Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐγενήθη ἐν τῷ ἐνδεκάτῳ
ἔτει, μιᾷ τοῦ μηνός, ἐγένετο
λόγος Κυρίου πρός με λέγων·
|
ὴν
πρώτην ἡμέραν τοῦ μηνός, τοῦ
ἑνδεκάτου ἔτους ἀπὸ τῆς
ἡμέρας τῆς αἰχμαλωσίας, ὁ
Κύριος ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπε·
|
ατὰ
δὲ τὴν πρώτην ἡμέραν τοῦ πρῶτον
μηνὸς τοῦ ἑνδεκάτου ἔτους τῆς
αἰχμαλωσίας μου εἰς τὴν Βαβυλωνίαν ὡμίλησε
πρὸς ἐμὲ ὁ Κύριος καὶ εἶπεν:
|
2
υἱὲ ἀνθρώπου, ἀνθ' ὧν
εἶπε Σὸρ ἐπὶ Ἱερουσαλήμ·
εὖγε, συνετρίβη, ἀπόλωλε τὰ
ἔθνη, ἐπεστράφη πρός με, ἡ πλήρης
ἠρήμωται, |
2
<υἱὲ ἀνθρώπου, ἐπειδὴ
ἡ Τύρος, μοχθηρῶς χαίρουσα, εἶπεν
ἐναντίον τῆς Ἱερουσαλήμ·
<εὖγε! ἡ πόλις συνετρίβη, κατεστράφη,
τὰ ἔθνη καὶ τὸ ἐμπόριόν
των ἐστράφησαν πρὸς ἐμέ, ἡ
ἄλλοτε πολυάριθμος Ἱερουσαλὴμ ἔχει
πλέον ἐρημωθῇ>,
|
2
Ἄνθρωπε, ἐπειδὴ καὶ ἡ Τύρος
ἐξεδήλωσε τὴν χαράν της διὰ
τὴν καταστροφὴν τῆς Ἱερουσαλὴμ
καὶ εἶπεν· <ὡραῖα! συνετρίβη ἐπὶ
τέλους, κατεστράφη καὶ ἔχασε τὰ ἔθνη·
αὐτὰ θὰ στραφοῦν πλέον πρὸς
ἐμέ· δὲν θὰ τὰ δεσμεύῃ
ἡ Ἱερουσαλὴμ μὲ τοὺς φόρους
της· ἡ μεγάλη καὶ γεμάτη ἀπὸ διαφόρους
λαοὺς Ἱερουσαλὴμ ἔχει ἤδη ἐρημωθῇ>,
|
3
διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος·
ἰδοὺ ἐγὼ ἐπὶ σέ,
Σόρ, καὶ ἀνάξω ἐπὶ σὲ
ἔθνη πολλά, ὡς ἀναβαίνει ἡ
θάλασσα τοῖς κύμασιν αὐτῆς.
|
3
διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος ἐναντίον τῆς Τύρου: Ἰδού,
ἐγὼ ἐπέρχομαι ἐναντίον
σου, Τύρος, καὶ θὰ ὁδηγήσω ἐναντίον
σου ἔθνη πολλά, ὅπως ἀκριβῶς
ἔρχονται τὰ κύματα τῆς θαλάσσης
τὸ ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου.
|
3
διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος
τῶν πάντων: Ἰδοὺ στρέφομαι Ἐγώ, Τύρος,
ἐναντίον σου. Θὰ φέρω δὲ ἐπάνω σου
ἔθνη πολλά, ὅπως ἀνεβάζει ἡ θάλασσα
τὰ κύματά της. |
4
Καὶ καταβαλοῦσι τὰ τείχη Σὸρ
καὶ καταβαλοῦσι τοὺς πύργους σου,
καὶ λικμήσω τὸν χοῦν αὐτῆς
ἀπ' αὐτῆς καὶ δώσω αὐτὴν
εἰς λεωπετρίαν. |
4
Θὰ κρημνίσουν τὰ τείχη σου, θὰ
ρίψουν κάτω εἰς ἐρείπια τοὺς
πολεμικοὺς πύργους σου, θὰ
ἐπιτρέψω ἐγὼ νὰ λιχνίσουν
καὶ ἐξαφανίσουν καὶ αὐτὸ
τὸ χῶμα ἀπὸ τὸ ἔδαφός
της καὶ θὰ καταστήσουν αὐτὴν
ξηρὰν ὡσὰν τὴν λείαν πέτραν.
|
4
Οἱ ἐχθροὶ αὐτοὶ θὰ κρημνίσουν,
Τύρος, τὰ τείχη σου καὶ θὰ κατεδαφίσουν
τοὺς πύργους σου. Θὰ διασκορπίσω τότε τὸ
χῶμα της καὶ θὰ τὴν κάμω νὰ
εἶναι ὡσὰν γυμνή, λεία πέτρα.
|
5
Ψυγμος σαγηνῶν ἔσται ἐν μέσῳ
θαλάσσης, ὅτι ἐγὼ λελάληκα,
λέγει Κύριος· καὶ ἔσται εἰς
προνομὴν τοῖς ἔθνεσι.
|
5
Ἀνάμεσα εἰς τὰς ἄλλας παραλίους
περιοχὰς θὰ γίνῃ ἡ
ἐρημωμένη Τύρος χῶρος, ὅπου
θὰ στεγνώνουν οἱ ἁλιεῖς τὰ
δίκτυά των. Ἐγὼ ἐλάλησα,
λέγει ὁ Κύριος καὶ αὐτὸ
θὰ γίνῃ. Ἡ Τύρος θὰ γίνῃ
λεία τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν.
|
5
Θὰ χρησιμεύῃ πλέον αὐτὴ μόνον διὰ
νὰ στεγνώνουν οἱ ἁλιεῖς τὰ δίκτυά
των εἰς τὸ μέσον τῆς θαλάσσης. Θὰ
πραγματοποιηθῇ τοῦτο, διότι τὸ εἶπα
Ἐγώ, λέγει ὁ Κύριος τῶν πάντων. Ἡ
πλουσία Τύρος θὰ πέσῃ ὡς λάφυρον εἰς
τὰ χέρια τῶν ἐθνῶν.
|
6
Καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῆς αἱ
ἐν τῷ πεδίῳ μαχαίρᾳ ἀναιρεθήσονται,
καὶ γνώσονται ὅτι ἐγὼ Κύριος.
|
6
Αἱ ἀνὰ τὴν πεδιάδα
κωμοπόλεις αὐτῆς θὰ καταληφθοῦν
ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς καὶ οἱ
κάτοικοί των θὰ θανατωθοῦν ἐν
στόματι μαχαίρας, καὶ θὰ μάθουν,
ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος.
|
6
Τὰ δὲ προάστιά της ποὺ εὑρίσκονται
εἰς τὴν πεδινὴν ἀκτὴν τῆς
Μεσογείου θὰ ἐξοντωθοῦν μὲ μαχαίρι,
καὶ οἱ κάτοικοί των θὰ θανατωθοῦν.
Καὶ θὰ γνωρίσουν τότε ὅτι Ἐγώ, ὁ
Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ἐξουσιάζω τὰ
πάντα. |
7
Ὅτι τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ
ἐγὼ ἐπάγω ἐπὶ σέ,
Σόρ, τὸν Ναβουχοδονόσορ βασιλέα Βαβυλῶνος
ἀπὸ τοῦ βορρᾶ <βασιλεὺς βασιλέων
ἐστί> μεθ' ἵππων καὶ ἁρμάτων
καὶ ἰππέων καὶ συναγωγῆς ἐθνῶν
πολλῶν σφόδρα. |
7
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· ἰδοὺ
ἐγὼ ἐπιφέρω ἐναντίον σου,
Τύρος, τὸν Ναβουχοδονόσορα βασιλέα
τῆς Βαβυλῶνος, ἀπὸ τὴν περιοχὴν
τοῦ βορρᾶ <αὐτὸς
εἶναι βασιλεὺς τῶν βασιλέων> μὲ
ἱππικόν, μὲ ἅρματα, μὲ ἱππεῖς,
μὲ πολὺ μεγάλο πλῆθος ἐθνῶν.
|
7
Αὐτὰ λοιπὸν λέγει ὁ Κύριος τῶν
πάντων: Ἰδοὺ Ἐγὼ ὁδηγῶ
ἀπὸ τὸν βορρᾶν ἐναντίον σου,
Τύρος, τὸν Ναβουχοδονόσορα, τὸν βασιλέα τῆς
Βαβυλῶνος <ὁ ὁποῖος ἔχει
κατακτήσει ἤδη πολλὰ βασίλεια καὶ ὑπέταξε
τοὺς βασιλεῖς των>. Θὰ ἔλθῃ
μὲ ἵππους, μὲ πολεμικὰ ἅρματα,
μὲ ἱππεῖς καὶ μὲ πολὺ
μεγάλην παράταξιν πολλῶν ἐθνῶν.
|
8
Οὗτος τὰς θυγατέρας σου τὰς ἐν
τῷ πεδίῳ μαχαίρᾳ ἀνελεῖ
καὶ δώσει ἐπὶ σὲ προφυλακὴν
καὶ περιοικοδομήσει καὶ ποιήσει ἐπὶ
σὲ κύκλῳ χάρακα καὶ περίστασιν
ὅπλων καὶ τὰς λόγχας αὐτοῦ
ἀπέναντί σου δώσει·
|
8
Αὐτὸς ἐν στόματι μαχαίρας θὰ
φονεύσῃ τοὺς κατοίκους τῶν κωμοπόλεών
σου ἀνὰ τὴν πεδιάδα, θὰ ἐγκαταστήσῃ
εἰς τὴν περιοχήν σου στρατιωτικὰς
φρουράς, θὰ οἰκοδομήσῃ ὁλόγυρα
ὀχυροὺς πύργους, θὰ ἀνοίξῃ
γύρω σου χαρακώματα, θὰ
ἐγκαταστήσῃ ἀπέναντί
σου ὀπλοφόρους καὶ
λογχοφόρους.
|
8
Αὐτὸς εἶναι ποὺ θὰ ἐξοντώσῃ
μὲ μαχαίρι τὰ προάστιά σου ποὺ εὑρίσκονται
εἰς τὴν ἀπέναντι πεδινὴν ἀκτὴν
τῆς Μεσογείου· καὶ θὰ βάλῃ ἐναντίον
σου προφυλακὴν ἀπὸ τοὺς στρατιώτας
του. Θὰ κτίσῃ ἐπίσης γύρω σου πολιορκητικοὺς
πύργους· θὰ κατασκευάσω δὲ ὁλόγυρα
χαρακώματα καὶ τάφρον. Θὰ στήσῃ γύρω σου
καὶ τὰ ἐπιθετικά του ὅπλα καὶ
θὰ τοποθετήσῃ τὰς λόγχας του ἐναντίον
σου. |
9
τὰ τείχη σου καὶ τοὺς πύργους
σου καταβαλεῖ ἐν ταῖς μαχαίραις αὐτοῦ.
|
9
Θὰ κρημνίσῃ τὰ τείχη καὶ
τοὺς ὀχυροὺς πύργους σου με τὰ
πολεμικά του ὄργανα.
|
9
Τὰ τείχη σου καὶ τοὺς πύργους σου θὰ
κατεδαφίσῃ μὲ τὰ εἰδικὰ σκληρὰ
μαχαίρια του, ποὺ χρησιμοποιεῖ εἰς τὰς
πολιορκίας τῶν πόλεων. |
10
Ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἵππων
αὐτοῦ κατακαλύψει σε ὁ κονιορτὸς
αὐτῶν, καὶ ἀπὸ τῆς φωνῆς
τῶν ἰππέων αὐτοῦ καὶ τῶν
τροχῶν τῶν ἁρμάτων αὐτοῦ
σεισθήσεται τὰ τείχη σου εἰσπορευομένου
αὐτοῦ τὰς πύλας σου, ὡς εἰσπορευόμενος
εἰς πόλιν ἐκ πεδίου.
|
10
Ἀπὸ τὸ πολυάριθμον πλῆθος τοῦ
ἱππικοῦ του θὰ ἐγερθῇ κονιορτός,
ὁ ὁποῖος θὰ σὲ σκεπάσῃ
ἐξ ὁλοκλήρου. Καὶ ἀπὸ
τὸν θόρυβον τῶν ἰππέων του καὶ
τῶν τροχῶν τῶν ἁρμάτων του θὰ
συγκλονισθοῦν τὰ τείχη σου, καθὼς
αὐτὸς θὰ εἰσέργεται διὰ
τῶν πυλῶν σου, μὲ
τόσην εὐκολίαν μὲ ὅση εἰσέρχεται
εἰς τὴν πόλιν ὁ ἐρχόμενος
ἀπὸ τὴν πεδιάδα.
|
10
Ἡ σκόνη ποὺ θὰ προκαλοῦν οἱ
πολλοὶ ἵπποι του, καθὼς θὰ τρέχουν,
θὰ σὲ καλύψῃ ἐντελῶς. Ἀπὸ
τὸν θόρυβον δὲ ποὺ θὰ προέρχεται ἀπὸ
τὰς φωνὰς τῶν ἱππέων καὶ τὰς
κινήσεις τῶν τροχῶν τῶν πολεμικῶν
ἁρμάτων του θὰ σεισθοῦν τὰ τείχη σου,
ὅταν θὰ εἰσέρχεται, ὁ στρατὸς
τῆς Βαβυλῶνος ἀπὸ τὰς πύλας
σου ἀνενόχλητος, ὅπως εἰσέρχεται κάποιος
εἰς μίαν πεδινήν, ἀνυπεράσπιστον πόλιν.
|
11
Ἐν ταῖς ὁπλαῖς τῶν ἵππων
αὐτοῦ καταπατήσουσί σου πάσας
τὰς πλατείας· τὸν λαόν σου μαχαίρᾳ
ἀνελεῖ καὶ τὴν ὑπόστασιν
τῆς ἰσχύος σου ἐπὶ τὴν
γῆν κατάξει. |
11
Αἱ ὁπλαῖ τῶν ἵππων του θὰ
καταπατήσουν καὶ
θὰ καταστρὲψουν ὅλας τὰς ὡραίας
πλατείας σου. Ἐν στόματι
μαχαίρας θὰ φονεύσῃ τοὺς
ἀνθρώπους σου καὶ
ὁλόκληρον τὴν δύναμίν σου θὰ
καταρρίψῃ εἰς τὴν γῆν.
|
11
Οἱ Βαβυλώνιοι θὰ καταπατήσουν μὲ τὰ
πόδια καὶ τὰ πέταλα τῶν ἵππων των
ὅλας τὰς πλατείας σου. Τοὺς κατοίκους σου
θὰ θανατώσῃ ὁ ἐχθρὸς μὲ
μαχαίρι, καὶ τὸ στήριγμα τῆς δυνάμεώς σου,
τὰ ἀγάλματα δηλαδὴ τῶν θεῶν
σου, θὰ τὰ κρημνίσῃ κατὰ γῆς·
|
12
Καὶ προνομεύσει τὴν δύναμίν
σου καὶ σκυλεύσει τὰ ὑπάρχοντά
σου καὶ καταβαλεῖ τὰ τείχη σου καὶ
τοὺς οἴκους σου τοὺς ἐπιθυμητοὺς
καθελεῖ, καὶ τοὺς λίθους σου καὶ
τὰ ξύλα σου καὶ τὸν χοῦν σου
εἰς μέσον τῆς θαλάσσης σου ἐμβαλεῖ.
|
12
Ὁ ἐχθρὸς αὐτὸς θὰ αἰχμαλωτίσῃ
τὴν στρατιωτικήν σου δύναμιν, θὰ πάρῃ
ὡς λάφυρα ὅλα τὰ ὑπάρχοντά
σου, θὰ ρίψῃ ἐρείπια εἰς
τὸ ἔδαφος τὰ τείχη σου, θὰ κρημνίσῃ
τοὺς ὡραίους οἴκους σου· τοὺς
λίθους σου καὶ τὰ ξύλα σου καὶ
αὐτὸ ἀκόμη τὸ χῶμα θὰ
τὰ ρίψῃ εἰς τὸ μέσον τῆς
θαλάσσης.
|
12
Θὰ ἀρπάξῃ ὅλην τὴν οἰκονομικὴν
δύναμίν σου καὶ θὰ λαφυραγωγήσῃ τὰ
ἀγαθά σου. Θὰ κατακρημνίσῃ ἐπίσης
τὰ τείχη σου καὶ θὰ κατεδαφίσῃ τὰ
ὡραῖα κτίριά σου, ποὺ τόσον τὰ ἐφρόντιζες
καὶ τὰ ἀγαποῦσες. Τοὺς λαξευτοὺς
δὲ λίθους σου καὶ τὴν ξυλείαν σου, ἀλλὰ
καὶ αὐτὸ ἀκόμη τὸ χῶμα
σου θὰ τὰ ρίψῃ ὅλα εἰς τὸ
μέσον τῆς θαλάσσης σου. |
13
Καὶ καταλύσει τὸ πλῆθος τῶν
μουσικῶν σου, καὶ ἡ φωνὴ τῶν
ψαλτηρίων σου οὐ μὴ ἀκουσθῇ
ἔτι. |
13
Θὰ διαλύσῃ καὶ θὰ καταργήσῃ
τοὺς πολυαρίθμους μουσικούς σου καὶ
δὲν θὰ ἀκούεται πλέον μελῳδία
τῶν μουσικῶν ὀργάνων των.
|
13
Θὰ διαλύσῃ τότε καὶ τὸ πλῆθος
τῶν μουσικῶν σου, καὶ δὲν θὰ
ἀκουσθῇ πλέον εἰς τὰς πλατείας ἡ
μελωδία τῶν ψαλτηρίων σου, τῶν μουσικῶν
δηλαδὴ ὀργάνων, μὲ τὰ ὁποῖα
διεσκέδαζες ἕως τότε. |
14
Καὶ δώσω σε εἰς λεωπετρίαν, ψυγμὸς
σαγηνῶν ἔσῃ, οὐ μὴ οἰκοδομηθῇς
ἔτι, ὅτι ἐγὼ Κύριος ἐλάλησα,
λέγει Κύριος. |
14
Θὰ παραχωρήσω νὰ γίνῃς ξηρὰ
καὶ γυμνὴ ὅπως ἡ λεία πέτρα
καὶ ὁ τόπος σου θὰ γίνῃ
μέρος, ὅπου οἱ ἁλιεῖς θὰ
στεγνώνουν τὰ δίκτυά των. Δὲν
θὰ ἀνοικοδομηθῇς πλέον. Ἐγὼ
ὁ Κύριος εἶπα καὶ ἔτσι θὰ
γίνῃ>, λέγει ὁ Κύριος.
|
14
Θὰ σὲ κάμω ὡσὰν γυμνὴν καὶ
λείαν πέτραν· <θὰ ἀπογυμνωθῇς ἀπὸ
τὰ οἰκοδομήματά σου>· θὰ εἶσαι
τόπος ὅπου θὰ στεγνώνουν οἱ ἁλιεῖς
τὰ δίκτυά των· δὲν πρόκειται νὰ
οἰκοδομηθῇς πλέον, διότι τὸ εἶπα Ἐγὼ
ποὺ ἐξουσιάζω τὰ πάντα, λέγει ὁ Κύριος.
|
15
Διότι τάδε λέγει Κύριος Κύριος
τῇ Σόρ· οὐκ ἀπὸ φωνῆς
τῆς πτώσεώς σου ἐν τῷ στενάξαι
τραυματίας, ἐν τῷ σπάσαι μάχαιραν
ἐν μέσῳ σου σεισθήσονται αἱ
νῆσοι; |
15
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος ἐναντίον
τῆς Τύρου. <Ἀπὸ τὸν θόρυβον
καὶ τὴν βοὴν τῆς πτώσεώς
σου, ἀπὸ τοὺς στεναγμοὺς τῶν
φονευομένων, ὅταν φονικὴ ἀνασπασθῇ
ἡ μάχαιρα τῆς σφαγῇς, ἐν μέσῳ
τῆς περιοχῆς σου, δὲν θὰ συγκλονισθοῦν
αἱ ἄλλαι νῆσοι;
|
15
Αὐτὰ λοιπὸν λέγει ὁ Κύριος καὶ
ἐξουσιαστὴς τοῦ παντὸς εἰς τὴν
Τύρον: Δὲν γνωρίζεις ὅτι ἀπὸ τὸν
θόρυβον τῆς πτώσεώς σου, ἀπὸ τοὺς
στεναγμοὺς τῶν τραυματιῶν σου καὶ
ἀπὸ τὰς σφαγὰς ποὺ θὰ
ἐπιφέρῃ μέσα σου τὸ μαχαίρι τῶν ἐχθρῶν
θὰ ταραχθοῦν καὶ θὰ συγκλονισθοῦν
τὰ γειτονικὰ νησιὰ καὶ τὰ παράλια
τῆς Μεσογείου; |
16
Καὶ καταβήσονται ἀπὸ τῶν θρόνων
αὐτῶν πάντες οἱ ἄρχοντες ἐκ
τῶν ἐθνῶν τῆς θαλάσσης καὶ
ἀφελοῦνται τὰς μίτρας ἀπὸ
τῶν κεφαλῶν αὐτῶν καὶ τὸν
ἱματισμὸν τὸν ποικίλον αὐτῶν
ἐκδύσονται. Ἐκστάσει ἐκστήσονται,
ἐπὶ γῆν καθεδοῦνται καὶ φοβηθήσονται
τὴν ἀπώλειαν αὐτῶν καὶ
στενάξουσιν ἐπὶ σέ·
|
16
Τρομαγμένοι καὶ πανικόβλητοι ὅλοι
οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν τῆς
Μεσογείου θαλάσσης, θὰ κατέβουν ἀπὸ
τοὺς θρόνους των, θὰ ἀφαιρέσουν
ἀπὸ τὰς κεφαλάς των τὰς βασιλικὰς
μίτρας των, θὰ ἐκδυθοῦν τὸν
ποικιλόχρωμον πολυτελῆ ἱματισμόν των,
θὰ μείνουν κατάπληκτοι ἐμπρὸς
εἰς τὰ φοβερὰ γεγονότα, θὰ καθίσουν
κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, θὰ φοβηθοῦν
δι' ἐπικειμένην ἰδικήν των καταστροφὴν
καὶ θὰ στενάξουν διὰ σέ.
|
16
Θὰ κατεβοῦν ἐπίσης ἀπὸ τοὺς
θρόνους των ὅλοι οἱ ἄρχοντες τῶν λαῶν
τῆς Μεσογείου θαλάσσης, μὲ τοὺς ὁποίους
εἶχες ἐμπορικὰς σχέσεις, καὶ θὰ
βγάλουν τὰ στέμματα ἀπὸ τὰ κεφάλια
των. Θὰ ἀφαιρέσουν ἐπίσης ἀπὸ
ἐπάνω των τὰς πολυχρώμους στολάς των. Θὰ
κυριευθοῦν ἀπὸ ἔκπληξιν καὶ
ἀπορίαν, θὰ <τὰ χάσουν>. Θὰ
καθήσουν δὲ κατὰ γῆς καὶ θὰ
κυριευθοῦν ἀπὸ φόβον μὲ τὴν
σκέψιν τῆς καταστροφῆς ποὺ θὰ ἔλθῃ
καὶ εἰς αὐτούς, καὶ θὰ ἀναστενάξουν
διὰ τὴν συντριβήν σου. |
17
καὶ λήψονται ἐπὶ σὲ θρῆνον
καὶ ἐροῦσί σοι· πῶς κατελύθης
ἐκ θαλάσσης, ἡ πόλις ἡ ἐπαινετή,
ἡ δοῦσα τὸν φόβον αὐτῆς
πᾶσι τοῖς κατοικοῦσιν αὐτήν;
|
17
Θὰ ἀναλάβουν θρῆνον καὶ θὰ
σοῦ ποῦν: Πῶς διελύθης καὶ ἐξηφανίσθης
ἀνάμεσα ἀπὸ τὴν θάλασσαν
σύ, ἡ ὀνομαστὴ πόλις, ἡ
ὁποία ἐνέπνεες τὸν φόβον
σου εἰς ὅλας τὰς νήσους καὶ
τὰς παραλίους περιοχὰς τῆς Μεσογείου
Θαλάσσης;
|
17
Θὰ ἀρχίσουν δὲ νὰ θρηνοῦν
διὰ σὲ καὶ θὰ λέγουν: <Πῶς
κατέπεσες σύ, ποὺ ἐξουσίαζες τὴν θάλασσαν,
σὺ ἡ ἐξακουστὴ πόλις, σύ, ποὺ
μὲ τὴν οἰκονομικὴν δύναμίν σου ἦσουν
αὐτὴ ποὺ ἐνέπνεε φόβον εἰς
ὅλους ὅσοι διέμεναν εἰς τὰ παράλια
καὶ τὰ νησιὰ τῆς Μεσογείου;>
|
18
Καὶ φοβηθήσονται αἱ νῆσοι ἀπὸ
ἡμέρας πτώσεώς σου·
|
18
Ὅλαι αἱ νῆσοι θὰ φοβηθοῦν ἀπὸ
τὴν ἡμέραν τῆς πτώσεώς
σου>. |
18
Θὰ κυριευθοῦν δὲ ἀπὸ φόβον τὰ
παράλια καὶ τὰ νησιὰ τῆς Μεσογείου
θαλάσσης ἀπὸ τὴν ἡμέραν τῆς
καταστροφῆς σου καὶ ἑξῆς.
|
19
ὅτι τάδε λέγει Κύριος Κύριος·
ὅταν δῶ σε πόλιν ἠρημωμένην
ὡς τὰς πόλεις τὰς μὴ κατοικισθησομένας,
ἐν τῷ ἀναγαγεῖν με ἐπὶ
σὲ τὴν ἄβυσσον καὶ κατακαλύψει
σε ὕδωρ πολύ, |
19
Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος
Κύριος. <Ὅταν σὲ καταστήσω ἔρημον
πόλιν, ὅπως εἶναι αἱ πόλεις,
αἱ ὁποῖαι δὲν κατοικοῦνται ἀπὸ
τοὺς ἀνθρώπους, ὅταν ἐγὼ
ἀναβιβάσω τὴν θάλασσαν ἐναντίον
σου καὶ σὲ σκεπάσῃ ἐξ ὁλοκλήρου
μὲ τοὺς ἀπροσμετρήτους ὄγκους
τῶν ὑδάτων της,
|
19
Αὐτὰ λοιπὸν λέγει ὁ Κύριος καὶ
ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων: Ὅταν σὲ
κάμω μὲ τὴν καταστροφήν σου πόλιν ἔρημον,
ὅπως εἶναι αἱ πόλεις ποὺ δὲν
ἠμποροῦν νὰ κατοικηθοῦν ἀπὸ
ἀνθρώπους· τότε ποὺ θὰ φέρω ἐπάνω
σου τὴν ἄβυσσον τῶν κυμάτων τῆς θαλάσσης
καὶ θὰ σὲ καλύψῃ ἐντελῶς
τὸ πολὺ νερό, |
20
καὶ καταβιβάσω σὲ πρὸς τοὺς
καταβαίνοντας εἰς βόθρον πρὸς λαὸν
αἰῶνος καὶ κατοικιῶ σε εἰς βάθη
τῇς γῇς ὡς ἔρημον αἰώνιον
μετὰ καταβαινόντων εἰς βόθρον, ὅπως
μὴ κατοικηθῇς μηδὲ ἀναστῇς ἐπὶ
γῆς ζωῆς. |
20
θὰ σὲ κατεβάσω μαζῆ μὲ ἐκείνους,
ποὺ κατεβαίνουν εἰς τὰ καταχθόνια
τοῦ ᾅδου, πρὸς λαὸν ποὺ ἀπὸ
αἰώνων πολλῶν εὑρίσκεται ἐκεῖ.
Θὰ σὲ ἐγκαταστήσω εἰς τὰ
βάθη τῆς γῆς, αἰωνίως ἔρημον
μαζῆ μὲ ἐκείνους, ποὺ καταβαίνουν
εἰς τὰ βάραθρα τοῦ ᾅδου, διὰ
νὰ μὴ κατοικηθῇς πλέον, διὰ
νὰ μὴ ἀναστηθῇς εἰς ζωὴν
ἐπὶ τῆς γῆς.
|
20
θὰ σὲ κατεβάσω εἰς τὸ βάραθρον τοῦ
Ἅδου, ὅπου κατεβαίνουν αἰωνίως οἱ
λαοὶ μὲ τὸν θάνατόν των. Θὰ
σὲ βάλω νὰ κατοικήσῃς μονίμως εἰς
τὰ βάθη τῆς γῆς, εἰς τὴν αἰώνιον
ἐρημίαν, μαζὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ
κατεβαίνουν εἰς τὸ βάραθρον τοῦ Ἅδου.
Ἔτσι δὲν πρόκειται πλέον νὰ κατοικηθῇς
ἀπὸ ἀνθρώπους, οὔτε θὰ ἀναστηθῇς
διὰ νὰ ζήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς.
Θὰ ἀφανισθῇς. |
21
Ἀπώλειάν σε δώσω, καὶ οὐχ
ὑπάρξεις ἔτι εἰς τὸν αἰῶνα,
λέγει Κύριος Κύριος. |
21
Θὰ σὲ παραδώσω εἰς ὄλεθρον καὶ
δὲν θὰ ὑπάρξῃς ποτὲ πλέον
εἰς τὸν αἰῶνα>, λέγει ὁ
Κύριος Κύριος. |
21
Θὰ σὲ ὁδηγήσω εἰς ὁριστικὴν
καταστροφὴν δὲν πρόκειται δὲ νὰ ὑπάρξῃς
ὅπως εἶσαι τώρα ποτὲ πλέον, λέγει ὁ
Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων.
|