Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἤγαγέ με ἐπὶ τὴν πύλην
τὴν βλέπουσαν κατὰ
ἀνατολὰς καὶ ἐξήγαγέ με,
|
ἀνήρ,
ποὺ μὲ ὡδηγοῦσε, μὲ ἔφερεν
εἰς τὴν ἀνατολικὴν πύλην καὶ
δι' αὐτῆς μὲ ἔβγαλε πρὸς τὸ
ἔξω μέρος.
|
ὲ
ὠδήγησε κατόπιν ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος
εἰς τὴν ἀνατολικὴν πύλην καὶ
μὲ ἔβγαλε ἔξω. |
2
καὶ ἰδοὺ δόξα Θεοῦ Ἰσραὴλ
ἤρχετο κατὰ τὴν ὁδὸν τῆς
πύλης τῆς βλεπούσης πρὸς ἀνατολάς,
καὶ φωνὴ τῆς παρεμβολῆς ὡς φωνὴ
διπλασιαζόντων πολλῶν, καὶ ἡ γῆ
ἐξέλαμπεν ὡς φέγγος ἀπὸ
τῆς δόξης κυκλόθεν. |
2
Καὶ ἰδού, ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ
τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἤρχετο
ἀπὸ τὴν ὁδόν, ποὺ ὡδηγοῦσε
εἰς τὴν ἀνατολικὴν πύλην. Ἤκουσα
βοὴν ἀλαλαγμοῦ στρατεύματος, τὴν
ὁποίαν κάτι ὡσὰν ἀντίλαλος
τὴν ἐπολλαπλασίαζεν. Ὅλη ἡ γῆ
ἔλαμψεν ἀπὸ τὸ φεγγοβόλημα τῆς
θείας αὐτῆς δόξης.
|
2
Καὶ βλέπω τότε νὰ ἔρχεται πρὸς τὴν
κατεύθυνσιν αὐτῆς τῆς πύλης, ποὺ ἔβλεπε
πρὸς ἀνατολάς, ἡ ἀστράπτουσα <δόξα>
τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ· ἠκούετο
δὲ ταυτοχρόνως μία φωνὴ πλήθους, ὡσὰν
τὴν βοὴν ὄχλων πολλῶν, ποὺ φωνάζουν
πάλιν καὶ πάλιν διαρκῶς. Ὅλη ἡ γῆ
ἐφεγγοβολοῦσε ὁλόγυρα ἀπὸ τὴν
λάμψιν τῆς θείας <δόξης>. |
3
καὶ ἡ ὅρασις, ἣν εἶδον, κατὰ
τὴν ὅρασιν, ἣν εἶδον ὅτε εἰσεπορευόμην
τοῦ χρῖσαι τὴν πόλιν, καὶ ἡ
ὅρασις τοῦ ἅρματος, οὗ εἶδον,
κατὰ τὴν ὅρασιν, ἣν εἶδον ἐπὶ
τοῦ ποταμοῦ τοῦ Χοβάρ· καὶ
πίπτω ἐπὶ πρόσωπόν μου.
|
3
Τὸ ὅραμα, τὸ ὁποῖον εἶδα,
ἦτο ὅμοιον, μὲ τὸ ὅραμα, ποὺ
εἶχα ἴδει ὅταν εἰσηρχόμην ἄλλοτε
εἰς τὴν πόλιν Ἱερουσαλήμ, διὰ
νὰ χρίσω ὡρισμένους κατοίκους
της. Καὶ τὸ ὅραμα τοῦ ἅρματος,
τὸ ὁποῖον εἶδον, ἦτο ὅμοιον
μὲ τὸ ὅραμα, ποὺ εἶχα ἴδει
πλησίον τοῦ ποταμοῦ Χοβάρ. Ἀμέσως
ἔπεσα μὲ τὸ πρόσωπον κάτω εἰς
τὸ ἔδαφος.
|
3
Τὸ ὅραμα ποὺ εἶδα ὠμοίαζε πρὸς
τὸ ὅραμα ποὺ εἶδα ὅταν ἐπῆγα
κατὰ θείαν ἐντολὴν νὰ χρίσω τὴν
πόλιν Ἱερουσαλὴμ πρὸ τῆς καταστροφῆς
της· ὡμοίαζεν ἐπίσης τὸ ὅραμα
τοῦ ἅρματος τοῦ Κυρίου μὲ ἐκεῖνο
ποὺ εἶδα δίπλα εἰς τὸν ποταμὸν
Χοβὰρ τῆς Βαβυλωνίας. Μόλις εἶδα αὐτὸ
τὸ ὅραμα, ἔπεσα ἀμέσως κάτω, μὲ
τὸ πρόσωπόν μου κατὰ γῆς.
|
4
Καὶ δόξα Κυρίου εἰσῆλθεν εἰς
τὸν οἶκον κατὰ τὴν ὁδὸν
τῆς πύλης τῆς βλεπούσης κατὰ
ἀνατολάς. |
4
Ἡ δόξα τοῦ Κυρίου εἰσῆλθεν
εἰς τὸν ἱερὸν χῶραν τοῦ
ναοῦ, ἀπὸ τὴν εἴσοδον τῆς
ἀνατολικῆς πύλης.
|
4
Ἡ δὲ <δόξα> τοῦ Κυρίου εἰσῆλθεν
εἰς τὸν Ναὸν ἀπὸ τὴν εἴσοδον
τῆς πύλης ποὺ ἔβλεπε πρὸς ἀνατολάς.
|
5
Καὶ ἀνέλαβέ με πνεῦμα καὶ
εἰσήγαγέ με εἰς τὴν αὐλὴν
τὴν ἐσωτέραν, καὶ ἰδοὺ
πλήρης δόξης Κυρίου ὁ οἶκος.
|
5
Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ ἐσήκωσε
καὶ μὲ εἰσήγαγε εἰς τὴν
ἐσωτερικὴν αὐλὴν καὶ ἰδού,
ὅλος ὁ οἶκος τοῦ Κυρίου ἦτο
πλήρης ἀπὸ τὴν θεῖαν δόξαν.
|
5
Μὲ ἐπῆρε δὲ τὸ Πνεῦμα
τοῦ Κυρίου καὶ μὲ ἔφερε μέσα, εἰς
τὴν ἐσωτερικὴν αὐλήν, καὶ εἶδα
ἐμπρός μου τὸν Ναὸν γεμᾶτον ἀπὸ
τὴν <δόξαν> τοῦ Κυρίου.
|
6
Καὶ ἔστην, καὶ ἰδοὺ φωνὴ
ἐκ τοῦ οἴκου λαλοῦντος πρός
με, καὶ ὁ ἀνὴρ εἱστήκει
ἐχόμενός μου. |
6
Ἐστάθην ἐκεῖ περιδεὴς καὶ
ἰδού, ἀκούω φωνὴν ἀπὸ
τὸν ναὸν ἑνὸς ἀνθρώπου,
ποὺ ὡμιλοῦσε πρὸς ἐμέ.
Ὁ ἀνήρ, ποὺ μὲ ὡδηγοῦσε,
εἶχε σταθῇ πλησίον μου.
|
6
Ἔστεκα δὲ ὄρθιος καὶ δίπλα μου ἔστεκε
καὶ ὁ ξεναγός μου, ὁ ἄνδρας ποὺ
μὲ ὠδήγησεν ἐκεῖ· τὴν στιγμὴν
ἐκείνην μία φωνὴ ἀπὸ τὸν Ναὸν
ἄρχισε νὰ ὁμιλῇ πρὸς ἐμέ.
|
7
Καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου,
ἑώρακας τὸν τόπον τοῦ θρόνου
μου καὶ τὸν τόπον τοῦ ἴχνους
τῶν ποδῶν μου, ἐν οἷς κατασκηνώσει
τὸ ὄνομά μου ἐν μέσῳ οἴκου
Ἰσραὴλ τὸν αἰῶνα· καὶ
οὐ βεβηλώσουσιν οὐκέτι οἶκος
Ἰσραὴλ τὸ ὄνομα τὸ ἅγιόν
μου, αὐτοὶ καὶ οἱ ἡγούμενοι
αὐτῶν, ἐν τῇ πορνείᾳ αὐτῶν
καὶ ἐν τοῖς φόνοις τῶν ἡγουμένων
ἐν μέσῳ αὐτῶν, |
7
Καὶ εἶπε πρὸς ἐμὲ ἡ φωνή·
<υἱὲ ἀνθρώπου, εἶδες τὸν
τόπον, ὅπου ὁ θρόνος μου, καὶ
τὸν τόπον, ὅπου θὰ πατοῦν οἱ
πόδες μου, τὰ μέρη ὅπου θὰ κατασκηνώσῃ
τὸ Ὄνομά μου, ἀνάμεσα εἰς
τὸν ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς ὅλους
τοὺς αἰῶνας. Τότε δὲν θὰ
μολύνουν πλέον οἱ Ἰσραηλῖται
τὸ ἅγιόν μου Ὄνομα, τόσον οἱ
ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ ὅσον καὶ οἱ
ἄρχοντές των, μὲ τὸ νὰ ἐκτρέπωνται
εἰς πορνείας καὶ νὰ διαπράττουν
φόνους μεταξύ των οἱ ἄρχοντες τοῦ
λαοῦ καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ.
|
7
Μοῦ εἶπε δὲ τὰ ἑξῆς: Ἄνθρωπε,
εἶδες τὸν τόπον τοῦ θρόνου μου καὶ
τὸν τόπον ὅπου πατοῦν τὰ πέλματα τῶν
ποδῶν μου. Εἰς αὐτοὺς τοὺς τόπους
θὰ κατασκηνώσῃ κυρίαρχον τὸ Ὄνομά
μου αἰωνίως μεταξὺ τῶν ἀπογόνων τοῦ
Ἰσραήλ. Δὲν πρόκειται δὲ ποτὲ πλέον
νὰ βεβηλώσουν τὸ Ὄνομά μου τὸ ἅγιον
οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, καθὼς
καὶ οἱ ἄρχοντές των, μὲ τὴν
ἀποστασίαν των ἀπὸ Ἐμέ, τὸν
ἀληθινὸν Θεόν, μὲ τὴν διαφθοράν των
καὶ μὲ τοὺς φόνους τῶν ἀρχόντων
μεταξύ των. |
8
ἐν τῷ τιθέναι αὐτοὺς τὸ
πρόθυρόν μου ἐν τοῖς προθύροις
αὐτῶν καὶ τὰς φλιάς μου ἐχομένας
τῶν φλιῶν αὐτῶν καὶ ἔδωκαν
τὸν τοῖχόν μου ὡς συνεχόμενον
ἐμοῦ καὶ αὐτῶν καὶ ἐβεβήλωσαν
τὸ ὄνομα τὸ ἅγιόν μου ἐν
ταῖς ἀνομίαις αὐτῶν, αἷς
ἐποίουν· καὶ ἐξέτριψα αὐτοὺς
ἐν θυμῷ μου καὶ ἐν φόνῳ.
|
8
Οὔτε θὰ θέτουν τὸ κατώφλιον
τῶν οἰκιῶν των πλησίον εἰς τὰ
πρόθυρα τοῦ ναοῦ μου καὶ τὰ
ἀνώφλια τῶν οἰκιῶν των πλησίον
εἰς τὰ ἀνώφλια τοῦ οἴκου
μου, πλησιάζοντες τὸν τοῖχον τῶν οἰκιῶν
των πρὸς τὸν τοῖχον τοῦ ναοῦ
μου, ὅπως ἔκαναν ἄλλοτε καὶ ἐβεβήλωναν
τὸ ἅγιον Ὄνομά μου μὲ τὰς
παρανομίας, τὰς ὁποίας διέπραττον.
Διὰ τὰς παρανομίας των ἀκριβῶς
αὐτὰς τοὺς συνέτριψα τότε ἐπάνω
εἰς τὴν ἔκκρηξιν τοῦ δικαίου
θυμοῦ μου καὶ τοὺς παρέδωσα εἰς
φόνον μαχαίρας.
|
8
Δὲν θὰ βεβηλώσουν τὸν ἅγιον τόπον
μου μὲ τὸ νὰ βάζουν, ὅπως προηγουμένως,
τὰ προπύλαια τοῦ Οἴκου μου δίπλα εἰς
τὰ προπύλαια τῶν ἀνακτόρων καὶ οἰκιῶν
των καὶ τὰς παραστάδας τῶν θυρῶν μου
δίπλα εἰς τὰς παραστάδας τῶν οἰκιῶν
των· τὸ ἔκαμαν τοῦτο ἄλλοτε καὶ
εἶχαν ἑνώσει τὸν τοῖχον τοῦ
Οἴκου μου μὲ τὸν ἰδικόν των καὶ
ἐβεβήλωσαν τὸ ἅγιον Ὄνομά μου μὲ
τὰς ἁμαρτίας ποὺ διέπρατταν δίπλα μου·
διὰ τοῦτο τοὺς διέλυσα καὶ τοὺς
ἐξώντωσα δικαίως, ὠργισμένος διὰ τὴν
ἀσέβειάν των. |
9
καὶ νῦν ἀπωσάσθωσαν τὴν πορνείαν
αὐτῶν καὶ τοὺς φόνους τῶν
ἡγουμένων αὐτῶν ἀπ' ἐμοῦ,
καὶ κατασκηνώσω ἐν μέσῳ αὐτῶν
τὸν αἰῶνα. |
9
Τώρα, λοιπόν, ἂς ἀπωθήσουν ὅλοι
μακρὰν τὰς πορνείας
των, οἱ ἀρχηγοί των μακρὰν
ἀπὸ ἐμὲ τοὺς ἀδίκους
φόνους, ποὺ διέπραττον.
Καὶ τότε ἐγὼ θὰ
κατασκηνώσω ἐν μέσῳ αὐτῶν
εἰς ὅλους τοὺς αἰῶνας.
|
9
Τώρα λοιπὸν ἂς διώξουν καὶ ἂς πετάξουν
ἀπὸ τὴν ζωήν των τὴν ἀπιστίαν
εἰς Ἐμὲ καὶ τὴν διαφθοράν των,
καθὼς καὶ τοὺς φόνους καὶ τὴν
ταφὴν τῶν ἀρχόντων των δίπλα εἰς τὸν
Οἶκον μου, καὶ βεβαιώνω ὅτι θὰ παραμένω
αἰωνίως ἀνάμεσά των. |
10
Καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου,
δεῖξον τῷ οἴκῳ Ἰσραὴλ
τὸν οἶκον, καὶ κοπάσουσιν ἀπὸ
τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν· καὶ
τὴν ὅρασιν αὐτοῦ καὶ τὴν
διάταξιν αὐτοῦ, |
10
Καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου,
δεῖξε καὶ φανέρωσε
αὐτὰ τὰ σχετικά
μὲ τὸν Ναὸν εἰς τὸν ἰσραηλιτικὸν
λαόν, διὰ νὰ καταπαύσουν πλέον
τὰς ἁμαρτίας των. Δεῖξε τὸ ὅραμα
τοῦτο τοῦ Θεοῦ μὲ ὅλας τὰς
λεπτομερείας του,
|
10
Καὶ σύ, ἄνθρωπε, δεῖξε καὶ ἐξήγησε
εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραὴλ
τὸ ὅραμα τοῦ Ναοῦ ποὺ εἶδες,
καὶ θὰ ἀποφασίσουν νὰ παύσουν νὰ
ἁμαρτάνουν. Νὰ τοὺς παρουσιάσῃς γενικῶς
τὸ δρᾶμα τοῦ Ναοῦ καὶ κάθε λεπτομέρειάν
του. |
11
καὶ αὐτοὶ λήψονται τὴν κόλασιν
αὐτῶν περὶ πάντων, ὧν ἐποίησαν.
Καὶ διαγράψεις τὸν οἶκον καὶ
τὰς ἐξόδους αὐτοῦ καὶ
τὴν ὑπόστασιν αὐτοῦ καὶ
πάντα τὰ προστάγματα αὐτοῦ καὶ
πάντα τὰ νόμιμα αὐτοῦ γνωριεῖς
αὐτοῖς καὶ διαγράψεις ἐναντίον
αὐτῶν, καὶ φυλάξονται πάντα
τὰ δικαιώματά μου καὶ πάντα
τὰ προστάγματά μου καὶ ποιήσουσιν
αὐτά· |
11
διὰ νὰ ἴδουν τὸ μεγαλεῖον του
καὶ καταισχυνθοῦν δι' ὅλα ἐκεῖνα,
τὰ ὁποῖα εἶχαν διαπράξει. Θὰ
περιγράψῃς καὶ θὰ καταστήσῃς
εἰς αὐτοὺς γνωστὸν τὸν ναὸν
τοῦτον, τὰς εἰσόδους καὶ τὰς
ἐξόδους, τὴν ὅλην ὑπόστασιν
καὶ μορφήν του. Θὰ ἀνακοινώσῃς
εἰς αὐτοὺς ὅλα
τὰ προστάγματά
μου σχετικῶς μὲ τὸν ναὸν καὶ
τοὺς δι' αὐτὸν νόμους μου. Θὰ
καταστήσῃς ὅλα αὐτὰ γνωστὰ
εἰς αὐτούς, θὰ τὰ
περιγράψῃς ἐνώπιόν των.
Ἐκεῖνοι θὰ προσέξουν ὅλας αὐτὰς
τὰς ἐντολάς μου καὶ ὅλα τὰ
προστάγματά μου καὶ θὰ τὰ ἐκτελέσουν.
|
11
Θὰ συναισθανθοῦν τότε τὴν κατάστασίν των
καὶ θὰ ἐντραποῦν, θὰ τιμωρηθοῦν
μόνοι των δι’ ὅλα ὅσα διέπραξαν. Θὰ σχεδιάσῃς
καὶ θὰ περιγράψῃς τὸν Ναὸν καὶ
τὰς πύλας του, τὴν ὅλην διάταξίν του καὶ
τὸν σκοπὸν τῆς ὑπάρξεώς του· συγχρόνως
θὰ ἀναφέρῃς καὶ τὰ προστάγματά
μου διὰ τὸν Ναὸν καὶ ὅλας τὰς
σχετικὰς ἐντολάς μου, ὥστε νὰ τὰ
γνωρίσουν. Θὰ τὰ παρουσιάσῃς ὅλα ἐνώπιόν
των καὶ σοῦ προλέγω ὅτι αὐτοὶ
θὰ δείξουν διάθεσιν νὰ τηρήσουν ὅλους τοὺς
νόμους μου καὶ ὅλα τὰ προστάγματά μου καὶ
νὰ τὰ ἐφαρμόσουν. |
12
καὶ τὴν διαγραφὴν τοῦ οἴκου
ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους,
πάντα τὰ ὅρια αὐτοῦ κυκλόθεν
ἅγια ἁγίων. |
12
Θὰ περιγραψῃς εἰς αὐτοὺς τὸν
ναόν μου, ποὺ εἶναι
κτισμένος εἰς
τὴν κορυφὴν τοῦ ὅρους, καὶ ὅλα
τὰ γύρω ἀπὸ αὐτὸν ἁγιώτατα
ἀντικείμενα>.
|
12
Θὰ τοὺς παρουσιάσῃς τὴν ὅλην
διαρρύθμισιν τοῦ Ναοῦ ἐπάνω εἰς τὴν
κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, ἀλλὰ καὶ
ὅλην τὴν περιοχὴν ὁλόγυρα, τὴν
ὁποίαν ὀφείλουν νὰ βλέπουν ὡς ἁγίαν
καὶ ἱεράν, διότι ἀνήκει εἰς Ἐμὲ
καὶ τὴν λατρεία μου. |
13
Καὶ ταῦτα τὰ μέτρα τοῦ θυσιαστηρίου
ἐν πήχει τοῦ πήχεως καὶ παλαιστῆς·
κόλπωμα βάθους ἐπὶ πῆχυν καὶ
πῆχυς τὸ εὖρος, καὶ γεῖσος ἐπὶ
τὸ χεῖλος αὐτοῦ κυκλόθεν σπιθαμῆς.
Καὶ τοῦτο τὸ ὕψος τοῦ θυσιαστηρίου·
|
13
Αὐτὰ εἶναι τὰ μέτρα τοῦ
θυσιαστηρίου, μὲ μέτρον τὸν πῆχυν
σὺν μίαν παλάμην. Ἡ κολπωτὴ
βάσις εἶναι ἑνὸς πήχεως ὕψους.
Τὸ πλάτος γύρω ἀπὸ τὴν
βάσιν ἕνας πῆχυς. Γύρω ἀπὸ
τὴν βάσιν ἐξέχει γεῖσος μιᾶς
σπιθαμῆς - ἤτοι, ἠμίσεως πήχεως
- τὸ δὲ ὕψος τοῦ θυσιαστηρίου
εἶναι τὸ ἑξῆς·
|
13
Αὐτὰ δὲ εἶναι τὰ μέτρα τοῦ
Θυσιαστηρίου ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ἱεροῦ
πήχεως, ὁ ὁποῖος ἰσοῦται μὲ
ἕνα κοινὸν πῆχυν καὶ μίαν ἐπὶ
πλέον παλάμην. Ἡ κοίλη βάσις του εἶχεν ἕνα
πῆχυν ὕψος καὶ κράσπεδον πλάτους ἐνὸς
πήχεως. Εἰς τὸ χεῖλος τῆς βάσεως ὁλόγυρα
ὑπῆρχε γεῖσον μιᾶς πιθαμῆς <μισοῦ
πήχεως>. Τὸ ὕψος τοῦ Θυσιαστηρίου εἶχεν
ὡς ἑξῆς: |
14
ἐκ βάθους τῆς ἀρχῆς τοῦ
κοιλώματος αὐτοῦ πρὸς τὸ ἱλαστήριον
τὸ μέγα τὸ ὑποκάτωθεν πηχῶν
δύο καὶ τὸ εὖρος πήχεως·
καὶ ἀπὸ τοῦ ἱλαστηρίου
τοῦ μικροῦ ἐπὶ τὸ ἱλαστήριον
τὸ μέγα πήχεις τέσσαρες καὶ
εὖρος πῆχυς· |
14
Ἀπὸ τὴν βάσιν του καὶ εἰδικώτερα
ἀπὸ τὴν ἀρχὴν
τοῦ κοιλώματος αὐτῆς πρὸς τὸ
μέγα ἱλαστήριον,
τὸ ὑποκάτω τμῆμα εἶναι ὕψους
δύο πήχεων, τὰ δὲ γύρω τῆς
βάσεως πλάτους ἑνὸς πήχεως.
Ἀπὸ τὸ μικρὸν ἱλαστήριον
μέχρι τὸ μέγα ἱλαστήριον ὕψος
τέσσαρες πήχεις. Ὁ γῦρος τῆς
βάσεως πλάτος ἕνας πῆχυς.
|
14
Ἀπὸ τὴν βάσιν τῆς ἀρχῆς
τοῦ κοίλου βάθρου του πρὸς τὰ ἄνω
ὑπῆρχεν ἕνα τμῆμα κάτω ἀπὸ
τὸ <μέγα ἱλαστήριον>· τὸ τμῆμα
αὐτὸ ἐλέγετο <μικρὸν ἱλαστήριον>
καὶ εἶχεν ὕψος δύο πήχεις καὶ κράσπεδον
πλάτους ἐνὸς πήχεως. Ἀπὸ τὸ
μικρὸν πρὸς τὸ μέγα <ἱλαστήριον>
ὑπῆρχεν ἄλλο τμῆμα, ποὺ εἶχεν
ὕψος τέσσαρες πήχεις καὶ κράσπεδον πλάτους ἐνὸς
πήχεως. |
15
καὶ τῷ Ἀριὴλ πηχῶν τεσσάρων,
καὶ ἀπὸ τοῦ Ἀριὴλ καὶ
ὑπεράνω τῶν κεράτων πῆχυς·
|
15
Τὸ ἐπάνω τμῆμα τοῦ θυσιαστηρίου
τῶν ὁλοκαυτωμάτων, τὸ Ἀριήλ,
ἦτο ὕψους τεσσάρων πήχεων. Ἐπάνω
ἀπὸ τὸ Ἀριὴλ ὑπάρχουν
τὰ κέρατα τοῦ
θυσιαστηρίου ὕψους ἑνὸς πήχεως.
|
15
Τὸ ἀνώτερον τμῆμα τοῦ Θυσιαστηρίου,
ποὺ ἐλέγετο <ἀριήλ>, εἶχεν ὕψος
τεσσάρων πήχεων. Ἐπάνω εἰς τὸ <ἀριὴλ>
ἦσαν τὰ κέρατα, ὕψους ἑνὸς πήχεως.
|
16
καὶ τὸ Ἀριὴλ πηχῶν δώδεκα
μήκους ἐπὶ πήχεις δώδεκα πλάτους,
τετράγωνον ἐπὶ τὰ τέσσαρα μέρη
αὐτοῦ. |
16
Τὸ Ἀριήλ, τετράγωνον τὸ σχῆμα
εἶχεν· ἐκάστη πλευρά του ἦτο
μήκους δώδεκα πήχεων, εἰς τετράγωνον
σχῆμα δώδεκα ἐπὶ δώδεκα.
|
16
Τὸ ἄνω τμῆμα τοῦ Θυσιαστηρίου, τὸ
ἀριήλ, ἦτο τετράγωνον τὸ πλάτος καὶ
τὸ μῆκος τῶν τεσσάρων πλευρῶν του
ἦσαν δώδεκα πήχεις. |
17
Καὶ τὸ ἱλαστήριον πηχῶν δεκατεσσάρων
τὸ μῆκος καὶ πήχεις δεκατέσσαρας
τὸ εὖρος ἐπὶ τέσσαρα μέρη
αὐτοῦ· καὶ τὸ γεῖσος αὐτῷ
κυκλόθεν κυκλούμενον αὐτῷ ἥμισυ
πήχεως, καὶ τὸ κύκλωμα αὐτοῦ
πῆχυς κυκλόθεν· καὶ οἱ κλιμακτῆρες
αὐτοῦ βλέποντες κατὰ ἀνατολάς.
|
17
Τοῦ κάτω τοῦ θυσιαστηρίου μέρους
τῆς βάσεως, ἐκάστη πλευρὰ ἦτο
μήκους δώδεκα πήχεων. Γύρω δὲ
ἀπὸ τὴν βάσιν ἀπὸ ὅλας
τὰς πλευρὰς ὑπῆρχε γεῖσος πλάτους
ἡμίσεος πήχεως καὶ ἄλλος ἐσωτερικὸς
γῦρος κύκλῳ αὐτοῦ πλάτος
ἑνὸς πήχεως. Αἱ βαθμίδες
τοῦ θυσιαστηρίου εὑρίσκοντο πρὸς
τὸ ἀνατολικὸν μέρος.
|
17
Τὸ <μέγα ἱλαστήριον ἦτο ἕνα ἰσομερὲς
τετράγωνον κτίσμα, ποὺ εἶχε δεκατέσσαρας πήχεις
μῆκος καὶ δεκατέσσαρας πήχεις πλάτος. Ὁ
γεῖσος του ὁλόγυρα εἶχε πλάτος μισὸν
πῆχυν καὶ ἕνα θωράκιον γύρω - γύρω πλάτους
ἐνὸς πήχεως. Τὰ σκαλοπάτια τοῦ Θυσιαστηρίου
ἔβλεπαν πρὸς τὴν ἀνατολήν.
|
18
Καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου,
τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ·
ταῦτα τὰ προστάγματα τοῦ θυσιαστηρίου
ἐν ἡμέρᾳ ποιήσεως αὐτοῦ
τοῦ ἀναφέρειν ἐπ' αὐτοῦ
ὁλοκαυτώματα καὶ προσχέειν πρὸς
αὐτὰ αἷμα. |
18
Ὁ ἀνὴρ ἐκεῖνος μοῦ εἶπεν·
<υἱὲ ἀνθρώπου, αὐτὰ
λέγει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ
Ἰσραήλ· αὐταὶ εἶναι αἱ
ἐντολαί μου σχετικῶς μὲ τὰ μέτρα
καὶ τὴν μορφὴν τοῦ θυσιαστηρίου
κατὰ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν
ὁποίαν θὰ κατασκευασθῇ. Εἰς
αὐτὸ θὰ προσφέρωνται ὁλοκαυτώματα
καὶ θὰ τὸ ραντίζουν μὲ τὸ
αἷμα τῶν θυσιαζομένων ζώων.
|
18
Μοῦ εἶπε δὲ τὰ ἑξῆς: Ἄνθρωπε,
αὐτὰ λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ Θεὸς
τοῦ Ἰσραήλ: Αὐτὰ καθορίζονται ὡς
πρὸς τὸ Θυσιαστήριον διὰ τὸν καιρὸν
ποὺ θὰ κατασκευασθῇ καὶ θὰ εἶναι
ἕτοιμον διὰ νὰ προσφέρουν εἰς αὐτὸ
θυσίας ὁλοκαυτωμάτων καὶ διὰ νὰ χύνουν
εἰς αὐτὸ αἷμα πρὸς ἐξιλέωσιν
τῶν ἁμαρτιῶν των. |
19
Καὶ δώσεις τοῖς ἱερεῦσι τοῖς
Λευίταις τοῖς ἐκ τοῦ σπέρματος
Σαδδοὺκ τοῖς ἐγγίζουσι πρός
με, λέγει Κύριος ὁ Θεός, τοῦ
λειτουργεῖν μοι, μόσχον ἐκ βοῶν περὶ
ἁμαρτίας· |
19
Εἰς δὲ τοὺς ἱερεῖς, τοὺς
λευίτας, οἱ ὁποῖοι κατάγονται
ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ
Σαδδούκ, εἰς αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι
μὲ πλησιάζουν, λέγει ὁ Κύριος,
διὰ νὰ μὲ ὑπηρετοῦν, θὰ
δώσῃς ἕνα μόσχον ἀπὸ τὰ
βόϊδια, διὰ νὰ τὸν προσφέρουν
ὡς θυσίαν διὰ τὰς ἁμαρτίας
τοῦ λαοῦ.
|
19
Θὰ δώσῃς δηλαδὴ εἰς τοὺς ἱερεῖς
τῆς φυλῆς τοῦ Λευῒ καὶ συγκεκριμένως
εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Σαδδούκ, οἱ
ὁποῖοι μὲ προσεγγίζουν καὶ τελοῦν
τὰς θυσίας καὶ εἶναι λειτουργοί μου, λέγει
ὁ Κύριος καὶ Θεός, ἕνα μοσχάρι ἀπὸ
τὰ βόδια, διὰ νὰ προσφερθῇ ὡς
θυσία ἐξαγνισμοῦ ἀπὸ ἁμαρτίαν.
|
20
καὶ λήψονται ἐκ τοῦ αἵματος
αὐτοῦ καὶ ἐπιθήσουσιν ἐπὶ
τὰ τέσσαρα κέρατα τοῦ θυσιαστηρίου
καὶ ἐπὶ τὰς τέσσαρας γωνίας
τοῦ ἱλαστηρίου καὶ ἐπὶ
τὴν βάσιν κύκλῳ καὶ ἐξιλάσονται
αὐτό· |
20
Οἱ ἱερεῖς αὐτοὶ θὰ πάρουν
ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ μόσχου
καὶ θὰ θέσουν εἰς τὰ τέσσερα
ἄκρα τοῦ θυσιαστηρίου, εἰς τὰς
τέσσαρας γωνίας τοῦ ἱλαστηρίου
καὶ εἰς τὸν γεῖσον τῆς βάσεως
γύρω - γύρω καὶ θὰ τὸ ἐξαγνίσουν.
|
20
Θὰ πάρουν δὲ ἀπὸ τὸ αἷμα
αὐτοῦ τοῦ ζώου καὶ θὰ βάλουν
εἰς τὰ τέσσαρα κέρατα τοῦ Θυσιαστηρίου καὶ
εἰς τὰς τέσσαρας γωνίας τοῦ <ἱλαστηρίου>,
καθὼς καὶ εἰς τὴν βάσιν του ὁλόγυρα,
καὶ ἔτσι θὰ τὸ ἐξαγνίσουν, θὰ
τὸ καθαγιάσουν. |
21
καὶ λήψονται τὸν μόσχον τὸν
περὶ ἁμαρτίας, καὶ κατακαυθήσεται
ἐν τῷ ἀποκεχωρισμένῳ του οἴκου
ἔξωθεν τῶν ἁγίων.
|
21
Θὰ πάρουν ἔπειτα τὸν μόσχον,
ποὺ ἔχει προσφερθῆ θυσία διὰ
τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ, καὶ
θὰ τὸν καύσουν εἰς χωριστὸν
τόπον ἔξω ἀπὸ τὸν ἱερὸν
χῶρον.
|
21
Θὰ πάρουν δὲ τὸ μοσχάρι ποὺ εἶχε
θυσιασθῆ δι’ ἐξιλέωσιν ἀπὸ ἁμαρτίας
καὶ θὰ καύσουν ἐντελῶς τὰς σάρκας
καὶ τὰ ὀστᾶ του εἰς τὸν
καθωρισμένον χῶρον, μακριὰ ἀπὸ τὸν
Ναὸν καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν ἅγιον
περίβολον. |
22
Καὶ τῇ ἡμέρᾳ τῇ δευτέρᾳ
λήψονται ἐρίφους δύο αἰγῶν
ἀμώμους ὑπὲρ ἁμαρτίας
καὶ ἐξιλάσονται τὸ θυσιαστήριον
καθότι ἐξιλάσαντο ἐν τῷ μόσχῳ·
|
22
Κατὰ τὴν δευτέραν ἡμέραν θὰ
πάρουν δύο ἐρίφια ἀπὸ
τὰς αἶγας ἀρτιμελῆ καὶ ὑγιῆ,
τὰ ὁποῖα θὰ προσφέρουν θυσίας
διὰ τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ
καὶ μὲ αὐτὰ θὰ ἐξαγνίσουν
καὶ θὰ καθαγιάσουν τὸ θυσιαστήριον,
ὅπως τὸ καθηγίασαν μὲ τὸν μόσχον.
|
22
Κατὰ τὴν ἑπομένην ἡμέραν θὰ
πάρουν δύο ἀρτιμελῆ ἐρίφια ἀπὸ
τὰ γίδια καὶ θὰ τὰ προσφέρουν ὡς
θυσίαν ἐξιλεώσεως ἀπὸ ἁμαρτίαν καὶ
θὰ ἐξαγνίσουν καὶ καθαγιάσουν τὸ θυσιαστήριον,
ὅπως τὸ καθηγίασαν μὲ τὸ αἷμα
τοῦ μόσχου. |
23
καὶ μετὰ τὸ συντελέσαι τὸν ἐξιλασμὸν
προσοίσουσι μόσχον ἐκ βοῶν ἄμωμον
καὶ κριὸν ἐκ προβάτων ἄμωμον,
|
23
Καὶ ὅταν τελειώσῃ αὐτὸς
ὁ καθαγιασμός, θὰ πάρουν ἕνα
ἀρτιμελῆ καὶ ὑγιῆ μόσχον
ἀπὸ τὰ βόϊδια καὶ ἕνα
κριὸν ἐπίσης ὑγιῆ καὶ
ἀρτιμελῆ ἀπὸ τὰ αἰγοπρόβατα
|
23
Ἀφοῦ τελειώσουν τὸν ἑξαγνισμὸν
τοῦ Θυσιαστηρίου, θὰ προσφέρουν εἰς αὐτὸ
θυσίαν ἕνα ὑγιὲς καὶ ἀρτιμελὲς
μοσχάρι ἀπὸ τὰ βόδια καὶ ἕνα
ὑγιὲς καὶ ἀρτιμελὲς κριάρι ἀπὸ
τὰ πρόβατα. |
24
καὶ προσοίσετε ἐναντίον Κυρίου,
καὶ ἐπιρρίψουσιν οἱ ἱερεῖς
ἐπ' αὐτὰ ἅλα καὶ ἀνοίσουσιν
αὐτὰ ὁλοκαυτώματα τῷ Κυρίῳ.
|
24
καὶ θὰ προσφέρουν αὐτὰ θυσίαν
πρὸς τὸν Κύριον. Ἐπάνω εἰς
αὐτὰ οἱ ἱερεῖς θὰ ρίψουν
ἁλάτι καὶ θὰ τὰ προσφέρουν
ὁλοκαυτώματα πρὸς τὸν Κύριον.
|
24
Θὰ τὰ σφάξετε καὶ θὰ τὰ προσφέρετε
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Οἱ δὲ ἱερεῖς
θὰ φροντίσουν νὰ ρίψουν ἁλάτι ἐπάνω
εἰς αὐτὰ καὶ θὰ τὰ βάλουν
ἐπάνω εἰς τὸ Θυσιαστήριον, διὰ νὰ
καοῦν ἐντελῶς, ὡς θυσία ὁλοκαυτώματος
εἰς τὸν Κύριον. |
25
Ἑπτὰ ἡμέρας ποιήσεις ἔριφον
ὑπὲρ ἁμαρτίας καθ' ἡμέραν
καὶ μόσχον ἐκ βοῶν καὶ κριὸν
ἐκ προβάτων, ἄμωμα ποιήσουσιν
|
25
Ἐπὶ ἑπτὰ δὲ ἡμέρας
θὰ προσφέρῃς θυσίαν ἕνα ἐρίφιον
διὰ τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ,
ἕνα καθ' ἐκάστην ἡμέραν. Ἐπίσης
κατὰ τὰς ἑπτὰ αὐτὰς ἡμέρας
θὰ προσφέρῃς ἕνα μόσχον ἀπὸ
τὰ βόϊδια καὶ ἕνα κριὸν ἀπὸ
τὰ αἰγοπρόβατα, ὑγιῆ καὶ
ἀρτιμελῆ. Ἕνα κάθε ἠμέραν
θὰ προσφέρῃς θυσίαν.
|
25
Ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας θὰ προσφέρῃς
ἕνα ἐρίφιον ἀπὸ τὰ γίδια ὡς
θυσίαν ἐξιλεώσεως ἀπὸ ἁμαρτίαν, ἕνα
ἐπίσης μοσχάρι ἀπὸ τὰ βόδια καὶ
ἕνα κριάρι ἀπὸ τὰ πρόβατα. Ὅλα
τὰ ζῶα αὐτὰ πρέπει νὰ εἶναι
ὑγιῆ καὶ ἀρτιμελῆ.
|
26
ἑπτὰ ἡμέρας· καὶ ἐξιλάσονται
τὸ θυσιαστήριον καὶ καθαριοῦσιν αὐτὸ
καὶ πλήσουσι χεῖρας αὐτῶν.
|
26
Αὐτὸ δὲ ἐπὶ ἑπτὰ
ἡμέρας. Ἔτσι θὰ ἐξαγνίσουν
καὶ θὰ καθαγιάσουν οἱ ἱερεῖς
τὸ θυσιαστήριον, θὰ τὸ καθαρίσουν
προσφέροντες μὲ τὰ χέρια των θυσίας.
|
26
Αὐτὸ θὰ ἐπαναλαμβάνεται ἐπὶ
μίαν ἑβδομάδα. Ἔτσι θὰ ἐξαγνίσουν
καὶ θὰ καθαγιάσουν τὸ θυσιαστήριον·
θὰ τὸ ἐτοιμάσουν διὰ θυσίας καὶ
θὰ γεμίσουν οἱ ἱερεῖς τὰ χέρια
των μὲ τὰ προσφερόμενα εἰς αὐτό.
|
27
Καὶ ἔσται ἀπὸ τῆς ἡμέρας
τῆς ὀγδόης καὶ ἐπέκεινα
ποιήσουσιν οἱ ἱερεῖς ἐπὶ
τὸ θυσιαστήριον τὰ ὁλοκαυτώματα
ὑμῶν καὶ τὰ τοῦ σωτηρίου
ὑμῶν. Καὶ προσδέξομαι ὑμᾶς,
λέγει Κύριος. |
27
Ἀπὸ τὴν ὀγδόην δὲ ἡμέραν
καὶ ἔπειτα οἱ ἱερεῖς θὰ
προσφέρουν κανονικῶς πλέον ἐπάνω
εἰς τὸ θυσιαστήριον αὐτὸ τὰ
ὁλοκαυτώματά σας καὶ τὰς θυσίας
τοῦ σωτηρίου σας. Τότε θὰ σᾶς
δεχθῶ> λέγει ὁ Κύριος.
|
27
Ἀπὸ δὲ τὴν ὀγδόην ἡμέραν
καὶ εἰς τὸ ἑξῆς θὰ προσφέρουν
οἱ ἱερεῖς εἰς τὸ καθαγιασμένον
πλέον θυσιαστήριον τὰς θυσίας σας, εἴτε αὐταί
εἶναι θυσίαι <ὁλοκαυτωμάτων> εἴτε
θυσίαι <σωτηρίου>. Καὶ Ἐγώ, λέγει ὁ
Κύριος τοῦ παντός, θὰ προσδέχωμαι καὶ θὰ
βλέπω εὐμενῶς τὰς προσφοράς σας.
|