Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με
λέγων· |
Κύριος
ὡμίλησε εἰς ἐμὲ καὶ εἶπε·
|
μίλησε
δὲ πάλιν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ καὶ
εἶπεν: |
2
υἱὲ ἀνθρώπου, διήγησαι διήγημα
καὶ εἰπὸν παραβολὴν πρὸς τὸν
οἶκον τοῦ Ἰσραὴλ
|
2
<υἱὲ ἀνθρώπου, ἄκουσε καὶ
διηγήσου ἕνα παραβολικὸν διήγημα,
εἰπὲ μίαν ἀλληγορίαν εἰς
τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν. |
2
Ἄνθρωπε, νὰ διηγηθῇς μίαν ἱστορίαν,
νὰ εἰπῇς μίαν παραβολὴν πρὸς
τοὺς ἀπογόνους τὸν Ἰσραήλ.
|
3
καὶ ἐρεῖς· τάδε λέγει Κύριος·
ὁ ἀετὸς ὁ μέγας ὁ μεγαλοπτέρυγος,
ὁ μακρὸς τῇ ἐκτάσει, πλήρης
ὀνύχων, ὁ ἔχει τὸ ἥγημα
εἰσελθεῖν εἰς τὸν Λίβανον καὶ
ἔλαβε τὰ ἐπίλεκτα τῆς κέδρου,
|
3
Εἰπέ, αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος·
Ἕνας μεγάλος ἀετὸς μὲ μακρυὲς
φτεροῦγες, μακρὸς καὶ μεγαλόσωμος,
γεμᾶτος ἰσχυρὰ νύχια, ἐπῆρε
κατεύθυνσιν καὶ εἰσῆλθεν εἰς
τὸ ὄρος Λίβανον. Ἐπῆρεν ἀπὸ
ἐκεῖ τὰ ἐκλεκτὰ μέρη μιᾶς
κέδρου.
|
3
Θὰ εἰπῇς δὲ τὰ ἑξῆς:
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἕνας μεγάλος
ἀετὸς μὲ μεγάλα πτερὰ καὶ μεγάλας
διαστάσεις, γεμᾶτος νύχια, ἐπροχώρησε καὶ
ἦλθε μέσα εἰς τὸν Λίβανον καὶ ἐπῆρε
τὰ ἐκλεκτὰ κλαδιὰ τῆς κέδρου·
|
4
τὰ ἄκρα τῆς ἁπαλότητος ἀπέκνισε
καὶ ἤνεγκεν αὐτὰ εἰς γῆν
Χαναάν, εἰς πόλιν τετειχισμένην ἔθετο
αὐτά. |
4
Ἔκοψε τὰ τρυφερὰ ἀκρινὰ βλαστάρια
καὶ τὰ ἔφερε εἰς τὴν χώραν
Χαναάν, εἰς πόλιν περικλειομένην ἀπὸ
ἰσχυρὸν τεῖχος.
|
4
ἀπέκοψε τὰ τρυφερὰ βλαστάρια της καὶ
τὰ ἔφερεν εἰς τὴν Χαναάν. Τὰ
ἔκλεισε δὲ μέσα εἰς μίαν περιτειχισμένην
πόλιν. |
5
Καὶ ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ σπέρματος
τῆς γῆς καὶ ἔδωκεν αὐτὸ
εἰς τὸ πεδίον φυτὸν ἐφ' ὕδατι
πολλῷ, έπιβλεπόμενον ἔταξεν αὐτό.
|
5
Ἐπῆρε κατόπιν ἀπὸ τὴν
περιοχὴν τοῦ Λιβάνου νεαρὸν φυτὸν
καὶ τὸ ἐφύτευσεν εἰς γόνιμον
πεδιάδα, πλησίον εἰς ὕδατα πολλὰ
καὶ ἐφρόντισε διὰ τὴν ἐπίβλεψιν
καὶ περιποίησίν του.
|
5
Ἐπῆρε κατόπιν ἕνα σπέρμα ἀπὸ
τὴν χώραν τοῦ Λιβάνου καὶ τὸ ἐφύτευσεν
εἰς εὔφορον ποτιζομένην πεδιάδα καὶ ὥρισεν
ἀνθρώπους διὰ νὰ τὸ ἐπιβλέπουν
καὶ νὰ τὸ προσέχουν. |
6
Καὶ ἀνέτειλε καὶ ἐγένετο
εἰς ἄμπελον ἀσθενοῦσαν καὶ μικρὰν
τῷ μεγέθει τοῦ ἐπιφαίνεσθαι
αὐτήν· τὰ κλήματα αὐτῆς
ἐπ' αὐτὴν καὶ ρίζαι αὐτῆς
ὑποκάτω αὐτῆς ἦσαν. Καὶ
ἐγένετο εἰς ἄμπελον καὶ ἐποίησεν
ἀπώρυγας καὶ ἐξέτεινε τὴν
ἀναδενδράδα αὐτῆς.
|
6
Τὸ νεαρὸν αὐτὸ φυτὸν ἐφύτρωσεν,
ἔγινε μία καχεκτικὴ ἄμπελος, ποὺ
μόλις ἐφαίνετο. Τὰ κλήματά
της ἔπιπταν ἐπάνω της καὶ αἱ
ρίζαι της ἐπροχωροῦσαν κάτω ἀπὸ
αὐτὴν μέσα εἰς τὴν γῆν.
Ἔπειτα ὅμως ἔγινεν ἄμπελος, ἄπλωσε
καταβολάδας, κλήματα ποὺ ἀνερριχήθησαν
ἐπάνω εἰς τὰ δένδρα.
|
6
Τὸ σπέρμα ἐκεῖνο ἐβλάστησε καὶ
ἔγινε ἄμπελος, ποὺ ἦτο ὅμως
καχεκτικὴ καὶ μικρὴ ὡς πρὸς
τὸ μέγεθος καὶ τὴν ἐμφάνισιν. Τὰ
κλήματά της ἦσαν ἀκριβῶς ἀπὸ
ἐπάνω της, δὲν ἄνοιγαν περισσότερον·
καὶ αἱ ρίζαι της ἀκριβῶς ἀπὸ
κάτω της, δὲν ἐπροχωροῦσαν εἰς ἄλλο
ἔδαφος, δεξιὰ ἢ ἀριστερά. Ἡ
ἄμπελος αὐτὴ ὅμως ἀνεπτύχθη,
ἔβγαλε καταβολάδας καὶ ἅπλωσε τὰ κλήματά
της. |
7
Καὶ ἐγένετο ἀετὸς ἕτερος
μέγας, μεγαλοπτέρυγος, πολὺς ὄνυξι,
καὶ ἰδοὺ ἡ ἄμπελος αὕτη
περιπεπλεγμένη πρὸς αὐτόν, καὶ
ρίζαι αὐτῆς πρὸς αὐτόν,
καὶ τὰ κλήματα αὐτῆς ἐξαπέστειλεν
αὐτῷ τοῦ ποτίσαι αὐτὴν
σὺν τῷ βώλῳ τῆς φυτείας
αὐτῆς. |
7
Ἰδού, ὅτι ἐφάνη τότε ἔνας
ἄλλος μεγάλος ἀετός, μεγαλοπτέρυγος
καὶ μὲ πιὸ πολλὰ νύχια. Καὶ
ἰδοὺ ἡ ἄμπελος αὐτὴ εἶχε
περιπλεχθῇ εἰς αὐτόν. Ἔστειλε
πρὸς τὸν ἀετὸν τὰς ρίζας
καὶ τὰ κλήματά της, διὰ νὰ
ποτίσῃ αὐτὴν καὶ τὸ ἔδαφος,
ἐπάνω, εἰς τὸ ὁποῖον ἦτο
φυτευμένη.
|
7
Παρουσιάσθη δὲ ἕνας ἄλλος μεγάλος καὶ
μεγαλοπτέρυγος ἀετός, μὲ πολλὰ νύχια, καὶ
ἀμέσως ἡ ἄμπελος ἐκείνη ἐπλέχθη
καὶ ἐδέθη μαζί του· αἱ ρίζαι
της ἐστράφησαν πρὸς αὐτὸν καὶ
τὰ κλήματά της κατηυθύνθησαν πρὸς αὐτόν,
διὰ νὰ ποτίσῃ ὁ ἀετὸς
αὐτὸς καὶ τὴν ἰδίαν καὶ
ὅλον τὸ χῶμα τοῦ ἀγροῦ,
εἰς τὸ ὁποῖον ἦτο φυτευμένη.
|
8
Εἰς πεδίον καλὸν ἐφ' ὕδατι πολλῷ
αὕτη πιαίνεται τοῦ ποιεῖν βλαστοὺς
καὶ φέρειν καρπόν, τοῦ εἶναι
εἰς ἄμπελον μεγάλην.
|
8
Εἰς καλὴν καὶ εὔφορον πεδιάδα
εἶχε φυτευθῇ, κοντὰ εἰς πολλὰ
ὕδατα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τρέφεται
ἀφθόνως καὶ μεγαλώνει, ὥστε
νὰ πετάξῃ βλαστούς, νὰ φέρῃ
καρπούς, νὰ γίνῃ μεγάλη ἄμπελος.
|
8
Ἡ ἄμπελος πλέον ποτίζεται καὶ καλλιεργεῖται
εἰς πεδιάδα εὔφορον, ποτιζομένην πλουσίως, διὰ
νὰ βγάλῃ κλήματα, νὰ ἀποδώσῃ
καρποὺς καὶ νὰ γίνῃ μεγάλη.
|
9
Διὰ τοῦτο εἰπόν· τάδε λέγει
Κύριος· εἰ κατευθυνεῖ; Οὐχὶ
αἱ ρίζαι τῆς ἁπαλότητος αὐτῆς
καὶ ὁ καρπὸς σαπήσεται, καὶ
ξηρανθήσεται πάντα τὰ προανατέλλοντα
αὐτῆς; Καὶ οὐκ ἐν βραχίονι
μεγάλῳ, οὐδὲ ἐν λαῷ πολλῷ
τοῦ ἐκσπᾶσαι αὐτὴν ἐκ
ριζῶν αὐτῆς· |
9
Διὰ τοῦτο εἶπε· αὐτὰ λέγει
ὁ Κύριος: Θὰ προχωρήσῃ εἰς
ἀνάπτυξιν καὶ καρποφορίαν ἡ
ἄμπελος αὐτή; Ὄχι. Διότι αἱ
τρυφεραί της ρίζαι καὶ ὁ καρπός
της θὰ σαπίσουν καὶ ὅλα τὰ κλήματα,
ποὺ ἔχουν βλαστήσει ἀπὸ αὐτήν,
θὰ ξηρανθοῦν καὶ δὲν θὰ χρειασθοῦν
δυνατοὶ βραχίονες οὔτε πολὺ πλῆθος
ἀνθρώπων, διὰ νὰ τὴν ξερριζώσουν
ἀπὸ τὸ ἔδαφος.
|
9
Νὰ εἰπῇς λοιπόν: Αὐτὰ λέγει
ὁ Κύριος: Ἄραγε θὰ προοδεύσῃ καὶ
θὰ ἀναπτυχθῇ ἡ ἄμπελος ἢ
μήπως αἱ τρυφεραὶ ρίζαι της καὶ ὁ
καρπός της σαπίσουν, καὶ ξηρανθοῦν ὅλα
τὰ κλαδιὰ ποὺ βλαστάνουν ἀπὸ
τὸν κορμόν της; Θὰ γίνῃ, λέγω, τὸ
δεύτερον καὶ μάλιστα δὲν θὰ χρειασθῇ
δυνατὸ χέρι καὶ πολὺς λαός, διὰ νὰ
ἐκριζωθῇ καὶ πεταχθῇ τελικῶς
ἡ ἄμπελος. |
10
Καὶ ἰδοὺ πιαίνεται· μὴ
κατευθυνεῖ; Οὐχὶ ἅμα τῷ ἅψασθαι
αὐτῆς ἅνεμον τὸν καύσωνα ξηρανθήσεται;
Σὺν τῷ βώλῳ ἀνατολῆς αὐτῆς
ξηρανθήσεται. |
10
Ἰδού, ὅτι τώρα αὐξάνεται
καὶ μεγαλώνει. Μήπως, τάχα, καὶ
θὰ συνεχίσῃ τὴν πρόοδον καὶ
ἀνάπτυξίν της αὐτήν; Ὄχι,
διότι ἀμέσως μόλις θὰ πνεύσῃ
καυστικὸς ἄνεμος, θὰ ξηρανθῇ·
θὰ ξηρανθῇ μαζῆ μὲ τὸ ἔδαφος,
ἐπὶ τοῦ ὁποίου αὐτὴ
ἔχει ἀναβλαστήσει>.
|
10
Τώρα βεβαίως ποτίζεται καὶ ἀναπτύσσεται. Μήπως
ὅμως θὰ συνεχισθῇ ἡ ἀνάπτυξίς
της ἢ μόλις τὴν ἐγγίσῃ ὁ
καυτερὸς ἄνεμος θὰ ξηρανθῇ ἀμέσως;
Βεβαιώνω ὅτι θὰ γίνῃ τὸ δεύτερον θὰ
ξηρανθῇ καὶ ἡ ἰδία καὶ τὸ
χωράφι ὅπου ἦτο φυτευμένη. |
11
Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός
με λέγων· |
11
Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπε·
|
11
Ὡμίλησε δὲ πάλιν ὁ Κύριος καὶ
μοῦ εἶπεν: |
12
υἱὲ ἀνθρώπου, εἶπὸν δὴ
πρὸς τὸν οἶκον τὸν παραπικραίνοντα·
οὐκ ἐπίστασθε τί ἦν ταῦτα;
Εἰπόν· ὅταν ἔλθῃ βασιλεὺς
Βαβυλῶνος ἐπὶ Ἱερουσαλήμ, καὶ
λήψεται τὸν βασιλέα αὐτῆς καὶ
τοὺς ἄρχοντας αὐτῆς καὶ ἄξῃ
αὐτοὺς πρὸς ἑαυτὸν εἰς
Βαβυλῶνα. |
12
<υἱὲ ἀνθρώπου, εἰπὲ
εἰς τὸν λαὸν αὐτὸν, ὁ
ὁποῖος συνεχῶς μὲ παραπικραίνει
καὶ μὲ ἐξοργίζει· δὲν γνωρίζετε
τί σημαίνουν αὐτά; Εἰπὲ
λοιπὸν πρὸς αὐτοὺς τὸ νόημά
των. Ὅταν ἐπέλθῃ ὁ βασιλεὺς
τῆς Βαβυλῶνος ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλήμ,
θὰ συλλάβῃ αἰχμάλωτον τὸν
βασιλέα της καὶ τοὺς ἄρχοντάς
της καὶ θὰ φέρῃ αὐτοὺς
μαζιὶ του εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
|
12
Ἄνθρωπε, ρώτησε τοὺς ἀπογόνους τὸν
Ἰσραήλ, ποὺ μὲ πικραίνουν πολὺ μὲ
τὴν συμπεριφοράν των: Δὲν γνωρίζετε τί
σημαίνουν αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα;
Ἀκούσατε τί λέγει ὁ Κύριος: Ὅταν ἔλθῃ
καὶ ἐπιτεθῇ ὁ βασιλεὺς τῆς
Βαβυλῶνος ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλήμ,
θὰ συλλάβῃ τὸν βασιλέα τῆς Ἱερουσαλὴμ
καὶ τοὺς ἀξιωματούχους της καὶ
θὰ τοὺς φέρῃ μαζί του, ὡς λάφυρά
του, εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
|
13
Καὶ λήψεται ἐκ τοῦ σπέρματος
τῆς βασιλείας καὶ διαθήσεται πρὸς
αὐτὸν διαθήκην καὶ εἰσάξει
αὐτὸν ἐν ἀρᾷ, καὶ τοὺς
ἡγεμόνας τῆς γῆς λήψεται
|
13
Ἔπειτα θὰ πάρῃ ἕνα μέλος
ἀπὸ τὴν βασιλικὴν οἰκογένειαν
καὶ θὰ συνάψῃ μὲ αὐτὸν
συμφωνίαν. Θὰ τὸν ἀναγκάσῃ
δὲ νὰ ὁρκισθῇ διὰ τὴν
τήρησιν τῆς συμφωνίας αὐτῆς.
Ὁ βασιλεὺς τῆς Βαβυλῶνος θὰ
πάρῃ ἐπίσης μαζῆ του καὶ
τοὺς ἄρχοντας τῆς Ἰουδαίας,
|
13
Θὰ πάρῃ δὲ ἕνα ἀπόγονον τῆς
Ἰουδαϊκῆς βασιλείας καὶ θὰ συνάψῃ
μαζί του συμφωνίαν καὶ θὰ τὸν ἐγκαταστήσῃ
ὡς βασιλέα τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀφοῦ
θὰ τὸν ἔχῃ δεσμεύσει μὲ κατάρας
καὶ ὅρκους. Θὰ πάρῃ ὅμως καὶ
θὰ ἐκτοπίσῃ ἀπὸ τὴν
χώραν τοὺς εὐγενεῖς καὶ ἱκανοὺς
ἄνδρας. |
14
τοῦ γενέσθαι εἰς βασιλείαν ἀσθενῆ
τὸ καθόλου μὴ ἐπαίρεσθαι, τοῦ
φυλάσσειν τὴν διαθήκην αὐτοῦ
καὶ ἱστάνειν αὐτήν.
|
14
ὥστε νὰ γίνῃ ἀσθενὴς ἡ
βασιλεία της καὶ νὰ μὴ ἠμπορῇ
καθόλου νὰ σκώσῃ κεφάλι καὶ
οὕτω νὰ τηρήσῃ τὴν συμφωνίαν
μὲ αὐτὸν καὶ νὰ τοῦ σταθῇ
πιστή.
|
14
Σκοπός του θὰ εἶναι νὰ ἀποδυναμωθῇ
ἡ χώρα, νὰ εἶναι ἀσθενὴς καὶ
ἀνίσχυρος ἡ βασιλεία, ὥστε νὰ
μὴ <σηκώσῃ κεφάλι> αὐτὸς ὁ
βασιλεύς της, ἀλλὰ νὰ τηρῇ τὴν
συμφωνίαν ποὺ ἔκαμε καὶ νὰ τὴν
σέβεται. |
15
Καὶ ἀποστήσεται
ἀπ' αὐτοῦ τοῦ
ἐξαποστέλλειν ἀγγέλους ἐαυτοῦ
εἰς Αἴγυπτον, τοῦ δοῦναι αὐτῷ
ἵππους καὶ λὸν πολύν. Εἰ κατευθυνεῖ;
Εἰ διασωθήσεται ὁ ποιῶν ἐναντία;
Καὶ παραβαίνων διαθήκην εἰ διασωθήσεται;
|
15
Ὁ βασιλεὺς ὅμως τῆς Ἰουδαίας
θὰ ἐπαναστατήσῃ κατὰ τοῦ
βασιλέως τῆς Βαβυλῶνος, θὰ στείλῃ
ἀγγελιαφόρους εἰς τὴν Αἴγυπτον,
διὰ νὰ τοῦ δώσουν ἱππικὸν
καὶ στρατὸν πολύν. Τάχα, θὰ
ἐπιτύχῃ εἰς τὰς προσπαθείας
του; Θὰ διασωθῇ αὐτός, ποὺ διαπράττει
ἀντίθετα πρὸς τὰς συμφωνίας;
Αὐτὸς ποὺ παραβαίνει τὴν συναφθεῖσαν
συνθήκην θὰ διασωθῇ;
|
15
Ὁ βασιλεὺς ὅμως αὐτὸς τῆς
Ἱερουσαλὴμ θὰ ἐπιχειρήσω νὰ
ἐπαναστατήσῃ κατὰ τοῦ βασιλέως τῆς
Βαβυλῶνος καὶ θὰ στείλῃ ἀντιπροσώπους
του εἰς τὴν Αἴγυπτον, διὰ νὰ
τοῦ δώσουν οἱ Αἰγύπτιοι ἱππικὸν
καὶ πολὺν στρατόν. Ἄραγε θὰ εὐοδωθῇ
καὶ θὰ ἐπιτύχῃ ἡ ἀπόπειρά
του; Θὰ διασωθῇ καὶ θὰ εὐδοκιμήσῃ
αὐτὸς ποὺ κάμνει ἀντίθετα πρὸς
ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα συνεφώνησε;
Θὰ γλυτώσῃ ἀπὸ τὴν τιμωρίαν
αὐτὸς ποὺ καταπατεῖ μίαν ἔνορκον
συμφωνίαν; |
16
Ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ἐὰν
μὴ ἐν ῷ τόπῳ ὁ βασιλεὺς
ὁ βασιλεύσας αὐτόν, ὃς ἠτίμωσε
τὴν ἀράν μου καὶ ὃς παρέβη
τὴν διαθήκην μου, μετ' αὐταῦ ἐν
μέσῳ Βαβυλῶνος τελευτήσει.
|
16
Ὁρκίζομαι εἰς τὸν ἑαυτόν
μου, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι εἰς
τὴν χώραν τοῦ βασιλέως, ὁ ὁποῖος
τὸν ἔθεσεν εἰς τὸν θρόνον καὶ
τοῦ ὁποίου ἔχει καταπατήσει
τὴν ἔνορκον συμφωνίαν καὶ ἔθραυσε
τὴν διαθήκην, θὰ μεταφερθῇ εἰς
τὴν χώραν αὐτοῦ τοῦ βασιλέως
καὶ πλησίον αὐτοῦ εἰς τὴν
Βαβυλῶνα θὰ ἀποθάνῃ.
|
16
Διαβεβαιώνω ἐνόρκως, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι
ὁ βασιλεὺς ὁ ὁποῖος κατεπάτησε
τὸν ὅρκον ποὺ ἔκαμεν εἰς τὸ
ὄνομά μου, καὶ παρέβη τὴν διαθήκην καὶ
συμφωνίαν ποὺ συνῆψεν ἐνώπιόν μου μαζί
του, θὰ ἀποθάνῃ εἰς τὸν τόπον
ὅπου βασιλεύει ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος
ὁ ὁποῖος τὸν ἐγκατέστησε
βασιλέα τῆς Ἱερουσαλήμ· θὰ ἀποθάνῃ
δηλαδὴ πλησίον του, μέσα εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
|
17
Καὶ οὐκ ἐν δυνάμει μεγάλῃ
οὐδὲ ἐν ὄχλῳ πολλῷ ποιήσει
πρὸς αὐτὸν Φαραὼ πόλεμον, ἐν
χαρακοβολίᾳ καὶ ἐν οἰκοδομῇ
βελοστάσεων τοῦ ἐξᾶραι ψυχάς.
|
17
Ὁ Φαραὼ δὲν θὰ πράξῃ,
ὅπως αὐτὸς θέλει. Δὲν θὰ
ἔλθῃ μὲ δύναμιν μεγάλην, μὲ
στρατιώτας πολυαρίθμους, διὰ νὰ κάμῃ
πρὸς χάριν του πόλεμον μέσα ἀπὸ
χαρακώματα καὶ μὲ πολιορκητικὰς μηχανὰς
καὶ νὰ θανατώσῃ στρατιώτας τῆς
Βαβυλῶνος. |
17
Μὴ νομίζετε δὲ ὅτι θὰ στείλῃ
πρὸς χάριν τὸν ὁ βασιλεὺς τῆς
Αἰγύπτου μεγάλην πολεμικὴν δύναμιν, πολὺν
στρατόν· οὔτε θὰ κατασκευάσῃ προχώματα καὶ
πολιορκητικὰς μηχανὰς διὰ νὰ θανατώσουν
τοὺς Βαβυλωνίους! |
18
Καὶ ἠτίμωσεν ὁρκωμοσίαν τοῦ
παραβῆναι διαθήκην, καὶ ἰδοὺ
δέδωκε τὴν χεῖρα αὺτοῦ καὶ
πάντα ταῦτα ἐποίησεν αὐτῷ·
μὴ σωθήσεται; |
18
Αὐτὸς ὅμως ὁ βασιλεὺς τῆς
Ἰουδαίας ἐξηυτέλισε καὶ κατεπάτησε
τὸν ὅρκον του, παρέβη τὴν συμφωνίαν
ποὺ συνῆψε πρὸς τοὺς Βαβυλωνίους,
ἔδωσε τὸ χέρι του εἰς συμμαχίαν
καὶ ἐζήτησε βοήθειαν ἀπὸ
τὸν Φαραώ. Ὅλα αὐτὰ τὰ
ἔκαμε πρὸς χάριν του. Μήπως ὅμως
καὶ θὰ κατορθώσῃ νὰ διασωθῇ;
|
18
Κατεπάτησεν ὁ βασιλεὺς αὐτὸς τῆς
Ἱερουσαλὴμ τοὺς ὅρκους του καὶ
παρέβη τὴν ἔνορκον συμφωνίαν του, ἐπρόδωσε
τοὺς Βαβυλωνίους καὶ ἔκαμε χειραψίαν συμφωνίας
μὲ τοὺς Αἰγυπτίους. Τὰ ἔκαμε
δὲ
ὅλα αὐτὰ εἰς βάρος τοῦ Ναβουχοδονόσορος!
Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ σωθῇ ὁ
ἄνθρωπος αὐτός; |
19
Διὰ τοῦτο εἰπόν· τάδε λέγει
Κύριος· ζῶ ἐγὼ ἐὰν
μὴ τὴν ὁρκωμοσίαν μου, ἣν ἠτίμωσε,
καὶ τὴν διαθήκην μου, ἣν παρέβη,
καὶ δώσω αὐτὰ εἰς κεφαλὴν
αὺτοῦ. |
19
Διὰ τοῦτο εἰπέ· αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος: Ὁρκίζομαι εἰς
τὸν ἑαυτόν μου, ὅτι διὰ τὴν
καταπάτησιν τοῦ ὅρκου του καὶ διὰ
τὴν παράβασιν τῆς διαθήκης μου, τὴν
ὁποίαν αὐτὸς παρέβη, θὰ
ἐπιφέρω ἐξάπαντος ἐπὶ
τῆς κεφαλῆς του τὰς τιμωρίας, ποὺ
πρέπει.
|
19
Διὰ τοῦτο νὰ εἰπῇς τὰ
ἑξῆς: Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Διαβεβαιώνω
ἐνόρκως, ὁρκιζόμενος εἰς τὸν Ἑαυτόν
μου, ὅτι ἡ ἐπ’ ὀνόματί μου ὁρκωμοσία,
τὴν ὁποίαν κατεπάτησε, καὶ ἡ συμφωνία
τὴν ὁποίαν συνῆψεν ἐνώπιόν μου καὶ
τὴν ἐπρόδωσε θὰ πέσουν ἐπάνω
του. Θὰ τιμωρηθῇ διὰ τὴν ἐπιορκίαν
καὶ ἀτιμίαν του. |
20
Καὶ ἐπεκτάσω ἐπ' αὐτὸν
τὸ δίκτυόν μου, καὶ ἁλώσεται
ἐν τῇ περιοχῇ αὐτοῦ.
|
20
Θὰ ἀπλώσω ἐπάνω ἀπὸ
αὐτὸν τὸ δίκτυόν μου καὶ
θὰ τὸν συλλάβω μέσα εἰς τὴν
περιοχήν του, ὅπου θὰ νομίζῃ
τὸν ἑαυτόν του ἀσφαλῆ.
|
20
Θὰ ρίψω δὲ ἐπάνω του τὸ δίκτυ μου
καὶ θὰ συλληφθῇ μέσα εἰς τὸ
κράτος του ὁπωσδήποτε. |
21
Ἐν πάσῃ παρατάξει αὺτοῦ
ἐν ρομφαίᾳ πεσοῦνται, καὶ τοὺς
καταλοίπους εἰς πάντα ἄνεμον διασπερῶ,
καὶ ἐπιγνώσεσθε διότι ἐγὼ
Κύριος λελάληκα. |
21
Τὸ μεγαλύτερον μέρος τῶν στρατευμάτων
του θὰ πέσῃ κάτω ἀπὸ τὴν
ἐχθρικὴν ρομφαίαν καὶ τοὺς ὑπολοίπους
θὰ διασκορπίσω πρὸς ὅλας τὰς
κατευθύνσεις. Καὶ τότε θὰ μάθετε
πολὺ καλά, ὅτι ἐγὼ εἶμαι
ὁ Κύριος. Ἐλάλησα καὶ ἔτσι
θὰ γίνῃ>. |
21
Εἰς κάθε πολεμικὴν σύρραξιν οἱ στρατιῶται
του θὰ φονεύωνται μὲ μαχαίρι· τοὺς
δὲ ὑπολοίπους πολίτας του θὰ διασκορπίσω
εἰς ὅλους τοὺς ἀνέμους. Ἔτσι
θὰ γνωρίσετε καλὰ ὅτι εἶμαι Ἐγώ,
ὁ Κύριος τῶν πάντων, ὁ Ὁποῖος
εἶπα αὐτὰ ποὺ ἀκούσατε.
|
-22
Διότι τάδε λέγει Κύριος· καὶ
λήψομαι ἐγὼ ἐκ τῶν ἐκλεκτῶν
τῆς κέδρου, ἐκ κορυφῆς καρδίας
αὐτῶν ἀποκνιῶ καὶ καταφυτεύσω
ἐγὼ ἐπ' ὄρος ὑψηλόν·
|
22
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· <ἐγὼ
θὰ πάρω κλάδον ἀπὸ τοὺς
ἐκλεκτοὺς κλάδους τῆς κέδρου,
ἀπὸ τὴν κορυφὴν τῆς καρδίας
της, θὰ τὸν ἀποκόψω καὶ θὰ
φυτεύσω αὐτὸν ἀσφαλῆ ἐπάνω
εἰς ὄρος ὑψηλόν.
|
22
Αὐτὰ ἐπίσης λέγει ὁ Κύριος: Θὰ
πάρω Ἐγὼ ἕνα ἀπὸ τοὺς
ἐκλεκτοὺς βλαστοὺς τῆς κέδρου, θὰ
τὸν ἀποκόψω μάλιστα ἀπὸ τὴν
κορυφὴν τῆς καρδίας της καὶ θὰ τὸν
φυτεύσω πολὺ καλὰ Ἐγὼ ὁ ἴδιος
εἰς ἕνα ὑψηλὸν ὄρος.
|
23
καὶ κρεμάσω αὐτὸν ἐν ὄρει
μετεώρῳ τῷ Ἰσραὴλ καὶ
καταφυτεύσω, καὶ ἐξοίσει βλαστὸν
καὶ ποιήσει καρπὸν καὶ ἔσται
εἰς κέδρον μεγάλην, καὶ ἀναπαύσεται
ὑποκάτω αὺτοῦ πᾶν θηρίον,
καὶ πᾶν πετεινὸν ὑπὸ τὴν
σκιὰν αὺτοῦ ἀναπαύσεται, τὰ
κλήματα αὺτοῦ ἀποκατασταθήσεται.
|
23
Θὰ τὸν φυτεύσω, διὰ νὰ ριζοβολήσῃ
ἀσφαλῶς καὶ νὰ γίνῃ ἐμφανής,
ἐπάνω εἰς ὑψηλὸν ὄρος
τῆς περιοχῆς τοῦ Ἰσραήλ. Θὰ
βγάλῃ βλαστοὺς καὶ θὰ κάμῃ
καρπὸν καὶ θὰ γίνῃ κέδρος
μεγάλη. Κάτω ἀπὸ αὐτὴν
θὰ ἀναπαυθοῦν ὅλα τὰ θηρία
καὶ ὑπὸ τὴν σκιάν της θὰ
ἀναπαυθοῦν ὅλα τὰ πτηνά. Οἱ
κλάδοι αὐτῆς στερεοὶ θὰ ἀπλωθοῦν
ὁλόγυρά της.
|
23
Θὰ τὸν κρεμάσω δὲ εἰς ἕνα ὑψηλὸν
ὄρος τοῦ Ἰσραὴλ καὶ θὰ
τὸν φυτεύσω πολὺ στερεά. Ὁ κλάδος αὐτὸς
θὰ βλαστήσῃ, θὰ δώσῃ καρπὸν
καὶ θὰ γίνῃ μεγάλη κέδρος. Θὰ ἀναπαυθοῦν
δὲ κάτω ἀπὸ αὐτὸν ὅλα
τὰ θηρία τῆς γῆς, ὅλα δηλαδὴ
τὰ ἔθνη· θὰ ἀναπαυθοῦν
ἐπίσης εἰς τὴν σκιάν του ὅλα
τὰ πτηνά, ὅλοι δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι.
Ὅλοι οἱ βλαστοὶ ποὺ θὰ προέλθουν
ἀπὸ αὐτὸν τὸν κλάδον θὰ
ἀναπτυχθοῦν πλήρως. |
24
Καὶ γνώσονται πάντα τὰ ξύλα
τοῦ πεδίου διότι ἐγὼ Κύριος
ὁ ταπεινῶν ξύλον ὑψηλὸν καὶ
ὑψῶν ξύλον ταπεινὸν καὶ ξηραίνων
ξύλον χλωρὸν καὶ ἀναθάλλων ξύλον
ξηρόν· ἐγώ Κύριος λελάληκα
καὶ ποιήσω. |
24
Καὶ θὰ μάθουν ὅλα τὰ δένδρα
τῆς πεδιάδος, ὅλοι δηλαδὴ οἱ
ἄνθρωποι τῆς γῆς, ὅτι ἐγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος
ταπεινώνω τὰ ὑψηλὰ δένδρα καὶ
ἀνυψώνω μεγαλοπρεπῆ τὰ ταπεινὰ
δενδρύλλια. Ξηραίνω τὰ θαλλερὰ δένδρα
καὶ κάμνω νὰ ἀναθάλλουν τὰ
ξηρὰ δένδρα. Ἐγώ, ὁ Κύριος
ὡμίλησα καὶ ἔτσι θὰ κάμω>.
|
24
Θὰ γνωρίσουν δὲ ὅλα τὰ δένδρα τῆς
πεδιάδος, ὅλοι δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι,
ὅτι Ἐγώ, ὁ Κύριος τῶν πάντων, ἠμπορῶ
καὶ ταπεινώνω ἕνα δένδρον <ἄνθρωπον>
ὑψηλὸν καὶ ὑπερήφανον καὶ ὑψώνω
ἕνα δένδρον <ἄνθρωπον> ταπεινὸν καὶ
ἄσημον· Ἐγὼ ξηραίνω ἕνα δένδρον
χλωρὸν καὶ ζωογονῶ ἕνα δένδρον ξηρόν.
Ἐγώ, ὁ Κύριος τῶν πάντων, τὰ εἶπα
ἤδη αὐτὰ καὶ θὰ τὰ πραγματοποιήσω.
|