Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
μὴν
ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ μὴ
εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς
τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων, ἀλλὰ
ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν, ἐκεῖνος
κλέπτῃς ἐστὶ καὶ λῃστής·
|
ᾶς
διαβεβαιώνω, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ
δὲν εἰσέρχεται εἰς τὴν μάντραν
τῶν προβάτων ἀπὸ τὴν θύραν,
ἀλλὰ ἀνεβαίνει καὶ πηδᾷ,
διὰ νὰ μὴ τὸν ἀντιληφθοῦν,
ἀπὸ ἄλλο μέρος, εἶναι κλέπτῃς
καὶ λῃστής>. (Ἐκεῖνος ποὺ
γίνεται ποιμὴν τῶν λογικῶν προβάτων
ἀναξίως καὶ παρανόμως, εἶναι
ἱερόσυλος ἐκμεταλλευτὴς καὶ
τῶν πιστῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας).
|
ομίζετε
διὰ τὸν ἑαυτόν σας, ὅτι εἶσθε
οἱ ἀνεγνωρισμένα ὁδηγοὶ καὶ
διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ. Σᾶς διαβεβαιῶ
ὅμως ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ, ὅτι
εἶσθε ἐκμεταλλευταὶ τοῦ ποιμνίου καὶ
κλέπται τῶν προβάτων. Ἐκεῖνος ποὺ
δὲν ἐμβαίνει ἀπὸ τὴν πόρταν
εἰς τὴν μάνδραν, εἰς τὴν ὁποίαν
φυλάττονται τὰ πρόβατα, ἀλλ’ ἀνεβαίνει ἀπὸ
ἄλλο μέρος διὰ νὰ πηδήσῃ μέσα κρυφίως,
ἐκεῖνος εἶναι κλέπτης καὶ λῃστής.
(Μὲ ἄλλας λέξεις εἶναι κλέπτης καὶ
λῃστὴς ἐκεῖνος, ποὺ χωρὶς
νὰ κληθῇ καὶ ἀναβιβασθῇ ἀπὸ
τὸν Θεὸν εἰς τὸ ἀξίωμα τοῦ
ποιμένος καὶ ὁδηγοῦ τῶν προβάτων τοῦ
Θεοῦ, ζητεῖ νὰ τὸ σφετεριστῇ
καὶ νὰ τὸ ἁρπάσῃ, ὅπως
τὸ ἐκάματε σεῖς οἱ Φαρισαῖοι
καὶ οἱ Γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι
μολονότι βλέπετε ἀπὸ τὰ θαύματά μου, ὅτι
εἶμαι ὁ ἀνεγνωρισμένος ἀπὸ τὸν
Θεὸν ποιμήν, σφετερίζεσθε τὰ δικαιώματά μου καὶ
τὴν ἐξουσίαν μου). |
2
ὁ δὲ εἰσερχόμενος διὰ τῆς
θύρας ποιμήν ἐστι τῶν προβάτων.
|
2
Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ εἰσέρχεται
φανερὰ ἀπὸ τὴν θύραν, εἶναι
ὁ πραγματικὸς ποιμὴν τῶν προβάτων.
|
2
Τουναντίον ἐκεῖνος, ποὺ έμβαίνει εἰς
τὴν μάνδραν ὄχι λαθραίως, ἀλλὰ φανερὰ
ἀπὸ τὴν πόρταν, εἶναι ποιμὴν
τῶν προβάτων. |
3
Τούτῳ ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει,
καὶ τὰ πρόβατα τῆς φωνῆς αὐτοῦ
ἀκούει, καὶ τὰ ἴδια πρόβατα
καλεῖ κατ' ὄνομα καὶ ἐξάγει
αὐτά. |
3
Εἰς αὐτὸν ὁ θυρωρὸς ἀνοίγει
τὴν θύραν, καὶ τὰ πρόβατα ἀκούουν
καὶ γνωρίζουν τὴν φωνήν του, καὶ
αὐτὸς καλεῖ τὰ πρόβατα τὸ
καθένα μὲ τὸ ὄνομά του, καὶ
τὰ βγάζει διὰ τὴν βοσκήν.
|
3
Εἰς αὐτὸν ὁ θυρωρός, ποὺ φυλάττει
τὴν μάνδραν, ἀνοίγει τὴν πόρταν, ἀλλὰ
καὶ τὰ πρόβατα ἀκούουν τὴν φωνήν του
καὶ γνωρίζουν αὐτήν, καὶ αὐτὸς
πάλιν γεμᾶτος ἐνδιαφέρον διὰ τὰ πρόβατά
του φωνάζει τὸ καθένα μὲ τὸ ὄνομά
του καὶ τὰ βγάζει ἀπὸ τὴν μάνδραν
διὰ νὰ τὰ βοσκήσῃ.
|
4
Καὶ ὅταν τὰ ἴδια πρόβατα ἐκβάλῃ,
ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, καὶ
τὰ πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ,
ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ·
|
4
Καὶ ὅταν βγάλῃ τὰ πρόβατά
του ἀπὸ τὴν μάνδραν, πηγαίνει
ἐμπρὸς ἀπὸ αὐτὰ καὶ
τὰ πρόβατα τὸν ἀκολουθοῦν, διότι
γνωρίζουν τὴν φωνήν του. |
4
Καὶ ὅταν ἀπὸ τὴν μάνδραν, εἰς
τὴν ὁποίαν μένουν καὶ ἄλλα ποίμνια
μαζί, βγάλῃ αὐτὸς ἔξω τὰ ἰδικά
του πρόβατα, πηγαίνει ἐμπρὸς ἀπὸ αὐτά,
καὶ τὰ πρόβατα τὸν ἀκολουθοῦν,
διότι γνωρίζουν τὴν φωνήν του καὶ τὸ σφύριγμά
του, μὲ τὸ ὁποῖον ἀπὸ
καιροῦ εἰς καιρὸν τὰ φωνάζει.
|
5
ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν,
ἀλλὰ φεύξονται ἀπ' αὐτοῦ,
ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων
τὴν φωνήν. |
5
Ξένον ὅμως δὲν θὰ τὸν ἀκολουθήσουν,
ἀλλὰ θὰ φύγουν ἀπὸ αὐτόν,
διότι δὲν ἀναγνωρίζουν τὴν φωνὴν
τῶν ξένων. Ἐμέ, τὸν πραγματικὸν
καὶ στοργικὸν ποιμένα, μὲ γνωρίζουν,
μὲ ἀναγνωρίζουν καὶ μὲ ἀκολουθοῦν
τὰ πρόβατα. (Τοὺς ψευδεῖς καὶ
ἰδιοτελεῖς ποιμένας δὲν ἔχουν
τὴν διάθεσιν καὶ δὲν θέλουν
νὰ τοὺς ἀκολουθήσουν, διότι
δὲν τοὺς ἀναγνωρίζουν ποιμένας
των)>. |
5
Δὲν θὰ ἀκολουθήσουν ὅμως ποτὲ
ὁποιονδήποτε ξένον, ἀλλὰ θὰ φύγουν
μακρὰν ἀπὸ αὐτόν, διότι δὲν
γνωρίζουν τὴν φωνὴν τῶν ξένων. Ἔτσι
καὶ τὰ λογικὰ πρόβατά μου θὰ μὲ
ἀναγνωρίσουν ὡς ποιμένα των, θὰ ἀκούσουν
τὴν διδασκαλίαν μου, καὶ θὰ αἰσθανθοῦν
τὸ δι’ αὐτὰ ἐνδιαφέρον μου καὶ
τὴν πρὸς αὐτὰ στοργήν μου καὶ
δὲν θὰ παραπλανηθοῦν ἀπὸ τοὺς
ἀπατεῶνας, οἱ ὁποῖοι θὰ
ἐπιζητήσουν νὰ τὰ ἀποσπάσουν ἀπὸ
ἐμέ. |
6
Ταύτην τὴν παροιμίαν εἶπεν αὐτοῖς
ὁ Ἰησοῦς· ἐκεῖνοι δὲ
οὐκ ἔγνωσαν τίνα ἦν ἃ ἐλάλει
αὐτοῖς. |
6
Αὐτὴν τὴν παραβολὴν τοὺς εἶπεν
ὁ Ἰησοῦς. Ἐκεῖνοι ὅμως
δὲν ἐκατάλαβαν, τί ἐσήμαιναν
αὐτά ποὺ τοὺς ἔλεγε.
|
6
Αὐτὸν τὸν ἀλληγορικὸν λόγον
τοὺς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς. Ἐκεῖνοι
ὅμως δὲν ἐνόησαν, ποίαν σημασίαν εἶχον
αὐτά, ποὺ τοὺς ἔλεγε.
|
7
Εἶπεν οὖν πάλιν αὐτοῖς ὁ
Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν
λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι
ἡ θύρα τῶν προβάτων.
|
7
Διὰ τοῦτο καὶ πάλιν εἶπε πρὸς
αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· <ἀληθινὰ
καὶ εἰλικρινὰ σᾶς λέγω, ὅτι
ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα, ἀπὸ
τὴν ὁποίαν τὰ πρόβατα μπαίνουν
εἰς τὴν μάνδρα, διὰ νὰ εὔρουν
ἀσφάλειαν καὶ ἀπὸ τὴν
ὁποίαν βγαίνουν διὰ τὴν βοσκήν.
|
7
Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν ἐκατάλαβαν τὴν
ἔννοιαν τῆς ἀλληγορίας ταύτης, τοὺς
εἶπε πάλιν ὁ Ἰησοῦς καθαρώτερα καὶ
σαφέστερα τὰ ἑξῆς· Ἀληθῶς,
ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι ἐγὼ
εἶμαι ἡ πόρτα, διὰ τῆς ὁποίας
τὰ πρόβατα ἐμβαίνουν εἰς τὴν μάνδραν
διὰ νὰ ἀσφαλισθοῦν καὶ ἀπὸ
τὴν ὁποίαν βγαίνουν διὰ νὰ βοσκήσουν.
|
8
Πάντες ὅσοι ἦλθον πρὸ ἐμοῦ,
κλέπται εἰσὶ καὶ λῃσταί·
ἀλλ' οὐκ ἤκουσαν αὐτῶν τὰ
πρόβατα. |
8
Ὅλοι ὅσοι ἦλθαν πρὶν ἀπὸ
ἐμέ, χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς
ἀναθέσῃ τὴν ποίμανσιν τῶν
προβάτων, ἀλλὰ αὐθαιρέτως μόνοι
των ἐπῆραν τὸ ἀξίωμα, αὐτοὶ
ἦσαν κλέπται καὶ λῃσταί. Τὰ
πρόβατα ὅμως δὲν τοὺς ἤκουσαν
καὶ οὔτε τοὺς ἀκολούθησαν.
|
8
Ὅλοι ὅσοι ἦλθον κατὰ τοὺς τελευταίους
αὐτοὺς χρόνους, προτοῦ νὰ ἔλθω
ἐγώ, καὶ ἐπῆραν μόνοι τους τὸ
ἀξίωμα τοῦ ὁδηγοῦ τῶν προβάτων,
εἶναι κλέπται καὶ λῃσταί, διότι ἀποβλέπουν
εἰς τὸ νὰ ἐκμεταλλευθοῦν καὶ
καταφάγουν τὰ πρόβατα. Ἀλλὰ τὰ πρόβατα
δὲν τοὺς ἤκουσαν. |
9
Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι' ἐμοῦ
ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται,
καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται,
καὶ νομὴν εὑρήσει.
|
9
Ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα. Δι' ἐμοῦ
ἐὰν κανεὶς εἰσέλθῃ, θὰ
σωθῇ. Καὶ θὰ εἰσέλθῃ εἰς
τὴν μάνδραν, διὰ νὰ εὔρη ἀσφάλειαν
καὶ ἀνάπαυσιν, καὶ θὰ βγῇ,
ὅταν εἶναι καιρὸς βοσκῆς καὶ
θὰ εὕρῃ τροφήν.
|
9
Ἐγὼ εἶμαι ἡ θύρα. Δι’ ἐμοῦ
καὶ μόνον ἐὰν ἔμβῃ κανείς, θὰ
σωθῇ. Καὶ θὰ εἰσέλθῃ ὡς
τὸ πρόβατον εἰς τὴν μάνδραν πρὸς ἀνάπαυσιν
καὶ ἀσφάλειαν ἐν καιρῷ νυκτὸς
καὶ θὰ ἐξέλθῃ κατὰ τὴν
πρωΐαν ἐκ τῆς μάνδρας πρὸς βοσχὴν
καὶ θὰ εὔρὴ τροφήν. Δι’ ἐμοῦ
μὲ ἄλλας λέξεις πᾶσα ψυχὴ θὰ
ἀσφαλισθῇ ἀπὸ κάθε πνευματικὸν
κίνδυνον, θὰ τραφῇ ἀφθόνως διὰ τῆς
σωτηριώδους ἀληθείας καὶ θὰ κατακτήσῃ
τὴν αἰώνιον ζωήν. |
10
Ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰμὴ
ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ
ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον
ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν
ἔχωσιν. |
10
Ὁ κλέπτῃς δὲν ἔρχεται, εἰ
μὴ μόνον διὰ νὰ κλέψῃ
καὶ νὰ σφάξῃ καὶ νὰ καταστρέψῃ.
Τέτοιοι ἦσαν οἱ κακοὶ ποιμένες
τοῦ Ἰσραήλ. Ἐγὼ ὅμως ἦλθα,
διὰ νὰ ἔχουν τὰ πρόβατα ζωήν,
διὰ νὰ ἔχουν μὲ τὸ παραπάνω
τὴν τροφήν των καὶ κάθε τι καλὸν
καὶ χρήσιμον. |
10
Ὁ κλέπτῃς δὲν ἔρχεται παρὰ διὰ
νὰ κλέψῃ καὶ διὰ νὰ σφάξῃ
καὶ διὰ νὰ παραδώσῃ εἰς τὴν
πλήρη καταστροφὴν τὰ πρόβατα. Αὐτὸ
κάνουν οἱ αὐθαιρέτως καταλαβόντες τὰ πρῶτα
ἀξιώματα εἰς τὴν συναγωγὴν τοῦ
Ἰσραήλ. Ἀντιθέτως ἐγὼ ἦλθον
διὰ νὰ ἔχουν τὰ πρόβατα ζωὴν
καὶ διὰ νὰ ἔχουν ἐν ἀφθονίᾳ
τροφὴν πνευματικὴν καὶ πᾶν ἀγαθόν.
|
11
Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός.
Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν
αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν
προβάτων· |
11
Ἐγὼ εἶμαι ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς
καὶ πονετικός. Ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς
καὶ τὴν ζωήν του ἀκόμα θυσιάζει
διὰ νὰ προφυλάξῃ τὰ πρόβατα
ἀπὸ κάθε κίνδυνον.
|
11
Ἐγὼ εἶμαι ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς
καὶ στοργικός, ποὺ πονῷ καὶ ἐνδιαφέρομαι
εἰλικρινῶς διὰ τὰ πρόβατα. Ὁ
ποιμὴν ὁ καλὸς παραδίδει τὴν ζωήν
του διὰ νὰ ἀπομακρύνῃ κάθε κίνδυνον
ἀπὸ τὰ πρόβατά του καὶ διὰ νὰ
ὑπερασπισθῇ τὴν ζωὴν αὐτῶν.
|
12
ὁ μισθωτὸς δὲ καὶ οὐκ ὠν
ποιμήν, οὗ οὐκ εἰσὶ τὰ
πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον
ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ
πρόβατα καὶ φεύγει· καὶ ὁ
λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ
σκορπίζει τὰ πρόβατα. |
12
Ὁ μισθωτὸς δὲ βοσκός, ποὺ δὲν
εἶναι ἰδικά του τὰ πρόβατα καὶ
τὰ βόσκει μόνον καὶ μόνον διὰ
τὸν μισθόν του, βλέπει τὸν λύκον
νὰ ἔρχεται καὶ ἀφίνει τὰ
πρόβατα καὶ φεύγει. Καὶ τότε
ἀνενόχλητος ὁ λύκος ἁρπάζει,
κατασπαράσσει καὶ διασκορπίζει τὰ
πρόβατα. (Οἱ ἀνάξιοι πνευματικοὶ
ποιμένες, ποὺ ἔχουν τὸ ἔργον
των μόνον καὶ μόνον ὡς προσδοφόρον
ἐπάγγελμα, δὲν ἐνδιαφέρονται
νὰ προφυλάξουν τὰ λογικὰ πρόβατα
ἀπὸ τὸν διάβολον καὶ τὰ
ὄργανά του). |
12
Ὁ μισθωτὸς δὲ ὑπηρέτης, ποὺ
δὲν εἶναι ποιμήν, καὶ δὲν εἶναι
τὰ πρόβατα ἰδικά του, βλέπει τὸν λύκον νὰ
ἔρχεται, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἔχει
οὔτε στοργὴν διὰ τὰ πρόβατα, οὔτε
αὐταπάρνησιν, ἀφίνει ἀνυπεράσπιστα τὰ
πρόβατα καὶ φεύγει διὰ νὰ μὴ ἐκθέσῃ
εἰς τὸν παραμικρὸν κίνδυνον τὴν ζωήν
του. Καὶ ἐλεύθερος τότε ὁ λύκος ἁρπάζει
καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. Τέτοιοι μισθωτοὶ
εἶσθε καὶ σεῖς, οἱ σημερινοὶ
λειτουργοῖ τοῦ ἱεροῦ καὶ οἱ
νομοδιδάσκαλοι, ποὺ μόνον διὰ τὰ πρόσκαιρα
ὀφέλῃ ἔχετε προσκολληθῇ εἰς
τὸ ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖον
ἐπιβουλεύεται ὡς ἄλλος λύκος ὁ διάβολος,
καθὼς καὶ ὅλοι ὅσοι γίνονται ὄργανά
του. |
13
Ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει, ὅτι μισθωτός
ἐστι καὶ οὐ μέλλει αὐτῷ
περὶ τῶν προβάτων.
|
13
Ὁ μισθωτὸς βοσκὸς φεύγει, ἀκριβῶς
διότι εἶναι μισθωτὸς καὶ δὲν
ἔχει καμμίαν διάθεσιν νὰ ἐκθέσῃ
εἰς κίνδυνον τὴν ζωήν του διὰ
τὰ πρόβατα, διότι δὲν ἐνδιαφέρεται
δι' αὐτά, παρὰ μόνον διὰ τὸν
μισθόν του. |
13
Μὴ σᾶς φαίνεται δὲ παράδοξον, τὸ ὁτι
ὁ μισθωτὸς ὑπηρέτης, ὅταν ἴδῃ
τὸν λύκον νὰ ἐπιπίπτῃ κατὰ τοῦ
ποιμνίου, φεύγει. Φεύγει, διότι εἶναι ὑπηρέτης
μὲ μισθὸν καὶ ἐπειδὴ δὲν
εἶναι ἰδικά του τὰ πρόβατα, δὲν τὰ
πονεῖ. Αὐτὸς ἐνδιαφέρεται κυρίως νὰ
πάρῃ τὸν μισθόν του καὶ δὲν διακινδυνεύει
ποτὲ τὴν ζωήν του, ὅπως ἐκεῖνος,
ποὺ πονεῖ καὶ αἰσθάνεται στοργὴν
διὰ τὰ πρόβατα. |
14
Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός,
καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ
γινώσκομαι ὑπὸ τῶν ἐμῶν,
|
14
Ἐγὼ εἶμαι ὁ καλὸς ποιμὴν
καὶ γνωρίζω τὰ ἰδικά μου πρόβατα
καὶ γνωρίζομαι ἀπὸ τὰ ἰδικά
μου. |
14
Ἐγὼ εἶμαι ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς
καὶ στοργικός, ποὺ ἐνδιαφέρομαι διὰ
τὰ πρόβατα. Καὶ διότι ἔχω τὸ ἐνδιαφερον
αὐτό, γνωρίζω καλὰ τὰ ἰδικά μου πρόβατα,
ἀλλὰ καὶ γνωρίζομαι ἀπὸ τὰ
ἰδικά μου. |
15
καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ
γινώσκω τὸν πατέρα, καὶ τὴν
ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων.
|
15
Ὅπως μὲ γνωρίζει καὶ μὲ ἀγαπᾷ
ὁ Πατὴρ καὶ ἐγὼ ἐπίσης
γνωρίζω καὶ ἀγαπῶ τὸν Πατέρα,
ἔτσι γνωρίζω καὶ γνωρίζομαι ἀπὸ
τὰ πρόβατα, ἔτσι ἀγαπῶ καὶ
ἀγαπῶμαι ἀπὸ τὰ πρόβατα,
διὰ τοῦτο καὶ παραδίδω τὴν ψυχήν
μου εἰς θάνατον χάριν τῶν προβάτων.
|
15
Καὶ ἡ γνωριμία αὐτὴ πρὸς τὰ
πρόβατά μου προέρχεται ἀπὸ δεσμοὺς στοργῆς
καὶ οἰκειότητα ἀγάπης, διὰ τῶν
ὁποίων συνδέομαι πρὸς αὐτά. Καθὼς
μὲ γνωρίζει ὡς φυσικὸν Υἱόν του ὁ
Πατὴρ καὶ μὲ ἀγαπᾷ, γνωρίζω
δὲ καὶ ἐγὼ τὸν Πατέρα καὶ
τὸν ἀγαπῶ, ἔτσι γνωρίζω καὶ
τὰ πρόβατά μου καὶ γνωρίζομαι ὑπ’ αὐτῶν,
διότι συνεδέθην στενῶς καὶ φυσικῶς μὲ
αὐτὰ διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεώς μου.
Λόγῳ δὲ τῆς οἰκειότητος ταύτης, παραδίδω
τὴν ζωήν μου χάριν τῶν προβάτων.
|
16
Καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ
ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης·
κἀκεῖνά με δεῖ ἀγαγεῖν,
καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσι,
καὶ γενήσεται μία ποίμνη, εἰς
ποιμήν. |
16
Ἔχω καὶ ἄλλα πρόβατα, τὰ ὁποῖα
δὲν εἶναι ἀπὸ αὐτὴν τὴν
μάνδραν, δὲν ἀνήκουν εἰς τὸ
ἔθνος τῶν Ἑβραίων. Καὶ ἐκεῖνα
πρέπει ἐγὼ νὰ τὰ ὁδηγήσω
καὶ νὰ τὰ ποιμάνω μαζῆ μὲ
τὰ ἄλλα ὡς καλὸς ποιμήν. Καὶ
ἐκεῖνα θὰ μὲ γνωρίσουν καὶ
ὅταν τὰ καλῶ θὰ ἀκούσουν
τὴν φωνήν μου, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα·
καὶ θὰ γίνῃ ἔτσι μία ποίμνη,
ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἔνας ποιμήν,
ὁ Χριστός. |
16
Ἔχω ὅμως καὶ ἄλλα πρόβατα, τὰ
ὁποῖα δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν
μάνδραν αὐτὴν τῆς Ἰουδαϊκῆς
συναγωγῆς, άλλ’ εἶναι διεσκορπισμένα μεταξὺ
τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου. Καὶ πρέπει
ἐγὼ νὰ ὁδηγήσω καὶ ἐκεῖνα
καὶ νὰ τὰ ἐνώσω μὲ τὰ
ἄλλα. Καὶ ὅταν ἐγὼ θὰ
τὰ καλῶ διὰ νὰ τὰ συναθροίσω,
ὠρισμένως ἐκεῖνα θὰ ἀκούσουν
τὴν φωνήν μου, καὶ ἔτσι θὰ γίνῃ
ἀπὸ τὰ ἐδῶ πρόβατα καὶ
ἀπὸ ἐκεῖνα μία ποίμνη, ἡ χριστιανικὴ
Ἐκκλησία, καὶ ἕνας ποιμήν, ὁ Χριστός.
|
17
Διὰ τοῦτο ὁ πατὴρ μὲ ἀγαπᾷ,
ὅτι ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν
μου, ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν.
|
17
Διὰ τοῦτο ὁ Πατήρ μου μὲ ἀγαπᾷ,
διότι ἐγὼ θυσιάζω τὴν ζωήν
μου πρὸς χάριν τῶν προβάτων, διὰ
νὰ τὴν πάρω καὶ πάλιν μὲ
τὴν ἀνάστασίν μου καὶ νὰ
εἶμαι ὁ αἰώνιος ποιμὴν καὶ
ἀρχιερεύς. |
17
Δι’ αὐτὸ δὲ ὁ Πατὴρ μὲ
ἀγαπᾷ, διότι ἐγὼ μόνος μου καὶ
χωρὶς κανεὶς νὰ μὲ ἀναγκάζῃ
παραδίδω τὴν ζωήν μου εἰς θάνατον, διὰ νὰ
τὴν λάβω πάλιν καὶ ἑξακολουθήσω ὡς
αἰώνιος ἀρχιερεὺς καὶ μετὰ τὴν
ἀνάστασίν μου τὸ ἔργον τῆς καθοδηγήσεως
τῶν προβάτων μου καὶ τῆς σωτηρίας αὐτῶν
διὰ τῆς συνενώσεώς των εἰς μίαν ποίμνην
καὶ εἰς ἓν σῶμα.
|
18
Οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ'
ἐμοῦ, ἀλλ' ἐγὼ τίθημι
αὐτὴν ἀπ' ἐμαυτοῦ· ἐξουσίαν
ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν
ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν·
ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔλαβον παρὰ
τοῦ πατρός μου. |
18
Κανεὶς δὲν ἔχει τὴν δύναμιν
νὰ μοῦ ἀφαιρέση τὴν ζωήν.
Ἀλλὰ ἐγὼ ἀπὸ τὸν
εὐατόν μου καὶ τὴν θέλησίν
μου θυσιάζω αὐτήν. Ἔχω ἐξουσίαν
νὰ δώσω τὴν ζωήν μου, καὶ ἔχω
ἐξουσίαν νὰ τὴν πάρω πάλιν.
Αὐτὴν τὴν ἐντολὴν καὶ
τὴν ἐξουσίαν ἔχω λάβει καὶ
ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Πατέρα
μου>. |
18
Κανεὶς δὲν ἔχει τὴν δύναμιν νὰ
πάρῃ τὴν ζωήν μου καὶ νὰ μὲ
θανατώσῃ παρὰ τὴν θέλησίν μου. Ἀλλ’
ἐγὼ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου
καὶ μόνος μου παραδίδω αὐτήν. Ἔχω ἐξουσίαν
νὰ δώσω τὴν ζωήν μου καὶ ἔχω ἐξουσίαν
πάλιν νὰ τὴν λάβω. Αὐτὴν τὴν
ἐντολὴν ἔλαβα ἀπὸ τὸν
πατέρα μου, νὰ θυσιάσω τὴν ζωήν μου ἐπὶ
τοῦ σταυροῦ καὶ νὰ τὴν πάρω
πάλιν διὰ τῆς ἀναστάσεως, διὰ νὰ
ἀναδειχθῶ οὕτως ὁ αἰώνιος ἀρχιερεὺς
καὶ μεσίτης πρὸς σωτηρίαν τῶν προβάτων μου.
|
19
Σχίσμα οὖν πάλιν ἐγένετο ἐν
τοῖς Ἰουδαίοις διὰ τοὺς λόγους
τούτους. |
19
Ὕστερα, λοιπόν, ἀπὸ τοὺς λόγους
αὐτοὺς τοῦ Κυρίου ἔγινεν ἀντιγνωμία
καὶ διαίρεσις μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων.
|
19
Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ αὐτά, ποὺ
διεκήρυξεν ὁ Ἰησοῦς, ἔγινε πάλιν διαίρεσις
μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων ἐξ αἰτίας
τῶν λόγων τούτων. |
20
Ἔλεγον δὲ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν·
δαιμόνιον ἔχει καὶ μαίνεται·
τί αὐτοῦ ἀκούετε;
|
20
Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔλεγαν·
<ἔχει δαιμόνιον, ἕνεκα τοῦ ὁποίου
εἶναι ἐκτὸς τοῦ εὐατοῦ
του καὶ παραλογίζεται. Τί τὸν ἀκούετε;>
|
20
Πολλοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἔλεγον·
Διὰ νὰ τρέφῃ τοιαύτας ἰδέας διὸ
τὸν ἑαυτόν του, πρέπει νὰ ἔχῃ
δαιμόνιον καὶ δι’ αὐτὸ παραλογίζεται. Διατὶ
τὸν προσέχετε καὶ ἀκούετε αὐτὰ
ποὺ λέγει; |
21
Ἄλλοι ἔλεγον· ταῦτα τὰ ρήματα
οὐκ ἔστι δαιμονιζομένου· μὴ δαιμόνιον
δύναται τυφλῶν ὀφθαλμοὺς ἀνοίγειν;
|
21
Ἄλλοι ἔλεγον· <αὐτὰ τὰ
λόγια δὲν εἶναι λόγια δαιμονιζομένου.
Ἔπειτα ἡμεῖς τὸν βλέπομεν νὰ
κάνῃ καὶ θαύματα· μήπως
τὸ δαιμόνιον ἠμπορεῖ νὰ ἀνοίγῃ
μάτια τυφλῶν;> |
21
Ἄλλοι ἔλεγον· Αὐτὰ τὰ λόγια
δὲν εἶναι λόγια δαιμονιζομένου. Καὶ ἐπὶ
πλέον τὰ λόγια του συνοδεύονται καὶ ἀπὸ
τὰς ὑπερφυσικὰς θεραπείας καὶ τὰ
θαύματά του. Μήπως μπορεῖ δαιμόνιον νὰ ἀνοίγῃ
μάτια τυφλῶν; |
22
Ἐγένετο δὲ τὰ ἐγκαίνια
ἐν τοῖς Ἱερουσολύμοις, καὶ χειμὼν
ἦν·
|
22
Ἔγινε δὲ ἀργότερα εἰς τὰ
Ἱεροσόλυμα ἡ ἑορτὴ τῶν
ἐγκαινίων καὶ ἦτο χειμών, δηλαδὴ
περὶ τὰ μέσα Δεκεμβρίου.
|
22
Ἔγινε δὲ τότε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα
ἡ ἑορτὴ τῶν ἐγκαινίων καὶ
ἦτο ἐποχὴ χειμῶνος, περὶ τὰ
μέσα τοῦ ἰδικοῦ μας μηνὸς Δεκεμβρίου.
|
23
καὶ περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς ἐν
τῷ ἱερῷ ἐν τῇ στοᾷ τοῦ
Σολομῶντος. |
23
Καὶ περιπατοῦσε ὁ Ἰησοῦς μέσα
εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Σολομῶντος.
|
23
Καὶ ἐβάδιζεν ὁ Ἰησοῦς μέσα εἰς
τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ
εἰς τὸ παλαιὸν ὑπόστεγον, τὸ
ὁποῖον ἐθεωρεῖτο, ὅτι εἶχε
κτισθῇ ὑπὸ τοῦ Σολομῶντος μαζὶ
μὲ τὸν πρῶτον ναόν, ποὺ κατεστράφη
ἀπὸ τοὺς Βαβυλωνίους.
|
24
Ἐκύκλωσαν οὖν αὐτὸν οἱ
Ἰουδαῖοι καὶ ἔλεγον αὐτῷ·
ἕως πότε τὴν ψυχὴν ἡμῶν
αἴρεις; Εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός,
εἰπὲ ἡμῖν παρρησία.
|
24
Τὸν περιεκύκλωσαν, λοιπόν, οἱ Ἰουδαῖοι
καὶ ἔλεγαν εἰς αὐτόν· <ἕως
πότε θὰ κρατῇς τὴν ψυχήν μας
μετέωρον; Ἕως πότε θὰ μᾶς κρατῇς
εἰς ἀπορίαν καὶ ἀγωνίαν;
Ἐὰν σὺ εἶσαι πράγματι ὁ
Χριστός ποὺ περιμένομεν, πές μας τὸ
καθαρὰ καὶ φανερά>.
|
24
Εἰς τὸ πολυσύχναστον λοιπὸν αὐτὸ
μέρος τὸν περιεκύκλωσαν οἱ Ἰουδαῖοι
καὶ τοῦ εἶπαν· Ἕως πότε θὰ
κρατῇς εἰς ἀγωνίαν καὶ ἀπορίαν
μεγάλην τὰς ψυχάς μας; Ἐὰν σὺ εἶσαι
ὁ Χριστός, πές μάς το καθαρά. |
25
Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
εἶπον ὑμῖν, καὶ οὐ πιστεύετε·
τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ ἐν
τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, ταῦτα
μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ· |
25
Ἀπήντησε εἰς αὐτοὺς ὁ
Χριστός· <σᾶς τὸ εἶπα καὶ
δὲν πιστεύετε. Ἀλλὰ καὶ τίποτε
ἂν δὲν σᾶς εἶχα πῇ, τὰ
ἔργα, τὰ ὁποῖα ἐγὼ κάνω
ἐν ὀνόματι τοῦ Πατρός μου, αὐτὰ
μαρτυροῦν δι' ἐμὲ καὶ ἀποδεικνύουν
ὅτι εἶμαι ὁ Χριστός.
|
25
Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς:
Σᾶς εἶπον περὶ αὐτοῦ ποὺ
μὲ ἐρωτᾶτε καὶ ὅμως σεῖς
δὲν πιστεύετε. Ἀλλα καὶ ἐὰν
δὲν σᾶς εἶχον εἴπει τίποτε περὶ
τοῦ ποῖος εἶμαι, τὰ ἔργα τὰ
ὁποῖα ἐγὼ πράττω κατ’ ἐντολὴν
καὶ ἐξουσιοδότησιν τοῦ πατρός μου, ταῦτα
δίδουν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῦ καὶ ἐπιβεβαιοῦν,
ὅτι εἶμαι ὁ Χριστός. |
26
ἀλλ' ὐμεῖς οὐ πιστεύετε·
οὐ γὰρ ἐστε ἐκ τῶν προβάτων
τῶν ἐμῶν, καθὼς εἶπον ὑμῖν.
|
26
Ἀλλὰ σεῖς δὲν πιστεύετε οὔτε
εἰς τὰ λόγια μου οὔτε εἰς τὰ
ἔργα μου. Καὶ τοῦτο, διότι λόγῳ
τῆς κακῆς σας διαθέσεως καὶ τῆς
ἁμαρτωλῆς καταστάσεώς σας, δὲν
ἀνήκετε εἰς τὰ πρόβατά
μου ὅπως σᾶς εἶχα πῇ.
|
26
Σεῖς ὅμως δὲν πιστεύετε, διότι, καθὼς
σᾶς εἶπα, λόγῳ τῶν κακῶν διαθέσεών
σας, δὲν εἶσθε ἐξ ἐκείνων, τοὺς
ὁποίους ὁ Πατὴρ προώρισε νὰ γίνουν
πρόβατά μου καὶ πιστοὶ ἀκόλουθοί μου.
|
27
Τὰ πρόβατα τὰ ἐμὰ τῆς
φωνῆς μου ἀκούει, κἀγὼ γινώσκω
αὐτά, καὶ ἀκολουθοῦσί
μοι, |
27
Τὰ δικά μου πρόβατα ἀκούουν
μὲ χαρὰν καὶ μὲ ὑποταγὴν
τὴν φωνήν μου καὶ ἐγὼ τὰ
γνωρίζω ὅτι εἶναι δικά μου καὶ
μὲ ἀκολουθοῦν. |
27
Τὰ πρόβατα τὰ ἰδικά μου ἀκούουν μὲ
προθυμίαν καὶ εὐπείθειαν τὴν φωνήν μου καὶ
τὴν διδασκαλίαν μου. Καὶ ἐγὼ τὰ
γνωρίζω ὡς ἰδικά μου καὶ ἐνδιαφέρομαι
καὶ πονῶ καὶ φροντίζω δι’ αὐτά, καθὼς
καὶ ἐκεῖνα μὲ γνωρίζουν καὶ
μὲ ἀκολουθοῦν ὑπακούοντα εἰς
πάσας τὰς ἐντολάς μου. |
28
κἀγὼ ζωὴν αἰώνιον δίδωμι
αὐτοῖς, καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται
εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ οὐχ
ἁρπάσει τις αὐτὰ ἐκ τῆς
χειρός μου. |
28
Καὶ ἐγὼ ἀνταμείβων τὴν
ὑπακοήν των, τοὺς δίδω τὴν αἰωνίαν
ζωὴν καὶ δὲν θὰ χαθοῦν ποτὲ
καὶ κανεὶς δὲν θὰ τὰ ἁρπάξῃ
ἀπὸ τὰ χέρια μου.
|
28
Καὶ ἐγὼ εἰς ἀνταμοιβὴν
τῆς ὑπακοῆς των πρὸς ἐμὲ
δίδω εἰς αὐτὰ ζωὴν αἰώνιον,
καὶ δὲν θὰ ἀπολεσθοῦν ποτὲ
εἰς τὸν αἰῶνα. Καὶ οὔτε
λύκος, οὔτε κλέπτης, οὔτε κανένας ἄλλος
κακοποιὸς δὲν θὰ μπορέσῃ ποτὲ
νὰ τὰ ἀποσπάσῃ μὲ τὴν
βίαν καὶ νὰ τὰ ἁρπάσῃ ἀπὸ
τὴν δυνατὴν καὶ προστατευτικὴν χεῖρα
μου. |
29
Ὁ πατήρ μου, ὃς δέδωκέ μοι,
μείζων πάντων ἐστί, καὶ οὐδεὶς
δύναται ἁρπάζειν ἐκ τῆς χειρὸς
τοῦ πατρός μου. |
29
Ὁ Πατήρ μου, ὁ ὁποῖος μοῦ
ἔχει δώσει τὰ πρόβατα εἶναι
ἀνώτερος καὶ ἰσχυρότερος ἀπὸ
ὅλους, εἶναι ὁ παντοδύναμος Θεός.
Καὶ κανείς, οὔτε αἱ λεγεῶνες
τῶν πονηρῶν πνευμάτων, δὲν ἠμποροῦν
νὰ ἁρπάξουν τὰ πρόβατα ἀπὸ
τὸ χέρι του. |
29
Ὁ Πατήρ μου, ποὺ μοῦ ἔχει δώσει τὰ
πρόβατα αὐτά, εἶναι μεγαλύτερος καὶ δυνατώτερος
ἀπὸ ὅλους, καὶ κανεὶς δὲν
ἠμπορεῖ νὰ ἀρπάξῃ διὰ
τῆς βίας αὐτὰ ἀπὸ τὴν
παντοδύναμον χεῖρα τοῦ Πατρός μου.
|
30
Ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμέν.
|
30
Μὲ τὴν ἰδίαν δύναμιν καὶ
ἐξουσίαν καὶ ἀγάπην ποιμαίνω
καὶ ἐγὼ καὶ κρατῶ τὰ πρόβατα,
διότι ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ
εἴμεθα ἕνα, ἔχομεν τὴν αὐτὴν
φύσιν καὶ οὐσίαν, τὰ ἴδια
ἄπειρα ἰδιώματα>.
|
30
Ναί· τὰ πρόβατα αὐτὰ ἀνήκουν
καὶ εἰς τὸν Πατέρα μου καὶ εἰς
ἐμέ. Καὶ κρατοῦνται συγχρόνως καὶ
ἀπὸ τὴν ἰδικήν μου προστατευτικὴν
χεῖρα καὶ ἀπὸ τὴν χεῖρα
τοῦ Πατρός μου. Διότι ἐγὼ καὶ ὁ
Πατήρ μου εἴμεθα ἕνα καὶ ἔχομεν τὴν
αὐτὴν φύσιν καὶ οὐσίαν καὶ τὴν
αὐτὴν δύναμιν καὶ θέλησιν καὶ ἐξουσίαν
καὶ ὅλα ἐν γένει τὰ ἔχομεν κοινά.
|
31
Ἐβάστασαν οὖν πάλιν λίθους οἱ
Ἰουδαῖοι ἵνα λιθάσωσιν αὐτόν.
|
31
Ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ἄκουσαν
νὰ λέγῃ ὅτι εἶνα ἕνα μὲ
τὸν Θεόν, ἐπῆραν πάλιν λιθάρια,
διὰ νὰ τὸν λιθοβολήσουν.
|
31
Ὅταν λοιπὸν ἤκουσαν οἱ Ἰουδαῖοι,
ὅτι ἔκαμε τὸν ἑαυτόν του ἕνα
μὲ τὸν Θεόν, ἐπῆραν καὶ πάλιν
εἰς τὰς χεῖρας των λίθους διὰ νὰ
τὸν λιθοβολήσουν. |
32
Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
πολλὰ καλὰ ἔργα ἔδειξα ὑμῖν
ἐκ τοῦ πατρός μου, διὰ ποῖον
αὐτῶν ἔργον λιθάζετέ με;
|
32
Ἀπήντησε τότε εἰς αὐτοὺς
ὁ Ἰησοῦς· <πολλὰ καλὰ
ἔργα ἔδειξα καὶ ἔκανα εἰς ἐσᾶς
ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν Πατέρα.
Διὰ ποῖον ἀπὸ ὅλα εἶσθε
ἕτοιμοι νὰ μὲ λιθοβολήσετε;>
|
32
Ἀπεκρίθη τότε εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς·
Πολλὰ εὐεργετικὰ καὶ κατὰ πάντα
θαυμαστὰ καὶ ἀξιέπαινα ἔργα σᾶς
ἔδειξα, τὰ ὁποῖα προέρχονται ἀπὸ
τὸν Πατέρα μου καὶ μόνον μὲ τὴν δύναμιν
τοῦ Πατρός μου εἶναι δυνατὸν νὰ συντελεσθοῦν.
Διὰ ποῖον ἔργον ἀπὸ αὐτὰ
θέλετε νὰ μὲ λιθοβολήσετε; |
33
Ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι
λέγοντες· περὶ καλοῦ ἔργου οὐ
λιθάζομέν σε, ἀλλὰ περὶ βλασφημίας,
καὶ ὅτι σὺ ἄνθρωπος ὢν ποιεῖς
σεαυτὸν Θεόν. |
33
Ἀπήντησαν εἰς αὐτὸν οἱ
Ἰουδαῖοι, λέγοντες· <δὲν σὲ
λιθοβολοῦμεν διὰ καλὸν ἔργον, ἀλλὰ
διὰ τὴν φοβερὰν βλασφημίαν ποὺ
εἶπες, διότι ἐνῶ σὺ εἶσαι
ἄνθρωπος, κάνεις τὸν ἑαυτόν
σου Θεὸν καὶ λέγεις ὅτι εἶσαι
ἕνα μὲ τὸν Θεόν>. |
33
Ἀπεκρίθησαν πρὸς αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι
καὶ εἶπαν· Δὲν σὲ λιθοβολοῦμεν
διὰ κανὲν καλὸν ἔργον ἀπὸ
ἐκεῖνα, ποὺ λέγεις, ὅτι ἔκαμες.
Ἀλλὰ σὲ λιθοβολοῦμεν διὰ τὴν
βλασφημίαν, ποὺ ἐξεστόμισες, καὶ διότι σύ,
ἐνῷ εἶσαι ἄνθρωπος, κάνεις τὸν
ἑαυτόν σου Θεὸν καὶ λέγεις, ὅτι εἶσαι
ἕνα μὲ τὸν Θεόν. |
34
Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς·
οὐκ ἐστι γεγραμμένον ἐν τῷ νόμῳ
ὑμῶν, ἐγὼ εἶπα, θεοὶ ἐστε;
|
34
Τοὺς ἀπήντησεν ὁ Ἰησοῦς·
<εἰς τὸν νόμον σας, ἐκεῖ
ποὺ ὁμιλεῖ ὁ Θεὸς πρὸς
τοὺς δικαστάς, δὲν εἶναι γραμμένον·
Ἐγὼ εἶπα, εἶσθε θεοί;
|
34
Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς·
Δὲν εἶναι γραμμένον εἰς τὸν νόμον
σας διὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἀσκοῦν
τὴν δικαστικὴν ἐξουσίαν· Ἐγὼ
εἶπα· εἶσθε θεοί; |
35
Εἰ ἐκείνους εἶπε Θεούς, πρὸς
οὓς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐγένετο,
καὶ οὐ δύναται λυθῆναι ἡ γραφή,
|
35
Ἐὰν ἡ Γραφὴ ὠνόμασε θεοὺς
τοὺς δικαστὰς ἐκείνους, τοὺς
ὁποίους ἐκάλεσε εἰς αὐτὸ
τὸ ἔργον ὁ Θεός - καὶ δὲν
εἶναι δυνατὸν νὰ καταλυθῇ ἡ
Γραφή - |
35
Ἐὰν ἐκείνους ὠνόμασεν ἡ Γραφὴ
θεούς, πρὸς τοὺς ὁποίους ἔγινε κλῆσις
ἀπὸ Θεοῦ καὶ διὰ θείας ἀναδείξεως
ἀνετέθη εἰς αὐτοὺς νὰ διαχειρίζωνται
ἐπὶ τῆς γῆς τὴν δικαστικὴν
ἐξουσίαν, (καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν
νὰ χάσῃ τὸ κῦρος της ἡ Γραφή,
ὥστε ὅ,τι λέγει νὰ μὴ ἔχῃ
πλέον καμμίαν ἀξίαν), |
36
ὃν ὁ πατὴρ ἡγίασε καὶ
ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον, ὑμεῖς
λέγετε ὅτι βλασφημεῖς, ὅτι εἶπον,
υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἰμι;
|
36
εἰς ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον
ὁ Πατὴρ καθιέρωσε διὰ τὸ μέγα
ἔργον τοῦ Μεσσίου καὶ τὸν ἔστειλε
εἰς τὸν κόσμον, σεῖς λέγετε
ὅτι βλασφημεῖς, ἐπειδὴ εἶπα
ὅτι εἶμαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ;
|
36
εἰς ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον,
ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου διὰ
νὰ γίνῃ ἄνθρωπος, ὁ Πατὴρ ἐξεχώρισε
καὶ ἐξέλεξε καὶ καθιέρωσεν αὐτὸν
διὰ τὸ ὑψηλὸν ἔργον τοῦ
Μεσσίου καὶ τὸν ἀπέστειλεν εἰς τὸν
κόσμον διὰ νὰ φέρῃ τοῦτο εἰς
πέρας, σεῖς λέγετε, ὅτι βλασφημεῖς, ἐπειδὴ
εἶπον, ὅτι εἶμαι Υἱὸς τοῦ
Θεοῦ; |
37
Εἰ οὐ ποιῶ τὰ ἔργα τοῦ
πατρός μου, μὴ πιστεύετέ μοι·
|
37
Ἐὰν δὲν κάνω τὰ ὑπερφυσικὰ
ἔργα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἔργα
τοῦ Πατρός μου, τότε μὴ πιστεύετε
εἰς ἐμέ. |
37
Ἐὰν δὲν ἐνεργῶ τὰ ὑπερφυσικὰ
ἔργα, τὰ ὁποῖα ὁ Πατήρ μου παραγγέλλει
καὶ μὲ βοηθεῖ νὰ ἐκτελῶ,
καὶ τὰ ὁποῖα εἶναι αὐτὰ
ταῦτα τὰ ἔργα τοῦ Πατρός μου, μὴ
πιστεύετε εἰς τὴν μαρτυρίαν τοῦ στόματός
μου καὶ εἰς τὰς ἰδικάς μου διαβεβαιώσεις.
|
38
εἰ δὲ ποιῶ, κἂν ἐμοὶ μὴ
πιστεύητε, τοῖς ἔργοις πιστεύσατε,
ἵνα γνῶτε καὶ πιστεύσητε, ὅτι
ἐν ἐμοὶ ὁ πατὴρ κἀγὼ
ἐν αὐτῷ. |
38
Ἐφ' ὅσον ὅμως κάνω τὰ ἔργα
τοῦ Πατρός μου, πιστεύσατε εἰς αὐτὰ
τὰ ἔργα καὶ τότε θὰ ἐννοήσετε
καλὰ καὶ θὰ πιστεύσετε εἰς ἐμὲ
καὶ θὰ βεβαιωθῆτε, ὅτι ἐγὼ
ζῶ καὶ ὑπάρχω ἐν τῷ Πατρί,
ὅπως καὶ ὁ Πατὴρ ζῇ καὶ
ὑπάρχει ἐν ἐμοί>.
|
38
Ἐφ’ ὅσον ὅμως ἐνεργῶ τὰ
ἔργα τοῦ Πατρός μου, καὶ ἐὰν
δὲν πιστεύετε εἰς ὅ,τι λέγω ἐγώ, πιστεύσατε
ὅμως εἰς τὰ ἔργα αὐτά, διὰ
νὰ μάθετε καὶ ὁδηγηθῆτε ἀπὸ
αὐτὰ εἰς τὴν τελείαν πίστιν. Καὶ
τότε θὰ βεβαιωθῆτε ὅτι μέσα μου εἶναι
καὶ μένει ὁ Πατὴρ καὶ ἐγὼ
εἶμαι καὶ μένω μέσα εἰς τὸν Πατέρα.
Ἔχω δηλαδὴ ὡς Υἱὸς καὶ
Λόγος τοῦ Θεοῦ τὴν αὐτὴν φύσιν
καὶ οὐσίαν πρὸς τὸν Πατέρα, καὶ
εἶμαι ἄπειρος καὶ ἐγώ, ὥστε
νὰ χωρῇ μέσα μου ὁ Πατήρ, εἴμεθα δὲ
καὶ ἀχώριστοι ὁ εἰς ἀπὸ
τὸν ἄλλον, διότι καὶ ἐγὼ εἶμαι
καὶ μένω μέσα εἰς τὸν Πατέρα μου.
|
39
Ἐζήτουν οὖν πάλιν πιάσαι αὐτόν·
καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τῆς χειρὸς
αὐτῶν.
|
39
Ἐζητοῦσαν καὶ πάλιν οἱ Ἰουδαῖοι
νὰ τὸν πιάσουν, ἀλλὰ αὐτὸς
ἔφυγεν ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ
χέρια των. |
39
Ὕστερα λοιπὸν ἀπὸ τοὺς λόγους
τοῦ αὐτοὺς ἐζήτουν καὶ πάλιν
νὰ τὸν συλλάβουν διὰ νὰ τὸν
καταδικάσουν καὶ τὸν θανατώσουν, ἀλλ’ ἐξέφυγεν
ἀπὸ τὰς χεῖρας των.
|
40
Καὶ ἀπῆλθε πάλιν πέραν τοῦ
Ἰορδάνου, εἰς τὸν τόπον ὅπου
ἦν Ἰωάννης τὸ πρῶτον βαπτίζων,
καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ.
|
40
Καὶ ἀνεχώρησε πάλιν πέρα ἀπὸ
τὸν Ἰορδάνην, εἰς τόπον, ὅπου
κατ' ἀρχὰς ἐβάπτιζεν ὁ Ἰωάννης
καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ.
|
40
Καὶ ἐπῆγε πάλιν πέραν ἀπὸ τὸν
Ἰορδάνην εἰς τὴν Περαίαν, εἰς τὸν
τόπον, ὅπου ἐβάπτιζε κατὰ τὰς πρώτας
ἡμέρας τῆς δημοσίας του ἐμφανίσεως ὁ
Ἰωάννης, καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ.
|
41
Καὶ πολλοὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν
καὶ ἔλεγον ὅτι Ἰωάννης μὲν
σημεῖον ἐποίησεν οὐδέν, πάντα
δὲ ὅσα εἶπεν Ἰωάννης περὶ
τούτου, ἀληθῆ ἦν. |
41
Καὶ πολλοὶ ἦλθαν πρὸς αὐτὸν
καὶ ἔλεγαν μεταξύ των ὅτι ὁ
Ἰωάννης δὲν ἔκαμε κανένα θαῦμα,
ὅλα δὲ ὅσα ὁ Ἰωάννης εἶπε
δι' αὐτὸν ἀπεδείχθησαν ἀληθινά.
|
41
Καὶ πολλοὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν
καὶ ὅταν ἤκουσαν τὴν διδασκαλίαν του
καὶ εἶδαν τὰ θαύματά του, ἔλεγον,
ὅτι ὁ Ἰωάννης δὲν ἔκαμε μὲν
κανένα θαῦμα, ὅλα ὅμως ὅσα εἶπεν
ὁ Ἰωάννης δι’ αὐτόν, ἀπεδείχθη τώρα
ὅτι ἦσαν ἀληθῆ.
|
42
Καὶ ἐπίστευσαν πολλοὶ ἐκεῖ
εἰς αὐτόν. |
42
Καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν.
|
42
Καὶ ἐπίστευσαν ἐκεῖ πολλοὶ εἰς
αὐτόν. |