Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ότερον
οὐχὶ πειρατήριόν ἐστιν ὁ
βίος ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς
γῆς καὶ ὥσπερ μισθίου
αὐθημερινοῦ ἡ ζωὴ αὐτοῦ;
|
ί
λοιπόν; Τόπος δοκιμασιῶν καὶ θλίψεων
δὲν εἶναι ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου
ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, καὶ ἡ
ζωή του δὲν ὁμοιάζει μὲ τὴν
κοπιώδη καὶ ταλαιπωρημένην ζωὴν ἑνὸς
ἡμερομισθίου ἐργάτου;
|
ί
ἄραγε φρονεῖτε; Δὲν εἶναι μέσον δοκιμασίας
καὶ γεμᾶτος ἀπὸ θλίψεις ὁ βίος
τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς;
Καὶ δὲν ὁμοιάζει ἡ ζωή του πρὸς
τὴν ζωὴν ἐργάτου μισθωμένου, ὁ ὁποῖος
ἐργάζεται καθημερινῶς; |
2
Ἢ ὥσπερ θεράπων δεδοικὼς τὸν
Κύριον αὐτοῦ καὶ τετευχὼς σκιάς;
Ἢ ὥσπερ μισθωτὸς ἀναμένων τὸν
μισθὸν αὐτοῦ; |
2
Ἢ δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος σὰν
δοῦλος, ποὺ φοβεῖται τὸν Κύριόν
του καὶ ὁ ὁποῖος κάποιαν στιγμὴν
εὑρῆκε μίαν σκιάν, διὰ νὰ
ἀναπαυθῇ ἐπ' ὀλίγον κάτω
ἀπὸ αὐτήν; Ἢ δὲν ὁμοιάζει
μὲ τὸν ἡμερομίσθιον ἐργάτην,
ὁ ὁποῖος περιμένει πότε νὰ
περάσῃ ἡ ἡμέρα τῆς ἐργασίας
του, διὰ νὰ πάρῃ τὸν μισθόν
του; |
2
Ἢ δὲν ὁμοιάζει ὁ ἄνθρωπος πρὸς
δοῦλον, ποὺ φοβεῖται τὸν κύριόν του
καὶ κοπιάζει πολὺ διὰ νὰ τὸν
εὐχαριστήσῃ, ὅταν δὲ πρὸς
στιγμὴν ὁ κύριος ἀπομακρυνθῇ, σπεύδει
οὗτος ἐζηντλημένος νὰ ἀναπαυθῇ
κάτω ἀπὸ σκιάν, τὴν ὁποίαν ἐπέτυχε
καὶ ηὗρεν; Ἢ δὲν ὁμοιάζει πρὸς
μισθωτὸν ἐργάτην, ποὺ κοπιάζει ὅλην
τὴν ἡμέραν καὶ περιμένει πότε θὰ περάσῃ
αὕτη μαζὶ μὲ τοὺς κόπους της διὰ
νὰ εἰσπράξῃ τὸ ἡμερομίσθιόν
του; |
3
Οὕτως κἀγὼ ὑπέμεινα μῆνας
κενούς, νύκτες δὲ ὀδυνῶν δεδομένοι
μοι εἰσιν. |
3
Ἔτσι καὶ ἐγὼ ἐπέρασα μῆνας
πολλοὺς εἰς θλῖψιν καὶ ὀδύνην
ματαίως ἀναμένων λύτρωσιν. Νύκτες
δὲ γεμᾶτες ἀπὸ πόνους μοῦ
ἔχουν δοθῆ, ἀντὶ ἄλλης παρηγορίας.
|
3
Ἔτσι καὶ ἐγώ, σὰν τοὺς μοχθοῦντας
καὶ μὲ ἀγωνίαν ἀναζητοῦντας
ἀνακούφισιν ἐργάτας, ἐπέρασα μὲ ὑπομονὴν
μῆνας ὁλοκλήρους χωρὶς ἀνάπαυσιν καὶ
χωρὶς αἱ ἐλπίδες μου νὰ ἐπαληθεύσουν,
νύκτες δὲ γεμᾶται ἀπὸ πόνους μοῦ
ἔχουν δοθῇ ἀντὶ πάσης ἀνακουφίσεως.
|
4
Ἐὰν κοιμηθῶ, λέγω· πότε
ἡμέρα; Ὡς δ' ἂν ἀναστῶ,
πάλιν· πότε ἑσπέρα; Πλήρης
δὲ γίνομαι ὀδυνῶν ἀπὸ
ἑσπέρας ἕως πρωΐ. |
4
Ὅταν πίπτω νὰ κοιμηθῶ, λέγω
πότε θὰ ἔλθῃ ἡ ἡμέρα;
Ὅταν δὲ ἐγείρωμαι ἀπὸ
τὸν ὕπνον, λέγω πάλιν, πότε
θὰ ἔλθῃ ἡ ἑσπέρα; Εἶμαι
γεμᾶτος ἀπὸ ὀδύνας ἀπὸ
τὸ βράδυ ἕως τὸ πρωΐ.
|
4
Δι’ αὐτό, ἐὰν πέσω νὰ κοιμηθῶ
κατὰ τὴν νύκτα, λέγω· πότε θὰ ἀνατείλῃ
ἡ ἡμέρα, διὰ νὰ ἀνακουφισθῶ
κάπως ἀπὸ τοὺς πόνους; Ὅταν δὲ
σηκωθῶ τὸ πρωΐ, πάλιν λέγω· πότε θὰ
ἔλθῃ ἡ ἑσπέρα διὰ νὰ ἡσυχάσω
ὀλίγον; Πλὴν ὅμως γίνομαι γεμᾶτος
ἀπὸ πόνους ἀπὸ τὸ βράδυ ἕως
τὸ πρωΐ. |
5
Φύρεται δέ μου τὸ σῶμα ἐν σαπρίᾳ
σκωλήκων, τήκω δὲ βώλακας γῆς
ἀπὸ ἰχῶρος ξύων.
|
5
Συμφύρεται καὶ ζυμώνεται τὸ σῶμα
μου μὲ τὴν σαπίλαν τῶν σκωλήκων.
Λυώνω δὲ σβώλους χώματα ἀπὸ
τὰ ἀηδῆ ὑγρά, ποὺ ρέουν
ἐκ τῶν πληγῶν μου.
|
5
Ζυμώνεται δὲ τὸ σῶμα μου μὲ σαπίλαν
γεμάτην ἀπὸ σκώληκας, ἀπὸ τὸ
ὑγρόν, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὰς πληγάς
μου, τὰς ὁποίας ξύνω, λειώνων τοὺς
σβώλους τοῦ χώματος. |
6
Ὁ δὲ βίος μού ἐστιν ἐλαφρότερος
λαλιᾶς, ἀπόλωλε δὲ ἐν κενῇ
ἐλπίδι. |
6
Ἡ ζωή μου φεύγει πολὺ γρήγορα
καὶ χάνεται, σαν νὰ ἦταν ἐλαφροτέρα
ἀπὸ τὴν ὁμιλίαν τοῦ ἀνθρώπου.
Ἐχάθη μέσα εἰς ματαίας καὶ
ἀπραγματοποιήτους ἐλπίδας.
|
6
Ἡ ζωή μου δὲ φεύγει γρήγορα, σὰν νὰ
ἦταν ἐλαφροτέρα ἀπὸ τὴν
ὁμιλίαν τοῦ ἀνθρώπου, ἐπέρασε δὲ
καὶ πλησιάζει νὰ χαθῇ, χωρὶς καμμιὰ
ἐλπίδα. |
7
Μνήσθητι οὖν ὅτι νεῦμά μου ἡ
ζωὴ καὶ οὐκέτι ἐπανελεύσεται
ὀφθαλμός μου ἰδεῖν ἀγαθόν.
|
7
Ἐνθυμήσου, λοιπόν, ὅτι ἡ ζωή
μου εἶναι σὰν μία πνοὴ τοῦ ἀνέμου,
ποὺ φεύγει γρήγορα. Ὅταν ἀποθάνω,
δὲν πρόκειται πλέον νὰ ἐπανέλθω
ἐδῶ καὶ νὰ ἴδῃ ὁ
ὀφθαλμός μου τὰ ἀγαθὰ τῆς
γῆς.
|
7
Προσβλέπων λοιπόν μὲ οἶκτον εἰς τὸ
πλῆθος τῶν πόνων μου, Κύριε, ἐνθυμήσου
ὅτι ἡ ζωή μου εἶναι πνοὴ ἀνέμου
καὶ φεύγει γρήγορα σὰν αὐτήν, καὶ
ὅταν λάβῃ τέλος, δὲν θὰ ἐπανέλθῃ
πλέον εἰς τὴν γῆν ὁ ὀφθαλμός
μου διὰ νὰ ἴδῃ ἀγαθόν τι καὶ
εὐχάριστον. |
8
Οὐ περιβλέψεταί με ὀφθαλμὸς
ὁρῶντός με· οἱ ὀφθαλμοί
σου ἐν ἐμοί, καὶ οὐκέτι
εἰμι |
8
Ὅταν ἀποθάνω, δὲν θὰ μὲ
ἴδῃ καὶ δὲν θὰ μὲ περιεργασθῇ
πλέον ὀφθαλμὸς ἀνθρώπου. Καὶ
οἱ ἰδικοί σου ὀφθαλμοί, Κύριε,
ὅταν μὲ ἀναζητήσουν, δὲν θὰ
μὲ εὕρουν ἐδῶ εἰς τὴν
γῆν. Διότι δὲν θὰ ὑπάρχω
πλέον εἰς αὐτήν.
|
8
Ὅταν θὰ λάβῃ τέλος ἡ ζωή μου, δὲν
θὰ μὶ ἴδῃ οὐδὲ θὰ
μὲ περιεργασθῇ πλέον ὀφθαλμὸς ἀνθρώπου·
καὶ οἱ ἰδικοί σου, Κύριε, ὀφθαλμοί,
ποὺ εἶναι τώρα ἐπάνω μου καὶ μὲ
παρακολουθοῦν, δὲν θὰ μὲ βλέπουν πλέον
ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, διότι δὲν
θὰ εἶμαι πλέον εἰς αὐτήν.
|
9
ὥσπερ νέφος ἀποκαθαρθὲν ἀπ'
οὐρανοῦ. Ἐὰν γὰρ ἄνθρωπος
καταβῇ ᾅδην, οὐκέτι μὴ ἀναβῇ,
|
9
Θὰ ὁμοιάσω καὶ θὰ ἔχω
τὴν τύχην τοῦ νέφους, τὸ ὁποῖον
διαλύεται καὶ ἐξαφανίζεται τελείως
ἀπὸ τὸν οὐρανόν. Διότι,
ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποθάνῃ
καὶ καταβῇ εἰς τὸν σκοτεινὸν
ᾅδην, δὲν θὰ ἀναβῇ ποτὲ
ἀπὸ ἐκεῖ.
|
9
Σὰν τὸ σύννεφον, ποὺ διελύθη καὶ
ἐχάθη ἀπὸ τὸν οὐρανόν,
ἔτσι χάνεται ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τῶν
ἐπὶ τῆς γῆς ζώντων καὶ ἐκεῖνος,
ποὺ πεθαίνει. Διότι ἐὰν ὁ ἄνθρωπος
καταβῇ εἰς τὸν ᾅδήν, δὲν θὰ
ἀναβῇ πλέον εἰς τὴν γῆν.
|
10
οὐδ' οὐ μὴ ἐπιστρέψῃ ἔτι
εἰς τὸν ἴδιον οἶκον, οὐδ' οὐ
μὴ ἐπιγνῷ αὐτὸν ἔτι ὁ
τόπος αὐτοῦ. |
10
Οὔτε καὶ θὰ ἐπιστρέψῃ
πλέον εἰς τὸ σπίτι του, οὔτε
δὲ θὰ τὸν ἰδῇ ὁ τόπος,
εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε ζήσει
καὶ κατοικήσει. |
10
Οὔτε θὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ
σπίτι του, οὔτε θὰ τὸν γνωρίσῃ πάλιν
ὡς ἐπισκέπτην ὁ τόπος, ποὺ ἔμενε
προτήτερα, ὅταν ἔζη ἐπὶ τῆς
γῆς. |
11
Ἀτὰρ οὖν οὐδὲ ἐγὼ
φείσομαι τῷ στόματί μου, λαλήσω
ἐν ἀνάγκη ὤν, ἀνοίξω πικρίαν
ψυχῆς μου συνεχόμενος. |
11
Τώρα, λοιπόν, καὶ ἐγὼ δὲν
θὰ λυπηθῶ τὰ λόγια μου. Δὲν
θὰ περιφράξω τὸ στόμα μου. Θὰ
ὁμιλήσω, εἰς αὐτὴν τὴν
ἀγωνίαν τῆς ψυχῆς εὑρισκόμενος.
Θὰ ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ
θὰ ἐκφράσω τὴν πικρίαν τῆς
ψυχῆς μου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν
κατέχομαι. |
11
Ἀφοῦ λοιπὸν καὶ ἐγὼ πρόκειται
ὑπὸ τοῦ προσεγγίζοντος θανάτου νὰ
χαθῶ ἀπὸ τὴν κοινωνίαν τῶν ζώντων
ἐπὶ τῆς γῆς καὶ νὰ καταβῶ
πικραμένος εἰς τὸν ᾅδην, δὲν θὰ
περιορίσω τὸ στόμα μου οὔτε θὰ τσιγγουνευθῶ
τοὺς λόγους μου· θὰ ὁμιλήσω στην στενοχώριαν
καὶ θλῖψιν ποὺ βρίσκομαι, θὰ ἀνοίξω
τὴν καρδίαν μου διὰ νὰ χυθῇ ἔξω
ἡ πικρία τῆς ψυχῆς μου.
|
12
Πότερον θάλασσα εἰμι ἢ δράκων,
ὅτι κατέταξας ἐπ' ἐμὲ φυλακήν;
|
12
Μήπως, τάχα, εἶμαι θάλασσα, τῆς
ὁποίας τὰ κύματα ἀπειλοῦν
νὰ κατακλύσουν τὴν γῆν, ἡ εἶμαι
θαλάσσιος δράκων, ποῦ ἀπειλεῖ
μὲ καταστροφὴν τὰ ψάρια τῆς
θαλάσσης; Ἐρωτῶ, διότι ἔβαλες
ἐπάνω μου σκληρὰν φρουράν, διὰ
νὰ ἀγρυπνῇ εἰς τὴν συνέχισιν
τοῦ πόνου καὶ τῆς ὀδύνης
μου. |
12
Μήπως εἶμαι θάλασσα, τῆς ὁποίας περιορίζεις
τὰ κύματα διὰ νὰ μὴ κατακλύσουν τὴν
γῆν καὶ πνίξουν τοὺς κατοίκους της; Ἢ
μήπως εἶμαι δράκων καὶ κῆτος τῆς θαλάσσης,
ποὺ πρέπει νὰ συγκρατῆται διὰ νὰ
μὴ καταβροχθίζῃ ὅλα τὰ ψάρια τῆς
θαλάσσης, Κάμνω τὸ ἐρώτημα αὐτό, διότι
ἔβαλες ἐπάνω μου φρουρὰν καὶ σκληρὰν
ἐπαγρύπνησιν. |
13
Εἶπα ὅτι παρακαλέσει με ἡ κλίνη
μου, ἀνοίσω δὲ πρὸς ἐμαυτὸν
ἰδίᾳ λόγον τῇ κοίτῃ
μου. |
13
Ἐνόμισα ὅτι ἡ κλίνη μου θὰ
κατεπράϋνε καὶ θὰ παρηγοροῦσε τοὺς
πόνους μου, διότι ἐκεῖ εἰς τὸν
ἑαυτόν μου ἐπανερχόμενος καὶ
συγκεντρούμενος θὰ εὕρισκα τὴν παρηγορίαν
μου. |
13
Εἶπα ὅτι θὰ μὲ παρηγορήσω καὶ
θὰ μὲ ἀνακουφίσῃ τὸ κρεββάτι
μου, θὰ ἀνεβάσω δὲ κατ’ ἰδίαν εἰς
τὴν κοίτην μου σκέψεις καὶ συζήτησιν μὲ
τὸν ἑαυτόν μου ἀνακουφιστικὴν καὶ
εἰρηνικήν. |
14
Ἐκφοβεῖς με ἐνυπνίοις καὶ ὁράμασί
με καταπλήσσεις. |
14
Ἐὰν ὅμως ἐπ' ὀλίγον κοιμηθῶ,
μὲ φοβίζεις μὲ τρομακτικὰ ἐνύπνια.
Μὲ συγκλονίζεις καὶ μὲ συντρίβεις
μὲ φοβεροὺς ἐφιάλτας.
|
14
Ἀλλ’ ἐὰν ὑπνώσω στιγμάς τινας, μὲ
φοβίζεις μὲ ὄνειρα τρομακτικά, καὶ ὅταν
ἐξυπνήσω, μὲ κατατρομάζεις μὲ ὁράματα
ἐκφοβιστικά. |
15
Ἀπαλλάξεις ἀπὸ πνεύματός
μου τὴν ψυχήν μου, ἀπὸ δὲ θανάτου
τὰ ὀστᾶ μου· |
15
Ἀφαίρεσέ μου τὴν ἀναπνοὴν
καὶ ἁπάλλαξέ με ἀπὸ αὐτὴν
τὴν ζωήν μου. Ἀπάλλαξε δὲ ἀπὸ
αὐτὸν τὸν καθημερινὸν ὀδυνηρὸν
θάνατον τὰ κύκκαλά μου.
|
15
Ἁπάλλαξέ με ἀπὸ τὴν ζωήν μου διὰ
τοῦ πνιγμοῦ καὶ τῆς δυσπνοίας, ποὺ
μοῦ φέρνει συχνὰ ἡ ἀρρώστιά μου, ἁπάλλαξε
δὲ διὰ τοῦ θανάτου καὶ τὰ ὀστᾶ
μου, τὰ ὁποῖα πονοῦν καὶ ἐξασθενοῦν
μὲ τὰς ἐπ’ αὐτῶν σαπιζομένας
σάρκας μου. |
16
οὐ γὰρ εἰς τὸν αἰῶνα ζήσομαι,
ἵνα μακροθυμήσω· ἀπόστα ἀπ'
ἐμοῦ, κενὸς γάρ μου ὁ βίος.
|
16
Διότι δὲν πρόκειται νὰ ζήσω
αἰωνίως ἐδῶ εἰς τὴν γῆν,
ὥστε νὰ ὑπομείνω τὴν σημερινὴν
θλῖψιν μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς
λυτρώσεώς μου. Ἄφησέ με νὰ ἀποθάνω
τώρα. Ἡ ζωή μου εἶναι ἄδεια
καὶ ἀνωφελής. |
16
Ζητῶ αὐτά, διότι δὲν θὰ ζήσω αἰωνίως,
ὥστε, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι τὴν
σημερινὴν ἀθλιότητά μου θὰ διαδεχθῇ
καὶ κάποια περίοδος εὐτυχίας, νὰ ὑπομείνω
μακροθύμως καὶ καρτερικῶς. Στάσου μακρὰν
ἀπὸ ἐμὲ καὶ μὴ ἐμποδίζῃς
τὸν θάνατόν μου, διότι ὁ βίος μου εἶναι
πλέον ἀδειανὸς καὶ δὲν ἐξυπηρετεῖ
κανένα σκοπόν. |
17
Τί γάρ ἐστιν ἄνθρωπος ὅτι ἐμεγάλυνας
αὐτὸν ἢ ὅτι προσέχεις τὸν
νοῦν εἰς αὐτὸν |
17
Διότι τί εἶναι καὶ τί ἀξίζει
ὁ ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖον σὺ
ἐδόξασες καὶ εἰς τὸν ὁποῖον
μὲ τόσην προσοχὴν προσηλώνεις τὸν
νοῦν; |
17
Μὴ ἐμποδίζῃς τὸν θάνατόν μου.
Διότι τι εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὥστε σὺ
ὁ ἄπειρος νὰ τὸν σκέπτεσαι, σὰν
νὰ ἦτο καὶ αὐτὸς μέγας τις;
Ἢ νὰ προσέχῃς καὶ νὰ προσηλώνῃς
τὸν νοῦν σου εἰς αὐτόν;
|
18
ἢ ἐπισκοπὴν αὐτοῦ ποιήσῃ
ἕως τὸ πρωῒ καὶ εἰς ἀνάπαυσιν
αὐτὸν κρινεῖς; |
18
Προνοεῖς δι' αὐτὸν καθ' ἐκάστην
ἀπὸ τὸ βράδυ ἕως τὸ πρωῒ
καὶ κρίνεις αὐτὸν ἄξιον ἀναπαύσεως;
|
18
Ἢ νὰ τὸν ἐπισκέπτεσαι καθ’ ἐκάστην
πρωΐαν καὶ ἀντὶ ἀναπαύσεως νὰ
τὸν κρίνῃς καὶ νὰ τὸν τιμωρῇς;
|
19
Ἕως τίνος οὐκ ἐᾷς με οὐδὲ
προΐῃ με, ἕως ἂν καταπίω τὸν
πτύελόν μου ἐν ὀδύνη;
|
19
Ἐμὲ ὅμως ἕως ποτὲ δὲν
μὲ ἀφήνεις νὰ ἀποθάνω
καὶ δὲν μὲ ἀπορρίπτεις εἰς
τὸν ᾅδην, ἀλλὰ μὲ διατηρεῖς
εἰς τὴν ζωήν, μέχρις ὅτου στεγνώσῃ
καὶ αὐτὸ τὸ στόμα μου ἀπὸ
τὸν πόνον;
|
19
Ἕως πότε δὲν θὰ μὲ ἀφήνῃς
καὶ δὲν θὰ μὲ ἐγκαταλείπῃς,
ἔστω καὶ δι' ὀλίγας στιγμάς, διὰ να
καταπίω τὸν σίελόν μου μὲ ὀδύνην;
|
20
Εἰ ἐγὼ ἥμαρτον, τί δυνήσομαι
πρᾶξαι, ὁ ἐπιστάμενος τὸν νοῦν
τῶν ἀνθρώπων; Διατὶ ἔθου με
κατεντευχτήν σου, εἰμὶ δὲ ἐπί
σοι φορτίον; |
20
Ἐὰν ἐγώ, Κύριε, ἡμάρτησα
πές μου, τί πρὲπει νὰ κάμω,
σὺ ὁ ὁποῖος γνωρίζεις τὰς
καρδίας τῶν ἀνθρώπων; Διατί
μὲ τὰ κτυπήματά σου μὲ
κάμνεις νὰ δυσφορῶ καὶ νὰ
παίρνω θέσιν σὰν κατηγόρου ἐναντίον
σου, νὰ γίνωμαι δὲ εἰς σὲ
καθημερινὸ φορτίον;
|
20
Ἐὰν ἐγὼ ἡμάρτησα, τί θὰ
ἠμπορέσω νὰ πράξω διὰ νὰ μὲ
συγχωρήσῃς σύ, ὁ Ὁποῖος γνωρίζεις
τὸν νοῦν καὶ τὰ ἀπόκρυφα τοῦ
ἐσωτερικοῦ τῶν ἀνθρώπων; Διατὶ
μὲ ἔθεσας εἰς τὴν θέσιν τοῦ
κατηγόρου σου, ὅπως μὲ ἔκαμαν τὰ συνεχῆ
παράπονά μου διὰ τὰ κτυπήματά σου, κατήντησα
δὲ ἐξ αἰτίας τῶν τιμωριῶν σου
φορτίον εἰς ὅλους καὶ εἰς αὐτὸν
τὸν ἑαυτόν μου; |
21
Καὶ διατὶ οὐκ ἐποιήσω τῆς
ἀνομίας μου λήθην καὶ καθαρισμὸν
τῆς ἁμαρτίας μου; Νυνὶ δὲ εἰς
γῆν ἀπελεύσομαι, ὀρθρίζων δὲ
οὐκέτι εἰμί. |
21
Διατὶ δὲν ἐλησμόνησες
καὶ δὲν διέγραψες τὰς ἀνομίας
μου καὶ δὲν μὲ
ἐκαθάρισες ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας
μου; Ἐγὼ τώρα θὰ ἐπιστρέψω
εἰς τὴν γῆν, εἰ τὸν ᾅδην
καὶ δὲν θὰ σηκώνομαι
πλέον πρωΐ, διὰ νὰ προσεύχωμαι
εἰς σὲ καὶ νὰ σὲ δοξολογῶ>.
|
21
Διατὶ δὲν ἐξέχασες τὴν ἀνομίαν
μου καὶ δὲν ἔκαμες καθαρισμὸν τῆς
ἁμαρτίας μου; Τώρα δὰ ὅμως θὰ ἀπέλθω
εἰς τὴν γῆν ἀποθνήσκων καὶ
θαπτόμενος, καὶ δὲν θὰ εἶμαι πλέον
ἐν τῇ ζωῇ διὰ νὰ σηκώνωμαι πρωῒ
καὶ νὰ προσεύχωμαι εἰς σέ>. |