Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐγένετο ἐν τῷ ἔτει τῷ
ἑβδόμῳ ἐν τῷ πέμπτῳ
μηνί, δεκάτη τοῦ μηνός, ἦλθον
ἄνδρες ἐκ τῶν πρεσβυτέρων οἴκου
Ἰσραὴλ ἐπερωτῆσαι τὸν Κύριον
καὶ ἐκάθισαν πρὸ προσώπου μου.
|
ατὰ
τὸ ἕβδομον ἔτος, τὸν πέμπτον
μῆνα, τὴν δεκάτην τοῦ μηνός,
ἦλθον μερικοὶ ἄνδρες ἀπὸ τοὺς
πρεσβυτέρους τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ,
νὰ ἐρωτήσουν τὸν Κύριον καὶ
ἐκάθισαν ἐνώπιόν μου.
|
ατὰ
τὸ ἕβδομον ἔτος τῆς παραμονῆς
μᾶς εἰς τὴν χώραν τῆς Βαβυλῶνος,
καὶ συγκεκριμένως τὴν δεκάτην ἡμέράν του
πέμπτου μηνὸς τοῦ ἔτους αὐτοῦ,
ἤλθαν μερικοὶ ἄνδρες ἀπὸ τοὺς
προκρίτους τῶν Ἰσραηλιτῶν διὰ νὰ
ἐρωτησουν τὸν Κύριον διὰ κάποιο θέμα καὶ
ἐκαθησαν ἐμπρός μου. |
2
Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός
με λέγων· |
2
Ὁ Κύριος ὁμίλησε πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπε· |
2
Ὡμίλησε δὲ ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ
καὶ μοῦ εἶπεν: |
3
υἱὲ ἀνθρώπου, λάλησον πρὸς
τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ οἴκου Ἰσραὴλ
καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς·
τάδε λέγει Κύριος· εἰ ἐπερωτῆσαί
με ὑμεῖς ἔρχεσθε; Ζῶ ἐγὼ
εἰ ἀποκριθήσομαι ὑμῖν, λέγει
Κύριος· |
3
<υἱὲ ἀνθρώπου, ὁμίλησε
πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ ἰουδαϊκοῦ
λαοῦ καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς·
αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· Ἀληθῶς
ἔρχεσθε νὰ μὲ ἐρωτήσετε; Ὁρκίζομαι
εἰς τὸν ἑαυτόν μου, ὅτι δὲν
θὰ ἀποκριθῶ κατὰ τὰς διαθέσεις
σας, λέγει ὁ Κύριος.
|
3
Ἄνθρωπε, νὰ ὁμιλήσῃς πρὸς τοὺς
προκρίτους τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ νὰ
τοὺς εἰπῇς τὰ ἑξῆς: Αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος: Ἔρχεσθε διὰ νὰ μὲ
ἐρωτήσετε ἄραγε; Σᾶς διαβεβαιώνω ἐνόρκως
ὅτι δὲν πρόκειται νὰ λάβετε τὴν ἀπάντησιν
ποὺ περιμένετε, λέγει ὁ Κύριος. |
4
εἰ ἐκδικήσω αὐτοὺς ἐκδικήσει,
υἱὲ ἀνθρώπου τὰς ἀνομίας
τῶν πατέρων αὐτῶν διαμάρτυραι
αὐτοῖς. |
4
Υἱὲ ἀνθρώπου, νὰ διαμαρτυρηθῇς
ζωηρῶς διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν
προγόνων των καὶ εἰπὲ ὅτι καὶ
αὐτοὺς τοὺς
ἰδίους θὰ τιμωρήσω διὰ
τὰς ἰδικάς των ἁμαρτίας.
|
4
Ἐπειδὴ ὅμως θὰ τιμωρηθοῦν ὁπωσδήποτε
οἱ Ἰσραηλῖται αὐτοί, παρουσίασε, ἄνθρωπε,
μὲ ἔντονον τρόπον τὰς ἁμαρτίας τῶν
πατέρων των ὡς ἄλλην ἀπάντησίν μου.
|
5
Καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς·
τάδε λέγει Κύριος· ἀφ' ἧς
ἡμέρας ᾑρέτισα τὸν οἶκον
Ἰσραὴλ καὶ ἐγνωρίσθην τῷ
σπέρματι οἴκου Ἰακὼβ καὶ ἐγνώσθην
αὐτοῖς ἐν γῇ Αἰγύπτου
καὶ ἀντελαβόμην τῇ χειρί
μου αὐτῶν λέγων·
ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν,
|
5
Εἰπέ, λοιπόν, πρὸς αὐτούς·
Αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος. Ἀπὸ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην, κατὰ τὴν ὁποίαν
ἀνάμεσα ἀπὸ ὅλους τοὺς
λαοὺς ἐξέλεξα τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαὸν καὶ κατέστησα
τὸν ἑαυτόν
μου γνωστὸν εἰς τοὺς
ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ,
καὶ ἐγνωρίσθην εἰς αὐτοὺς
εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου
καὶ τοὺς
ἐπῆρα μὲ τὴν παντοδύναμον
δεξιάν μου, τοὺς εἶπα· ἐγὼ
εἶμαι Κύριος ὁ
Θεός σας,
|
5
Νὰ εἰπῇς λοιπὸν πρὸς αὐτούς:
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Σκεφθῆτε τί
συνέβη ἀπὸ τὴν ἡμέραν κατὰ τὴν
ὁποίαν ἐξέλεξα τοὺς Ἰσραηλίτας ὡς
περιούσιον λαόν μου καὶ ἐγνωρίσθην ὡς Θεός
των εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ·
τότε ποὺ τοὺς ἀπεκάλυψα τὸν Ἑαυτόν
μου εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ τοὺς
ἀνέλαβα μὲ τὸ παντοδύναμον χέρι μου καὶ
τοὺς εἶπα: Ἐγὼ ὁ Κύριος τῶν
πάντων εἶμαι ὁ Θεός σας.
|
6
ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ
ἀντελαβόμην τῇ χειρί μου αὐτῶν
τοῦ ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ
γῆς Αἰγύπτου εἰς τὴν γῆν,
ἣν ἡτοίμασα αὐτοῖς, γῆν
ρέουσαν γάλα καὶ μέλι, κηρίον
ἐστὶ παρὰ πᾶσαν τὴν γῆν.
|
6
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
τοὺς ἐπῆρα μὲ τὴν παντοδύναμον
δεξιάν μου, διὰ νὰ βγάλω αὐτοὺς
ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν χώραν
τῆς Αἰγύπτου καὶ νὰ τοὺς
ὁδηγήσω εἰς χώραν,
τὴν ὁποίαν ἡτοίμασα
πρὸς χάριν αὐτῶν· χώραν,
ἡ ὁποία ρέει γάλα καὶ
μέλι, χώραν ἡ ὁποία διὰ
τὴν μεγάλην εὐφορίαν της, ὁμοιάζει
μὲ κηρήθραν περισσότερον ἀπὸ
κάθε ἄλλην περιοχήν.
|
6
Κατὰ τὴν ἡμέραν λοιπὸν ἐκείνην
τοὺς ἀνέλαβα μὲ τὸ παντοδύναμον χέρι
μου, διὰ νὰ τοὺς βγάλω ἐλευθέρους
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ νὰ
τοὺς ὁδηγήσω εἰς τὴν χώραν τὴν
ὁποίαν ἐτοίμασα δι' αὐτούς, μίαν χώραν,
εἰς τὴν ὁποίαν ρέει γάλα καὶ μέλι,
ποὺ εἶναι ὡσὰν κηρήθρα, πλουσία δηλαδὴ
καὶ εὔφορος περισσότερον ἀπὸ κάθε
ἄλλην χώραν. |
7
Καὶ εἶπα πρὸς αὐτούς· ἔκαστος
βδελύγματα τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ
ἀπορριψάτω, καὶ ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν
Αἰγύπτου μὴ μιαίνεσθε, ἐγὼ
Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν.
|
7
Εἶπα πρὸς αὐτούς· ὁ καθένας
ἀπὸ σᾶς ἂς πετάξῃ μακρυὰ
τὰ βδελυρὰ εἴδωλα,
τὰ ὁποῖα ἐβλέπατε εἰς
τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, καὶ
μὴ μολύνεσθε μὲ τὰς πονηρὰς
καὶ μολυσμένας πράξεις τῶν κατοίκων
τῆς Αἰγύπτου. Ἐγὼ εἶμαι
Κύριος ὁ Θεός σας.
|
7
Καὶ τοὺς εἶπα: Νὰ πετάξῃ καθένας
σας τὰ βδελυκτὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα
ἐλκύουν τὴν προσοχήν σας, καὶ νὰ
μὴ μολύνεσθε μὲ ὅσα κάμνουν οἱ Αἰγύπτιοι.
Ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος
καὶ Θεός σας. |
8
Καὶ ἀπέστησαν ἀπ' ἐμοῦ
καὶ οὐκ ἠθέλησαν εἰσακοῦσαί
μου, τὰ βδελύγματα τῶν ὀφθαλμῶν
αὐτῶν οὐκ ἀπέρριψαν καὶ
τὰ ἐπιτηδεύματα Αἰγύπτου οὐκ
ἐγκατέλιπον. Καὶ εἶπα τοῦ ἐκχέαι
τὸν θυμόν μου ἐπ' αὐτοὺς τοῦ
συντελέσαι τὴν ὀργήν μου ἐν
αὐτοῖς ἐν μέσῳ γῆς Αἰγύπτου.
|
8
Αὐτοὶ ὅμως ἐπεμακρύνθησαν ἀπὸ
ἐμέ, δὲν ἠθέλησαν νὰ ὑπακούσουν
εἰς τὴν φωνήν μου. Τὰ βδελυρὰ
εἴδωλα, ποὺ ἔβλεπαν εἰς τὴν
χώραν τῆς Αἰγύπτου, δὲν τὰ
ἀπέρριψαν. Τὰ ἁμαρτωλὰ ἔργα
τῶν Αἰγυπτίων δὲν τὰ ἀπηρνήθησαν
καὶ δὲν τὰ ἐγκατέλειψαν. Εἶπα
νὰ ἀφήσω νὰ ἐκσπάσῃ
ὁ θυμός μου κατ' αὐτῶν
καὶ νὰ ὁλοκληρώσω τὴν ὀργήν
μου ἐναντίον των, ὅταν ἀκόμη
εὑρίσκοντο εἰς τὴν Αἴγυπτον.
|
8
Αὐτοὶ ὅμως ἀντέδρασαν ἐναντίον
μου καὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ μὲ ἀκούσουν.
Δὲν ἀπηρνήθησαν τὰ βδελυκτὰ εἴδωλά
των καὶ δὲν ἐγκατέλειψαν τὰ ἤθη
καὶ ἔθιμα τῶν Αἰγυπτίων. Εἶπα
τότε μέσα μου νὰ ξεχύσω τὸν θυμόν μου ἐναντίον
των καὶ νὰ τοὺς ἐξοντώσω μὲ
τὴν ὀργήν μου, ἐνῷ εὑρίσκοντο
ἀκόμη αὐτοὶ μέσα εἰς τὴν
Αἴγυπτον. |
9
Καὶ ἐποίησα ὅπως τὸ ὄνομά
μου τὸ παράπαν μὴ βεβηλωθῇ ἐνώπιον
τῶν ἐθνῶν, ὧν αὐτοὶ εἰσιν
ἐν μέσῳ αὐτῶν, ἐν οἷς
ἐγνώσθην πρὸς αὐτοὺς ἐνώπιον
αὐτῶν τοῦ ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς
ἐκ γῆς Αἰγύπτου.
|
9
Ἔπραξα ὅμως καὶ ἔδειξα ἔλεος
καὶ συγκατάβασιν πρὸς αὐτούς,
διὰ νὰ μὴ κατηγορηθῇ καὶ βεβηλωθῇ
καθόλου τὸ Ὄνομά μου μεταξὺ
τῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν, ἐν
μέσῳ τῶν ὁποίων
αὐτοὶ ἐζοῦσαν καὶ
ἐνώπιον τῶν ὁποίων
κατέστησα εἰς
αὐτοὺς γνωστὸν
τὸ Ὄνομά μου καὶ ὑπεσχέθην
νὰ τοὺς βγάλω ἐλευθέρους
ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου.
|
9
Ἐνήργησα ὅμως διαφορετικά, διὰ νὰ
μὴ βεβηλωθῇ καὶ ὑποτιμηθῇ καθόλου
τὸ Ὄνομά μου μεταξὺ τῶν ἐθνῶν,
μέσα εἰς τὰ ὁποῖα εὑρίσκοντο
αὐτοί. Ἦτο ἤδη γνωστὸν εἰς τὰ
ἔθνη ὅτι εἶχα ἀποκαλυφθῆ εἰς
αὐτούς <τοὺς Ἰσραηλίτας>, μὲ
σκοπὸν νὰ τοὺς βγάλω ἀπὸ τὴν
δουλείαν τῆς Αἰγύπτου. |
10
Καὶ ἤγαγον αὐτοὺς εἰς τὴν
ἔρημον |
10
Καὶ πράγματι, τοὺς ἔβγαλα ἐλευθέρους
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, τοὺς ὠδήγησα
εἰς ἔρημον περιοχὴν
|
10
Τοὺς ἔβγαλα λοιπὸν ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτον καὶ τοὺς ἔφερα εἰς
τὴν ἔρημον. |
11
καὶ ἔδωκα αὐτοῖς τὰ προστάγματά
μου καὶ τὰ δικαιώματά μου ἐγνώρισα
αὐτοῖς, ὅσα ποιήσει αὐτὰ
ἄνθρωπος καὶ ζήσεται ἐν αὐτοῖς.
|
11
καὶ ἐκεῖ ἔδωκα
εἰς αὐτοὺς τὰς ἐντολάς
μου. Κατέστησα εἰς αὐτοὺς γνωστὰ
τὰ προστάγματά μου, τὰ ὁποῖα,
ἐὰν ὁ ἄνθρωπος τὰ ἐφαρμόσῃ
εἰς τὴν ζωήν
του, θὰ ζήσῃ εἰρηνικὸς καὶ
ἀσφαλής.
|
11
Τοὺς ἔδωσα δὲ ἐκεῖ τὰς
ἐντολάς μου καὶ τοὺς ἀπεκάλυψα τὰ
θελήματά μου, τὰ ὁποῖα, ὅταν τηρῇ
ὁ ἄνθρωπος, ὁδηγοῦν εἰς τὴν
ζωὴν τῆς μακαριότητος. |
12
Καὶ τὰ σάββατά μου ἔδωκα αὐτοῖς
τοῦ εἶναι εἰς σημεῖον ἀνὰ
μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ μέσον
αὐτῶν τοῦ γνῶναι αὐτοὺς
διότι ἐγὼ Κύριος ὁ ἁγιάζων
αὐτούς. |
12
Ἔδωσα εἰς αὐτοὺς τὴν ἑορτὴν
καὶ τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου,
νὰ ἁγιάζουν τὸ Σάββατον, διὰ
νὰ εἶναι
αὐτὸ σημεῖον συνδέσμου μεταξὺ
ἐμοῦ καὶ μεταξὺ αὐτῶν,
ὥστε νὰ γνωρίζουν καὶ νὰ αἰσθάνωνται,
ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος,
ὁ ὁποῖος τοὺς ἐξεχώρισα
ἀπὸ τὰ ἀλλὰ ἔθνη, διὰ
νὰ τοὺς ἀναδείξω λαὸν ἅγιον.
|
12
Τοὺς ἔδωσα ἐπίσης τὰ Σάββατά μου,
τοὺς καθόρισα δηλαδὴ τὴν ἱερὰν
ἡμέραν ποὺ ἀνήκει εἰς Ἐμέ,
διὰ νὰ εἶναι ἡ τήρησις τῆς ἡμέρας
τοῦ Σαββάτου ὡς σημεῖον σχέσεως μεταξὺ
Ἐμοῦ καὶ αὐτῶν. Μὲ τὸ
Σάββατον θὰ ἐννοοῦσαν ὅτι Ἐγώ,
ὁ Κύριος, εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ
τοὺς ἁγιάζω καὶ τοὺς ξεχωρίζω ἀπὸ
τοὺς ἄλλους λαούς. |
13
Καὶ εἶπα πρὸς τὸν οἶκον τοῦ
Ἰσραὴλ ἐν τῇ ἐρήμῳ·
ἐν τοῖς προστάγμασί μου πορεύεσθε·
καὶ οὐκ ἐπορεύθησαν καὶ τὰ
δικαιώματά μου ἀπώσαντο, ἃ ποιήσει
αὐτὰ ἄνθρωπος καὶ ζήσεται ἐν
αὐτοῖς, καὶ τὰ σάββατά
μου ἐβεβήλωσαν σφόδρα. Καὶ εἶπα
τοῦ ἐκχέαι τὸν θυμόν μου ἐπ'
αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ
τοῦ ἐξαναλῶσαι αὐτούς.
|
13
Εἶπα ἀκόμη εἰς τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαόν, ὅταν εὑρίσκετο εἰς τὴν
ἔρημον· νὰ ζῆτε καὶ νὰ
πορεύεσθε σύμφωνα μὲ τὰς ἐντολάς
μου. Ἐκεῖνοι ὅμως δὲν ἐπορεύθησαν
σύμφωνα μὲ αὐτὰς καὶ ἀπέρριψαν
τὰ προστάγματά μου, τὰ ὁποῖα
ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἐφαρμόσῃ
θὰ ζήσῃ δι' αὐτῶν εἰρηνικὸς
καὶ ἀσφαλής. Ἐβεβήλωσαν
κατὰ τὸν χειρότερον τρόπον τὴν
ἁγιότητα καὶ ἀργίαν τοῦ
Σαββάτου. Εἶπα τότε νὰ ἀφήσω
νὰ ἐκσπάσῃ ὁ θυμός μου
ἐναντίον αὐτῶν καὶ ἐκεῖ
εἰς τὴν ἔρημον, ποὺ
εὐρίσκοντο, νὰ τοὺς ἐξολοθρεύσω
τελείως. |
13
Εἶπα δὲ πρὸς τοὺς ἀπογόνους
τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ εὑρίσκοντο πλέον εἰς
τὴν ἔρημον: Νὰ ζῆτε συμφώνως πρὸς
τὰ προστάγματά μου. Αὐτοὶ ὅμως δὲν
συνεμορφώθησαν πρὸς τὴν ἐντολήν μου καὶ
περιεφρόνησαν τὰ θελήματά μου, τὰ ὁποῖα,
ὅταν τὰ ἐφαρμόζῃ ὁ ἄνθρωπος,
γίνονται αἰτία νὰ ζῇ εὐτυχισμένος
μὲ αὐτά. Ἐβεβήλωσαν δὲ ἐπὶ
πλέον καὶ κατεπάτησαν τὰ Σάββατά μου. Εἶπα
τότε καὶ πάλιν μέσα μου νὰ ξεχύσω τὴν ὀργήν
μου ἐναντίον των ἐκεῖ εἰς τὴν
ἔρημον καὶ νὰ τοὺς ἐξαφανίσω.
|
14
Καὶ ἐποίησα ὅπως τὸ ὄνομά
μου τὸ παράπαν μὴ βεβηλωθῇ ἐνώπιον
τῶν ἐθνῶν, ὧν ἐξήγαγον
αὐτοὺς κατ' ὀφθαλμοὺς αὐτῶν.
|
14
Δὲν ἔκαμα ὅμως
αὐτό, διὰ νὰ μὴ διαβληθῇ
τὸ Ὄνομά μου οὐδ' ἐπ'
ἐλάχιστον ἀπὸ τὰ ἔθνη,
ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τῶν
ὁποίων ἔβγαλα αὐτοὺς ἐλευθέρους
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
|
14
Ἐνήργησα ὅμως διαφορετικά, διὰ νὰ
μὴ βλασφημηθῇ καὶ ὑποτιμηθῇ
καθόλου τὸ Ὄνομά μου μέσα εἰς τὰ ἔθνη,
ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τῶν ὁποίων
τοὺς ἔβγαλα ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτον. |
15
Καὶ ἐγὼ ἐξῇρα τὴν χεῖρά
μου ἐπ' αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ
τὸ παράπαν τοῦ μὴ εἰσαγαγεῖν
αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, ἣν
ἔδωκα αὐτοῖς, γῆν ρέουσαν γάλα
καὶ μέλι, κηρίον ἐστὶ παρὰ
πᾶσαν τὴν γῆν, |
15
Ἀλλά, ἐκεῖ εἰς τὴν ἔρημον,
ἐσήκωσα τὸ χέρι μου καὶ ὡρκίσθην
εἰς αὐτοὺς καὶ εἶπα, ὅτι
κατ' οὐδένα τρόπον
καὶ λόγον θὰ τοὺς
ὁδηγήσω εἰς τὴν χώραν,
τὴν ὁποίαν εἶχα προορίσει
δι' αὐτούς, χώραν ποὺ ρέει
γάλα καὶ μέλι.
Εἶναι κηρήθρα εὐφορωτέρα
καὶ πλουσιωτέρα ἀπὸ
κάθε ἄλλην χώραν.
|
15
Ὑψωσα ὅμως τὸ χέρι μου πρὸς αὐτοὺς
ἐκεῖ εἰς τὴν ἔρημον, ὡς
ἄλλον ὅρκον, διὰ νὰ βεβαιώσω ὅτι
κατ' οὐδένα τρόπον πρόκειται νὰ εἰσέλθουν
αὐτοὶ εἰς τὴν χώραν τὴν ὁποίαν
εἶχα ξεχωρίσει δι’ αὐτούς· χώραν εἰς
τὴν ὁποίαν ρέει γάλα καὶ μέλι, ποὺ
εἶναι ὡσὰν κηρήθρα, πλουσία καὶ
εὔφορος περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλην
χώραν. |
16
ἀνθ' ὧν τὰ δικαιώματά μου ἀπώσαντο
καὶ ἐν τοῖς προστάγμασί μου
οὐκ ἐπορεύθησαν ἐν αὐτοῖς
καὶ τὰ σάββατά μου ἐβεβήλουν
καὶ ὀπίσω τῶν ἐνθυμημάτων
καρδίας αὐτῶν ἐπορεύοντο.
|
16
Θὰ τοὺς τιμωρήσω δὲ ἔτσι, εἶπα,
διότι αὐτοὶ ἀπέρριψαν τὰς
ἐντολάς μου, δὲν ἐπορεύθησαν
καὶ δὲν ἔζησαν σύμφωνα μὲ τὰ
προστάγματά μου. Ἐβεβήλωσαν δὲ
τὴν ἀργίαν καὶ ἁγιότητα
τοῦ Σαββάτου μου καὶ σύμφωνα μὲ
τὴν ἐπιθυμίαν τῶν
καρδιῶν των ἐπορεύθησαν ὀπίσω
τῶν εἰδώλων.
|
16
Θὰ τιμωρηθοῦν δέ, διότι περιεφρόνησαν τὰς
ἐντολάς μου, ἀπέρριψαν τὰ προστάγματά μου
καὶ δὲν συνεμορφώθησαν πρὸς αὐτά·
ἐβεβήλωναν δὲ συνεχῶς τὰ Σάββατά
μου· ἄφησαν τὴν καρδίαν των νὰ ἑλκυσθῇ
ἀπὸ τὰ εἴδωλα καὶ ἐζοῦσαν
ὡς εἰδωλολάτραι. |
17
Καὶ ἐφείσατο ὁ ὀφθαλμός
μου ἐπ' αὐτοὺς τοῦ ἐξαλεῖψα
αὐτοὺς οὐκ ἐποίησα αὐτοὺς
εἰς συντέλειαν ἐν τῇ ἐρήμῳ.
|
17
Ὁ σπλαγχνικὸς ὅμως ὀφθαλμός
μου τοὺς ἐλυπήθη καὶ δὲν τοὺς
ἐξηφάνισα, δὲν τοὺς ἐξωλόθρευσα
μέσα εἰς τὴν ἔρημον.
|
17
Παρὰ ταῦτα ὅμως τοὺς ἐλυπήθη
ὁ ὀφθαλμός μου καὶ δὲν τοὺς
ἐξώντωσα, δὲν τοὺς ἐξηφάνισα
ἐντελῶς ἐκεῖ εἰς τὴν ἔρημον.
|
18
Καὶ εἶπα πρὸς τὰ τέκνα αὐτῶν
ἐν τῇ ἐρήμῳ· ἐν τοῖς
νομίμοις τῶν πατέρων ὑμῶν μὴ
πορεύεσθε καὶ τὰ δικαιώματα αὐτῶν
μὴ φυλάσσεσθε καὶ ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν
αὐτῶν μὴ συναναμίσγεσθε καὶ
μὴ μιαίνεσθε. |
18
Εἶπα πρὸς τὰ ἀπολειφθέντα τέκνα
των εἰς τὴν ἔρημον· μὴ πορευθῆτε
καὶ μὴ ζήσετε σύμφωνα μὲ τὰς
πονηρὰς παραδόσεις τῶν πατέρων σας.
Τοὺς νόμους των νὰ μὴ τοὺς τηρήσετε
καὶ μὲ τὰ ἔργα των νὰ μὴ
ἔχετε καμμίαν ἐπικοινωνίαν· νὰ
μὴ μολυνθῆτε μὲ
αὐτά.
|
18
Εἶπα δὲ πρὸς τὰ τέκνα των, ποὺ
εἶχαν ἤδη μεγαλώσει Ἐκεῖ εἰς
τὴν ἔρημον: Μὴ ζῆτε ὅπως εἶχαν
συνηθίσει νὰ ζοῦν οἱ πατέρες σας· μὴ
τηρεῖτε τὰ ἁμαρτωλὰ ἔθιμά
των καὶ μὴ ἀναμειγνύεσθε καὶ μολύνεσθε
μὲ ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα
εἶχαν μολυνθῆ αὐτοί. |
19
Ἐγὼ Κύριος ὁ Θεος ὑμῶν,
ἐν τοῖς προστάγμασί μου πορεύεσθε
καὶ τὰ δικαιώματά μου φυλάσσεσθε,
καὶ ποιεῖτε αὐτά·
|
19
Ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ Θεός
σας. Νὰ βαδίζετε σύμφωνα μὲ τὰ
προστάγματά μου καὶ νὰ τηρῆτε
τὰς ἐντολάς μου καὶ νὰ τὰς
ἐφαρμόζετε.
|
19
Ἑγώ, ὁ Θεός σας, εἶμαι ὁ Κύριος
τῶν πάντων. Νὰ ζῆτε συμφώνως πρὸς
τὰ προστάγματά μου, νὰ τηρῆτε τὰ θελήματά
μου καὶ νὰ τὰ ἐφαρμόζετε.
|
20
Καὶ τὰ σάββατά μου ἁγιάζετε,
καὶ ἔστω εἰς σημεῖον ἀνὰ
μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν τοῦ
γινώσκειν διότι ἐγὼ Κύριος ὁ
Θεὸς ὑμῶν. |
20
Νὰ τηρῆτε τὴν ἀργίαν τοῦ
Σαββάτου καὶ νὰ ἁγιάζετε αὐτό.
Τοῦτο θὰ εἶναι σὴμεῖον συνδετικὸν
μεταξὺ ἐμοῦ
καὶ ὑμῶν, ὥστε νὰ γνωρίζετε,
ὅτι ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ
Θεός σας.
|
20
Προσέχετε ἐπίσης νὰ τιμᾶτε ὡς ἅγια
τὰ Σάββατά μου. Ἂς εἶναι ἡ τήρησις
τῆς ἡμέρας τοῦ Σαββάτου ὡς ἁγίας,
σημεῖον σχέσεως μεταξὺ Ἐμοῦ καὶ
μεταξύ σας, διὰ νὰ ἐννοῆτε ὅτι
Ἐγώ, ὁ Κύριος τῶν πάντων, εἶμαι ὁ
Θεός σας. |
21
Καὶ παρεπίκρανάν με καὶ τὰ τέκνα
αὐτῶν, ἐν τοῖς προστάγμασί
μου οὐκ ἐπορεύθησαν, καὶ τὰ
δικαιώματά μου οὐκ ἐφυλάξαντο
τοῦ ποιεῖν αὐτά, ἃ ποιήσει
ἄνθρωπος καὶ ζήσεται ἐν αὐτοῖς,
καὶ τὰ σάββατά μου ἐβεβήλουν.
Καὶ εἶπα τοῦ ἐκχέαι τὸν
θυμόν μου ἐπ' αὐτοὺς ἐν τῇ
ἐρήμῳ τοῦ συντελέσαι τὴν
ὀργήν μου ἐπ' αὐτούς·
|
21
Παρ' ὅλα ὅμως αὐτά, καὶ τὰ
τέκνα των μὲ παρεπίκραναν. Δὲν ἔζησαν
καὶ δὲν ἐπορεύθησαν σύμφωνα
μὲ τὰ προστάγματά μου, δὲν ἠθέλησαν
καὶ δὲν προσεπάθησαν νὰ τηρήσουν
τὰς ἐντολάς
μου, τὰς ὁποίας, ἐὰν ὁ
ἄνθρωπος τηρήσῃ,
θὰ ζήσῃ δι' αὐτῶν εἰρηνικὸς
καὶ ἀσφαλής. Τουναντίον ἐβεβήλωσαν
τὴν ἀργίαν καὶ
τὸν ἁγιασμὸν τοῦ Σαββάτου. Εἶπα,
νὰ ἀφήσω νὰ ἐκσπάσῃ
ὁ θυμός μου ἐναντίον των καὶ
νὰ ὁλοκληρώσω τὴν ὀργήν
μου ἐναντίον αὐτῶν ἐκεῖ
εἰς τὴν ἔρημον.
|
21
Παρὰ ταῦτα ὅμως καὶ τὰ τέκνα
των μὲ ἐπίκραναν πολύ. Δὲν συνεμορφώθησαν
πρὸς τὰ προστάγματά μου καὶ δὲν ἐπρόσεξαν
νὰ τηροῦν τὰς ἐντολάς μου, αἱ
ὁποῖαι, ὅταν τὰς ἐφαρμόζῃ
ὁ ἄνθρωπος, γίνονται αἰτία νὰ ζῇ
εὐτυχῇς. Ἐβεβήλωναν ἐπὶ
πλέον τὰ Σάββατά μου. Εἶπα δὲ μέσα μου νὰ
ξεχύσω τὸν θυμόν μου ἐπάνω των ἐκεῖ
εἰς τὴν ἔρημον καὶ νὰ τοὺς
ἐξαφανίσω ἐντελῶς μὲ ὅλην τὴν
ὀργήν μου. |
22
καὶ ἐποίησα ὅπως τὸ ὄνομά
μου τὸ παράπαν μὴ βεβηλωθῇ ἐνώπιον
τῶν ἐθνῶν, ὧν ἐξήγαγον
αὐτοὺς κατ' ὀφθαλμοὺς αὐτῶν.
|
22
Δὲν ἔπραξα ὅμως
ἔτσι, διὰ νὰ μὴ διαβληθῇ οὔτε
ἐπ' ἐλάχιστον τὸ Ὄνομά
μου ἐνώπιον τῶν ἐθνῶν,
ἐμπρὸς ἀπὸ τὰ μάτια τῶν
ὁποίων ἔβγαλα αὐτοὺς ἐλευθέρους
ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
|
22
Ἐνήργησα ὅμως διαφορετικά, διὰ νὰ
μὴ βλασφημηθῇ καὶ ὑποτιμηθῇ
καθόλου τὸ Ὄνομά μου μέσα εἰς τὰ ἔθνη,
ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τῶν ὁποίων
τοὺς ἔβγαλα ἐλευθέρους ἀπὸ τὴν
Αἴγυπτον. |
23
Καὶ ἐξῇρα τὴν χεῖρά μου
ἐπ' αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ
τοῦ διασκορπίσαι αὐτοὺς ἐν τοῖς
ἔθνεσι καὶ διασπεῖραι αὐτοὺς
ἐν ταῖς χώραις, |
23
Ὕψωσα ὅμως τὸ χέρι μου καὶ ὡρκίσθην
ἐναντίον των ἐκεῖ εἰς τὴν
ἔρημον, ὅτι θὰ τοὺς διασκορπίσω
εἰς τὰ ἔθνη· θὰ τοὺς διασπείρω
εἰς τὰς διαφόρους
χώρας.
|
23
Ὑψωσα δὲ τὸ χέρι μου, ὡς ἄλλον
ὅρκον, ἐπάνω των ἐκεῖ εἰς
τὴν ἔρημον, διὰ νὰ βεβαιώσω ὅτι
θὰ τοὺς διασκορπίσω εἰς τὰ ἔθνη
καὶ θὰ τοὺς διασπείρω εἰς διαφόρους
χώρας. |
24
ἀνθ' ὧν τὰ δικαιώματά μου οὐκ
ἐποίησαν καὶ τὰ προστάγματά
μου ἀπώσαντο καὶ τὰ σάββατά
μου ἐβεβήλουν, καὶ ὀπίσω τῶν
ἐνθυμημάτων τῶν πατέρων αὐτῶν
ἦσαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν.
|
24
Τοῦτο δέ, διότι δὲν ἐτήρησαν
τὰς ἐντολάς
μου. Τὰ δὲ προστάγματά
μου τὰ κατεφρόνησαν, τὰ Σάββατά
μου τὰ ἐβεβήλωσαν καὶ τὰ μάτια
των παρακολουθοῦσαν μὲ ἁμαρτωλοὺς
πόθους τὰς εἰδωλολατρικὰς ἐπιθυμίας
τῶν πατέρων των.
|
24
Θὰ τιμωρηθοῦν δέ, διότι δὲν ἐφήρμοσαν
τὰς ἐντολάς μου καὶ ἀπέρριψαν τὰ
προστάγματά μου· ἐβεβήλωναν δὲ τὰ
Σάββατά μου καὶ εἶχαν προσηλώσει τὰ
βλέμματά των εἰς τὰ ποθητὰ εἴδωλα
τῶν πατέρων των. |
25
Καὶ ἐγὼ ἔδωκα αὐτοῖς προστάγματα
οὐ καλὰ καὶ δικαιώματα, ἐν οἷς
οὐ ζήσονται ἐν αὐτοῖς.
|
25
Διὰ τοῦτο ἐγὼ ἐνομοθέτησα
προστάγματα, ὄχι εὐχάριστα
δι' αὐτούς, ἀλλὰ
ἀπειλητικά, καὶ
ἐντολάς, διὰ τῶν ὁποίων
δὲν πρόκειται νὰ ζήσουν εἰρηνικοὶ
καὶ ἀσφαλεῖς εἰς τὴν
χώραν των.
|
25
Διὰ τοῦτο καὶ Ἐγὼ τοὺς
ἔδωσα προστάγματα δυσάρεστα καὶ πικρά, καὶ
ἐντολὰς ποὺ δὲν ἠμποροῦσαν
μὲ αὐτὰς νὰ ζήσουν εὐτυχεῖς.
|
26
Καὶ μιανῶ αὐτοὺς ἐν τοῖς
δόμασιν αὐτῶν ἐν τῷ διαπορεύεσθαί
με πᾶν διανοῖγον μήτραν, ὅπως ἀφανίσω
αὐτούς. |
26
Θὰ τοὺς θεωρήσω μολυσμένους εἰς
τὰς προσφοράς των, διότι κάθε πρωτοτόκον,
ποὺ ἀνήκει εἰς ἐμέ, τὸ
προσφέρουν θυσίαν εἰς τὸ πῦρ
τῶν εἰδώλων καὶ ἔτσι μὲ
παροργίζουν, διὰ νὰ τοὺς ἐξαφανίσω.
|
26
Ἀπεφάσισα ἐπίσης νὰ τοὺς ἀφήσω
νὰ μολύνωνται μὲ τὸ νὰ περνοῦν
μέσα ἀπὸ τὴν φωτιὰ κάθε πρωτότοκον
τέκνον των, ὅπως κάμνουν οἱ εἰδωλολάτραι,
μὲ σκοπὸν νὰ τοὺς ἐξαφανίσω.
|
27
Διὰ τοῦτο λάλησον πρὸς τὸν οἶκον
τοῦ Ἰσραήλ, υἱὲ ἀνθρώπου,
καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς·
τάδε λέγει Κύριος· ἕως τούτου
παρώργισάν με οἱ πατέρες ὑμῶν
ἐν τοῖς παραπτώμασιν αὐτῶν,
ἐν οἷς παρέπεσον εἰς ἐμέ.
|
27
Διὰ τοῦτο λάλησε πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας,
υἱὲ ἀνθρώπου, καὶ εἰπὲ
πρὸς αὐτούς· αὐτὰ λέγει
ὁ Κύριος: Μέχρι τέτοιου σημείου
μὲ ἐξώργισαν οἱ πατέρες σας
μὲ τὰς παραβάσεις των, εἰς τὰς
ὁποίας περιέπεσαν ἐνώπιόν
μου! |
27
Διὰ τοῦτο, συνεχίζει ἡ φωνὴ τοῦ
Θεοῦ, ὁμίλησε, ἄνθρωπε, πρὸς τοὺς
ἀπογόνους τοῦ Ἰσραὴλ καὶ νὰ
τοὺς εἰπῇς: Αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος: Μέχρις αὐτοῦ του βαθμοῦ μὲ
παρώργισαν οἱ πατέρες σας μὲ τὰ παραπτώματά
των, μὲ τὰ ὁποῖα ἔδειξαν τὴν
ἀντίδρασίν των πρὸς Ἐμὲ
καὶ παρέβησαν τὰς ἐντολάς μου.
|
28
Καὶ εἰσήγαγον αὐτοὺς εἰς
τὴν γῆν, ἣν ᾖρα τὴν χεῖρά
μου τοῦ δοῦναι αὐτὴν αὐτοῖς,
καὶ εἶδον πάντα βουνὸν ὑψηλὸν
καὶ πᾶν ξύλον κατάσκιον καὶ
ἔθυσαν ἐκεῖ τοῖς θεοῖς αὐτῶν
καὶ ἔταξαν ἐκεῖ ὀσμὴν
εὐωδίας καὶ ἔσπεισαν ἐκεῖ
τὰς σπονδὰς αὐτῶν.
|
28
Καὶ ὅμως ἐγὼ τοὺς ὠδήγησα
καὶ τοὺς εἰσήγαγον εἰς τὴν
χώραν, διὰ τὴν ὁποίαν ὕψωσα
τὸ χέρι μου καὶ ὡρκίσθην, ὅτι
θὰ τὴν δώσω εἰς αὐτούς.
Ἐκεῖ δὲ αὐτοὶ ἔστρεψαν
τὰ βλέμματά των καὶ εἶδαν κάθε
ὑψηλὸν λόφον καὶ κάθε βαθύσκιον
δένδρον καὶ ἐκεῖ προσέφεραν
θυσίας εἰς τοὺς εἰδωλικοὺς θεούς
των· προσέφεραν θυμίαμα καὶ ἔκαμαν
τὰς σπονδάς των.
|
28
Τοὺς ἔβαλα δηλαδὴ μέσα εἰς τὴν
χώραν τὴν ὁποῖον ὑπεσχέθην ἐνόρκως
ὅτι θὰ τοὺς χαρίσω, καὶ ἀντὶ
εὐγνωμοσύνης αὐτοὶ εἶδαν ἐκεῖ
κάθε βουνὸν ὑψηλὸν καὶ κάθε βαθύσκιον
δένδρον ὡς τόπους ἱερούς, ὅπως οἱ
κάτοικοι τῆς Χαναάν. Προσέφεραν δὲ ἐκεῖ
θυσίας εἰς τοὺς θεοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν
καὶ καθώρισαν θυσίας εὐπροσδέκτους ὡς
ὀσμὴν εὐωδίας καὶ θυμιάματος καὶ
ἔκαμαν ἐκεῖ τὰς σπονδάς των,
ἔχυναν δηλαδὴ κρασὶ εἰς τοὺς
βωμοὺς τῶν εἰδώλων πρὸς τιμήν
των. |
29
Καὶ εἶπον πρὸς αὐτούς·
τί ἐστιν Ἀβαμά, ὅτι ὑμεῖς
εἰσπορεύεσθη ἐκεῖ; Καὶ ἐπεκάλεσαν
τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἀβαμά ἕως
τῆς σήμερον ἡμέρας.
|
29
Εἶπα τότε πρὸς αὐτούς·
τί εἶναι αὐτὸς ὁ Ἀβαμά,
ὁ ὑψηλὸς τόπος εἰς τὸν
ὁποῖον σεῖς μεταβαίνετε, διὰ
νὰ λατρεύσετε τὰ εἴδωλα; Αὐτοὶ
δὲ ὠνόμασαν τὸν τόπον ἐκεῖνον
Ἀβαμὰ καὶ τὸ ὄνομα αὐτὸ
μένει ἕως τὴν σημερινὴν ἡμέραν.
|
29
Εἶπα δὲ πρὸς αὐτούς: Τί εἶναι
ὁ Ἀβαμά, ὃ ὑψηλὸς δηλαδὴ
τόπος, πρὸς τὸν ὁποῖον πηγαίνετε;
Τὶ σᾶς ὠφελεῖ; Καὶ ὠνόμασαν
τὸν τόπον Ἀβαμὰ ἕως σήμερον.
|
30
Διὰ τοῦτο εἰπὸν πρὸς τὸν
οἶκον τοῦ Ἰσραήλ· τάδε
λέγει Κύριος· εἰ ἐν ταῖς
ἀνομίαις τῶν πατέρων ὑμῶν
ὑμεῖς μιαίνεσθε καὶ ὀπίσω
τῶν βδελυγμάτων αὐτῶν ὑμεῖς
ἐκπορνεύετε, |
30
Διὰ τοῦτο εἶπε πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας·
αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἐὰν
καὶ ἐφ' ὅσον καὶ σεῖς μολύνεσθε
μὲ τὰς αὐτὰς παρανομίας τῶν
προγόνων σας καὶ πορεύεσθε ὀπίσω
ἀπὸ τὰ βδελυρὰ εἴδωλά
των, ὥστε νὰ ἀποστατῆτε ἀπὸ
ἐμὲ μὲ τὴν πίστιν σας αὐτὴν
εἰς τὰ εἴδωλα,
|
30
Διὰ τοῦτο, προσθέτει ὁ Θεός, νὰ εἰπῇς,
ἄνθρωπε, πρὸς τοὺς ἀπογόνους τοῦ
Ἰσραὴλ τὰ ἑξῆς: Αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος: Ἐφ' ὅσον καὶ σεῖς
μολύνεσθε μὲ τὰς ἰδίας παρανομίας ποὺ
διέπρατταν οἱ πατέρες σας, καὶ καταπίπτετε καὶ
διαφθείρεσθε μὲ τὸ νὰ ἀκολουθῆτε
τὰ εἴδωλα ποὺ ἐλάτρευαν ἐκεῖνοι·
|
31
καὶ ἐν ταῖς ἀπαρχαῖς τῶν
δομάτων ὑμῶν, ἐν τοῖς ἀφορισμοῖς,
οἷς ὑμεῖς μιαίνεσθε ἐν πᾶσι
τοῖς ἐνθυμήμασιν ὑμῶν ἕως
τῆς σήμερον ἡμέρας, καὶ ἐγὼ
ἀποκριθῶ ὑμῖν, οἶκος τοῦ
Ἰσραήλ; Ζῶ ἐγώ, λέγει
Κύριος, εἰ ἀποκριθήσομαι ὑμῖν,
καὶ εἰ ἀναβήσεται ἐπὶ
τὸ πνεῦμα ὑμῶν τοῦτο.
|
31
ἐφ' ὅσον προσφέρετε καὶ ὁρίζετε
τὰς προσφορὰς τῶν ἀπαρχῶν σας
διὰ τὰ εἴδωλα καὶ μολύνεσθε
μὲ ὅλας αὐτὰς τὰς προσφορὰς
κατὰ τὰς πονηρὰς εἰδωλολατρικὰς
ἐπιθυμίας τῶν καρδιῶν σας μέχρι
τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ἐγὼ
τί πρέπει νὰ ἀποκριθῶ εἰς
σᾶς, Ἰσραηλῖται; Ὁρκίζομαι εἰς
τὸν ἑαυτόν μου, λέγει ὁ Κύριος,
ὅτι δὲν θὰ δώσω εὐνοϊκὰς
πρὸς σᾶς ἀπαντήσεις καὶ δὲν
θὰ γίνῃ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον
σεῖς μὲ τὸν νοῦν σας σκέπτεσθε
καὶ ἐπιθυμεῖτε.
|
31
ἐφ’ ὅσον ἐπίσης προσφέρετε τοὺς πρώτους
καρποὺς τῶν προϊόντων σας, ποὺ τοὺς
ξεχωρίζετε ὡς ἱερούς, εἰς τοὺς θεοὺς
ποὺ λατρεύουν οἱ εἰδωλολάτραι, καὶ
μολύνεσθε μὲ ὅλα τὰ εἴδωλά
σας μέχρι σήμερον, διατὶ νὰ σᾶς ἀπαντήσω,
ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ; Ὁρκίζομαι εἰς
τὸν Ἑαυτόν μου καὶ βεβαιώνω ὅτι δὲν
πρόκειται νὰ σᾶς ἀπαντήσω καὶ δὲν
θὰ εὐοδωθῇ αὐτὸ ποὺ σκέπτεσθε.
|
32
Καὶ οὐκ ἔσται ὃν τρόπον ὑμεῖς
λέγετε· ἐσόμεθα ὡς τὰ ἔθνη
καὶ ὡς αἱ φυλαὶ τῆς γῆς
τοῦ λατρεύειν ξύλοις καὶ λίθοις.
|
32
Δὲν θὰ πραγματοποιηθῇ ἐκεῖνο,
τὸ ὁποῖον σεῖς λέγετε. <Θὰ
γίνωμεν καὶ ἡμεῖς ὅπως τὰ
ἄλλα εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, ὅπως
καὶ αἱ ἄλλαι φυλαί τῆς γῆς,
αἱ ὁποῖαι λατρεύουν ὡς θεοὺς
ξύλα καὶ λίθους>.
|
32
Δὲν θὰ πραγματοποιηθῇ δηλαδὴ αὐτὸ
ποὺ λέγετε μεταξύ σας: Θὰ γίνωμεν ὅπως
τὰ ἄλλα ἔθνη καὶ αἱ φυλαὶ
τῆς γῆς, ὥστε νὰ λατρεύωμεν καὶ
ἡμεῖς ὡς θεοὺς τὰ ξύλα καὶ
τοὺς λίθους. |
33
Διὰ τοῦτο, ζῶ ἐγώ, λέγει
Κύριος, ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ
ἐν βραχίονι ὑψηλῷ καὶ ἐν
θυμῷ κεχυμένῳ βασιλεύσω ἐφ'
ὑμᾶς· |
33
Διὰ τοῦτο ὁρκίζομαι, λέγει ὁ
Κύριος, ὅτι μὲ τὴν παντοδύναμον
δεξιάν μου καὶ με τὸν ἰσχυρὸν
βραχίονά μου καὶ μὲ θυμόν, τὸν
ὁποῖον θὰ ἀφήσω νὰ ἐκσπάσῃ
ἐναντίον σας, θὰ γίνω βασιλεὺς
καὶ ἐξουσιαστὴς εἰς σᾶς.
|
33
Διὰ τοῦτο, ὁρκίζομαι εἰς τὴν
ζωήν μου καὶ βεβαιώνω, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι
μὲ τὸ παντοδύναμον χέρι μου καὶ μὲ
τὸν ἔνδοξον καὶ ἀκαταμάχητον βραχίονά
μου καὶ μὲ διάχυτον τὸν θυμόν μου
θὰ εἶμαι ὁ βασιλεύς σας.
|
34
καὶ ἐξάξω ὑμᾶς ἐκ τῶν
λαῶν καὶ εἰσδέξομαι ὑμᾶς
ἐκ τῶν χωρῶν, οὗ διεσκορπίσθητε
ἐν αὐταῖς, ἐν χειρὶ κραταιᾷ
καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ καὶ
ἐν θυμῷ κεχυμένῳ.
|
34
Θὰ σᾶς βγάλω, βέβαια, ἀπὸ
τοὺς λαοὺς καὶ ἀπὸ τὰς
χώρας, εἰς τὰς
ὁποίας σᾶς ἔχω διασκορπίσει
καὶ θὰ σᾶς ὑποδεχθῶ καὶ
πάλιν μὲ τὴν παντοδύναμον δεξιάν
μου καὶ τὸν ἰσχυρὸν βραχίονά
μου, καὶ θὰ ἀφήσω νὰ ἐκσπάστῃ
ὁ θυμός μου ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν
σας. |
34
Θὰ σᾶς βγάλω δὲ μέσα ἀπὸ τοὺς
διαφόρους λαοὺς καὶ θὰ σᾶς συγκεντρώσω
ἀπὸ τὰς χώρας, εἰς τὰς ὁποίας
εἴχατε διασκορπισθῇ, μὲ τὸ παντοδύναμον
χέρι μου καὶ τὸν ἔνδοξον καὶ ἀκαταμάχητον
βραχίονά μου καὶ μὲ διάχυτον τὸν θυμόν
μου. |
35
Καὶ ἔξω ὑμᾶς εἰς τὴν ἔρημον
τῶν λαῶν, καὶ διακριθήσομαι πρὸς
ὑμᾶς ἐκεῖ πρόσωπον κατὰ
πρόσωπον. |
35
Θὰ σᾶς ὁδηγήσω ὅμως εἰς
τὴν ἔρημον τῶν λαῶν περιοχὴν
καὶ ἐκεῖ θὰ δικασθῶ μαζῆ
σας πρόσωπον πρὸς πρόσωπον.
|
35
Θὰ σᾶς ὁδηγήσω δὲ εἰς τὴν
ἔρημον τῶν λαῶν καὶ θὰ σᾶς
κρίνω Ἐκεῖ ἕνα πρὸς ἕνα προσωπικῶς,
ἀναλόγως πρὸς τὰ ἔργα του.
|
36
Ὅν τρόπον διεκρίθην πρὸς τοὺς
πατέρας ὑμῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ
τῆς Αἰγύπτου, οὕτως κρινῶ ὑμᾶς,
λέγει Κύριος· |
36
Ὅπως ἔχω κρίνει καὶ ἐνεργήσει
πρὸς τοὺς πατέρας σας, ὅταν εὑρίσκοντο
εἰς τὴν Αἴγυπτον, κατὰ παρόμοιον
τρόπον θὰ κρίνω καὶ σᾶς, λέγει
ὁ Κύριος. |
36
Ὅπως ἔκρινα καὶ ἐφέρθην πρὸς
τοὺς πατέρας σας εἰς τὴν ἔρημον τῆς
Αἰγύπτου, ἔτσι θὰ κρίνω καὶ σᾶς,
λέγει ὁ Κύριος. |
37
Καὶ διάξω ὑμᾶς ὑπὸ τὴν
ράβδον μου καὶ εἰσάξω ὑμᾶς
ἐν ἀριθμῷ |
37
Θὰ σᾶς περάσω κάτω ἀπὸ
τὴν ποιμενικήν μου ράβδον καὶ εἰς
ὀλίγον ἀριθμὸν θὰ σᾶς
εἰσαγάγω εἰς τὴν πατρίδα σας,
|
37
Θὰ σᾶς περάσω δέ, ὅπως ὁ ποιμήν, κάτω
ἀπὸ τὴν ράβδον μου, ὡσὰν νὰ
μετρῶ ἕνα - ἕνα ποὺ ἀνήκει
εἰς Ἐμὲ πράγματι, καὶ θὰ σᾶς
ὁδηγήσω μετρημένους, ὀλίγους δηλαδή, εἰς
τὴν Σιών. |
38
καὶ ἐκλέξω ἐξ ὑμῶν τοὺς
ἀσεβεῖς καὶ τοὺς ἀφεστηκότας,
διότι ἐκ τῆς παροικεσίας αὐτῶν
ἐξάξω αὐτούς, καὶ εἰς
τὴν γῆν τοῦ Ἰσραὴλ οὐκ
εἰσελεύσονται· καὶ ἐπιγνώσασθε
διότι ἐγὼ Κύριος Κύριος.
|
38
διότι θὰ διαλέξω καὶ θὰ ἀφαιρέσω
ἀπὸ ἀνάμεσά σας τοὺς ἀσεβεῖς,
αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀπομακρυνθῆ
ἀπὸ ἐμέ. Ἀπὸ τὸν
τόπον τῆς ἐξορίας θὰ βγάλω
αὐτούς, ἄλλα εἰς τὴν χώραν
τῆς Ἰουδαίας δὲν θὰ εἰσέλθουν.
Καὶ θὰ μάθετε, ὅτι ἐγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος Κύριος.
|
38
Θὰ ξεχωρίσω δὲ καὶ θὰ βγάλω τοὺς
ἀσεβεῖς ἀπὸ σᾶς, καθὼς
καὶ ὅσους ἀπεστάτησαν ἀπὸ τὴν
πίστιν πρὸς Ἐμέ. Θὰ τοὺς βγάλω ἀπὸ
τὴν περιοχὴν τῆς ἐξορίας των, ἀλλ'
ὅμως δὲν θὰ ἐπιστρέψουν νὰ κατοικήσουν
εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ. Ἔτσι
θὰ γνωρίσετε καλά, ἐπάνω εἰς τὰ πράγματα,
ὅτι Ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ
Κύριος καὶ ὁ ἐξουσιαστὴς τοῦ
παντός. |
39
Καὶ ὑμεῖς οἶκος Ἰσραήλ,
τάδε λέγει Κύριος Κύριος ἕκαστος
τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ ἐξάρατε·
καὶ μετὰ ταῦτα εἰ ὑμεῖς
εἰσακούετέ μου καὶ τὸ ὄνομά
μου τὸ ἅγιον οὐ βεβηλώσετε οὐκέτι
ἐν τοῖς δώροις ὑμῶν καὶ
ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ὑμῶν·
|
39
Ἀκούσατε σεῖς, οἱ Ἰσραηλῖται.
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος Κύριος
ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς, ἂς
ἀποκηρύξῃ καὶ ἂς πετάξῃ
μακρυὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν
του τὰ πονηρὰ ἔργα του. Κατόπιν σεῖς
ἀπηλλαγμένοι ἀπὸ τὰ πονηρά
σας ἔργα θὰ ὑπακούσετε εἰς ἐμέ.
Δὲν θὰ βεβηλώσετε πλέον τὸ Ὄνομά
μου μὲ τὰς δωρεάς σας εἰς τοὺς
εἰδωλικοὺς ναοὺς καὶ μὲ τὰ
πονηρὰ ἔργα σας.
|
39
Καὶ σεῖς, ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ,
ἀκούσατε αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ μόνος
Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός:
Καθένας σας ἂς βγάλῃ καὶ ἂς
ἀπορρίψῃ ἀπὸ ἐπάνω του
τὰ παράνομα ἔργα του. Καὶ μετὰ ταῦτα,
ἐὰν ὑπακούετε εἰς Ἐμὲ
καὶ δὲν βεβηλώσετε πλέον τὸ ἅγιον
Ὄνομά μου μὲ τὰ δῶρα ποὺ προσφέρετε
εἰς τὰ εἴδωλα, ὡσὰν νὰ
τὰ προσφέρετε δῆθεν εἰς Ἐμέ,
καὶ μὲ τὴν ὅλην συμπεριφοράν
σας, <θὰ βραβευθῆτε>.
|
40
διότι ἐπὶ τοῦ ὄρους τοῦ
ἁγίου μου, ἐπ' ὄρους ὑψηλοῦ,
λέγει Κύριος Κύριος, ἐκεῖ δουλεύσουσί
μοι πᾶς οἶκος Ἰσραὴλ εἰς τέλος,
καὶ ἐκεῖ προσδέξομαι καὶ ἐκεῖ
ἐπισκέψομαι τὰς ἀπαρχὰς ὑμῶν
καὶ τὰς ἀπαρχὰς τῶν ἀφορισμῶν
ὑμῶν ἐν πᾶσι τοῖς ἁγιάσμασιν
ὑμῶν· |
40
Διότι ἐπάνω εἰς τὸ ἅγιον
ὄρος μου, ἐπάνω εἰς τὸ ὑψηλὸν
ὄρος, λέγει ὁ Κύριος Κύριος,
ἐκεῖ θὰ μὲ ὑπηρετοῦν ὅλοι
οἱ Ἰσραηλῖται ἐξ ὁλοκλήρου.
Ἐκεῖ θὰ σᾶς ὑποδεχθῶ,
ἐκεῖ θὰ δεχθῶ εὐχαρίστως
τὰς προσφοράς σας, τὰς ἐκλεκτὰς
προσφοράς, ποὺ θὰ ὁρίσετε δι
ἐμέ, ὅλα τὰ πρὸς ἐμὲ
ἀφιερώματά σας.
|
40
Διότι εἰς τὸ ἅγιον ὄρος μου, εἰς
τὸ ὑψηλὸν ὄρος <τῆς Σιών>,
λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς
τοῦ παντός, ἐκεῖ ἐπάνω θὰ
μὲ λατρεύσουν τελικῶς ὡς ἀφωσιωμένοι
δοῦλοι μου ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται
ποὺ θὰ ἀπομείνουν. Ἐκεῖ λοιπὸν
θὰ ὑποδεχθῶ καὶ σᾶς· καὶ
θὰ ἰδῶ καὶ θὰ προσέξω τὰς
προσφορὰς τῶν πρώτων καρπῶν τῶν προϊόντων
σας, καθὼς καὶ τὰ πρῶτα δῶρα
σας ποὺ ἐξεχωρίσατε δι’ Ἐμέ, ἀπὸ
ὅλα αὐτὰ ποὺ θέλετε νὰ ἀφιερώσετε
ὡς ἅγια καὶ ἱερὰ εἰς Ἐμέ.
|
41
ἐν ὀσμῇ εὐωδίας προσδέξομαι
ὑμᾶς ἐν τῷ ἐξαγαγεῖν με
ὑμᾶς ἐκ τῶν λαῶν καὶ εἰσδέχεσθαι
ὑμᾶς ἐκ τῶν χωρῶν, ἐν
αἷς διεσκορπίσθητε ἐν αὐταῖς,
καὶ ἁγιασθήσομαι ἐν ὑμῖν
κατ' ὀφθαλμοὺς τῶν λαῶν.
|
41
Θὰ σᾶς ὑποδεχθῶ εὐχάριστα
ὡς εὐωδίαν. Ὅταν θὰ σᾶς
βγάλω ἐλευθέρους ἀπὸ τοὺς
λαούς, θὰ σᾶς ὑποδεχθῶ ἀπὸ
τὰς χώρας, εἰς τὰς ὁποίας
εἴχατε διασκορπισθῆ. Θὰ δοξασθῶ ἔτσι
ἐν μέσῳ ὑμῶν, ὥστε νὰ
ἴδουν καὶ οἱ ἄλλοι λαοί.
|
41
Θὰ σᾶς δεχθῶ ὡς ὀσμὴν
εὐωδίας τότε ποὺ θὰ σᾶς βγάλω μέσα
ἀπὸ τοὺς διαφόρους λαοὺς καὶ
θὰ σᾶς συνάξω ἀπὸ τὰς χώρας
εἰς τὰς ὁποίας εἴχατε διασκορπισθῆ.
Καὶ ἔτσι θὰ δοξασθῇ τὸ Ὄνομά
μου μὲ ὅσα θὰ κάμω διὰ σᾶς,
ἐνώπιον τῶν ἄλλων λαῶν.
|
42
Καὶ ἐπιγνώσεσθε διότι ἐγὼ
Κύριος ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν με ὑμᾶς
εἰς τὴν γῆν τοῦ Ἰσραήλ,
εἰς τὴν γῆν, εἰς ἣν ᾖρα
τὴν χεῖρά μου τοῦ δοῦναι αὐτὴν
τοῖς πατράσιν ὑμῶν.
|
42
Καὶ θὰ μάθετε, ὅτι ἐγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος, ὅταν θὰ σᾶς
εἰσαγάγω εἰς τὴν χώραν τοῦ
Ἰσραήλ· εἰς τὴν χώραν,
διὰ τὴν ὁποίαν ὕψωσα τὴν
χεῖρα μου καὶ ὡρκίσθην, νὰ τὴν
δώσω εἰς τοὺς προγόνους σας.
|
42
Καὶ τότε ποὺ θὰ σᾶς ὁδηγήσω
μέσα εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ, τὴν
χώραν πρὸς τὴν ὁποίαν ὕψωσα τὸ
χέρι μου, ὡς ἄλλον ὅρκον, καὶ ὑπεσχέθην
ὅτι θὰ τὴν δώσω εἰς τοὺς πατέρας
σας, θὰ γνωρίσετε καλὰ ὅτι Ἐγὼ
καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων.
|
43
Καὶ μνησθήσεσθε ἐκεῖ τὰς ὁδοὺς
ὑμῶν καὶ τὰ ἐπιτηδεύματα
ὑμῶν, ἐν οἷς ἐμιαίνεσθε
ἐν αὐτοῖς, καὶ κύψεσθε τὰ
πρόσωπα ὑμῶν ἐν πάσαις ταῖς
κακίαις ὑμῶν. |
43
Ἐκεῖ θὰ ἀναλογισθῆτε τοὺς
ἁμαρτωλοὺς δρόμους τῆς ζωῆς
σας καὶ τὰ πονηρά σας ἔργα, μὲ
τὰ ὁποῖα εἴχατε μολυνθῆ. Θὰ
θρηνήσουν καὶ θὰ πενθήσουν τὰ
πρόσωπά σας δι' ὅλας τὰς κακίας,
τὰς ὁποίας προηγουμένως εἴχατε.
|
43
Θὰ ἐνθυμηθῆτε δὲ ἐκεῖ
τοὺς τρόπους τῆς συμπεριφορᾶς σας καὶ
τὰ ἔργα σας, μὲ τὰ ὁποῖα
ἐμολύνατε τοὺς ἑαυτούς σας,
καὶ θὰ ἐντρέπεσθε· θὰ κτυπᾶτε
τὸ πρόσωπόν σας ἐξ αἰτίας ὅλων
τῶν κακιῶν σας. |
44
Καὶ ἐπιγνώσεσθε διότι ἐγὼ
Κύριος ἐν τῷ ποιῆσαί με οὕτως
ὑμῖν, ὅπως τὸ ὄνομά μου
μὴ βεβηλωθῇ κατὰ τὰς ὁδοὺς
ὑμῶν τὰς κακὰς καὶ κατὰ
τὰ ἐπιτηδεύματα ὑμῶν τὰ
διεφθαρμένα, λέγει Κύριος. (Μασ. Κα'1).
|
44
Καὶ θὰ μάθετε ὅτι ἐγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος, ὅταν κατ' αὐτὸν
τὸν τρόπον ἐνεργήσω ἀπέναντί
σας. Θὰ πράξω δὲ ἔτσι, διὰ νὰ
μὴ διαβληθῇ καὶ μολυνθῇ τὸ Ὄνομά
μου ἐξ αἰτίας τῶν πονηρῶν δρόμων
καὶ τρόπων τῆς ζωῆς σας καὶ
τῶν διεφθαρμένων ἔργων σας>, λέγει
ὁ Κύριος (Μασ. ΚΑ', 1) |
44
Καὶ ὅταν Ἐγὼ ἐνεργήσω ἔτσι
ὥστε νὰ μὴ βλασφημηθῇ τὸ Ὄνομά
μου καὶ νὰ μὴ ὑποτιμηθῇ ἕνεκα
τῆς κακῆς συμπεριφορᾶς σας καὶ τῶν
διεφθαρμένων ἔργων σας, θὰ μάθετε καλὰ καὶ
θὰ ἀναγνωρίσετε, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι
Ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος
τῶν πάντων. |
45
Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός
με λέγων· |
45
Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπε·
|
45
Ὡμίλησε δὲ πάλιν ὁ Κύριος καὶ μοῦ
εἶπε: |
46
υἱὲ ἀνθρώπου, στήρισον τὸ
πρόσωπόν σου ἐπὶ Θαιμὰν καὶ
ἐπίβλεψον ἐπὶ Δαρὸμ καὶ
προφήτευσον ἐπὶ δρυμὸν ἡγούμενον
Ναγὲβ |
46
<υἱὲ ἀνθρώπου, στρέψε τὸ
πρόσωπόν σου ἀπειλητικὸν ἐναντίον
τῆς Θαιμάν, ρίψε βλέμμα ἀπειλητικὸν
ἐναντίον τῆς Δαρὸμ καὶ προφήτευσε
ἐναντίον τοῦ μεγάλου δάσους
τοῦ Ναγέβ. |
46
Στρέψε ἀπειλητικὸν τὸ πρόσωπόν σου, ἄνθρωπε,
ἐναντίον τῆς Θαιμάν, στήριξε τὸ βλέμμα
σου ἐναντίον τῆς Δαρὸμ καὶ προφήτευσε
κατὰ τοῦ δάσους ποὺ δεσπόζει εἰς τὴν
Ναγέβ. |
47
καὶ ἐρεῖς τὸ δρυμῷ Ναγέβ·
ἄκουε λόγον Κυρίου· τάδε λέγει
Κύριος Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ
ἀνάπτω ἐν πῦρ, καὶ καταφάγεται
ἐν σοὶ πᾶν ξύλον χλωρὸν καὶ
πᾶν ξύλον ξηρὸν, οὐ σβεσθήσεται
ἡ φλὸξ ἡ ἐξαφθεῖσα, καὶ
κατακαυθήσεται ἐν αὐτῇ πᾶν πρόσωπον
ἀπὸ ἀπηλιώτου ἕως βορρᾶ·
|
47
Εἰπὲ εἰς τὸ δάσος αὐτὸ
τοῦ Ναγέβ· αὐτὰ λέγει Κύριος
Κύριος: Ἰδοὺ ἐγὼ ἀνάπτω
εἰς σὲ φωτιὰν καὶ ἡ φωτιὰ
θὰ καταφάγῃ ὅλα τὰ δένδρα
σου, χλωρὰ καὶ ξηρά, καὶ δὲν
θὰ σβησθῇ ἡ ἀναφθεῖσα φλόγα,
ἀλλὰ μέσα εἰς αὐτὴν θὰ
κατακαοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀπὸ
ἀνατολῶν μέχρι βορρᾶ.
|
47
Νὰ εἰπῇς δὲ τὰ ἑξῆς
πρὸς τὸ δάσος Ναγέβ <ποὺ συμβολίζει
τὴν Ἰουδαίαν>. Αὐτὰ λέγει ὁ
μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός:
Ἰδοὺ Ἐγὼ θὰ ρίψω φωτιὰ
ἐπάνω σου καὶ θὰ σοῦ καταφάγῃ
κάθε χλωρὸν δένδρον καθὼς καὶ κάθε ξηρὸν
δένδρον, τοὺς πάντας δηλαδὴ καὶ τὰ
πάντα ἀνεξαιρέτως. Ἡ φλόγα αὐτὴ ποὺ
θὰ ἀνάψῃ δὲν θὰ σβήνῃ
μὲ τίποτε. Θὰ κατακαῇ δὲ μέσα εἰς
αὐτὴν τὴν φωτιὰ κάθε ἄνθρωπος
ποὺ ζῇ ἐκεῖ, ἀπὸ τὴν
ἀνατολὴν ἕως τὸν βορρᾶν.
|
48
καὶ ἐπιγνώσεται πᾶσα σάρξ ὅτι
ἐγὼ Κύριος ἐξέκαυσα αὐτὸ
καὶ οὐ σβέσθηται. |
48
Καὶ τότε κάθε ἄνθρωπος θὰ μάθῃ
ὅτι ἐγὼ ὁ Κύριος καὶ Θεὸς
ἤναψα τὴν φωτιὰν αὐτήν, ἡ
ὁποία καὶ δὲν θὰ σβήσῃ>.
|
48
Καὶ θὰ μάθῃ κάθε ἄνθρωπος ὅτι
Ἐγώ, ὁ Κύριος τῶν πάντων, κατέκαυσα τὸ
δάσος τοῦτο, καὶ δὲν θὰ σβήσῃ
ἡ φωτιὰ μὲ τίποτε. |
49
Καὶ εἶπα· μιδαμῶς Κύριε Κύριε·
αὐτοὶ λέγουσι πρός με· οὐχὶ
παραβολή ἐστι λεγομένη αὕτη;
|
49
Ἐγὼ εἶπα τότε· <ὄχι
Κύριε· ποτὲ νὰ μὴ γίνῃ
ἔτσι>. Ἐκεῖνοι ὅμως ἀδιάφοροι
πρὸς τὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου μοῦ
εἶπαν μὲ ἐπιπολαιότητα· <ἁπλῆ
παραβολὴ δὲν εἶναι αὐτά;>
|
49
Εἶπα δὲ τότε ἐγώ, λέγει ὁ Ἰεζεκιήλ:
Κύριε, Κύριε, ἂς μὴ γίνῃ ποτὲ κάτι
τέτοιο! Οἱ πρόκριτοι ὅμως, ποὺ μὲ
ἤκουαν, μοῦ λέγουν ἀδιάφοροι: <Διατὶ
ταράττεσαι; Παραβολὴ δὲν εἶναι τὰ
λόγια σου;> |