
εἶχα ἐνδύσει, καὶ τὰ ἐφόρεσες
εἰς αὐτὰ τὰ εἴδωλα. Προσέφερες
μάλιστα εἰς αὐτὰ καὶ τὸ ἱερὸν
ἔλαιον, ποὺ ἀνῆκεν εἰς Ἐμέ,
καὶ τὸ θυμίαμά μου. |
19
καὶ τοὺς ἄρτους μου, οὓς ἔδωκά
σοι, σεμίδαλιν καὶ ἔλαιον καὶ μέλι
ἐψώμισά σε καὶ ἔθηκας αὐτὰ
πρὸ προσώπου αὐτῶν εἰς ὀσμὴν
εὐωδίας· καὶ ἐγένετο, λέγει
Κύριος, |
19
Τοὺς ἄρτου μου, τοὺς ὁποίους
ἐγὼ σοῦ εἶχα δώσει σημιγδάλι
καὶ ἔλαιον καὶ μέλι, μὲ τὰ
ὁποῖα σὲ ἔθρεψα,
τὰ ἔθεσες ἐνώπιον τῶν εἰδώλων,
διὰ νὰ αἰσθανθοῦν ἐκεῖνα
ὀσμὴν εὐωδίας. Συνέβη ὅμως
καὶ κάτι ἄλλο φοβερώτερον, λέγει
ὁ Κύριος. |
19
Προσέφερες καὶ τοὺς ἄρτους, ποὺ προσεφέροντο
εἰς Ἐμὲ εἰς τὴν τράπεζαν τῆς
Προθέσεως τῶν ἄρτων. Σοῦ εἶχα δώσει
διὰ νὰ τρέφεσαι σιμιγδάλι καὶ λάδι καὶ
μέλι, καὶ σὺ τὰ προσέφερες ὅλα αὐτὰ
εἰς τὰ εἴδωλά σου ὡς θυσίαν εὐάρεστον
εἰς αὐτά, ὡς ἄλλην ὀσμὴν
εὐωδίας. Συνέβη μάλιστα, λέγει ὁ Κύριος, καὶ
τὸ ἑξῆς: |
20
καὶ ἔλαβες τοὺς υἱούς σου καὶ
τὰς θυγατέρας σου, ἃς ἐγέννησας,
καὶ ἔθυσας αὐτὰ αὐτοῖς
εἰς ἀνάλωσιν, ὡς μικρὰ ἐξεπόρνευσας,
|
20
Ἐπῇρες τοὺς υἱούς σου καὶ
τὰς θυγατέρας σου,
τὰς ὁποίας ἐγέννησες, καὶ
τὰ προσέφερες θυσίαν ὁλοκαυτώματος
εἰς τὰ εἴδωλα. Εἶναι, λοιπόν,
μικρὰ αὐτὴ ἡ ἀποστασία
καὶ ἡ παρασπονδία σου;
|
20
Ἐπῆρες τοὺς υἱούς σου καὶ τὰς
θυγατέρας σου, τὰς ὁποίας σὺ ἐγέννησες,
καὶ προσέφερες τὰ παιδιά σου αὐτὰ
εἰς τὰ εἴδωλα αὐτὰ διὰ
νὰ καοῦν ὡς θυσία ὁλοκαυτώματος! Ὡσὰν
νὰ ἦτο κάτι μικρὸν καὶ ἀσήμαντον,
διέπραξες αὐτὴν τὴν φρικτὴν πρᾶξιν
καὶ ἐκδήλωσιν τῆς πνευματικῆς
ἀποστασίας σου ἀπὸ Ἐμέ!
|
21
καὶ ἔσφαξας τὰ τέκνα σου καὶ
ἔδωκας αὐτὰ ἐν τῷ ἀποτροπιάζεσθαί
σε ἐν αὐτοῖς. |
21
Ἔσφαξες τὰ τέκνα σου καὶ τὰ
παρέδωσες εἰς τὴν
φωτιὰν πρὸς τιμὴν τῶν εἰδώλων
διὰ μίαν ἀποτροπαίαν ἐξιλέωσίν
σου.
|
21
Ἔφθασες εἰς τὸ σημεῖον νὰ σφάξῃς
τὰ παιδιά σου καὶ νὰ τὰ προσφέρῃς
εἰς τὰ εἴδωλα ὡς θυσίαν, διὰ
νὰ κερδήσῃς τὴν εὔνοιάν των
καὶ νὰ ἀποφύγῃς, ὅπως ἐνόμιζες,
τὴν ὀργὴν καὶ τιμωρίαν των!
|
22
Τοῦτο παρὰ πᾶσαν τὴν πορνείαν
σου, καὶ οὐκ ἐμνήσθης τῆς νηπιότητός
σου, ὅτε ἦσθα γυμνὴ καὶ ἀσχημονοῦσα
καὶ πεφυρμένη ἐν τῷ αἵματί
σου ἔζησας. |
22
Καὶ μέσα εἰς ὅλα αὐτὰ
τὰ βδελυρά σου ἔργα δὲν ἐνεθυμήθης
τὴν νηπιακήν σου ἡλικίαν, ὅταν
δηλαδὴ ἤσουνα γυμνή, συχαμερή, αἰμόφυρτος
καὶ ὅτι ἔζησες, διότι ἐγὼ
σὲ ἐπροστάτευσα.
|
22
Τὸ διέπραξες καὶ τοῦτο τὸ φρικτὸν
ἔγκλημα τῆς νηπιοκτονίας μέσα εἰς ὅλην
τὴν διαφθοράν σου καὶ ἀποστασίαν σου ἀπὸ
Ἐμέ! Καὶ δὲν ἐνεθυμήθης ὅτι
καὶ σὺ ὑπῆρξες νήπιον, τότε ποὺ
ἤσουν γυμνὴ καὶ σιχαμερή, βουτηγμένη εἰς
τὸ αἷμα σου, καὶ ὅμως ἔζησες
χάρις εἰς τὰς φροντίδας μου.
|
23
Καὶ ἐγένετο μετὰ πάσας τὰς
κακίας σου, λέγει Κύριος, |
23
Ἔπειτα δὲ ἀπὸ ὅλας αὐτὰς
τὰς φοβερὰς παρανομίας σου, λέγει
ὁ Κύριος,
|
23
Συνέβη δὲ καὶ τὸ ἑξῆς ἔπειτα
ἀπὸ ὅλας τὰς κακίας σου, λέγει ὁ
Κύριος: |
24
καὶ ᾠκοδόμησας σεαυτῇ οἴκημα
πορνικὸν καὶ ἐποίησας σεαυτῇ
ἔκθεμα ἐν πάσῃ πλατείᾳ.
|
24
οἰκοδόμησες διὰ τὸν ἑαυτόν
σου, εἰδωλολατρικὸν ναὸν φαυλότητος.
Ἔκτισες διὰ τὸν ἐαυτόν σου εἰς
κάθε πλατεῖαν δημόσια πορνικὰ οἰκήματα.
|
24
Ἔκτισες διὰ τὸν ἑαυτόν σου καὶ
ναὸν διὰ τὰ εἴδωλα, διὰ νὰ
λατρεύῃς ἐκεῖ αὐτὰ ἀντὶ
Ἐμοῦ, ὡσὰν ἄλλη μοιχαλὶς
σύζυγος, ποὺ παραδίδεται εἰς ξένον ἄνδρα·
καὶ ἔκαμες διὰ σὲ βωμοὺς εἰδωλολατρικοὺς
εἰς κάθε πλατεῖαν, διὰ νὰ λατρεύουν
ὅλοι τὰ εἴδωλα. |
25
Καὶ ἐπ' ἀρχῆς πάσης ὁδοῦ
ᾠκοδόμησας τὰ πορνεῖά σου καὶ
ἐλυμήνω τὸ κάλλος σου καὶ διήγαγες
τὰ σκέλη σου παντὶ παρόδῳ καὶ
ἐπλήθυνας τὴν πορνείαν σου·
|
25
Καὶ εἰς τὴν εἴσοδον κάθε ὁδοῦ
καὶ τὰς γωνίας τῆς πόλεώς
σου οἰκοδόμησες εἰδωλολατρικὰ
κτίρια φαυλότητας καὶ ἐμόλυνες
κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον τὸ κάλλος
σου. Ἤνοιξες τὰ σκέλη
σου εἰς κάθε διαβάτην καὶ ἐπλήθυνες
πολὺ τὴν ἁμαρτωλότητά σου.
|
25
Εἰς τὰς ἀφετηρίας καὶ τὰ σταυροδρόμια
κάθε δρόμου ἔκτισες καὶ ἔστησες τοὺς
τόπους τῆς λατρείας τῶν εἰδώλων καὶ
ἔτσι ἐμόλυνες τὸ κάλλος σου, τὸ
ὁποῖον Ἐγὼ σοῦ εἶχα χαρίσει.
Ἄνοιξες δὲ τὰ σκέλη σου εἰς κάθε περαστικὸν
καὶ διέδωσες παντοῦ τὴν διαφθορὰν
καὶ ἀποστασίαν σου ἀπὸ Ἐμέ.
|
26
καὶ ἐξεπόρνευσας ἐπὶ τοὺς
υἱοὺς Αἰγύπτου τοὺς ὁμοροῦντάς
σοι τοὺς μεγαλοσάρκους καὶ πολλαχῶς
ἐξεπόρνευσας τοῦ παροργίσαι με.
|
26
Παρεδόθης εἰς τὴν ἁμαρτωλότητά
σου μὲ τοὺς γείτονας καὶ παχυσάρκους
Αἰγυπτίους. Μὲ ποικίλους τρόπους
παρεδόθης μαζῆ των εἰς πορνείαν, ὥστε
νὰ μὲ κάμῃς νὰ ὀργισθῶ
ἐναντίον σου.
|
26
Συνῆψες σχέσεις καὶ μὲ τοὺς εἰδωλολάτρας
Αἰγυπτίους, ποὺ ἦσαν γείτονές σου, καὶ
ἐλάτρευαν οἱ εὐτραφέστατοι αὐτοὶ
ἄνθρωποι μὲ μανίαν καὶ αἰσθησιασμὸν
τὰ εἴδωλα. Διέπραξες δὲ πολλῶν εἰδῶν
εἰδωλολατρίας διὰ νὰ μὲ ἐξοργίσῃς.
|
27
Ἐὰν δὲ ἐκτείνω τὴν χεῖρά
μου ἐπὶ σέ, καὶ ἐξαρῶ
τὰ νόμιμά μου καὶ παραδώσω εἰς
ψυχὰς μισούντων σε, θυγατέρας ἀλλοφύλων
τὰς ἐκκλινούσας σε ἐκ τῆς ὁδοῦ
σου, ἧς ἠσέβησας. |
27
Ἰδοὺ ὅμως ὅτι ἐγὼ θὰ
ἀπλώσω κατὰ ἀμετάκλητον ἀπόφασίν
μου τὴν τιμωρὸν δεξιάν μου ἐναντίον
σου. Θὰ ξερριζώσω καὶ θὰ πετάξω
τὰ νόμιμα δικαιώματά σου καὶ
θὰ σὲ παραδώσω εἰς ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι σὲ μισοῦν, εἰς
πόλεις τῶν Φιλισταίων, τῶν ὁποίων
οἱ κάτοικοι, ὅταν βλέπουν τὴν
φοβερὰν ἀσέβειαν εἰς τὴν ὁποίαν
ἐξετράπης, κοκκινίζουν ἀπὸ ἐντροπὴν
καὶ ἀλλάζουν διεύθυνσιν.
|
27
Ὅμως ἦλθεν ἡ ὥρα ποὺ θὰ
ἀπλώσω τὸ χέρι μου ἐναντίον σου καὶ
θὰ βγάλω καὶ θὰ πάρω ὅσα μου
ἀνήκουν νομίμως, μὲ τὰ ὁποῖα
σὲ εἶχα προικίσει. Θὰ σὲ παραδώσω
δὲ εἰς ἀνθρώπους ποὺ σὲ μισοῦν
καὶ εἰς τὰς θυγατέρας τῶν ἀλλοφύλων,
τὰς πόλεις δηλαδὴ τῶν Φιλισταίων, ποὺ
δὲν σὲ ἀκολούθησαν εἰς τὴν
ἀσέβειάν σου καὶ ἀπομακρύνονται μὲ
ἐντροπὴν καὶ φόβον ἀπὸ τὴν
διεφθαρμένην συμπεριφοράν σου. |
28
Καὶ ἐξεπόρνευσας ἐπὶ τὰς
θυγατέρας Ἀσσοὺρ καὶ οὐδ' οὕτως
ἐνεπλήσθης. Καὶ ἐξεπόρνευσας
καὶ οὐκ ἐνεπίπλω.
|
28
Παρεδόθης εἰς ἀναιδεστάτην πορνείαν
εἰς τὰς πόλεις τῶν Ἀσσυρίων
καὶ οὔτε ἔτσι ἐχόρτασες. Ἐξεπόρνευσες
εἰδωλολατρικῶς, χωρὶς καὶ νὰ
χορτάσῃς ποτέ.
|
28
Συνῆψες ἐπίσης σχέσεις φιλικὰς μὲ
τὰς εἰδωλολατρικὰς πόλεις τῆς Ἀσσυρίας
καὶ δὲν ἐχόρτασες νὰ ἁμαρτάνῃς.
Ἐπεδόθης μαζί των εἰς τὴν λατρείαν
τῶν εἰδώλων καὶ τὴν διαφθορὰν
καὶ δὲν ἐχόρταινες!
|
29
Καὶ ἐπλήθυνας τὰς διαθήκας σου
πρὸς γῆν Χαλδαίων καὶ οὐδὲ
ἐν τούτοις ἐνεπλήσθης. |
29
Ἐπολλαπλασίασες τὰς συμφωνίας σου
μὲ τοὺς εἰδωλολάτρας τῆς γῆς
τῶν Χαλδαίων, ἀλλὰ οὔτε καί
μὲ αὐτὸ ἐχόρτασες.
|
29
Συνῆψες ἀκόμη πολλὰς σχέσεις φιλικὰς
μὲ τοὺς κατοίκους τῆς χώρας τῶν Χαλδαίων,
ποὺ ἦσαν ἔμποροι εἰδωλολάτραι, καὶ
δὲν ἐχόρτασες οὔτε μὲ τὰς
σχέσεις σου μὲ αὐτούς. |
30
Τί διαθῶ τὴν θυγατέρα σου, λέγει
Κύριος, ἐν τῷ ποιῆσαί σε πάντα
ταῦτα, ἔργα γυναικὸς πόρνης; Καὶ
ἐξεπόρνευσας τρισσῶς ἐν ταῖς
θυγατράσι σου· |
30
Τί εἴδους διαθήκην θὰ συνάψω,
ὦ Ἱερουσαλήμ, μὲ σὲ καὶ
πῶς τώρα θὰ φερθῶ εἰς τοὺς
κατοίκους σου, οἱ ὁποῖοι διέπραξαν
ὅλα αὐτὰ τὰ βρωμερὰ ἔργα,
ἔργα πόρνης γυναικός; Σύ, Ἱερουσαλήμ,
διὰ τῶν κατοίκων σου ἐξεπόρνευσας
πάρα πολύ.
|
30
Πῶς θὰ χειρισθῶ τοὺς κατοίκους σου,
Ἱερουσαλήμ, λέγει ὁ Κύριος, τώρα ποὺ διέπραξες
σὺ ὅλα αὐτά, τὰ ὀποῖα
εἶναι ἔργα ἀπίστου καὶ διεφθαρμένης
συζύγου; Ἐξεδήλωσες δὲ αὐτὴν
τὴν ἀπιστίαν καὶ διαφθοράν σου μαζὶ
μὲ τὰ προάστιά σου κατὰ τρεῖς τρόπους:
|
31
τὸ πορνεῖον ᾠκοδόμησας ἐν πᾶσῃ
ἀρχῇ ὁδοῦ καὶ τὴν βάσιν
σου ἐποίησας ἐν πάσῃ πλατείᾳ
καὶ ἐγένου ὡς πόρνη συνάγουσα
μισθώματα. |
31
Εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς κάθε
ὁδοῦ οἰκοδόμησες εἰδωλολατρικὸν
πορνεῖον καὶ ἔκτισες κεντρικοὺς εἰδωλολατρικοὺς
ναοὺς εἰς κάθε πλατεῖαν. Ἔτσι
δὲ ἔγινες μία πραγματικὴ ἁμαρτωλὸς
γυναῖκα, ἡ ὁποία παίρνει μισθὸν
διὰ τὰς ἐκτροπάς της.
|
31
Εἰς κάθε ἀφετηρίαν τῶν δρόμων ἔκτισες
βωμὸν εἰδωλολατρικόν. Εἰς κάθε πλατεῖαν
κατεσκεύασες ναὸν εἰδωλολατρικὸν τῆς
ἀρεσκείας σου καὶ κατήντησες ὡσὰν
ἄλλη πόρνη ποὺ συγκεντρώνει τὰ μισθώματα
τῶν πελατῶν της. |
32
Ἡ γυνὴ ἡ μοιχωμένη ὁμοία
σοι παρὰ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς
λαμβάνουσα μισθώματα·
|
32
Ἔγινες μία μοιχαλίς, ἡ ὁποία
παίρνει δωρεὰς ἀπὸ τὸν σύζυγόν
της, ἀλλὰ τὰς δίδει εἰς τοὺς
ξένους ἄνδρας ὡς ἀμοιβὴν τῆς
ἁμαρτωλότητός της!
|
32
Εἰς σὲ ὅμως συνέβη καὶ τὸ ἑξῆς
θλιβερώτερον: Ὅπως μία γυναῖκα ποὺ εἶναι
μοιχαλὶς ὁμοία σου, λαμβάνει ἀπὸ
τὸν ἄνδρα της μισθώματα, χρήματα ἢ δῶρα,
|
33
πᾶσι τοῖς ἐκπορνεύσασιν αὐτὴν
προσεδίδου μισθώματα, καὶ σὺ δέδωκας
μισθώματα πᾶσι τοῖς ἐρασταῖς
σου καὶ ἐφόρτιζες αὐτοὺς τοῦ
ἔρχεσθαι πρὸς σε κυκλόθεν ἐν τῇ
πορνείᾳ σου. |
33
Εἰς ὅλας τὰς ἐκπορνευομένας
γυναῖκας δίδουν συνήθως οἱ ἄνδρες
τὸν μισθόν των. Σὺ ὅμως ἔδωσες
εἰς ὅλους τοὺς ἐραστάς σου ἀμοιβὰς
καὶ τοὺς ὑπεχρέωνες νὰ ἔρχωνται
εἰς ἐπικοινωνίαν πρὸς σὲ ἀπὸ
ὅλα τὰ γύρω μέρη.
|
33
καὶ δίδει αὐτὰ ὡς πληρωμὴν εἰς
τοὺς ἐραστάς της, ἔτσι ἔκαμες
καὶ σύ. Ἀντὶ νὰ παίρνῃς, ἔδιδες
χρήματα εἰς τοὺς ἐραστάς σου καὶ τοὺς
ἐπηρέαζες φορτικῶς νὰ ἔρχωνται πρὸς
σὲ ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη ποὺ
εὑρίσκοντο γύρω σου καὶ νὰ διαφθείρωνται
μαζί σου. |
34
Καὶ ἐγένετο ἐν σοὶ διεστραμμένον
παρὰ τὰς γυναῖκας ἐν τῇ πορνείᾳ
σου, καὶ μετὰ σοῦ πεπορνεύκασιν ἐν
τῷ προσδιδόναι σε μισθώματα, καὶ σοὶ
μισθώματα οὐκ ἐδόθη, καὶ
ἐγένετο ἐν σοὶ διεστραμμένα.
|
34
Ἔγινε δηλαδὴ μὲ σὲ κάτι τὸ
παράδοξον καὶ ἀντίθετον ἀπὸ
ὅ,τι συνήθως γίνεται μὲ τὰς
ἁμαρτωλὰς γυναῖκας. Σύ, δηλαδή,
ἔδινες ἀμοιβὰς εἰς ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι ἠμάρταναν μαζῆ
σου καὶ δὲν ἔδιδαν ἐκεῖνοι εἰς
σὲ ἀμοιβήν. Ἔτσι δὲ φοβερὰ
καὶ διεστραμμένα συνέβησαν μὲ σένα.
|
34
Ἔγινε δηλαδὴ μὲ σὲ τὸ ἀντίθετον
ἀπὸ αὐτὸ ποὺ γίνεται μὲ
τὰς γυναῖκας ποὺ ἐπιδίδονται εἰς
τὴν πορνείαν καὶ διαφθοράν, ὅπως σύ. Ἐνῷ
οἱ ἐρασταί σου ἠμάρταναν μαζί σου
καὶ ἔπρεπεν, ὡς συνήθως, νὰ σοῦ
δώσουν αὐτοὶ μισθώματα καὶ νὰ σὲ
πληρώσουν, ἀντιθέτως δὲν σοῦ ἐδόθη
καμμία ἀμοιβὴ ἀπὸ τοὺς φίλους
σου, τοὺς εἰδωλολατρικοὺς λαούς, μὲ
τοὺς ὁποίους ἐταυτίσθης. Συνέβη ἔτσι
μὲ σὲ κάτι τὸ ἐντελῶς ἀντίθετον
πρὸς τὸ συνηθισμένον, ποὺ φανερώνει τὴν
διαφθορὰν καὶ διαστροφὴν τῆς καρδίας
σου. |
-35
Διὰ τοῦτο, πόρνη, ἄκουε λόγον
Κυρίου· |
35
Διὰ τοῦτο, σύ, ἡ πόρνη, ἄκουσε
τώρα τὸν λόγον τοῦ Κυρίου.
|
35
Διὰ τοῦτο ἄκουε σύ, ποὺ εἶσαι
ὡσὰν πόρνη καὶ διεφθαρμένη γυναῖκα,
τὸν λόγον τοῦ Κυρίου: |
36
τάδε λέγει Κύριος· ἀνθ' ὧν
ἐξέχεας τὸν χαλκόν σου, καὶ
ἀποκαλυψθήσεται ἡ αἰσχύνη ἐν
τῇ πορνείᾳ σου πρὸς τοὺς ἐραστάς
σου καὶ εἰς πάντα τὰ ἐνθυμήματα
τῶν ἀνομιῶν σου καὶ ἐν τοῖς
αἵμασι τῶν τέκνων σου, ὧν ἔδωκας
αὐτοῖς. |
36
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· ἐπειδὴ
διεσκόρπισες τὰ χρήματά σου καὶ
διὰ τῆς πορνείας σου μὲ τοὺς
ἐραστάς σου ἀναισχύντως ἀπεκάλυψες
τὴν ἐντροπὴν τῆς γυμνότητός
σου, δι' ὅλα τὰ ἔργα τῶν παρανόμων
ἐπιθυμιῶν σου, διὰ τὰ αἵματα
τῶν τέκνων σου, τὰ ὁποῖα παρέδωκες
εἰς θυσίαν,
|
36
Αὐτὰ λέγει πρὸς σὲ ὁ Κύριος:
Ἐπειδὴ ἐσκόρπισες τὸν χαλκόν
σου, καὶ τὸν τελευταίον δηλαδὴ θησαυρὸν
ποὺ σοῦ ἐχάρισα, ἔπειτα ἀπὸ
τὰ χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ, θὰ
ἀποκαλυφθῇ πλέον ἡ ἐντροπή σου διὰ
τὴν διαφθορὰν μὲ τὰ ποθητά σου εἴδωλα
καὶ μὲ ὅλας τὰς ἐπιθυμίας τῶν
παρανομιῶν σου, καθὼς ἐπίσης διὰ τὰ
αἵματα τῶν παιδιῶν σου, τὰ ὁποῖα
προσέφερες ὡς θυσίαν εἰς τὰ εἴδωλα.
|
37
Διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἐπὶ
σὲ συνάγω πάντας τοὺς ἐραστάς
σου, ἐν οἶς ἐπεμίγης ἐν αὐτοῖς
καὶ πάντας, οὓς ἠγάπησας, σὺν
πᾶσιν, οἷς ἐμίσεις· καὶ
συνάξω αὐτοὺς ἐπὶ σὲ κυκλόθεν
καὶ ἀποκαλύψω τὰς κακίας σου
πρὸς αὐτούς, καὶ ὄψονται πᾶσαν
τὴν αἰσχύνην σου·
|
37
διὰ τοῦτο ἐγὼ θὰ ἐξεγείρω
καὶ θὰ ἐπιφέρω ἐναντίον
σου ὅλους τοὺς ἐραστάς σου, μὲ
τοὺς ὁποίους ἦλθες εἰς μῖξιν,
καὶ ὅλους ἐκείνους τοὺς
ὁποίους σὺ ἠγάπησες,
καὶ ὅλους ἐκείνους τοὺς ὁποίους
σὺ ἐμίσησες. Θὰ συναθροίσω γύρω
σου καὶ ἐναντίον σου ὅλους αὐτοὺς
καὶ θὰ φανερώσω εἰς αὐτοὺς
τὰς κακίας σου καὶ θὰ ἰδοῦν
καὶ θὰ γνωρίσουν ὅλην τὴν καταισχύνην
σου. |
37
Διὰ τοῦτο θὰ συνάξω πλέον Ἐγὼ
καὶ θὰ στρέψω ἐναντίΟν σου ὅλους ἐκείνους
μὲ τοὺς ὁποίους εἶχες συνάψει φιλικάς,
ἁμαρτωλὰς καὶ παρανόμους σχέσεις, καθὼς
καὶ ὅλους ὅσους ἐμισοσες. Θὰ
τοὺς συνάξω ὁλόγυρα ἐναντίον σου καὶ
θὰ ἀποκαλύψω εἰς αὐτοὺς τὰς
κακίας σου· καὶ θὰ ἰδοῦν τὴν
ἐντροπὴν τῆς παρανομίας σου.
|
38
καὶ ἐκδικήσω σε ἐκδικήσει μοιχαλίδος
καὶ ἐκχεούσης αἷμα καὶ θήσω
σε ἐν αἵματι θυμοῦ καὶ ζήλου.
|
38
Θὰ σὲ τιμωρήσω μὲ τὴν τιμωρίαν,
ποὺ ἐπιβάλλεται ἐναντίον τῆς
μοιχαλίδος, καὶ ἐναντίον ἐκείνης
ποὺ χύνει αἷμα. Θὰ σὲ παραδώσω
εἰς φονικὸν θυμὸν καὶ ζηλοτυπίαν.
|
38
Θὰ σὲ τιμωρήσω δὲ ὅπως τιμωρεῖται
ἡ μοιχαλὶς σύζυγος καὶ αὐτὴ
ποὺ φονεύει κάποιον, δηλαδὴ μὲ θάνατον διὰ
λιθοβολισμοῦ. Ἔτσι θὰ πέσῃ ἐπάνω
σου ὁ θάνατος, ποὺ θὰ προέλθῃ ἀπὸ
τὸν θυμὸν καὶ τὴν <συζυγικὴν
ζήλειαν> μου. |
39
Καὶ παραδώσω σε εἰς χεῖρας αὐτῶν,
καὶ κατασκάψουσι τὸ πορνεῖόν
σου καὶ καθελοῦσι τὴν βάσιν σου, καὶ
ἐκδύσουσί σε τὰ ἱμάτιά
σου καὶ λήψονται τὰ σκεύη τῆς
καυχήσεώς σου καὶ ἀφήσουσί
σε γυμνὴν καὶ ἀσχημονοῦσαν.
|
39
Θὰ σὲ παραδώσω εἰς τὰ χέρια
των καὶ αὐτοὶ θὰ κατασκάψουν
τὰ δαιμονικὰ τεμένη τῆς ἁμαρτωλότητός
σου. Θὰ κρημνίσουν τὸν εἰδωλικόν
σου ναόν. Θὰ σὲ γυμνώσουν ἀπὸ
τὰ πολύτιμα φορέματά σου. Θὰ
πάρουν τὰ λαμπρὰ κοσμήματά σου
καὶ θὰ σὲ ἀφήσουν ἐντελῶς
γυμνὴν καὶ συχαμερήν.
|
39
Καὶ θὰ σὲ παραδώσω εἰς τὰ χέρια
τῶν πρώην φίλων καὶ ἐχθρῶν σου,
καὶ θὰ κατακρημνίσουν τοὺς χώρους ὅπου
ἐλάτρευες τὰ εἴδωλα. Θὰ καταστρέψουν
ἐπίσης τὸν Ναόν, ποὺ ἦτο ἄλλοτε
τὸ στήριγμά σου καὶ τώρα τὸν ἔκαμες
καὶ αὐτὸν τόπον λατρείας τῶν εἰδώλων.
Θὰ βγάλουν δὲ τὰ ἐνδύματά σου, θὰ
πάρουν τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ Ναοῦ,
τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦσαν τὴν
δόξαν σου ἐν μέσῳ ὅλων τῶν λαῶν,
καὶ θὰ σὲ ἀφήσουν ἐντελῶς
γυμνὴν καὶ βδελυκτήν. |
40
Καὶ ἄξουσιν ἐπὶ σὲ ὄχλους
καὶ λιθοβολήσουσί σὲ ἐν λίθοις
καὶ κατασφάξουσί σε ἐν τοῖς
ξίφεσιν αὐτῶν. |
40
Αὐτοὶ οἱ ἐχθροί σου θὰ
ὁδηγήσουν ἐναντίον σου ὄχλους,
οἱ ὁποῖοι καὶ θὰ σὲ κτυπήσουν
μὲ λίθους, θὰ σὲ κατασφάξουν
μὲ τὰ ξίφη των.
|
40
Θὰ φέρουν δὲ αὐτοὶ ἐνντίον
σου πλήθη λαοῦ, τὰ ὁποῖα θὰ
σὲ θανατώσουν μὲ λιθοβολισμὸν καὶ
θὰ σὲ καταξεσχίσουν μὲ τὰ ξίφη των.
|
41
Καὶ ἐμπρήσουσι τοὺς οἴκους σου
πυρὶ καὶ ποιήσουσιν ἐν σοὶ ἐκδικήσεις
ἐνώπιον γυναικῶν πολλῶν· καὶ
ἀποστρέψω σὲ ἐκ τῆς πορνείας
σου, καὶ μισθώματα οὐ μὴ δῷς
οὐκέτι. |
41
Θὰ παραδώσουν εἰς τὸ πῦρ τὰ
σπίτια σου, θὰ σὲ τιμωρήσουν ὑπὸ
τὰ ὄμματα πλήθους γυναικῶν, πλήθους
ἄλλων πόλεων, θὰ σὲ ἀπομακρύνω
βιαίως ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλότητά
σου καὶ θὰ θέσω τέρμα εἰς τὰς
πορνείας σου καὶ δὲν θὰ δώσῃς
πλέον ἀμοιβὰς εἰς τοὺς ἐραστάς
σου. |
41
Θὰ βάλουν ἐπίσης φωτιὰ εἰς τὰ
σπίτια σου καὶ θὰ σὲ τιμωρήσουν παραδειγματικῶς
ἐνώπιον τῶν κατοίκων πολλῶν πόλεων. Θὰ
σὲ ἀποτραβήξω δὲ ἀπὸ τὴν
διαφθορὰν τῆς λατρείας σου πρὸς τὰ
εἴδωλα, καὶ δὲν θὰ ἠμπορῇς
πλέον νὰ δίδῃς χρήματα καὶ δῶρα εἰς
τοὺς παρανόμους φίλους σου. |
42
Καὶ ἐπαφήσω τὸν θυμόν μου ἐπὶ
σέ, καὶ ἐξαρθήσεται ὁ ζῆλός
μου ἐκ σοῦ, καὶ ἀναπαύσομαι
καὶ οὐ μὴ μεριμνήσω οὐκέτι.
|
42
Θὰ ἀφήσω νὰ ἐκσπάσῃ
ἐναντίον σου ὁ δίκαιος θυμός
μου. Θὰ φύγῃ καὶ θὰ διαλυθῇ
ἐντελῶς ἡ μεγάλη μου ἀγάπη
πρὸς σέ. Θὰ ἀναπαυθῶ πλέον
καὶ δὲν θὰ ἔχω καμμίαν ἀπολύτως
διὰ σὲ μέριμναν.
|
42
Ἔτσι θὰ ἀφήσω νὰ πέσῃ ἐπάνω
σου ὁ θυμός μου, καὶ θὰ ἐκλείψῃ
ἡ <συζυγικὴ ζήλεια> μου διὰ σέ. Θὰ
ἱκανοποιηθῶ καὶ θὰ ἡσυχάσω μὲ
τὴν τιμωρίαν σου καὶ δὲν θὰ ἀγωνιῶ
πλέον διὰ σέ. |
43
Ἀνθ' ὧν οὐκ ἐμνήσθης τῆς
νηπιότητός σου καὶ ἐλύπεις με
ἐν πᾶσι τούτοις, καὶ ἰδοὺ
ἐγὼ τὰς ὁδούς σου εἰς
κεφαλήν σου δέδωκα, λέγει Κύριος·
καὶ οὕτως ἐποίησας τὴν ἀσέβειαν
ἐπὶ πάσαις ταῖς ἀνομίαις
σου. |
43
Ὅλα δὲ αὐτά, διότι δὲν
ἐνεθυμήθης τὰς εὐεργεσίας, τὰς
ὁποίας ἐγὼ ἀπὸ τῆς
νηπιότητός σου ἔκαμα, καὶ συνεχῶς
μὲ ἐλυποῦσες μὲ ὅλας τὰς
παρανομίας σου. Ἰδού, λοιπόν, ὅτι
ἐγὼ ἔχω ρίψει τώρα ἐπάνω
εἰς τὸ κεφάλι σου τὰς τιμωρίας
τῶν παρανομιῶν σου, λέγει ὁ Κύριος.
Διότι σὺ διέπραξες τρομερὰν εἰδωλολατρικὴν
ἀσέβειαν μὲ ὅλα τὰ παράνομα
ἔργα σου.
|
43
Θὰ σὲ τιμωρήσω μὲ αὐτὸν τὸν
τρόπον, διότι δὲν ἐνεθυμήθης πόσον σὲ εὐεργέτησα
εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ἱστορίας
σου, ἀλλ' ἀντὶ τούτου μὲ ἐπίκραινες
μὲ ὅλας τὰς ἀσεβείας τῆς ἀποστασίας
σου ἀπὸ Ἐμέ. Ἰδοὺ πλέον ἀπεφάσισα
καὶ ρίπτω εἰς τὴν κεφαλήν σου τὰς
συνεπείας τῆς παρανόμου ζωῆς σου, λέγει ὁ
Κύριος. Θὰ γίνῃ αὐτό, διότι ὡλοκλήρωσες
τὸ μέτρον τῆς ἀσεβείας μὲ ὅλας
τὰς παρανομίας σου. |
44
Ταῦτά ἐστι πάντα, ὅσα εἶπαν
κατὰ σοῦ ἐν παραβολῇ λέγοντες·
καθὼς ἡ μήτηρ,
|
44
Αὐτὰ εἶναι ὅλα ἐκεῖνα,
τὰ ὁποῖα εἶπα ὅτι θὰ συμβοῦν
εἰς βάρος σου, σύμφωνα καὶ μὲ
τὸν παραβολικὸν νόμον· <κατὰ
τὴν μητέρα
|
44
Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔκαμες δικαιώνουν
τὴν παροιμίαν ποὺ εἶπαν ἐναντίον σου,
ὅταν ἔλεγαν: <Κατὰ τὴν μάνα
|
45
καὶ ἡ θυγάτηρ· θυγάτηρ τῆς
μητρός σου σὺ εἶ ἡ ἀπωσαμένη
τὸν ἄνδρα αὐτῆς καὶ τὰ
τέκνα αὐτῆς καὶ ἀδελφοὶ
τῶν ἀδελφῶν σου τῶν ἀπωσαμένων
τοὺς ἄνδρας αὐτῶν καὶ τὰ
τέκνα αὐτῶν· ἡ μήτηρ ὑμῶν
Χετταία, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν
Ἀμορραῖος. |
45
καὶ ἡ κόρη>. Εἶσαι θυγάτηρ
τῆς μητρός σου, ὁποία ἀπώθησε
καὶ ἐγκατέλειψε τὸν σύζυγόν
της καὶ τὰ τέκνα της. Εἶσαι ἀδελφὴ
τῶν ἀδελφῶν σου, αἱ ποῖαι ἀπώθησαν
καὶ ἐγκατέλειψαν τοὺς συζύγους
των καὶ τὰ τέκνα των. Ἡ μήτηρ
σας εἶναι Χετταία καὶ ὁ πατήρ
σας εἶναι Ἀμορραῖος.
|
45
καὶ ἡ κόρη>. Εἶσαι κόρη τῆς μητέρας
σου, ἡ ὁποία ἀπεμάκρυνε τὸν σύζυγόν
της καὶ τὰ παιδιά της. Εἶσαι καὶ
ἀδελφὴ τῶν ἀδελφῶν σου, αἱ
ὁποῖαι ἀπεμάκρυναν τοὺς συζύγους των
καὶ τὰ παιδιά των. Ἡ μητέρα σας ἦτο
Χετταία καὶ ὁ πατέρας σας Ἀμορραῖος.
|
46
Ἡ ἀδελφὴ ὑμῶν ἡ πρεσβυτέρα
Σαμάρεια, αὐτὴ καὶ αἱ θυγατέρες
αὐτῆς, ἡ κατοικοῦσα ἐξ εὐωνύμων
σου· καὶ ἡ ἀδελφή σου ἡ
νεωτέρα σου ἡ κατοικοῦσα ἐκ δεξιῶν
σου Σόδομα καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῆς.
|
46
Μεγαλυτέρα σας ἀδελφὴ εἶναι ἡ
Σαμάρεια· αὐτὴ καὶ αἱ κωμοπόλεις
της, ποὺ εὑρίσκονται ἀριστερά
σου· νεωτέρα σου ἀδελφή, ἡ ὁποία
κατοικεῖ ἐκ δεξιῶν σου, εἶναι τὰ
Σόδομα καὶ αἱ κωμοπόλεις των.
|
46
Ἀδελφή σας μεγαλυτέρα εἶναι ἡ Σαμάρεια,
μὲ τὰς πόλεις ποὺ τὴν περιβάλλουν,
ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὰ ἀριστερά
σου <καθὼς ἀτενίζει κάποιος πρὸς
τὴν Ἀνατολήν>. Ἀδελφή σου μικροτέρα,
ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὰ δεξιά
σου, εἶναι τὰ Σόδομα καὶ αἱ πόλεις
ποὺ τὰ περιβάλλουν. |
47
Καὶ οὐδ' ὦς ἐν ταῖς ὁδοῖς
αὐτῶν ἐπορεύθης, οὐδὲ
κατὰ τὰς ἀνομίας αὐτῶν
ἐποίησας· παρὰ μικρὸν καὶ
ὑπέρκεισαι αὐτὰς ἐν πάσαις
ταῖς ὁδοῖς σου. |
47
Καὶ δὲν εἶναι μόνον ὅτι ἐβάδισες
τὰς παρανόμους ὁδοὺς ἐκείνων,
οὔτε ὅτι ἠρκέσθης νὰ διαπράξῃς
τὰς παρανομίας των, ἀλλὰ ὑπερέβαλες
αὐτὰς εἰς ὅλας τὰς παρανόμους
ὁδούς σου.
|
47
Δὲν ἐμιμήθης ὅμως ὡς συγγενὴς
τῶν ἁπλῶς τὴν συμπεριφοράν των,
οὔτε ἔκαμες μόνον ὅσα ἔκαμαν αὐταί,
ἀλλὰ τὰς ἔχεις ὑπερβάλει
ὡς πρὸς ὅλας τὰς ἀσεβείας τῆς
ζωῆς σου. |
48
Ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, εἰ
πεποίηκε Σόδομα ἡ ἀδελφή σου,
αὐτὴ καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῆς,
ὃν τρόπον ἐποίησας σὺ καὶ
αἱ θυγατέρες σου. |
48
Ὁρκίζομαι, λέγει ὁ Κύριος, καὶ
διαβεβαιώνω ὅτι ἡ ἀδελφή σου,
ἡ πόλις τῶν Σοδόμων καὶ αἱ
κωμοπόλεις της, δὲν διέπραξαν τὰς
παρανομίας, τὰς ὁποίας διέπραξας
σύ, ὦ Ἱερουσαλήμ, καὶ αἱ
κωμοπόλεις σου.
|
48
Βεβαιώνω ἐνόρκως, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι ἡ
ἀδελφή σου, τὰ Σόδομα, μαζὶ μὲ
τὰς πόλεις ποὺ τὴν περιβάλλουν, δὲν
διέπραξε τὰς παρανομίας ποὺ διέπραξες σὺ
καὶ τὰ προάστιά σου. |
49
Πλὴν τοῦτο τὸ ἀνόμημα Σοδόμων
τῆς ἀδελφῆς σου, ὑπερηφανίᾳ·
ἐν πλησμονῇ ἄρτων καὶ ἐν εὐθηνίᾳ
οἴνου ἐσπατάλων αὐτὴ καὶ
αἱ θυγατέρες αὐτῆς· τοῦτο
ὑπῆρχεν αὐτῇ καὶ ταῖς
θυγατράσιν αὐτῆς, καὶ χεῖρα
πτωχοῦ καὶ πένητος οὐκ ἀντελαμβάνοντο.
|
49
Ἀλλὰ ἡ παρανομία τῶν Σοδόμων,
τῆς ἀδελφῆς σου αὐτῆς πόλεως,
ἦτο ἡ ὑπερηφάνεια. Μέσα εἰς
τὴν ἀφθονίαν τῶν ἄρτων καὶ
τοῦ οἴνου καὶ τῶν ὑλικῶν
ἀγαθῶν ἐζοῦσεν αὐτὴ καὶ
αἱ κωμοπόλεις της μίαν ἄσωτον καὶ
σπάταλον ζωήν. Ἐπὶ πλέον ὑπῆρχεν
εἰς αὐτὴν καὶ εἰς τὰς
κωμοπόλεις της καὶ σκληρότης, διότι
δὲν ἔδιδον εἰς ἀπλωμένον χέρι
τοῦ πτωχοῦ καὶ τοῦ πένητος καμμίαν
βοήθειαν.
|
49
Αὐτὸ δὲ ἦτο τὸ βασικὸν
ἁμάρτημα καὶ ἡ κυρία παρανομία τῶν
Σοδόμων, τῆς πόλεως αὐτῆς ποὺ εἶναι
ἀδελφή σου: Ἡ ὑπερηφάνεια. Ἐζοῦσαν
μέσα εἰς τὴν ἀφθονίαν τῶν τροφῶν
καὶ ἔπλεαν εἰς τὸ κρασὶ καὶ
ἀσώτευαν, αὐτὴ καὶ αἱ
πόλεις ποὺ ἦσαν γύρω της. Αὐτὸ ἦτο
τὸ γνώρισμα τῆς ζωῆς τῆς πόλεως τῶν
Σοδόμων καὶ τῶν πόλεων ποὺ ἦσαν γύρω
της. Οἱ κάτοικοί των ἦσαν σκληροὶ
ἐγωϊσταὶ καὶ δὲν ἐβοηθοῦσαν
τὸν πτωχὸν καὶ τὸν ἀδύνατον,
ποὺ ἄπλωναν τὸ χέρι των καὶ ἐζητοῦσαν
τὴν βοήθειάν των. |
50
Καὶ ἐμεγαλαύχουν καὶ ἐποίησαν
ἀνομήματα ἐνώπιον ἐμοῦ,
καὶ ἐξῇρα αὐτὰς καθὼς
εἶδον. |
50
Ἦσαν καυχηματίαι καὶ ἠμάρταναν
ἀναιδῶς ἐνώπιόν μου. Ἐπειδὴ
δὲ ἐγὼ ἔβλεπα τὴν παράνομον
αὐτὴν ζωήν των, τοὺς κατέστρεψα.
|
50
Ἦσαν δὲ ἀλαζόνες, ποὺ ἐκαυχῶντο
διὰ τὰ πλούτη των, καὶ διέπραξαν ἀνομίας
ἐνώπιόν μου, χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν
τίποτε. Ὅταν δὲ εἶδα αὐτὴν τὴν
διαγωγήν των, κατέστρεψα αὐτὰς τὰς
πόλεις. |
51
Καὶ Σαμάρεια κατὰ τὰς ἡμίσεις
τῶν ἁμαρτιῶν σου οὐχ ἥμαρτε·
καὶ ἐπλήθυνας τὰς ἀνομίας
σου ὑπὲρ αὐτὰς καὶ ἐδικαίωσας
τὰς ἀδελφάς σου ἐν πάσαις ταῖς
ἀνομίαις σου, αἷς ἐποίησας.
|
51
Ἡ δὲ Σαμάρεια οὔτε κατὰ τὸ
ἤμισυ τῶν ἰδικῶν σου ἁμαρτιῶν
δὲν εἶχε παρασυρθῆ εἰς ἁμαρτίας.
Σὺ ἐπλήθυνες πάρα πολὺ τὰς
ἁμαρτίας σου, περισσότερον ἀπὸ
αὐτάς. Καὶ ἔκαμες ὥστε αἱ
ἀδελφαί σου αὐταὶ πόλεις νὰ
φαίνωνται δίκαιαι συγκρινόμεναι πρὸς
τὰς ἰδικάς σου παρανομίας, τὰς
ὁποίας σὺ διέπραξες.
|
51
Ἡ δὲ Σαμάρεια δὲν διέπραξεν οὔτε τὰς
μισὰς ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας ποὺ
διέπραξες σύ. Σὺ ἐπλήθυνες τὰς παρανομίας
σου· ἔκαμες πολὺ περισσοτέρας ἀπὸ
ἐκείνας καὶ κατὰ κάποιον τρόπον, μὲ
ὅλας τὰς παρανομίας ποὺ διέπραξες, δικαιώνεις
καὶ ἀθωώνεις τὰς ἀδελφάς
σου αὐτὰς πόλεις. |
52
Καὶ σὺ κόμισαι βάσανόν σου,
ἐν ᾗ ἔφθειρας τὰς ἀδελφάς
σου ἐν ταῖς ἁμαρτίαις σου, αἷς
ἠνόμησας ὑπὲρ αὐτάς, καὶ
ἐδικαίωσας αὐτὰς ὑπὲρ
σεαυτήν· καὶ σὺ αἰσχύνθητι
καὶ λάβε τὴν ἀτιμίαν σου ἐν
τῷ δικαιῶσαί σε τὰς ἀδελφάς
σου. |
52
Πάρε, λοιπόν, τώρα σὺ ἐπάνω
σου τὴν ἐντροπήν τῶν σφαλμάτων
σου, μὲ τὰ ὁποῖα διέφθειρες
τὰς ἀδελφάς σου εἰς τὰς ἰδικάς
σου ἁμαρτίας, διὰ τῶν ὁποίων
παρηνόμησες περισσότερον ἀπὸ αὐτάς.
Καὶ ἔτσι ἀνέδειξες ἐκείνας
δικαίας συγκρινομένας πρὸς σέ. Ἡ
ἐντροπὴ ἂς σὲ καλύψῃ διὰ
τοῦτο. Πάρε, λοιπόν, ἐπάνω σου
αὐτὸν τὸν ἐξευτελισμὸν, διότι
σὺ μὲ τὸ πλῆθος τῶν φοβερῶν
σου παρανομιῶν ἔκαμες, ὥστε νὰ φαίνωνται
δίκαιαι αἱ ἀδελφαί σου. |
52
Νὰ φορτωθῇς λοιπὸν τώρα καὶ τὴν
ἐνοχὴν καὶ τὴν εὐθύνην διὰ
τὴν βλάβην ποὺ ἐπροξένησες εἰς τὰς
ἀδελφάς σου μὲ τὰς ἁμαρτίας
σου, μὲ τὰς ὁποίας παρηνόμησες περισσότερον
ἀπὸ αὐτάς, καὶ ἔδωσες ἔτσι
εἰς αὐτὰς κακὸν παράδειγμα καὶ
τὰς ἀπέδειξες ὀλιγώτερον ὑπευθύνους
καὶ ἐνόχους ἀπὸ σέ. Καιρὸς λοιπὸν
νὰ ἐντρέπεσαι καὶ νὰ φορτωθῇς
τὴν ἀτίμωσίν σου, λόγῳ τοῦ ὅτι
ἐδικαίωσες καὶ ἀπέδειξες μὲ
τὴν ζωήν σου σχεδὸν ἀθῴας τὰς
ἁμαρτωλὰς αὐτὰς ἀδελφάς
σου. |
53
Καὶ ἀποστρέψω τὰς ἀποστροφὰς
αὐτῶν, τὴν ἀποστροφὴν Σοδόμων
καὶ τῶν θυγατέρων αὐτῆς, καὶ
ἀποστρέψω τὴν ἀποστροφὴν Σαμαρείας
καὶ τῶν θυγατέρων αὐτῆς, καὶ
ἀποστρέψω τὴν ἀποστροφήν σου
ἐν μέσῳ αὐτῶν,
|
53
Θὰ ἀποκαταστήσω ἐγὼ αὐτάς,
θὰ ἀποκαταστήσω τὰ ξεπεσμένα
Σόδομα καὶ τὰς κωμοπόλεις, ποὺ
ἐξαρτῶνται ἀπὸ αὐτά. Θὰ
ἀποκαταστήσω τὴν ἀποστατήσασαν
Σαμάρειαν καὶ τὰς κωμοπόλεις της.
Μεταξὺ δὲ αὐτῶν θὰ ἀποκαταστήσω
κάποτε καὶ σέ.
|
53
Λέγω δὲ ὅτι θὰ ἐπαναφέρω εἰς
τὴν χώραν των τοὺς κατοίκους τῶν πόλεων
αὐτῶν, ποὺ εἶχαν ἐξορισθη καὶ
αἰχμαλωτισθη. Θὰ ἐπαναφέρω δηλαδὴ
τοὺς αἰχμαλώτους τῶν Σοδόμων καὶ τῶν
πόλεων ποὺ τὰ περιβάλλουν· θὰ ἐπαναφέρω
ἐπίσης τοὺς αἰχμαλώτους τῆς Σαμαρείας
καὶ τῶν πόλεων ποὺ τὴν περιβάλλουν·
θὰ ἐπαναφέρω δὲ ἐν μέσῳ αὐτῶν
καὶ τοὺς ἰδικούς σου ἐξορίστους καὶ
αἰχμαλώτους. |
54
ὅπως κομίσῃ τὴν βάσανόν
σου καὶ ἀτιμωθήσῃ ἐκ πάντων,
ὧν ἐποίησας ἐν τῷ παροργίσαι
με. |
54
Καὶ τοῦτο, διὰ νὰ πάρῃς
καὶ νὰ φέρῃς ἐπάνω σου
τὴν ἐξευτελιστικὴν βάσανον, νὰ
ἐξευτελισθῇς καὶ νὰ καταισχυνθῇς
δι' ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα
διέπραξες καὶ ἐξ αἰτίας τῶν
ὁποίων μὲ ἔκαμες νὰ ἐξοργισθῶ
ἐναντίον σου.
|
54
Ἔτσι θὰ βασανίζεσαι ψυχικῶς, διότι θὰ
σοῦ φερθῶ ὅπως πρὸς τὰ Σόδομα
καὶ τὴν Σαμάρειαν, καὶ θὰ ἀτιμασθῇς
λόγῳ ὅλων αὐτῶν τῶν παρανομιῶν
σου, μὲ τὰς ὁποίας μὲ παρώργισες.
|
55
Καὶ ἡ ἀδελφή σου Σόδομα καὶ
αἱ θυγατέρες αὐτῆς ἀποκατασταθήσονται
καθὼς ἦσαν ἀπ' ἀρχῆς, καὶ
Σαμάρεια καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῆς
ἀποκατασταθήσονται καθὼς ἦσαν ἀπ'
ἀρχῆς καὶ σὺ καὶ αἱ θυγατέρες
σου ἀποκατασταθήσεσθε καθὼς ἀπ' ἀρχῆς
ἦτε. |
55
Ἡ ἀδελφή σου πόλις, τὰ Σόδομα
καὶ αἱ κωμοπόλεις της, θὰ ἀποκατασταθοῦν
κάποτε, ὅπως ἦσαν ἀπ' ἀρχῆς.
Καὶ ἡ Σαμάρεια καὶ αἱ κωμοπόλεις
τῆς θὰ ἀποκατασταθοῦν εἰς τὴν
ἀρχικήν των κατάστασιν. Καὶ σὺ
καὶ αἱ κωμοπόλεις σου θὰ ἀποκατασταθῆτε
κάποτε, καθὼς ὑπήρξατε ἀπ ἀρχῆς.
|
55
Ἡ ἀδελφή σου, τὰ Σόδομα, καὶ
αἱ πόλεις ποὺ τὴν περιβάλλουν θὰ ἐπανέλθουν
εἰς τὴν κατάστασιν εἰς τὴν ὁποίαν
ἦσαν κατ’ ἀρχάς, πρὶν ἁμαρτήσουν.
Παρομοίως ἡ Σαμάρεια καὶ αἱ πόλεις ποὺ
τὴν περιβάλλουν θὰ ἐπανέλθουν καὶ
αὐταὶ εἰς τὴν κατάστασιν εἰς
τὴν ὁποίαν εὑρίσκοντο κατ’ ἀρχάς,
πρὶν ἁμαρτήσουν. Τὸ αὐτὸ
θὰ συμβῇ καὶ μὲ σὲ καὶ
τὰς πόλεις ποὺ σὲ περιβάλλουν. Θὰ
ἐπανέλθετε εἰς τὴν κατάστασιν εἰς
τὴν ὁποίαν εὑρίσκεσθε κατ’ ἀρχάς,
πρὶν ἁμαρτήσετε. |
56
Καὶ εἰ μὴ ἐν Σόδομα ἡ
ἀδελφή σου εἰς ἀκοὴν ἐν
τῷ στόματί σου ἐν ταῖς ἡμέραις
ὑπερηφανίας σου, |
56
Μήπως καὶ ἡ ἀδελφή σου πόλις,
τὰ Σόδομα, κατὰ τὰς ἡμέρας
τῆς δόξης σου, δὲν ἀνεφέρετο
διὰ τοῦ στόματός σου καὶ δὲν
ἠκούετο ὡς πόλις ἁμαρτίας,
|
56
Καὶ ἐὰν ἦτο ὡσὰν νὰ
μὴ ὑπῆρχε διὰ σὲ ἡ ἀδελφή
σου, τὰ Σόδομα, καὶ δὲν κατεδέχεσο οὔτε
νὰ ἀκουσθῇ κὰν ἀπὸ τὸ
στόμα σου τὸ ὄνομά της κατὰ τὰς
ἡμέρας τῆς ἀλαζονείας σου,
|
57
πρὸ τοῦ ἀποκαλυφθῆναι τὰς κακίας
σου, ὃν τρόπον νῦν ὄνειδος εἶ
θυγατέρων Συρίας καὶ πάντων τῶν
κύκλῳ αὐτῆς, θυγατέρων ἀλλοφύλων
τῶν περιεχουσῶν σε κύκλῳ;
|
57
πρὶν φανερωθοῦν αἱ κακίαι σου, ὅπως
σὺ εἶσαι τώρα ὄνειδος καὶ ἐξευτελισμὸς
ἀνάμεσα εἰς τὰς πόλεις τῆς
Συρίας καὶ εἰς τὰς πόλεις τῶν
Φιλισταίων αἱ ὁποῖαι ὑπάρχουν
ὁλόγυρά σου;
|
57
πρὶν ἀποκαλυφθοῦν αἱ παρανομίαι σου,
μήπως δὲν εἶσαι σὺ τώρα ὄνειδος καὶ
χλεύη τῶν πόλεων τῆς Συρίας καὶ ὅλων
τῶν ἄλλων πόλεων ποὺ εἶναι γύρω της,
καθὼς καὶ τῶν πόλεων τῶν Φιλισταίων,
ποὺ σὲ περιζώνουν ὁλόγυρα;
|
58
Τὰς ἀσεβείας σου καὶ τὰς ἀνομίας
σου, σὺ κεκόμισαι αὐτάς, λέγει
Κύριος. |
58
Τὰς συνεπείας τῆς ἀσεβείας σου
καὶ τῆς παρανομίας σου θὰ ἔχῃς
κομίσει, λέγει ὁ Κύριος>. |
58
Καιρὸς λοιπὸν νὰ πληρωθῇς διὰ
τὰς ἀσεβείας καὶ παρανομίας σου, λέγει ὁ
Κύριος τῶν πάντων. |
59
Τάδε λέγει Κύριος· καὶ ποιήσω
ἐν σοὶ καθὼς ἐποίησας, ὡς
ἠτίμωσας ταῦτα τοῦ παραβῆναι
τὴν διαθήκην μου. |
59
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· <ἐγὼ
θὰ πράξω ἀπέναντί σου, ὅπως
σὺ ἔπραξες ἀπεναντί μου, ὅπως
σὺ κατεφρόνησες τὰς ἐντολάς
μου καὶ παρέβης τὴν διαθήκην μου.
|
59
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Θὰ σοῦ
φερθῶ λοιπὸν ὅπως ἐφέρθης καὶ
σὺ ἀπέναντί μου καὶ ὅπως περιεφρόνησες
τὰς ἐντολάς μου καὶ κατεπάτησες τὴν
Διαθήκην μου. |
60
Καὶ μνησθήσομαι ἐγὼ τῆς διαθήκης
μου τῆς μετὰ σοῦ ἐν ἡμέραις
νηπιότητός σου καὶ ἀναστήσω
σοι διαθήκην αἰώνιον.
|
60
Ἐγὼ ὅμως δὲν θὰ λησμονήσω
τὴν διαθήκην μου, τὴν ὁποίαν
συνῆψα μὲ σέ, ὅτε ἀκόμα
ἤσουνα νήπιον, καὶ θὰ κάμω νέαν
διαθήκην μὲ σὲ αἰωνίαν.
|
60
Θὰ ἐνθυμηθῶ ὅμως Ἐγὼ κάποτε
τὴν Διαθήκην καὶ συμφωνίαν ποὺ συνῆψα
μαζί σου κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς
ἱστορίας σου <ὅταν ἐβγήκατε ἀπὸ
τὴν Αἴγυπτον> καὶ θὰ σοῦ
κάμω ἄλλην Διαθήκην, ποὺ δὲν θὰ εἶναι
προσωρινή, ὅπως ἐκείνη, ἀλλ' αἰώνιος.
|
61
Καὶ μνησθήσῃ τὴν ὁδόν
σου καὶ ἐξατιμωθήσῃ ἐν τῷ
ἀναλαβεῖν σὲ τὰς ἀδελφάς
σου τὰς πρεσβυτέρας σου σὺν ταῖς νεωτέραις
σου, καὶ δώσω αὐτάς σοι εἰς
οἰκοδομὴν καὶ οὐκ ἐκ διαθήκης
σου. |
61
Τότε θὰ ἐνθυμηθῇς τὴν σημερινὴν
ἁμαρτωλὴν ὁδόν σου καὶ θὰ
ἐντροπιασθῇς, ὅταν θὰ ἀναλάβῃς
τὰς ἀδελφάς σου πόλεις, τὰς
ἀρχαιοτέρας καὶ τὰς νεωτέρας,
τὰς ὁποίας ἐγὼ θὰ δώσω
εἰς σέ, ὥστε νὰ τὰς οἰκοδομήσῃς
καὶ μορφώσῃς εἰς νέαν πνευματικὴν
ζωήν, ὄχι πλέον μὲ τὴν παλαιὰν
διαθήκην σου.
|
61
Θὰ ἐνθυμηθῇς δὲ τότε τὴν σημερινὴν
συμπεριφοράν σου καὶ θὰ ἀτιμασθῇς
πολὺ μὲ τὸ ὅτι θὰ πάρῃς
μαζί σου, ὡς ἴσας πρὸς σέ, καὶ τὰς
ἀδελφάς σου πόλεις, τὰς μεγαλυτέρας σου
καὶ τὰς μικροτέρας σου <Σαμάρειαν καὶ
Σόδομα μὲ τὰς πόλεις ποὺ τὰς περιβάλλουν>.
Θὰ σοῦ τὰς δώσω μάλιστα, διὰ νὰ
οἰκοδομῆσαι πνευματικῶς ἀπὸ
ἂν τὰς καὶ νὰ τὰς οἰκοδομῆς
καὶ σύ, καὶ ὄχι διὰ νὰ ἐξαρτῶνται
ἀπὸ σὲ βάσει τῆς παλαιᾶς Διαθήκης
σου. |
62
Καὶ ἀναστήσω ἐγὼ τὴν διαθήκην
μου μετὰ σοῦ, καὶ ἐπιγνώσῃ
ὅτι ἐγὼ Κύριος, |
62
Ἐγὼ θὰ σὲ ἀνεγείρω, θὰ
σὲ ἀποκαταστήσω καὶ θὰ συνάψω
τὴν νέαν διαθήκην μου μὲ σὲ
καὶ θὰ μάθῃς τότε καλά,
ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος,
|
62
Θὰ στήσω λοιπὸν ὑψηλὰ τὴν νέαν
Διαθήκην μου μαζί σου, καὶ θὰ γνωρίσῃς τότε
πολὺ καλὰ ὅτι Ἐγὼ καὶ
μόνον εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων.
|
63
ὅπως μνησθῇς καὶ αἰσχυνθῇς,
καὶ μὴ ᾖ σοι ἔτι ἀνοῖξαι
τὸ στόμα σου ἀπὸ προσώπου τῆς
ἀτιμίας σου ἐν τῷ ἐξιλάσκεσθαί
μέ σοι κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησας,
λέγει Κύριος. |
63
διὰ νὰ ἐνθυμηθῇς τὴν προτέραν
σου διαγωγὴν καὶ ἐντραπῇς καὶ
νὰ μὴ ἔχεις τὸ σθένος πλέον
νὰ ἀνοίξῃς τὸ στόμα σου
ἐξ αἰτίας τῆς καταισχύνῃς
σου, ὅταν ἐγὼ θὰ σὲ ἐλεήσω
καὶ θὰ σὲ ἐξιλεώσω δι' ὅλα
τὰ κακά, τὰ ὁποῖα ἔπραξες>;
Λέγει ὁ Κύριος. |
63
Ἡ νέα αὐτὴ Διαθήκη θὰ σὲ βοηθῇ
νὰ ἐνθυμῆσαι τὴν ἕως τώρα ἀσεβῆ
συμπεριφοράν σου πρὸς Ἐμὲ καὶ
νὰ ἐντρέπεσαι διὰ τὸν ἑαυτόν
σου. Θὰ σὲ κάμῃ μάλιστα νὰ μὴ
ἠμπορῇς νὰ ἀνοίξῃς τὸ
στόμα σου καὶ νὰ ἀρθρώσῃς λέξιν,
λόγῳ τῆς ἐντροπῆς ποὺ θὰ
αἰσθάνεσαι ὅταν θὰ σοῦ συγχωρήσω ὅλα
ὅσα διέπραξες ἀσεβῶς καὶ παρανόμως,
λέγει ὁ Κύριος τῶν πάντων. |