Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἐλάλησε Κύριος τῷ Ἰησοῖ
λέγων· |
πειτα
ἀπὸ αὐτὰ ὡμίλησεν ὁ
Κύριος πρὸς τὸν Ἰησοῦν λέγων·
|
ατόπιν
ὁ Κύριος ἐμιλησε εἰς τὸν Ἰησοῦν
τοῦ Ναυῆ καὶ τοῦ εἶπε:
|
2
λάλησαν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ
λέγων· δότε τὰς πόλεις τῶν
φυγαδευτηρίων, ἃς εἶπα πρὸς ὑμᾶς
διὰ Μωυσῇ. |
2
<εἰπὲ πρὸς τοὺς Ἰσρσηλίτας
τὰ ἐξῆς· Δώσατε τώρα τὰς
πόλεις ποὺ θὰ χρησιμεύσουν ὡς
ἄσυλα, ὅπως σᾶς διέταξα ἄλλοτε
διὰ τοῦ Μωϋσῆ. |
2
<Μίλησε εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες καὶ
εἰπέ τους: <Ὁρίσατε καὶ δῶστε
τὶς πόλεις - ἄσυλα (φυγαδευτήρια), διὰ τὶς
ὁποῖες σᾶς ἐμίλησα παλαιότερα
μὲ τὸ στόμα τοῦ Μωϋσῆ.
|
3
Φυγαδευτήριον τῷ φονευτῇ τῷ πατάξαντι
ψυχὴν ἀκουσίως, καὶ ἔσονται
ὑμῖν αἱ πόλεις φυγαδευτήτήριον,
καὶ οὐκ ἀποθανεῖται ὁ φονευτὴς
ὑπὸ τοῦ ἀγχιστεύοντος τὸ
αἷμα, ἕως ἂν καταστῇ ἐναντίον
τῆς συναγωγῆς εἰς κρίσιν.
|
3
Κάθε μία ἀπὸ τὰς πόλεις
ἄσυλα θὰ εἶναι καταφύγιον διὰ
τὸν φονέα ὁ ὁποῖος ἀκουσίως
ἐφόνευσεν ἄνθρωπον. Αἱ πόλεις
αὐταὶ θὰ εἶναι ἀπαραβίαστα
καταφύγια ὅπου δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα
ὁ συγγενὴς τοῦ φονευθέντος νὰ
ἐκτελέσῃ τὸν φονευτήν, μέχρις
ὅτου αὐτὸς προσαχθῇ ἐνώπιον
τοῦ λαοῦ καὶ εἰσαχθῇ εἰς
δίκην. |
3
Κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς πόλεις
θὰ εἶναι ἄσυλον (φυγαδευτήριον) διὰ
τὸν φονιᾶν, ποὺ ἐφόνευσε ἄνθρωπον
ἀπὸ ἀμέλειαν, ἀπὸ ἀπροσεξίαν,
ἀθέλητα. Οἱ πόλεις αὐτὲς θὰ
σᾶς χρησιμεύουν ὡς καταφύγια, ἄσυλα, φυγαδευτήρια,
τὰ ὁποῖα δὲν θὰ ἠμπορῇ
νὰ παραβιάσῃ κανείς· ὁ στενὸς συγγενὴς
τοῦ θύματος δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ φονεύσῃ
τὸν φονιᾶν, ποὺ θὰ καταφεύγῃ
ἐκεῖ, μέχρις ὅτου (ὁ φονιᾶς)
ὁδηγηθῇ καὶ παρουσιασθῇ εἰς
κανονικήν (δημοσίαν) δίκην ἐνώπιον τοῦ λαοῦ.
|
4
(Ἐκ τοῦ κώδ. Α) Καὶ φεύξεται
εἰς μίαν τῶν πόλεων τούτων καὶ
στήσεται ἐπὶ τὴν θύραν τῆς
πόλεως καὶ λαλήσει ἐν τοῖς ὠσὶ
τῶν πρεσβυτέρων τῆς πόλεως ἐκείνης
τοὺς λόγους τούτους καὶ ἐπιστρέψουσιν
αὐτὸν ἡ συναγωγὴ πρὸς αὐτοὺς
καὶ δώσουσιν αὐτῷ τόπον καὶ
κατοικήσει μετ' αὐτῶν
|
4
Ὁ φονεὺς θὰ τρέξῃ εἰς
μίαν ἀπὸ τὰς πόλεις αὐτάς,
θὰ σταθῇ εἰς τὴν θύραν τῆς
πόλεως καὶ θὰ ἀναφέρῃ
εἰς τοὺς πρεσβυτέρους τῆς πόλεως
ἐκείνης τοὺς λόγους ποὺ τὸν
ἠνάγκασαν νὰ καταφύγῃ εἰς
αὐτήν. Οἱ δὲ πρεσβύτεροι θὰ
δεχθοῦν πλησίον των τὸν ἀκούσιον
φονέα καὶ θὰ παραχωρήσουν εἰς
αὐτὸν τόπον, διὰ νὰ κατοικήσῃ
μαζῆ των, |
4
Ὅταν ὁ φονιᾶς μετὰ τὸν φόνον
καταφύγῃ εἰς μίαν ἀπὸ τὶς
πόλεις - ἄσυλα, θὰ σταθῇ εἰς τὴν
πύλην τῆς πόλεως, ποὺ εἶναι ὁ τόπος,
ὅπου ἀπονέμεται ἡ δικαιοσύνη· ἐκεῖ
θὰ ἐξηγήσῃ (πρόχειρα) τὴν ὑπόθεσίν
του καὶ θὰ ἀναφέρῃ τὶ
συνέβη εἰς τοὺς πρεσβυτέρους (τὴν Γερουσίαν)
τῆς πόλεως. Κατόπιν οἱ πρεσβύτεροι θὰ τὸν
ὁδηγήσουν εἰς τὴν πόλιν, θὰ
τὸν δεχθοῦν ὡς συμπολίτην των, θὰ
τοῦ δώσουν μέρος νὰ κατοικήσῃ καὶ
αὐτὸς θὰ κατοικήσῃ μαζί των
|
5
καὶ ὅτι διώξεται ὁ ἀγχιστεύων
τὸ αἷμα ὀπίσω αὐτοῦ καὶ
οὐ συγκλείσουσι τὸν φονεύσαντα ἐν
τῇ χειρὶ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ
εἰδὼς ἐπάταξε τὸν πλησίον
αὐτοῦ καὶ οὐ μισῶν αὐτὸς
αὐτὸν ἀπ' ἐχθὲς καὶ τῆς
τρίτης |
5
διότι ὁ συγγενὴς τοῦ φονευθέντος
θὰ καταδιώξῃ τὸν φονέα. Δὲν
θὰ παραδώσουν οἱ πρεσβύτεροι τὸν
φονέα εἰς τὰ χέρια τοῦ συγγενοῦς
τοῦ φονευθέντος, διότι ἐκεῖνος
ἐφόνευσε χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ
τὸν πλησίον του, χωρὶς νὰ ἔχῃ
κανένα μῖσος καὶ καμμίαν ἀφορμὴν
μαζῆ του κατὰ τὰς προηγουμένας ἡμέρας.
|
5
τοῦτο πρέπει νὰ κάμνουν, διότι ὁ στενὸς
συγγενὴς τοῦ θύματος θὰ καταδιώξῃ
τὸν φονιᾶν, διὰ νὰ ἐκδικηθῇ
τὸν φόνον. Οἱ πρεσβύτεροι ὅμως δὲν
θὰ παραδώσουν τὸν φονιᾶν εἰς τὰ
χέρια τοῦ διώκτου του· διότι (ὁ φονιᾶς)
ἐσκότωσε τὸν συνάνθρωπόν του ἀπὸ
ἀμέλειαν, ἀπὸ ἀπροσεξίαν, ἀθέλητα
καὶ ὄχι διότι τὸν ἐμισοῦσε προηγουμένως
ἢ διότι ἔτρεφε μνησικακίαν καὶ ἔχθραν
ἐναντίον του. |
6
καὶ κατοικήσει ἐν τῇ πόλει ἐκείνῃ
ἕως στῇ κατὰ πρόσωπον τῆς συναγωγῆς
εἰς κρίσιν ἕως ἀποθάνῃ
ὁ ἱερεὺς ὁ μέγας, ὃς ἔσται
ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις·
τότε ἐπιστρέψει ὁ φονεύσας καὶ
ἐλεύσεται εἰς τὴν πόλιν αὐτοῦ
καὶ πρὸς τὸν οἶκον αὐτοῦ
καὶ πρὸς πόλιν ὅθεν ἔφυγεν ἐκεῖθεν.
|
6
Ὁ φονεὺς θὰ παραμείνῃ εἰς
τὴν πόλιν ἐκείνην, μέχρις ὅτου
ἐμφανισθῇ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ,
διὰ νὰ δικασθῇ νομίμως ἢ μέχρις
ὅτου ἀποθάνῆ ὁ ἀρχιερεύς,
ὁ ὁποῖος ἦτο κατὰ τὴν
περίοδον ἐκείνην. Τότε θὰ ἐπιστρέψη
ὁ ἀκούσιος φονεὺς καὶ θὰ
ἔλθῃ εἰς τὴν πόλιν αὐτοῦ,
εἰς τὸν οἶκον του, εἰς τὴν πόλιν
ἀπὸ ὅπου ἔφυγε>.
|
6
Ὁ φονιᾶς θὰ κατοικῇ εἰς τὴν
πόλιν - ἄσυλον μέχρις ὅτου ὁδηγηθῇ
καὶ παρουσιασθῇ εἰς κανονικήν (δημοσίαν)
δίκην ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, διὰ νὰ
δικασθῇ μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀντικειμενικότητα.
Ἢ μέχρις ὅτου ἀποθάνῃ ὁ
Ἀρχιερεύς, ποὺ θὰ ἱερατεύῃ
κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην. Μετὰ
τὸν θάνατον τοῦ Ἀρχιερέως ὁ φονιᾶς
θὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν πόλιν - ἄσυλον
καὶ θὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν
πόλιν του καὶ εἰς τὴν οἰκογένειάν
του, εἰς τὴν πόλιν ἀπὸ τὴν ὁποίαν
ἔφυγε>. |
7
Καὶ διέστειλε τὴν Κάδης ἐν τῇ
Γαλιλαίᾳ ἐν τῷ ὄρει τῷ
Νεφθαλὶ καὶ Συχὲμ ἐν τῷ ὄρει
τῷ Ἐφραὶμ καὶ τὴν πόλιν
Ἀρβόκ (αὕτη ἐστὶ Χεβρών)
ἐν τῷ ὅρει τῷ Ἰούδα.
|
7
Ὁ Ἰησοῦς ἐξεχώρισεν ὡς
ἄσυλον πόλιν τὴν Κάδης εἰς τὴν
Γαλιλαίαν, εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν
τῆς φυλῆς Νεφθαλί· τὴν Συχέμ,
εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τῆς
φυλῆς Ἐφραίμ, καὶ τὴν πόλιν
Ἀρβόκ (αὐτὴ εἶναι ἡ Χεβρών)
εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τῆς
φυλῆς τοῦ Ἰούδα.
|
7
Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ
ἐξεχώρισεν ὡς πόλεις - ἄσυλα τὴν
Κάδης εἰς τὴν Γαλιλαῖαν, εἰς τὴν
ὀρεινὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς Νεφθαλί·
καὶ τὴν Συχέμ, εἰς τὴν ὀρεινὴν
περιοχὴν τῆς φυλῆς Ἐφραίμ· καὶ
τὴν Ἀρβόκ (αὐτὴ εἶναι
ἡ Χεβρών), εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν
τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα.
|
8
Καὶ ἐν τῷ πέραν τοῦ Ἰορδάνου
ἔδωκε Βοσὸρ ἐν τῇ ἐρήμῳ
ἐν τῷ πεδίῳ ἀπὸ τῆς
φυλῆς Ρουβὴν καὶ Ἀρημὼθ ἐν
τῇ Γαλαὰδ ἐκ τῆς φυλῆς Γάδ,
καὶ τὴν Γαυλὼν ἐν τῇ Βασανίτιδι
ἐκ τῆς φυλῆς Μανασσῆ.
|
8
Ἀνατολικῶς δὲ τοῦ Ἰορδάνου
ὥρισε τὴν Βοσόρ, ἡ ὁποία
εὑρίσκεται εἰς τὴν ἔρημον περιοχὴν
τῆς πεδιάδος ἐπὶ τῆς φυλῆς
Ρουβήν, τὴν Ἀρημὼθ εἰς τὴν
περιοχὴν Γαλαὰδ τῆς φυλῆς τοῦ
Γὰδ καὶ τὴν Γαυλὼν εἰς τὴν
περιοχὴν Βασὰν τῆς φυλῆς Μανασσῆ.
|
8
Εἰς δὲ τὴν ἀνατολικὴν πλευρὰν
τοῦ Ἰορδάνη ὥρισεν ὡς πόλεις - ἄσυλα
τὴν Βοσόρ, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς
τὴν ἔρημον, εἠς τὴν πεδιάδα τῆς
περιοχῆς τῆς φυλῆς Ρουβὴν καὶ
τὴν Ἀρημώθ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς
τὴν περιοχὴν Γαλαάδ, ἀπὸ τὴν
φυλὴν τοῦ Γάδ· καὶ τὴν Γαυλῶν,
ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὴν
περιοχὴν Βασάν, ἀπὸ τὴν φυλὴν
τοῦ Μανασσῆ. |
9
Αὗται αἱ πόλεις αἱ ἐπίκλητοι
τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ καὶ
τῷ προσηλύτῳ τῷ προσκειμένῳ
ἐν αὐτοῖς καταφυγεῖν ἐκεῖ
παντὶ παίοντι ψυχὴν ἀκουσίως,
ἵνα μὴ ἀποθάνῃ ἐν χειρὶ
τοῦ ἀγχιστεύοντος τὸ αἷμα, ἕως
ἂν καταστῇ ἔναντι τῆς συναγωγῆς
εἰς κρίσιν. |
9
Αὐταὶ εἶναι αἱ καθρρισθεῖσαι
ὡς ἀσυλα-πόλεις διὰ τοὺς Ἰσραηλίτας,
ὅπως καὶ διὰ κάθε ξένον ποὺ
θὰ ἕμενε πλησίον των, διὰ νὰ
κοταφεύγῃ ἐκεῖ κάθε ἀκούσιος
φονεὺς καὶ νὰ μὴ φονευθῇ ἀπὸ
τὸ χέρι συγγενοῦς τοῦ φονευθέντος
μέχρις ὅτου ἐμφανισθῇ ἐνώπιον
τοῦ λαοῦ καὶ δικασθῇ νομίμως.
|
9
Αὐτὲς ἦσαν οἱ ἕξι πόλεις, ποὺ
ὡρίσθησαν ὡς ἄσυλα (φυγαδευτήρια)
διὰ τοὺς Ἰσραηλῖτες καὶ διὰ
κάθε ἐθνικόν, ποὺ εἶχε προσελκυσθῆ
εἰς τὴν Ἰουδαϊκὴν πίστιν καὶ
ἔγινε προσήλυτος, ὁ ὁποῖος θὰ
ἐζοῦσε μεταξύ των· ὥστε κάθε
ἕνας ποὺ φονεύει ἀπὸ ἀμέλειαν,
ἀπὸ ἀπροσεξίαν, ἀθέλητα συνάνθρωπόν
του, νὰ ἠμπορῇ νὰ καταφεύγῃ
ἐκεῖ, διὰ νὰ μὴ φονευθῇ
ἀπὸ στενὸν συγγενῆ τοῦ θύματος,
ὁ ὁποῖος ζητεῖ ἐκδίκησιν, μέχρις
ὅτου (ὁ φονιᾶς) ὁδηγηθῇ καὶ
παρουσιασθῆ εἰς κανονικήν (δημοσίαν) δίκην
ἐνώπιον τοῦ λαοῦ. |