Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ν
τῷ ἔτει τῷ δωδεκάτῳ, ἐν
τῷ δεκάτῳ μηνὶ μιᾷ, τοῦ
μηνός, ἐγένετο λόγος
Κυρίου πρός με λέγων·
|
ατὰ
τὸ δωδέκατον ἔτος ἀπὸ τῆς
αἰχμαλωσίας μου, τὸν δέκατον μῆνα,
τὴν πρώτην τοῦ μηνός, ὡμίλησεν
ὁ Κύριος εἰς ἐμὲ λέγων·
|
ὴν
πρωτομηνιὰν τοῦ δεκάτου μηνὸς τοῦ
δωδεκάτου ἔτους τῆς αἰχμαλωσίας μου εἰς
τὴν Βαβυλωνίαν ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς
ἐμὲ καὶ εἶπεν: |
2
υἱὲ ἀνθρώπου, στήρισον τὸ
πρόσωπόν σου ἐπὶ Φαραὼ βασιλέα
Αἰγύπτου καὶ προφήτευσον ἐπ'
αὐτὸν καὶ ἐπ' Αἰγύπτου
ὅλην |
2
<υἱὲ ἀνθρώπου, στρέψε ἀπειλητικὸν
τὸ πρόσωπον καὶ τὸ βλέμμα σου
ἐναντίον τοῦ Φαραώ, βασιλέως
τῆς Αἰγύπτου, καὶ προφήτευσον
ἐναντίον αὐτοῦ καὶ ἐναντίον
τῆς Αἰγύπτου
|
2
Ἄνθρωπε, στρέψε ἀπειλητικὸν καὶ ἀποφασιστικὸν
τὸ πρόσωπόν σου πρὸς τὸν Φαραώ, τὸν
βασιλέα τῆς Αἰγύπτου, καὶ προφήτευσε δι'
αὐτὸν καὶ διὰ ὅλην τὴν
χώραν τῆς Αἰγύπτου. |
3
καὶ εἰπόν· τάδε λέγει Κύριος·
ἰδοὺ ἐγὼ ἐπὶ Φαραώ,
τὸν δράκοντα τὸν μέγαν τὸν ἐγκαθήμενον
ἐν μέσῳ ποταμῶν αὐτοῦ,
τὸν λέγοντα· ἐμοὶ εἰσιν
οἱ ποταμοί, καὶ ἐγὼ ἐποίησα
αὐτούς. |
3
καὶ εἰπέ· αὐτὰ λέγει
ὁ Κύριος: Ἰδού, ἐγὼ ἐπέρχομαι
ἐναντίον τοῦ Φαραώ, τοῦ μεγάλου
αὐτοῦ δράκοντας, ὁ ὁποῖος
ἔχει ἐγκατασταθῇ ἀναμέσον τῶν
ποταμῶν του καὶ ἀλαζονικῶς διαλαλεῖ·
<ἰδικοί μου εἶναι οἱ ποταμοί,
ἐγὼ τοὺς ἔχω δημιουργήσει>!
|
3
Νὰ εἰπῇς δὲ τὰ ἑξῇς:
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος καὶ Θεὸς
τοῦ παντός: Ἰδοὺ Ἐγὼ στρέφομαι
πλέον ἐναντίον τοῦ Φαραώ, ὁ ὁποῖος
ὡσὰν μέγας καὶ τρομερὸς δράκων <κροκόδειλος>
ἔχει ἐγκατασταθῇ μέσα εἰς τοὺς
ποταμούς του καὶ λέγει μὲ ἀλαζονείαν:
<Ἰδικοί μου εἶναι αὐτοὶ οἱ
ποταμοί, ἐγὼ τοὺς ἐδημιούργησα!>
|
4
Καὶ ἐγὼ δώσω παγίδας εἰς
τὰς σιαγόνας σου καὶ προσκολλήσω τοὺς
ἰχθύας τοῦ ποταμοῦ σου πρὸς
τὰς πτέρυγάς σου καὶ ἀνάξω
σε ἐκ μέσου τοῦ ποταμοῦ σου·
|
4
Ἀλλά, ὅπως μὲ μεγάλα ἄγκιστρα
δολώματος πιάνουν τοὺς κροκοδείλους,
ἔτσι ἐγὼ θὰ βάλω ἄγκιστρα
εἰς τὰς σιαγόνας σου, ὦ Φαραώ,
καὶ θὰ προσκολλήσω τὰ ψάρια
τῶν ποταμῶν σου εἰς τὰ πτερύγια
τοῦ σώματός σου καὶ θὰ σέ,
βγάλω ἀνάμεσα ἀπὸ τὸν
ποταμόν σου.
|
4
Θὰ βάλω λοιπὸν Ἐγὼ ἄγκιστρα
εἰς τὰ σαγόνιά σου, θὰ κολλήσω καὶ
τὰ ψάρια τοῦ ποταμοῦ σου εἰς τὰ
πτερύγιά σου καὶ θὰ σὲ τραβήξω καὶ
θὰ σὲ βγάλω μέσα ἀπὸ τὸν ποταμόν
σου. |
5
καὶ καταβαλῶ σε ἐν τάχει καὶ
πάντας τοὺς ἰχθύας τοῦ ποταμοῦ
σου· ἐπὶ πρόσωπον τοῦ πεδίου
πεσῇ, καὶ οὐ μὴ συναχθῇς καὶ
οὐ μὴ περισταλῇς, τοῖς θηρίοις
τῆς γῆς καὶ τοῖς πετεινοῖς τοῦ
οὐρανοῦ δέδωκά σε εἰς κατάβρωμα·
|
5
Ἀμέσως δὲ θὰ σὲ συντρίψω,
ὅπως καὶ ὅλα τὰ ψάρια τοῦ
ποταμοῦ σου, ὅλους τοὺς ὑπηκόους
σου. Θὰ διασκορπίσω δὲ τοὺς νεκροὺς
εἰς τὴν πεδιάδα, ἀπὸ ὅπου
δὲν θὰ ἠμπορέσῃς νὰ τοὺς
συγκεντρώσῃς καὶ νὰ τοὺς θάψῃς.
Διότι ἐγὼ ἔχω παραδόσει σέ,
Φαραώ, καὶ τοὺς ὑπηκόους σου
τροφὴν εἰς τὰ θηρία τῆς γῆς
καὶ εἰς τὰ σαρκοβόρα πτηνὰ τοῦ
οὐρανοῦ.
|
5
Θὰ ἐξοντώσω δὲ ἀμέσως καὶ
σὲ καὶ ὅλα τὰ ψάρια τοῦ ποταμοῦ
σου. Θὰ πέσῃς νεκρὸς ἐπάνω εἰς
τὴν πεδιάδα, καὶ δὲν θὰ σὲ περιμαζεύσῃ
κανείς, οὔτε θὰ φροντίσῃ κάποιος νὰ
σὲ θάψῃ. Θὰ μείνῃς ἄταφος ἔξω
εἰς τὴν πεδιάδα, διότι Ἐγὼ ἀπεφάσισα
νὰ σὲ καταφάγουν τὰ θηρία τῆς γῆς
καὶ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ.
|
6
καὶ γνώσονται πάντες οἱ κατοικοῦντες
Αἴγυπτον ὅτι ἐγὼ εἶμι Κύριος,
ἀνθ' ὧν ἐγενήθης ράβδος καλαμίνη
τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ. |
6
Ἔτσι δὲ θὰ μάθουν ὅλοι οἱ
ἀπομείναντες κάτοικοι τῆς Αἰγύπτου,
ὅτι ἐγὼ εἶμαι Κύριος. Ἐπειδὴ
σὺ ἔγινες διὰ τοὺς Ἰσραηλίτας
ἕνα καλαμένιο ραβδί,
|
6
Θὰ γνωρίσουν ἔτσι ὅλοι ὅσοι κατοικοῦν
εἰς τὴν Αἴγυπτον ὅτι Ἐγὼ
καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων.
Θὰ τιμωρηθῇς, διότι ἀπεδείχθης διὰ
τοὺς Ἰσραηλίτας ραβδὶ ἀπὸ καλάμι,
εἰς τὸ ὁποῖον δὲν ἠμπορεῖ
νὰ στηριχθῇ κανείς. |
7
Ὅτε ἐπελάβοντό σου τῇ χειρὶ
αὐτῶν, ἐθλάσθης, καὶ ὅτε
ἐπεκρότησεν ἐπ' αὐτοὺς πᾶσα
χεὶρ καὶ ὅτε ἐπανεπαύσαντο ἐπὶ
σέ, συνετρίβης καὶ συνέκλασας αὐτῶν
πᾶσαν ὀσφύν. |
7
ὅταν αὐτοὶ ἐστηρίχθησαν εἰς
σέ, συνετρίβης, ἔσπασες. Ὅταν δὲ
ὅλα τὰ ἰουδαϊκὰ χέρια σὲ
ἐχειροκρότησαν καὶ ἐπανεπαύθησαν
εἰς τὴν βοήθειάν σου, σὺ ἔπεσες
συντετριμμένος, ἀλλὰ καὶ ἐκείνων
ἔσπασες, ἔτσι τὴν μέσην.
|
7
Ὅταν σὲ ἔπιασαν μὲ τὸ χέρι των,
διὰ νὰ βασισθοῦν εἰς σέ, ἔσπασες·
καὶ ὅταν ἐστράφησαν ὅλοι μὲ
ἐνθουσιασμὸν καὶ χειροκροτήματα πρὸς
σὲ καὶ ἐπεχείρησαν νὰ ἀναπαυθοῦν
εἰς τὴν δυσκολίαν των καὶ νὰ βοηθηθοῦν
ἀπὸ σέ, ἐτσακίσθης καὶ ἐτσάκισες
ὅλην τὴν δύναμίν των· δὲν ἠμποροῦσαν
πλέον νὰ σταθοῦν ὄρθιοι.
|
8
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος·
ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω ἐπὶ
σὲ ρομφαίαν καὶ ἀπολῶ ἀπό
σου ἀνθρώπους καὶ κτήνη·
|
8
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος: Ἰδοὺ ἐγὼ φέρω
ἐναντίον σου ρομφαίαν καὶ θὰ
ἐξολοθρεύσω ἀνθρώπους καὶ κτήνη.
|
8
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος
τοῦ παντός: Ἰδοὺ θὰ ὁδηγήσω
Ἐγὼ ἐναντίον σου ρομφαίαν φονικὴν
καὶ θὰ ἐξοντώσω ἀπὸ τὴν
χώραν σου ἀνθρώπους καὶ κτήνη.
|
9
καὶ ἔσται ἡ γῆ Αἰγύπτου
ἀπώλεια καὶ ἔρημος, καὶ γνώσονται
ὅτι ἐγὼ εἶμι Κύριος, ἀντὶ
τοῦ λέγειν σε· οἱ ποταμοὶ ἐμοὶ
εἰσι, καὶ ἐγὼ ἐποίησα
αὐτούς. |
9
Καὶ ἔτσι ἡ χώρα τῆς Αἰγύπτου
θὰ παραδοθῇ εἰς τὸν ὅλεθρον,
θὰ γίνῃ ἔρημος καὶ θὰ
μάθουν σὺ καὶ οἱ Αἰγύπτιοι,
ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος,
ἀντὶ νὰ λέγῃς ἀλαζονικῶς·
<δικοί μου εἶναι οἱ ποταμοί, ἐγὼ
τοὺς ἐδημιούργησα>.
|
9
Ἡ χώρα λοιπὸν τῆς Αἰγύπτου θὰ
καταστροφῇ καὶ θὰ ἀπομείνῃ ἔρημος.
Θὰ καταλάβουν δὲ τότε ὅτι Ἐγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων καὶ δὲν
ἰσχύει αὐτὸ ποὺ ἔλεγες σύ, Φαραώ,
ὅτι δηλαδὴ <οἱ ποταμοὶ εἶναι
ἰδικοί μου καὶ τοὺς ἐδημιούργησα ἐγώ>.
|
10
Διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἐπὶ
σὲ καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς
ποταμούς σου καὶ δώσω γῆν Αἰγύπτου
εἰς ἔρημον καὶ ρομφαίαν καὶ
ἀπώλειαν ἀπὸ Μαγδώλου καὶ
Συήνης καὶ ἕως ὁρίων Αἰθιόπων.
|
10
Διὰ τοῦτο ἰδού, ἐγὼ ἐπέρχομαι
τιμωρὸς ἐναντίον σου καὶ ἐναντίον
τῶν ποταμῶν σου καὶ θὰ παραδώσω
τὴν Αἴγυπτον εἰς ἐρήμωσιν καὶ
εἰς ρομφαίαν ὀλέθρου ἀπὸ
Μαγδώλου καὶ Συήνης μέχρι καὶ
τῶν ὁρίων τῆς Αἰθιοπίας.
|
10
Διὰ νὰ κτυπηθῇ αὐτὸ τὸ
ἀλαζονικὸν φρόνημά σου, ἰδοὺ στρέφομαι
Ἐγὼ ἐναντίον σου καὶ ἐναντίον
ὅλων τῶν ποταμῶν σου. Θὰ παραδώσω
δὲ τὴν Αἴγυπτον εἰς ἐρήμωσιν,
εἰς θανατικὴν ρομφαίαν καὶ εἰς καταστροφήν,
ἀπὸ τὴν Μάγδωλον, ποὺ εὑρίσκεται
εἰς τὰ βόρεια σύνορά της, ἕως
τὴν Συήνην εἰς τὸν νότον καὶ μέχρι
τὰ σύνορα τῆς Αἰθιοπίας.
|
11
Οὐ μὴ διέλθῃ ἐν αὐτῇ
ποὺς ἀνθρώπου, καὶ ποὺς κτήνους
οὐ μὴ διέλθῃ αὐτήν, καὶ
οὐ κατοικηθήσεται τεσσαράκοντα ἔτη.
|
11
Δὲν θὰ πατήσῃ πλέον πόδι
ἀνθρώπου τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου
οὔτε καὶ πόδι ζώου ἀκόμη
δὲν θὰ περάσῃ ἀπὸ αὐτήν.
Θὰ μείνῃ ἔρημος καὶ ἀκατοίκητος
ἐπὶ τεσσαράκοντα ἔτη.
|
11
Πόδι ἀνθρώπου δὲν θὰ τὴν πατήσῃ,
πόδι ζώου ἐπίσης δὲν θὰ πατήσῃ
ἐπάνω της καὶ οὔτε θὰ κατοικηθῇ
ἐπὶ σαράντα χρόνια. |
12
Καὶ δώσω τὴν γῆν αὐτῆς
ἀπώλειαν ἐν μέσῳ γῆς ἠρημωμένης,
καὶ αἱ πόλεις αὐτῆς ἐν
μέσῳ πόλεων ἠρημωμένων ἔσονται
τεσσαράκοντα ἔτη· καὶ διασπερῶ
Αἴγυπτον ἐν τοῖς ἔθνεσι καὶ
λικμήσω αὐτοὺς εἰς τὰς χώρας.
|
12
Μέσα εἰς μίαν εὐρεῖαν ἐρημωμένην
περιοχὴν θὰ παραδώσω εἰς ὄλεθρον
τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ
αἱ πόλεις αὐτῆς θὰ εἶναι
ἔρημοι ἀνάμεσα εἰς ἄλλας ἐρήμους,
πόλεις ἐπὶ τεσσαράκοντα ἔτη.
Θὰ διασκορπίσω τοὺς Αἰγυπτίους
εἰς τὰ ἄλλα ἔθνη, θὰ τοὺς
λιχνίσω ὡσὰν τὸ ἄχυρον εἰς
ἄλλας χώρας>.
|
12
Τὴν εὔφορον γῆν της θὰ ἀφήσω
νὰ καταστροφῇ καὶ αὐτὴ μέσα
εἰς ὅλην τὴν ἔρημον χώραν. Αἱ
λαμπραὶ πόλεις της, διὰ τὰς ὁποίας
ἐκαυχᾶτο, θὰ ἐρημωθοῦν καὶ
αὐταὶ μαζὶ μὲ τὰς ἄλλας
ἐρήμους πόλεις τῆς ἐπὶ σαράντα χρόνια.
Θὰ διασκορπίσω τὴν Αἴγυπτον μέσα εἰς
τὰ διάφορα ἔθνη· θὰ λιχνίσω δὲ
καὶ θὰ σκορπίσω ὡς ἄχυρα τοὺς
Αἰγυπτίους εἰς τὰς ἄλλας χώρας.
|
13
Τάδε λέγει Κύριος· μετὰ τεσσαράκοντα
ἔτη συνάξω Αἰγυπτίους ἀπὸ
τῶν ἐθνῶν, οὗ διεσκορπίσθησαν
ἐκεῖ, |
13
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· <ἔπειτα
ἀπὸ τεσσαράκοντα ἔτη θὰ συγκεντρώσω
πάλιν τοὺς Αἰγυπτίους ἀπὸ
τὰ ἔθνη, ὅπου εἶχαν διασκορπισθῆ.
|
13
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος τῶν πάντων: Ἔπειτα
ἀπὸ σαράντα χρόνια θὰ συγκεντρώσω τοὺς
Αἰγυπτίους ἀπὸ τὰ ἔθνη εἰς
τὰ ὁποῖα εἶχαν διασκορπισθῇ.
|
14
καὶ ἀποστρέψω τὴν αἰχμαλωσίαν
τῶν Αἰγυπτίων καὶ κατοικίσω
αὐτοὺς ἐν γῇ Φαθωρῆς, ἐν
τῇ γῇ, ὅθεν ἐλήφθησαν·
καὶ ἔσται ἀρχὴ ταπεινὴ
|
14
Θὰ ἐπαναφέρω τοὺς αἰχμαλώτους
Αἰγυπτίους, καὶ θὰ κατοικήσουν
εἰς τὴν χώραν Φαθωρῆ, εἰς τὴν
χώραν ἐκείνην ἀπὸ τὴν
ὁποίαν συνελήφθησαν καὶ ἀπήχθησαν
αἰχμάλωτοι. Μικρὸν καὶ ἄσημον
θὰ εἶναι τὸ βασίλειον τῶν Αἰγυπτίων
τότε,
|
14
Θὰ φέρω πίσω εἰς τὴν χώραν των τοὺς
αἰχμαλώτους Αἰγυπτίους καὶ θὰ τοὺς
ἐγκαταστήσω εἰς τὴν περιοχὴν Φαθωρῆς,
εἰς τὸν τόπον ἀπὸ ὅπου δωρίσθηκαν.
Τὸ νέον κράτος των ὅμως θὰ ἔχῃ
μικρὰν δύναμιν. |
15
παρὰ πάσας τὰς ἀρχάς, οὐ
μὴ ὑψωθῇ ἔτι ἐπὶ τὰ
ἔθνη, καὶ ὀλιγοστοὺς αὐτοὺς
ποιήσω τοῦ μὴ εἶναι αὐτοὺς
πλείονας ἐν τοῖς ἔθνεσι.
|
15
μικρότερον ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα
βασίλεια. Δὲν θὰ σηκώσῃ πλέον
ἀλαζονικὸν τὸ κεφάλι του ἐνώπιον
τῶν ἄλλων ἐθνῶν. Θὰ τοὺς
κάμω ὀλιγοστούς, ὥστε νὰ μὴ
εἶναι πολυάριθμοι μεταξὺ τῶν ἄλλων
ἐθνῶν.
|
15
Ἡ νέα Αἴγυπτος θὰ εἶναι ἀσθενεστέρα
ἀπὸ ὅλα τὰ κράτη. Δὲν θὰ
ὑψωθῇ καὶ δὲν θὰ ἐπηρεάζῃ
πλέον τὰ ἄλλα ἔθνη. Θὰ τοὺς
κάμω νὰ εἶναι ὀλιγάριθμοι καὶ
νὰ μὴ ἀποτελοῦν πολυάριθμον
κράτος μέσα εἰς τὰ ἄλλα ἔθνη.
|
16
Καὶ οὐκέτι ἔσονται τῷ οἴκῳ
Ἰσραὴλ εἰς ἐλπίδα ἀναμιμνήσκουσαν
ἀνομίαν ἐν τῷ ἀκολουθῆσαι
αὐτοὺς ὀπίσω αὐτῶν·
καὶ γνώσονται ὅτι ἐγὼ εἰμι
Κύριος. |
16
Ἔτσι δὲ καὶ δὲν θὰ εἶναι
ἐλπὶς προστασίας καὶ στήριγμα
διὰ τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν, διὰ
νὰ ὑπενθυμίζῃ κατὰ τὸν
τρόπον αὐτὸν τὴν ἁμαρτίαν,
ποὺ διέπραξαν οἱ Ἰσραηλῖται,
ὅταν μὲ ἐμπιστοσύνην ἠκολούθησαν
αὐτούς. Καὶ θὰ μάθουν ὅτι
ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος>.
|
16
Ἔτσι δὲν θὰ ἀποτελοῦν πλέον
διὰ τοὺς Ἰσραηλίτας ἐλπίδα σωτηρίας,
στήριγμα δηλαδή, ἀπὸ τὸ ὁποῖον
θὰ ἠμποροῦσαν νὰ ἐλπίζουν
βοήθειαν, πρᾶγμα ποὺ θὰ ὑπενθυμίζῃ
τὴν ἀνομίαν ποὺ διέπραξαν μὲ τὸ
νὰ συμμαχήσουν μὲ αὐτοὺς καὶ
νὰ τοὺς ἀκολουθήσουν εἰς τὰ
σχέδιά των. Θὰ καταλάβουν δὲ τότε ὅτι
Ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος
τῶν πάντων. |
17
Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑβδόμῳ
καὶ εἰκοστῷ ἔτει, μιᾷ τοῦ
μηνὸς τοῦ πρώτου, ἐγένετο λόγος
Κυρίου πρός με λέγων·
|
17
Κατὰ τὸ εἰκοστὸν ἕβδομον ἔτος
ἀπὸ τῆς αἰχμαλωσίας μου, τὴν
πρώτην ἡμέραν τοῦ πρώτου μηνός,
ὁ Κύριος ὡμίλησεν εἰς ἐμὲ
καὶ εἶπε·
|
17
Τὴν πρώτην ἡμέραν τοῦ πρώτου μηνὸς
τοῦ εἰκοστοῦ ἑβδόμου ἔτους
τῆς αἰχμαλωσίας μου εἰς τὴν Βαβυλωνίαν
ὡμίλησε καὶ πάλιν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπεν: |
18
υἱὲ ἀνθρώπου, Ναβουχοδονόσορ
βασιλεὺς Βαβυλῶνος κατεδουλώσατο τὴν
δύναμιν αὐτοῦ δουλείᾳ μεγάλῃ
ἐπὶ Τύρου, πᾶσα κεφαλὴ φαλακρὰ
καὶ πᾶς ὦμος μαδῶν, καὶ μισθὸς
οὐκ ἐγενήθη αὐτῷ καὶ τῇ
δυνάμει αὐτοῦ ἐπὶ Τύρου
καὶ τῆς δουλείας, ἧς ἐδούλευσαν
ἐπ' αὐτήν. |
18
<υἱὲ ἀνθρώπου, ὁ Ναδουχοδονόσορ
ὁ βασιλεὺς τῆς Βαβυλῶνος, κατεβάρυνε
τὴν στρατιωτικήν του δύναμιν καὶ ὑπέβαλε
τοὺς στρατιώτας του εἰς πολλοὺς κόπους
διὰ τὴν κατάληψιν τῆς Τύρου.
Κάθε κεφάλι ἔγινε φαλακρὸν καὶ
ὁ ὦμος τῶν στρατιωτῶν ἐμάδησε,
ἀλλὰ καμμία ὠφέλεια δὲν
ἐδόθη οὔτε εἰς αὐτὸν οὔτε
εἰς τοὺς στρατιώτας του ἀπὸ
τὰς ἐπιχειρήσεις τῆς Τύρου ὡς
ἀμοιβὴ διὰ τὰς καταθλιπτικὰς
ἐπιχειρήσεις, εἰς τὰς ὁποίας
αὐτοὶ ἐνεπλάκησαν ἐναντίον
τῆς Τύρου.
|
18
Ἄνθρωπε, ὁ βασιλεὺς τῆς Βαβυλῶνος
Ναβουχοδονόσορ ἐταλαιπώρησε καὶ ἐπίεσε πολὺ
τὸν στρατόν του κατὰ τὴν πολιορκίαν
τῆς Τύρου. Τὰ κεφάλια ὅλων ἔγιναν
φαλακρὰ ἀπὸ τὴν περικεφαλαίαν ποὺ
ἐφοροῦσαν διαρκῶς, καὶ οἱ ὦμοι
ὅλων ἐμάδησαν ἀπὸ τὰ βάρη
ποὺ ἐσκωναν. Παρὰ ταῦτα δὲν
ἐδόθη ἀνάλογος ἀμοιβὴ εἰς αὐτὸν
καὶ εἰς τὸν στρατόν του διὰ
τὴν ἐκστρατείαν των κατὰ τῆς
Τύρου καὶ διὰ τὴν μεγάλην ταλαιπωρίαν ποὺ
ὑπέστησαν δι' αὐτήν. |
19
Τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ἰδοὺ
ἐγὼ δίδωμι τῷ Ναβουχοδονόσορ
βασιλεῖ Βαβυλῶνος γῆν Αἰγύπτου,
καὶ προνομεύσει τὴν προνομὴν αὐτῆς
καὶ σκυλεύσει τὰ σκῦλα αὐτῆς,
καὶ ἔσται μισθὸς τῇ δυνάμει
αὐτοῦ· |
19
Αὐτά, λοιπόν, λέγει ὁ Κύριος
Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ παραδίδω
εἰς τὸν Ναβουχοδονόσορα, βασιλέα τῆς
Βαβυλῶνος, τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου,
διὰ νὰ λαφυραγωγήσῃ αὐτὴν
ἀπ' ἄκρου εἰς ἄκρον, νὰ
πάρῃ τὰ λάφυρά της καὶ
αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ μισθὸς
διὰ τὸν στρατόν του.
|
19
Αὐτὰ λοιπὸν λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ
ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός: Ἰδοὺ
δίδω Ἐγὼ εἰς τὸν βασιλέα τῆς
Βαβυλῶνος Ναβουχοδονόσορα τὴν χώραν τῆς
Αἰγύπτου. Θὰ πάρῃ αὐτὸς
ὅλα τὰ ἀγαθά της καὶ θὰ
λαφυραγωγήσῃ τοὺς θησαυρούς της. Αὐτὸ
θὰ εἶναι ὡσὰν μισθὸς διὰ
τὸν στρατόν του. |
20
ἀντὶ τῆς λειτουργίας αὐτοῦ,
ἧς ἐδούλευσεν ἐπὶ Τύρον,
δέδωκα αὐτῷ γῆν Αἰγύπτου.
Τάδε λέγει Κύριος Κύριος·
|
20
Ἀντὶ τῶν κόπων καὶ τῶν
ἐπιβαρύνσεων, εἰς τὰς ὁποίας
ὑπεβλήθη διὰ τὴν κατάληψιν τῆς
Τύρου, ἔδωσα εἰς αὐτὸν τὴν
Αἴγυπτον, λέγει Κύριος Κύριος.
|
20
Ἀντὶ τῆς ὑπηρεσίας ποὺ μοῦ
προσέφερε μὲ τὴν πολιορκίαν καὶ τιμωρίαν
τῆς Τύρου, τοῦ ἔχω δώσει εἰς τὴν
διάθεσίν του τὴν πλουσίαν χώραν τῆς Αἰγύπτου.
Αὐτὰ λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς
τοῦ παντός. |
21
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ
ἀνατελεῖ κέρας παντὶ τῷ οἰκῶ
Ἰσραήλ, καὶ σοὶ δώσω στόμα
ἀνεῳγμένον ἐν μέσῳ αὐτῶν,
καὶ γνώσονται ὅτι ἐγὼ εἰμι
Κύριος. |
21
Κατὰ δὲ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην
θὰ ἀνατείλῃ καὶ θὰ λάμψῃ
ἰσχυρὰ δύναμις εἰς ὅλον τὸν
ἰσραηλιτικὸν λαὸν καὶ θὰ δώσω
εἰς σὲ στόμα ἀνοικτὸν καὶ
μεγαλόφωνον, διὰ νὰ ὁμιλήσῃ
ἐν μέσῳ αὐτῶν. Καὶ θὰ
μάθουν ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ
Κύριος>. |
21
Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην θὰ ἀνατείλῃ
δύναμις δι' ὅλους τοὺς ἀπογόνους τοῦ
Ἰσραήλ. Θὰ συντελέσω δὲ ὥστε καὶ
σὺ ὁ Προφήτης μου νὰ ὁμιλῇς
ἐλευθέρως, μὲ κῦρος καὶ παρρησίαν
ἀνάμεσα εἰς αὐτούς. Καὶ θὰ γνωρίσουν
τότε ὅτι Ἐγὼ καὶ μόνον εἶμαι
ὁ Κύριος τοῦ παντός. |