Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με
λέγων· |
Κύριος
ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ καὶ εἶπεν·
|
μίλησε
δὲ ὁ Κύριος πρὸς ἐμὲ καὶ
εἶπεν: |
2
υἱὲ ἀνθρώπου, προφήτευσον ἐπὶ
τοὺς ποιμένας τοῦ Ἰσραήλ, προφήτευσον
καὶ εἰπὸν τοῖς ποιμέσι·
τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ὦ
ποιμένες Ἰσραήλ, μὴ βόσκουσι
ποιμένες ἑαυτούς; Οὐ τὰ πρόβατα
βόσκουσιν οἱ ποιμένες;
|
2
<υἱὲ ἀνθρώπου, προφήτευσε
ἐναντίον τῶν πνευματικῶν ποιμένων
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Προφήτευσε
καὶ εἰπὲ εἰς τοὺς ποιμένας
αὐτούς· αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος: Ἀλλοίμονον εἰς σᾶς,
ποιμένες τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
Μήπως τὸν ἑαυτόν των μόνον περιθάλπουν
καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν των μόνον
ἐνδιαφέρονται οἱ ποιμένες;
Οἱ ἀληθινοὶ ποιμένες δὲν
βόσκουν τὰ πρόβατά των;
|
2
Ἄνθρωπε, πρυφήτευσε διὰ τοὺς ποιμένας, τοὺς
ἡγέτας τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ,
προφήτευσε καὶ νὰ εἰπῇς τὰ ἑξῆς
εἰς αὐτοὺς τοὺς ποιμένας: Αὐτὰ
λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς
τοῦ παντός: Σεῖς, ποιμένες τοῦ Ἰσραήλ,
ἄραγε τοὺς ἑαυτούς των βόσκουν καὶ
φροντίζουν συνήθως οἱ ποιμένες; Δὲν εἶναι
ἔργον τῶν ποιμένων νὰ βόσκουν καὶ
νὰ φροντίζουν τὰ πρόβατά των;
|
3
Ἰδοὺ τὸ γάλα κατέσθετε καὶ
τὰ ἔρια περιβάλλεσθε καὶ τὸ
παχὺ σφάζετε καὶ τὰ πρόβατά
μου οὐ βόσκετε. |
3
Ἰδοὺ ὅμως, ὅτι σεῖς τὸ
γάλα τῶν προβάτων τρώγετε, μὲ
τὰ μαλλιὰ αὐτῶν κατασκευάζετε
ἐνδύματα καὶ ἐνδύεσθε. Τὸ
παχύτερον ἀπὸ αὐτὰ
τὸ σφάζετε· καὶ
ἐν τούτοις τὰ πρόβατά μου δὲν
τὰ βόσκετε.
|
3
Ἰδοὺ ὅμως σεῖς, οἱ ποιμένες
τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, τρώγετε τὸ
γάλα τῶν ποιμνίων σας, παίρνετε τὰ μαλλιά
των καὶ κάμνετε ἐνδύματα μὲ αὐτὰ
καὶ τὰ φορεῖτε· κάθε δὲ παχὺ
πρόβατον τὸ σφάζετε διὰ λογαριασμόν σας
καὶ δὲν φροντίζετε νὰ θρέψετε τὰ πρόβατά
μου αὐτά, τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ.
|
4
Τὸ ἠσθενηκὸς οὐκ ἐνισχύσατε
καὶ τὸ κακῶς ἔχον οὐκ ἐσωματοποιήσατε
καὶ τὸ συντετριμμένον οὐ κατεδήσατε
καὶ τὸ πλανώμενον οὐκ ἐπεστρέψατε
καὶ τὸ ἀπολωλὸς οὐκ ἐζητήσατε
καὶ τὸ ἰσχυρὸν κατειργάσασθε
μόχθῳ. |
4
Τὸ ἐξησθενημένον πρόβατον δὲν
τὸ ἐνισχύσατε. Τὸ πάσχον δὲν
ἐφροντίσατε, ὥστε νὰ ἀναλάβῃ
σωματικῶς. Αὐτὸ ποὺ ἔχει
κάταγμα, δὲν τὸ
ἐπεδέσατε μὲ ἐπιδέσμους.
Τὸ περιπλανηθὲν δὲν
ἐφροντίσατε νὰ τὸ ἐπαναφέρετε.
Τὸ χαμένον πρόβατον δὲν τὸ ἀνεζητήσατε.
Ἔχετε δὲ ἐνεργήσει μὲ σκληρότητα
καὶ βίαν ἐναντίον τοῦ ζωηροῦ.
|
4
Δὲν ἐφροντίσατε νὰ ἐνδυναμωθῇ
κάποιο ἄρρωστον πρόβατον, καὶ ἄλλο ποὺ
εἶχε κάποιαν πληγὴν δὲν ἐνδιεφέρθητε
νὰ θεραπευθῇ καὶ νὰ εἶναι τελείως
ὑγιές· δι' ἐκεῖνο ἐπίσης
ποὺ εἶχε κτυπηθῆ καὶ τσακισθῆ
δὲν ἐκάματε κάτι, ὥστε νὰ δέσετε
καὶ θεραπεύσετε τὰ τραύματά του· αὐτὸ
ποὺ εἶχε ξεφύγει ἀπὸ τὴν πορείαν
του δὲν ἐσπεύσατε νὰ τὸ ἐπαναφέρετε
κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα· αὐτὸ
ποὺ εἶχε χαθῆ δὲν ἐπήγατε νὰ
τὸ ἀναζητήσετε. Ὁποιοδήποτε δὲ
ἀπὸ τὰ πρόβατά μου αὐτὰ ἦτο
ὑγιὲς καὶ ἰσχυρὸν τὸ κατεπιέσατε
μὲ ἔργα κοπιαστικά. |
5
Καὶ διεσπάρη τὰ πρόβατά μου
διὰ τὸ μὴ εἶναι ποιμένας καὶ
ἐγενήθη εἰς κατάβρωμα πᾶσι τοῖς
θηρίοις τοῦ ἀγροῦ.
|
5
Καὶ ἔτσι τὰ λογικά μου πρόβατα
διεσκορπίσθησαν, διότι δὲν
ὑπάρχουν οἱ στοργικοὶ ποιμένες.
Ἔγιναν τροφὴ εἰς ὅλα τὰ ἄγρια
θηρία τῆς ὑπαίθρου.
|
5
Διεσκορπίσθησαν δὲ τὰ πρόβατά μου, ἐπειδὴ
δὲν ὑπῆρχαν ἄξιοι ποιμένες, καὶ
τὰ κατέφαγαν ὅλα τὰ ἄγρια θηρία τῆς
ὑπαίθρου. |
6
Καὶ διεσπάρη τὰ προβατά μου ἐν
παντὶ ὄρει καὶ ἐπὶ πᾶν
βουνὸν ὑψηλὸν καὶ ἐπὶ
προσώπου πάσης τῆς γῆς διεσπάρη,
καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐκζητῶν οὐδὲ
ὁ ἀποστρέφων. |
6
Διεσκορπίσθησαν τὰ πρόβατά μου εἰς
κάθε ὄρος, εἰς κάθε ὑψηλὸν
λόφον. Εἰς ὅλην τὴν
ἔκτασιν τῆς γῆς διεσκορπίσθησαν,
διότι δὲν ὑπῆρχε πραγματικὸς
καὶ στοργικὸς ποιμήν, νὰ τὰ
ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν ποίμνην
καὶ εἰς τὴν
μάνδραν.
|
6
Διεσκορπίσθησαν λοιπὸν τὰ πρόβατά μου εἰς
κάθε ὄρος καὶ εἰς κάθε ὑψηλὸν
λόφον· διεσκορπίσθησαν εἰς ὅλην τὴν ἐπιφάνειαν
τῆς γῆς, καὶ δὲν ὑπῆρχε
κάποιος νὰ τὰ ἀναζητήσῃ, οὔτε
ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἠμπορουσε νὰ
τὰ ἐπαναφέρῃ εἰς τὸν τόπον των.
|
7
Διὰ τοῦτο, ποιμένες, ἀκούσατε
λόγον Κυρίου· |
7
Διὰ τοῦτο σεῖς, οἱ κακοὶ ποιμένες,
ἀκούσατε, τὴν ἀπόφασιν τοῦ
Κυρίου·
|
7
Διὰ τοῦτο, σεῖς, ποιμένες τοῦ Ἰσραήλ,
ἀκούσατε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου.
|
8
ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος Κύριος,
εἰ μὴν ἀντὶ τοῦ γενέσθαι
τὰ πρόβατά μου εἰς προνομὴν
καὶ γενέσθαι τὰ πρόβατά μου
εἰς κατάβρωμα πᾶσι τοῖς θηρίοις
τοῦ πεδίου, παρὰ τὸ μὴ εἶναι
ποιμένας, καὶ οὐκ ἐξεζήτησαν
οἱ ποιμένες τὰ πρόβατά μου,
καὶ ἐβόσκησαν οἱ ποιμένες ἑαυτούς,
τὰ δὲ πρόβατά μου οὐκ ἐβόσκησαν,
|
8
ὁρκίζομαι λέγει ὁ Κύριος Κύριος
καὶ ἐνόρκως ἐξαγγέλλω τὴν
ἐναντίον σας ἀπόφασίν μου·
Ἐπειδὴ τὰ λογικά μου πρόβατα
ἐγκατελείφθησαν καὶ ἀφέθησαν
εἰς λεηλασίαν καὶ κατεφαγώθησαν ἀπὸ
ὅλα τὰ θηρία τῆς ὑπαίθρου,
διότι δὲν ὑπῆρχον καλοὶ ποιμένες,
καὶ ὅσοι ποιμένες ὑπῆρχον ἕνεκα
τῆς ἀστοργίας των δὲν
ἀνεζήτησαν τὰ πρόβατά μου, ἀλλὰ
ἐφρόντισαν διὰ
τὸν ἑαυτόν των
μόνον, ἐκμεταλλευόμενοι τὸ ποίμνιόν
μου, δὲν ἔβγαλαν δὲ εἰς
βοσκὴν τὰ πρόβατά μου,
|
8
Σᾶς βεβαιώνω ἐνόρκως εἰς τὴν ζωήν
μου, λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς
τοῦ παντός, ὅτι, ἐπειδὴ τὰ πρόβατά
μου κατήντησαν νὰ γίνουν λάφυρα διὰ τοὺς
ἐχθροὺς καὶ ἔγιναν τὰ πρόβατά
μου χορταστικὴ τροφὴ δι’ ὅλα τὰ ἄγρια
θηρία τῆς ὑπαίθρου ἕνεκα τῆς ἀπουσίας
τῶν ἀξίων καὶ καλῶν ποιμένων·
ἐπειδὴ ἐπίσης οἱ ποιμένες ἀδιαφόρησαν
καὶ δὲν ἀνεζήτησαν τὰ πρόβατά μου,
ποὺ εἶχαν πλανηθῇ, καὶ ἐπειδὴ
ἐφρόντισαν αὐτοὶ οἱ ποιμένες μόνον
διὰ τοὺς ἑαυτούς των καὶ δὲν
ἐφρόντισαν νὰ θρέψουν τὰ πρόβατά μου,
|
9
ἀντὶ τούτου, ποιμένες, |
9
διὰ τὴν παρανομίαν σας αὐτήν,
ὦ ποιμένες,
|
9
διὰ τοῦτο, ποιμένες, |
10
τάδε λέγει Κύριος Κύριος· ἰδοὺ
ἐγὼ ἐπὶ τοὺς ποιμένας
καὶ ἐκζητήσω τὰ πρόβατά
μου ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν καὶ
ἀποστρέψω αὐτοὺς τοῦ μὴ
ποιμαίνειν τὰ πρόβατά μου, καὶ
οὐ βοσκήσουσιν ἔτι οἱ ποιμένες
αὐτά· καὶ ἐξελοῦμαι τὰ
πρόβατά μου ἐκ τοῦ στόματος
αὐτῶν. Καὶ οὐκ ἔσονται αὐτοῖς
ἔτι εἰς κατάβρωμα. |
10
αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος Κύριος:
Θὰ ἐπέλθω ἐγὼ τιμωρὸς
ἐναντίον τῶν ἀστόργων ποιμένων
καὶ θὰ ζητήσω τὰ πρόβατά
μου ἀπὸ τὰ χέρια των, θὰ τοὺς
καθαιρέσω καὶ θὰ τοὺς
ἐκδιώξω, ὥστε νὰ μὴ ποιμαίνουν
πλέον τὰ πρόβατά μου καὶ οἱ
κακοὶ αὐτοὶ ποιμένες δὲν θὰ
τὰ βοσκήσουν. Θὰ ἀποσπάσω τὰ
πρόβατά μου ἀπὸ τὴν ἐκμετάλλευσίν
των καὶ δὲν θὰ τὰ κατατρώγουν
πλέον αὐτοί. |
10
αὐτὰ λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστής
του παντός: Ἰδοὺ στρέφομαι Ἐγὼ ἐναντίον
τῶν ἀναξίων ποιμένων καὶ θὰ ζητήσω
τὰ πρόβατά μου ἕνα πρὸς ἕνα
ἀπὸ τὰ χέρια των θὰ τοὺς ἀπομακρύνω
δὲ ἀπὸ τὴν ποίμνην, ὥστε νὰ
μὴ ποιμαίνουν πλέον τὰ πρόβατά μου εἰς
τὸ ἑξῆς δὲν θὰ βοσκήσουν ἄλλην
φορὰν οἱ ἀνάξιοι αὐτοὶ ποιμένες
αὐτὰ τὰ πρόβατα, θὰ βγάλω τὰ
πρόβατά μου ἀπὸ τὸ στόμα των, καὶ
δὲν πρόκειται πλέον νὰ τὰ κατατρώγουν αὐτοί.
|
11
Διότι τάδε λέγει Κύριος Κύριος·
ἰδοὺ ἐγὼ ἐκζητήσω τὰ
πρόβατά μου καὶ ἐπισκέψομαι
αὐτά. |
11
Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος
Κύριος: Ἰδού, ἐγὼ θὰ ἀναζητήσω
καὶ θὰ φροντίσω καὶ θὰ ἐπισκεφθῶ
τὰ λογικά μου πρόβατα.
|
11
Θὰ ἁπαλλαγοῦν τὰ πρόβατά μου
ἀπὸ τοὺς κακοὺς ποιμένας, διότι αὐτὰ
λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς
τὸν παντός: Ἰδοὺ θὰ ἀναζητήσω
Ἐγὼ τὰ πρόβατά μου θὰ τὰ
ἐπισκεφθῶ καὶ θὰ τὰ φροντίσω.
|
12
Ὥσπερ ζητεῖ ὁ ποιμὴν τὸ ποίμνιον
αὐτοῦ ἐν ἡμέρᾳ, ὅταν
ᾖ γνόφος καὶ νεφέλη ἐν μέσῳ
προβάτων διακεχωρισμένων, οὕτως ἐκζητήσω
τὰ πρόβατά μου καὶ ἀπελάσω
αὐτὰ ἀπὸ παντὸς τόπου,
οὗ διεσπάρησαν ἐκεῖ ἐν ἡμέρᾳ
νεφέλης καὶ γνόφου. |
12
Ὅπως δὲ ἕνας στοργικὸς ποιμὴν
εἰς ἡμέραν σκότους καὶ πυκνῆς
νεφώσεως ἀναζητεῖ νὰ εὕρῃ
τὸ ποίμνιόν των ἀνάμεσα εἰς
ἄλλα σκορπισμένα πρόβατα, ἔτσι καὶ
ἐγὼ θὰ ἀναζητήσω τὰ πρόβατά
μου. Θὰ τὰ περισυλλέξω καὶ θὰ
τὰ ἐπαναφέρω εἰς τὴν μάνδραν
των ἀπὸ κάθε τόπον, εἰς τὸν
ὁποῖον ἔχουν διασκορπισθῆ κατὰ
τὴν ἡμέραν ἐκείνην τῆς
πυκνῆς νεφώσεως καὶ
τοῦ σκότους.
|
12
Ὅπως ὁ βοσκὸς ἀναζητεῖ τὸ
ποίμνιόν του, ὅταν μία ἡμέρα εἶναι
σκοτεινὴ καὶ συννεφιασμένη, καὶ τὰ
πρόβατα ἔχουν διασκορπισθῆ καὶ ἀναμειχθῆ
μὲ ἄλλα, ἔτσι θὰ ἀναζητήσω καὶ
Ἐγὼ τὰ ἰδικά μου πρόβατα· καὶ
θὰ τὰ βγάλω ἀπὸ κάθε τόπον ὅπου
διεσκορίσθησαν κατὰ τὴν σκοτεινὴν καὶ
συννεφιασμένην ἡμέραν τῆς ἐθνικῆς
τῶν συμφορᾶς. |
13
Καὶ ἐξάξω αὐτοὺς ἐκ τῶν
ἐθνῶν καὶ συνάξω αὐτοὺς
ἀπὸ τῶν χωρῶν καὶ εἰσάξω
αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν αὐτῶν
καὶ βοσκήσω αὐτοὺς ἐπὶ
τὰ ὄρη Ἰσραὴλ καὶ ἐν ταῖς
φάραγξι καὶ ἐν πάσῃ κατοικίᾳ
τῆς γῆς· |
13
Θὰ βγάλω, δηλαδή, τοὺς Ἰσραηλίτας
ἀπὸ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη,
εἰς τὰ ὁποῖα εἶναι διασκορπισμένοι,
θὰ τοὺς συγκεντρώσω ἀπὸ τὰς
διαφόρους χώρας καὶ θὰ τοὺς
ἐπαναφέρω εἰς τὴν
πατρίδα των. Θὰ ποιμάνω αὐτοὺς
εἰς τὰ ὄρη τοῦ Ἰσραήλ,
εἰς τὰς φάραγγας τῆς περιοχῆς
των, εἰς κάθε κατοικήσιμον τόπον τῆς
χώρας των. |
13
Θὰ βγάλω λοιπὸν τοὺς Ἰσραηλίτας ἀπὸ
τὰ ἔθνη, θὰ τοὺς μαζεύσω ἀπὸ
τὰς διαφόρους χώρας, εἰς τὰς ὁποίας
ἦσαν διεσκορπισμένοι, καὶ θὰ τοὺς
ὁδηγήσω μέσα εἰς τὴν χώραν των. Θὰ
τοὺς φέρω δὲ ὡσὰν ποίμνιον νὰ
τραφοῦν εἰς τὰ βουνὰ τοῦ Ἰσραήλ,
εἰς τὰ φαράγγια καὶ εἰς κάθε κατοικημένον
τόπον τῆς χώρας των. |
14
ἐν νομῇ ἀγαθῇ βοσκήσω αὐτοὺς
καὶ ἐν τῷ ὄρει τῷ ὑψηλῷ
Ἰσραὴλ ἔσονται αἱ μάνδραι αὐτῶν·
ἐκεῖ κοιμηθήσονται καὶ ἐκεῖ
ἀναπαύσονται ἐν τρυφῇ ἀγαθῇ,
καὶ ἐν νομῇ πιόνι βοσκηθήσονται
ἐπὶ τῶν ὀρέων Ἰσραήλ.
|
14
Θὰ τοὺς βοσκήσω καὶ θὰ τοὺς
θρέψω εἰς κάθε πλουσίαν νομήν.
Εἰς τὰ ὑψηλὰ ὄρη τῆς χώρας
τοῦ Ἰσραὴλ θὰ ὑπάρχουν
αἱ μάνδραι των δι' ἀσφάλειάν
των. Ἐκεῖ, εἰς τὴν πατρίδα των,
θὰ κοιμηθοῦν καὶ θὰ
ἀναπαυθοῦν εἰς
πολλὴν τρυφήν. Θὰ βοσκήσουν
εἰς πλούσια βοσκοτόπια ἐπάνω
εἰς τὰ ὄρη τοῦ Ἰσραήλ.
|
14
Θὰ τοὺς θρέψω μὲ καλὴν τροφὴν
καὶ θὰ ἐγκατασταθοῦν εἰς τὸ
ὑψηλὸν ὄρος τοῦ Ἰσραήλ. Ἐκεῖ
θὰ κοιμηθοῦν, ἐκεῖ θὰ ἀναπαυθοῦν
καὶ θὰ ἀπολαυάνουν καλῶς τὰ
ἀγαθὰ ποὺ θὰ ἔχουν. Θὰ
βόσκουν, θὰ τρέφωνται μὲ πλουσίαν τροφὴν
ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ τοῦ Ἰσραήλ.
|
15
Ἐγὼ βοσκήσω τὰ πρόβατά
μου καὶ ἐγὼ ἀναπαύσω αὐτά,
καὶ γνώσονται ὅτι ἐγὼ εἰμι
Κύριος, τάδε λέγει Κύριος Κύριος·
|
15
Ἐγὼ θὰ βοσκήσω τὰ πρόβατά
μου, ἐγὼ θὰ τὰ ἀναπαύσω
καὶ θὰ μάθουν, ὅτι
ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος. Αὐτὰ
ἀκόμη λέγει ὁ
Κύριος Κύριος.
|
15
Ἐγὼ θὰ ποιμάνω τὰ πρόβατά μου καὶ
Ἐγὼ θὰ τὰ ἀναπαύσω· καὶ
τότε θὰ μάθουν ὅτι ποιμήν των εἶμαι
Ἐγώ, ὁ Κύριος τῶν πάντων. Αὐτὰ
λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς
τοῦ παντός. |
16
τὸ ἀπολωλὸς ζητήσω καὶ τὸ
πλανώμενον ἐπιστρέψω καὶ τὸ
συντετριμμένον καταδήσω καὶ τὸ ἐκλεῖπον
ἐνισχύσω καὶ τὸ ἰσχυρὸν
φυλάξω καὶ βοσκήσω αὐτὰ μετὰ
κρίματος. |
16
Τὸ χαμένον πρόβατον θὰ τὸ ἀναζητήσω,
τὸ περιπλανηθὲν θὰ τὸ ἐπαναφέρω
εἰς τὴν μάνδραν,
αὐτό ποὺ ἔχει ὑποστῇ
κάταγμα θὰ τὸ περιποιηθῶ μὲ
ἐπιδέσμους. Τὸ ἐξησθενημένον
καὶ ἕτοιμον νὰ σβήσῃ θὰ
τὸ ἐνισχύσω. Τὸ ὑγιὲς
καὶ ἰσχυρὸν θὰ τὸ προφυλάξω,
καὶ θὰ ποιμάνω αὐτὰ μετὰ
δικαιοσύνης.
|
16
Θὰ ἀναζητήσω τὸ χαμένον πρόβατον· θὰ
ἐπαναφέρω αὐτὸ ποὺ ἔχει πλανηθῇ
καὶ ἔχασε τὸν δρόμον του· θὰ
δέσω καλὰ τὰ τραύματα αὐτοῦ ποὺ
ἔχει συντριβῆ καὶ τσακισθῆ· θὰ
ἐνδυναμώσω αὐτὸ ποὺ κινδυνεύει νὰ
πέσῃ κάτω ἀπὸ τὴν ἐξάντλησιν·
αὐτὸ δὲ ποὺ εἶναι ἰσχυρὸν
θὰ τὸ προφυλάξω, διὰ νὰ μὴ πληγωθῇ.
Θὰ ποιμάνω τὰ πρόβατά μου ὀρθῶς, μὲ
διάκρισιν καὶ δικαιοσύνην. |
17
Καὶ ὑμεῖς, πρόβατα, τάδε λέγει
Κύριος Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ
διακρινῶ ἀνὰ μέσον προβάτου
καὶ προβάτου, κριῶν καὶ τράγων.
|
17
Καὶ σεῖς, ὦ πρόβατα τοῦ Ἰσραήλ,
ἀκούσατε· αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος Κύριος: Ἰδοὺ ἐγὼ
θὰ ξεχωρίσω πρόβατα ἀπὸ πρόβατα
καὶ κριοὺς ἀπὸ τράγους. Πρὸς
τὰ καλοθρεμμένα καὶ ἰσχυρὰ θὰ
εἴπω:
|
17
Ἀκούσατε καὶ σεῖς, πρόβατα, αὐτὰ
λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς
τοῦ παντός: Ἰδού, θὰ ξεχωρίσω Ἐγὼ
τὰ πρόβατα μεταξύ των, θὰ ξεχωρίσω ἐπίσης
τὰ κριάρια ἀπὸ τοὺς τράγους.
|
18
Καὶ οὐχ ἱκανὸν ὑμῖν ὅτι
τὴν καλὴν ἐνέμεσθε, καὶ τὰ
κατάλοιπα τῆς νομῆς ὑμῶν κατεπατεῖτε
τοῖς ποσὶν ὑμῶν; Καὶ τὸ
καθεστηκὸς ὕδωρ ἐπίνετε, καὶ
τὸ λοιπὸν τοῖς ποσὶν ὑμῶν
ἐταράσσετε; |
18
Δὲν σᾶς εἶναι ἀρκετὸν ὅτι
ἐβόσκετε τὴν καλυτέραν νομήν,
διατὶ κατεπατούσατε μὲ τὰ πόδια
σας τὰ ὑπόλοιπα τῆς καλῆς βοσκῆς
σας; Δὲν εἶναι ἀρκετὸν ὅτι τὸ
ὑπάρχον νερὸ ἐπίνατε;
Διατὶ τὸ ὑπόλοιπον, ποὺ ὑπῆρχεν
εἰς τὴν ποτίστραν τὸ ἀνεταράσσατε
μὲ τὰ πόδια σας καὶ τὸ ἐθολῶνατε;
|
18
Δὲν σᾶς ἀρκοῦσε ὅτι ἐτρώγατε
σεῖς, τὰ ἰσχυρὰ πρόβατα, τὴν
καλὴν τροφήν; Διατὶ λοιπὸν κατεπατούσατε
μὲ τὰ πόδια σας τὴν τροφὴν ποὺ
ἀπέμενεν ὅταν ἐχορταίνατε; Ἐπίνατε
ἐπίσης τὸ καθαρὸν νερό, ποὺ εἶχε
κατακαθήσει καὶ ἠρεμήσει· διατὶ ὅμως
ἐταράσσατε καὶ ἐθολώνατε τὸ
νερὸ ποὺ ἀπέμενε μετὰ τὸ ἰδικόν
σας ξεδίψασμα; |
19
Καὶ τὰ πρόβατά μου τὰ πατήματα
τῶν ποδῶν ὑμῶν ἐνέμοντο
καὶ τὸ τεταραγμένον ὕδωρ ὑπὸ
τῶν ποδῶν ὑμῶν ἔπινον;
|
19
Ἦτο ὀρθὸν καὶ πρέπον τὰ
ἄλλα πρόβατά μου νὰ βόσκουν
εἰς τὴν πατημένην ἀπὸ τὰ
πόδια σας χλόην καὶ νὰ πίνουν
τὸ θολωμένον ἀπὸ τὰ πόδια
σας νερό; |
19
Μὲ αὐτὸ ποὺ ἐκάμνατε δὲν
ἦσαν ὑποχρεωμένα τὰ πρόβατά μου νὰ
τρέφωνται μὲ αὐτὰ ποὺ εἶχαν
καταπατήσει τὰ πόδια σας καὶ νὰ πίνουν τὸ
νερὸ ποὺ εἶχαν ἀναταράξει καὶ
θολώσει τὰ πόδια σας; |
20
Διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος
Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ διακρινῶ
ἀναμέσον προβάτου ἰσχυροῦ καὶ
ἀναμέσον προβάτου ἀσθενοῦς.
|
20
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ
Κύριος Κύριος: Ἐγὼ θὰ ξεχωρίσω
ἀνὰ μέσον
ἰσχυρῶν καὶ καλοθρεμμένων
προβάτων καὶ ἀνὰ
μέσον ἀσθενικῶν προβάτων.
|
20
Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ μόνος
Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός:
Ἰδού, θὰ ξεχωρίσω Ἐγὼ τὸ δυνατὸν
ἀπὸ τὸ ἀδύνατον πρόβατον.
|
21
Ἐπὶ ταῖς πλευραῖς καὶ τοῖς
ὤμοις ὑμῶν διωθεῖσθε καὶ τοῖς
κέρασιν ἡμῶν ἐκερατίζετε καὶ
πᾶν τὸ ἐκλεῖπον ἐξεθλίψετε.
|
21
Σεῖς, τὰ ἰσχυρὰ καὶ καλοθρεμμένα
πρόβατα, μὲ τὰς πλευράς σας καὶ
μὲ τοὺς ὤμους σας ἀπωθεῖτε τὰ
ἀσθενικά, μὲ τὰ κέρατά
σας τὰ κτυπᾶτε καὶ συνθλίβετε ὅλα
τὰ ἀδύνατα πρόβατα.
|
21
Σεῖς, τὰ ἰσχυρὰ πρόβατα, μὲ
τὰ πλευρὰ καὶ τοὺς ὤμους σας
ἐσπρώχνατε τὰ ἀδύνατα, καὶ μὲ
τὰ κέρατά σας τὰ ἐκτυπούσατε
καὶ κάθε ἀδύνατον πρόβατον τὸ κατεπιέζατε.
|
22
Καὶ σώσω τὰ πρόβατά μου, καὶ
οὐ μὴ ὦσιν ἔτι εἰς προνομήν,
καὶ κρινῶ ἀναμέσον κριοῦ πρὸς
κριόν. |
22
Ἐγὼ ὅμως θὰ προφυλάξω καὶ
θὰ σώσω τὰ πρόβατά μου καὶ
δὲν θὰ εἶναι πλέον εἰς λεηλασίαν
καὶ διαρπαγήν. Θὰ κάμω διάκρισιν
μεταξὺ ἰσχυροῦ κριοῦ καὶ ἀσθενοῦς
καὶ τὸ ἀσθενὲς πρόβατον ἐγὼ
θὰ τὸ περιβάλλω μὲ ἰδιαιτέραν
φροντίδα.
|
22
Θὰ σώσω λοιπὸν τὰ πρόβατά μου, καὶ
δὲν θὰ εἶναι πλέον ὡσὰν λάφυρα
εἰς τὴν διάθεσιν τῶν ἰσχυρῶν
καὶ θὰ ξεχωρίσω τὸ ἕνα κριάρι ἀπὸ
τὸ ἄλλο. |
23
Καὶ ἀναστήσω ἐπ' αὐτοὺς
ποιμένα ἕνα καὶ ποιμανεῖ αὐτούς,
τὸν δοῦλόν μου Δαυίδ, καὶ ἔσται
αὐτῶν ποιμήν· |
23
Θὰ ἀναδείξω διὰ τοὺς Ἰσραηλίτας
ἕνα καλὸν ποιμένα, ὁ ὁποῖος
θὰ ποιμάνῃ αὐτούς. Ὁ ποιμὴν
αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ δοῦλος
μου Δαυΐδ, ὁ κατὰ σάρκα ἔνδοξος ἀπόγονος
τοῦ Δαυΐδ, ὁ Χριστός. Αὐτὸς
θὰ εἶναι ὁ στοργικὸς ποιμήν.
|
23
Θὰ ἀναδείξω δὲ εἰς αὐτούς, εἰς
τὸν λαὸν τοῦ Ἰσραήλ, ἕνα ποιμένα,
ὁ ὁποῖος θὰ τοὺς ποιμαίνη εἰς
τὸ ἑξῆς. Θὰ εἶναι ὁ νέος
δοῦλος μου Δαβὶδ καὶ θὰ γίνῃ
ὁ ποιμήν των. |
24
καὶ ἐγὼ Κύριος ἔσομαι αὐτοῖς
εἰς Θεόν, καὶ Δαυὶδ ἄρχων ἐν
μέσῳ αὐτῶν· ἐγὼ Κύριος
ἐλάλησα. |
24
Ἐγὼ τότε, ὁ Κύριος, θὰ
εἶμαι Θεὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὁ
δὲ Δαυὶδ θὰ εἶναι ἀρχηγὸς
ἐν μέσῳ αὐτῶν. Ἐγὼ
ὁ Κύριος ὡμίλησα καὶ ἔτσι
θὰ γίνῃ.
|
24
Ἐγὼ δὲ ὁ Κύριος τῶν πάντων θὰ
εἶμαι δι’ αὐτοὺς ὁ Θεός, ὁ δὲ
νέος Δαβὶδ θὰ ἄρχῃ ἀνάμεσά
των. Τὰ εἶπα αὐτὰ Ἐγώ, ὁ
Κύριος τῶν πάντων. |
25
Καὶ διαθήσομαι τῷ Δαυὶδ διαθήκην
εἰρήνης καὶ ἀφανιῶ θηρία
πονηρὰ ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ
κατοικήσουσιν ἐν τῇ ἐρήμῳ
καὶ ὑπνώσουσιν ἐν τοῖς δρυμοῖς.
|
25
Θὰ συνάψω μὲ τὸν Δαυῒδ αὐτὸν
συμφωνίαν εἰρήνης καὶ θὰ ἐξαφανίσω
τὰ δόλια καὶ ἄγρια θηρία ἀπὸ
τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ
θὰ κατοικήσουν τότε οἱ Ἰσραηλῖται
ἐν ἀσφαλείᾳ εἰς ἐρήμους
τόπους, θὰ πέσουν τότε καὶ θὰ
κοιμηθοῦν καὶ εἰς αὐτὰ ἀκόμη
τὰ δάση, χωρὶς κανένα φόβον.
|
25
Θὰ συνάψω δὲ διαθήκην εἰρήνης μὲ τὸν
νέον Δαβὶδ καὶ θὰ ἐξαφανίσω
τὰ ἄγρια καὶ τρομερὰ θηρία ἀπὸ
τὴν γῆν των. Θὰ ἐπικρατῆ πλέον
ἀσφάλεια καὶ ἔτσι θὰ κατοικοῦν
οἱ ἄνθρωποι χωρὶς κανένα φόβον εἰς
τὴν ἔρημον καὶ θὰ κοιμοῦνται
εἰς τὰ δάση χωρὶς ἀνησυχίαν.
|
26
Καὶ δώσω αὐτοὺς περικύκλῳ
τοῦ ὅρους μου· καὶ δώσω τὸν
ὑετόν ὑμῖν, ὑετόν εὐλογίας.
|
26
Θὰ ἐγκαταστήσω αὐτοὺς γύρω
ἀπὸ τὸ ἅγιον ὅρος μου. Θὰ
στείλω εἰς σᾶς τὴν βροχήν, βροχὴν
εὐλογίας πρὸς καρποφορίαν.
|
26
Θὰ τοὺς βάλω γύρω - γύρω ἀπὸ
τὸ ὄρος μου, τὸν λόφον Σιών. Καὶ θὰ
σᾶς στείλω τὴν βροχήν, ἄφθονον βροχὴν
εὐλογίας. |
27
Καὶ τὰ ξύλα τὰ ἐν τῷ πεδίῳ
δώσει τὸν καρπὸν αὐτῶν, καὶ
ἡ γῆ δώσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς,
καὶ κατοικήσουσιν ἐπὶ τῆς γῆς
αὐτῶν ἐν ἐλπίδι εἰρήνης,
καὶ γνώσονται ὅτι ἐγὼ εἰμι
Κύριος ἐν τῷ συντρίψαι με τὸν
ζυγὸν αὐτῶν· καὶ ἐξελοῦμαι
αὐτοὺς ἐκ χειρὸς τῶν καταδουλωσαμένων
αὐτούς. |
27
Τὰ δένδρα, ποὺ εὑρίσκονται εἰς
τὰς πεδιάδας, θὰ δώσουν πλουσίους
τοὺς καρπούς των. Ἡ γῆ θὰ ἀποδώσῃ
πλούσια τὰ προϊόντα της καὶ οἱ
ἄνθρωποι θὰ κατοικήσουν εἰς τὰς
χώρας των μὲ εἰρήνην καὶ καλὰς
ἐλπίδας. Καὶ θὰ μάθουν ὅτι
ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος, ὅταν
θὰ συντρίψω τὸν ζυγόν των καὶ
θὰ τοὺς ἐλευθερώσω. Θὰ τοὺς
βγάλω ἀπὸ τὰ χέρια ἐκείνων,
οἱ ὁποῖοι τοὺς ἔχουν ὑποδουλώσει.
|
27
Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς βροχῆς
τὰ δένδρα τῆς ὑπαίθρου θὰ δώσουν κανονικῶς
τοὺς καρπούς των καὶ ἡ γῆ θὰ
προσφέρῃ τὰ πλούσια προϊόντα της. Θὰ κατοικήσουν
δὲ εἰς τὴν χώραν των μὲ τὴν
βεβαιότητα τῆς εἰρήνης διὰ τὸ παρὸν
καὶ τὸ μέλλον. Ὅταν λοιπὸν συντρίψω
τὸν ζυγὸν τῆς σκλαβιᾶς των, θὰ
μάθουν ὅτι Ἐγώ, ὁ Θεός των, εἶμαι
ὁ Κύριος τῶν πάντων. Θὰ τοὺς βγάλω
ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὰ χέρια ἐκείνων
οἱ ὁποῖοι τοὺς ἔχουν ὑποδουλώσει.
|
28
Καὶ οὐκ ἔσονται ἔτι ἐν προνομῇ
τοῖς ἔθνεσι, καὶ τὰ θηρία τῆς
γῆς οὐκέτι μὴ φάγωσιν αὐτούς·
καὶ κατοικήσουσιν ἐν ἐλπίδι,
καὶ οὐκ ἔσται ἐκφοβῶν
αὐτούς. |
28
Δὲν θὰ εἶναι πλέον ἀνυπεράσπιστοι
ἀπὸ λεηλασίαν ἐκ μέρους τῶν
ἐθνῶν καὶ τὰ θηρία τῆς
γῆς δὲν θὰ τοὺς κατατρώγουν
πλέον. Θὰ κατοικήσουν ἥσυχοι μὲ
βεβαίαν ἐλπίδα εἰς τὴν προστασίαν
τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ
κανείς, ὁ ὁποῖος θὰ τοὺς
προξενῇ φόβον.
|
28
Δὲν θὰ εἶναι πλέον ὡσὰν λάφυρα
εἰς τὴν διάθεσιν τῶν διαφόρων ἐθνῶν,
καὶ δὲν πρόκειται νὰ τοὺς καταφάγουν
πλέον τὰ θηρία τῆς γῆς. Θὰ κατοικοῦν
μὲ ἀσφάλειαν, ποὺ χαρίζει ἡ βεβαία
ἐλπὶς εἰς Ἐμέ, καὶ δὲν
πρόκειται νὰ τοὺς φοβερίσῃ καὶ ἀπειλήσῃ
κανείς. |
29
Καὶ ἀναστήσω αὐτοῖς φυτὸν
εἰρήνης, καὶ οὐκέτι ἔσονται
ἀπολλύμενοι λιμῷ ἐπὶ τῆς
γῆς καὶ ὀνειδισμὸν ἐθνῶν
οὐ μὴ ἐνέγκωσιν ἔτι.
|
29
Θὰ ἀναδείξω καὶ θὰ ἐγκαταστήσω
ἐν μέσῳ αὐτῶν εὐλογημένον
φυτόν, ἄνθρωπον ἐκ τοῦ γένους
των, ὁ ὁποῖος θὰ ἐξασφαλίσῃ
εἰς αὐτοὺς εἰρηνικὴν ζωὴν
καὶ ποτὲ πλέον δὲν θὰ ἐξολοθρεύωνται
ἀπὸ λιμὸν εἰς τὴν χώραν
των, οὔτε καὶ θὰ ὑποστοῦν πλέον
ἐμπαιγμοὺς καὶ ἐξευτελισμοὺς
ἀπὸ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη.
|
29
Θὰ ἀναδείξω εἰς αὐτοὺς ἄρχοντα,
ποὺ ὡσὰν φυτὸν θὰ καρποφορῇ
εἰρήνην· καὶ δὲν πρόκειται πλέον νὰ
ἀποθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖναν εἰς
τὴν χώραν των, οὔτε θὰ ὑποφέρουν εἰς
τὸ ἑξῆς ὀνειδισμὸν καὶ
ἐμπαιγμοὺς ἀπὸ τὰ ἔθνη.
|
30
Καὶ γνώσονται ὅτι ἐγὼ εἰμι
Κύριος ὁ Θεός αὐτῶν, καὶ
αὐτοὶ λαός μου, οἶκος Ἰσραήλ,
λέγει Κύριος Κύριος.
|
30
Ἔτσι θὰ μάθουν ὅτι ἐγὼ
εἶμαι Κύριος ὁ Θεός των καὶ
αὐτοί, οἱ Ἰσραηλῖται, ὅτι
εἶναι λαός μου, λέγει ὁ Κύριος
Κύριος.
|
30
Θὰ γνωρίσουν ἔτσι ὅτι Ἐγώ, ὁ
Θεός των, εἶμαι ὁ Κύριος τῶν πάντων,
καὶ αὐτοί, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ,
εἶναι ὁ λαός μου, λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ
ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός.
|
31
Πρόβατά μου καὶ πρόβατα ποιμνίου
μού ἐστε, καὶ ἐγὼ Κύριος
ὁ Θεὸς ὑμῶν, λέγει Κύριος
Κύριος. |
31
Πρόβατά μου, πρόβατα τοῦ ἰδικοῦ
μου ποιμνίου εἶσθε σεῖς, ὦ Ἰσραηλῖται,
καὶ ἐγὼ εἶμαι Κύριος ὁ
Θεός σας>, λέγει ὁ Κύριος Κύριος.
|
31
Πρόβατα ἰδικά μου, πρόβατα τοῦ ποιμνίου μου εἶσθε
σεῖς· καὶ Ἐγώ, ὁ Κύριος τῶν
πάντων, εἶμαι ὁ Θεός σας, λέγει διὰ
τοὺς Ἰσραηλίτας ὁ μόνος Κύριος καὶ
ἐξουσιαστὴς τοῦ παντός. |