Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με
λέγων· |
Κύριος
ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ καὶ εἶπε·
|
μίλησε
δὲ ὁ Κύριος πάλιν καὶ μοῦ εἶπεν:
|
2
υἱὲ ἀνθρώπου, τί ὑμῖν
ἡ παραβολὴ αὕτη ἐν τοῖς υἱοῖς
Ἰσραὴλ λέγοντες· οἱ πατέρες
ἔφαγον ὄμφακα καὶ οἱ ὀδόντες
τῶν τέκνων ἐγομφίασαν;
|
2
<υἱὲ ἀνθρώπου, διατὶ ὑπάρχει
μεταξύ σας, μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν,
αὐτὴ ἡ παροιμία ποὺ λέγεται·
<οἱ πατέρες ἔφαγον τὰ ἄγουρα
σταφύλια καὶ τὰ δόντια τῶν παιδιῶν
αἱμωδίασαν>.
|
2
Ἄνθρωπε, τὶ εἶναι αὐτὴ ἡ
παροιμία σας ποὺ κυκλοφορεῖ μεταξὺ τῶν
Ἰσραηλιτῶν, οἱ ὁποῖοι λέγουν:
<Οἱ πατέρες ἔφαγαν ἄγουρο σταφύλι καὶ
ἐμούδιασαν τὰ δόντια τῶν παιδιῶν
των>; |
3
Ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ἐὰν
γένηται ἔτι λεγομένη ἡ παραβολὴ
αὕτη ἐν τῷ Ἰσραήλ·
|
3
Ὁρκίζομαι εἰς τὸν ἑαυτόν
μου, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι δὲν
θὰ λέγεται πλέον ἡ παροιμία
αὐτὴ μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν.
|
3
Βεβαιώνω ἐνόρκως, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι
δὲν πρόκειται νὰ ἐξακολουθῇ νὰ
λέγεται αὐτὴ ἡ παροιμία μεταξὺ τῶν
Ἰσραηλιτῶν. |
4
ὅτι πᾶσαι αἱ ψυχαὶ ἐμαὶ
εἰσιν, ὃν τρόπον ἡ ψυχὴ τοῦ
πατρός, οὕτως καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ
υἱοῦ, ἐμαὶ εἰσίν·
ἡ ψυχὴ ἡ ἁμαρτάνουσα, αὕτη
ἀποθανεῖται. |
4
Κάθε ζωὴ ἀνθρώπου εἶναι ἰδική
μου· ὅπως ἡ ζωὴ τοῦ πατρὸς
ἔτσι καὶ ἡ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ.
Ἰδικές μου εἶναι οἱ ζωές. Αὐτὸς
ὁ ὁποῖος ἁμαρτάνει, αὐτὸς
καὶ θὰ τιμωρηθῇ διὰ θανάτου.
|
4
Σᾶς τονίζω ἤδη ὅτι ὅλαι αἱ ψυχαὶ
τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἰδικαί μου·
Ἐγὼ ἔφερα εἰς τὴν ὕπαρξιν
καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ πατρὸς καὶ
τὴν ψυχὴν τοῦ υἱοῦ. Ἰδικαί
μου, ἐπαναλαμβάνω, εἶναι αἱ ψυχαὶ
καὶ τὰς ὁρίζω Ἐγώ. Κάθε ψυχὴ
λοιπὸν ἡ ὁποία ἁμαρτάνει, αὐτὴ
καὶ μόνον θὰ ἀποθνῄσκῃ.
|
-5
Ὁ δὲ ἄνθρωπος ὃς ἔσται δίκαιος,
ὁ ποιῶν κρῖμα καὶ δικαιοσύνην,
|
5
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, ὁ ὁποῖος
εἶναι δίκαιος, αὐτὸς ὁ ὁποῖος
τηρεῖ τὰς ἐντολάς μου καὶ φέρεται
μὲ δικαιοσύνην,
|
5
Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶναι δίκαιος καὶ
ἐνάρετος, ὁ ὁποῖος κρίνει καὶ
φέρεται μὲ δικαιοσύνην, |
6
ἐπὶ τῶν ὀρέων οὐ φάγεται
καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ
οὐ μὴ ἐπάρῃ πρὸς τὰ
ἐνθυμήματα οἴκου Ἰσραὴλ καὶ
τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον αὐτοῦ
οὐ μὴ μιάνῃ καὶ πρὸς γυναῖκα
ἐν ἀφέδρῳ οὖσαν οὐ προσεγγιεῖ
|
6
δὲν θὰ φάγῃ εἰδωλόθυτα
κρέατα ἀπὸ τοὺς ἐπάνω
εἰς τὰ ὄρη βωμοὺς τῶν εἰδώλων,
δὲν θὰ σηκώσῃ τὰ βλέμματά
του πρὸς τὰ εἴδωλα τοῦ εἰδωλολατρικοῦ
λαοῦ, δὲν θὰ μολύνῃ τὴν
γυναῖκα τοῦ πλησίον του, δὲν θὰ
προσέλθῃ εἰς γυναῖκα, ἡ ὁποία
εὑρίσκεται εἰς τὰ καταμήνια
της. |
6
αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ δὲν θὰ
λάβῃ μέρος εἰς τὰ γεύματα ποὺ παραθέτουν
οἱ εἰδωλολάτραι μετὰ τὰς θυσίας των
εἰς τὰ ὅρη, οὔτε θὰ ὑψώσῃ
τὰ βλέμματά του διὰ νὰ ἱκετεύσῃ
τὰ εἴδωλα ποὺ λατρεύουν οἱ Ἰσραηλῖται·
αὐτὸς ποὺ δὲν θὰ μολύνῃ
τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον του καὶ δὲν
θὰ πλησιάσῃ καὶ ἐγγίσῃ
γυναῖκα ποὺ ἔχει τὰ καταμήνιά
της· |
7
καὶ ἄνθρωπον οὐ μὴ καταδυναστεύσῃ,
ἐνεχυρασμὸν ὀφείλοντος ἀποδώσει
καὶ ἅρπαγμα οὐχ ἀρπᾶται, τὸν
ἄρτον αὐτοῦ τῷ πεινῶντι δώσει
καὶ γυμνὸν περιβαλεῖ
|
7
Δὲν θὰ καταδυναστεύῃ ἄνθρωπον,
θὰ ἀποδίδῃ τὸ ἐνέχυρον
χρεωφειλέτου πτωχοῦ, δὲν θὰ ἁρπάζῃ
ξένα πράγματα. Θὰ δίδῃ προθύμως
τὸ ψωμί του εἰς τὸν πεινασμένον,
καὶ θὰ ἐνδύῃ τὸν γυμνόν.
|
7
ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος δὲν
θὰ καταπιέσῃ μὲ ὁποιονδήποτε
τρόπον κάποιον συνάνθρωπόν του καὶ θὰ ἐπιστρέψῃ
ἐγκαίρως τὸ ἐνέχυρον ποὺ τοῦ
ἔδωσεν ἕνας χρεωφειλέτης τὸν ὁ ὁποῖος
δὲν θὰ ἀρπάξῃ ποτὲ κάτι
ποὺ ἀνήκει εἰς ἄλλον· ὁ
ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος θὰ προσφέρῃ
τὸ ψωμί του εἰς κάποιον πεινασμένον καὶ
θὰ ἐνδύσῃ αὐτὸν ποὺ
εἶναι γυμνός· |
8
καὶ τὸ ἀργύριον αὐτοῦ
ἐπὶ τόκῳ οὐ δώσει καὶ
πλεονασμὸν οὐ λήψεται καὶ ἐξ
ἀδικίας ἀποστρέψει τὴν χεῖρα
αὐτοῦ, κρῖμα δίκαιον ποιήσει
ἀνὰ μέσον ἀνδρὸς καὶ ἀνὰ
μέσον τοῦ πλησίον αὐτοῦ
|
8
Δὲν θὰ δανείζῃ τὰ χρήματά
του μὲ τόκον, δὲν θὰ παίρνῃ
περισσότερα εἴδη ἀπὸ ὅσα ἔχει
δώσει. Ἀπὸ ἀδίκους πράξεις
θὰ ἀπομακρύνῃ τὸ χέρι
του. Θὰ δικάζῃ καὶ θὰ κρίνῃ
δικαίως ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι
ἔχουν διαφορὰς μεταξύ των.
|
8
αὐτὸς ποὺ δὲν θὰ δώσῃ
χρηματικὸν δάνειον μὲ τόκον καὶ δὲν
θὰ πάρῃ πράγματα περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνα
ποὺ ἔδωσε, καὶ θὰ κρατήσῃ τὸ
χέρι του μακριὰ ἀπὸ ἀδικίαν αὐτὸς
ὁ ὁποῖος θὰ κρίνῃ μὲ δικαιοσύνην
τὴν τυχὸν διαφορὰν μεταξὺ ἑνὸς
ἀνθρώπου καὶ τοῦ πλησίον του
|
9
καὶ τοῖς προστάγμασί μου πεπόρευται
καὶ τὰ δικαιώματά μου πεφύλακται
τοῦ ποιῆσαι αὐτά· δίκαιος
οὗτός ἐστι, ζωὴ ζήσεται, λέγει
Κύριος. |
9
Θὰ βαδίζῃ σύμφωνα μὲ τὰς
ἐντολάς μου καὶ θὰ καταβάλλῃ
κάθε προσπάθειαν καὶ προσοχὴν νὰ
τηρῇ τὰς ἐντολάς μου. Αὐτὸς
εἶναι δίκαιος καὶ αὐτὸς ἐξάπαντος
θὰ ζήσῃ, λέγει ὁ Κύριος.
|
9
ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ ὁ ὁποῖος
ἔχει ζήσει ἐν γένει συμφώνως πρὸς τὰς
ἐντολάς μου καὶ ἔχει προσέξει νὰ
τηρῇ πάντοτε τὰ προστάγματά μου, εἶναι
ἄνθρωπος δίκαιος καὶ ἐνάρετος. Αὐτὸς
λοιπὸν ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος, λέγει
ὁ Κύριος, θὰ ζήσῃ μέσα εἰς τὰς
εὐλογίας μου. |
-10
Καὶ ἐὰν γεννήσῃ υἱὸν
λοιμὸν ἐκχέοντα αἷμα καὶ ποιοῦντα
ἁμαρτήματα, |
10
Αὐτὸς δὲ ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν
ἀποκτήσῃ υἱὸν διεφθαρμένον,
ὁ ὁποῖος χύνει αἷμα ἀθῷον
καὶ διαπράττει ἁμαρτήματα
|
10
Ἐὰν ὅμως αὐτὸς ὁ ἐνάρετος
ἄνθρωπος ἀποκτήσῃ ἕνα πονηρὸν
καὶ διεστραμμένον υἱόν, ὁ ὁποῖος
φονεύει καὶ διαπράττει τὸ ἕνα μετὰ
τὸ ἄλλο τὰ ἁμαρτήματα
|
11
ἐν τῇ ὁδῷ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
τοῦ δικαίου οὐκ ἐπορεύθη, ἀλλὰ
καὶ ἐπὶ τῶν ὀρέων ἔφαγε
καὶ τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον
αὐτοῦ ἐμίανε |
11καὶ
δὲν βαδίζει σύμφωνα μὲ τὸν δρόμον
τοῦ πατρός του τοῦ δικαίου, ἀλλὰ
ἐπάνω εἰς τὰ ὄρη τρώγει
εἰδωλόθυτα πρὸ τῶν βωμῶν τῶν
εἰδώλων καὶ τὴν γυναῖκα τοῦ
πλησίον αὐτοῦ ἐμίανε,
|
11
καὶ δὲν ἔχει ἀκολουθήσει τὸν
τρόπον ζωῆς τοῦ ἐναρέτου πατρός του,
ἀλλὰ συμμετέσχεν εἰς τὰ γεύματα ποὺ
προσφέρουν οἱ εἰδωλολάτραι μετὰ τὰς
θυσίας των εἰς τὰ βουνά, καὶ ἐμόλυνε
τὴν σύζυγον τοῦ πλησίον του,
|
12
καὶ πτωχὸν καὶ πένητα κατεδυνάστευσε
καὶ ἅρπαγμα ἥρπασε καὶ ἐνεχυρασμὸν
οὐκ ἀπέδωκε καὶ εἰς τὰ
εἴδωλα ἔθετο τοὺς ὀφθαλμοὺς
αὐτοῦ, ἀνομίαν πεποίηκε,
|
12
τὸν δὲ πτωχὸν καὶ τὸν πένητα
τὸν κατετυράννησε καὶ ἥρπασε βιαίως
ξένα πράγματα καὶ δὲν ἀπέδωσε
τὸ ἐνέχυρον πτωχοῦ καὶ πρὸς
τὰ εἴδωλα ἔστρεψε λατρευτικὰ τὰ
μάτια του, αὐτὸς ἔχει διαπράξει
παρανομίαν. |
12
καὶ κατεπίεσε κάποιον πτωχὸν καὶ ἀδύνατον
συνάνθρωπόν του, καὶ ἅρπαξε ξένα ἀγαθά,
καὶ δὲν ἐπέστρεψε τὸ ἐνέχυρον
ποὺ τοῦ ἔδωσεν ἕνας χρεωφειλέτης του,
καὶ ὕψωσε τὰ βλέμματά του ὡς
ἱκέτης πρὸς τὰ εἴδωλα, διέπραξε κάτι
ἀντίθετον πρὸς τὸν θεῖον Νόμον
|
13
μετὰ τόκου ἔδωκε καὶ πλεονασμὸν
ἔλαβεν, οὗτος ζωῇ οὐ ζήσεται,
πάσας τὰς ἀνομίας ταύτας ἐποίηση,
θανάτῳ θανατωθήσεται, τὸ αἷμα
αὐτοῦ ἐπ' αὐτὸν ἔσται.
|
13
Ἐδάνειζε δὲ τὰ χρήματά
του μὲ τόκον καὶ ἐλάμβανε περισσότερα
ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔδιδε.
Αὐτὸς δὲν θὰ ζήσῃ πλέον,
διότι ἔχει διαπράξει ὅλας αὐτὰς
τὰς παρανομίας. Θὰ ἀποθάνῃ
ἐξάπαντος, τὸ αἷμα του θὰ πέσῃ
ἐπάνω εἰς τὸ κεφάλι του.
|
13
ἐὰν ἐδάνεισεν ἐπίσης αὐτὸς
χρήματα μὲ τόκον καὶ ἐπῆρε πολὺ
περισσότερα ἀγαθὰ ἀπὸ ὅσα ἔδωσε,
σᾶς βεβαιώνω ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
δὲν θὰ ζήσῃ ἐπὶ πολύ. Ἐφ'
ὅσον διέπραξεν ὅλας αὐτὰς τὰς
παρανομίας, θὰ τιμωρηθῇ ὁπωσδήποτε μὲ
θάνατον. Ὁ δὲ θάνατός του θὰ ὀφείλεται
εἰς τὴν ἰδικήν του κακὴν ζωήν.
|
-14
Ἐὰν δὲ γεννήσῃ υἱόν,
καὶ ἴδῃ πάσας τὰς ἁμαρτίας
τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ὃς ἐποίησε,
καὶ φοβηθῇ καὶ μὴ ποιήσῃ
κατ' αὐτάς, |
14
Ἐὰν ὅμως αὐτὸς ὁ ἁμαρτωλὸς
καὶ ἀσεβὴς γεννήσῃ υἱόν,
αὐτὸς δὲ ἴδῃ ὅλας τὰς
ἁμαρτίας τοῦ πατρός του, αὐτὰς
τὰς ὁποίας ἐκεῖνος διέπραξε,
θὰ φοβηθῇ δὲ καὶ δὲν θὰ
πράξῃ σύμφωνα μὲ αὐτάς,
|
14
Ἐὰν δὲ ὁ πονηρὸς καὶ διεφθαρμένος
αὐτὸς ἄνθρωπος ἀποκτήσῃ ἕνα
υἱόν, καὶ ὁ υἱός του ἰδῇ
τὰς ἁμαρτίας τοῦ πατρός του, τὰς
ὁποίας διέπραξε φανερά, καὶ φοβηθῇ καὶ
δὲν τὰς διαπράξῃ ὁ ἴδιος,
|
15
ἐπὶ τῶν ὀρέων οὐ βέβρωκε
καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ
οὐκ ἔθετο εἰς τὰ ἐνθυμήματα
οἴκου Ἰσραὴλ καὶ τὴν γυναῖκα
τοῦ πλησίον αὐτοῦ οὐκ ἐμίανε
|
15
δὲν θὰ τρώγῃ, δηλαδή, τὰ
εἰδωλόθυτα φαγητὰ ἐπάνω εἰς
τὰ ὄρη, δὲν θὰ προσηλώνῃ
τὰ μάτια του μὲ εὐλάβειαν καὶ
σεβασμὸν εἰς τὰ εἴδωλα τοῦ εἰδωλολατρικοῦ
λαοῦ, δὲν θὰ μολύνῃ τὴν
γυναῖκα τοῦ πλησίον,
|
15
ἐὰν δηλαδὴ δὲν ἔχῃ λάβει
μέρος εἰς τὰ γεύματα τῶν εἰδωλολατρῶν
εἰς τὰ βουνὰ καὶ δὲν ὕψωσε
τὰ βλέμματά του ὡς ἱκέτης πρὸς τὰ
εἴδωλα τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ δὲν
ἐμόλυνε τὴν σύζυγον τοῦ πλησίον του
|
16
καὶ ἄνθρωπον οὐ κατεδυνάστευσε καὶ
ἐνεχυρασμὸν οὐκ ἐνεχύρασε καὶ
ἅρπαγμα οὐχ ἥρπασε, τὸν ἄρτον
αὐτοῦ τῷ πεινῶντι ἔδωκε καὶ
γυμνὸν περιέβαλε, |
16
ἄνθρωπον δὲ δὲν θὰ καταδυναστεύσῃ,
ἐνέχυρον πτωχοῦ χρεωφειλέτου δὲν
θὰ λαμβάνῃ, δὲν θὰ ἁρπάζῃ
ξένα πράγματα, ἀπὸ τὸν ἄρτον
αὐτοῦ θὰ δίνῃ εἰς τὸν
πεινῶντα καὶ τὸν γυμνὸν θὰ ἐνδύῃ·
|
16
καὶ δὲν κατεπίεσε κάποιον συνάνθρωπόν του, οὔτε
ἐπῆρε ἀναγκαστικῶς τὸ ἐνέχυρον
διὰ τὸ χρέος κάποιου ὀφειλέτου του,
οὔτε ἅρπαξε τὰ ἀγαθὰ τοῦ
ἅλλου, ἀλλὰ προσέφερε τὸ ψωμί
του εἰς τὸν πεινασμένον καὶ ἐνέδυσε
κάποιον γυμνὸν |
17
καὶ ἀπὸ ἀδικίας ἀπέστρεψε
τὴν χεῖρα αὐτοῦ, τόκον οὐδὲ
πλεονασμὸν οὐκ ἔλαβε, δικαιοσύνην
ἐποίησε καὶ ἐν τοῖς προστάγμασί
μου ἐπορεύθη, οὐ τελευτήσει ἐν
ἀδικίαις πατρὸς αὐτοῦ, ζωῇ
ζήσεται. |
17
θὰ ἀποστρέφῃ τὰ χέρια
του πάντοτε ἀπὸ τὰς ἀδικίας,
τόκον δὲν θὰ παίρνη, οὔτε περισσότερα
ἀπὸ ὅσα ἔχει δανείσει θὰ
λαμβάνῃ, θὰ πραγματοποιῇ δὲ
δικαιοσύνην καθ' ὅλην του τὴν ζωήν,
θὰ πορεύεται σύμφωνα μὲ τὰς
ἐντολάς μου, αὐτὸς δὲν θὰ
ἀποθάνῃ ἐξ αἰτίας τῶν
ἁμαρτιῶν τοῦ πατρός του. Ἀσφαλῶς
καὶ βεβαίως θὰ ζήσῃ.
|
17
καὶ ἐκράτησε τὸ χέρι του μακριὰ ἀπὸ
κάθε ἀδικίαν καὶ δὲν ἔλαβε τόκον διὰ
τὸ χρηματικὸν δάνειον ποὺ ἔδωσε, οὔτε
ἀγαθὰ περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἔδωσε,
λέγω ὅτι ὁ υἱὸς αὐτὸς
τοῦ πονηροῦ πατρὸς ἔχει φερθῆ
γενικῶς μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀρετήν·
ἔζησε συμφώνως πρὸς τὰς ἐντολάς μου.
Διὰ τοῦτο δὲν πρόκειται νὰ ἀποθάνῃ
φορτωμένος μὲ τὰς ἀδικίας καὶ ἀσεβείας
τοῦ πατρός του. Ἀντιθέτως θὰ ζῇ
μέσα εἰς τὰς εὐλογίας μου.
|
18
Ὁ δὲ πατὴρ αὐτοῦ ἐὰν
θλίψει θλίψῃ καὶ ἁρπάσῃ
ἅρπαγμα, ἐναντία ἐποίησεν ἐν
μέσῳ τοῦ λαοῦ μου καὶ ἀποθανεῖται
ἐν τῇ ἀδικίᾳ αὐτοῦ.
|
18
Ὁ πατέρας του ὅμως ἐὰν πιέσῃ
καὶ καταθλίψῃ τὸν πτωχὸν καὶ
ἁρπάσῃ βιαίως ξένα πράγματα,
θὰ διαπράττῃ ἐν μέσῳ τοῦ
ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἀντίθετα ἀπὸ
ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα πράττει
ὁ υἱός του. Αὐτὸς θὰ ἀποθάνῃ
ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως ἐξ αἰτίας
τῶν ἁμαρτιῶν του.
|
18
Ὁ πατέρας του ὅμως ἐὰν ἔχῃ
καταπιέσει τοὺς συνανθρώπους του καὶ ἔχῃ
ἁρπάξει τὰ ξένα ἀγαθά, διέπραξε τὰ
ἀντίθετα πρὸς τὰ ἔργα τοῦ υἱοῦ
του μέσα εἰς τὸν λαόν μου, καὶ θὰ
ἀποθάνῃ διὰ τοῦτο ἐξ αἰτίας
τῶν ἀδικιῶν του. |
-19
Καὶ ἐρεῖτε· τί ὅτι οὐκ
ἔλαβε τὴν ἀδικίαν ὁ υἱὸς
τοῦ πατρός; ῞Οτι ὁ υἱὸς
δικαιοσύνην καὶ ἔλεος πεποίηκε, πάντα
τὰ νόμιμά μου συνετήρησε καὶ
ἐποίησεν αὐτά· ζωῇ ζήσεται.
|
19
Καὶ τότε θὰ πῆτε: Διατὶ τὸ
παιδὶ δὲν ὑπέστη τὴν τιμωρίαν
τῶν ἀδικιῶν τοῦ πατρός του;
Διότι εἶναι υἱὸς δικαιοσύνης,
ἔδειξε εὐσπλαγχνίαν, ἐτήρησεν
ὅλας τὰς ἐντολάς μου καὶ τὰς
ἐφήρμοσε πιστῶς. Αὐτὸς ἀσφαλῶς
καὶ βεβαίως θὰ ζήσῃ.
|
19
Θὰ εἰπῆτε ἴσως: <Διατὶ δὲν
ἀνέλαβεν ὁ υἱὸς τὴν ἀδικίαν
τοῦ πατρός του καὶ τὴν τιμωρίαν δι'
αὐτήν;> Διότι, σᾶς ἀπαντῶ, ὁ
υἱὸς δὲν ἐμιμήθη τὸν πατέρα
του, ἔζησε μὲ δικαιοσύνην καὶ εὐσπλαγχνίαν.
Ὑπελόγισε τὰ προστάγματά μου καὶ τὰ
ἐφήρμοσεν. Εἶναι δίκαιον λοιπὸν νὰ
ζήσῃ μέσα εἰς τὰς εὐλογίας μου.
|
20
Ἡ δὲ ψυχὴ ἡ ἁμαρτάνουσα
ἀποθανεῖται· ὁ δὲ υἱὸς
οὐ λήψεται τὴν ἀδικίαν τοῦ
πατρός, οὐδὲ ὁ πατὴρ λήψεται
τὴν ἀδικίαν τοῦ υἱοῦ·
δικαιοσύνη δικαίου ἐπ' αὐτὸν
ἔσται, καὶ ἀνομία ἀνόμου
ἐπ' αὐτὸν ἔσται.
|
20
Ἄνθρωπος ὅμως ὁ ὁποῖος πεισμόνως
καὶ ἀμετανοήτως ἁμαρτάνει, αὐτὸς
θὰ ἀποθάνῃ πολὺ σύντομα.
Τὸ παιδὶ δὲν θὰ πάρῃ ἐπάνω
του τὰς ἀδικίας τοῦ πατρός.
Οὔτε ὁ πατέρας θὰ εἶναι ὑπεύθυνος
διὰ τὰς ἀδικίας τοῦ παιδιοῦ.
Ἡ ἀρετὴ τοῦ δικαίου θὰ
μείνῃ εἰς αὐτὸν κτῆμα
ἀναφαίρετον· ὅπως ἐπίσης
καὶ ἡ παρανομία τοῦ ἁμαρτωλοῦ
θὰ μένῃ πάντοτε εἰς βάρος
τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
|
20
Ἡ ψυχὴ ἡ ὁποία ἁμαρτάνει,
αὐτὴ καὶ μόνη θὰ τιμωρῆται διὰ
θανάτου. Δὲν πρόκειται, λοιπὸν νὰ ἀναλάβῃ
ὁ υἱὸς τὴν ἀδικίαν καὶ
ἀσέβειαν τοῦ πατρός του, οὔτε ὁ
πατέρας νὰ ἀναλάβῃ τὴν ἀδικίαν
καὶ ἀσέβειαν του υἱοῦ του. Ἡ
δικαιοσύνη καὶ ἀρετὴ ἐνὸς δικαίου
ἀνθρώπου θὰ ἀνήκῃ εἰς
αὐτὸν καὶ μόνον, καὶ ἡ παρανομία
καὶ ἀσέβεια ἐνὸς παρανόμου καὶ
ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου θὰ βαρύνῃ
αὐτὸν καὶ μόνον. |
21
Καὶ ὁ ἄνομος ἐὰν ἀποστρέψῃ
ἐκ πασῶν τῶν ἀνομιῶν αὐτοῦ,
ὦν ἐποίησε, καὶ φυλάξηται πάσας
τὰς ἐντολάς μου καὶ ποιήσῃ
δικαιοσύνην καὶ ἔλεος, ζωῇ ζήσεται
καὶ οὐ μὴ ἀποθάνῃ.
|
21
Ἐὰν ὅμως ὁ ἁμαρτωλὸς μετανοήσῃ
καὶ ἀποστροφῇ ὅλας τὰς ἁμαρτίας,
τὰς ὁποίας διέπραξε, καὶ προσπαθήσῃ
νὰ τηρήσῃ ὅλας τὰς ἐντολάς
μου καὶ νὰ ἐφαρμόσῃ δικαιοσύνην
καὶ ἔλεος, θὰ μακροημερεύσῃ
καὶ δὲν θὰ τιμωρηθῇ μὲ πρόωρον
θάνατον.
|
21
Ἐὰν δὲ ὁ παράνομος καὶ ἀσεβὴς
ἄνθρωπος ἀλλάξῃ πορείαν καὶ ἀπομακρυνθῇ
ἀπὸ ὅλας τὰς παρανομίας τὰς
ὁποίας διέπραξε, καὶ ὑπολογίζῃ ὅλας
τὰς ἐντολάς μου καὶ τὰς τηρῇ
καὶ συμπεριφέρεται μὲ δικαιοσύνην καὶ εὐσπλαγχνίαν,
θὰ ζήσῃ πλέον μέσα εἰς τὰς εὐλογίας
μου καὶ δὲν θὰ θανατωθῇ.
|
22
Πάντα τὰ παραπτώματα αὐτοῦ,
ὅσα ἐποίησεν, οὐ μνησθήσεται,
ἐν τῇ δικαιοσύνῃ αὐτοῦ,
ᾗ ἐποίησε, ζήσηται.
|
22
Ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα
εἶχε διαπράξει, δὲν θὰ τὰ, ἐνθυμηθῇ
πλέον ὁ Θεός. Χάρις δὲ εἰς
τὴν ἐνάρετον ζωήν του, τὴν ὁποίαν
ζῇ, θὰ ζήσῃ ἐπὶ μακρόν.
|
22
Ὅλα τὰ παραπτώματά του, τὰ ὁποῖα
διέπραξε, θὰ λησμονηθοῦν. Θὰ ζήσῃ
εὐτυχὴς λόγῳ τῆς ἐναρέτου ζωῆς,
τὴν ὁποίαν ἔζησε μετὰ τὴν μετάνοιάν
του. |
23
Μὴ θελήσει θελήσω τὸν θάνατον
τοῦ ἀνόμου, λέγει Κύριος, ὡς
τὸ ἀποστρέψαι αὐτὸν ἐκ
τῆς ὁδοῦ τῇ
πονηρὰς καὶ ζῆν αὐτόν;
|
23
Μήπως, τάχα, ἐγὼ θέλω τὸν
θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, λέγει
ὁ Κύριος, ὅπως καὶ ὅσον θέλω
καὶ ἐπιθυμῶ νὰ ἀπαρνηθῇ
αὐτὸς τὸν ἁμαρτωλὸν τρόπον
τῇ ζωῆς, νὰ ἐπιστρέψῃ
ἐν μετανοίᾳ πρὸς ἐμέ,
διὰ νὰ ζήσῃ ἐπὶ μακρόν;
|
23
Μήπως αὐτὸ τὸ ὁποῖον Ἐγὼ
ποθῶ σφοδρῶς εἶναι ὁ θάνατος τοῦ
παρανόμου καὶ ἀσεβοῦς ἀνθρώπου καὶ
ὄχι τὸ νὰ μετανοήσῃ καὶ νὰ
ἐπιστρέψῃ αὐτὸς ἀπὸ τὴν
ἁμαρτωλὴν συμπεριφοράν του καὶ νὰ
ζήσῃ εὐτυχῇς; Ποθῶ σφοδρῶς τὸ
δεύτερον. |
24
Ἐν δὲ τῷ ἀποστρέψαι δίκαιον
ἐκ τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ
ποιῆσαι ἀδικίαν κατὰ πάσας τὰς
ἀνομίας, ἃς ἐποίησεν ὁ
ἄνομος, πᾶσα αἱ δικαιοσύναι αὐτοῦ,
ἃς ἐποίησεν, οὐ μὴ μνησθῶσιν·
ἐν τῷ παραπτώματι αὐτοῦ, ᾧ
παρέπεσε, καὶ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις
αὐτοῦ, αἷς ἥμαρτεν, ἐν αὐταῖς
ἀποθανεῖται. |
24
Ἐὰν ἐξ ἄλλου ὁ δίκαιος
ἄνθρωπος ἐγκαταλείψῃ τῇ ἐνάρετον
αὐτοῦ ζωὴν καὶ διαπράξῃ
ἀδικίας, ἐκτραπῇ εἰς ὅλας
τὰς παρανομίας, τὰς ὁποίας διαπράττει
ὁ ἀσεβής, ὅλαι αἱ ἀρεταὶ
αὐτοῦ, τὰς ὁποίας ἕως
τότε ἔχει κατορθώσει, δὲν θὰ
ληφθοῦν ὑπ' ὄψιν. Ἕνεκα δὲ τῶν
παραπτωμάτων, εἰς τὰ ὁποῖα ἔχει
περιπέσει, καὶ τῶν ἁμαρτιῶν
τὰς ὁποίας διέπραξε, θὰ τιμωρηθῇ
διὰ τὰς ἁμαρτίας
του αὐτάς.
|
24
Ἐὰν ὅμως παρὰ ταῦτα κάποιος
ἐνάρετος ἀποφασίσῃ ἐλευθέρως
νὰ ἀλλάξῃ τὴν συμπεριφοράν του
τὴν ἐνάρετον καὶ ἀρχίσῃ
νὰ διαπράττῃ ἀδικίας καὶ παρανομίας,
ὡσὰν ὅλας ἐκείνας τὰς παρανομίας
ποὺ διέπραξεν, ὅπως προανεφέρθη, ἕνας παράνομος
καὶ ἀσεβὴς ἄνθρωπος, τότε θὰ
λησμονηθοῦν ὅλαι αἱ ἀρεταὶ καὶ
καλαὶ πράξεις τὰς ὁποίας ἔκαμεν αὐτὸς
προηγουμένως. Θὰ θανατωθῇ λόγῳ αὐτῆς
τῆς καταπτώσεώς του, εἰς τὴν ὁποίαν
κατέπεσε, καὶ ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν
τὰς ὁποίας διέπραξε. Θὰ τιμωρηθῇ δι’
αὐτάς. |
25
Καὶ εἴπατε· οὐ κατευθύνει ἡ
ὁδὸς Κυρίου. Ἀκούσατε δὴ
πᾶς ὁ οἶκος Ἰσραήλ· μὴ
ἡ ὁδός μου οὐ κατευθύνει; Οὐχὶ
ἡ ὁδὸς ὑμῶν οὐ κατευθύνει;
|
25
Σεῖς ὅμως εἴπατε καὶ λέγετε·
<Αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ἐνεργείας
τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι εὐθὺς
καὶ δίκαιος>. Ἀκούσατε, λοιπόν,
ὅλοι σεῖς οἱ Ἰσραηλῖται·
ὁ ἰδικός μου τρόπος καὶ δρόμος
δὲν εἶναι εὐθὺς καὶ δίκαιος
ἢ ἡ ἰδική σας νοοτροπία καὶ
ὁδὸς δὲν εἶναι εὐθεῖα
καὶ δικαία;
|
25
Σεῖς, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ,
εἴπατε: <Δὲν εἶναι ὀρθὴ ἡ
τακτικὴ τὴν ὁποίαν ἐφαρμόζει ὁ
Κύριος>. Ἀκούσατε λοιπὸν ὅλοι σεῖς
οἱ Ἰσραηλῖται: Ἡ ἰδική μου τακτικὴ
δὲν εἶναι ὀρθή, ἢ μήπως εἶναι
λανθασμένη ἡ ἰδική σας συμπεριφορά;
|
26
Ἐν τῷ ἀποστρέψαι τὸν δίκαιον
ἐκ τῆς δικαιοσύνης
αὐτοῦ καὶ ποιήσει παράπτωμα
καὶ ἀποθάνῃ, ἐν τῷ παραπτώματι,
ᾧ ἐποίησεν, ἐν αὐτῷ ἀποθανεῖται.
|
26
Ὅταν ὁ δίκαιος ἀποστραφῇ καὶ
ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν δρόμον
τῆς ἀρετῆς καὶ διαπράξῃ
ἀμετανοήτως τὸ κακὸν καὶ ἀποθάνῃ
ἕνεκα τῆς αἰτίας αὐτῆς,
ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν
τὰς ὁποίας διέπραξεν, αὐτὸς
ἀποθνήσκει.
|
26 Ἐπαναλαμβάνω: Ἐὰν
ἕνας ἐνάρετος ἄνθρωπος <ὅπως ἦσθε
κάποτε σεῖς> ἀλλάξῃ ζωὴν καὶ
ἐγκαταλείψῃ τὴν δικαιοσύνην καὶ ἀρετὴν
καὶ διαπράξῃ παραπτώματα καὶ θανατωθῇ,
ὁ θάνατός του θὰ ὀφείλεται εἰς τὴν
ἀσέβειαν τὴν ὁποίαν διέπραξεν.
|
27
Καὶ ἐν τῷ ἀποστρέψαι ἄνομον
ἀπὸ τῆς ἀνομίας αὐτοῦ,
ἧς ἐποίησε, καὶ ποιήσει κρίμα
καὶ δικαισύνην, οὗτος τὴν ψυχὴν
αὐτοῦ ἐφύλαξε |
27
Ὅπως ἐπίσης, ὅταν ὁ ἁμαρτωλὸς
ἀποστραφῇ καὶ
ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸν δρόμον
τῆς ἀσεβείας καὶ ἁμαρτωλότητος
αὐτοῦ, εἰς τὴν ὁποίαν
ἔχει ζήσει καὶ ἐφαρμόσῃ
τὰς ἐντολὰς καὶ τηρήσῃ
δικαιοσύνην, αὐτὸς διαφυλάττει τὴν
ζωήν του ἐπὶ μακρόν.
|
27
Ἐὰν ἐπίσης ἕνας ἀσεβὴς
καὶ παράνομος ἄνθρωπος ἀλλάξῃ πορείαν
καὶ ἐγκαταλείψῃ τὴν ἀσεβῆ
ζωὴν ποὺ ἔζησε, καὶ ἐφαρμόσῃ
εἰς τὸ ἑξῆς τὰ κρίματα τοῦ
Θεοῦ καὶ ζῇ μὲ δικαιοσύνην καὶ
ἀρετήν, αὐτὸς ἔσωσε πλέον τὴν
ψυχήν του. |
28
καὶ ἀπέστρεψεν ἐκ πασῶν τῶν
ἀσεβειῶν αὐτοῦ, ὧν ἐποίησε,
ζωῇ ζήσεται, οὐ μὴ ἀποθάνῃ.
|
28
Τοῦτο δέ, διότι μετενόησε καὶ
ἀπεμακρύνθη ἀπὸ ὅλας
τὰς ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλὰς
πράξεις, τὰς ὁποίας διέπραξε.
Θὰ ζήσῃ ἐπὶ μακρὸν καὶ
δὲν θὰ τιμωρηθῇ μὲ πρόωρον θάνατον.
|
28
Ἐφ’ ὅσον ἀπεμακρύνθη καὶ ἐγκατέλειψεν
ὅλας τὰς ἀσεβείας του τὰς ὁποίας
διέπραξε προηγουμένως, θὰ ζήσῃ εὐτυχής·
δὲν θὰ θανατωθῇ προώρως, ἀλλ' οὔτε
καὶ αἰωνίως. |
29
Καὶ λέγουσιν ὁ οἶκος τοῦ Ἰσραήλ·
οὐ κατορθοῖ ἡ ὁδὸς Κυρίου.
Μὴ ὁδός μου οὐ κατορθοῖ, οἶκος
Ἰσραήλ; Οὐχὶ ἡ ὁδὸς
ὑμῶν οὐ κατορθοῖ;
|
29
Ἐν τούτοις ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς
λέγει· <ὁ τρόπος τῆς ἐνεργείας
τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι δίκαιος>.
Ὁ ἰδικός μου τρόπος ἐνεργείας
δὲν εἶναι δίκαιος,
ὦ Ἰσραηλῖται; Ἢ ἡ ἰδική
σας νοοτροπία καὶ ὁ ἰδικός σας
τρόπος ζωῆς δὲν εἶναι δίκαιος;
|
29
Οἱ Ἰσραηλῖται βεβαίως λέγουν: <Δὲν
εἶναι πλήρως ὀρθὴ ἡ τακτικὴ
τοῦ Κυρίου>! Μήπως ὅμως ἡ ἰδική
μου τακτικὴ δὲν εἶναι πλήρως ὀρθή,
Ἰσραηλῖται, ἢ ἡ ἰδική
σας ζωὴ δὲν εἶναι πλήρως ὀρθή;
|
30
Ἔκαστος κατὰ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ
κρινῶ ὑμᾶς, οἶκος Ἰσραήλ,
λὲγει Κύριος. Ἐπιστράφητε καὶ
ἀποστρέψα ἐκ πασῶν τῶν ἀσεβειῶν
ὑμῶν, καὶ οὐκ ἔσονται ὑμῖν
εἰς κόλασιν ἀδικίας.
|
30
Διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ τὸν
καθένα ἀπὸ σᾶς ὦ Ἰσραηλῖται,
θὰ τὸν κρίνω ἀνάλογα μὲ
τὴν ζωήν, τὴν ὁποίαν ἔζησε.
Μετανοήσατε, λοιπόν, καὶ ἐπιστρέψατε
πρὸς ἐμέ. Ἀπομακρυνθῆτε ἀπὸ
ὅλας τὰς ἀσεβεῖς πράξεις
σας καὶ αὐταὶ δὲν θὰ εἶναι
πλέον διὰ σᾶς αἰτία τιμωρίας
καὶ καταδίκης.
|
30
Καθένα ἀπὸ σᾶς, Ἰσραηλῖται,
λέγει ὁ Κύριος, θὰ κρίνω ἀναλόγως πρὸς
τὴν ζωήν του. Μετανοήσατε, ἀλλάξατε ζωήν,
ἐγκαταλείψατε ὅλας τὰς ἀσεβείας
σας, καὶ δὲν πρόκειται νὰ γίνουν αὐταὶ
αἱ ἀδικίαι σας αἰτία τῆς τιμωρίας
σας. |
31
Ἀπορρίψατε ἀφ' ἑαυτῶν πᾶσας
τὰς ἀσεβείας ὑμῶν, ἃς
ἠσεβήσατε εἰς ἐμὲ καὶ
ποιήσατε ἑαυτοῖς καρδίαν καινὴν
καὶ πνεῦμα καινόν· καὶ ἱνατὶ
ἀποθνήσκετε, οἶκος Ἰσραήλ;
|
31
Πετάξτε ἀπὸ ἐπάνω σας ὅλας
τὰς πονηρὰς πράξεις, τὰς ὁποίας
ἀσεβοῦντες πρὸς ἐμὲ
διεπράξατε, καὶ βάλετε μέσα σας καινούργια
καρδιὰ καὶ νέον πνεῦμα. Διατὶ
ἐξακολουθεῖτε νὰ
ἀποθνήσκετε ἐξ αἰτίας τῶν
ἁμαρτιῶν σας, ὦ Ἰσραηλῖται;
|
31
Πετάξατε ἀπὸ ἐπάνω σας ὅλας τὰς
ἀσεβείας, μὲ τὰς ὁποίας ἀσεβήσατε
πρὸς Ἐμέ, καὶ ἀποκτήσατε μέσα σας
νέαν καρδίαν καὶ νέον πνεῦμα. Διὰ τί
λοιπὸν ἀποθνήσκετε μὲ τὰς ἀσεβείας
σας, ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ;
|
32
Διότι οὐ θέλω τὸν θάνατον τοῦ
ἀποθνήσκοντος, λέγει Κύριος.
|
32
Διότι ἐγὼ δὲν ἐπιθυμῶ
καὶ δὲν θέλω τὸν θάνατον ἐκείνου,
ὁ ὁποῖος ἀποθνήσκει ἀμετανόητος
εἰς τὰς ἁμαρτίας του>, λέγει
ὁ Κύριος.
|
32
Διότι Ἐγώ, λέγει ὁ Κύριος, δὲν θέλω νὰ
ἀποθάνῃ ὁ ἄνθρωπος δεμένος μὲ
τὰς ἁμαρτίας του. |