Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
πολαβὼν
δὲ Ἐλιφὰζ ὁ Θαιμανίτης λέγει·
|
λαβε
τότε τὸν λόγον ὁ Ἐλιφάζ,
ὁ θαιμανίτης, καὶ εἶπε·
|
αβὼν
δὲ τὸν λόγον ὁ Ἐλιφὰζ ὁ
Θαιμανίτης λέγει: |
2
μὴ πολλάκις σοι λελάληται ἐν κόπῳ;
Ἰσχὺν δὲ ρημάτων σου τίς ὑποίσει;
|
2
<μήπως πολλὲς φορὲς ἄλλοτε σοῦ
ἔχουν λεχθῆ σκληροὶ καὶ ὀδυνηροὶ
λόγοι; Τώρα ὅμως ποιὸς ἠμπορεῖ
νὰ ἀνεχθῇ τοὺς βαρεῖς λόγους
σου καὶ νὰ μὴ δώσῃ ἀπάντησιν;
|
2
<Σοῦ ἔχουν ἄραγε ὁμιλήσει πολλὰς
φορὰς μὲ λόγους, ποὺ νὰ σοῦ
προκαλοῦν δυσαρέσκειαν, ὅπως θὰ σοῦ
γίνῃ λόγος σήμερον; Θὰ προετιμῶμεν
νὰ μὴ ὁμιλήσωμεν. Ἀλλὰ ποῖος
ἠμπορεῖ νὰ ὑποφέρῃ καὶ
νὰ ἀφήσῃ χωρὶς ἀπάντησιν τοὺς
τόσον δυνατοὺς εἰς παράπονα λόγους σου;
|
3
Εἰ γὰρ σὺ ἐνουθέτησας πολλοὺς
καὶ χεῖρας ἀσθενοῦς παρεκάλεσας,
|
3
Διότι ἐὰν σὺ ἄλλοτε πολλοὺς
εἶχες νουθετήσει μὲ τοὺς λόγους
σου καὶ χέρια ἀδυνάτων καὶ ἀποκαρδιωμένων
ἐνίσχυσες,
|
3
Θὰ σοῦ ἀπαντήσωμεν. Διότι ἐὰν
σὺ εἰς τὸ παρελθόν, εἰς τοὺς
χρόνους τῆς εὐτυχίας σου, συνεβούλευσες πολλοὺς
καὶ μὲ τὰς νουθεσίας σου ἐπαρηγόρησες
καὶ ἐνίσχυσες τὰς χεῖρας ἀδυνάτου
|
4
ἀσθενοῦντάς τε ἐξανέστησας ρήματι,
γόνασί τε ἀδυνατοῦσι θάρσος
περιέθηκας, |
4
τοὺς ἀποκαμωμένους δὲ καὶ ἀποκαρδιωμένους
ἐσήκωσες ἐπάνω θαρραλέως μὲ
τὰ λόγιά σου, καὶ γόνατα παράλυτα
ἀπὸ τὴν ἀπελπισίαν τὰ
περιέβαλλες μὲ θάρρος καὶ δύναμιν,
|
4
καὶ μὲ τὰ λόγιά σου τὰ παρηγορητικὰ
ἐσήκωσες ἐπάνω ἀποκαμωμένους, καὶ
γόνατα παραλυμένα ἀπὸ ἀπελπισίαν τὰ
περιέβαλες μὲ τὴν δύναμιν τοῦ θάρρους,
|
5
νῦν δὲ ἥκει ἐπὶ σὲ πόνος
καὶ ἥψατό σου, σὺ ἐσπούδασας.
|
5
τώρα, ποὺ ἔχει ἔλθει ἐπάνω
σου ὁ πόνος καὶ ἡ ὀδύνη
καὶ σὲ ἔπληξαν αἱ συμφοραί,
σὺ ἐταράχθης καὶ ἔσπευσες νὰ
ἐκφρασθῇς ὄχι ὀρθῶς.
|
5
τώρα ὅμως ἔχει ἔλθει ἐπάνω σου πόνος
καὶ σὲ ἔθιξαν συμφοραί, καὶ σὺ
ἐθορυβήθης καὶ ἐκυριεύθης ἀπὸ
ταραχήν. |
6
Πότερον οὐχ ὁ φόβος σού ἐστιν
ἐν ἀφροσύνῃ καὶ ἡ ἐλπίς
σου καὶ ἡ κακία τῆς ὁδοῦ
σου; |
6
Τί τάχα συμβαίνει; Μήπως ἡ παλαιά
σου εὐλάβεια καὶ ὁ φόβος σου
πρὸς τὸν Θεὸν παρεχώρησαν σήμερον
τὴν θέσιν των εἰς ἀπερισκεψίαν;
Καὶ ἡ ἐλπίς, ποὺ εἶχες
πρὸς τὸν Θεόν, δὲν ἦτο γνησία,
ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν
σημερινὴν ταλαιπωρίαν τῆς ζωῆς σου;
Ἡ ἁμαρτία εἶναι αἰτία
τῶν ταλαιπωριῶν μας. |
6
Τί ἄραγε νὰ συμβαίνῃ; Ἦτο ἀληθινὸς
ὁ παλαιός σου πρὸς τὸν Θεὸν
φόβος, ποὺ κατέληξε σήμερον εἰς ἀφροσύνην,
ὥστε νὰ μὴ σκέπτεσαι καὶ νὰ
μὴ ὁμιλῇς καλῶς, καὶ ἡ
ἐπὶ τὸν Θεὸν ἐλπίς, ποὺ
εἶχες τότε, ὅτι θὰ σὲ διετληρει εὐτυχισμένον,
ἀποδεικνύεται γνησία ἀπὸ τὴν
κακοπάθειαν καὶ δυστυχίαν, ποὺ σὲ ηὗραν
τώρα εἰς τὸν δρόμον τῆς ζωῆς σου;
|
7
Μνήσθητι οὗν, τὶς καθαρὸς ὢν
ἀπώλετο ἢ πότε ἀληθινοὶ
ὁλόρριζοι ἀπώλοντο;
|
7
Ἐνθυμήσου, ἄλλωστε, ποῖος ἄνθρωπος
καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτίαν ἐχάθη
ἢ πότε πραγματικῶς οἱ ἀληθινὰ
ἐνάρετοι ἄνθρωποι ἐξερριζώθησαν
καὶ ἐχάθησαν;
|
7
Ἐνθυμήσου λοιπόν, ποῖος ἐχάθη,
ἐνῷ ἦτο καθαρὸς ἀπὸ ἐνοχήν
τινα, ἢ πότε ἄνθρωποι εἰλικρινεῖς
καὶ δίκαιοι ἐξερριζώθησαν καὶ ἐχάθησαν;
|
8
Καθ' ὃν τρόπον εἶδον τοὺς ἀροτριῶντας
τὰ ἄτοπο, οἱ δὲ σπείροντες αὐτὰ
ὀδύνας θεριοῦσιν ἐαυτοῖς.
|
8
Μήπως ποτὲ ἐχάθησαν οἱ ἐνάρετοι,
ὅπως ἐγὼ τουλάχιστον εἶδα νὰ
καταστρέφωνται μόνον ἐκεῖνοι, οἱ
ὁποῖοι σπείρουν ἀνομήματα καὶ
οἱ ὁποῖοι θερίζουν καρποὺς ὀδυνηροὺς
διὰ τὸν ἑαυτόν των.
|
8
Δὲν εἶδα κανένα ἀπὸ τοὺς ἀληθινοὺς
νὰ χάνεται, ὅπως εἶδα νὰ ἐξαφανίζωνται
ἐκεῖνοι, ποὺ καλλιεργοῦν καὶ
σχεδιάζουν τὰ ἄτοπα καὶ ἄδικα, αὐτοὶ
δὲ ποὺ σπείρουν αὐτά, εἰς τὸ
τέλος θὰ θερίσουν πόνους καὶ στενοχωρίας
διὰ τοὺς ἑαυτούς των.
|
9
Ἀπὸ προστάγματος Κυρίου ἀπολοῦντοι,
ἀπὸ δὲ πνεύματος ὀργῆς
αὐτοῦ ἀφανισθήσονται. |
9
Αὐτοί, μὲ τὸ πρόσταγμα τοῦ
Κυρίου θὰ ἀπολεσθοῦν, ἀπὸ
τὸ φύσημα τῆς δικαίας ὀργῆς
του θὰ ἐξαφανισθοῦν.
|
9
Ἀπὸ τὸ πρόσταγμα τοῦ Κυρίου θὰ
χαθοῦν, ἀπὸ τὸ φύσημα δὲ τῆς
ὀργῆς του θὰ ἐξαφανισθοῦν.
|
10
Σθένος λέοντος, φωνὴ δὲ λεαίνης,
γαυρίαμα δὲ δρακόντων ἐσβέσθη·
|
10
Καὶ ἂν ἀκόμη ἔχουν τὴν
δύναμιν τοῦ λέοντος, θὰ καταστραφοῦν,
διότι ὁ βρυχηθμὸς τοῦ λέοντος
καὶ ἡ φωνὴ τῆς λεαίνης καὶ
τὸ τρομερὸν ἀνατριχιαστικὸν σφύριγμα
τῶν δρακόντων ἐσβέσθησαν καὶ
δὲν τρομάζουν πλέον κανένα.
|
10
Ὁ δυνατὸς βρυχηθμὸς τοῦ ἀρσενικοῦ
λεονταριοῦ καὶ ἡ φωνὴ τοῦ θηλυκοῦ
λεονταριοῦ, καθὼς καὶ τὸ τρομερὸν
σφύριγμα τῶν δρακόντων ἔσβησαν καὶ δὲν
τρομάζουν πλέον κανένα. |
11
μυρμηκολέων ὤλετο πάρα τὸ μὴ
ἔχειν βοράν, σκύμνοι δὲ λεόντων
ἔλιπον ἀλλήλους. |
11
Ὁ ἄγριος καὶ ὕπουλος μυρμηκολέων
ἐχάθη, διότι δὲν εἶχε τροφήν,
τὰ δὲ μικρὰ τῶν λεόντων, ἐπειδὴ
ἔπαυσαν οἱ γονεῖς των νὰ τοὺς
φέρουν λείαν, διεσκορπίσθησαν.
|
11
Τὸ ἄγριον δὲ λεοντάρι ἐχάθη,
διότι δὲν εἶχε τροφήν, τὰ μικρὰ δὲ
λεονταράκια, ἐπειδὴ ἔπαυσαν οἱ γονεῖς
των νὰ τοὺς φέρουν τροφήν, ἐχωρίσθησαν ἀπ’
ἀλλήλων καὶ διεσκορπίσθησαν.
|
12
Εἰ δέ τι ρῆμα ἀληθινὸν ἐγεγόνει
ἐν λόγοις σου, οὐθὲν ἄν σοι
τούτων κακὸν ἀπήντησε. Πότερον
οὐ δέξεταί μου τὸ οὖς ἐξαίσια
παρ' αὐτοῦ; |
12
Ἐάν, ἔστω, καὶ ἔνας μόνον
λόγος σου ἀπὸ ὅσους εἶπες ἦτο
ἀληθινός, καμμία συμφορὰ ἀπὸ
αὐτάς, ποὺ σὲ εὐρῆκαν,
δὲν θὰ σὲ προσέβαλε. Τί λοιπόν;
Ἔπρεπε ἢ δὲν ἔπρεπε νὰ δεχθῇ
τὸ αὐτί μου τὰ παράδοξα αὐτά,
ποὺ μοῦ ἀπεκαλύφθησαν ἀπὸ
τὸν Κύριον;
|
12
Ἐὰν δὲ κάποιος λόγος ἀληθινὸς
σοῦ εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὸν
Θεὸν καὶ ἐγίνετο οὗτος καὶ
ἰδικός σου λόγος, κανὲν ἀπὸ αὐτὰ
τὰ κακά, ποὺ ὑποφέρεις, δὲν θὰ
σοῦ συνέβαινε. Τί φρονεῖς; Ἔπρεπεν
ἢ δὲν ἔπρεπε καὶ τὸ ἰδικόν
μου αὐτὶ νὰ μὴ δεχθῇ τὰ
ἔκτακτα αὐτά, ποὺ μου ἀπεκαλύφθησαν;
|
13
Φόβοι δὲ καὶ ἠχὼ νυκτερινή,
ἐπιπίπτων φόβος ἐπ' ἀνθρώπους,
|
13
Φόβοι καὶ κάποιος ἦχος κατὰ
τὸ διάστημα τῆς νυκτὸς μοῦ συνέβησαν.
Φόβος, ὁ ὁποῖος ἐπιπίπτει
καὶ τρομάζει συνήθως τοὺς ἀνθρώπους.
|
13
Φόβοι δὲ καὶ ἦχος ἐν καιρῷ νυκτὸς
ἀκουσθεὶς μοῦ συνέβησαν, φόβος ποὺ
ἐπέρχεται καὶ τρομάζει ὄχι ἕνα, ἀλλὰ
καὶ περισσοτέρους μαζὶ ἀνθρώπους.
|
14
φρίκη δέ μοι συνήντησε καὶ τρόμος
καὶ μεγάλως μου τὰ ὀστᾶ διέσεισε,
|
14
Φρίκη μὲ κατέλαβε καὶ τρόμος
συνέσεισε καὶ συνεκλόνισε πάρα πολὺ
τὰ κόκκαλά μου.
|
14
Φρίκη δὲ μὲ ἐκυρίευσε καὶ τρόμος ἔσεισε
πάρα πολὺ τὰ κόκκαλά μου. |
15
καὶ πνεῦμα ἐπὶ πρόσωπόν
μου ἐπῆλθεν, ἔφριξαν δέ μου τρίχες
καὶ σάρκες. |
15
Κάποιο πνεῦμα ἐπέρασεν ἀπὸ
ἐμπρός μου, αἱ τρίχες μου ἀνωρθώθησαν,
ἔφριξεν σάρξ μου.
|
15
Καὶ πνοὴ ἀέρος ἰσχυρὰ ἐπέρασεν
ἀπὸ τὸ πρόσωπόν μου, ἐσηκώθησαν
δὲ ἀπὸ φρίκην αἱ τρίχες μου καὶ
ρῖγος κατέλαβε τὸ σῶμα μου.
|
16
Ἀνέστην, καὶ οὐκ ἐπέγνων·
εἶδον, καὶ οὐκ ἦν μορφὴ πρὸ
ὀφθαλμῶν μου, ἀλλ' ἢ αὔραν καὶ
φωνὴν ἤκουον· |
16
Ἐσηκώθην ἀπὸ τὸν ὕπνον
καὶ δὲν εἶδα τίποτε. Ἤνοιξα
διάπλατα τὰ μάτια μου, διὰ νὰ
ἴδω, καὶ δὲν ὑπῆρχε καμμία
μορφὴ ἐνώπιόν μου. Ἠσθάνθην
μόνον κάποιαν αὔραν καὶ ἤκουσα
κάποιαν φωνήν.
|
16
Ἐσηκώθην ὄρθιος νὰ ἀντιληφθῶ
τί συνέβαινεν, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθην
νὰ λάβω πλήρη γνῶσιν αὐτοῦ· προσήλωσα
τὰ μάτια μου διὰ να ἴδω, δὲν ὑπῆρχεν
ὅμως μορφὴ ἐμπρὸς εἰς τὰ
μάτια μου, διὰ νὰ διακρίνω καὶ περιγράφω
αὐτὴν ἀλλὰ τίποτε ἄλλο ἐκτὸς
ἀπὸ μίαν λεπτὴν καὶ δροσερὰν
πνοὴν καὶ φωνὴν ποὺ ἤκουα.
|
17
τί γάρ; Μὴ καθαρὸς ἔσται βροτὸς
ἐναντίον τοῦ Κυρίου ἢ ἀπὸ
τῶν ἔργων αὐτοῦ ἄμεμπτος ἀνήρ;
|
17
Καὶ τί ἔλεγε; Μήπως ὑπάρχει
ἄνθρωπος καθαρὸς ἀπὸ ἁμαρτίαν,
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ἢ κανένας
τελείως ἄμεμπτος εἰς ὅλα του τὰ
ἔργα;
|
17
Διότι τί σοῦ φαίνεται καὶ πῶς νομίζεις;
Δὲν εἶναι ἄδικα καὶ ἀνεξήγητα
τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ. Μήπως θὰ εὑρεθῇ
καθαρὸς καὶ ἀνένοχος ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου οἰοσδήποτε θνητός; Ἢ μήπως θὰ
παρουσιασθῇ χωρὶς μομφὴν καὶ ψεγάδι
οἰοσδήποτε ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ
ἰδικά του ἔργα; |
18
Εἰ κατὰ παίδων αὐτοῦ οὐ
πιστεύει, κατὰ δὲ ἀγγέλων αὐτοῦ
σκολιὸν τί ἐπενόησε, |
18
Ἐφ' ὅσον εἰς τὴν ἀρετὴν
καὶ αὐτῶν ἀκόμη τῶν ὑπηρετῶν
του, τῶν ἀγγέλων του, δὲν ἔχει
ἐμπιστοσύνην ὁ Θεός ὅτι, δηλαδή,
θὰ τοῦ παραμείνουν αἰωνίως σταθεροὶ
εἰς τὴν πρὸς αὐτὸν ὑπακοήν,
εἰς βάρος δὲ τῶν ἀγγέλων
του εὑρῆκε κάτι τὸ ἁμαρτωλόν,
ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἐκεῖνοι
ἐξέπεσαν,
|
18
Ἐὰν εἰς τοὺς ὑπηρέτας
καὶ λειτουργοὺς αὐτοῦ ἀγγέλους
δὲν εἶχεν ἐμπιστοσύνην ὁ Θεός, ὅτι
θὰ παρέμεναν ἀμετακίνητοι εἰς τὴν
πρὸς αὐτὸν ὑπακοήν, εἰς βάρος
δὲ τῶν ἀγγέλων του διέκρινεν ὁ Θεὸς
κάτι τὸ ἁμαρτωλὸν καὶ διεστραμμένον,
διὰ τὸ ὁποῖον καὶ ἐξέπεσαν
οὖτοι, |
19
τοὺς δὲ κατοικοῦντας οἰκίας
πηλίνας, ἐξ ὧν καὶ αὐτοὶ
ἐκ τοῦ αὐτοῦ πηλοῦ ἐσμεν,
ἔπαισεν αὐτοὺς σητὸς τρόπον·
|
19
πόσῳ μᾶλλον εἰς τοὺς ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν μέσα σὲ
σπίτια κτισμένα ἀπὸ λάσπη καὶ
οἱ ἴδιοι εἶναι πλασμένοι ἀπὸ
λάσπη καὶ φθείρονται, ὅπως τὰ
ἐνδύματα, τὰ ὁποῖα κατατρώγει
ὁ σκόρος; |
19
πόσῳ μᾶλλον οἱ ἄνθρωποι, τῶν
ὁποίων αἱ ψυχαὶ κατοικοῦν εἰς
χωματένια σπίτια, εἰς σώματα φθαρτὰ δηλαδή, ποὺ
ἔγιναν ἀπὸ τὸ αὐτὸ χῶμα
καὶ ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀπὸ
τὰ ὁποῖα ἐγίναμεν καὶ
ἠμεῖς, ἁμαρτάνουν καὶ γίνονται
ἔνοχοι, δι’ αὐτὸ δὲ καὶ ἐκτύπησεν
αὐτοὺς ὁ Θεός, ὅπως ὁ σκόρος
τρυπᾷ καὶ φθείρει τὰ ἐνδύματα.
|
20
καὶ ἀπὸ πρωΐθεν μέχρις ἑσπέρας
οὐκέτι εἰσί, παρὰ τὸ μὴ
δύνασθαι αὐτοὶ ἐαυτοῖς βοηθῆσαι
ἀπῶλοντο. |
20
Πάντοτε ἐπικρέμαται ἐπάνω ἀπὸ
αὐτοὺς ὁ θάνατος. Δὲν ἠμποροῦν
δὲ μὲ τὴν ἰδικήν των δύναμιν,
νὰ διατηρηθοῦν εἰς τὴν ζωὴν
οὔτε μίαν ἡμέραν, ἀπὸ
πρωΐας μέχρις ἑσπέρας, διότι εἶναι
ἀδύνατοι καὶ ἀνίκανοι νὰ
βοηθήσουν τὸν ἑαυτόν των καὶ
ἔτσι βαδίζουν πρὸς τὴν καταστροφήν.
|
20
Καὶ σὲ μιὰ μέρα, ἀπὸ τὸ
πρωῒ ἕως τὸ βράδυ δὲν ὑπάρχουν
πλέον καὶ καταλαμβανόμενοι ἀπὸ τὸν
θάνατον ἀπροετοίμαστοι καὶ χωρὶς νὰ
δύνανται ὅπως βοηθήσουν τὸν ἑαυτόν
τους διὰ τῆς μετανοίας, χάνονται εἰς τὴν
αἰωνίαν ἀπώλειαν. |
21
Ἐνεφύσησε γὰρ αὐτοῖς καὶ
ἐξηράνθησαν, ἀπώλοντο πάρα τὸ
μὴ ἔχειν αὐτοὺς σοφίαν.
|
21
Ὁ Κύριος ἔστειλεν ἐναντίον αὐτῶν
τὴν ὠργισμένην του πνοὴν καὶ
ἐξηράνθησαν, ὅπως τὰ φυτὰ ἀπὸ
τὸν καυστικὸν λίβαν, ἐχάθησαν,
διότι δὲν εἶχον τὴν κατὰ Θεὸν
σοφίαν>. |
21
Χάνονται δέ, διότι ἐφύσησεν ἐπ’ αὐτῶν
ἡ ψυχρὰ πνοὴ τοῦ θανάτου, καὶ
ὡς ἄλλα ἄνθη, εἰς τὰ ὁποῖα
ἔπνευσεν ἄνεμος καυστικός, ἐξηράνθησαν καὶ
αὐτὸν ἐχάθησαν εἰς τὴν
αἰωνίαν ἀπώλειαν τῆς κολάσεως, ἐπειδὴ
δὲν εἶχον οὖτοι τὴν σοφίαν, ποὺ
παρέχει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. |