Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐγένετο ἐν τῷ ἑνδεκάτῳ
ἔτει, ἐν τῷ
δωδεκάτῳ μηνί, μιᾷ τοῦ
μηνός, ἐγένετο
λόγος Κυρίου
πρός με λέγων· |
ατὰ
τὸ ἑνδέκατον ἔτος ἀπὸ
τῆς αἰχμαλωσίας μου, τὸν δωδέκατον
μῆνα, τὴν πρώτην τοῦ μηνός,
ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπεν·
|
ατὰ
τὴν πρώτην ἡμέραν τοῦ δωδεκάτου μηνὸς
τοῦ ἑνδεκάτου ἔτους τῆς αἰχμαλωσίας
μου εἰς τὴν Βαβυλωνίαν συνέβη τὸ ἑξῆς:
Ὡμίλησε καὶ πάλιν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπεν: |
2
υἱὲ ἀνθρώπου, λαβὲ θρῆνον
ἐπὶ Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου
καὶ ἐρεῖς αὐτῷ· λέοντι
ἐθνῶν ὡμοιώθης καὶ σὺ
ὡς δράκων ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ
καὶ ἐκεράτιζες τοῖς ποταμοῖς
σου καὶ ἐτάρασσες ὕδωρ τοῖς
ποσί σου καὶ κατεπάτεις τοὺς ποταμούς
σου. |
2
<υἱὲ ἀνθρώπου, θρηνολόγησον
Φαραώ, τὸν βασιλέα τῆς Αἰγύπτου,
καὶ εἰπὲ εἰς αὐτόν. Ὑπῆρξες
ὡσὰν λέων μεταξὺ τῶν ἄλλων
ἐθνῶν, ὡσὰν δράκων τῶν
ὑδάτων, ὡσὰν κροκόδειλος διέσχιζες
τοὺς ποταμούς σου καὶ ἀνετάρασσες
τὸ νερὸ μὲ τὰ πόδια σου καὶ
καταπατοῦσες τοὺς βυθοὺς τῶν ποταμῶν
σου. |
2
Ἄνθρωπε, ἄρχισε νὰ θρηνῇς διὰ
τὸν Φαραώ, τὸν βασιλέα τῆς Αἰγύπτου,
καὶ νὰ τοῦ εἰπῇς τὰ ἑξῆς
εἰς τὸν θρῆνον σου αὐτόν: Ἔγινες
ὡσὰν δυνατὸν καὶ τρομερὸν λεοντάρι
μέσα εἰς τὰ ἔθνη καὶ ὡσὰν
θαλάσσιος δράκων. Ἐκεράτιζες, ἐκτυποῦσες
πρὸς ὅλας τὰς κατευθύνσεις μὲ τὴν
δύναμιν ποὺ σοῦ ἔδιδαν τὰ ποτάμια
σου· ἀνετάρασσες τὸ νερὸ μὲ τὰ
πόδια σου καὶ καταπατοῦσες ὡς κυρίαρχος
τὰ ποτάμια σου. |
3
Τάδε λέγει Κύριος· καὶ περιβαλῶ
ἐπὶ σὲ δίκτυα λαῶν πολλῶν
καὶ ἀνάξω σε ἐν τῷ ἀγκίστρῳ
μου |
3
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος· θὰ
σὲ περιτυλίξω μὲ δίκτυα πολλῶν
λαῶν, θὰ σὲ πιάσω μὲ τὸ
ἀγκίστρι μου καὶ θὰ σὲ βγάλω
ἀπὸ τὰ ὕδατα.
|
3
Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος διὰ σέ: Θὰ
ρίψω γύρω σου δίκτυα πολλῶν λαῶν καὶ θὰ
σὲ βγάλω ἔξω ἀπὸ τὰ ποτάμια
σου μὲ τὸ ἀγκίστρι μου.
|
4
καὶ ἐκτενῶ σὲ ἐπὶ τὴν
γῆν· πεδία πλησθήσεταί σου, καὶ
ἐπικαθιῶ ἐπὶ σὲ πάντα
τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ
ἐμπλήσω ἐκ σοῦ πάντα τὰ
θηρία πάσης τῆς γῆς.
|
4
Θὰ σὲ ἀπλώσω ἐπάνω εἰς
τὴν ξηράν. Αἱ πεδιάδες θὰ γεμίσουν
ἀπὸ σένα. Θὰ βάλω νὰ καθίσουν
ἐπάνω σου ὅλα τὰ πτηνὰ τοῦ
οὐρανοῦ, καὶ θὰ χορτάσουν ἀπὸ
τὰς σάρκας σου ὅλα τὰ θηρία
τῆς γῆς.
|
4
Θὰ σὲ ἀπλώσω δὲ εἰς τὴν
ξηρὰν νεκρὸν καὶ θὰ γεμίσουν ἀπὸ
τὸ πελώριον σῶμα σου οἱ ἀγροί. Θὰ
στείλω δὲ νὰ καθήσουν ἐπάνω σου ὅλα
τὰ ὅρνεα τὸν οὐρανοῦ καὶ
θὰ χορτάσω ἀπὸ τὰς σάρκας σου ὅλα
τὰ θηρία ὅλης τῆς γῆς.
|
5
Καὶ δώσω τὰς σάρκας σου ἐπὶ
τὰ ὄρη καὶ ἐμπλήσω ἀπὸ
τοῦ αἵματός σου, |
5
Θὰ διασκορπίσω τὰς σάρκας σου ἐπάνω
εἰς τὰ ὄρη καὶ θὰ γεμίσω
αὐτὰ μὲ τὰ αἵματά σου.
|
5
Θὰ σκορπίσω τὰς σάρκας σου εἰς τὰ
βουνὰ καὶ θὰ τὰ γεμίσω μὲ τὸ
αἷμα σου. |
6
καὶ ποτισθήσεται ἡ γῆ ἀπὸ
τῶν προχωρημάτων σου ἀπὸ τοῦ
πλήθους σου ἐπὶ τῶν ὀρέων,
φάραγγας ἐμπλήσω ἀπὸ σοῦ.
|
6
Ὅλη ἡ γῆ θὰ ποτισθῇ ἀπὸ
τὰ αἵματα καὶ τὰς ἐκκρίσεις
τῶν νεκρῶν σου, ἀπὸ τὸ πλῆθος
τῶν σαρκῶν σου θὰ γεμίσουν τὰ
ὄρη. Θὰ γεμίσω καὶ τὰς φάραγγας
τῶν ὀρέων ἀπὸ σέ.
|
6
Θὰ διαποτισθῇ ἡ γῆ ἀπὸ
τὰ σάπια κρέατα, αἵματα καὶ περιττώματά
σου, ποὺ θὰ τρέχουν ἄφθονα εἰς τὰ
βουνά. Θὰ γεμίσω τὰ φαράγγια ἀπὸ τμήματα
τοῦ πτώματός σου. |
7
Καὶ κατακαλύψω ἐν τῷ σβεσθῆναι
σε οὐρανὸν καὶ συσκοτάσω τὰ
ἄστρα αὐτοῦ, ἥλιον ἐν νεφέλῃ
καλύψω, καὶ σελήνη οὐ μὴ φάνῃ
τὸ φῶς αὐτῆς·
|
7
Καθὼς θὰ σβήνῃ ἡ πυρκαϊά,
ποὺ θὰ σὲ ἔχῃ ἐξαφανίσει,
μὲ τοὺς ἀναδιδομένους καπνοὺς
θὰ σκεπάσω τὸν οὐρανόν, θὰ
σκοτεινιάσω τὰ ἄστρα κατὰ τὴν
νύκτα καὶ θὰ κατακαλύψω μὲ νεφέλην
τὸν ἥλιον. Καὶ ἡ σελήνη δὲν
θὰ φανῇ, δὲν θὰ στείλῃ
τὸ φῶς αὐτῆς.
|
7
Ὅταν σβήσῃ ἡ ζωή σου, θὰ καλύψω
ἐντελῶς τὸν οὐρανὸν καὶ
θὰ βυθίσω εἰς τὸ σκοτάδι τὰ ἄστρα·
θὰ σκεπάσω μὲ σύννεφα τὸν ἥλιον
<ποὺ τὸν λατρεύετε ὡς θεόν>,
καὶ τὸ φεγγάρι δὲν θὰ ρίψῃ ἐπάνω
εἰς τὴν Αἴγυπτον τὸ φῶς του.
|
8
πάντα τὰ φαίνοντα φῶς ἐν τῷ
οὐρανῷ συσκοτάσουσιν ἐπὶ σέ,
καὶ δώσω σκότος ἐπὶ τὴν
γῆν σου, λέγει Κύριος Κύριος.
|
8
Ὅλα τὰ φῶτα τοῦ οὐρανοῦ
θὰ σκοτισθοῦν διὰ σὲ καὶ ἔτσι
ἐγὼ θὰ φέρω σκοτάδι εἰς
τὴν χώραν σου, λέγει ὁ Κύριος
Κύριος.
|
8
Ὅλα τὰ φωτεινὰ σώματα τοῦ οὐρανοῦ
θὰ σκοτισθοῦν διὰ σέ, καὶ θὰ
ἀπλώσω τὸ σκοτάδι εἰς τὴν χώραν σου,
λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς
τοῦ παντός. |
9
Καὶ παροργιῶ καρδίαν λαῶν πολλῶν,
ἡνίκα ἂν ἄγω αἰχμαλωσίαν
σου εἰς τὰ ἔθνη, εἰς γῆν, ἣν
οὐκ ἔγνως. |
9
Θὰ ἐξεγείρω καὶ θὰ ἐξερεθίσω
εἰς ὀργὴν τὰς καρδίας πολλῶν
λαῶν, ὅταν θὰ ὁδηγῷ τοὺς
αἰχμαλώτους σου εἰς τὰ διάφορα
ἔθνη, εἰς χώρας, τὰς ὁποίας
δὲν ἐγνώριζες.
|
9
Θὰ ἀναστατώσω καὶ θὰ συνταράξω τὴν
καρδίαν πολλῶν λαῶν, ὅταν θὰ ὁδηγήσω
τοὺς πολίτας σου αἰχμαλώτους εἰς τὰ
διάφορα ἔθνη, εἰς χώραν τὴν ὁποίαν
δὲν ἐγνώριζες. |
10
Καὶ στυγνάσουσιν ἐπὶ σὲ ἔθνη
πολλά, καὶ οἱ βασιλεῖς αὐτῶν
ἐκστάσει ἐκστήσονται ἐν τῷ
πέτασθαι τὴν ρομφαίαν μου ἐπὶ
πρόσωπα αὐτῶν, προσδεχόμενοι τὴν
πτῶσιν αὐτῶν ἀφ' ἡμέρας
πτώσεώς σου. |
10
Θὰ σκυθρωπάσουν ἄγρια ἐναντίον
σου ἔθνη πολλά. Οἱ δὲ βασιλεῖς
των θὰ καταληφθοῦν ἀπὸ κατάπληξιν
καὶ τρόμον, ὅταν ὡσὰν πτερωτὴ
ἡ ρομφαία μου θὰ κινῆται ἐμπρὸς
εἰς τὰ πρόσωπά των, διότι θὰ
περιμένουν τὴν ἰδικήν των καταστροφὴν
μετὰ ἀπὸ τὴν ἡμέραν τοῦ
ἰδικοῦ σου ὀλέθρου.
|
10
Θὰ σκυθρωπάσουν καὶ θὰ θλίβουν ἐξ
αἰτίας σου πολλὰ ἔθνη, καί οἱ βασιλεῖς
των θὰ <τὰ χάσουν>, ὅταν θὰ
αἰωρῆται ἡ ρομφαία μου ἐμπρὸς
εἰς τὰ πρόσωπά των διότι θὰ περιμένουν
καὶ αὐτοὶ τὴν συντριβήν των
ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ
μάθουν τὴν ἰδικήν σου ἐξόντωσιν.
|
11
Ὅτι τάδε λέγει Κύριος Κύριος·
ρομφαία βασιλέως Βαβυλῶνος ἥξει σοι,
|
11
Αὐτὰ θὰ γίνουν, διότι τὰ
προλέγει ὁ Κύριος, ὁ Κύριος.
Ἡ ρομφαία τοῦ βασιλέως τῆς Βαβυλῶνος
θὰ ἐπέλθῃ καταστρεπτικὴ ἐναντίον
σου. |
11
Διότι αὐτὰ λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ
ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός: Θὰ ἔλθῃ
ἐναντίον σου ἡ ρομφαία τοῦ βασιλέως
τῆς Βαβυλῶνος. |
12
ἐν μαχαίραις γιγάντων, καὶ καταβαλῶ
τὴν ἰσχύν σου· λοιμοὶ ἀπὸ
ἐθνῶν πάντες, καὶ ἀπολοῦσι
τὴν ὕβριν Αἰγύπτου, καὶ συντριβήσεται
πᾶσα ἡ ἰσχὺς αὐτῆς.
|
12
Μὲ μαχαίρας, τὰς ὁποίας θὰ
κρατοῦν γίγαντες, θὰ καταβάλω καὶ
θὰ ἐκμηδενίσω τὴν δύναμίν
σου. Πολυάριθμοι κακοποιοὶ καὶ ἀδίστακτοι
ἄνθρωποι ἀπὸ τὰ ἔθνη θὰ
ἐπέλθουν ἐναντίον του, οἱ ὁποῖοι
καὶ θὰ καταβάλουν τὴν ἀλαζονείαν
τῆς Αἰγύπτου, καὶ τότε θὰ
συντριβῇ καὶ θὰ καταστροφῇ ὅλη
ἡ δύναμίς της.
|
12
Θὰ τσακίσω τὴν δύναμίν σου μὲ μαχαίρια γιγαντοσώμων
στρατιωτῶν ὅλοι θὰ εἶναι οἱ
πλέον διεφθαρμένοι καὶ σκληροὶ στρατιῶται
τῶν ἐθνῶν θὰ συντρίψουν δὲ τὴν
ἀλαζονείαν τῆς Αἰγύπτου, καὶ θὰ
καταστροφῇ πράγματι ὅλη ἡ δύναμίς
της. |
13
Καὶ ἀπολῶ πάντα τὰ κτήνη
αὐτῆς ἀφ' ὕδατος πολλοῦ, καὶ
οὐ μὴ ταράξῃ αὐτὸ ποὺς
ἀνθρώπου ἔτι, καὶ ἴχνος κτηνῶν
οὐ μὴ καταπατήσῃ αὐτό.
|
13
Θὰ ἐξολοθρεύσω ὅλα τὰ κτήνη,
καὶ ἐκεῖ ἀκόμη, ποὺ τὰ
πολλὰ ἀρδευτικὰ ὕδατα ποτίζουν
τὴν γῆν. Τοὺς παχεῖς αὐτοὺς
λειμῶνας δὲν θὰ τοὺς πατήσῃ
πόδι ἀνθρώπου ἢ κτήνους. Ἴχνος
κτηνῶν δὲν θὰ πατήσῃ αὐτούς.
|
13
Θὰ καταστρέψω ἐπίσης ὅλα τὰ ζῶα
της, ποὺ ἐζοῦσαν ἀπὸ τὰ
ἄφθονα ὕδατά της. Τὰ νερὰ τοῦ
ποταμοῦ της δὲν θὰ τὰ ταράξῃ
πλέον πόδι ἄνθρωπον καὶ πόδι ζώου
δὲν θὰ τὰ πατήσῃ, ὥστε νὰ
θολώσουν. |
14
Οὕτως τότε ἡσυχάσει τὰ ὕδατα
αὐτῶν, καὶ οἱ ποταμοὶ αὐτῶν
ὡς ἔλαιον πορεύσονται, λέγει Κύριος.
|
14
Ἔτσι θὰ ἠρεμήσουν τὰ ὕδατα
τῆς χώρας τῶν Αἰγυπτιων. Οἱ
ποταμοὶ αὐτῶν θὰ κυλοῦν ἀτάραχοι,
ὡσὰν τὸ λάδι, λέγει ὁ
Κύριος.
|
14
Ἔτσι θὰ ἠρεμήσουν τότε τὰ ὕδατα
τῶν Αἰγυπτίων· καὶ τὰ ποτάμια
των θὰ κυλοῦν ἤρεμα ὡσὰν λάδι,
λέγει ὁ Κύριος τοῦ παντός. |
15
Ὅταν δῶ Αἴγυπτον εἰς ἀπώλειαν
καὶ ἐρημωθῇ ἡ γῆ σὺν τῇ
πληρώσει αὐτῆς, ὅταν διασπείρω
πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν αὐτῇ,
καὶ γνώσονται ὅτι ἐγὼ εἶμι
Κύριος. |
15
Ὅταν θὰ παραδώσω τὴν Αἴγυπτον
εἰς ὄλεθρον, ὅταν ἐρημωθῇ ἡ
χώρα μετὰ τῶν κατοικούντων αὐτὴν
ἀνθρώπων καὶ ζώων, ὅταν διασπείρω
ὅλους τοὺς κατοίκους της ἀνὰ
τὰ διάφορα ἔθνη, θὰ μάθουν τότε,
ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος.
|
15
Ὅταν δὲ παραδώσω εἰς καταστροφὴν τὴν
Αἴγυπτον καὶ ἐρημωθῇ ἡ χώρα
μὲ ὅλα ὅσα ὑπῆρχαν εἰς
αὐτὴν καὶ ὅταν διασκορπίσω ὅλους
τοὺς κατοίκους της εἰς τὰ ἔθνη, θὰ
μάθουν ὅτι Ἐγὼ εἶμαι ὁ μόνος
Κύριος τοῦ παντός. |
16
Θρῆνός ἐστι καὶ θρηνήσεις αὐτόν,
καὶ αἱ θυγατέρες τῶν ἐθνῶν
θρηνήσουσιν αὐτόν· ἐπ' Αἴγυπτον
ἐπὶ πᾶσαν τὴν ἰσχὺν
αὐτῆς θρηνήσουσιν αὐτήν, λέγει
Κύριος Κύριος. |
16
Αὐτὸς εἶναι ὁ θρῆνος καὶ
μὲ αὐτὸν θὰ θρηνολογήσῃς
τὴν Αἴγυπτον. Καὶ αἱ γυναῖκες
τῶν γύρω ἐθνῶν, ὅταν πληροφορηθοῦν
τὴν τρομερὰν καταστροφήν, θὰ θρηνήσουν
μὲ αὐτὸν τὴν Αἴγυπτον. Θὰ
θρηνήσουν τὸν ὄλεθρόν της καὶ
τὴν καταστροφὴν ὅλης τῆς δυνάμεώς
της>, λέγει ὁ Κύριος Κύριος.
|
16
Εἶναι θρῆνος αὐτὴ ἡ προφητεία
καὶ θὰ τὴν ἐκφωνήσῃς ὡς
θρῆνον. Θὰ ἐπαναλάβουν τὸν θρῆνον
καὶ αἱ γυναῖκες ποὺ μοιρολογοῦν
εἰς τὰ διάφορα ἔθνη. Θὰ θρηνήσουν
διὰ τὴν Αἴγυπτον καὶ δι’ ὅλην
τὴν δύναμίν της, λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ
ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός.
|
17
Καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ δωδεκάτῳ
ἔτει τοῦ πρώτου μηνός, πεντεκαιδεκάτῃ
τοῦ μηνός, ἐγένετο λόγος Κυρίου
πρός με λέγων· |
17
Κατὰ τὸ δωδέκατον ἔτος ἀπὸ
τῆς αἰχμαλωσίας μου, τὸν πρῶτον
μῆνα,
τὴν
δεκάτην πέμπτην τοῦ
μηνός, ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς
ἐμὲ καὶ εἶπεν·
|
17
Κατὰ δὲ τὴν δεκάτην πέμπτην ἡμέραν
τοῦ πρώτου μηνὸς τοῦ δωδεκάτου ἔτους
τῆς αἰχμαλωσίας μου εἰς τὴν Βαβυλωνίαν
ὡμίλησε καὶ πάλιν ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπεν: |
18
υἱὲ ἀνθρώπου, θρήνησον ἐπὶ
τὴν ἰσχὺν Αἰγύπτου, καὶ
καταβιβάσουσιν οὐτῆς τὰς θυγατέρας
τὰ ἔθνη νεκρὰς εἰς τὸ βάθος
τῆς γῆς, πρὸς τοὺς καταβαίνοντας
εἰς βόθρον. |
18
<υἱὲ ἀνθρώπου, θρηνολόγησε
διὰ τὴν δύναμιν
τῆς Αἰγύπτου, διότι
τὰ ἐχθρικὰ ἔθνη
θὰ κατεβάσουν εἰς τὰ βάθη
τῆς γῆς νεκρᾶς τὰς
θυγατέρας, τὰς πόλεις δηλαδὴ
καὶ κωμοπόλεις τῆς Αἰγύπτου,
πρὸς ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι κατεβαίνουν
εἰς τὸ βάθος τοῦ τάφου, εἰς
τὸ βάραθρον τοῦ ᾅδου.
|
18
Ἄνθρωπε, θρήνησε διὰ τὴν δύναμιν τῆς
Αἰγύπτου. Ἐχθρικὰ ἔθνη θὰ
καταρρίψουν τὰς πλουσίας καὶ ὑπερηφάνους
θυγατέρας της νεκρᾶς εἰς τὰ βάθη τῆς
γῆς, μαζὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ
κατεβαίνουν εἰς τὸν βόθρον τοῦ Ἅδου.
|
19
Ἐν μέσῳ μαχαίρας τραυματιῶν
πεσοῦνται μετ' αὐτοῦ,
|
19
Οἱ κάτοικοι τῆς Αἰγύπτου ἐν
στόματι μαχαίρας θὰ
πέσουν ἐν μέσῳ
αὐτῆς μαζῆ μὲ τὸν βασιλέα
της. |
19
Θὰ πέσουν μαζὶ μὲ τὸν βασιλέα των
ἀνάμεσα εἰς ἐκείνους ποὺ ἔχουν
θανατωθῇ ἀπὸ ἐχθρικὸν μαχαίρι.
|
20
καὶ κοιμηθήσεται πᾶσα ἡ ἰσχὺς
αὐτοῦ. |
20
Καὶ ἔτσι θὰ κοιμηθῇ καὶ θὰ
εἶναι ὡσὰν ἀνύπαρκτος
ὅλη ἡ δύναμις τοῦ βασιλέως
τῆς Αἰγύπτου.
|
20
Ἔτσι θὰ καταπαύσῃ καὶ ὅλη ἡ
δύναμις τοῦ Φαραώ. |
21
Καὶ ἐροῦσί σοι οἱ γίγαντες·
ἐν βάθει βόθρου γίνου, τίνος
κρείττων εἶ; Κατάβηθι καὶ κοιμήθητι
μετὰ ἀπεριτμήτων ἐν μέσῳ
τραυματιῶν μαχαίρας. |
21
Καὶ θὰ ποῦν εἰς σέ, ὦ
Φαραὼ καὶ Αἴγυπτε, οἱ γίγαντες:
Κατέβα λοιπὸν καὶ
σὺ εἰς τὸν βαθὺν αὐτὸν
ᾅδην, διότι ἀπὸ ποῖον τώρα
εἶσαι ἀνώτερος;
Κατέβα καὶ κοιμήσου
ἀνάμεσα ἀπὸ ἀπεριτμήτους,
ἀνάμεσα ἀπὸ νεκρούς, ποὺ
ἔπεσαν ἐν στόματι μαχαίρας.
|
21
Θὰ σοῦ εἰποῦν δὲ τότε, Φαραώ,
οἱ γίγαντες εἰς τὸν Ἅδην: Πήγαινε
εἰς τὸ βάθος τοῦ βαράθρου τοῦ Ἅδου.
Τίνος ἄραγε εἶσαι ἀνώτερος; Κατέβα καὶ
κοιμήσου τὸν ὕπνον τοῦ θανάτου μαζὶ
μὲ τοὺς κοινοὺς καὶ ἀπεριτμήτους
θνητούς, ἀνάμεσα εἰς ὅσους ἔχουν θανατωθῇ
μὲ ἐχθρικὸν μαχαίρι. |
22
Ἐκεῖ Ἀσσοὺρ καὶ πᾶσα ἡ
συναγωγὴ αὐτοῦ, πάντες τραυματίαι
ἐκεῖ ἐδόθησαν, καὶ ἡ ταφὴ
αὐτῶν ἐν βάθει βόθρου, καὶ
ἐγενήθη ἡ συναγωγὴ αὐτοῦ
περικύκλῳ τοῦ μνήματος αὐτοῦ
πάντες οἱ τραυματίαι οἱ πεπτωκότες
μαχαίρᾳ, |
22
Ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ βασιλεὺς
τῶν Ἀσσυρίων καὶ ὅλοι οἱ
ἄνδρες τοῦ περιβάλλοντός του, ὅλοι
ὅσοι ἐν στόματι μαχαίρας ἔπεσαν,
ἐκεῖ παρεδόθησαν. Ὁ τάφος των
εἶναι εἰς τὸν βαθὺν ᾅδην. Οἱ
ἄνθρωποι, ποὺ τὸν περιέβαλαν, ἔχουν
ταφῆ γύρω ἀπὸ τὸ μνῆμα
του· ὅλοι ἔχουν πέσει ἐν στόματι
μαχαίρας·
|
22
Ἐκεῖ εἶναι καὶ ὁ Ἀσσύριος
μονάρχης καὶ ὅλη ἡ συνοδεία του· ὅλοι
αὐτοὶ ἐρρίφθησαν ἐκεῖ πληγωμένοι
θανασίμως. Ἔχουν ταφῆ εἰς τὸ βάθος
τοῦ βαράθρου τοῦ Ἅδου. Ὅλοι οἱ
ἰδικοί του εἶναι θαμμένοι γύρω - γύρω ἀπὸ
τὸ μνῆμα του, ἀπέθαναν δὲ ὅλοι
πληγωμένοι ἀπὸ ἐχθρικὸν μαχαίρι.
|
23
οἱ δόντες τὸν φόβον αὐτῶν
ἐπὶ τῆς ζωῆς. |
23
αὐτοί, οἱ ὁποῖοι, ὅταν
ἐζοῦσαν, ἐνέπνεαν φόβον εἰς
τοὺς ἀνθρώπους τῆς γῆς.
|
23
Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ὅταν ἐζοῦσαν
εἰς τὴν γῆν ἐτρομοκρατοῦσαν
τοὺς συνανθρώπους των. |
24
Ἐκεῖ Αἰλὰμ καὶ πᾶσα ἡ
δύναμις αὐτοῦ περικύκλῳ τοῦ
μνήματος αὐτοῦ, πάντες οἱ τραυματίαι
οἱ πεπτωκότες μαχαίρᾳ καὶ καταβαίνοντες
ἀπερίτμητοι εἰς γῆς βάθος, οἱ
δεδωκότες αὐτῶν φόβον ἐπὶ
γῆς ζωῆς καὶ ἐλάβοσαν τὴν
βάσανον αὐτῶν μετὰ τῶν καταβαινόντων
εἰς βόθρον |
24
Ἐκεῖ εὑρίσκεται ὁ βασιλεὺς
τοῦ Αἰλὰμ καὶ ὅλη ἡ στρατιωτική
του δύναμις ἔχει ἐνταφιασθῆ γύρω
ἀπὸ τὸ μνῆμα
του. Ὅλοι ὅσοι ἔπεσαν ἐν στόματι
μαχαίρας ἀπερίτμητοι κατέβησαν εἰς
τὰ βάθη τῆς γῆς, εἰς τὸν
ᾅδην. Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι
ἐνέπνευσαν φόβον καὶ
τρόμον εἰς τοὺς κατοίκους τῆς
γῆς, ἔλαβαν τώρα τὴν πρέπουσαν
τιμωρίαν μαζ με ὅλους ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι ἔχουν κατεβῆ εἰς τὸ
βάθος τοῦ ᾅδου,
|
24
Ἐκεῖ εὑρίσκεται ἐπίσης ὁ ἰσχυρὸς
καὶ σκληρὸς βασιλεὺς τῆς Αἰλὰμ
μαζὶ μὲ ὅλον τὸν στρατόν του
γύρω - γύρω ἀπὸ τὸ μνῆμα του. Ὅλοι
αὐτοὶ ἐπληγώθησαν καὶ ἀπέθαναν
κτυπημένοι ἀπὸ ἐχθρικὸν μαχαίρι καὶ
κατέβησαν εἰς τὸ βάραθρον τοῦ Ἅδου
ἀπερίτμητοι, ἐνῷ ὅταν ἐζοῦσαν
εἶχαν σκορπίσει τὸν φόβον των εἰς τοὺς
συνανθρώπους των. Τώρα ὅμως ἔλαβαν τὴν τιμωρίαν
των, μὲ τὸ νὰ ταφοῦν ὅπως ὅλοι
οἱ κοινοὶ θνητοὶ εἰς τὸ βάραθρον
τοῦ Ἅδου, |
25
ἐν μέσῳ τραυματιῶν.
|
25
ἀνάμεσα ἀπὸ θανατωθέντας διὰ
ρομφαίας. |
25
καὶ μάλιστα ἀνάμεσα εἰς ὅσους ἀποθνήσκουν
πληγωμένοι ἀπὸ ἐχθρικὸν μαχαίρι.
|
26
Ἐκεῖ ἐδόθησαν Μοσὸχ καὶ
Θοβὲλ καὶ πᾶσα ἡ ἰσχὺς
αὐτῶν περικύκλῳ τοῦ μνήματος
αὐτοῦ, πάντες τραυματίαι αὐτοῦ,
πάντες ἀπερίτμητοι τραυματίαι ἀπὸ
μαχαίρας, οἱ δεδωκότες τὸν φόβον
αὐτῶν ἐπὶ γῆς ζωῆς.
|
26
Ἐκεῖ ἔχει παραδοθῇ καὶ εὑρίσκεται
ὁ μόσχος καὶ ὁ Θοβὲλ καὶ
ὅλη ἡ στρατιωτικὴ δύναμις αὐτῶν
γύρω ἀπὸ τὰ μνήματά των,
ὅλοι οἱ νεκροί των, ὅλοι οἱ
ἀπερίτμητοι, οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν
ἐν στόματι μαχαίρας· αὐτοί,
οἱ ὁποῖοι ἐσκόρπιζαν τὸν
φόβον των εἰς τοὺς κατοίκους τῆς
γῆς.
|
26
Ἐκεῖ εἰς τὸ βάραθρον τοῦ Ἅδου
παρεδόθησαν οἱ ἄρχοντες τῆς Μοσὸχ
καὶ τῆς Θοβὲλ καὶ ὅλος ὁ
στρατός των γύρω - γύρω ἀπὸ τὸ μνῆμα
τοῦ ἄρχοντός των, ὅλοι ὅσοι
ἐπληγώθησαν ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς
θανασίμως, ὅλοι οἱ ἀπερίτμητοι ποὺ
ἐθανατώθησαν ἀπὸ ἐχθρικὸν μαχαίρι.
Ὅταν ἐζοῦσαν ὅλοι αὐτοί, ἦσαν
φόβος καὶ τρόμος διὰ τοὺς κατοίκους τῆς
γῆς. |
27
Καὶ ἐκοιμήθησαν μετὰ τῶν γιγάντων
τῶν πεπτωκότων ἀπ' αἰῶνος, οἳ
κατέβησαν εἰς ᾅδου ἐν ὅπλοις
πολεμικοῖς καὶ ἔθηκαν τὰς μαχαίρας
αὐτῶν ὑπὸ τὰς κεφαλὰς
αὐτῶν· καὶ ἐγενήθησαν αἱ
ἀνομίαι αὐτῶν ἐπὶ τῶν
ὀστέων αὐτῶν, ὅτι ἐξεφόβησαν
γίγαντας ἐν γῆ ζωῆς.
|
27
Ἀπέθανον καὶ εὑρίσκονται εἰς
τὸν ᾅδην μαζῆ μὲ τοὺς ἰσχυροὺς
γίγαντας, οἱ ὁποῖοι
ἔχουν πέσει καὶ ἀποθάνει πρὸ
πολλῶν αἰώνων καὶ οἱ ὁποῖοι
ἔχουν κατεβῆ εἰς τὸν ᾅδην μὲ
τὰ πολεμικά των ὅπλα καὶ ἔθεσαν
ὑπὸ τὰς κεφαλάς των, ὡσὰν
νεκρικὰ προσκέφαλα, τὰς μαχαίρας των.
Αἱ παρανομίαι των ἔχουν διαποτίσει
καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ κόκκαλά
των, διότι αὐτοί μἐ τὴν ἀγριότητα
καὶ τὴν θηριωδίαν των, ὅταν ἐζοῦσαν,
ἐνέπνευσαν φόβον καὶ εἰς αὐτοὺς
τοὺς ἰσχυρούς.
|
27
Ἐκοιμήθησαν δὲ τὸν ὕπνον τοῦ
θανάτου μαζὶ μὲ τοὺς γίγαντας, οἱ
ὁποῖοι εἶχαν ἀποθάνει πρὸ
πολλῶν αἰώνων καὶ κατέβησαν εἰς τὸν
Ἅδην μὲ τὰ πολεμικὰ ὅπλα των.
Ἔβαλαν μάλιστα τὰ μαχαίρια των ὡς μαξιλάρια
κάτω ἀπὸ τὰ κεφάλια των. Αἱ παρανομίαι
των εἶχαν ἀποτυπωθῆ εἰς τὰ ὀστᾶ
των, διότι ἐτρομοκράτησαν πολλοὺς ἄλλους
γίγαντας, ὅταν ἐζοῦσαν ἐπὶ γῆς.
|
28
Καὶ σὺ ἐν μέσῳ ἀπεριτμήτων
κοιμηθήσῃ μετὰ τετραυματισμένων μαχαίρᾳ.
|
28
Σύ, Φαραώ, θὰ ἀποθάνῃς
καὶ θὰ ταφῇς ἀνάμεσα
εἰς ἀπεριτμήτους μαζῆ μὲ ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν ἐν στόματι
ρομφαίας.
|
28
Καὶ σὺ λοιπόν, Φαραώ, θὰ κοιμᾶσαι
τὸν ὕπνον τοῦ θανάτου ἀνάμεσα εἰς
τοὺς ἀπεριτμήτους κοινοὺς θνητοὺς
καὶ εἰς ὅσους ἀπέθαναν πληγωμένοι
ἀπὸ ἐχθρικὸν μαχαίρι.
|
29
Ἐκεῖ ἐδόθησαν οἱ ἄρχοντες
Ἀσοὺρ οἱ δόντες τὴν ἰσχὺν
αὐτοῦ εἰς τραῦμα μαχαίρας·
οὗτοι μετὰ τραυματιῶν ἐκοιμήθησαν,
μετὰ καταβαινόντων εἰς βόθρον.
|
29
Ἐκεῖ, εἰς τὸν ᾅδην, ἔχουν
παραδοθῇ οἱ ἄρχοντες τῶν Ἀσσυρίων,
οἱ ὁποῖοι ἐχρησιμοποίησαν τὴν
δύναμίν των, διὰ νὰ φονεύουν
μὲ τὰς μαχαίρας των. Καὶ αὐτοὶ
ἀπέθαναν μαζῆ μὲ ἄλλους νεκρούς,
μαζῆ μὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
καταβαίνουν εἰς τὰ βάραθρα τοῦ
ᾅδου.
|
29
Ἐκεῖ εἰς τὸν Ἅδην παρεδόθησαν
οἱ ἄρχοντες τῆς Ἀσσυρίας, οἱ
ὁποῖοι διέθεταν τὴν δύναμίν των διὰ
νὰ φονεύουν μὲ μαχαίρι τοὺς ἀντιπάλους
των. Ἐκοιμήθησαν καὶ αὐτοὶ τὸν
ὕπνον τοῦ θανάτου ἀνάμεσα εἰς ἐκείνους
ποὺ ἐθανατώθησαν κτυπημένοι ἀπὸ ἐχθρικὸν
μαχαίρι, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς θνητοὺς
ποὺ κατεβαίνουν εἰς τὸ βάραθρον τοῦ
Ἅδου. |
30
Ἐκεῖ οἱ ἄρχοντες τοῦ βορρᾶ
πάντες στρατηγοὶ Ἀσσούρ, οἱ
καταβαίνοντες τραυματίαι, σὺν τῷ φόβῳ
αὐτῶν καὶ τῇ ἰσχύϊ αὐτῶν
ἐκοιμήθησαν ἀπερίτμητοι μετὰ
τραυματιῶν μαχαίρας καὶ ἀπήνεγκαν
τὴν βάσανον αὐτῶν μετὰ τῶν
καταβαινόντων εἰς βόθρον.
|
30
Ἐκεῖ, ὑπάρχουν ὅλοι οἱ
ἄρχοντες τοῦ βορρᾶ, ὅλοι οἱ
στρατηγοὶ τῶν Ἀσσυρίων, αὐτοὶ
οἱ ὁποῖοι κατέβησαν νεκροὶ εἰς
τὸν ᾅδην· μαζῆ των δὲ ἀπέθανε
πλέον καὶ ἔσβησεν ὁ φόβος, ποὺ
ἐνέπνεαν, καὶ ἡ δύναμίς
των. Ἀπέθαναν οἱ ἀπερίτμητοι
αὐτοὶ μαζῆ μὲ ἄλλους, οἱ
ὁποῖοι ἔπεσαν ἐν στόματι μαχαίρας·
ἔλαβαν τὴν δικαίαν τιμωρίαν των μαζῆ
μὲ τοὺς ἄλλους ὁμοίους των,
ποὺ κατέβησαν εἰς τὸν ᾅδην.
|
30
Ἐκεῖ εἰς τὸν Ἅδην εὑρίσκονται
καὶ οἱ ἄρχοντες τοῦ βορρᾶ, ὅλοι
δηλαδὴ οἱ στρατηγοὶ τῆς Ἀσσυρίας.
Ἐτραυματίσθησαν θανασίμως καὶ κατέβησαν
καὶ αὐτοὶ εἰς τὸν Ἅδην·
ἐπῆραν δὲ μαζί των καὶ τὸν
φόβον ποὺ ἐπροκαλοῦσαν εἰς τοὺς
ἄλλους, καθὼς καὶ ὅλην
τὴν
δύναμίν των. Ἐκοιμήθησαν τὸν ὕπνον
τοῦ θανάτου ἀπερίτμητοι, μαζὶ μὲ ὅσους
θανατώνονται πληγωμένοι ἀπὸ ἐχθρικὸν
μαχαίρι· ἔτσι ἔλαβαν τὴν τιμωρίαν των
μὲ τὸ νὰ κατεβοῦν καὶ αὐτοὶ
εἰς τὸ βάραθρον τοῦ Ἅδου.
|
31
Ἐκείνους ὄψεται βασιλεὺς Φαραὼ
καὶ παρακληθήσεται ἐπὶ πᾶσαν
τὴν ἰσχὺν αὐτῶν, λέγει
Κύριος Κύριος. |
31
Αὐτοὺς θὰ ἴδῃ εἰς τὸν
ᾅδην ὁ βασιλεὺς Φαραὼ καὶ θὰ
εὔρῃ κάποιαν παρηγορίαν ἀπὸ
τὴν ἀπώλειαν τῆς δυνάμεως ἐκείνων,
λέγει ὁ Κύριος Κύριος.
|
31
Θὰ τοὺς ἰδῇ εἰς τὸν Ἅδην
ὅλους ἐκείνους ὁ Φαραὼ καὶ θὰ
παρηγορηθῇ ἀπὸ ὅλην τὴν δύναμίν
των ποὺ κατεστράφη, λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ
ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός.
|
32
Ὅτι δέδωκα τὸν φόβον αὐτοῦ
ἐπὶ γῆς ζωῆς, καὶ κοιμηθήσεται
ἐν μέσῳ ἀπεριτμήτων μετὰ
τραυματιῶν μαχαίρας, Φαραὼ καὶ πᾶν
τὸ πλῆθος αὐτοῦ, λέγει Κύριος
Κύριος. |
32
Διότι ἐγὼ ἔδωκα καὶ εἰς
αὐτὸν τὴν δύναμιν νὰ ἐμπνέῃ
τὸν φόβον του εἰς τοὺς ἀνθρώπους,
ποὺ ἐζοῦσαν εἰς τὴν γῆν.
Τώρα ὅμως θὰ ἀποθάνῃ καὶ
θὰ εὑρίσκεται ἀνάμεσα εἰς
ἀπεριτμήτους μεταξὺ ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν ἐν στόματι
μαχαίρας, ὁ Φαραὼ καὶ ὁλο τὸ
πλῆθος αὐτοῦ>, λέγει ὁ Κύριος
Κύριος. |
32
Διότι καὶ εἰς αὐτὸν εἶχα δώσει
δύναμιν καὶ ἐξουσίαν καὶ ἦτο φοβερὸς
διὰ τοὺς συνανθρώπους του, ὅταν ἐζοῦσε
εἰς τὴν γῆν. Τελικῶς ὅμως ὁ
Φαραὼ καὶ ἡ δύναμίς του, ὅλος δηλαδὴ
ὁ στρατὸς καὶ ὁ λαός του, θὰ
κοιμηθοῦν τὸν ὕπνον τοῦ θανάτου ἀνάμεσα
εἰς τοὺς κοινοὺς ἀπεριτμήτους ἀνθρώπους
καὶ εἰς ὅσους θανατώνονται πληγωμένοι ἀπὸ
ἐχθρικὸν μαχαίρι. Αὐτὰ λέγει ὁ
μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός.
|