Σχόλιον Τοῦ Ιώβ
ΣΥΛΛΗΠΤΟΣ ὀδύνη, ἀπερίγραπτος ψυχικὸς σπαραγμός, λυσσώδης πόλεμος ἐκ μέρους τοῦ πονηροῦ, παντελὴς ἔλλειψις κατανοήσεως καὶ συμπαραστάσεως, μᾶλλον δὲ καὶ πικρίαι, ἐκ μέρους καὶ τῶν πλέον προσφιλῶν προσώπων, φαινομενικὴ ἐγκατάλειψις ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, βαθεῖαι καὶ ἀναπάντητοι ἀπορίαι διὰ τὴν αἰτίαν τῆς συμφορᾶς, τραγωδία εἰς τὴν ἐντονωτέραν μορφήν της καὶ λύσις παρ' αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶναι τὰ στοιχεῖα, ποὺ συνθέτουν τὸ συγκλονιστικὸν δρᾶμα τοῦ Ἰώβ.
Τὸν Ἰὼβ ἀναφέρει ὁ προφήτης Ἰεζεκιὴλ καὶ τὸν κατατάσσει μεταξὺ τῶν μεγάλων ἀνδρῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τοῦ Νῶε καὶ τοῦ Δανιήλ <Ἰεζεκ. ιδ' 14-20>.
Αὐτὸν ἀναφέρει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος ὡς παράδειγμα ὑπομονῆς εἰς τὰς θλίψεις, ἀλλὰ καὶ βραβεύσεως ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ <Ἰακ. ε' 11>.
Μετὰ εὐλαβείας καὶ θαυμασμοῦ τὸν ἀναφέρει ἡ ἑβραϊκὴ παράδοσις καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ κατόπιν φιλολογία.
Εἰς τὸ βιβλίον τοῦ Ἰὼβ περιέχονται ἀξιόλογοι πληροφορίαι περὶ αὐτοῦ.
Ἔζη εἰς τὴν Αὐσίτιδα τῆς Ἀραβίας, πιθανώτατα κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Πατριαρχῶν. Ἐλάτρευε τὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὄχι τὰ εἴδωλα, ὅπως οἱ σύγχρονοι του.
Ἔζη σύμφωνα μὲ τὸ θεῖον θέλημα.
Ἦτο <ἀληθινός, ἄμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, ἀπεχόμενος παντὸς πονηροῦ πράγματος> <α' 1>.
Ἡ φιλόξενος οἰκία του ἕμενε πάντοτε ἀνοικτὴ εἰς κάθε ξένον.
Γεμᾶτος στοργὴν πρὸς τοὺς στερουμένους, τοὺς πάσχοντας καὶ τοὺς ἀδικουμένους, παρεῖχε πάντοτε εἰς αὐτοὺς τὴν προστασίαν καὶ συμπαράστασίν του.
Ἦτο <ὀφθαλμὸς τυφλῶν, ποῦς δὲ χωλῶν>, στήριγμα τῶν πτωχῶν, ὑπερασπιστὴς τῶν ἀδικουμένων, προστάτης ὀρφανοῦ καὶ χήρας, ἀγωνιστὴς ὑπὲρ τῆς δικαιοσύνης, δίκαιος καὶ γενναιόδωρος ἀπέναντι τῶν ὑπηρετῶν καὶ τῶν δούλων του <κθ' 12-17>.
Ἁγνὸς καὶ καθαρὸς ἀπὸ σαρκικὰς ἐκτροπὰς <εἶχε κάμει συμβόλαιον μὲ τοὺς ὀφθαλμούς του νὰ μὴ παρατηρῆ μὲ πονηρὰν ἐπιθυμίαν παρθένον> <λα' 1>.
Στοργικὸς οἰκογενειάρχης εἶχεν ἀναθρέψει ἐν φόβῳ Θεοῦ τὰ δέκα τέκνα του.
Τοὺς παρεῖχεν ὅλα τὰ μέσα νὰ ζοῦν ἀνέτως, ἀλλὰ καὶ τὰ καθωδηγεῖ εἰς τὴν τήρησιν τοῦ θείου θελήματος. Διὰ τὸν φόβον δὲ μήπως καὶ κανὲν ἀπὸ αὐτὰ παρεσύρετο, ἔστω καὶ ἐξ ἀγνοίας, πρὸς κάτι κακόν, προσέφερεν ὑπὲρ αὐτῶν τακτικῶς θυσίας πρὸς τὸν Θεόν.
Ἔτσι δὲ ζῶν καὶ φερόμενος, ἀπελάμβανε τὸν γενικὸν σεβασμον ἀπὸ μεγάλους καὶ μικρούς.
Οἱ νέοι ἐκρύπτοντο ἀπὸ συστολήν, ὅταν αὐτὸς διήρχετο.
Οἱ πρεσβύτεροι ἐσηκώνοντο μὲ σεβασμόν, οἱ δὲ ἐπίσημοι ἐσιωποῦσαν καὶ ἔθεταν τὸν δάκτυλον εἰς τὸ στόμα, διὰ νὰ σιωπήσουν καὶ οἱ ἄλλοι.
Ὅσοι τὸν ἤκουον, τὸν ἐμακάριζαν διὰ τὴν σοφίαν του. 
Ὁ δὲ Θεός, σύμφωνα πρὸς τὰς ὑποσχέσεις του, πλουσίας ἔδιδεν εἰς αὐτὸν τὰς εὐλογίας του.
Χιλιάδες καὶ χιλιάδες τὰ πρόβατά του καὶ οἱ βόες του>, αἱ κάμηλοι καὶ αἱ ὄνοι του, πολυάριθμοι οἱ ὑπηρέται του, μεγάλα τὰ ἔργα εἰς τὴν χώραν του. <Βούτυρον ἔτρεχεν ὅπου αὐτὸς ἐπερνοῦσε, εἰς τὸ γάλα ἐλούζοντο τὰ βοσκοτόπια του>.
Ἐκάθητο ὡς ἄρχων ἐν μέσῳ τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του καὶ ὡσὰν βασιλεὺς ἐν μέσῳ στρατεύματος.
Ὁ διάβολος ὅμως τὸν ἐφθόνησε διὰ τὴν ἀρετήν του, διὰ τὴν δόξάν του καὶ τὴν εὐτυχίαν του.
Συκοφάντης, δὲ ὅπως εἶναι, τὸν διέβαλε πρὸς τὸν Θεόν, τὸν παρέστησεν ὡς ἰδιοτελῆ, ἐκμεταλλευόμενον τὴν ἀρετήν του διὰ νὰ ἀπολαμβάνῃ δωρεὰς ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ δόξαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἐζήτησε δὲ καὶ ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Θεὸν τὴν ἄδειαν νὰ πλήξῃ τὸν Ἰὼβ με τὰς πλέον μεγάλας συμφορᾶς. Ἀπὸ τοῦ σημείου αὐτοῦ ἀρχίζει καὶ ἐξελίσσεται κατὰ συγκλονιστικὸν τρόπον τὸ δρᾶμα τοῦ Ἰώβ.
Εἰς μίαν στιγμὴν ὁ εὐτυχὴς πατήρ, ὁ πάμπλουτος καὶ ἔνδοξος ἄρχων χάνει τὰ πάντα.
Ὁ διάβολος θάπτει ὑπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ἀρχοντικοῦ του τὰ δέκα εὐφραινόμενα παιδιὰ τοῦ Ἰώβ, κατακαίει τὰ πρόβατα καὶ τοὺς ποιμένας, ἐξεγείρει λῃστρικὰς ὀρδὰς, αἱ ὁποῖαι ἁρπάζουν τὰ ζῶα καὶ φονεύουν τοὺς δούλους του.
Ἐπόνεσε βαθύτατα ὁ Ἰώβ, διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, ἀλλὰ δὲν ἐγγόγυσε. <Πεσῶν χαμαῖ προσεκύνησε τῷ Κυρίῳ καὶ εἶπεν: Αὐτὸς γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι ἐκεῖ ὁ Κύριος ἔδωκεν ὁ Κύριος ἀφείλετο... Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας>.
Ἀλλ' αἱ δοκιμασίαι ἐπιτείνονται. Φοβερὰν ἀσθένειαν <ἕλκος πονηρὸν ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς> τοῦ ἐπέφερεν ὁ διάβολος. Μὲ ἀηδεῖς, πυορροούσας, δυσόσμους πληγὰς τοῦ ἐγέμισε τὸ σῶμα. Καὶ ὁ Ἰὼβ πάμπτωχος, καὶ χωρὶς κανένα πόρον ζωῆς, κάθεται ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν, ἐπάνω εἰς σωρὸν κόπρου, ξύει τὰς πληγάς του μὲ ὄστρακον, ταλαιπωρεῖται ἀπὸ πόνους καὶ αὐπνίας καὶ προσπαθεῖ νὰ κατευνάσῃ τὴν πεῖναν του, ἀπὸ ὅσα δι' ἐπαιτείας ἐξοικονομοῦσε ἡ σύζυγός του.
Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἀποκαμοῦσα ἤρχισε νὰ γογγύζῃ κατὰ τοῦ Ἰώβ, νὰ εὔχεται τὸν θάνατόν του, νὰ δυσφορῇ κατὰ τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ γίνῃ ἔτσι μία συνεχῇς ἐνόχλησις καὶ βαρὺς πειρασμὸς κατὰ τοῦ συζύγου της. Ἐν τούτοις ὁ Ἰὼβ ἔμεινε βράχος ἀκλόνητος. <Ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς συμβεβηκόσιν αὐτῷ οὐδὲν ἥμαρτεν ὁ Ἰὼβ τοῖς χείλεσιν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ>.
Ἡ ὀδύνη τοῦ ἐπεδεινώθη ἀκόμη περισσότερον, ἔγινε ψυχικὸς σπαραγμός, ὅταν οἱ ἐπισκεφθέντες αὐτὸν τρεῖς φίλοι του, βασιλεῖς διαφόρων περιοχῶν, ἀντὶ νὰ τὸν παρηγορήσουν, τοῦ ἐπηύξησαν τὴν ὀδύνην, κατηγοροῦντες αὐτὸν ὡς ἁμαρτωλὸν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν του ὑποφέροντα.
Καὶ ἀρχίζει ἔνας δραματικὸς διάλογος μεταξὺ τῶν τριῶν φίλων του ἀφ' ἑνός, εἰς τοὺς ὁποίους προσετέθη τέταρτος, ὁ νεαρός, ἀλλὰ σοφὸς Ἐλιούς, καὶ τοῦ Ἰὼβ ἀφ' ἑτέρου. Ἐκεῖνοι μὲ ὁλονὲν δριμυτέραν γλῶσσαν τὸν κατηγοροῦσαν ὡς ἔνοχον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ δὲ Ἰώβ, εἰς τὴν ἀγαθὴν μαρτυρίαν τῆς συνειδήσεως του στηριζόμενος, διεμαρτύρετο ἐντόνως διὰ τὴν ἀποδιδομένην κατηγορίαν.
Εἰς δὲ τὴν ἔκρηξιν τοῦ πόνου του ἔφθασε μέχρι τοῦ σημείου νὰ καταρασθῇ τὴν ἡμέραν τῆς γεννήσεώς του, ὄχι ὅμως καὶ νὰ γογγύσῃ κατὰ τοῦ Θεοῦ.
Διὰ μέσου αὐτῶν τῶν ἀντιθέτων ἀπόψεων ἐξελίσσεται ὁ διάλογος, ἐν τῷ ἀκάρπῳ προσπάθεια νὰ γνωρίσουν ἐπακριβῶς οἱ συζητοῦντες τὴν αἰτίαν, διὰ τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς ἀποστέλλει τὰς θλίψεις καὶ εἰς αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς δικαίους.
Μακρὸς ὁ διάλογος, ἁδρὰ τὰ παρατασσόμενα ἐπιχειρήματα, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ καταλήξουν εἰς ὁμόφωνα συμπεράσματα.
Διησθάνοντο ὅτι ὁ Θεὸς ἀποβλέπει εἰς μέγαν παιδαγωγικὸν σκοπὸν διὰ τῶν θλίψεων, εἰς ἐξαγνισμὸν τοῦ ἀνθρώπου, εἰς περιφρούρησίν του ἀπὸ τὴν οἴησιν καὶ ἀλαζονείαν, εἰς συναίσθησιν τῆς ἁμαρτωλότητός του καὶ εἰς χειραγωγίαν του πρὸς μετάνοιαν.
Πάντως εἶναι μικρὸς ὁ ἄνθρωπος, διὰ νὰ κατανόησῃ τοὺς τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους ἐνεργεῖ ὁ πάνσοφος καὶ πανάγαθος Θεός. 
Διὰ τοῦτο ἐπάνω εἰς τὴν δραματικωτέραν φάσιν τοῦ διαλόγου ὡμίλησε πρὸς τὸν Ἰὼβ <ὁ Κύριος διὰ μέσου λαίλαπος καὶ νεφῶν> <λη' 1> καὶ τοῦ ἀπηύθυνε μερικὰς ἐρωτήσεις, αἱ ὁποῖαι ἦσαν ἐξ ἴσου καὶ διὰ τοὺς τέσσαρας ἐπισκέπτάς του.
Ἐρωτᾶ ὁ Θεός, ἂν εἶναι ποτὲ δυνατὸν αὐτοὶ καὶ οἱοιδήποτε ἄλλοι ἄνθρωποι, ὅσον σοφοὶ ἂν θεωρηθοῦν, νὰ ἐννοήσουν ποτὲ τὴν παντοδυναμίαν καὶ πανσοφίαν καὶ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐταὶ φαίνονται εἰς τὰ ἔργα τῆς δημιουργίας του καὶ εἰς τοὺς τρόπους τῶν ἐνεργειῶν του.
Συντετριμμένος καὶ ταπεινωμένος ὁ Ἰὼβ πρὸ τοῦ θείου μεγαλείου, ἐλεεινολογεῖ τὸν ἑαυτόν του, τὸν ὀνομάζει ἕνα τίποτε, στάχτην καὶ χῶμα <μβ' 6> καὶ ἐπαναπαύεται ἀκούων ἀπὸ τὸν Θεὸν ὅτι αἰτία καὶ σκοπὸς τῶν θλίψεων ἦτο ἀφ' ἑνὸς μὲν νὰ λάμψῃ ἡ ἀρετή του, νὰ ἀποδειχθῇ ὅτι ἦτο ὄντως, καὶ ὅχι κατ' ἐπιφάνειαν, δίκαιος, ἀφ' ἑτέρου δὲ νὰ δοξασθῇ ὁ Θεός.
Ἐπέπληξεν ὁ Κύριος τοὺς τρεῖς φίλους, οἱ ὁποῖοι, ἐπιπολαίως κρίνοντες, κατηγόρησαν τὸν Ἰὼβ ὡς ἁμαρτωλόν, καὶ τοὺς διέταξε νὰ προσφέρουν διὰ τοῦ Ἰὼβ θυσίας πρὸς ἐξιλεωσίν των, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον αὐτοὶ προθύμως καὶ εὐλαβῶς ἔκαμαν.
Ἐβράβευσεν ἔπειτα ὁ Θεὸς τὸν Ἰὼβ διὰ τὴν ὑπομονήν του καὶ τὴν ὅλη ἀρετήν του, τοῦ ἔδωσε δέκα ἀλλὰ παιδιά, ἑπτὰ υἱοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρας, κα διπλάσια ἀγαθὰ ἀπὸ ὅσα τοῦ εἶχε δώσει προηγουμένως.
Ἔζησεν εὐτυχῆς ὁ Ἰώβ, μετὰ τὴν θλῖψιν, ἑκατὸν ἑβδομήκοντα ἔτη, ὥστε ὅλα τὰ ἔτη τῆς ζωῆς του νὰ ἀνέλθουν εἰς διακόσια τεσσαράκοντα.
<Γέγραπται δὲ αὐτὸν πάλιν ἀναστήσεσθε μεθ'ὧν ὁ Κύριος ἀνἰστησιν> <μβ' 17α>. 
Τὸ βιβλίον τοῦ Ἰὼβ γραμμένον εἰς μὲν τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος εἰς πεζὸν λόγον, καθ' ὅλην δὲ τὴν ἄλλην ἔκτασιν εἰς ποιητικόν, εἶναι ἐξαίρετον λογοτεχνικὸν ἔργον, <δρᾶμα καὶ λυρισμός, μονόλογοι καὶ διάλογος, ἱστορία καὶ ποίησις>, μὲ ἀρχήν του τὸν οὐρανόν, μὲ πεδίον ἀνελίξεώς του τὴν γῆν, καὶ μὲ κατάληξιν τὸν οὐρανόν, τὸν ὁποῖον ὑπαινίττεται διὰ τῆς ἀναστάσεως.
Πότε ἐγράφη τὸ βιβλίον καὶ ποῖος ὁ συγγραφεύς του δὲν εἶναι ἀκριβῶς γνωστόν. Οὐδεμία μνεία περὶ τοῦ συγγραφέως γίνεται εἰς αὐτὸ οὔτε καὶ περὶ τοῦ χρόνου τῆς συγγραφῆς του. Εἰς τοὺς πλείστους κρατεῖ - καὶ ὄχι ἀδικαιολογήτως  ἡ γνώμη ὅτι ὁ συγγραφεὺς ἦτο πολὺ μορφωμένος καὶ μὲ λογοτεχνικὸν τάλαντον προικισμένος καὶ ὅτι ἔζησε περὶ τὴν ἐποχὴν τοῦ Σολομῶντος.