Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
δοὺ
ταῦτα ἑώρακέ μου ὁ ὀφθαλμὸς
καὶ ἀκήκοέ μου τὸ οὖς·
|
ὐτά,
διὰ τὰ ὁποῖα ἐκάματε λόγον
τὰ εἶδαν καὶ τὰ ἰδικά
μου μάτια. Τὰ ἔχουν ἀκούσει
καὶ τὰ ἰδικά μου αὐτιά.
|
δοὺ
ὅλα αὐτά, περὶ τῶν ὁποίων ὡμίλησα,
τὰ ἔχουν ἴδει τὰ μάτια μου εἰς
πολλὰς περιπτώσεις ἐπαληθεύοντα καὶ
τὰ ἔχουν ἀκούσει τὰ αὐτιά μου
ἐπιβεβαιούμενα καὶ ἀπὸ τὴν πεῖραν
ἄλλων πρεσβυτέρων μου. |
2
καὶ οἶδα ὅσα καὶ ὑμεῖς
ἐπίστασθε, καὶ οὐκ ἀσυνετώτερός
εἰμι ὑμῶν. |
2
Γνωρίζω καὶ ἐγὼ ὅσα καὶ
σεῖς γνωρίζετε, καὶ δὲν εἶμαι
κατώτερος ἀπὸ σᾶς ὡς πρὸς
τὴν σύνεσιν καὶ τὴν γνῶσιν.
|
2
Καὶ ξεύρω καὶ ἐγὼ ὅσα ἠξεύρετε
καὶ σεῖς, καὶ δὲν εἶμαι ἀσυνετώτερος
καὶ ἀμαθέστερος ἀπὸ σᾶς.
|
3
Οὐ μὴν δ' ἀλλ' ἐγὼ πρὸς
Κύριον λαλήσω, ἐλέγξω δὲ ἐναντίον
αὐτὸ ἐὰν βούληται.
|
3
Ἐγὼ ὅμως θέλω νὰ ὁμιλήσω
πρὸς τὸν Κύριον, νὰ ἐξετάσω
καὶ νὰ συζητήσω ἐνώπιόν
του, ἐὰν θέλῃ, δι' αὐτὰ
τὰ ὁποῖα εἴπατε.
|
3
Δὲν θὰ σᾶς ἀκούσω λοιπόν, ἀλλ’
ἐγὼ θὰ ὁμιλήσω πρὸς τὸν
Κύριον, ἐνώπιον δὲ αὐτοῦ, ἐὰν
θελήσῃ, θὰ ἐξετάσω καὶ θὰ συζητήσω
περὶ αὐτῶν ποὺ μοῦ λέγετε.
|
4
Ὑμεῖς δέ ἐστε ἰατροὶ ἄδικοι
καὶ ἰαταὶ κακῶν πάντες.
|
4
Σεῖς εἶσθε ἰατροὶ ἀκατάρτιστοι
καὶ ἄδικοι καὶ ἡ προσφερομένη
ἀπὸ ὅλους σας θεραπεία τῶν κακῶν
εἶναι ματαία καὶ ἀτυχής.
|
4
Σεὶς ὅμως εἶσθε ἰατροὶ ἄδικοι
καὶ ὅλοι σας θεραπευταὶ κακῶν φαρμάκων,
ποὺ δὲν φέρουν ὠφέλειαν, ἀλλὰ
βλάπτουν. |
5
εἴη δὲ ὑμῖν κωφεῦσαι, καὶ
ἀποβήσεται ὑμῖν εἰς σοφίον.
|
5
Εἴθε νὰ ἐκρατούσατε τὸ στόμα
σας κλειστόν, ὡσὰν τὸν ἄνθρωπον
ποὺ δὲν ἀκούει. Αὐτὴ ἡ
σιωπή σας θὰ ἀπέβαινε καὶ θὰ
ἐθεωρεῖτο σοφία πρὸς τιμήν σας.
|
5
Εἴθε δὲ νὰ ἐσιωπᾶτε σὰν
κωφοί, ποὺ δὲν ἀκούουν τίποτε, καὶ
τότε ἡ σιωπή σας αὐτὴ θὰ σᾶς
παρουσίαζε σοφοὺς καὶ συνετούς.
|
6
Ἀκούσατε ἐλέγχον τοῦ στόματός
μου, κρίσιν δὲ χειλέων μου προσέχετε.
|
6
Ἀκούσατε, λοιπόν, ἀπὸ τὸ
στόμα μου ἔλεγχον καὶ ἐπιτίμησιν.
Προσέχετε εἰς τὴν κρίσιν, ἡ
ὁποία ἐξέρχεται ἀπὸ τὰ
χείλη μου. |
6
Ἀκούσατε δὲ καὶ σεῖς τὸν ἔλεγχον
καὶ τὴν ἐπιτίμησιν, τὴν ὁποίαν
θὰ σᾶς εἴπῃ τὸ στόμα μου, προσέχετε
δὲ εἰς τὴν ἐπίκρισιν, ποὺ θὰ
ἐξέλθῃ ἀπὸ τὰ χείλη μου.
|
7
Πότερον οὐκ ἔναντι Κυρίου λαλεῖτε,
ἔναντι δὲ αὐτοῦ φθέγγεσθε δόλον;
|
7
Τί λοιπόν; Ἐμπρὸς εἰς τὸν
Θεὸν δὲν ὁμιλεῖτε; Ἐμπρὸς
εἰς τὸν Κύριον τολμᾶτε νὰ ἐκφράζετε
δολιότητας καὶ ὑποκρισίας;
|
7
Μήπως δὲν ὁμιλεῖτε ἐνώπιον τοῦ
Κυρίου, ἀλλὰ σὰν νὰ εἶχεν ἀνάγκην
συνηγόρου ὁ Κύριος, λέγετε ψευδῆ καὶ ἀσύστατα,
ὦσαν νὰ μὴ ἠδύνατο ὁ Κύριος
να καταστήσῃ φανερὰς τὰς δικαίας ἐνεργείας
του; |
8
Ἦ ὑποστελεῖσθε; Ὑμεῖς δὲ
αὐτοὶ κριταὶ γίνεσθε.
|
8
Ἀλήθεια, δὲν συστέλλεσθε; Δὲν
φοβεῖσθε; Τί λέγω; Γίνεσθε σεῖς
οἱ ἴδιοι κριταὶ καὶ παραμερίζετε
τὸν Θεόν;
|
8
Ἢ θὰ μεροληπτήσετε σεῖς πρὸς χάριν
του, ὡσὰν νὰ ἔχῃ αὐτὸς
ἀνάγκην διὰ μεροληψίας να δικαιολογηθῶ;
Σεῖς δὲ οἱ ἀσθενεῖς καὶ
ἀδύνατοι γίνεσθε κριταί, διὰ νὰ ὑπερασπίσητε
τὸν ἐν πᾶσι δίκαιον Κριτὴν
|
9
Καλόν γε, ἐὰν ἐξιχνιάσῃ
ὑμᾶς· εἰ γὰρ τὰ πάντα
ποιοῦντες προστεθήσεσθε αὐτῷ,
|
9
Καλὸν βέβαια καὶ συμφέρον θὰ
εἶναι διὰ σᾶς, ἐὰν ὁ Θεὸς
σᾶς ἐξετάσῃ καὶ ἐξερευνήσῃ.
Καὶ ἂν ἀκόμη σεῖς πράττετε
τὰ πάντα, διὰ νὰ τεθῆτε κοντὰ
εἰς αὐτόν,
|
9
Καλὸν βέβαια θὰ εἶναι διὰ σᾶς,
ἐὰν σᾶς ἐξετάσῃ καὶ
σᾶς ἐρευνήσῃ ὁ Θεός! Εἴθε σεῖς,
ποὺ κάνετε τὰ πάντα καὶ παρουσιάζεσθε παντοῦ
ἐμπρός, νὰ προστεθῆτε εἰς Αὐτόν,
γινόμενοι καὶ σεὶς σὰν Αὐτόν!
|
10
οὐθὲν ἧττον ἐλέγξει ὑμᾶς·
εἰ δὲ καὶ κρυφῇ πρόσωπα θαυμάσεσθε,
|
10
οὐχ ἧττον ὁ Θεὸς θὰ σᾶς
ἐλέγξῃ καὶ θὰ σᾶς τιμωρήσῃ,
ἐὰν ἀπὸ ἀπόκρυφα καὶ
μυστικὰ ἐλατήρια προσωποληπτῆτε ὑπὲρ
προσώπων. |
10
Ὀσονδήποτε δὲ καὶ ἂν προσωποληπτῆτε
ὑπὲρ τοῦ Θεοῦ, ὅταν σᾶς
ἐξετάσῃ, δὲν θὰ ἐμποδισθῇ
ἀπὸ τὴν προσωποληψίαν σας αὐτὴν
νὰ σᾶς ἐλέγξῃ καὶ νὰ σᾶς
τιμωρήσῃ· ἐὰν δὲ καὶ ἀπὸ
τὰ κρυφὰ ἐλατήρια τοῦ θαυμασμοῦ
πρὸς πρόσωπα μεροληπτῆτε, |
11
πότερον οὐχὶ δεῖνα αὐτοῦ
στροβήσει ὑμᾶς, φόβος δὲ παρ'
αὐτοῦ ἐπιπεσεῖται ὑμῖν;
|
11
Λοιπόν, αἱ δίκαιαι τιμωρίαι παρὰ
τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ σᾶς περιτυλίξουν
καὶ στριφογυρίσουν καὶ ὁ φόβος
καὶ τρόμος ἀπὸ αὐτὸν δὲν
θὰ ἐπιπέσῃ βαρὺς ἐπάνω
σας; |
11
δὲν θὰ σᾶς στριφογυρίσουν αἱ δειναὶ
τιμωρίαι του, δὲν θὰ ἐπιπέσῃ
δὲ φόβος εἰς σᾶς ἀπὸ Αὐτόν,
ὅπως καὶ εἰς πάντα ἔνοχον;
|
12
Ἀποβήσεται δὲ ὑμῶν τὸ
γαυρίαμα ἴσα σποδῷ, τὸ δὲ σῶμα
πήλινον. |
12
Ἡ ἀλαζονεία καὶ ἡ δόξα
σας θὰ καταντήσουν ὡσὰν τὴν
στάκτην. Γνωρίζετε δὲ ὅτι τὸ
σῶμα σας εἶναι ἀπὸ πηλόν, ὅπως
καὶ τοῦ κάθε ἀνθρώπου.
|
12
Ὅταν δὲ ἐπιπέσῃ ἡ τρομερὰ
ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπάνω σας, ἡ
ὑπερηφάνειά σας καὶ κάθε τι, διὰ τὸ
ὁποῖον καυχᾶσθε, θὰ ἐξισωθῇ
πρὸς τὴν στάκτην, τὸ δὲ σῶμα
σας θὰ γίνῃ πηλὸς καὶ στάκτη.
|
13
Κωφεύσατε, ἵνα λαλήσω καὶ ἀναπαύσωμαι
θυμοῦ |
13
Τώρα, λοιπόν, σιωπήσατε. Μείνατε ὡσὰν
κωφοί, διὰ νὰ ὁμιλήσω ἐγὼ
πρὸς σᾶς καὶ νὰ ἀνακουφισθῶ
ἀπὸ τὸν θυμόν, ὁ ὁποῖος
μὲ κατέχει.
|
13
Καὶ τώρα σιωπήσατε καὶ καθίσατε σὰν κωφοὶ
διὰ νὰ ὁμιλήσω, χωρὶς νὰ μὲ
διακόψετε, καὶ διὰ νὰ ξεσπάσω καὶ
ἀνακουφισθῶ ἀπὸ τὴν πίεσιν τῶν
σκέψεων καὶ παραπόνων μου. |
14
ἀναλαβὼν τὰς σάρκας μου τοῖς
ὀδοῦσι, ψυχὴν δέ μου θήσω ἐν
χειρί |
14
Θὰ σφίξω μὲ τὰ δόντια μου τὸ
σῶμα μου, τὴν δὲ ζωήν μου θὰ
τὴν θέσω καὶ θὰ τὴν κρατήσω
εἰς τὸ χέρι μου.
|
14
Ὑποφέρω τόσον πολύ, ὥστε κρατῶ τὰς
σάρκας μου δαγκωμένας μὲ τὰ δόντια μου, τὴν
δὲ ζωήν μου τὴν ἔχω στὰ χέρια μου
παρακινούμενος νὰ θέσω τέρμα εἰς αὐτήν.
|
15
Ἐάν με χειρώσηται ὁ δυνάστης,
ἐπεὶ καὶ ἦρκται, ἦ μὴν
λαλήσω καὶ ἐλέγξω ἐναντίον
αὐτοῦ· |
15
Ἐὰν πρόκειται νὰ μὲ συλλάβῃ
καὶ νὰ μὲ θανατώσῃ ὁ παντοδύναμος
Κύριος, διότι ἤδη ἔχει ἀρχίσει
νὰ μὲ ταλαιπωρῇ μὲ τὰς θλίψεις,
σᾶς βεβαιῶ ὅτι ἐγὼ θὰ
ὅμιλήσω. Θὰ ὑπερασπισθῶ τὴν
ἀθωότητά μου ἐνώπιον αὐτοῦ.
|
15
Ἐὰν μὲ φονεύσῃ ὁ ἔχων
πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν Κύριος - λέγω
τοῦτο, διότι ἤδη ἔχει ἀρχίσει νὰ
μὲ μεταχειρίζεται ὡς αἰχμάλωτον - σᾶς
βεβαιῶ, ἐγὼ θὰ ὁμιλήσω καὶ
θὰ ὑπερασπισθῶ τὴν ἀθωότητά
μου ἐνώπιόν του. |
16
καὶ τοῦτό μοι ἀποβήσεται εἰς
σωτηρίαν, οὐ γὰρ ἐναντίον αὐτοῦ
δόλος εἰσελεύσεται, |
16
Ἡ παρρησία μου αὐτὴ θὰ ἀποβῇ
εἰς ὠφέλειαν καὶ σωτηρίαν μου,
διότι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου δὲν
ἠμπορεῖ νὰ εἰσχωρήσῃ καὶ
νὰ σταθῇ ἡ δολιότης.
|
16
Καὶ τοῦτο θὰ μοῦ ἀποβῇ
εἰς σωτηρίαν. Διότι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ
δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰσχωρήσῃ
ψεῦδος ἢ δόλος. Καὶ συνεπῶς σωτήρ
μου θὰ εἶναι αὐτὸς ὁ Θεός.
|
17
ἀκούσατε ἀκούσατε τὰ ρήματά
μου, ἀναγγελῶ γὰρ ὑμῶν ἀκουόντων.
|
17
Ἀκούσατε, ἀκούσατε τὰ λόγια
μου, διότι θὰ ὁμιλήσω καὶ θὰ
τὰ ἀναγγείλω πρὸς σᾶς, ἐφ'
ὅσον φυσικὰ σεῖς θὰ θελήσετε
νὰ μὲ ἀκούσετε.
|
17
Ἀκούσατε μετ’ ἐνδιαφέροντος, ἀκούσατε μετὰ
προσοχῆς τοὺς λόγους μου, διότι θὰ καταστήσω
γνωστὴν δημοσίᾳ τὴν συμπεριφοράν μου, καθ'
ὃν χρόνον σεῖς θὰ ἀκούετε, χωρὶς
νὰ μὲ διακόπτετε. |
18
Ἰδοὺ ἐγὼ ἐγγὺς εἰμι
τοῦ κρίματός μου, οἶδα ἐγὼ
ὅτι δίκαιος ἀναφανοῦμαι·
|
18
Ἰδοὺ ἐγὼ εὑρίσκομαι πλησίον
τῆς δικαίας κρίσεως καὶ ἀποφάσεως,
ποὺ θὰ ἐκδοθῇ δι' ἐμέ.
Γνωρίζω δὲ καλὰ καὶ ἔχω τὴν
πεποίθησιν, ὅτι θὰ φανῶ καὶ
θὰ ἀποδειχθῶ δίκαιος. |
18
Ἰδοὺ ἐγὼ εἶμαι πλησίον τῆς
κρίσεως καὶ ἀποφάσεως, ἡ ὁποία θὰ
ἐκδοθῇ περὶ ἐμοῦ· γνωρίζω
καλὰ ὅτι θὰ φανῶ τότε δίκαιος.
|
19
τίς γὰρ ἐστιν ὁ κριθησόμενός
μοι, ὅτι νῦν κωφεύσω καὶ ἐκλείψω;
|
19
Διότι ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος θὰ μὲ κρίνῃ καὶ
θὰ μὲ κατακρίνῃ; Ἐὰν παρουσιάσῃ
βασίμους κατηγορίας, ἐγὼ θὰ
μείνω ὡσὰν κωφὸς καὶ θὰ
δεχθῶ ὡς τιμωρίαν τὸν ἐξαφανισμόν.
|
19
Διότι ποῖος θὰ μὲ κατηγορήσῃ καὶ
θὰ κριθῇ μετ’ ἐμοῦ; Ἂς ἔλθῃ.
Διότι ἐὰν προβάλῃ βασίμους κατηγορίας κατ’
ἐμοῦ, ἐγὼ θὰ σιωπήσω καὶ
θὰ δεχθῶ ὡς τιμωρίαν τὸν θάνατόν μου.
|
20
Δυοῖν δέ μοι χρήσῃ· τότε
ἀπὸ τοῦ προσώπου σου οὐ κρυβήσομαι.
|
20
Δύο ὅμως πράγματα παρακαλῶ νὰ
μοῦ παραχωρήσῃς, Κύριε, καὶ
τότε ἐγὼ δὲν θὰ ἀποκρυβῶ
ἀπὸ τὸ πρόσωπόν σου, ἀλλὰ
θὰ ὁμιλήσω ἄφοβα.
|
20
Παρακαλῶ δὲ σέ, Κύριε, ἵνα μοῦ δώσῃς
δύο τινά, καὶ τότε ἐγὼ δὲν θὰ
κρυβῶ ἀπὸ τὸ πρόσωπόν σου, ἀλλὰ
θὰ ὁμιλήσω ἄφοβα καὶ θὰ φανερώσω
ὅλον τὸν ἑαυτόν μου. |
21
Τὴν χεῖρα ἀπ' ἐμοῦ ἀπέχου,
καὶ ὁ φόβος σου μή με καταπλησσέται.
|
21
Ἀπομάκρυνε ἀπὸ ἐμὲ τὴν
τιμωρὸν χεῖρα σου καὶ ἂς μὴ
μὲ κατατρομάζῃ ὁ φόβος, τὸν
ὁποῖον ἐμπνέει ἡ παρουσία
σου. |
20
Παρακαλῶ δὲ σέ, Κύριε, ἵνα μοῦ δώσῃς
δύο τινά, καὶ τότε ἐγὼ δὲν θὰ
κρυβῶ ἀπὸ τὸ πρόσωπόν σου, ἀλλὰ
θὰ ὁμιλήσω ἄφοβα καὶ θὰ φανερώσω
ὅλον τὸν ἑαυτόν μου. |
22
Εἶτα καλέσεις, ἐγὼ δέ σοι ὑπακούσομαι·
ἢ λαλήσεις, ἐγὼ δέ σοι δώσω
ἀνταπόκρισιν. |
22
Ἔπειτα θὰ μὲ καλέσῃς, ἐγὼ
δὲ θὰ σὲ ἀκούσω μὲ εὐλάβειαν,
ἢ θὰ μοῦ ὁμιλήσῃς, ἐγὼ
δὲ θὰ σοῦ δώσω ἀπάντησιν
εἰς ὅ,τι θὰ μὲ ἐρωτήσῃς.
|
22
Ὅταν δὲ μοῦ δώσῃς τὰ δύο αὐτά,
θὰ μὲ καλέσῃς, ἐγὼ δὲ
θὰ σὲ ἀκούσω εὐλαβῶς, ἢ
θὰ μοῦ ὁμιλήσῃς, ἐγὼ δὲ
εἰς ὅ,τι μὲ ἐρωτήσῃς, θὰ
σοῦ δώσω ἀπόκρισιν. |
23
Πόσαι εἰσὶν αἱ ἁμαρτίαι
μου καὶ ἀνομίαι μου; Δίδαξόν
με τίνες εἰσί. |
23
Καὶ πρῶτα ἀπὸ ὅλα ἐρωτῶ,
Κύριε· πόσαι καὶ ποῖαι εἶναι
αἱ ἁμαρτίαι μου καὶ αἱ παραβάσεις
τοῦ νόμου σου, εἰς τὰς ὁποίας
ἔχω ὑποπέσει; Δίδαξέ με ποιὲς
εἶναι αὐτές.
|
23 Καὶ πρωτίστως σὲ παρακαλῶ, Κύριε, νὰ
μὲ διδάξῃς πόσαι εἶναι αἱ ἁμαρτίαι
μου καὶ αἱ παραβάσεις τοῦ νόμου Σου,
εἰς τὰς ὁποίας ὑπέπεσα. Δίδαξόν
με καὶ πληροφόρησόν με Σύ, ποῖαι εἶναι αὗται.
|
24
Διατὶ ἀπ' ἐμοῦ κρύπτῃ,
ἥγησαι δέ με ὑπεναντίον σοι;
|
24
Διατί, Κύριε, κρύβεσαι ἀπὸ ἐμέ;
Μήπως νομίζεις ὅτι εἶμαι ἐχθρός
σου; |
24
Διατὶ κρύπτεσαι ἀπὸ ἐμὲ καὶ
δὲν μοῦ ὁμιλεῖς; Διατὶ δὲ
μὲ νομίζεις, ὅτι εἶμαι ὑπεναντίος
καὶ ἐχθρός σου; |
25
Ἦ ὡς φύλλον κινούμενον ὑπὸ
ἀνέμου εὐλαβηθήσῃ ἢ ὡς
χόρτῳ φερομένῳ ὑπὸ πνεύματος
ἀντίκεισαί μοι; |
25
Ἢ δὲν θὰ θελήσῃς νὰ προφύλαξῃς
ἐμέ, ποὺ ὁμοιάζω πρὸς
φύλλον, τὸ ὁποῖον κινεῖται ἐδῶ
καὶ ἐκεῖ ἀπὸ τὸν ἄνεμον;
῍Η εἶσαι δυσμενῶς διατεθειμένος ἀπέναντι
ἐμοῦ, ὁ ὁποῖος ὁμοιάζω
μὲ ξηρὸ χορτάρι, ποὺ τὸ σηκώνει
καὶ τὸ παρασύρει ὁ ἄνεμος;
|
25
Ἢ δὲν θὰ θελήσῃς νὰ μὲ
φυλάξῃς, ποὺ κατὰ τὴν ἀδυναμίαν
ὁμοιάζω πρὸς φύλλον, ποὺ κινεῖται
ἀπὸ ἄνεμον, ἢ εἶσαι δυσμενῶς
διατεθειμένος εἰς ἐμέ, σὰν εἰς χόρτον
ξηρόν, ποὺ τὸν σηκώνει καὶ τὸν πετᾷ
ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἡ πνοὴ
τοῦ ἀνέμου; |
26
Ὅτι κατέγραψας κατ' ἐμοῦ κακά,
περιέθηκας δέ μοι νεότητος ἁμαρτίας,
|
26
Ἔγραψες καὶ ἐξέδωσες ἐναντίον
μου βαρείας καὶ ὀδυνηρὰς δι' ἐμὲ
ἀποφάσεις. Διότι μοῦ κατελόγισες
ἁμαρτίας νεότητός μου.
|
26
Λέγω ταῦτα, διότι μὲ κατεδίκασας νὰ ὑποστῶ
πικρὰς καὶ κακὰς τιμωρίας, μὲ περιέβαλες
δὲ μὲ τὰς ἁμαρτίας τῆς νεότητάς
μου, |
27
ἔθου δὲ μου τὸν πόδα ἐν κωλύματι,
ἐφύλαξας δέ μου πάντα τὰ ἔργα,
εἰς δὲ ρίζας τῶν ποδῶν μου ἀφίκου·
|
27
Ἔθεσες ἀκίνητα τὰ πόδια μου
εἰς βασανιστικὰ δεσμά. Κατέγραψες
δὲ λεπτομερῶς ὅλα μου τὰ ἔργα,
διὰ νὰ μοῦ ζητήσῃς λόγον.
Ἔφθασες ἕως καὶ εἰς αὐτὰ
τὰ πρῶτα βήματα τῆς ζωῆς καὶ
συμπεριφορᾶς μου.
|
27
ἔθεσας δὲ τοὺς πόδας μου εἰς τὸ
βασανιστικὸν ὄργανον, διὰ τοῦ ὁποίου
κρατοῦνται σφιγμένοι καὶ ἀκίνητοι, ἐφύλαξες
δὲ ὅλα μου τὰ ἔργα διὰ νὰ
μοῦ ζητῇς λόγον δι’ αὐτά, καὶ ἔφθασες
εἰς αὐτὰς ἀκόμη τὰς πρώτας
πράξεις μου καὶ τὰς ἀρχὰς τῶν
διαβημάτων μου καὶ τῆς συμπεριφορᾶς
μου. |
28
ὃ παλαιοῦται ἴσα ἀσκῷ ἢ
ὥσπερ ἱμάτιον σητόβρωτον.
|
28
Τὸ σῶμα μου ἔχει στεγνώσει καὶ
παληώσει, ὅπως τὸ ἀσκί. Ἔχει
καταστραφῇ σὰν τὸ ἔνδυμα, ποὺ
τὸ κατέφαγεν ὁ σκόρος. |
28
Ὄχι δὲ μόνον οἱ πόδες, ἀλλ’ ὁλόκληρον
τὸ σῶμα παλιώνει σὰν τὸν ἀσκόν,
ὅστις μὲ τὸν καιρὸν σήπεται καὶ
εἶναι ἄχρηστος, ἢ ὅπως τὸ ροῦχον
τὸ σκωροφαγωμένον. |