Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
εἰσήγαγέ με ἐπὶ τὰ πρόθυρα
τοῦ οἴκου, καὶ ἰδοὺ ὕδωρ
ἐξεπορεύετο ὑποκάτωθεν τοῦ αἰθρίου
κατὰ ἀνατολάς, ὅτι τὸ πρόσωπον
τοῦ οἴκου ἔβλεπε κατὰ ἀνατολάς,
καὶ τὸ ὕδωρ κατέβαινεν ἀπὸ
τοῦ κλίτους τοῦ δεξιοῦ ἀπὸ
νότου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον.
|
ἀνήρ,
ὁ ὁποῖος μὲ ὁδηγοῦσε,
μὲ ἔφερεν ἔπειτα εἰς τὴν εἴσοδον
τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἰδού,
ὕδωρ ἐπήγαζεν ἀπὸ τὸ κάτω
μέρος τοῦ ὑπαιθρίου τμήματος
τῆς εἰσόδου, του πρὸς ἀνατολάς·
ἡ εἴσοδος τοῦ ναοῦ εὑρίσκετο
πρὸς ἀνατολάς. Τὸ ὕδωρ αὐτὸ
κατήρχετο δεξιὰ καὶ νοτίως ἀπὸ
τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων.
|
ὲ
ὡδήγησε κατόπιν ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος
πρὸς τὴν ἐσωτερικὴν αὐλὴν
εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ Ναοῦ. Καὶ
βλέπω ξαφνικὰ ἐκεῖ νὰ πηγάζῃ
νερὸ κάτω ἀπὸ τὸ κατώφλι ποὺ
ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸν Ναὸν
πρὸς ἀνατολάς, διότι ἡ πρόσοψις τοῦ
Ναοῦ ἦτο πρὸς ἀνατολάς·
καὶ τὸ νερὸ αὐτὸ κατέβαινεν
ἀπὸ τὴν δεξιὰν πλευρὰν νοτίως
τοῦ Ναοῦ πρὸς τὸ Θυσιαστήριον.
|
2
Καὶ ἐξήγαγέ με κατὰ τὴν
ὁδὸν τῆς πύλης τῆς πρὸς
βορρᾶν καὶ περιήγαγέ με τὴν
ὁδὸν ἔξωθεν πρὸς τὴν πύλην
τῆς αὐλῆς τῆς βλεπούσης κατὰ
ἀνατολάς, καὶ ἰδοὺ τὸ
ὕδωρ κατεφέρετο ἀπὸ τοῦ κλίτους
τοῦ δεξιοῦ. |
2
Ἔπειτα ὁ ὁδηγός μου μὲ ἔβγαλεν
ἀπὸ τὴν ὁδόν, ἡ ὁποία
διέρχεται ἀπὸ τὴν πρὸς βορρᾶν
ἐσωτερικὴν πύλην, καὶ μὲ περιέφερεν
εἰς τὸ ἐξωτερικὸν τοῦ οἰκοδομήματος
ἕως εἰς τὴν ἐξωτερικὴν ἀνατολικὴν
πύλην. Καὶ ἰδοὺ τὸ νερὸ
κατήρχετο ἀπὸ τὴν δεξιὰν πλευράν,
νοτίως δηλαδὴ τοῦ ναοῦ.
|
2
Μὲ ἔβγαλε δὲ ὁ ξεναγός μου ἀπὸ
τὴν εἴσοδον τῆς πύλης ποὺ ἦτo
πρὸς βορρᾶν καὶ μὲ περιέφερεν ἐξωτερικῶς
πρὸς τὴν πύλην τῆς ἐξωτερικῆς
αὐλῆς ποὺ ἔβλεπε πρὸς ἀνατολάς.
Καὶ εἶδα πάλιν τὸ νερὸ νὰ βγαίνῃ
καὶ νὰ κυλᾷ ἀπὸ τὴν δεξιὰν
πλευρὰν τῆς ἐξωτερικῆς αὐλῆς.
|
3
Καθὼς ἔξοδος ἀνδρὸς ἐξεναντίας,
καὶ μέτρον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ,
καὶ διεμέτρησε χιλίους ἐν τῷ
μέτρῳ, καὶ διῆλθεν ἐν τῷ
ὕδατι ὕδωρ ἀφέσεως·
|
3
Ὁ ὁδηγός μου ἐπροχώρησεν ἀπέναντί
μου καὶ μὲ τὸ μέτρον, τὸ ὁποῖον
ἐκρατοῦσε εἰς τὰ χέρια του,
ἐμέτρησε τὴν ροὴν τοῦ ποταμοῦ,
χιλίους πήχεις, βαδίζων μέσα εἰς
τὸ ὕδωρ. Διότι τὸ ὕδωρ τοῦτο
ἦτο ἀβαθὲς καὶ ἐπέτρεπε
τὴν διάβασιν.
|
3
Εἶδα τότε τὸν ἄνδρα ἐκεῖνον
νὰ βγαίνῃ ἀπέναντι καὶ νὰ κρατῇ
εἰς τὸ χέρι του ἕνα μέτρον. Καὶ ἀφοῦ
ἐμέτρησε μίαν ἀπόστασιν χιλίων πήχεων μὲ
τὸ μέτρον ἐκεῖνο, διεπέρασε μέσα ἀπὸ
τὸ νερὸ μὲ εὐκολίαν, διότι ἦτο
πολὺ χαμηλὴ ἡ στάθμη του.
|
4
καὶ διεμέτρησε χιλίους, καὶ διῆλθεν
ἐν τῷ ὕδατι ὕδωρ ἕως τῶν
μηρῶν· καὶ διεμέτρησε χιλίους,
καὶ διῆλθεν ὕδωρ ἕως ὀσφῦος·
|
4
Ἐμέτρησεν ἔπειτα ἄλλους χιλίους
πήχεις καὶ ἐβάδισε μέσα εἰς
τὸ νερὸ μέχρι τοῦ ὕψους τῶν
μηρῶν. Ἔπειτα ἐμέτρησεν ἀλλὰ
χίλια μέτρα καὶ ἐβάδισε μέσα
εἰς τὸ νερὸ ἕως τὴν μέσην.
|
4
Ἐμέτρησε κατόπιν ἄλλους χιλίους πήχεις, καὶ
διεπέρασε μέσα ἀπὸ τὸ νερό, τὸ ὁποῖον
ὅμως τώρα εἶχεν ὑψώθη ἕως τὸ
ὕψος τῶν μηρῶν του. Ἐμέτρησεν ἔπειτα
ἄλλους χιλίους πήχεις, καὶ τὸ νερὸ
ἔφθανε μέχρι τὴν μέσην του, καθὼς ἐπερνοῦσε
μέσα ἀπὸ αὐτό. |
5
καὶ διεμέτρησε χιλίους, καὶ οὐκ
ἠδύνατο διελθεῖν, ὅτι ἐξύβριζε
τὸ ὕδωρ ὡς ροῖζος χειμάρρου,
ὃν οὐ διαβήσονται. |
5
Ἐμέτρησε καὶ ἄλλους χιλίους
πήχεις καὶ δὲν ἠμποροῦσε πλέον
νὰ διέλθῃ διὰ μέσου τοῦ
ὕδατος τοῦ ποταμοῦ, διότι τὸ
νερὸ ἐβούϊζεν ὡσὰν ὁρμητικὸς
χείμαρρος, τὸν ὁποῖον δὲν ἠμπορεῖ
κανεὶς νὰ διαβῇ.
|
5
Ἐμέτρησε διὰ τετάρτην φορὰν ἄλλους
χιλίους πήχεις, ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε
πλέον νὰ περάσῃ μέσα ἀπὸ τὸ
νερό, διότι ἦτο βαθὺ καὶ ὁρμητικόν·
κατέβαινε μὲ θόρυβον ὡσὰν χείμαρρος φουσκωμένος,
ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περάσῃ
μέσα ἀπὸ αὐτὸν κανείς.
|
6
Καὶ εἶπε πρός με· ἑώρακας,
υἱὲ ἀνθρώπου; Καὶ ἤγαγέ
με καὶ ἐπέστρεψέ με ἐπὶ
τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ.
|
6
Καὶ ὁ ὁδηγός μου εἶπε·
<εἶδες, υἱὲ ἀνθρώπου;>
Ἔπειτα μὲ ἐπανέφερεν εἰς τὴν
ὄχθην τοῦ ποταμοῦ.
|
6
Μοῦ εἶπε δὲ ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος:
Εἶδες τὸ νερό, ἄνθρωπε; Μὲ ἐπῆρε
κατόπιν καὶ μὲ ἔστρεψε πρὸς τὴν
ὄχθην τοῦ ποταμοῦ, ποὺ εἶχε
σχηματισθῆ ἀπὸ τὸ νερὸ ἐκεῖνο.
|
7
Ἐν τῇ ἐπιστροφῇ μου καὶ ἰδοὺ
ἐπὶ τοῦ χείλους τοῦ ποταμοῦ
δένδρα πολλὰ σφόδρα ἔνθεν καὶ
ἔνθεν. |
7
Κατὰ τὴν ἐπιστροφήν μου εἶδα,
ὅτι εἰς τὰς ὄχθας τοῦ ποταμοῦ,
ἐντεῦθεν καὶ ἐντεῦθεν ὑπῆρχον
πολλὰ δένδρα.
|
7
Μόλις δὲ ἔστρεψα τὰ μάτια μου πρὸς
τὴν ὄχθην τοῦ ποταμοῦ, βλέπω νὰ
ὑπάρχουν ἐκεῖ, εἰς τὴν ἀριστερὰν
καὶ εἰς τὴν δεξιὰν ὄχθην, πάρα
πολλὰ δένδρα. |
8
Καὶ εἶπε πρός με· τὸ ὕδωρ
τοῦτο τὸ ἐκπορευόμενον εἰς τὴν
Γαλιλαίαν τὴν πρὸς ἀνατολὰς
καὶ κατέβαινεν ἐπὶ τὴν Ἀραβίαν
καὶ ἤρχετο ἕως ἐπὶ τὴν
θάλασσαν ἐπὶ τὸ ὕδωρ τῆς
διεκβολῆς, καὶ ὑγιάσει τὰ ὕδατα.
|
8
Ὁ ὁδηγός μου εἶπε· <τὸ
νερὸ τοῦτο θὰ ρεύσῃ πρὸς
τὴν Γαλιλαίαν, ἔπειτα εἰς τὴν
πρὸς ἀνατολὰς περιοχήν. Θὰ στραφῇ
κατόπιν πρὸς τὴν Ἀραβίαν καὶ
διὰ μέσου τῆς κοιλάδος τοῦ Ἰορδάνου
θὰ κατευθυνθῇ ἕως τὴν Νεκρὰν
Θάλασσαν. Ἐκεῖ δὲ ποὺ θὰ
ἐκβάλλῃ ὁ ποταμός, θὰ
καταστήσῃ ὑγιῆ τὰ ὕδατά
της. |
8
Μοῦ εἶπε δὲ ὁ ξεναγός μου: Τὸ
νερὸ αὐτό, ποὺ κατεβαίνει πρὸς
τὴν Γαλιλαίαν, ἡ ὁποία εὑρίσκεται
πρὸς ἀνατολάς, καὶ προχωρεῖ κάτω πρὸς
τὴν Ἀραβίαν καὶ κυλᾷ ἕως τὴν
Νεκρὰν θάλασσαν, ἐκεῖ ὅπου ἐκβάλλει
καὶ ὁ ποταμὸς Ἰορδάνης, θὰ θεραπεύσῃ
καὶ θὰ ἐξυγιάνῃ τὰ νερὰ
τῆς Νεκρᾶς θαλάσσης. |
9
Καὶ ἔσται πᾶσα ψυχὴ τῶν ζῴων
τῶν ἐκζεόντων ἐπὶ πάντα,
ἐφ' ἃ ἂν ἐπέλθῃ ἐκεῖ
ὁ ποταμός, ζήσεται. Καὶ ἔσται
ἐκεῖ ἰχθὺς πολὺς σφόδρα,
ὅτι ἥκει ἐκεῖ τὸ ὕδωρ
τοῦτο, καὶ ὑγιάσει καὶ ζήσεται·
πᾶν ἐφ' ὃ ἂν ἔλθῃ ὁ
ποταμὸς ἐκεῖ, ζήσεται. |
9
Ὅλαι δὲ αἱ ζωνταναὶ ὑπάρξεις
τῆς περιοχῆς ἐκείνης, ποὺ προηγουμένως
λόγῳ τῆς ξηρασίας ἀπέθνησκον,
ὅταν θὰ ἀπλωθῇ ἐκεῖ ὁ
ποταμός, θὰ ἀναζωογονηθοῦν, καὶ
ὡς ἐκ τῶν γλυκέων ὑδάτων
τοῦ ποταμοῦ πλήθη ἰχθύων θὰ
ἀναπτυχθοῦν, διότι ἐκεῖ θὰ
ἔχῃ ἀπλωθῆ τὸ ὑγιὲς
τοῦτο ὕδωρ καὶ θὰ ἐξυγιάνῃ
καὶ θὰ ἀναζωογονήσῃ τὰ
πάντα. Κάθε περιοχή, ὅπου θὰ
ἀπλωθῇ ὁ ποταμός, θὰ γεμίσῃ
ἀπὸ ζωήν.
|
9
Καὶ πλέον παντοῦ ὅπου φθάσῃ τὸ
νερὸ αὐτοῦ τοῦ ποταμοῦ θὰ
ζωογονηθοῦν ὅλοι οἱ ζωντανοὶ ὀργανισμοί,
ποὺ ἔβραζαν καὶ ἐκαίοντο ἕως
τώρα λόγῳ ἐλλείψεως ὑγιοῦς ὕδατος.
Θὰ γεμίσῃ μάλιστα ὁ τόπος ἐκεῖνος
μὲ πολλὰ ψάρια, διότι ἔφθασεν ἐκεῖ
τὸ ζωογόνον καὶ θεραπευτικὸν αὐτὸ
νερό. Κάθε τι ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον
θὰ πέσῃ αὐτὸ τὸ νερό, θὰ
ζωογονηθῇ, θὰ ἀρχίσῃ νέαν ζωήν.
|
10
Καὶ στήσονται ἐκεῖ ἁλιεῖς
ἀπὸ Αἰνγαδεὶν ἕως Ἐναγαλείμ·
ψυγμὸς σαγηνῶν ἔσται, καθ' ἑαυτὴν
ἔσται, καὶ οἱ ἰχθύες αὐτῆς
ὡς οἱ ἰχθύες τῆς θαλάσσης
τῆς μεγάλης, πλῆθος πολὺ σφόδρα.
|
10
Θὰ ἐγκαθίσταντα ἐκεῖ πολυάριθμοι
ἁλιεῖς ἀπὸ Αἰνγαδεὶν ἕως
Ἐναγαλείμ. Ἐκεῖ θὰ στεγνώνουν
τὰ πολλὰ δίκτυά των καθ' ὅλην
τὴν ἀπέραντον ὄχθην οἱ ἁλιεῖς,
οἱ δὲ ἰχθύες τῆς ὑδατίνης
αὐτῆς περιοχῆς θὰ εἶναι ἀπὸ
ἀπόψεως μεγέθους καὶ γεύσεως
ὡσὰν τῆς Μεσογείου Θαλάσσης,
ἀναρίθμητα πλήθη.
|
10
Θὰ ἐγκατασταθοῦν δὲ ἐκεῖ,
ἀπὸ τὴν Αἰνγαδεὶν ἕως
τὴν Ἐναγαλείμ, ψαράδες διὰ νὰ
ψαρεύουν συνεχῶς. Θὰ ἀπλώνουν εὐχαριστημένοι
τὰ δίκτυα των διαρκῶς εἰς αὐτὴν
τὴν θάλασσαν, ὅπου θὰ ἔχουν πλουσίαν
ἁλιείαν. Τὰ ψάρια της θὰ εἶναι πάρα
πολλὰ καὶ καλά, ὡσὰν τὰ ψάρια
τῆς μεγάλης Μεσογείου θαλάσσης. |
11
Καὶ ἐν τῇ διεκβολῇ αὐτοῦ
καὶ ἐν τῇ ἐπιστροφῇ αὐτοῦ
καὶ ἐν τῇ ὑπεράρσει αὐτοῦ
οὐ μὴ ὑγιάσωσιν· εἰς ἅλας
δέδονται. |
11
Κατόπιν ὁ ποταμὸς θὰ ἐκβάλλῃ
εἰς τὴν Νεκρὰν Θάλασσαν, θὰ
κάμῃ δίνας, θὰ ὑψωθοῦν
ὑπερβολικὰ τὰ νερά του, τὰ ὁποῖα
θὰ παύσουν ἐκεῖ νὰ εἶναι
ζωογόνα, καθὼς θὰ χύνωνται εἰς
τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης τὰ ὕδατα,
διότι ἔχουν αὐτὰ προορισθῆ νὰ
εἶναι πυκνότατα εἰς ἀλάτι.
|
11
Εἰς τὸ σημεῖον ὅμως τῆς ἐκβολῆς
τοῦ ποταμοῦ, δηλαδὴ ἐκεῖ ὅπου
θὰ εὑρίσκῃ κάποιαν ἀντίστασιν
τὸ νερὸ καὶ θὰ συστρέφεται καὶ
θὰ ὑπερυψώνεται, δὲν θὰ ἐξυγιαίνουν
τὰ νερά του τὴν περιοχήν. Θὰ χρησιμεύουν
μόνον διὰ νὰ παράγεται ἁλάτι.
|
12
Καὶ ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ ἀναβήσεται,
ἐπὶ τοῦ χείλους αὐτοῦ
ἔνθεν καὶ ἔνθεν πᾶν ξύλον βρώσιμον,
οὐ μὴ παλαιωθῇ ἐπ' αὐτοῦ,
οὐδὲ μὴ ἐκλείπῃ ὁ
καρπὸς αὐτοῦ· τῆς κοινότητος
αὐτοῦ πρωτοβολήσει, διότι τὰ
ὕδατα αὐτῶν ἐκ τῶν ἁγίων
ταῦτα ἐκπορεύεται, καὶ ἔσται
ὁ καρπὸς αὐτῶν εἰς βρῶσιν
καὶ ἀνάβασις αὐτῶν εἰς
ὑγίειαν. |
12
Εἰς τὰς ὄχθας τοῦ ποταμοῦ, εἰς
τὴν μίαν καὶ εἰς τὴν ἄλλην
πλευράν, θὰ ὑπάρχουν ὅλα τὰ
καρποφόρα δένδρα. Κανένα δὲ ἀπὸ
αὐτὰ δὲν θὰ γηράσῃ, οὔτε
καὶ θὰ παύσουν νὰ φέρουν καρπούς.
Ἐκεῖ τὰ δένδρα θὰ πετάξουν
ζωηρὰ τὰ πρῶτα των βλαστάρια καὶ
θὰ μείνουν πάντοτε νέα καὶ ὁ
πρῶτος καρπὸς των θὰ ἀνανεώνεται
συνεχῶς, διότι τὰ ὕδατα, ἀπὸ
τὰ ὁποῖα θὰ ποτίζωνται, πηγάζουν
ἀπὸ τὰ ἅγια, καὶ ὁ καρπὸς
τῶν δένδρων αὐτῶν θὰ εἶναι
πρὸς διατροφήν, τὰ δὲ φύλλα
των θὰ παρέχουν θεραπείαν καὶ ὑγείαν>.
|
12
Εἰς τὸ ποτάμι αὐτό, εἰς τὴν
μίαν καὶ εἰς τὴν ἄλλην ὄχθην
του, θὰ ὑψωθοῦν κάθε εἴδους καρποφόρα
δένδρα. Κανένα δένδρον ποὺ εἶναι δίπλα εἰς
αὐτὸ τὸ ποτάμι δὲν θὰ γηράσῃ
καὶ δὲν θὰ παύσῃ νὰ καρποφορῇ.
Θὰ ἀνανεώνεται καὶ θὰ καρποφρῇ
διαρκῶς ὡς νέον, διότι τὰ νερὰ ποὺ
τὸ διαποτίζουν πηγάζουν ἀπὸ τὸν ἅγιον
χῶρον τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ
καρπὸς δὲ τῶν δένδρων αὐτῶν
θὰ παρέχῃ τροφὴν καὶ τὸ φουντωτὸν
φύλλωμά των θὰ θεραπεύῃ καὶ θὰ
χαρίζῃ ὑγείαν. |
13
Τάδε λέγει Κύριος Θεός, ταῦτα
ὅρια κατακληρονομήσετε τῆς γῆς, ταῖς
δώδεκα φυλαῖς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ
πρόσθεσις σχοινίσματος. |
13
Αὐτὰ λέγει Κύριος ὁ
Θεός· <αὐτὰ εἶναι τὰ
ὅρια τῆς χώρας, τὴν ὁποίαν
διὰ κλήρου θὰ διανείμετε εἰς
τὰς δώδεκα φυλὰς τῶν Ἰσραηλιτῶν.
Θὰ προσθέσετε ὅμως διπλῆν μερίδα
εἰς τὸ μερίδιον τοῦ
Ἰωσήφ.
|
13
Αὐτὰ λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ Θεός:
Αὐτὰ εἶναι τὰ ὅρια τῆς
χώρας, ποὺ θὰ δώσετε ὡς κληρονομίαν εἰς
τὰς δώδεκα φυλὰς τῶν ἀπογόνων τὸν
Ἰσραήλ· κάθε μερίδιον γῆς, μετρημένον
ἀκριβῶς, θὰ προστίθεται εἰς τὸ
ἄλλο. |
14
Καὶ κατακληρονομήσετε αὐτὴν ἕκαστος
καθὼς ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ,
εἰς ἣν ᾖρα τὴν χεῖρά μου
τοῦ δοῦναι αὐτὴν τοῖς πατράσιν
αὐτῶν, καὶ πεσεῖται ἡ γῆ
αὕτη ὑμῖν ἐν κληρονομίᾳ.
|
14
Καθένας ἀπὸ σᾶς θὰ κληρονομήσῃ
ἴσην ἔκτασιν καὶ
θὰ ἔχῃ τὰ αὐτὰ δικαιώματα
εἰς τὴν χώραν
αὐτήν, διὰ τὴν ὁποίαν
ἐγὼ ὕψωσα τὸ χέρι μου
καὶ ἔδωσα ὅρκον εἰς τοὺς προγόνους
σας, Ἡ χώρα αὐτὴ θὰ περιέλθῃ
εἰς σᾶς ὡς κληρονομία.
|
14
Ἔτσι ὅλοι οἰ ἀδελφοὶ θὰ
ἀποκτήσουν ὡς κληρονομίαν ἴδια τμήματα τῆς
χώρας, πρὸς τὴν ὁποίαν ὕψωσα τὸ
χέρι μου ὡς ὅρκον καὶ ὑπεσχέθην
ὅτι θὰ τὴν δώσω εἰς τοὺς πατέρας
των. Καὶ θὰ γίνῃ πλέον ἡ χώρα αὐτὴ
κληρονομικὴ ἰδιοκτησία σας.
|
15
Καὶ ταῦτα τὰ ὅρια τῆς γῆς
τῆς πρὸς βορρᾶν· ἀπὸ θαλάσσης
τῆς μεγάλης τῆς καταβαινούσης καὶ
περισχιζούσης τῆς εἰσόδου Ἠμὰθ
Σεδαδά, |
15
Αὐτὰ δὲ εἶναι τὰ ὄριο
τῆς χώρας πρὸς βορρᾶν. Ἀπὸ
τὴν Μεσόγειον Θάλασσαν θὰ
πάρετε τὸν δρόμον ποὺ
κατεβαίνει καὶ διασχίζει τὴν
Ἠμάθ ἕως Σεδαδά.
|
15
Αὐτὰ δὲ θὰ εἶναι τὰ πρὸς
βυρρὰν σύνορα τῆς χώρας αὐτῆς: Θὰ
ξεκινὰ ἡ νοητὴ γραμμὴ ἀπὸ
τὴν μεγάλην θάλασσαν <Μεσόγειον> καὶ θὰ
κατεβαίνῃ καὶ θὰ διασχίζῃ τὴν
εἴσοδον Ἠμὰθ Σεδαδά. |
16
Βηρωθὰ Σεβραὶμ Ἡλιὰμ ἀναμέσον
ὁρίων Δαμασκοῦ καὶ ἀναμέσον
ὁρίων Ἠμάθ, αὐλὴ τοῦ
Σαυνάν, αἳ εἰσιν ἐπάνω τῶν
ὁρίων Αὐρανίτιδος.
|
16
Βηρωθά, Σεβραίμ, Ἡλιάμ, πόλεις
αἱ ὁποῖαι εὑρίσκονται
μεταξὺ τῶν ὁρίων τῆς
Δαμασκοῦ καὶ τῆς Ἠμάθ, τοποθεσίαν
τοῦ Σαυνάν, ἡ ὁποία
εἶναι ἐπάνω ἀπὸ τὰ σύνορα
τῆς Αὐρανίτιδος.
|
16
Θὰ προχωρῇ κατόπιν πρὸς τὰς περιοχὰς
Βηρωθά, Σεβραίμ, Ἡλιάμ, ποὺ εὑρίσκονται
μεταξὺ τῶν ὁρίων τῆς Δαμασκοῦ
καὶ τῶν ὁρίων τῆς Ἠμὰθ
καὶ πρὸς τὴν περιοχὴν Σαυνάν. Ὅλα
αὐτὰ εὑρίσκονται ἐπάνω ἀπὸ
τὰ σύνορα τῆς Αὐρανιτιδος, δηλαδὴ
τῆς Βασάν. |
17
Ταῦτα τὰ ὅρια ἀπὸ τῆς
θαλάσσης ἀπὸ τῆς αὐλῆς
τοῦ Αἰνάν, ὅρια Δαμασκοῦ καὶ
τὰ πρὸς βορρᾶν. |
17
Πρὸς βορρᾶν δὲ ἀπὸ τῆς
Μεσογείου Θαλάσσης,
αὐτὰ εἶναι τὰ
σύνορα ἀπὸ τὴν τοποθεσίαν
Αἰνάν, τὰ σύνορα
τῆς Δαμασκοῦ
καὶ τὰ πρὸς
βορρᾶν αὐτῶν.
|
17
Αὐτὰ εἶναι τὰ βόρεια σύνορα, ποὺ
ἀρχίζουν ἀπὸ τὴν Μεσόγειον θάλασσαν
καὶ προχωροῦν πρὸς τὴν περιοχὴν
τοῦ Αἰνάν, πρὸς τὰ ὅρια
τῆς Δαμασκοῦ καὶ πρὸς βορρᾶν.
|
18
Καὶ τὰ πρὸς ἀνατολὰς ἀναμέσον
τῆς Αὐρανίτιδος καὶ ἀναμέσον
Δαμασκοῦ καὶ ἀναμέσον τῆς Γαλααδίτιδος
καὶ ἀναμέσον τῆς γῆς τοῦ
Ἰσραήλ, ὁ Ἰορδάνης διορίζει
ἐπὶ τὴν θάλασσαν τὴν πρὸς
ἀνατολὰς Φοινικῶνος· ταῦτα τὰ
πρὸς ἀνατολάς. |
18
Τὰ πρὸς ἀνατολὰς σύνορα εὑρίσκονται
μεταξὺ τῶν συνόρων
τῆς Αὐανίτιδος καὶ τῆς
Δαμασκοῦ. Τὸ ὅριον δέ, ποὺ διέρχεται
μεταξὺ Γαλαὰδ καὶ τὴς χώρας
τοῦ Ἰσραήλ, εἶναι ὁ Ἰορδάνης
ποὺ καθορίζει τὰ πρὸς τὴν Νεκρὰν
Θὰλασσαν ἀνατολικὰ
ὅρια τῆς χώρας
μέχρι τοῦ Φοινικῶνος τῆς Ἱεριχοῦς.
Αὐτὰ εἶναι τὰ πρὸς ἀνατολὰς
σύνορα.
|
18
Τὰ πρὸς ἀνατολὰς σύνορα εὑρίσκονται
μεταξὺ τῆς Αὐρανίτιδος καὶ μεταξὺ
τῆς Δαμασκοῦ, καθὼς καὶ μεταξὺ
τῆς γῆς Γαλαὰδ καὶ μεταξὺ τῆς
γῆς Ἰσραήλ. Φυσικὸν ὅριον ἀποτελεῖ
ὁ Ἰορδάνης ποταμός, ποὺ κυλᾷ πρὸς
τὴν Νεκρὰν θάλασσαν ἀνατολικῶς τῆς
Φοινικῶνος <Ἱεριχοῦς>. Αὐτὰ
εἶναι τὰ ἀνατολικὰ ὅρια τῆς
χώρας. |
19
Καὶ τὰ πρὸς νότον καὶ λίβα
ἀπὸ Θαιμάν καὶ Φοινικῶνος ἕως
ὕδατος Μαριμὼθ Κάδης παρεκτεῖνον ἐπὶ
τὴν θάλασσαν τὴν μεγάλην·
|
19
Τὰ πρὸς νότον καὶ πρὸς δυσμὰς
σύνορα ἀρχίζουν ἀπὸ Θαιμὰν
καὶ ἀπὸ τὸν Φοινικῶνα τῆς
Ἱεριχοῦς ἕως εἰς τὰ ὕδατα
Μαριμὼθ Κάδης. Ἐπεκτείνονται δὲ
μέχρι τῆς Μεσογείου Θαλάσσης.
|
19
Τὰ πρὸς νότον καὶ πρὸς δνσμὰς
σύνορα θὰ ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν Θαιμὰν
καὶ τὴν Φοινικώνα <Ἱεριχώ>,
θὰ προχωροῦν ἕως τὴν ὄασιν Μαριμὼθ
Κάδης καὶ θὰ ἐκτείνωνται μέχρι τὴν
μεγάλην θάλασσαν <Μεσόγειον>. |
20
τοῦτο τὸ μέρος νότος καὶ λίψ.
Τοῦτο τὸ μέρος τῆς θαλάσσης
τῆς μεγάλης· ὁρίζει ἕως
κατέναντι τῆς εἰσόδου Ἠμάθ,
ἕως εἰσόδου αὐτοῦ· ταῦτά
ἐστι τὰ πρὸς θάλασσαν Ἠμάθ.
|
20
Τὰ δὲ πρὸς νοτιοδυτικὰ μέρη
ἔχουν σύνορα πρὸς δυσμὰς τὴν
Μεσόγειον Θάλασσαν, καὶ ἀπὸ
τοῦ ὁρίου αὐτοῦ ἕως ἀπέναντι
τῆς εἰσόδου Ἠμάθ. Αὐτὰ
εἶναι τὰ πρὸς δυσμὰς ὅρια.
|
20
Τὰ δὲ δυτικὰ σύνορα, ποὺ θὰ
ἀρχίζουν ἀπὸ τὸν νότον <ἀπὸ
τὸ ὕψος τῆς Κάδης>, θὰ εἶναι
ὅλη ἡ παραλία τῆς μεγάλης θαλάσσης <Μεσογείου>,
ἡ ὁποία θὰ φθάνῃ πρὸς βορρᾶν
μέχρι τὸ σημεῖον ποὺ εὑρίσκεται ἀπέναντι
ἀπὸ τὴν <εἴσοδον Ἠμάθ>,
ἀκριβῶς μέχρι τὴν εἴσοδον αὐτήν.
Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ βορειοδυτικὸν
ὂριον· θὰ ἐγγίζῃ τὴν
θάλασσαν τῆς Ἠμάθ. |
21
Καὶ διαμερίσατε τὴν γῆν ταύτην
αὐτοῖς, ταῖς φυλαῖς τοῦ Ἰσραήλ.
|
21
Θὰ διαμοιράσετε, λοιπόν, τὴν χώραν
εἰς τὰς φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ.
|
21
Ὅλην αὐτὴν τὴν περιοχήν, ποὺ
ἀνεφέρθη προηγουμένως, θὰ τὴν διαμοιράσετε
εἰς αὐτοὺς ποὺ θὰ ἐπανέλθουν
ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσίαν καὶ ἐξορίαν,
εἰς τὰς φυλὰς δηλαδὴ τοῦ Ἰσραήλ.
|
22
Βαλεῖτε αὐτὴν ἐν κλήρῳ
ὑμῖν καὶ τοῖς προσηλύτοις τοῖς
παροικοῦσιν ἐν μέσῳ ὑμῶν,
οἵτινες ἐγέννησαν υἱοὺς ἐν
μέσῳ ὑμῶν· καὶ ἔσονται
ὑμῖν ὡς αὐτόχθονες ἐν
τοῖς υἱοῖς τοῦ Ἰσραήλ,
μεθ' ὑμῶν φάγονται ἐν κληρονομίᾳ
ἐν μέσῳ τῶν φυλῶν τοῦ
Ἰσραήλ· |
22
Διὰ τὴν διανομήν της θὰ ρίψετε
κλήρους διὰ τοὺς ἑαυτούς σας
καὶ διὰ τοὺς ξένους, οἱ ὁποῖοι
κατοικοῦν μεταξύ σας καὶ ἔχουν ἀποκτήσει
οἰκογενείας. Αὐτοὶ θὰ εἶναι
ὅπως καὶ οἱ ἐντόπιοι, ἴσοι
μὲ τοὺς ἄλλους Ἰσραηλίτας, μαζῆ
μὲ τοὺς ὁποίους θὰ φάγουν
τοὺς καρποὺς τῆς χώρας κληρονομοῦντες
καὶ αὐτοὶ τὸ ἀναλογοῦν
μερίδιον μεταξὺ τῶν φυλῶν τοῦ
Ἰσραήλ.
|
22
Ἡ διανομὴ θὰ γίνῃ μὲ κλῆρον
<διὰ νὰ μὴ παραπονεθῇ κανείς>,
θὰ συμπεριλάβετε ὅμως εἰς τοὺς κλήρους
καὶ τοὺς προσήλυτους, τοὺς ξένους ποὺ
εἶναι ἐγκατεστημένοι ἀνάμεσά
σας καὶ ἀπέκτησαν υἱούς, ἐνῷ
ἐζοῦσαν μαζί σας. Οἱ ξένοι αὐτοὶ
θὰ εἶναι διὰ σᾶς ὅπως οἱ
ἐντόπιοι, ὅπως δηλαδὴ ὅλοι οἰ
ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ. Μαζί σας θὰ
τρώγουν καὶ θὰ ἀπολαμβάνουν τὰ ἀγαθὰ
τῆς γῆς, ποὺ θὰ κληρονομήσουν μεταξὺ
τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ.
|
23
καὶ ἔσονται ἐν φυλῇ προσηλύτων
ἐν τοῖς προσηλύτοις τοῖς μετ' αὐτῶν,
ἐκεῖ δώσετε κληρονομίαν αὐτοῖς,
λέγει Κύριος Θεός. |
23
Εἰς τὴν φυλήν, εἰς τὴν ὁποίαν
ἀνήκουν οἱ ξένοι αὐτοί,
θὰ δώσετε καὶ εἰς αὐτοὺς
κληρονομίαν>, λέγει Κύριος ὁ Θεός.
|
23
Εἰς κάθε φυλήν, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν
θὰ ζοῦν αὐτοὶ οἱ ξένοι μαζὶ
μὲ τοὺς Ἰσραηλίτας, θὰ δώσετε μερίδιον
γῆς καὶ εἰς αὐτοὺς ἀπὸ
τὸ μερίδιον τῆς φυλῆς ἐκείνης, διὰ
νὰ τὸ ἔχουν ὡς κληρονομικὴν
ἰδιοκτησίαν των, λέγει ὁ μόνος Κύριος καὶ
Θεός. |