Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με
λέγων· |
Κύριος
ὡμίληοε πρὸς ἐμὲ καὶ εἶπεν·
|
μίλησε
δὲ ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ καὶ
εἶπεν: |
2
υἱὲ ἀνθρώπου, λάλησον τοῖς
υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἐρεῖς
πρὸς αὐτούς· γῆ, ἐφ ἣν
ἂν ἐπάγω ρομφαίαν, καὶ λάβῃ
ὁ λαὸς τῆς γῆς ἄνθρωπον ἕνα
ἐξ αὐτῶν καὶ δῶσιν αὐτὸν
ἑαυτοῖς εἰς σκοπόν, |
2
<υἱὲ ἀνθρώπου, λάλησον πρὸς
τοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ σου
καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτούς:
Ἐὰν ἐγὼ ἀποστείλω εἰς
κάποιαν χώραν ἐχθρικὴν μάχαιραν,
ὁ δὲ λαὸς τῆς χώρας αὐτῆς
ἐκλέξῃ ἕνα ἄνθρωπον ἀπὸ
τοὺς πολίτας της καὶ καταστήσῃ
αὐτὸν ὡς φρουρόν του,
|
2
Ἄνθρωπε, νὰ ὁμιλήσῃς πρὸς τοὺς
ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ σου καὶ νὰ
τοὺς εἰπῇς τὰ ἑξῆς: Ἐὰν
Ἐγὼ ὁδηγῶ ἐναντίον μιᾶς
χώρας ἐχθρικὴν ρομφαίαν, στρατὸν δηλαδὴ
ποὺ θὰ ἐπιτεθῇ διὰ νὰ
θανατώσῃ τοὺς κατοίκους της, καὶ ὁ
λαὸς τῆς χώρας αὐτῆς πάρῃ ἕνα
ἄνθρωπον ἀνάμεσά των καὶ τὸν
τοποθετήσῃ ὡς φρουρὸν εἰς τὰ
σύνορα τῆς χώρας, ὁ φρουρὸς αὐτὸς
ἔχει ἀναλάβει ὑπεύθυνον ἀποστολήν.
|
3
καὶ ἴδῃ τὴν ρομφαίαν ἐρχομένην
ἐπὶ τὴν γῆν καὶ σαλπίσῃ
τῇ σάλπιγγι καὶ σημάνῃ τῷ
λαῷ, |
3
ὅταν ὁ φρουρὸς ἐκεῖνος ἴδῃ
τὴν ἐχθρικὴν μάχαιραν νὰ ἐπέρχεται
ἐναντίον τῆς χώρας του καὶ σαλπίσῃ
μὲ τὴν σάλπιγγα, ἀναγγείλῃ
καὶ ἐπισημάνῃ εἰς τὸν
λαὸν τὸν κίνδυνον
|
3
Ἐὰν λοιπὸν ἰδῇ ὁ φρουρὸς
τὴν φονικὴν ρομφαίαν τοῦ ἐχθροῦ
νὰ ἔρχεται πρὸς τὰ ὅρια τῆς
χώρας καὶ σαλπίσῃ δυνατὰ καὶ εἰδοποιήσῃ
τὸν λαὸν διὰ τὸν κίνδυνον,
|
4
καὶ ἀκούσῃ ὁ ἀκούσας
τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγος καὶ
μὴ φυλάξηται, καὶ ἐπέλθῃ
ἡ ρομφαία καὶ καταλάβῃ ἡ
ρομφαία καὶ καταλάβῃ αὐτόν,
τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐπὶ τῆς
κεφαλῆς αὐτοῦ ἔσται·
|
4
καὶ ὁ λαός, ἂν καὶ θὰ
ἀκούσῃ τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγος,
δὲν θὰ προφυλαχθῇ, ἐπέλθῃ
δὲ κατόπιν φονικὴ ἡ ρομφαία
τοῦ ἐχθροῦ ἐναντίον αὐτοῦ
καὶ τὸν καταλάβῃ καὶ σφάξῃ
τὸν λαὸν αὐτόν, ἡ εὐθύνῃ
τοῦ αἵματος θὰ πέσῃ βεβαίως
πάνω εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ λαοῦ
αὐτοῦ.
|
4
ὁ δὲ λαός, ποὺ θὰ ἀκούσῃ
τὸ σάλπισμα τῆς σάλπιγγος, δὲν λάβῃ
τὰ μέτρα του, καὶ πέσῃ ἐπάνω του ἡ
ἐχθρικὴ ρομφαία καὶ τὸν κυριεύσῃ,
τότε ἡ εὐθύνῃ διὰ τὴν καταστροφήν
του θὰ βαρύνῃ τὸν ἴδιον τὸν
λαόν. |
5
ὅτι τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγος
ἀκούσας οὐκ ἐφυλάξατο, τὸ
αἷμα αὐτοῦ ἐπ' αὐτοῦ ἔσται,
καὶ οὗτος ὅτι ἐφυλάξατο, τὴν
ψυχὴν αὐτοῦ ἐξείλατο.
|
5
Τοῦτο δέ, διότι ὁ λαὸς μολονότι
ἤκουσε τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγος,
δὲν προεφυλάχθη, δὲν ἔλαβε τὰ
μέτρα του. Δι' αὐτὸ ἡ εὐθύνη
τοῦ χυθέντος αἵματός του θὰ
πέσῃ ἐπάνω του. Ὁ φρουρὸς
ὅμως, ἐπειδὴ ἀγρύπνως ἐφύλαττε
τὴν πόλιν, θὰ σώσῃ τὴν
ζωήν του.
|
5
Εὐθύνεται ὁ λαός, διότι, ἐνῷ ἤκουσε
τὸ σάλπισμα τῆς σάλπιγγος καὶ ἐνημερώθη
διὰ τὸν κίνδυνον, δὲν ἔλαβε τὰ
ἀπαραίτητα μέτρα προφυλάξεως. Ἡ εὐθύνη τῆς
καταστροφῆς του βαρύνει τὸν ἴδιον·
ἀντιθέτως, ὁ φρουρὸς θὰ εἶναι
ἀνεύθυνος καὶ θὰ γλυτώσῃ ἀπὸ
θανατικὴν τιμωρίαν, διότι ἦτο προσεκτικὸς
εἰς τὴν ἐπιτέλεσιν τοῦ καθήκοντος.
|
6
Καὶ ὁ σκοπός, ἐὰν ἴδῃ
τὴν ρομφαίαν ἐρχομένην καὶ μὴ
σημάνῃ τῇ σάλπιγγι, καὶ ὁ
λαὸς μὴ φυλάξηται, καὶ ἐλθοῦσα
ἡ ρομφαία λάβῃ ἐξ αὐτῶν
ψυχήν, αὕτη διὰ τὴν αὐτῆς
ἀνομίαν ἐλήφθη, καὶ τὸ
αἷμα ἐκ χειρὸς τοῦ σκοποῦ ἐκζητήσω.
|
6
Ἐὰν ὅμως ὁ φρουρὸς ἵδῃ
τὴν ἐπερχομένην ἐχθρικὴν δύναμιν
καὶ δὲν σαλπίσῃ μὲ τὴν
σάλπιγγά του, ὥστε νὰ εἰδοποίησῃ
καὶ προφυλαχθῇ ὁ λαός, καὶ ἕνας
ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πολίτας
νὰ φονευθῇ ἀπὸ τὴν ἐπελθοῦσαν
ἐχθρικὴν μάχαιραν, ἔστω καὶ
ἂν αὐτὸς ὁ φονευθεὶς ἔχασε
τὴν ζωήν του ἐξ αἰτίας ἄλλων
ἁμαρτιῶν του, θὰ ζητήσω ἐγὼ
εὐθύνας ἀπὸ τὸν ἀμελῆ
ἐκεῖνον φρουρὸν τῆς χώρας.
|
6
Ἐὰν ὅμως ἰδῇ ὁ φρουρὸς
τὴν ἐχθρικὴν ρομφαίαν νὰ ἔρχεται
ἐναντίον των καὶ δὲν εἰδοποιήσῃ
μὲ τὴν σάλπιγγά του, καὶ δὲν προλάβῃ
ἕνεκα τούτου ὁ λαὸς νὰ προφυλαχθῇ,
καὶ ἔλθῃ ὁ ἐχθρὸς καὶ
θανατώσῃ κάποιον ἀπὸ τὴν χώραν τοῦ
φρουροῦ, τότε αὐτὸς μὲν ποὺ
ἐφονεύθη ἐθανατώθη δικαίως διὰ τὰς
ἁμαρτίας του, τὴν εὐθύνην ὅμως διὰ
τὸν θάνατόν του θὰ τὴν ζητήσω ἀπὸ
τὸν ἀμελῆ φρουρόν. |
7
Καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου,
σκοπὸν δέδωκά σε τῷ οἴκῳ
Ἰσραήλ, καὶ ἀκούσῃ ἐκ
στόματός μου λόγον. |
7
Καὶ σένα, ὦ υἱὲ τοῦ ἀνθρώπου,
σὲ ἔχω ἐγκαταστήσει φρουρὸν
εἰς τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν, διὰ
νὰ ἀκούσῃς ἀπὸ τὸ
ἰδικόν μου στόμα λόγον, τὸν
ὁποῖον καὶ νὰ ἀναγγείλῃς
εἰς αὐτούς.
|
7
Γνωρίζε λοιπόν, ἄνθρωπε, ὅτι σὲ ἔχω
τοποθετήσει ὡσὰν φρουρὸν εἰς τοὺς
ἀπογόνους τοῦ Ἰσραήλ. Ἐὰν δὲ
ἀκούσῃς ἀπὸ τὸ στόμα μου ἕνα
λόγον, |
8
Ἐν τῷ εἰπεῖν με τῷ ἁμαρτωλῷ·
θανάτῳ θανατωθήσῃ, καὶ μὴ
λαλήσῃς τοῦ φυλάξασθαι τὸν ἀσεβῆ
ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ,
αὐτὸς ὁ ἄνομος τῇ ἀνομίᾳ
αὐτοῦ ἀποθανεῖται, τὸ δὲ
αἷμα αὐτοῦ ἐκ τῆς χειρός
σου ἐκζητήσω. |
8
Ὅταν ἐγὼ εἴπω εἰς κάποιον
ἁμαρτωλόν, ὅτι ἀσφαλῶς θὰ
θανατωθῇς διὰ τὰς ἁμαρτίας σου,
σὺ ὅμως δὲν ἀναγγείλῃς
τὸν λόγον αὐτόν, ὥστε νὰ
ἀπομακρυνθῇ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ
τὸν ἁμαρτωλὸν τρόπον τῆς ζωῆς
του, αὐτὸς μὲν ὁ παράνομος θὰ
ἀποθάνῃ ἐν τῇ παρανομίᾳ
του, ἀλλὰ τὴν εὐθύνην τοῦ
χυθέντος αἵματός του θὰ τὴν
ἐκζητήσω ἐγὼ ἀπὸ τὰ
χέρια σου.
|
8
ἐὰν δηλαδὴ εἰπῶ Ἐγὼ
διὰ κάποιον ἁμαρτωλὸν ἄνθρωπον <θὰ
θανατωθῇς ὁπωσδήποτε ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν
σου>, καὶ σὺ δὲν ἀνακοινώσῃς
αὐτὸν τὸν λόγον μου, ὥστε νὰ
προσέξῃ ὁ ἀσεβὴς καὶ νὰ
ἀλλάξῃ πορείαν ζωῆς, τότε ὁ μὲν
παράνομος καὶ ἀσεβὴς θὰ
θανατωθῇ μέσα εἰς τὴν ἀσέβειαν καὶ
ἀνομίαν του καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῆς·
τὴν εὐθύνην ὅμως διὰ τὸν θάνατόν
του θὰ τὴν ζητήσω ἀπὸ σέ, διότι δὲν
ἔκαμες τὸ χρέος σου ἀπέναντί του.
|
9
Σὺ δὲ ἐὰν προαπαγγείλῃς
τῷ ἀσεβεῖ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ
τοῦ ἀποστρέψαι ἀπ' αὐτῆς,
καὶ μὴ ἀποστρέψῃ ἀπὸ
τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ, οὗτος
τῇ ἀσεβείᾳ αὐτοῦ ἀποθανεῖται,
καὶ σὺ τὴν ψυχὴν σεαυτοῦ ἐξῄρησαι.
|
9
Ἐξ ἀντιθέτου, ἐὰν σὺ ἐκ
τῶν προτέρων τοῦ καταστήσῃς
γνωστὴν τὴν παράνομον ὁδόν του
καὶ συστήσῃς εἰς τὸν ἀσεβῆ
νὰ τὴν ἐγκαταλείψῃ, αὐτὸς
ὅμως δὲν μετανοήσῃ καὶ δὲν
ἀφήσῃ τοὺς ἁμαρτωλοὺς
τρόπους τῆς ζωῆς του, αὐτὸς
μὲν θὰ θανατωθῇ ἐξ αἰτίας
τῆς ἀσεβείας του, σὺ ὅμως, διότι
δὲν θὰ φέρῃς καμμίαν εὐθύνην,
θὰ σώσῃς τὴν ζωήν σου.
|
9
Ἐὰν ὅμως ἐνημερώσῃς ἀπὸ
πρὶν τὸν ἀσεβῆ διὰ τὰς
συνεπείας τῆς ἀσεβοῦς καὶ ἀνόμου
ζωῆς του καὶ τὸν παρακινήσῃς νὰ
μετανοήσῃ, αὐτὸς ὅμως δὲν θελήσῃ
νὰ μετανοήσῃ, τότε αὐτὸς μὲν
θὰ ἀποθάνῃ μέσα εἰς τὴν
ἀσέβειάν του καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῆς,
σὺ δὲ δὲν θὰ ἔχῃς καμμίαν
εὐθύνην διὰ τὸν θάνατόν του αὐτόν·
θὰ ἔχῃς ἀπαλλαγῆ ἀπὸ
τὴν ἐνοχήν. |
-10
Καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου,
εἰπὸν τῷ οἴκῳ Ἰσραήλ·
οὕτως ἐλαλήσατε λέγοντες· αἱ
πλάναι ἡμῶν καὶ αἱ ἀνομίαι
ἡμῶν ἐφ' ἡμῖν εἰσι καὶ
ἐν αὐταῖς ἡμεῖς τηκόμεθα·
καὶ πῶς ζησόμεθα; |
-10
Καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου,
εἰπὲ εἰς τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαόν· Εἴπατε καὶ ξαναείπατε ὅτι
αἱ πλάναι μας μᾶς ἀπεμάκρυναν
ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ αἱ παρανομίαι
μας ἔχουν πέσει ἐπάνω μας καὶ
ἐξ αἰτίας αὐτῶν ἡμεῖς
λυώνομεν. Πῶς εἶναι δυνατὸν τώρα
νὰ ἀποκτήσωμεν ἐκ νέου τὴν
ζωήν;
|
10
Καὶ σύ, ἄνθρωπε, νὰ εἰπῇς τὰ
ἑξῆς εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ
Ἰσραήλ: Ὡμιλήσατε μὲ ἀπελπισίαν καὶ
εἴπατε αὐτὰ τὰ λόγια: <Αἱ
παραβάσεις μας ὡς πρὸς τὰς θείας ἐντολὰς
καὶ αἱ παρανομίαι μας εἶναι ἐπάνω
μας, μᾶς βαρύνουν καὶ λειώνομεν μέσα εἰς
αὐτάς· πῶς λοιπὸν θὰ ζήσωμεν εἰς
τὸ μέλλον;> |
11
Εἶπον αὐτοῖς· ζῶ ἐγώ,
τάδε λέγει Κύριος, οὐ βούλομαι
τὸν θάνατον τοῦ ἀσεβοῦς ὡς
τὸ ἀποστρέψαι τὸν ἀσεβῆ
ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ
καὶ ζῆν αὐτόν. Ἀποστροφῇ
ἀποστρέψατε ἀπὸ τῆς ὁδοῦ
ὑμῶν· καὶ ἱνατὶ ἀποθνήσκετε,
οἶκος Ἰσραήλ; |
11
Εἰπὲ λοιπὸν εἰς αὐτούς·
ὁρκίζομαι, λέγει ὁ Κύριος, ὅτι
δὲν θέλω ἐγὼ τὸν θάνατον
τοῦ ἀσεβοῦς, ὅσον θέλω νὰ
ἐπιστρέψῃ καὶ νὰ ἀπομακρυνθῇ
ὁ ἀσεβὴς ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλόν
του δρόμον καὶ νὰ ζήσῃ εὐτυχής.
Πάρετε, λοιπόν, τὴν ἀπόφασιν
καὶ σεῖς οἱ Ἰσραηλῖται νὰ
ἀπομακρυνθῆτε πλέον ἀπὸ τὴν
ἁμαρτωλὸν ὁδόν σας. Διατί, ὦ
Ἰσραηλῖται, νὰ ἀποθνήσκετε ἐξ
αἰτίας τῶν ἀνομιῶν σας;
|
11
Νὰ εἰπῇς λοιπὸν εἰς αὐτούς:
Σᾶς βεβαιώνω Ἐγὼ μὲ τὴν ζωήν
μου ἐνόρκως, αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος
τῶν πάντων: Δὲν θέλω νὰ ἀποθάνῃ
ὁ ἀσεβὴς μὲ τὴν ἀσέβειάν
του, ἀλλὰ ποθῶ νὰ μετανοήσῃ,
νὰ ἀπομακρυνθῇ ὁ ἀσεβὴς
ἀπὸ τὸν δρόμον εἰς τὸν ὁποῖον
περιπατεῖ, καὶ νὰ ζῇ <εὐτυχὴς
μὲ τὸν Νόμον μου>. Μετανοήσατε, κάμετε μεταβολὴν
εἰς τὴν πορείαν σας! Διατὶ ἀποθνήσκετε
ἀμετανόητοι, ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ;
|
12
Εἰπὸν πρὸς τοὺς υἱοὺς
τοῦ λαοῦ σου· δικαιοσύνη δικαίου
οὐ μὴ ἐξελεῖται αὐτὸν
ἐν ἂν ἡμέρᾳ
πλανηθῇ, καὶ ἀνομία ἀσεβοῦς
οὐ μὴ κακώσῃ αὐτὸν ἐν
ᾖ ἄν ἡμέρᾳ ἀποστρέψῃ
ἀπὸ τῆς ἀνομίας αὐτοῦ·
καὶ δίκαιος οὐ μὴ δύνηται σωθῆναι.
|
12
Εἰπὲ ἀκόμη πρὸς τὰ παιδιὰ
τοῦ λαοῦ σου· ἡ ἀρετὴ δὲν
εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπαλλάξῃ
τὸν δίκαιον ἀπὸ τὴν ἐνοχὴν
καὶ τὴν εὐθύνην, ἐὰν αὐτὸς
παραπλανηθῇ εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
᾿Επίσης καὶ ἡ ἁμαρτία
ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου
δὲν θὰ βαρύνῃ καὶ δὲν
θὰ βλάψῃ αὐτόν, ἐὰν
μετανοήσῃ καὶ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ
τὰς παρανομίας του, ὅπως καὶ ὁ
δίκαιος δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
σωθῇ διὰ τὴν ἀρετήν του, ἐὰν
παρεκτροπῇ εἰς παρανομίας.
|
12
Νὰ εἰπῇς ἐπίσης πρὸς τοὺς
ἀνθρώπους τὸν λαοῦ σου: Ἡ δικαιοσύνη
καὶ ἀρετὴ ἐνὸς ἀνθρώπου,
ὁ ὁποῖος ἦτο προηγουμένως δίκαιος
καὶ ἐνάρετος, δὲν θὰ τὸν σώσῃ,
οὔτε θὰ τὸν ἀθωῳσῃ, ἐὰν
μίαν ἡμέραν πλανηθῇ καὶ ἀρχίσῃ
νὰ ζῇ πλέον ζωὴν ἀσεβείας. Ἀντιθέτως,
ἡ παρανομία καὶ ἀσέβεια τοῦ
ἀσεβοῦς ἀνθρώπου δὲν πρόκειται νὰ
τὸν βλάψῃ, ἐὰν μίαν ἡμέραν μετανοήσῃ
καὶ ἀπομακρυνθῇ πλέον ἀπὸ τὴν
προηγουμένην ζωὴν τῆς παρανομίας καὶ ἀσεβείας
του. Ὁ δίκαιος δὲν ἠμπορεῖ νὰ
σωθῇ, ἐὰν δὲν παραμείνῃ ἕως
τέλους δίκαιος. |
13
Ἐν τῷ εἰπεῖν με τῷ δικαίῳ·
οὗτος πέποιθεν ἐπὶ τῇ δικαιοσύνῃ
αὐτοῦ, καὶ ποιήσει ἀνομίαν,
πᾶσαι αἱ δικαιοσύναι αὐτοῦ οὐ
μὴ ἀνομνησθῶσιν· ἐν τῇ
ἀδικίᾳ αὐτοῦ, ᾖ ἐποίησεν,
ἐν αὐτῇ ἀποθανεῖται.
|
13
Ἐὰν ἐγὼ εἴπω εἰς τὸν
δίκαιον, ὅτι θὰ ζήσῃ, αὐτὸς
δὲ ἔχῃ πεποίθησιν καὶ θεωρήσῃ
στήριγμά του τὴν προτέραν τοῦ
ἀρετήν, παρασυρθῇ δὲ εἰς παρανομίαν,
ὅλαι αἱ δικαιοσύναι αὐτοῦ δὲν
θὰ ληφθοῦν ὑπ' ὄψιν, ἀλλὰ
θὰ θανατωθῇ ἐξ αἰτίας τῆς
ἁμαρτίας, τὴν ὁποίαν διέπραξεν.
|
13
Ἐπειδὴ Ἐγὼ ἔχω εἰπεῖ
ὅτι ὁ δίκαιος θὰ ζήσῃ, ἐὰν
ἕνας δίκαιος βασιζόμενος εἰς τὸν λόγον μου
αὐτὸν ἐμπιστεύεται εἰς τὴν δικαιοσύνην
του, χωρὶς νὰ προσέχῃ, καὶ ἕνεκα
τῆς ἀπροσεξίας του αὐτῆς παρανομήσῃ,
θὰ τὰ χάσῃ ὅλα· δὲν θὰ
ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν ὅλαι αἱ προηγούμενοι
δικαιοσύναι καὶ ἀρεταί του. Θὰ ἀποθάνῃ
μέσα εἰς τὴν ἀδικίαν καὶ ἀσέβειαν,
τὴν ὁποίαν διέπραξεν εἰς τὰ τέλη τῆς
ζωῆς του. |
14
Καὶ ἐν τῷ εἰπεῖν με τῷ
ἀσεβεῖ· θανάτῳ θανατωθήσῃ,
καὶ ἀποστρέψει ἀπὸ τῆς
ἁμαρτίας αὐτοῦ καὶ ποιήσει
κρῖμα καὶ δικαιοσύνην
|
14
Ἐὰν ἐπίσης ἐγὼ εἴπω
εἰς τὸν ἀσεβῆ· ἀσφαλῶς
καὶ βεβαίως θὰ θανατωθῇς ἐξ
αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν σου, ἐκεῖνος
δὲ μετανοήσῃ καὶ ἀπομακρυνθῇ
ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας του καὶ
ἐφαρμόσῃ πλέον δικαιοσύνην εἰς
τὴν ζωήν του,
|
14
Ὅταν ἐπίσης ἔχω εἰπεῖ διὰ
τὸν ἀσεβῆ, <θὰ τιμωρηθῇς
ὁπωσδήποτε μὲ θάνατον>, καὶ προσέξῃ
αὐτὸς αὐτὸν τὸν λόγον μου καὶ
μετανοήσῃ καὶ ἀφήσῃ τὴν ζωὴν
τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ἐζοῦσε ἕως
τότε, καὶ ἀρχίσῃ νὰ ζῇ
ὀρθά, μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀρετήν,
|
15
καὶ ἐνεχύρασμα ἀποδῶ καὶ
ἅρπαγμα ἀποτίσει, ἐν προστάγματι
ζωῆς διαπορεύηται τοῦ μὴ ποιῆσαι
ἄδικον, ζωῇ ζήσεται καὶ οὐ μὴ
ἀποθάνῃ. |
15
ἐπιστρέψῃ, ἐπὶ παραδείγματι,
εἰς τὸν πτωχὸν τὸ ἐνέχυρον,
ἀποδώσῃ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον
ἥρπασε, καὶ γενικῶς πορεύεται σύμφωνα
μὲ τὰς ὁρθὰς ἐντολὰς τῆς
ζωῆς καὶ δὲν διαπράξῃ πλέον
ἀδικίαν, αὐτὸς θὰ ζήσῃ
εὐτυχὴς καὶ δὲν θὰ τιμωρηθῇ
διὰ θανάτου.
|
15
καὶ ἐπιστρέψῃ τὸ ἐνέχυρον ποὺ
ἔλαβεν ἀπὸ κάποιον πτωχόν, ὁ ὁποῖος
εἶχε μεγάλην ἀνάγκην καὶ ἐζήτησε τὴν
βοήθειάν του, καὶ πληρώσῃ κάθε τι ποὺ ἅρπαξε
μὲ ἀδικίας καὶ ζῇ γενικῶς συμφώνως
πρὸς τὰς ἐντολάς μου ποὺ χαρίζουν
ζωήν, ἀποφασισμένος νὰ μὴ διαπράξῃ
κάποιαν ἀδικίαν, τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
θὰ ζήσῃ μέσα εἰς τὰς εὐλογίας
μου καὶ δὲν θὰ τιμωρηθῇ μὲ θάνατον.
|
16
Πᾶσαι αἱ ἁμαρτίαι αὐτοῦ,
ἃς ἥμαρτεν, οὐ μὴ ἀναμνησθῶσιν,
ὅτι κρῖμα καὶ δικαιοσύνην ἐποίησεν,
ἐν αὐτοῖς ζήσεται.
|
16
Ὅλαι αἱ ἁμαρτίαι, τὰς ὁποίας
εἶχε διαπράξει δὲν θὰ ληφθοῦν
ὑπ' ὄψιν, διότι τηρεῖ τὸ δίκαιον
καὶ ζῇ μὲ δικαιοσύνην. Χάρις
δὲ εἰς αὐτὰ θὰ ζήσῃ
εὐτυχής.
|
16
Θὰ λησμονηθοῦν ὅλαι αἱ ἁμαρτίαι
τὰς ὁποίας διέπραξε προηγουμένως, πρὶν μετανοήσῃ,
διότι πλέον αὐτὸς ζῇ ὀρθά, μὲ
δικαιοσύνην καὶ ἀρετήν, καὶ θὰ ζήση
μὲ τὰς ἀρετάς του ἤρεμος καὶ
εὐτυχής. |
17
Καὶ ἐροῦσιν οἱ υἱοὶ τοῦ
λαοῦ σου· οὐκ εὐθεῖα ἡ
ὁδὸς τοῦ Κυρίου· καὶ αὕτη
ἡ ὁδὸς αὐτῶν οὐκ εὐθεῖα.
|
17
Τὰ παιδιὰ τοῦ λαοῦ σου, ἐσκοτισμένα
ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλότητά των,
θὰ εἴπουν: Δὲν εἶναι δικαία
καὶ εὐθεῖα ἡ ὁδὸς αὐτὴ
τοῦ Κυρίου. Ἐγὼ ὅμως λέγω
ὅτι ἡ ἰδική των ὁδὸς καὶ
νοοτροπία δὲν εἶναι εὐθεῖα.
|
17
Θὰ εἰποῦν βεβαίως οἱ ἄνθρωποι
τοῦ λαοῦ σου: <Δὲν εἶναι ὀρθὴ
ἡ γραμμὴ αὐτὴ ποὺ χαράσσει καὶ
ἀκολουθεῖ ὁ Κύριος>. Τὸ ἀντίθετον
ὅμως συμβαίνει· ἡ ἰδική των γραμμὴ
καὶ συμπεριφορὰ εἶναι λανθασμένη.
|
18
Ἐν τῷ ἀποστρέψαι δίκαιον ἀπὸ
τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ ποιήσει
ἀνομίας, καὶ ἀποθανεῖται ἐν
αὐταῖς· |
18
Διότι, ὅταν ὁ δίκαιος ἀπομακρυνθῇ
ἀπὸ τὴν ὁδὸν τῆς ἀρετῆς
καὶ τῆς δικαιοσύνης καὶ διαπράξῃ
παρανομίας, εἶναι δίκαιον καὶ πρέπον
νὰ θανατωθῇ ἐξ αἰτίας αὐτῶν·
|
18
Τὸ ἐπαναλαμβάνω: Ἐὰν κάποιος ἐνάρετος
καὶ δίκαιος ἄνθρωπος ξεφύγῃ ἀπὸ
τὴν ὁδὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ
ἀρετῆς καὶ διαπράξῃ τελικῶς
παρανομίας, θὰ ἀποθάνῃ ὡς ἔνοχος
λόγῳ αὐτῶν τῶν παρανομιῶν.
|
19
καὶ ἐν τῷ ἀποστρέψαι τὸν
ἁμαρτωλὸν ἀπὸ τῆς ἀνομίας
αὐτοῦ καὶ ποιήσει κρῖμα καὶ
δικαιοσύνην, ἐν αὐτοῖς αὐτὸς
ζήσεται. |
19
ὅπως ἐπίσης, ὅταν ὁ ἁμαρτωλὸς
ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὰς παρανομίας
αὐτοῦ καὶ ζήσῃ μὲ δικαιοσύνην,
εἶναι δίκαιον νὰ ζήσῃ
εὐτυχὴς διὰ τὴν ἀρετήν
του αὐτήν.
|
19
Ἐὰν ἐπίσης ἕνας ἁμαρτωλὸς
ἄνθρωπος ξεφύγῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλὴν
καὶ παράνομον ζωήν του καὶ ζῇ πλέον
ὀρθά, μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀρετήν, ὁ
ἄνθρωπος αὐτὸς θὰ ζήσῃ μέσα
εἰς τὰς εὐλογίας μου ἕνεκα αὐτῶν
τῶν ἀρετῶν, τὰς ὁποίας πλέον
ἐφαρμόζει. |
20
Καὶ τοῦτό ἐστιν, ὃ εἴπατε·
οὐκ εὐθεῖα ἡ ὁδὸς Κυρίου·
ἔκαστον ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ
κρινῶ ὑμᾶς, οἶκος Ἰσραήλ.
|
20
Σεῖς ὅμως εἴπατε καὶ τοῦτο·
<δὲν εἶναι ὀρθὴ ἡ ὁδός,
τὴν ὁποίαν ἀκολουθεῖ ὁ
Κύριος>. Ἀλλὰ λησμονεῖτε ὅμως,
ὦ Ἰσραηλῖται, ὅτι ἐγὼ
θὰ κρίνῳ τὸν καθένα ἀπὸ
σᾶς ἀνάλογα μὲ τοὺς δρόμους
τῆς ζωῆς του>.
|
20
Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον
σεῖς σχολιάζετε καὶ λέγετε, ὅτι δηλαδὴ
<δὲν εἶναι ὀρθὴ ἡ γραμμὴ
ποὺ χαράσσει καὶ ἀκολουθεῖ ὁ
Κύριος>. Θὰ σᾶς κρίνω, ἀπόγονοι τοῦ
Ἰσραήλ, μὲ δικαιοσύνην, καθένα ἀναλόγως
πρὸς τὰς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς
του καὶ τὴν συμπεριφοράν του.
|
21
Καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ δωδεκάτῳ
ἔτει, ἐν τῷ δωδεκάτῳ μηνί,
πέμπτῃ τοῦ μηνὸς τῆς αἰχμαλωσίας
ἡμῶν, ἦλθε πρός με ὁ ἀνασῳθεὶς
ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ λέγων· ἑάλω
ἡ πόλις. |
21
Κατὰ τὸ δωδέκατον ἔτος ἀπὸ
τῆς αἰχμαλωσίας μας, τὸν δωδέκατον
μῆνα, τὴν πέμπτην τοῦ μηνὸς
αὐτοῦ, ἦλθε κάποιος, ποὺ διεσώθη
ἀπὸ τὴν κατηληφθεῖσαν Ἱερουσαλήμ,
καὶ μοῦ εἶπεν· <ἡ πόλις
ἐκυριεύθη>. |
21
Κατὰ τὴν πέμπτην ἡμέραν τοῦ δωδεκάτου
μηνὸς τοῦ δωδεκάτου ἔτους τῆς αἰχμαλωσίας
μας εἰς τὴν Βαβυλωνίαν ἦλθε πρὸς ἐμὲ
κάποιος Ἰουδαῖος, ποὺ διεσώθη ἀπὸ
τὴν καταστροφὴν τῆς Ἱερουσαλήμ, καὶ
μοῦ εἶπεν: Ἡ πόλις μας, ἡ Ἱερουσαλήμ,
ἐκυριεύθη! |
22
Καὶ χεὶρ Κυρίου ἐγενήθη ἐπ'
ἐμὲ ἑσπέρας πρὶν ἐλθεῖν
αὐτὸν καὶ ἤνοιξέ μου τὸ
στόμα, ἕως ἦλθε πρός με τὸ πρωΐ,
καὶ ἀνοιχθὲν τὸ στόμα μου οὐ
συνεσχέθη ἔτι. |
22
Ἀλλὰ τὸ χέρι, ἡ δύναμις
καὶ ὁ φωτισμὸς τοῦ Κυρίου ἐτέθη
ἐπάνω μου τὴν ἑσπέραν, πρὶν
ἢ ἔλθῃ ὁ ἄνθρωπος αὐτός.
Αὐτὸς ἦλθε τὸ πρωῒ τῆς
ἑπομένης καὶ ὁ Κύριός
μου ἤνοιξε τὸ στόμα, τὸ ἕως
τότε κλεισμένον, καὶ τὸ ὁποῖον
δὲν ἐκλείσθη πλέον.
|
22
Ἐν τῷ μεταξὺ τὸ βράδυ, πρὶν
ἀπὸ τὴν ἄφιξιν αὐτοῦ τοῦ
ἀγγελιοφόρου, ἔβαλεν ἐπάνω μου τὸ
χέρι Του ὁ Κύριος κατὰ τρόπον θαυμαστὸν
καὶ ἄνοιξε τὸ στόμα μου, τὸ ὁποῖον
ἔμεινεν ἀνοικτὸν ἕως τὸ πρωΐ.
Ἀπὸ τὴν στιγμὴν ἐκείνην καὶ
εἰς τὸ ἑξῆς δὲν ἤμουν
πλέον ὡσὰν βουβός, ὅπως μὲ εἶχε
διατάξει παλαιότερον ὁ Κύριος, ἀλλ' ὡμιλοῦσα
ἐλευθέρως πρὸς τοὺς Ἰουδαίους.
|
23
Καὶ ἐγενήθη λόγος Κυρίου πρός
με λέγων· |
23
Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπεν·
|
23
Ὡμίλησε δὲ ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ
καὶ εἶπεν: |
24
υἱὲ ἀνθρώπου, οἱ κατοικοῦντες
τὰς ἠρημωμένας ἐπὶ τῆς
γῆς τοῦ Ἰσραὴλ λέγουσιν·
εἶς ἦν Ἁβραὰμ καὶ κατέσχε
τὴν γῆν, καὶ ἡμεῖς πλείους
ἐσμέν, ἡμῖν δέδοται ἡ
γῆ εἰς κατάσχεσιν. |
24
<υἱὲ ἀνθρώπου, οἱ Ἰουδαῖοι,
οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν τὴν ἐρημωθεῖσαν
χώραν τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ,
λέγουν: Ἕνας ἦτο ὁ Ἀβραὰμ
καὶ ἐκληρονόμησε ὁλόκληρον τὴν
χώραν. Ἡμεῖς εἴμεθα πολὺ περισσότεροι
καὶ εἰς ἰδικήν μας κληρονομίαν
ἔχει δοθῇ ἡ χώρα αὐτή.
|
24
Ἄνθρωπε, οἱ ἐλάχιστοι Ἰουδαῖοι
ποὺ ζοῦν τώρα, μετὰ τὴν ἅλωσιν
τῆς Ἱερουσαλήμ, εἰς τὰς ἐρήμους
πλέον περιοχὰς τῆς χώρας τοῦ Ἰσραήλ,
κατὰ τὸν καιρὸν αὐτὸν λέγουν:
Ὁ Ἀβραὰμ ἦτο ἕνας, καὶ
ὅμως ἔλαβεν ὡς κληρονομίαν του ὅλην
αὐτὴν τὴν χώραν. Ἠμεῖς εἴμεθα
περισσότεροι καὶ ἑπομένως δικαιωματικῶς
μᾶς ἔχει δοθῆ ὡς ἰδιοκτησία
αὐτὴ ἡ γῆ. |
25
Διὰ τοῦτο εἰπὸν αὐτοῖς·
|
25
Διὰ τοῦτο εἰπὲ εἰς αὐτούς·
|
25
Ἐπειδὴ ὁ λόγος των αὐτὸς εἶναι
ἀλαζονικὸς καὶ φανερώνει ὅτι δὲν
ἐξαρτοῦν κατ’ οὐσίαν τὴν ζωήν
των ἀπὸ Ἐμέ, τὸν Κύριον τοῦ
παντός, διὰ τοῦτο νὰ τοὺς εἰπῇς
τὰ ἑξῆς: |
27
τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ζῶ
ἐγώ, εἰ μὴν οἱ ἐν ταῖς
ἠρημωμέναις μαχαίρᾳ πεσοῦνται,
καὶ οἱ ἐπὶ προσώπου τοῦ
πεδίου τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ
δοθήσονται εἰς κατάβρωμα, καὶ τοὺς
ἐν ταῖς τετειχισμέναις καὶ τοὺς
ἐν τοῖς σπηλαίοις θανάτῳ ἀποκτενῶ.
|
27
αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος ὁ
Κύριος· ὁρκίζομαι ὅτι οἱ
Ἰσραηλῖται, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν
σήμερον τὴν ἐξερημωθεῖσαν χώραν
τῆς Ἰουδαίας, θὰ πέσουν ἐν
στόματι μαχαίρας, ἐξ αἰτίας
τῆς πλεονεξίας καὶ ὑπερηφανείας
των. Καὶ ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς
εὑρίσκονται εἰς τὴν ὕπαιθρον,
θὰ παραδοθοῦν ὡς τροφὴ εἰς τὰ
ἄγρια θηρία τοῦ ἀγροῦ. Αὐτοὺς
δέ, ποὺ εὑρίσκονται εἰς ὠχυρωμένας
περιοχὰς ἢ εἰς ἀπρόσιτα σπήλαια,
ἐγὼ θὰ τοὺς παραδώσω εἰς
θάνατον. |
27
Αὐτὰ λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς
τοῦ παντός: Σᾶς βεβαιώνω ἐνόρκως <ὁρκίζομαι
εἰς τὴν ζωήν μου> ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι
αὐτοὶ ποὺ διαμένουν τώρα εἰς
τὰς ἐρειπωμένας πόλεις τῆς χώρας τοῦ
Ἰσραὴλ θὰ θανατωθοῦν μὲ ἐχθρικὸν
μαχαίρι· ἐνῷ αὐτοὶ ποὺ
ζοῦν ἔξω, εἰς τὸ ὕπαιθρον, θὰ
γίνουν τροφὴ τῶν ἀγρίων θηρίων τῆς
ὑπαίθρου, τὰ ὁποῖα θὰ τοὺς
κατασπαράξουν. Ὅλους ἐκείνους ἐπίσης ποὺ
ζοῦν μέσα εἰς ὠχυρωμένας περιοχὰς
καὶ εἰς διάφορα σπήλαια θὰ τοὺς θανατώσω
μὲ ἐπιδημικὴν ἀρρώστιαν.
|
28
Καὶ δώσω τὴν γῆν ἔρημον, καὶ
ἀπολεῖται ἡ ὕβρις τῆς ἰσχύος
αὐτῆς, καὶ ἐρημωθήσεται τὰ
ὄρη τοῦ Ἰσραὴλ διὰ τὸ
μὴ εἶναι διαπορευόμενον.
|
28
Ἔτσι θὰ καταστήσω τὴν χώραν
τοῦ Ἰσραὴλ ἔρημον καὶ θὰ
συντριβῇ ἡ ὑπερηφάνεια τῆς δυνάμεώς
της. Θὰ ἐρημωθοῦν τὰ ὄρη τῆς
περιοχῆς Ἰσραήλ, διότι δὲν θὰ
ὑπάρχῃ οὔτε καὶ διερχόμενος
ἀπὸ αὐτά.
|
28
Θὰ ἐρημώσω αὐτὴν τὴν χώραν,
καὶ θὰ καταπέσῃ πλέον ἡ ἀλαζονεία
της, ποὺ ἐβασίζετο εἰς τὴν δύναμίν
της. Θὰ ἐρημωθοῦν πλέον τὰ βουνὰ
τοῦ Ἰσραήλ, ἐφ’ ὅσον δὲν θὰ
ὑπάρχῃ κανεὶς ποὺ νὰ περνᾷ
μέσα ἀπὸ αὐτά. |
29
Καὶ γνώσονται ὅτι ἐγὼ εἶμι
Κύριος· καὶ ποιήσω τὴν γῆν
αὐτῶν ἔρημον, καὶ ἐρημωθήσεται
διὰ πάντα τὰ βδελύγματα αὐτῶν,
ἃ ἐποίησαν. |
29
Καὶ θὰ μάθουν, ὅτι ἐγὼ
εἶμαι ὁ Κύριος. Θὰ καταστήσω
ἔρημον τὴν χώραν των. Θὰ γίνῃ
δὲ ἔρημος καὶ ἀκατοίκητος ἐξ
αἰτίας τῶν βδελυρῶν εἰδώλων,
τὰ ὁποῖα κατεσκεύασαν καὶ προσεκύνησαν.
|
29
Καὶ τότε θὰ γνωρίσουν ὅτι Ἐγὼ
καὶ μόνον εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων.
Θὰ ἐρημώσω, ἐπαναλαμβάνω, τὴν χώραν
των· θὰ ἐρημωθῇ δὲ ἐξ αἰτίας
ὅλων τῶν βδελυρῶν ἔργων ποὺ
διέπραξαν. |
30
Καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου,
οἱ υἱοὶ τοῦ λαοῦ σου οἱ
λαλοῦντες περὶ σοῦ παρὰ τὰ τείχη
καὶ ἐν τοῖς πυλῶσι τῶν οἰκιῶν
καὶ λαλοῦσιν ἄνθρωπος τῷ ἀδελφῷ
αὐτοῦ λέγοντες· συνέλθωμεν καὶ
ἀκούσωμεν τὰ ἐκπορευόμενα παρὰ
Κυρίου, |
30
Καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου,
μάθε ὅτι τὰ παιδιὰ τοῦ λαοῦ
σου ὁμιλοῦν συνεχῶς διὰ σὲ πλησίον
εἰς τὰ τείχη καὶ εἰς τὰς
θύρας τῶν οἰκιῶν καὶ λέγει
ὁ καθένας πρὸς τὸν ἄλλον: Ἂς
πάμε μαζῆ νὰ ἀκούσωμεν τὰ
λόγια τοῦ Κυρίου, τὰ ὁποῖα
ἐξέρχονται ἀπὸ τὸ στόμα
τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ.
|
30
Καὶ σύ, ἄνθρωπε, ἔχε ὑπ’ ὅψιν
σου ὅτι οἱ συμπατριῶται σου, ποὺ ὁμιλοῦν
διὰ σὲ διπλὰ εἰς τὰ τείχη τῆς
πόλεως καὶ εἰς τὰς εἰσόδους τῶν
οἰκιῶν καὶ λέγουν ὁ ἕνας εἰς
τὸν ἄλλον ἀδελφόν του· <ἂς ὑπάγωμεν
ὅλοι μαζὶ νὰ ἀκούσωμεν τὰ λόγια
τοῦ Κυρίου, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὰ
χείλη τοῦ Ἰεζεκιήλ>, δὲν εἶναι
εἰλικρινεῖς. |
31
ἔρχονται πρὸς σέ, ὡς συμπορεύεται
λαός, καὶ κάθηνται ἐναντίον
σου καὶ ἀκούουσι τὰ ρήματά
σου, καὶ αὐτὰ οὐ μὴ ποιήσουσιν,
ὅτι ψεῦδος ἐν τῷ στόματι αὐτῶν,
καὶ ὀπίσω τῶν μιασμάτων ἡ
καρδία αὐτῶν. |
31
Ἔρχονται πρὸς σέ, ὅπως, ἔρχεται
ὁ ὄχλος. Κάθηνται ἐνώπιόν
σου, διὰ νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια
σου. Θὰ τὰ ἀκούσουν, ἀλλὰ
δὲν θὰ τὰ πράξουν, διότι ὑπάρχει
πάντοτε τὸ ψεῦδος εἰς τὸ στόμα
των, καὶ ἡ καρδία των ἀκολουθεῖ
τὰ μολύσματα τῶν εἰδωλολατρικῶν
θεῶν.
|
31
Ἔρχονται πλησίον σου, ὅπως συγκεντρώνεται λαὸς
πολὺς εἰς μίαν συγκέντρωσιν, καὶ ἀκούουν
τὰ λόγιά σου, ἀλλ’ ὅμως δὲν θέλουν
νὰ τὰ ἐφαρμόσουν, διότι ψεύδονται
μὲ τὰ χείλη των, ὅταν λέγουν ὅτι συμφωνοῦν
μὲ τὰ λόγια σου, ἐνῷ ἡ καρδιά
των στρέφεται πρὸς τὰ εἴδωλα καὶ τὰ
βδελυρὰ ἔργα. |
32
Καὶ γίνῃ αὐτοῖς ὡς φωνὴ
ψαλτηρίου ἡδυφώνου, εὐαρμόστου,
καὶ ἀκούσονταί σου τὰ ρήματα
καὶ οὐ μὴ ποιήσουσιν αὐτά.
|
32
Ἰδού, εἶσαι δι' αὐτοὺς ὡσὰν
γλυκεῖα μελῳδία μουσικοῦ ὀργάνου,
ψαλτηρίου, μὲ συντονισμένας τὰς χορδάς
του. Θὰ ἀκούσουν, λοιπόν, τὰ
ὡραῖα σου λόγια, ἀλλὰ δὲν
θὰ τὰ ἐφαρμόσουν.
|
32
Δι' αὐτοὺς ἑπομένως σὺ θὰ εἶσαι
ὡσὰν φωνὴ ἐνὸς ψαλτηρίου, ποὺ
βγάζει ἦχον γλυκὺν καὶ ἁρμονικόν.
Θὰ ἀκούσουν μὲ εὐχαρίστησιν
τὰ λόγιά σου, ἀλλ’ ὅμως δὲν πρόκειται
νὰ τὰ ἐφαρμόσουν.
|
33
Καὶ ἡνίκα ἐὰν ἔλθῃ,
ἐροῦσιν· ἰδοὺ ἥκει·
καὶ γνώσονται ὅτι προφήτης ἦν
ἐν μέσῳ αὐτῶν. |
33
Ὅταν ὅμως ἐπέλθῃ ἡ καταστροφή,
τότε θὰ εἴπουν: Ἰδού, ἦλθεν
ἡ καταστροφή. Τότε θὰ μάθουν
καὶ θὰ πεισθοῦν, ὅτι σὺ ἦσο
προφήτης ἀνάμεσα εἰς αὐτούς,
ἀλλὰ δὲν σὲ ἐπρόσεξαν.
|
33
Ὅταν ὅμως ἔλθῃ ἡ ἐκπλήρωσις
τῶν λόγων σου περὶ τῆς τιμωρίας τοῦ
Ἰσραήλ, θὰ εἰποῦν: <Ἰδοὺ
ἔφθασεν ἡ καταστροφή!>Καὶ θὰ ἐννοήσουν
τότε ὅτι ἐζοῦσε ἀνάμεσά των
ἕνας Προφήτης. |