Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
πολαβὼν
δὲ Ἰώβ λέγει·
|
πῆρεν
ἀκολούθως τὸν λόγον ὁ Ἰὼβ
καὶ εἶπεν· |
αβὼν
δὲ τὸν λόγον ὁ Ἰὼβ εἶπεν:
|
2
εἰ γάρ τις ἱστῶν
στήσαι μου τὴν ὀργήν, τὰς
δὲ ὀδύνας μου ἄραι ἐν ζυγῷ
ὁμοθυμαδόν, |
2
<ἐὰν κανεὶς θελήσῃ νὰ
ζυγίσῃ τὴν θεῖαν ἐναντίον
μου ὀργὴν καὶ μαζῆ μὲ ὅλας
τὰς ὀδύνας μου τὴν τοποθετήσῃ
εἰς τὸν ἕνα δίσκον τοῦ ζυγοῦ,
|
2
<Εἴθε νὰ εὑρίσκετο κάποιος, ποὺ
νὰ σταματήσῃ τὴν ἀπὸ τὰ
βάσανά μου ἀγανάκτησίν μου καὶ ἀνυπομονησίαν
μου, νὰ σηκώσῃ δὲ τοὺς πόνους καὶ
τὴν δυστυχίαν μου καὶ νὰ ζυγίσῃ ὅλα
μαζὶ εἰς ζυγαριάν. |
3
καὶ δὴ ἄμμου παραλίας βαρύτερα
ἔσται. Ἀλλ' ὡς ἔοικε τὰ ρήματά
μού ἐστι φαῦλα·
|
3
εἰς δὲ τὸν ἄλλον τὴν ἄμμον
τῆς θαλάσσης, θὰ ἔβλεπεν ὅτι
ἡ θεία ὀργὴ καὶ αἱ θλίψεις
μου εἶναι βαρύτεροι ἀπὸ τὴν
ἄμμον, ποὺ ὑπάρχει εἰς τὴν
παραλίαν τῆς θαλάσσης. Φαίνεται ὅμως
ὅτι τὰ λόγια τῶν παραπόνων μου
εἶναι ἀπρεπῆ καὶ
ἄσεμνα.
|
3
Θὰ τὰ εὕρῃ βαρύτερα ἀπὸ
τὴν ἄμμον τὴν δυσβάστακτον τῆς παραλίας.
Ἀλλά, καθὼς φαίνεται, τὰ λόγια τῶν
παραπόνων μου εἶναι ἄσχημα καὶ ἀξιοκατάκριτα.
|
4
βέλη γὰρ Κυρίου ἐν τῷ σώματί
μού ἐστιν, ὧν ὁ θυμὸς αὐτῶν
ἐκπίνει μου τὸ αἷμα· ὅταν
ἄρξωμαι λαλεῖν, κεντοῦσί με.
|
4
Τὰ βέλη ὅμως τοῦ Κυρίου ἔχουν
ἐμπηχθῇ εἰς τὸ σῶμα μου καὶ
ἡ δριμύτης των μοῦ πίνει τὸ
αἷμα. Ὅταν δὲ ἀρχίζω νὰ
ὁμιλῶ, ἐκεῖνα μὲ κεντοῦν
ὀδινηρῶς. |
4
Τὰ εἶπα ὅμως ὑπὸ τὸ κράτος
τοῦ πόνου. Διότι τὰ βέλη τοῦ Κυρίου εἶναι
εἰς τὸ σῶμα μου καὶ ὁ θυμός
των μοῦ πίνει τελείως τὸ αἷμα ὅταν
δὲ ἀρχίσω νὰ ὁμιλῶ, μὲ
κεντοῦν καὶ μοῦ προκαλοῦν πόνον, ὁ
ὁποῖος μὲ σπρώχνει εἰς παράπονα
ἄτοπα. |
5
Τί γάρ; Μὴ διακενῆς κεκράξεται
ὄνος ἄγριος, ἀλλ' ἢ τὰ σῖτα
ζητῶν; Εἰ δὲ καὶ ρήξει φωνὴν
βοῦς ἐπὶ φάτνης ἔχων τὰ
βρώματα; |
5
Τί λοιπόν; Μήπως, τάχα, ὁ ἄγριος
ὄνος φωνάζει ἀναιτίως, πάρα
μόνο ἐὰν πεινᾷ καὶ ζητῇ
τὴν τροφήν του; Μήπως τὸ βόϊδι ἀφήνει
τὴν ἰσχυρὰν κραυγή του, ὅταν ὑπάρχῃ
ἡ τροφή του εἰς τὴν φάτνην του;
Ὄχι.
|
5
Διότι τί φρονεῖτε; Μήπως θὰ κράξῃ
ὁ ἄγριος ὄνος χωρὶς λόγον καὶ
αἰτίαν, ἐκτὸς ἐὰν πεινᾷ
καὶ ζητῇ τροφήν; Εἴπατε δέ, ἐὰν
εἶναι πιθανὸν καὶ νὰ ἐκβάλῃ
ἰσχυρὰν φωνὴν ὁ βοῦς, ὅταν
ἔχῃ ἐμπρός του εἰς τὴν
φάτνην φαγητόν; |
6
Εἰ βρωθήσεται ἄρτος ἄνευ ἁλός;
Εἰ δὲ καὶ ἔστι γεῦμα ἐν
ρήμασι κενοῖς; |
6
Μήπως τρώγετε εὐχαρίστως ψωμὶ
χωρὶς ἁλάτι; Ὄχι. Μήπως ἠμπορεῖ
ποτὲ νὰ παρατεθῇ γεῦμα μἐ ἄδεια
λόγια καὶ χωρὶς τρόφιμα;
|
6
Ἢ ἐὰν θὰ φαγωθῇ εὐχαρίστως
ἄρτος χωρὶς ἁλάτι; Ἢ καὶ
ἐὰν ὑπάρχῃ γεῦμα μὲ λόγια
μόνον ἀδειανὰ ἀπὸ τρόφιμα;
|
7
Οὐ δύναται γὰρ παύσασθαί μου
ἡ ὀργή· βρόμον γὰρ ὁρῶ
τὰ σῖτά μου ὥσπερ ὀσμὴν
λέοντος· |
7
Λέγω αὐτά, διότι δὲν ἠμπορεῖ
νὰ ἐξαλειφθῇ ἡ ἀηδία καὶ
ἡ δυσφορία, ποὺ μοῦ προκαλοῦν
τὰ φαγητά. Σὰν βρώμην, μὲ τὴν
ὁποίαν τρέφονται τὰ ζῶα καὶ
ὄχι ἄνθρωποι βλέπω τὰς τροφάς
μου καὶ ἡ μυρωδιά των μοῦ προκαλεῖ
ἀηδίαν, ὅπως ἡ δυσώδης ἀποφορὰ
τοῦ λέοντος.
|
7
Λέγω ταῦτα, διότι δὲν εἶναι δυνατὸν
νὰ παύσῃ ἡ ἀηδία καὶ ἀποστροφὴ
πρὸς τὰ φαγητά. Διότι σὰν βρόμην, μὲ
τὴν ὁποίαν τρέφονται ζῶα καὶ ὄχι
ἄνθρωποι, βλέπω τὰς τροφάς, ποὺ μοῦ
φέρουν, καὶ ἡ μυρωδιά των μοῦ διεγείρει
τὴν ἀποστροφὴν ὡς μυρωδιὰν λέοντος.
|
8
εἰ γὰρ δώῃ καὶ ἔλθοι μου
ἡ αἴτησις καὶ τὴν ἐλπίδα
μου δὼῃ ὁ Κύριος |
8
Εἴθε νὰ εὐδοκήσῃ ὁ Κύριος
καὶ ἐκπληρωθῇ τὸ πρὸ αὐτὸν
αἴτημά μου. Εἴθε νὰ μοῦ δώσῃ
ὁ Κύριος αὐτό, ποὺ ποθῶ
καὶ ἐλπίζω. |
8
Ὤ! εἴθε νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς
καὶ νὰ μοῦ ἔλθῃ ἡ πραγματοποίησις
τοῦ αἰτήματός μου, καὶ αὐτὸ
ποὺ ποθῶ καὶ περιμένω καὶ ἐλπίζω,
εἴθε νὰ μου τὸ δώσῃ ὁ Κύριος.
|
9
Ἀρξάμενος ὁ Κύριος τρωσάτω με,
εἰς τέλος δὲ μή με ἀνελέτω.
|
9
Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἤρχισε
νὰ μὲ κτυπᾷ μὲ τὰς θλίψεις,
ἂς μὲ κτυπήσῃ ἀκόμη ἐφ'
ὅσον τὸ θέλει. Ἀλλὰ ἂς
μὴ μοῦ στείλῃ ἐν τέλει
τὸν θάνατον.
|
9
Ἀφοῦ ἤρχισεν ὁ Κύριος νὰ μὲ
κτυπᾷ, ἄς μοῦ δώσῃ καὶ τὸ
τελειωτικὸν κτύπημα. Εἶναι ἀδύνατον νὰ
εὐχηθῶ, ὅπως μὴ μὲ φονεύσῃ
τελειωτικά. |
10
εἴη δέ μου πόλις τάφος, ἐφ'
ἧς ἐπὶ τειχέων ἡλλόμην
ἐπ' αὐτῆς, οὐ φείσομαι·
οὐ γὰρ ἐψευσάμην ρήματα ἅγια
Θεοῦ μου. |
10
Εἴθε ὁ τάφος μου νὰ εἶναι ἐντὸς
τῆς πόλεως, εἰς τὰ τείχη τῆς
ὁποίας ὡς παιδίον ἐπηδοῦσα
καὶ ἔπαιζα. Δὲν θὰ λυπηθῶ τότε.
Ζητῶ τοῦτο, διότι δὲν ἐφέρθην
μὲ δολιότητα ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ,
οὔτε διέψευσα μὲ παραβάσεις τῆς
ζωῆς μου τὰ ἅγια λόγια του.
|
10
Εἴθε νὰ μὴ ἐπανέλθω πάλιν εἰς
τὴν πόλιν, ἀλλὰ νὰ ἀποθάνω καὶ
νὰ γίνουν δι’ ἐμὲ τάφος ὅλα καὶ
μετ' αὐτῶν καὶ ἡ πόλις αἐτή,
εἰς τὰ τείχη τῆς ὁποίας
κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς εὐτυχίας
μου ἐπήδων καμαρώνων τὴν ἰσχὺν
καὶ ὀχύρωσίν της. Δὲν θὰ λυπηθῶ
τὴν ζωήν μου. Ἐπιθυμῶ τὸν θάνατον.
Διότι δὲν περιεφρόνησα, ὡς νὰ ἦσαν
ψεύτικα, τὰ ἅγια λόγια τοῦ Θεοῦ μου.
|
11
Τίς γάρ μου ἡ ἰσχὺς ὅτι
ὑπομένω; Ἢ τίς μου ὁ χρόνος,
ὅτι ἀνέχεταί μου ἡ ψυχή;
|
11
Ἐπικαλοῦμαι τὸν θάνατον, διότι
πόση καὶ ποία εἶναι ἡ δύναμις
καὶ ἡ ἀντοχή μου, διὰ νὰ
ὑπομένω τόσα βάσανα; Ἐπὶ
πόσον χρόνον ἀκόμη ἡ ψυχή
μου θὰ ἀνέχεται τὴν ταλαιπωρίαν
αὐτήν;
|
11
Ποθῶ τὸν θάνατον. Διότι ποία καὶ πόση εἶναι
ἡ δύναμις καὶ ἀντοχή μου, ὥστε νὰ
ὑπομένω τόσα δεινά; Πόσος δὲ εἶναι ὁ
χρόνος τῆς ζωῆς μου, ὥστε νὰ δεικνύῃ
ἀνοχὴν καὶ ὑπομονὴν ἡ
ψυχή μου, ἐλπίζουσα ὅτι θὰ ἀπολαύσῃ
καὶ ἔτη εὐτυχίας; |
12
Μὴ ἰσχὺς λίθων ἡ ἰσχύς
μου; Ἢ αἱ σάρκες μού εἰσι χάλκεαι;
|
12
Μήπως, τάχα, ὁ δύναμίς μου ἔχει
τὴν ἀντοχὴν τῶν λίθων ἢ
αἱ σάρκες μου εἶναι καμωμένες ἀπὸ
χαλκόν, ὥστε νὰ εἶναι ἀναίσθητοι
εἰς τὸν πόνον;
|
12
Μήπως ἡ δύναμις καὶ ἀντοχή μου εἶναι
σὰν τὴν σκληρότητα καὶ ἀναισθησίαν
τῶν λίθων; Ἢ μήπως αἱ σάρκες μου εἶναι
χάλκιναι; |
13
Ἢ οὐκ ἐπ' αὐτῷ ἐπεποίθειν;
Βοήθεια δὲ ἀπ' ἐμοῦ ἄπεστιν.
|
13
Εἰς τὸν Κύριον δὲν εἶχα ἕως
τώρα στηρίξει τὴν πεποίθησιν καὶ
τὴν ἐλπίδα μου; Καὶ ὅμως κάθε
βοήθεια ἀπεμακρύνθη ἀπὸ ἐμέ.
|
13
Ἢ μήπως δὲν εἶχα στηρίξει τὴν ἐλπίδα
μου καὶ πεποίθησίν μου εἰς τὸν Θεόν; Καὶ
ὅμως πᾶσα βοήθεια ἔφυγεν ἀπ’ ἐμοῦ.
Πῶς λοιπὸν νὰ ἐλπίζω εἰς ἡμέρας
καλύτερος; |
14
Ἀπείπατό με ἔλεος, ἐπισκοπὴ
δὲ Κυρίου ὑπερεῖδέ με.
|
14
Εὐσπλαγχνία ἐκ μέρους Θεοῦ καὶ
ἀνθρώπων μὲ ἀπηρνήθη. Ἡ
δὲ στοργικὴ ἐπίσκεψις τοῦ Κυρίου
μὲ παρέβλεψε. |
14
Ἡ συμπάθεια καὶ εὐσπλαγχνία τῶν φίλων
καὶ τῶν ἀνθρώπων μὲ ἀπηρνήθη,
ἡ ἐποπτεία δὲ καὶ ἐπίσκεψις
τοῦ Κυρίου μὲ παρέβλεψε. |
15
Οὐ προσεῖδόν με οἱ ἐγγύτατοί
μου· ὥσπερ χειμάρρους ἐκλείπων
ἢ ὥσπερ κῦμα παρῆλθόν με.
|
15
Καὶ οἱ πλέον στενοὶ συγγενεῖς
μου δὲν ἔρριψαν οὔτε ἕνα βλέμμα
συμπαθείας εἰς ἐμέ. Ἐπέρασαν
ἀπὸ ἐμπρός μου σὰν τὸν
χείμαρρον, ποὺ φεύγει γρήγορα καὶ
ἐγκαταλείπει τὴν κοίτην του. Ὡσὰν
τὸ κῦμα μὲ ἀντιπαρῆλθον.
|
15
Δὲν μὲ ἐπρόσεξαν οἱ πλέον στενοὶ
καὶ πλησιέστεροι πρὸς ἐμὲ φίλοι καὶ
συγγενεῖς, ἀλλ’ ὅλοι αὐτοὶ ἐπέρασαν
ἀπὸ ἐμπρός μου σὰν τὸν χείμαρρον,
ποὺ φεύγει γρήγορα καὶ χάνεται ἀφήνων
ζηρὰν τὴν κοίτην του, καὶ σὰν τὸ
κῦμα, πού, μόλις φανῇ, ἐξαφανίζεται.
|
16
Οἵτινές με διευλαβοῦντο, νῦν ἐπιπεπτώκασί
μοι ὥσπερ χιὼν ἢ κρύσταλλος πεπηγώς·
|
16
Ἐκεῖνοι ποὺ ἄλλοτε εἶχαν μεγάλον
σεβασμὸν καὶ ἐκτίμησιν πρὸς
ἐμέ, μὲ συνήντησαν τόσον κρύοι
καὶ παγωμένοι, ὅσον κρύο εἶναι
τὸ χιόνι καὶ ὁ παγωμένος κρύσταλλος.
|
16
Αὐτοί, ποὺ ἄλλοτε, κατὰ τὴν
ἐποχὴν τῆς εὐτυχίας μου, μοῦ
ἐδείκνυον σεβασμὸν καὶ εὐλάβειαν,
τώρα, ποὺ ἐδυστύχησα, ἔχουν πέσει ἐπάνω
μου ψυχροὶ σὰν τὸ χιόνι ἢ σὰν
τὸ πηγμένον κρύσταλλον. |
17
καθὼς τακεῖσα θέρμης γενομένης οὐκ
ἐπεγνώσθη ὅπερ ἦν, |
17
Ὅπως ὅταν ἀπὸ τὴν θερμότητα
τοῦ ἡλίου λυώνῃ τὸ χιόνι
καὶ δὲν φαίνεται τί ἦτο αὐτὸ
προηγουμένως,
|
17
Χάνονται καὶ ἐξαφανίζονται τώρα, σὰν τὸ
χιόνι, πού, ὅταν γίνῃ θερμὸς ὁ καιρός,
λειώνει καὶ δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς
νὰ διακρίνῃ πλέον, σάν τί ἦτο προτήτερα
ἐκεῖ. |
18
οὕτω κἀγὼ κατελείφθην ὑπὸ
πάντων. Ἀπωλόμην δὲ καὶ ἔξοικος
ἐγενόμην. |
18
ἔτσι καὶ ἐγὼ ἐγκατελείφθην
ἀπὸ ὅλους. Ἔχω χαθῆ πλέον
δι' αὐτοὺς καὶ εὑρίσκομαι μακρὰν
ἀπὸ τὸ σπίτι μου.
|
18
Ἔτσι καὶ ἐγὼ ἐγκατελείφθην ἀπὸ
ὅλους τοὺς φίλους καὶ γνωστούς, ἐχάθηκα
δὲ ἀπὸ τὴν κοινωνίαν καὶ εἰς
τὸ τέλος ἠναγκάσθην νὰ ἐξωσθῶ
καὶ ἀπὸ τὸ σπίτι μου.
|
19
Ἴδετε ὁδοὺς Θαιμανῶν, ἀτραποὺς
Σαβῶν, οἱ διορῶντες·
|
19
Ἰδέτε τὰς πορείας τῶν Θαιμανῶν,
ἰδέτε τὰς δυσβάτους ἀτραποὺς
τῶν Σαβαίων, πῶς πορευόμενοι διὰ
μέσου καυστικῶν ἐρήμων τόπων
ποθοῦν δροσερὸν ὕδωρ. Ἔτσι καὶ
ἐγὼ ἐπόθησα ὡς δροσερὸν
ὕδωρ τὴν παρηγορίαν.
|
19
Ἴδετε τὰς πεζοπορίας, ποὺ κάνουν οἱ
Θαιμανοὶ διὰ μέσου τῆς Ἀραβίας, καθὼς
καὶ τὰς ἐξορμήσεις, ποὺ κάνουν εἰς
δύσβατα μονοπάτια οἱ Σαβαῖοι· ἴδετε
ταῦτα σεῖς· διὰ μέσου παρομοιώσεως
ἠμπορεῖτε νὰ διακρίνετε ὅτι, ὅπως
ἐκεῖνοι διψοῦν εἰς τὰ ἔρημα
αὐτὰ μέρη βαδίζοντες, ἔτσι καὶ ἐγὼ
διψῶ δι’ ὀλίγον νερὸ συμπαθείας.
|
20
καὶ αἰσχύνην ὀφειλήσουσιν οἱ
ἐπὶ πόλεσι καὶ χρήμασι πεποιθότες.
|
20
Ἐκεῖνοι ποὺ στηρίζουν τὴν πεποίθησίν
των εἰς τὰς ὀχυρὰς πόλεις των
καὶ εἰς τὰ πλούτη των, θὰ πληρώσουν
τὴν πεποίθησίν των αὐτὴν μὲ
καταισχύνην. |
20
Ὅπως δὲ διαψεύδονται εἰς τὰς ἐλπίδας
των αὐτοί, ποὺ ζητοῦν εἰς τὰ
ξηροπόταμα νερό, οὕτω καὶ ἐκεῖνοι,
ποὺ ἔχουν στηρίξει τὴν πεποίθησιν τους εἰς
τὰς ὠχυρωμένας πόλεις καὶ εἰς
τὰ χρήματα, ποὺ ἀπέκτησαν, ὄχι δὲ
καὶ εἰς τὸν Θεόν, θὰ καταισχυνθοῦν.
|
21
Ἀτὰρ δὲ καὶ ὑμεῖς ἐπέβητέ
μοι ἀνελεημόνως, ὥστε ἰδόντες
τὸ ἐμὸν τραῦμα φοβήθητε·
|
21
Τώρα δὲ καὶ σεῖς οἱ φίλοι
μου ἔχετε ἐπιτεθῇ ἐναντίον μου
χωρὶς οἶκτον, χωρὶς εὐσπλαγχνίαν,
ὥστε ὅταν εἴδατε τὴν συμφοράν
μου, κατελήφθητε ἀπὸ φόβον καὶ
τρόμον. |
21
Ἀλλ’ ὅμως καὶ εἰς, σὰν ἄλλα
ξεροπόταμα, δὲν μὲ ἐδροσίσατε μὲ
λόγους παρηγορητικούς, ἀλλ' ἐπέσατε ἐπάνω
μου χωρὶς ἔλεος καὶ συμπάθειαν, ὥστε,
ἀφοῦ εἴδατε τώρα τὴν πληγὴν
καὶ τὴν ἀσθένειάν μου, φοβήθητε καὶ
σεῖς, μήπως πάθετε διὰ τὴν ἀσυμπαθείαν
σας τὰ ἴδια μὲ ἐμέ.
|
22
τί γάρ; Μή τι ὑμᾶς ᾔτησα
ἢ τῆς παρ' ὑμῶν ἰσχύος
ἐπιδέομαι, |
22
Διατί αὐτὴ ἡ συμπεριφορά σας; Μήπως
ἐγὼ ἐζήτησα κάτι τὸ ὑλικὸν
ἀπὸ σᾶς, ἢ εὐρέθηκα εἰς
ἀνάγκην καὶ ἐπεκαλέσθην τὴν
δύναμίν σας,
|
22
Ἡ συμπεριφορά σας πρὸς ἐμὲ ὑπῆρξεν
ἀσυμπαθὴς καὶ σκληρά. Διότι τί ἔκαμα,
διὰ νὰ δικαιολογῆται αὕτη; Μήπως σᾶς
ἐζήτησα κάτι ἀπὸ τὴν περιουσίαν σας
πρὸς ἀνακούφισιν τῆς πτωχείας μου καὶ
τῶν τόσων ἀναγκῶν μου; Ἢ μήπως ἐχρειάσθην
νὰ μὲ συνδράμετε μὲ τὴν δύναμίν
σας, |
23
ὥστε σῶσαί με ἐξ ἐχθρῶν
ἢ ἐκ χειρὸς δυναστῶν ρύσασθαί
με; |
23
ὥστε νὰ μὲ σώσετε ἀπὸ
τοὺς ἐχθρούς μου ἢ νὰ μὲ
γλυτώσετε ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν
τυράννων;
|
23
ὥστε νὰ μὲ σώσετε ἀπὸ ἐχθρούς,
ποὺ μοῦ ἐπετέθησαν, ἢ νὰ μὲ
γλυτώσετε ἀπὸ τὰς χεῖρας τυράννων
ἰσχυρῶν; |
24
Διδάξατέ με, ἐγὼ δὲ κωφεύσω·
εἴ τι πεπλάνημαι, φράσατέ μοι.
|
24
Διδάξατέ με καὶ πληροφορήσατέ
με. Ἐγὼ δὲ ὡσὰν κωφὸς
δὲν θὰ ἀνοίξω τὸ στόμα
μου. Ἐὰν εἰς κάτι ἔχω πλανηθῆ,
εἴπατέ το ἐλευθέρως.
|
24
Διδάξατέ με δι’ αὐτά, ποὺ ἀγνοῶ, ἐγὼ
δὲ εἰς τὴν περίστασιν αὐτὴν
δὲν θὰ σᾶς ἀντιλέξω, ἀλλὰ
θὰ σιωπήσω σὰν ἕνας κωφός, ποὺ τοῦ
ὁμιλοῦν καὶ δὲν ἀπαντᾷ.
Ἐὰν δὲ ἔχω πλανηθῆ εἰς
κάτι, εἴπατέ μού το καὶ θὰ σᾶς
ἀκούσω. |
25
Ἀλλ' ὡς ἔοικε, φαῦλα ἀληθινοῦ
ρήματα, οὐ γὰρ παρ' ὑμῶν ἰσχὺν
αἰτοῦμαι· |
25
Ἀλλά, ὅπως φαίνεται, εἶναι ἀπρεπῆ
καὶ ἄσχημα τὰ λόγια ἐκείνου,
ὁ ὁποῖος λέγει τὴν ἀλήθειαν.
Τὴν ἀλήθειαν εἴπατε, διότι ἐγὼ
δὲν ζητῶ νὰ μὲ ἐνισχύσετε
μὲ τὴν ἰδικήν σας δύναμιν,
|
25
Ἀλλ’ ὅπως εἶναι φανερόν, ὑποφερτὰ
καὶ ἱκανὰ μόνα των νὰ πείσουν εἶναι
τὰ λόγια ἐκείνου, ποὺ λέγει γυμνὴν
τὴν πραγματικὴν ἀλήθειαν. Αὐτὴν
εἴπατε καὶ σεῖς, διότι ἐγὼ δὲν
ζητῶ νὰ μοῦ ἐπιβληθῆτε μὲ
τὴν ἰδικήν σας δύναμιν.
|
26
οὐδὲ ἔλεγχος ὑμῶν ρήμασί
με παύσει, οὐδὲ γὰρ ὑμῶν
φθέγμα ρήματος ἀνέξομαι.
|
26
οὔτε ὅμως καὶ ὁ ἔλεγχος τὸν
ὁποῖον ἐνδεχομένως ἀπευθύνετε
πρὸς ἐμὲ θὰ σταματήσῃ
τὰ λόγια τῶν παραπόνων μου. Οὔτε
ἕνα λόγον ἐλεγκτικὸν θὰ ἀνεχθῶ,
ἐφ' ὅσον δὲν ἐπιμαρτυρεῖται
ἀπὸ τὰ πράγματα.
|
26
Οὔτε ὁ ἔλεγχός σας, ποὺ γίνεται
μόνον μὲ λόγια, θὰ καταπαύσῃ τὸ παραπόνον
μου καὶ τὴν θλῖψιν μου, διότι, ἐφ’
ὅσον τὰ λόγια δὲν ἔχουν καὶ
τὴν ἐκ τῶν πραγμάτων πειστικότητα, δὲν
θὰ ἀνεχθῶ τίποτε ἐξ ὅσων λέγετε.
|
27
Πλὴν ὅτι ἐπ' ὀρφανῷ ἐπιπίπτετε,
ἐνάλλεσθε δὲ ἐπὶ φίλῳ
ὑμῶν. |
27
Ἔτσι φερόμενοι ἐπιτίθεσθε ἐναντίον
μου, ὅπως εἰς ἕνα ἀνυπεράσπιστον
ὀρφανὸν παιδί. Μὲ ὁρμὴν
πηδᾶτε ἐναντίον ἐμοῦ τοῦ
φίλου σας.
|
27
Δὲν ἐπιτυγχάνετε τίποτε ἄλλο μὲ τοὺς
ἀσυμπαθεῖς λόγους σας πλὴν τοῦ ὅτι
πίπτετε κατ’ ἐμοῦ καὶ σεῖς, ὅπως
πίπτουν κατὰ τοῦ ὀρφανοῦ (σκληροὶ
δανεισταὶ νὰ εἰσπράξουν τὰ χρέη
τοῦ πατρός του), πηδάτε δὲ μὲ ὁρμὴν
κατὰ τοῦ φίλου σας, ὅπως τὰ ἄγρια
θηρία πηδοῦν κατὰ τῆς λείας των.
|
28
Νυνὶ δὲ εἰσβλέψας εἰς πρόσωπα
ὑμῶν οὐ ψεύσομαι.
|
28
Τώρα δὲ ἀτενίζων σᾶς κατὰ
πρόσωπον, δὲν θὰ εἴπω ψέματα,
ἀλλὰ τὴν ἀλήθειαν.
|
28
Τώρα δέ, ἀφοῦ ἀτενίσω κατάματα
τὰ πρόσωπά σας, δὲν θὰ ψευσθῶ,
ἀλλὰ θὰ εἴπω τὴν ἀλήθειαν.
|
29
Καθίσατε δὴ καὶ μὴ εἴη ἄδικον,
καὶ πάλιν τῷ δικαίῳ συνέρχεσθε.
|
29
Καθίσατε, λοιπόν, καὶ μὴ ἐκτρέπεσθε
εἰς ἀδίκους κρίσεις ἐναντίον
μου, |
29
Καθίσατε λοιπὸν καὶ μὴ σπεύδετε, ἀλλὰ
κρίνατε ψυχραίμως. Καὶ εἴθε νὰ μὴ
εἶναι ἄδικόν τι εἰς τὰς κρίσεις σας,
ἀλλ’ ἀναθεωροῦντες τὰ ὅσα μοῦ
συμβαίνουν, συμφωνήσατε πρὸς τὸ δίκαιον.
|
30
Οὐ γάρ ἐστιν ἐν γλώσσῃ
μου ἄδικον· ἢ ὁ λάρυγξ μου οὐχὶ
σύνεσιν μελετᾷ; |
30
διότι εἰς τὴν γλῶσσαν μου δὲν
ὑπάρχει τίποτε τὸ ἄδικον. Μήπως,
τάχα, ὁ λάρυγξ μου δὲν λέγει,
ὅσα ὁ νοῦς μου μὲ σύνεσιν μελετᾷ
καὶ ἀποδέχεται; |
30
Διότι εἰς τὴν γλῶσσαν μου δὲν ὑπάρχει
λόγος τις ἄδικος. Ἢ μήπως ὁ λάρυγγάς μου
δὲν λέγει, ὅσα μετὰ συνέσεως καὶ κρίσεως
φωτισμένης μελετῶ προηγουμένως καὶ σκέπτομαι,
ἐὰν πρέπῃ νὰ τὰ εἴπω;
|