Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
πολαβὼν
δε Σωφὰρ ὁ Μιναῖος λέγει·
|
λαβε
τότε τὸν λόγον ὁ Σωφὰρ ὁ
Μιναῖος καὶ εἶπεν·
|
αβὼν
δὲ τὸν λόγον ὁ Σωφὰρ ὁ Μιναῖος
λέγει: |
2
ὁ τὰ πολλὰ λέγων, καὶ ἀντακούσεται·
ἢ καὶ ὁ εὔλαλος οἴεται εἶναι
δίκαιος; Εὐλογημένος γεννητὸς γυναικὸς
ὀλιγόβιος. |
2
<ἐκεῖνος, ποὺ λέγει πολλὰ
καὶ θὰ ἀκούσῃ εἰς ἀπάντησιν
νὰ τοῦ λέγωνται ἐπίσης πολλά.
Ἢ μήπως αὐτός, ποὺ ὁμιλεῖ
μὲ εὐκολίαν καὶ μὲ ρητορείαν
πολλά, νομίζει ὅτι εἶναι δίκαιος;
Εὐλογημένος εἶναι ὁ υἱὸς
τῆς γυναικός, ὁ ὁποῖος ἔζησεν
ὀλίγα χρόνια ἐδῶ εἰς τὴν
γῆν.
|
2<Ἐκεῖνος
ποὺ λέγει τὰ πολλά, θὰ ἀκούσῃ
καὶ αὐτὸς τὸν συνομιλητήν του
ἀποκρινόμενον εἰς ταῦτα. Ἢ μήπως αὐτός,
ποὺ ὁμιλεῖ εὔκολα καὶ πολλά,
νομίζει ὅτι εἶναι δίκαιος; Ἀληθῶς·
εἶναι εὐλογημένος ἐκεῖνος τῆς
γυναικὸς ὁ ἀπόγονος, ὅστις ἔζησεν
ὀλίγα χρόνια. |
3
μὴ πολὺς ἐν ρήμασι γίνου, οὐ
γάρ ἐστιν ὁ ἀντικρινόμενός
σοι· |
3
Μὴ λέγῃς πολλὰ λόγια καὶ
βαρετά, διότι τάχα δὲν θὰ ὑπάρξῃ
κανείς, ποὺ θὰ θελήσῃ νὰ
σοῦ ἀπαντήσῃ.
|
3
Μὴ λέγῃς πολλὰ καὶ ἐπαινετικὰ
ἢ δικαιολογητικὰ διὰ τὸν ἑαυτόν
σου. Διότι τί νομίζεις; Δὲν θὰ εἶναι
κάποιος, ποὺ θὰ κριθῇ μαζί σου καὶ
θὰ ἀποδείξῃ ἀσύστατα τὰ ὅσα
λέγεις; |
4
μὴ γὰρ λέγε ὅτι καθαρὸς εἰμι
τοῖς ἔργοις καὶ ἄμεμπτος ἐναντίον
αὐτοῦ. |
4
Μὴ λέγῃς, ὅτι εἶμαι καθαρὸς
εἰς τὰ ἔργα μου καὶ ἄμεμπτος
ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
|
4
Θὰ ὑπάρξῃ ἀσφαλῶς κάποιος νὰ
σοῦ ἀντείπῃ. Διότι μὴ λέγῃς,
ὅτι εἶμαι καθαρὸς εἰς τὰς πράξεις
μου καὶ ἄμεμπτος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
|
5
Ἀλλὰ πῶς ἂν ὁ Κύριος λαλήσει
πρός σε, καὶ ἀνοίξει χείλη αὐτοῦ
μετὰ σοῦ; |
5
Εἶσαι καὶ σὺ ἔνοχος καὶ σκέψου,
πῶς ὁ Κύριος θὰ ὠμιλοῦσε
πρὸς σὲ καὶ πῶς θὰ ἀνοίξουν
τὰ χείλη του, ὥστε νὰ συνδιαλεχθῇ
μαζῆ σου; |
5
Εἶσαι καὶ σὺ ἔνοχος καὶ δι’
αὐτὸ πάσχεις. Ἀλλὰ πῶς ὁ
Κύριος θὰ ὠμιλοῦσε πρὸς σὲ καὶ
πῶς θὰ ἀνοίξουν τὰ χείλη του, ὥστε
νὰ συνδιαλεχθῇ μετὰ σοῦ καὶ
νὰ σοῦ ἀποδείξῃ ὅτι δικαίως
πάσχεις; |
6
Εἶτα ἀναγγελεῖ σοι δύναμιν σοφίας,
ὅτι διπλοῦς ἔσται τῶν κατὰ σέ·
καὶ τότε γνώσῃ ὅτι ἄξιά
σοι ἀπέβη ἀπὸ Κυρίου ὧν
ἡμάρτηκας. |
6
Ἔπειτα, ὅταν ὁ Θεὸς ὁμιλήσῃ
μὲ σέ, θὰ σοῦ ἀναγγείλῃ
τὴν δύναμιν τῆς σοφίας του καὶ
θὰ πεισθῇς ὅτι εἶναι ἀπείρως
ἀνώτερος ἀπὸ σὲ καὶ τὰ
ζητήματά σου. Τότε δὲ θὰ γνωρίσῃς
καλά, ὅτι τὰ παθήματά σου ἐκ
μέρους τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνάλογα
πρὸς ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα
σὺ ἠμάρτησες.
|
6
Ἔπειτα, ὅταν ὁ Θεὸς ὁμιλήσῃ,
θὰ σοῦ ἀναγγείλῃ τὴν δύναμιν
καὶ ἄπειρον σοφίαν του, διὰ τῆς ὁποίας
γνωρίζει τὰ πάντα, καὶ θὰ ἀποδειχθῇ
ὅτι εἶναι πολὺ ἀνώτερος ἀπὸ
ἐκεῖνα ποὺ σὲ ἀφοροῦν,
καὶ γνωρίζει κάθε τι ποὺ ἔκαμες, καὶ
τότε θὰ μάθῃς ὅτι σοῦ συνέβησαν ἀπὸ
τὸν Κύριον ἄξια ἐκείνων, τὰ ὁποῖα
ἔχεις ἁμαρτήσει. |
7
Ἦ ἴχνος Κυρίου εὑρήσεις ἢ
εἰς τὰ ἔσχατα ἀφίκου ἃ
ἐποίησεν ὁ Παντοκράτωρ;
|
7
Μήπως καί ἠμπορεῖς νὰ εὕρῃς
τὰ ἴχνη ἀπὸ τοὺς πόδας
τοῦ Κυρίου ἢ νὰ φθάσῃς
ἕως εἰς τὰ πέρατα τῶν ἔργων,
τὰ ὁποῖα ἔκαμεν ὁ Παντοκράτωρ;
|
7
Ἢ μήπως θὰ εὕρῃς τὰ ἴχνη
τῆς σοφίας τοῦ Κυρίου, ὥστε νὰ κατανοήσῃς
τὰς βουλὰς καὶ τὰ σχέδια αὐτοῦ;
Ἢ μήπως ἔφθασες εἰς τὴν πλήρη καὶ
μέχρι τῶν ἐσχάτων λεπτομερειῶν γνῶσιν
ἐκείνων, τὰ ὅποία ἐποίησεν ὁ
Παντοκράτωρ; |
8
Ὑψηλὸς ὁ οὐρανός, καὶ
τί ποιήσεις; Βαθύτερα δὲ τῶν
ἐν ᾅδου τί οἶδας;
|
8
Ἔργον του εἶναι ὁ ὑψηλὸς οὐρανός.
Σὺ δὲ μέχρι ποῦ ἠμπορεῖς
νὰ φθάσῃς, ἢ τί ἠμπορεῖς
νὰ κάμῃς; Τὰ ἀκρότατα
τῶν ἔργων του εἶναι βαθύτερα ἀπὸ
τῶν τοῦ ᾅδου· τί γνωρίζεις
σὺ ἀπὸ αὐτά;
|
8
Εἶναι ὁ Θεὸς ὑψηλότερος ἀπὸ
τὸν οὐρανόν. Καὶ τί λοιπὸν θὰ
κάμῃς σύ, ὁ τόσον μικρὸς καὶ ἀφανής,
Εἶναι βαθύτερος ἀπὸ τὸν Ἅδην.
Καὶ τί λοιπὸν ἠμπορεῖς σὺ
νὰ γνωρίσῃς περὶ αὐτοῦ;
|
9
Ἢ μακρότερα μέτρου γῆς ἢ εὔρους
θαλάσσης; |
9
Ἐκτείνονται πολὺ πέραν ἀπὸ
τὰ μέτρα τῆς γῆς καὶ ἀπὸ
τὰ εὐρύτερα ὅρια τῆς θαλάσσης.
|
9
Ἢ δὲν εἶναι τὸ μέτρον του μακρότερον
ἀπὸ τὸ μέτρον τῆς γῆς καὶ
πλατύτερον ἀπὸ τὴν θάλασσαν;
|
10
Ἐὰν δὲ καταστρέψῃ τὰ πάντα,
τίς ἐρεῖ αὐτῷ· τί
ἐποίησας; |
10
Ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ καὶ
καταστρέψῃ τὰ πάντα, ποιὸς θὰ
εἴπῃ εἰς αὐτόν: Τί ἔκαμες;
|
10
Ἐὰν δὲ καταστρέψῃ τὰ πάντα,
ποῖος θὰ εἴπῃ εἰς τὸν
Παντοδύναμον καὶ Παντοκράτορα αὐτόν· Τί
εἶναι αὐτό, ποὺ ἔκαμες; Κανείς.
|
11
Αὐτὸς γὰρ οἶδεν ἔργα ἀνόμων,
ἰδὼν δὲ ἄτοπα οὐ παρόψεται.
|
11
Διότι αὐτὸς γνωρίζει πολὺ καλὰ
τὰ ἔργα τῶν παρανόμων. Βλέπει
τὰ ἄτοπα· δὲν θὰ τὰ ἀντιπαρέλθῃ,
οὔτε θὰ τὰ ἀφήσῃ ἀτιμώρητα.
|
11
Διότι Αὐτὸς γνωρίζει τὰ ἔργα τῶν
παρανόμων, ἅπαξ δὲ εἶδε τὰ ἄτοπα,
δὲν θὰ τὰ παραβλέψῃ, ἀλλὰ
θὰ τιμωρήσῃ αὐτά. |
12
Ἄνθρωπος δὲ ἄλλως νήχεται λόγοις,
βροτὸς δὲ γεννητὸς γυναικὸς ἴσα
ὄνῳ ἐρημίτῃ.
|
12
Κάθε ἄνθρωπος κολυμβᾷ εἰς τὰ
μάταια λόγια του. Κάθε θνητός, ποὺ
γεννᾷται ἀπὸ γυναῖκα, ὁμοιάζει
μὲ ὄνον ἄγριον, ὁ ὁποῖος
μένει μόνος εἰς τὴν ἔρημον.
|
12
Ἐνῷ δὲ ὁ Θεὸς εἶναι ἀπείρως
σοφὸς καὶ δίκαιος, ὁ ἄνθρωπος ἀντιθέτως
κολυμβᾷ μέσα εἰς λόγους ματαίους καὶ ξένους
πρὸς τὴν πραγματικὴν ἀλήθειαν·
ὁ θνητὸς δὲ γεννᾶται ἀπὸ
τὴν γυναῖκα μητέρα του ὅμοιος πρὸς
ἄγριον ὄνον, ἀτίθασος καὶ αὐτὸς
καὶ ἀχαλίνωτος σὰν ἐκεῖνον.
|
13
Εἰ γὰρ σὺ καθαρὰν ἔθου τὴν
καρδίαν σου, ὑπτιάζεις δὲ χεῖρας
πρὸς αὐτόν, |
13
Διότι, ἐὰν σὺ θεωρῇς ὅτι
ἔχεις καθαρὰν τὴν καρδίαν, ὕψωσε
τὰς χεῖρας σου πρὸς τὸν Θεόν.
|
13
Ἐὰν ὅμως σὺ καθαρίσῃς τὴν
καρδίαν σου, σηκώνῃς δὲ ὑπτίας τὰς
χεῖρας σου εἰς προσευχὴν πρὸς Αὐτόν,
|
14
εἰ ἄνομόν τί ἐστιν ἐν
χερσί σου, πόρρω ποίησον αὐτὸ
ἀπὸ σοῦ, ἀδικία δὲ ἐν
διαίτῃ σου μὴ αὐλισθήτω.
|
14
Ἐὰν ὅμως ὑπάρχῃ κάποιο
παράνομον ἔργον εἰς τὰ χέρια
σου, ἀπομάκρυνέ το ἀπὸ σέ.
Ἀδικία δὲ ἂς μὴ ὑπάρχῃ
καὶ ἂς μὴ παραμένῃ εἰς
σὲ καὶ εἰς τὴν κατοικίαν σου.
|
14
ἐὰν ὑπάρχῃ κάτι παράνομον καὶ
ἄδικον εἰς τὰς χεῖρας σου, ἀπομάκρυνέ
το ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου, ἀδικία
δὲ ἂς μὴ παραμείνῃ καὶ ἂς
μὴ διανυκτερεύσῃ εἰς τὴν κατοικίαν
σου. |
15
Οὕτως γὰρ ἀναλάμψει σου τὸ πρόσωπον
ὥσπερ ὕδωρ καθαρόν, ἐκδύσῃ
δὲ ρύπον, καὶ οὐ μὴ φοβηθῇς·
|
15
Ἔτσι δὲ τὸ πρόσωπόν σου θὰ
ἀναλάμψῃ καθαρόν, ὡσὰν
τὸ ὑλοκάθαρον ὕδωρ· θὰ
ἀποβάλῃς δὲ κάθε ρύπον
ἀπὸ τὴν ψυχήν σου καὶ δὲν
θὰ ἔχῃς νὰ φοβηθῇς τίποτε.
|
15
Σοῦ συνιστῶ δὲ ταῦτα καὶ τὴν
ἀποχὴν ἀπὸ πάσης ἀδικίας, διότι
ἔτσι τὸ πρόσωπόν σου θὰ γίνῃ καὶ
πάλιν λαμπρὸν καὶ καθαρόν, σὰν τὸ
διαυγὲς καὶ καθαρὸν νερόν, θὰ ἐκδυθῇς
δὲ καὶ θὰ ἀποβάλῃς τὸν
ρύπον τῶν ἁμαρτιῶν καὶ δὲν θὰ
φοβηθῇς πλέον νέαν τινὰ τιμωρίαν ἀπὸ
τὸν Θεόν. |
16
καὶ τὸν κόπον ἐπιλήσῃ
ὥσπερ κῦμα παρελθὸν καὶ οὐ πτοηθήσῃ.
|
16
Τότε τὰς ταλαιπωρίας καὶ τὰς
θλίψεις σου θὰ λησμονήσῃς, ὅπως
λησμονεῖται τὸ κῦμα ποὺ διέρχεται,
καὶ δὲν θὰ ἔχῃς νὰ πτοηθῇς
ἀπὸ τίποτε.
|
16
Καὶ τὴν δυστυχίαν, ποὺ ὑποφέρεις τώρα,
θὰ τὴν ξεχάσῃς, σὰν κῦμα ποὺ
ἐπέρασε καὶ ἐχάθη, καὶ δὲν
θὰ φοβῆσαι, μήπως καὶ πάλιν δυστυχήσῃς.
|
17
Ἡ δὲ εὐχή σου ὥσπερ ἑωσφόρος,
ἐκ δὲ μεσημβρίας ἀνατελεῖ σοι
ζωή· |
17
Οἱ πόθοι καὶ ἡ εὐχή σου
θὰ εἶναι λαμπροὶ ὡσὰν τὸ
πρωϊνὸν ἀστέρι, τὸν αὐγερινόν.
Ἡ ζωή σου θὰ ἀνατείλῃ
καὶ θὰ λάμψῃ σὰν τὸ φῶς
τῆς μεσημβρίας.
|
17
Ἡ εὐχή σου δέ, ποὺ ἐκφράζει
τοὺς πόθους σου τώρα, θὰ πραγματοποιηθῇ
λαμπρῶς σὰν τὸ πρωϊνὸν ἄστρον,
ποὺ λέγεται ἑωσφόρος ἢ αὐγερινός,
ἡ ζωή σου δὲ θὰ ἀνατείλῃ
καὶ θὰ λάμψῃ σὰν τὸ φῶς
τῆς μεσημβρίας. |
18
πεποιθώς τε ὅτι ἔστι σοι ἐλπίς,
ἐκ δὲ μερίμνης καὶ φροντίδος
ἀναφανεῖταί σοι εἰρήνη.
|
18
Θὰ ζῇς καὶ θὰ βαδίζῃς
μὲ πεποίθησιν εἰς τὴν ἀσφάλειάν
σου, διότι θὰ ἐλπίζῃς εἰς
τὸν Θεὸν. Παρ' ὅλας δὲ τὰς μερίμνας
καὶ φροντίδας τῆς ζωῆς σου, θὰ
λάμπῃ καὶ θὰ παραμένῃ
εἰς σὲ ἡ εἰρήνη.
|
18
Καὶ θὰ εἶσαι πάντοτε γεμᾶτος πεποίθησιν
διὰ τὴν ἀσφάλειάν σου, διότι θὰ ὑπάρχῃ
εἰς σὲ ἐλπίς, ποὺ θὰ σοῦ
τὴν ἐμπνέῃ ἡ προστασία τοῦ
Θεοῦ· ὅταν δὲ μέριμναι καὶ φροντίδες
ἐπέρχωνται νὰ σὲ ζαλίσουν, ἀπὸ
τὴν σύγχυσιν αὐτὴν θὰ ἀναφαίνεται
εἰς σὲ εἰρήνη. |
19
ἡσυχάσεις γάρ, καὶ οὐκ ἔσται
ὁ πολεμῶν σε· μεταβαλόμενοι δὲ
πολλοί σου δεηθήσονται. |
19
Θὰ ἀπολαμβανῃς ἡσυχίαν καὶ
εἰρήνην, διότι κανεὶς δὲν θὰ
ὑπάρξῃ, ποὺ νὰ σὲ ἐπιβουλεύεται
καὶ νὰ σὲ πολεμῇ. Πολλοὶ δὲ
ἀπὸ αὐτούς, οἱ ὕποιοι
σήμερον σὲ καταφρονοῦν, θὰ μεταβάλλουν
στάσιν ἀπέναντί σου καὶ θὰ
σὲ παρακαλοῦν ζητοῦντες τὴν βοήθειάν
σου. |
19
Θὰ ἀπολαμβάνῃς δὲ εἰρήνην. Διότι
καὶ κατὰ τὴν νύκτα θὰ ἠσυχάζῃς,
παραδιδόμενος εἰς ὕπνον ἀδιατάρακτον,
καὶ κανεὶς δὲν θὰ εἶναι ποὺ
νὰ σὲ ἐπιβουλεύεται καὶ νὰ σὲ
πολεμῇ. Πολλοὶ δὲ ἀπὸ αὐτούς,
ποὺ τώρα σὲ περιφρονοῦν, θὰ μεταβάλουν
στάσιν καὶ θὰ σὲ παρακαλοῦν ἱκετεύοντες
τὴν προστασίαν σου. |
20
Σωτηρία δὲ αὐτοὺς ἀπολείψει·
ἡ γὰρ ἐλπὶς αὐτῶν ἀπώλεια,
ὀφθαλμοὶ δὲ ἀσεβῶν τακήσονται.
|
20
Διὰ τοὺς ἀσεβεῖς ὅμως δὲν
θὰ ὑπάρχῃ σωτηρία, διότι
ἡ ἐλπίς αὐτῶν στηρίζεται
εἰς τὰ μάταια καὶ ἁμαρτωλὰ
καὶ ὄχι εἰς τὸν Θεόν. Τὰ
μάτια τῶν ἀσεβῶν θὰ λυώσουν
ἀπὸ τὴν ματαίαν ἐλπίδα
καὶ προσμονήν>. |
20
Αὐτοὺς ὅμως, ποὺ μὲ ψεύδη ζητοῦν
νὰ ἐξασφαλίσουν βίον εὐτυχῆ, θὰ
τοὺς ἐγκαταλίπῃ ἡ σωτηρία διότι ἡ
ἐλπίς των στηρίζεται ἐπάνω εἰς πράγματα
ποὺ χάνονται καὶ ὄχι εἰς τὸν
Θεόν· τὰ μάτια δὲ τῶν ἀσεβῶν
θὰ λειώσουν ἀπὸ τὸν κόπον καὶ
τὴν ματαίαν ἀναμονήν>. |