Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με
ἐν τῷ ἔτει τῷ ἐνάτῳ,
ἐν τῷ μηνὶ τῷ δεκάτῳ,
δεκάτη τοῦ μηνός,
λέγων· |
Κύριος
ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ κατὰ
τὸ ἔνατον ἔτος, τὸν δέκατον
μῆνα, δεκάτην τοῦ μηνὸς καὶ
εἶπεν· |
μίλησε
δὲ ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ τὴν
δεκάτην ἡμέραν τοῦ δεκάτου μηνὸς τοῦ
ἐνάτου ἔτους τῆς ἐξορίας μου
εἰς τὴν Βαβυλωνίαν καὶ μοῦ εἶπεν:
|
2
υἱὲ ἀνθρώπου, γράψον σεαυτῷ
εἰς ἡμέραν ἀπὸ τῆς ἡμέρας
ταύτης, ἀφ' ἧς ἀπηρείσατο βασιλεὺς
Βαβυλῶνος ἐπὶ Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ
τῆς ἡμέρας τῆς σήμερον,
|
2
<υἱὲ ἀνθρώπου, γράψε μὲ
τὸ ἴδιο σου τὸ χέρι ἀπὸ
ὅλας τὰς ἄλλας ἡμέρας ὡς
ξεχωριστὴν αὐτὴν τὴν ἡμέραν,
κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ βασιλεὺς
τῆς Βαβυλῶνος ἔβαλε τὸ χέρι
του ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλὴμ
κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν.
|
2
Ἄνθρωπε, σημείωσε μὲ προσοχήν, διὰ νὰ
ἐνθυμῆσαι τὴν ἡμέραν, τὴν ἡμέραν
αὐτήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ βασιλεὺς
τῆς Βαβυλῶνος ὕψωσε τὸ χέρι του ἐναντίον
τῆς Ἱερουσαλήμ· πρόκειται διὰ
τὴν σημερινὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν
ὁποίαν σοῦ ὁμιλῶ.
|
3
καὶ εἰπὸν ἐπὶ τὸν οἶκον
τὸν παραπικραίνοντα παραβολὴν καὶ
ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· τάδε
λέγει Κύριος· ἐπίστησον τὸν
λέβητα καὶ ἔγχεον εἰς αὐτὸν
ὕδωρ |
3
Εἰπὲ εἰς τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαόν, ὁ ὁποῖος συνεχῶς μὲ
παραπικραίνει καὶ μὲ παροργίζει, αὐτὴν
τὴν παραβολικὴν εἰκόνα· αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος: Στῆσε ἕνα λέβητα
καὶ χύσε μέσα εἰς αὐτὸν
νερό.
|
3
Νὰ εἰπῇς δὲ πρὸς τοὺς
ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ, μεταξὺ τῶν
ὁποίων ζῇς καί οἰ ὁποῖοι ἑξακολουθοῦν
νὰ μὲ λυποῦν πολὺ μὲ τὴν
συμπεριφορὰν τῶν, μίαν παραβολικὴν διήγησιν
νὰ εἰπῇς συγκεκριμένως τὰ ἑξῆς:
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Στερέωσε εἰς
τὴν βάσιν του ἕνα λέβητα καὶ χῦσε
νερὸ μέσα εἰς αὐτόν. |
4
καὶ ἔμβαλε εἰς αὐτὸν τὰ
διχοτομήματα, πᾶν διχοτόμημα καλόν,
σκέλος καὶ ὦμον ἐκσεσαρκισμένα
ἀπὸ τῶν ὀστῶν
|
4
Βάλε μέσα εἰς τὸν λέβητα τεμαχισμένα
μέρη ζώου, τὰ καλύτερα τεμάχια,
τοὺς μηροὺς καὶ τὴν πλάτην,
τὰς σάρκας μόνον χωρισμένος ἀπὸ
τὰ ὀστᾶ.
|
4
Βέλε δὲ εἰς τὸν λέβητα αὐτὸν
τεμάχια ἀπὸ σφαγμένα ζῶα, ὅλα τὰ
καλὰ τεμάχια, μηροὺς καὶ πλάτην, ἀφοῦ
ἀφαιρέσῃς ἀπὸ τὰ κρέατα
τὰ κόκκαλα. |
5
ἐξ ἐπιλέκτων κτηνῶν εἰλημμένων
καὶ ὑπόκαιε τὰ ὀστᾶ ὑποκάτω
αὐτῶν· ἔζεσεν ἔζεσε, καὶ
ἥψηται τὰ ὀστᾶ αὐτῆς ἐν
μέσῳ αὐτῆς. |
5
Αὐτὰ θὰ ληφθοῦν ἀπὸ ἐκλεκτὰ
ζῶα. Τὰ ὀστᾶ βάλε τα κάτω
ἀπὸ τὰς σάρκας καὶ ἄναψε
φωτιὰ κάτω ἀπὸ τὸν λέβητα.
Ἔβρασεν, ἔβρασεν, ἐψήθησαν καὶ
ἐκάησαν καὶ αὐτὰ ἀκόμη
τὰ ὀστᾶ, ποὺ ὑπῆρχον μέσα
εἰς τὸν λέβητα.
|
5
Τὰ κρέατα αὐτὰ θὰ τὰ πάρῃς
ἀπὸ ἐκλεκτὰ ζῶα. Τὰ κόκκαλα
νὰ τὰ βάλῃς κάτω ἀπὸ τὰ
κρέατα καὶ φρόντιζε νὰ καίῃ διαρκῶς
ἡ φωτιὰ κάτω ἀπὸ τὸν λέβητα.
Καὶ πράγματι ἔβρασεν, ἔβρασε πολὺ
τὸ περιεχόμενον τοῦ λέβητος, ἐψήθηκαν
δὲ καὶ τὰ κόκκαλα, ποὺ ἦσαν
μαζὶ μὲ τὰ κρέατα μέσα εἰς τὸν
λέβητα. |
6
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος·
ὦ πόλις αἱμάτων, λέβης ἐν
ᾧ ἐστιν ἰὸς ἐν αὐτῷ,
καὶ ὁ ἰὸς οὐκ ἐξῆλθεν
ἐξ αὐτῆς· κατὰ μέλος αὐτῆς
ἐξήνεγκεν, οὐκ ἔπεσεν ἐπ' αὐτὴν
κλῆρος. |
6
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος: Ἱερουσαλήμ, πόλις γεμάτη
ἀπὸ ἀνθρώπινα αἵματα, σὺ
εἶσαι ὁ λέβης, μέσα εἰς τὸν
ὁποῖον ὑπάρχει σκουριά, καὶ
ἡ σκουριὰ δὲν φεύγει ἀπὸ
ἐπάνω σου. Ἕνα πρὸς ἕνα ἔβγαλες
τοὺς κατοίκους σου εἰς ἀφανισμόν.
Ἔγινε κλήρωσις, μήπως καὶ σωθῇ
κανείς, καὶ δὲν ἔπεσε κλῆρος
σωτηρίας εἰς κανένα.
|
6
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος:
Ὦ πόλις βυθισμένη εἰς τὰ αἵματα·
εἶσαι ὡσὰν λέβης ποὺ ἔχει σκουριάσει.
Αὐτὴ δὲ ἡ σκουριὰ τῆς
Ἱερουσαλὴμ δὲν ἐβγῆκε μέχρι
τώρα μὲ κανένα μέσον. Δι’ αὐτὸ τὸ
ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο τὰ μέλη της
ἐσύρθηκαν χωρὶς διάκρισιν διὰ νὰ
καταστραφοῦν δὲν ἔπεσε κλῆρος εἰς
αὐτήν, ὥστε νὰ γίνῃ ἐπιλογὴ
διὰ τὸν σκοπὸν αὐτόν.
|
7
Ὅτι αἷμα αὐτῆς ἐν μέσῳ
αὐτῆς ἐστιν, ἐπὶ λεωπετρίαν
τέταχα αὐτό. Οὐκ ἐκκέχυκα
αὐτὸ ἐπὶ τὴν γῆν τοῦ
καλύψαι ἐπ' αὐτὸ γῆν·
|
7
Τὰ αἵματα τῶν ἀθώων, ποὺ
ἐχύθησαν ἐν μέσῳ σου, ἐγὼ
διέταξα νὰ εὐρίσκωνται ἐπάνω
εἰς λείαν πέτραν. Δὲν ἀφῆκα
νὰ χυθοῦν εἰς τὸ ἔδαφος, ὥστε
νὰ τὰ σκεπάσῃ καὶ νὰ τὰ
κρύψῃ τὸ χῶμα.
|
7
Θὰ τιμωρηθοῦν ἀνεξαιρέτως οἱ κάτοικοι
τῆς Ἱερουσαλήμ, διότι τὸ αἷμα τῶν
ἀθώων ποὺ ἐχύθη εἰς αὐτὴν
εὑρίσκεται εἰς τὸ μέσον της· τὸ
ἔχω βάλει μάλιστα, διὰ νὰ φαίνεται,
ἐπάνω εἰς πέτραν λείαν καὶ γυμνὴν
δὲν τὸ ἔχυσα εἰς τὴν γῆν,
διὰ νὰ τὸ καλύψουν μὲ χῶμα.
|
8
τοῦ ἀναβῆναι θυμὸν εἰς ἐκδίκησιν
ἐκδικηθῆναι δέδωκα τὸ αἶμα αὐτῆς
ἐπὶ λεωπετρίαν τοῦ μὴ καλύψαι
αὐτό. |
8
Ἡ συνεχὴς παρουσία τοῦ αἵματος
τῶν ἀθῴων ἐπάνω εἰς τὴν
λείαν πέτραν, ὥστε νὰ μὴ σκεπασθοῦν
ἀπὸ τὸ χῶμα τοῦ ἐδάφους,
ἔχει γίνει, διὰ νὰ ἐξεγείρῃ
τὸν θυμόν μου καὶ νὰ ἀποστείλω
αὐστηρὰς τιμωρίας ἐναντίον σας
|
8
Ἄφησα ἀκάλυπτον τὸ αἷμα ἐπάνω
εἰς λείαν καὶ γυμνὴν πέτραν, διὰ νὰ
θυμώσω περισσότερον, καθὼς θὰ τὸ βλέπω ἐμπρός
μου, καὶ νὰ σᾶς τιμωρήσω δικαίως διὰ
τὰ ἐγκλήματά σας. |
9
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος·
κἀγὼ μεγαλυνῷ τὸν δαλὸν
|
9
Διὰ τοῦτο αὐτὸ λέγει ὁ
Κύριος· ἐγὼ θὰ ἀνάψω
μεγάλο δαυλί,
|
9
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος:
Ἐφ' ὅσον διέπραξες τόσας πολλὰς παρανομίας,
θὰ ἀνάψω καὶ Ἐγὼ μεγάλον δαυλὸν
|
10
καὶ πληθυνῶ τὰ ξύλα καὶ ἀνακαύσω
τὸ πῦρ, ὅπως τακῇ τὰ κρέα
καὶ ἐλαττωθῇ ὁ ζωμὸς
|
10
θὰ προσθέσω πλῆθος ἀπὸ ξύλα,
θὰ ἀναζωπυρήσω καὶ θὰ ἐνισχύσω
τῇ φωτιά, ὥστε νὰ λυώσουν τὰ
κρέατα, νὰ ἐλαττωθῇ καὶ νὰ
ἐξαντληθῇ ὁ ζωμός.
|
10
θὰ βάλω πολλὰ ξύλα καὶ θὰ δυναμώσω
τὴν φωτιά, διὰ νὰ λειώσουν τὰ κρέατα
ποὺ εἶναι μέσα εἰς τὸν λέβητα καὶ
νὰ ὀλιγοστεύσῃ ὁ ζωμός.
|
11
καὶ στῇ ἐπὶ τοὺς ἄνθρακας,
ὅπως προσκαυθῇ καὶ θερμανθῇ ὁ
χαλκὸς αὐτῆς καὶ τακῇ ἐν
μέσῳ ἀκαθαρσίας αὐτῆς,
καὶ ἐκλίπῃ ὁ υἱὸς
αὐτῆς, |
11
Καὶ ἔτσι ὁ λέβης, ὠχυρωμένη
πόλις, θὰ μείνῃ ἐπάνω
εἰς τοῦ ἄνθρακας ἀδειανός, διὰ
νὰ θερμανθῇ πολὺ καὶ πυρακτωθῇ
ὁ χαλκὸς τοῦ λὲβητος, καὶ νὰ
λυώσῃ ἐν μέσῳ αὐτοῦ,
ἐν μέσῳ δηλαδὴ τῆς πόλεως,
ἡ ἀκαθαρσία της καὶ νὰ ἐξαλειφθῇ
ἐντελῶς ἡ σκουριὰ τῷ κατοίκων
της. |
11
Θὰ μείνῃ δὲ ὁ λέβης ἐπάνω εἰς
τὰ ἀναμμένα κάρβουνα καὶ θὰ θερμανθῇ
ὁ χαλκός του, ὥστε νὰ λειώσῃ
καὶ ἡ σκουριὰ ποὺ ἔχει μέσα
του καὶ νὰ ἐξαλειφθῇ ἔτσι ἡ
σκουριά, ἡ διαφθορὰ δηλαδὴ τῆς Ἱερουσαλήμ.
|
12
καὶ οὐ μὴ ἐξέλθῃ ἐξ
αὐτῆς πολὺς ὁ ἰὸς αὐτῆς,
καταισχυνθήσεται ὁ ἰὸς αὐτῆς,
|
12
Ἔτσι δὲν θὰ ἐξέλθῃ πλέον
ἀπὸ αὐτὴν ἄφθονος σκουριά,
ἀλλὰ θὰ καταισχυνθῇ ἡ σκουριὰ
τῆς κακία της, οἱ πονηροὶ δηλαδὴ
κάτοικοί της.
|
12
Παρὰ ταῦτα ὅμως δὲν θὰ βγῇ
ἀπὸ αὐτὸν ἡ πολλὴ σκουριά
δὲν πρόκειται δηλαδὴ νὰ διορθωθῇ ἡ
Ἱερουσαλὴμ μὲ ὁποιονδήποτε,
ἔστω καὶ ὀδυνηρόν, μέσον. Διὰ τοῦτο
θὰ κατεντροπιασθῇ τελικῶς ἡ σκουριά
της, οἱ κάτοικοί της δηλαδὴ ποὺ ἔχουν
διαφθαρῇ ἀνεπανορθώτως. |
13
ἀνθ' ὧν ἐμιαίνου σύ, καὶ
τί ἐὰν μὴ καθαρισθῇς ἔτι,
ἕως οὗ ἐμπλήσω τὸν θυμόν
μου; |
13
Ἀπὸ ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα
σύ, ἡ πόλις τοὺς κατοίκους σου
ἐμολύνεσο, ποίαν θὰ ἔχῃς
τώρα συνέπειαν, ἐὰν δὲν καθαρισθῆτε
ἐντελῶς ἕως τὴν ὥραν, κατὰ
τὴν ὁποίαν θὰ ἀφήσω νὰ
ἐκσπάσῃ ὁ θυμός μου ἐναντίον
σας; |
13
Θὰ τιμωρηθῇς δέ, διότι ἐμολύνεσο διαρκῶς
σύ, ἡ ἄλλοτε ἁγία πόλις· καὶ
τί θὰ γίνῃ τελικῶς, ἐὰν
δὲν καθαρισθῇς πλέον ἀπὸ τὴν
διαφθοράν σου; Δὲν θὰ ὁλοκληρώσω καὶ
δὲν θὰ ξεχύσω ἐναντίον σου τὸν θυμόν
μου; |
14
Ἐγὼ Κύριος λελάληκα, καὶ ἥξει,
καὶ ποιήσω, οὐ διαστελῶ οὐδὲ
μὴ ἐλεήσω· κατὰ τὰς ὁδούς
σου, καὶ κατὰ τὰ ἐνθυμήματά
σου κρινῶ σε, λέγει Κύριος. Διὰ τοῦτο
ἐγὼ κρινῶ σε κατὰ τὰ αἵματά
σου καὶ κατὰ τὰ ἐνθυμήματά
σου κρινῶ σε, ἡ ἀκάθαρτος, ἡ
ὀνομαστὴ καὶ πολλὴ τοῦ παραπικραίνειν.
|
14
Ἐγώ, ὁ Κύριος ὡμίλησα
καὶ αἱ τιμωρίαι, τὰς ὁποίας
εἶπα θὰ ἐπέλθουν ἐναντίον
σας. Θὰ τὰ πραγματοποιήσω, δὲν θὰ
ὑποστείλω τὴν τιμωρίαν, οὔτε
θὰ σᾶς λυπηθῶ. Ἀνάλογα μὲ
τοὺς δρόμους καὶ τοὺς τρόπους
τῆς ζωῆς σου, ἀνάλογα μὲ τὰς
εἰδωλολατρικὰς διαθέσεις καὶ ἐπιθυμίας
σου, ἐγὼ θὰ σὲ κρίνω καὶ
θὰ σὲ δικάσω, λέγει ὁ Κύριος.
Διὰ τὴν ἀμετανοησίαν σου ἐγὼ
θὰ σὲ κρίνω καὶ θὰ σὲ
καταδικάσω σύμφωνα μὲ τὴν δικαιοσύνην,
ποὺ ἀπαιτοῦν τὰ χυθέντα ἀθῷα
αἵματα. Σύμφωνα μὲ τὰ εἰδωλολατρικὰς
διαθέσεις καὶ ἐπιθυμίας σου θὰ
σὲ δικάσω, σὲ τὴν ἀκάθαρτον,
τὴν διαβόητον πόλιν, ἡ ὁποία
πολὺ μὲ ἔχῃ πικράνει καὶ
ἐξοργίσει>, λέγει ὁ Κύριος.
|
14
Ἔχω ὁμιλήσει σχετικῶς μὲ αὐτὸ
τὸ θέμα Ἐγώ, ὁ Κύριος τῶν πάντων,
καὶ θὰ ἔλθῃ ὁπωσδήποτε ἡ
συμφορά· θὰ πραγματοποιήσω αὐτὸ ποὺ
εἶπα. Δὲν θὰ ἐπιφυλαχθῶ, οὔτε
θὰ λυπηθῶ. Θὰ σὲ κρίνω καὶ θὰ
σὲ καταδικάσω, λέγει ὁ Κύριος τῶν πάντων,
ἀναλόγως πρὸς τὴν ὅλην συμπεριφοράν
σου καὶ πρὸς τὰ σχέδιά σου, σύμφωνα μὲ
τὰ ὁποῖα ἔδειχνες προτίμησιν πρὸς
τὴν ἀσέβειαν καὶ εἰδωλολατρίαν. Διὰ
τοῦτο θὰ σὲ κρίνω, ἐπαναλαμβάνω, Ἐγώ,
ὁ ἀκριβοδίκαιος Κριτής, διὰ τὰ αἵματα
ποὺ ἔχυσες· θὰ σὲ κρίνω διὰ
τὴν στροφὴν τῆς ὑπάρξεώς σου πρὸς
τὰ εἴδωλα· ἔτσι θὰ κριθῇς
καὶ θὰ καταδικασθῇς σύ, ἡ ἀκάθαρτος
καὶ διαβόητος διὰ τὴν διαφθορὰν
τῆς πόλις, ἡ ὁποία διέπραττες πολλά, διὰ
νὰ λυπῇς καὶ πικραίνῃς πολὺ
Ἐμέ, τὸν Κύριον καὶ Θεόν σου.
|
15
Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός
με λέγων· |
15
Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ
καὶ μοῦ εἶπε·
|
15
Ὡμίλησε δὲ πάλιν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπεν: |
16
υἱὲ ἀνθρώπου, ἰδοὺ ἐγὼ
λαμβάνω ἐκ σοῦ τὰ ἐπιθυμήματα
τῶν ὀφθαλμῶν σου ἐν παρατάξει·
οὐ μὴ κοπῇς οὐδ' οὐ μὴ
κλαυσθῇς. |
16
<υἱὲ ἀνθρώπου, ἰδοὺ
ἐγὼ παὶρνω μὲ τὴν σειρὰν
τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο καὶ
ἀφαιρῶ ἀπὸ σὲ ὅλα, ὅσα
ἐπιθυμοῦν οἱ ὀφθαλμοί σου. Δι'
αὐτὰ δὲν θὰ ἐκσπάσῃς
εἰς κοπετούς, οὔτε καὶ θὰ κλαύσῃς
|
16
Ἄνθρωπε, ἰδοὺ ἐγὼ θὰ πάρω
τώρα ξαφνικά, ὡσὰν νὰ ἦτο εἰς
πολεμικὴν σύρραξιν καὶ νὰ ἐκτυπήθη
ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους, ὅ,τι ποθοῦν
πολὺ τὰ μάτια σου, δηλαδὴ τὴν σύζυγόν
σου. Σὺ ὅμως δὲν πρέπει οὔτε νὰ
θρηνήσῃς οὔτε νὰ κλαύσῃς.
|
17
Στεναγμὸς αἵματος, ὀσφύος, πένθους
ἐστίν· οὐκ ἔσται τὸ τρίχωμά
σου συμπεπλεγμένον ἐπὶ σὲ καὶ
τὰ ὑποδήματά σου ἐν τοῖς
ποσί σου, οὐ μὴ παρακληθῇς ἐν
χείλεσιν αὐτῶν καὶ ἄρτον ἀνδρῶν
οὐ μὴ φάγῃς. |
17
Μόνον βαθὺν ἐσωτερικὸν στεναγμὸν
θὰ αἰσθανθῇς, ποὺ θὰ παραλύῃ
τὴν ὀσφύν σου, στεναγμὸν πένθους.
Αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς σου δὲν
θὰ πλεχθοῦν, ὅπως συνηθίζεται εἰς
περιστάσεις πένθους, καὶ τὰ ὑποδήματά
σου θὰ εὑρίσκωνται πάντοτε εἰς
τοὺς πόδας σου. Δὲν θὰ δεχθῇς
παρηγορίαν ἀπὸ χείλη ἀνθρώπων
καὶ ἄρτον τὸν ὁποῖον συνήθως
ἄνδρες φέρουν εἰς περιστάσεις πένθους
πρὸς παρηγορίαν, δὲ θὰ φάγῃς>.
|
17
Τὸ πένθος σου θὰ εἶναι ἐσωτερικόν,
βαθύ, στεναγμὸς τῆς καρδίας σου διὰ τὸ
συγγενικὸν πρόσωπον ποὺ θὰ χάσῃς,
καὶ πόνος εἰς τὴν ὀσφύν σου, δηλαδὴ
εἰς τὸν ὅλον ἐσωτερικόν σου
κόσμον. Δὲν θὰ πλεχθοῦν μὲ σκόνην
τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς σου, ὅπως
γίνεται συνήθως εἰς τὸ πένθος, καὶ θὰ
φορῇς κανονικὰ τὰ ὑποδήματά σου εἰς
τὰ πόδια σου. Δὲν θὰ δεχθῇς συλλυπητήρια
ἀπὸ χείλη ἀνθρώπων καὶ δὲν θὰ
φάγῃς τροφὰς ποὺ θὰ σοῦ στείλουν
ἄλλοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι θὰ
θελήσουν νὰ σοῦ συμπαρασταθοῦν.
|
18
Καὶ ἐλάλησα πρὸς τὸν λαὸν
τὸ πρωΐ, ὃν τρόπον ἐνετείλατό
μοι, καὶ ἀπέθανεν ἡ γυνή μου
ἑσπέρας, καὶ ἐποίησα τὸ
πρωῒ ὃν τροπον ἐπετάγη μοι.
|
18
Ἐγὼ ὁ προφήτης τὰ εἶπα
αὐτὰ εἰς τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαὸν κατὰ τὴν πρωΐαν, ὅπως ὁ
Κύριος μὲ εἶχε διατάξει. Τὴν
ἑσπέραν τῆς ἰδίας ἡμέρας
πέθανεν ἡ γυνή μου καὶ τὴν
ἐπομενην πρωΐαν ἔπραξα ὅ,τι μὲ εἶχε
διατάξει ὁ Κύριος.
|
18
Ὡμίλησα πράγματι τὸ πρωῒ εἰς τὸν
λαὸν καὶ εἶπα ὅσα μὲ διέταξεν
ὁ Κύριος, καὶ τὸ βράδυ ἀπέθανεν αἰφνιδίως
ἡ σύζυγός μου. Καὶ τὸ πρωῒ ἔκαμα
ὅ,τι ἀκριβῶς μὲ διέταξεν ὁ Θεὸς
ὡς πρὸς τὸ πένθος διὰ τὸν θάνατόν
της. |
19
Καὶ εἶπε πρός με ὁ λαός·
οὐκ ἀναγγελεῖς ἡμῖν τί
ἐστι ταᾶτα, ἃ σὺ ποιεῖς;
|
19
Τότε ὁ ἰσραηλιτικὸς λαός μὲ
ἠρώτησε· <δὲν θὰ ἐξηγήσῃς
εἰς ἡμᾶς τί εἶναι αὐτά,
τὰ ὁποῖα σὺ πράττεις;>
|
19
Μοῦ εἶπε δὲ ὁ λαός, ποὺ εἶδεν
αὐτὴν τὴν ἀπαθῆ στάσιν μου:
Δὲν θὰ μᾶς φανερώσῃς τί νόημα
ἔχουν αὐτὰ ποὺ κάμνεις;
|
20
Καὶ εἶπα πρὸς αὐτούς· λόγος
Κυρίου ἐγένετο πρός με λέγων·
|
20
Καὶ εἶπα πρὸς αὐτούς· <ὁ
Κύριος ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ
καὶ μοῦ εἶπε·
|
20
Καὶ εἶπα πρὸς αὐτούς: Ὡμίλησε
πρὸς ἐμὲ ὁ Κύριος καὶ εἶπε:
|
21
εἰπὸν πρὸς τὸν οἶκον τοῦ
Ἰσραήλ· τάδε λέγει Κύριος·
ἰδοὺ ἐγὼ βεβηλῶ τὰ ἅγιά
μου, φρύαγμα ἰσχύος ὑμῶν. Ἐπιθυμήματα
ὀφθαλμῶν ὑμῶν, καὶ ὑπὲρ
ὧν φείδονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν·
καὶ οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ
αἱ θυγατέρες ὑμῶν, οὓς ἐγκατελίπετε,
ἐν ρομφαίᾳ πεσοῦνται. |
21
εἰπὲ εἰς τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαόν, αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος:
Ἰδοὺ ἐγὼ θὰ παραχωρήσω,
ὥστε νὰ βεβηλωθοῦν τὰ ἄγια πράγματά
μου, τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου,
αὐτὰ ποὺ ἀποτελοῦν τὴν
μεγάλην δύναμίν σας· πόθους καὶ
ἐπιθυμίας τῶν ὀφθαλμῶν σας,
αὐτὰ διὰ τὰ ὁποῖα πονοῦν
καὶ λυποῦνται αἱ ψυχαί σας. Οἱ
υἱοί σας καὶ αἱ θυγατέρες σας,
τὰς ὁποίας ἐγκαταλείψατε εἰς
τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σας, θὰ
πέσουν ἐν στόματι μαχαίρας.
|
21
Νὰ εἰπῇς τὰ ἑξῆς εἰς
τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ: Αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος: Ἰδοὺ Ἐγὼ δίδω
τὴν ἄδειάν μου καὶ θὰ βεβηλωθοῦν
πλέον οἱ ἅγιοι τόποι τῆς λατρείας μου, ποὺ
ἦσαν τὸ καύχημα τῆς δυνάμεώς σας·
ὅλα αὐτὰ ποὺ ποθοῦν πολὺ
τὰ μάτια σας καὶ διὰ τὰ ὁποῖα
πονοῦν αἱ ψυχαί σας. Θὰ θανατωθοῦν
δὲ μὲ ρομφαίαν καὶ οἱ υἱοί
σας καὶ αἱ θυγατέρες σας, τοὺς ὁποίους
ἀφήσατε εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ,
ὅταν σᾶς ἔσυραν ἐξορίστους εἰς
τὴν Βαβυλωνίαν. |
22
Καὶ ποιήσετε ὃν τρόπον πεποίηκα·
ἀπὸ στόματος αὐτῶν οὐ
παρακληθήσεσθε καὶ ἄρτον ἀνδρῶν
οὐ φάγεσθε, |
22
Τότε θὰ κάμετε καὶ σεῖς ἐκεῖνο,
τὸ ὁποῖον ἐγὼ ἔπραξα.
Δὲν θὰ ἀκούσετε παρηγορίαν ἀπὸ
τὸ στόμα ἄλλων καὶ ἄρτον, τὸν
ὁποῖον συνήθως φέρουν πρὸς παρηγορίαν
εἰς περιστάσεις πένθους, δὲν θὰ
φάγετε.
|
22
Θὰ κάμετε λοιπὸν καὶ σεῖς ὅ,τι
ἔκαμα καὶ ἐγὼ διὰ τὸν
θάνατον τῆς συζύγου μου. Δὲν θὰ παρηγορηθῆτε
ἀπὸ στόμα ἀνθρώπων, οὔτε θὰ
φάγετε ἀπὸ τὰς τροφὰς ἄλλων,
ὅπως γίνεται συνήθως εἰς τὸ πένθος.
|
23
καὶ αἱ κόμαι ὑμῶν ἐπὶ
τῆς κεφαλῆς ὑμῶν, καὶ τὰ
ὑποδήματα ὑμῶν ἐν τοῖς
πόσιν ὑμῶν· οὔτε μὴ κόψησθε
οὔτε μὴ κλαύσητε, καὶ ἐντακήσεσθε
ἐν ταῖς ἀδικίαις ὑμῶν
καὶ παρακαλέσετε ἕκαστος τὸν ἀδελφὸν
αὐτοῦ. |
23
Ἡ κόμη σας θὰ εὑρίσκεται, ὅπως
καὶ προηγουμένως, ἐπάνω εἰς
τὸ κεφάλι σας, δὲν θὰ πλεχθῇ
κατὰ πένθιμον τρόπον καὶ τὰ
ὑποδήματά σας θὰ ὑπάρχουν,
ὅπως καὶ προηγουμένως, εἰς τὰ
πόδια σας. Οὔτε εἰς κοπετοὺς θὰ
ἐκσπάσετε, οὔτε καὶ θὰ θρηνήσετε.
Θὰ λυώσετε ἐξ αἰτίας τῶν
παρανομιῶν σας καὶ ὁ καθένας θὰ
προσπαθῇ νὰ παρηγορῇ τὸν ἀδελφόν
του>. |
23
Τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς σας θὰ
εἶναι κτενισμένα κανονικά, καὶ θὰ φορῆτε
τὰ ὑποδήματά σας εἰς τὰ πόδια
σας. Οὔτε θὰ θρηνήσετε οὔτε θὰ κλαύσετε.
Θὰ λειώσετε ἀπὸ πόνον μέσα σας, ἐξ
αἰτίας βεβαίως τῶν ἀδικιῶν καὶ
ἀνομιῶν σας, καὶ θὰ παρηγορήσετε καθένας
τὸν ἀδελφόν του κρυφὰ διὰ τὸν
φόβον τῶν Βαβυλωνίων. |
24
Καὶ ἔσται Ἰεζεκιὴλ ὑμῖν
εἰς τέρας· κατὰ πάντα, ὅσα
ἐποίησα, ποιήσετε, ὅταν ἔλθῃ
ταῦτα· καὶ ἐπιγνώσεσθε διότι
ἐγὼ Κύριος. |
24
Ἔτσι ἐγώ, ὁ Ἰεζεκιήλ,
θὰ εἶμαι γιὰ σᾶς ἕνα καταπληκτικὸν
καὶ τρομερὸν σημεῖο· εἰς ὅλα,
ὅσα ἐγὼ ἔκαμα καὶ σεῖς
θὰ πράξετε, ὅταν θὰ συμβοῦν
αὐτά. Τότε θὰ μάθετε καλά,
λέγει ὁ Κύριος, ὅτι ἐγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος.
|
24
Θὰ εἶναι δὲ ὁ Ἰεζεκιὴλ
ἐμπρός σας ὡς παράδοξον σημεῖον. Σύμφωνα
μὲ ὅλα ὅσα ἔκαμα ἐγὼ <λέγει
ὁ Προφήτης> θὰ ἐνεργήσετε καὶ
σεῖς, ὅταν συμβοῦν αὐτὰ ποὺ
σᾶς εἶπα. Θὰ μάθετε δὲ τότε καλὰ
<λέγει ὁ Θεός> ὅτι Ἐγὼ
καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων.
|
-25
Καὶ σὺ υἱὲ ἀνθρώπου, οὐχὶ
ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ὅταν λαμβάνων
τὴν ἰσχὺν παρ' αὐτῶν, τὴν
ἔπαρσιν τῆς καυχήσεως αὐτῶν,
τὰ ἐπιθυμήματα ὀφθαλμῶν αὐτῶν
καὶ τὴν ἔπαρσιν ψυχῆς αὐτῶν,
υἱοὺς αὐτῶν καὶ θυγατέρας
αὐτῶν, |
25
<Ὡς πρὸς σὲ δέ, υἱὲ
ἀνθρώπου, κατὰ τὴν ἡμέραν
ἐκείνην, κατὰ τὴν ὁποίαν
ἐγὼ θὰ ἀφαιρέσω τὴν δύναμιν
ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας, τὴν
ἔπαρσιν τῆς ἀλαζονικῆς καυχήσεώς
των, τὰ ἀντικείμενα τὰ ὁποῖα
λαχταροῦν οἱ ὀφθαλμοί των καὶ
τὸ καμάρι τῆς ψυχῆς των, τοὺς
υἱοὺς δηλαδὴ καὶ τὰς θυγατέρας
των, τότε
|
25
Καὶ σύ, ἄνθρωπε, δὲν θὰ πληροφορηθῇς
τὴν θλιβερὰν εἴδησιν κατὰ τὴν
ἰδίαν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποῖον
θὰ ἀφαιρέσω ἀπὸ αὐτοὺς
τὴν δύναμίν των, τὸ ὕψος τῆς
καυχήσεώς των, αὐτὰ ποὺ ποθοῦν
πολὺ τὰ μάτια των, τὴν χαρὰν καὶ
τὸ καύχημα τῆς ψυχῆς των, τὸν Ναὸν
δηλαδὴ καὶ τοὺς υἱοὺς καὶ
τὰς θυγατέρας των. |
26
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
ἥξει ὁ ἀνασῳζόμενος πρὸς
σὲ τοῦ ἀναγγεῖλαί σοι εἰς
τὰ ὦτα; |
26
κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
δὲν θὰ ἔλθῃ πρὸς σὲ κάποιος,
ὁ ὁποῖος θὰ διαφύγῃ τὴν
καταστροφὴν καὶ θὰ ἀναγγείλῃ
αὐτὰ πρὸς σέ;
|
26
Εἶναι ἄλλως τε δυνατὸν νὰ ἔλθῃ
κατὰ τὴν ἰδίαν ἐκείνην ἡμέραν
τῆς καταστροφῆς κάποιος ποὺ θὰ διασωθῇ,
διὰ νὰ σοῦ ἀναγγείλῃ προσωπικῶς
τὰ γεγονότα; |
27
Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
διανοιχθήσεται τὸ στόμα σου πρὸς τὸν
ἀνασῳζόμενον καὶ λαλήσεις καὶ
οὐ μὴ ἀποκωφωθῇς οὐκέτι·
καὶ ἔσῃ αὐτοῖς εἰς τέρας,
καὶ ἐπιγνώσονται διότι ἐγὼ
Κύριος. |
27
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην
θὰ ἀνοίξῃς πλατὺ τὸ στόμα
σου, διὰ νὰ ὁμιλήσῃς πρὸς
ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θὰ
ἔχουν διασωθῇ, θὰ ὁμιλήσῃς
καὶ δὲν θὰ σιωπήσῃς πλέον.
Θὰ εἶσαι δὲ δι' αὐτοὺς ἕως
τότε ἕνα καταπληκτικὸν καὶ φοβερὸν
σημεῖον. Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται θὰ
μάθουν τότε, ὅτι ἐγὼ εἶμαι
ὁ Κύριος>. |
27
Ὅταν λοιπὸν ἔλθῃ ὁ ἀγγελιοφόρος
καὶ ἀκούσῃς τὴν θλιβερὰν εἴδησιν,
θὰ ἀνοιχθῇ πλέον τὸ στόμα σου καὶ
θὰ ὁμιλήσῃς πρὸς αὐτὸν
ποὺ διεσώθη ἀπὸ τὴν καταστροφὴν
καὶ ἦλθε νὰ σοῦ τὴν ἀνακοινώσῃ.
Δὲν θὰ συνεχίσῃς πλέον νὰ παραμένῃς
ἀμίλητος, βουβός. Θὰ εἶσαι ἔτσι
παράδοξον σημάδι διὰ τοὺς ἀπογόνους τοῦ
Ἰσραήλ. Θὰ μάθουν δὲ τότε πολὺ καλὰ
ὅτι Ἐγώ, ὁ Κύριος τῶν πάντων, εἶμαι
Ἐκεῖνος ποὺ ὡμίλησα καὶ ὁμιλῶ
μὲ τὸ στόμα σου. |