Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
πολαβὼν
δὲ Σωφὰρ ὁ Μιναῖος λέγει·
|
λαβε
τὸν λόγον ὁ Σωφὰρ ὁ Μιναῖος
καὶ εἶπε·
|
αβὼν
δὲ τὸν λόγον ὁ Σωφὰρ ὁ Μιναῖος
εἶπε: |
2
οὐχ οὕτως ὑπελάμβανον ἀντερεῖν
σε τούτα, καὶ οὐχὶ συνίετε μᾶλλον
ἢ καὶ ἐγώ. |
2
<δὲν ἐπίστευα, ὅτι σὺ θὰ
ἀντέλεγες ἔτσι καὶ ἀπαντῶν
θὰ ἔλεγες αὐτὰ τὰ λόγια.
Δὲν καταλαβαίνεις σὺ καλύτερον, παρ'
ὅσον ἐγώ. |
2
<Δὲν ἐνόμιζα, ὅτι θὰ ἀντέλεγες
σὺ ἔτσι προβάλλων αὐτά, ποὺ εἶπες.
Καὶ δὲν καταλαβαίνεις καλύτερον παρ’ ὅσον
ἐγώ. |
3
Παιδείαν ἐντροπῆς μου ἀκούσομαι,
καὶ πνεῦμα ἐκ τῆς συνέσεως ἀποκρίνεταί
μοι. |
3
Τὰς κατηγορίας σου, μὲ τὰς ὁποίας
ἠθέλησες νὰ μὲ κάμῃς νὰ
ἐντραπῶ, τὰς ἤκουσα. Ὑπάρχει
ὅμως καὶ μέσα εἰς ἐμὲ
πνεῦμα συνέσεως, ποὺ δίδει ἀποκρίσεις,
διὰ νὰ ἀπαντήσω πρὸς σέ.
|
3
Ἤκουσα τὴν ἐλεγκτικὴν διδασκαλίαν,
διὰ τῆς ὁποίας μὲ κινεῖς εἰς
ἐντροπήν, καὶ πνεῦμα συνέσεως μοῦ
ἀποκρίνεται ἐσωτερικῶς καὶ μὲ
ὠθεῖ νὰ σοῦ ἀπαντήσω.
|
4
Μὴ ταῦτα ἔγνως ἀπὸ τοῦ
ἔτι, ἀφ' οὗ ἐτέθη ἄνθρωπος
ἐπὶ τῆς γῆς; |
4
Μήπως αὐτά, ποὺ θὰ πῶ,
τὰ ἔμαθες σὺ ἀπὸ τὰ παλαιότατα
χρόνια, ἀπὸ τὴν ἐποχήν,
ποὺ ἐπλάσθη καὶ ἐτοποθετήθη
ὁ ἄνθρωπος ἐπάνω εἰς τὴν
γῆν;
|
4
Μήπως αὐτά, ποὺ θὰ εἴπω, τὰ
ἐγνώρισες ἀπὸ χρόνων παλαιῶν,
ἀφ’ ὅτου ἐτέθη ὁ ἄνθρωπος ἐπὶ
τῆς γῆς· |
5
Εὐφροσύνη γὰρ ἀσεβῶν πτῶμα
ἐξαίσιον, χαρμονὴ δὲ παρανόμων
ἀπώλεια. |
5
Ὅτι δηλαδὴ ἡ χαρὰ καὶ ἡ
καλοζωΐα τῶν ἀσεβῶν καταλήγει εἰς
ἀπαισίαν κατάπτωσιν. Ἡ πολλὴ
δὲ καὶ θορυβώδης χαρὰ τῶν παρανόμων
θὰ εἶναι ἀπώλειά των καὶ
καταστροφή·
|
5
Ὅτι δηλαδὴ ἡ εὐφροσύνη τῶν ἀσεβῶν
καταλήγει εἰς κατάπτωσιν ἀπαισίαν καὶ
ἔκτακτον, ἡ πολλὴ δὲ χαρὰ τῶν
καταπατούντων τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ εἶναι
ἀπώλεια αὐτῶν καὶ καταστροφή.
|
6
Ἐὰν ἀναβῇ εἰς οὐρανὸν
αὐτοῦ τὰ δῶρα, ἡ δὲ θυσία
αὐτοῦ νεφῶν ἅψηται· |
6
ἔστω καὶ ἂν τὰ δῶρα τῶν
ἀσεβῶν φθάσουν μέχρι τοῦ οὐρανοῦ
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ δὲ
καπνὸς τῆς ἀνοίας των ἐγγίσῃ
τὰ σύννεφα. Ἡ τιμωρία τοῦ Θεοῦ
θὰ ἐκσπάσῃ κατὰ τοῦ ἀσεβοῦς.
|
6
Μὴ παραπλανηθῇς, ἐὰν ἀναβοῦν
τὰ πρὸς τὸν Θεὸν δῶρα του εἰς
τὸν οὐρανόν, ὁ δὲ καπνὸς τῆς
θυσίας τοῦ ἀκουμβήσῃ εἰς τὰ
σύννεφα καὶ φανῇ πρὸς στιγμὴν
οὕτω, ὅτι ἡ θεία εὔνοια εἶναι
μαζί του. |
7
ὅταν γὰρ δοκῇ ἤδη κατεστηρίχθαι,
τότε εἰς τέλος ἀπολεῖται·
οἱ δὲ εἰδότες αὐτὸν ἐροῦσι·
ποῦ ἐστιν; |
7
Διότι, ὅταν ὁ ἀσεβὴς πιστεύσῃ
ὅτι εἶναι καλὰ στερεωμένος ἐπὶ
τῆς γῆς, τότε θὰ ἐκσπάσῃ
ἐναντίον του ἡ ὁριστικὴ καταστροφή.
Ἐκεῖνοι δὲ οἱ ὁποῖοι τὸν
ἐγνώριζαν, θὰ ποῦν: Ποῦ εἶναι
τώρα ὁ ἀσεβής;
|
7
Διότι, ὅταν φαίνεται ὅτι ἔχει πλέον στηριχθῆ
ἀκλονήτως, τότε θὰ χαθῇ ὁριστικῶς
καὶ διαπαντός· ἐκεῖνοι δέ, ποὺ ἐγνώρισαν
τὴν δόξαν του, μὴ εὑρίσκοντες κανὲν
ἴχνος αὐτοῦ, θὰ εἴπουν: (Ποῦ
εἶναι;) |
8
Ὥσπερ ἐνύπνιον ἐκπετασθὲν οὐ
μὴ εὑρεθῇ, ἔπτη δὲ ὥσπερ
φάσμα νυκτερινόν. |
8
Ὡσὰν τὸ ὄνειρον, ποὺ ἐπέταξε
καὶ διελύθη, ἔτσι καὶ αὐτὸς
δὲν θὰ εὑρεθῇ. Ἔφυγε καὶ
διελύθη σαν νυκτερινὸ φάντασμα.
|
8
Σὰν ἐνύπνιον, ποὺ ἐπέταξε καὶ
ἐχάθη, ἔτσι καὶ αὐτὸς
δὲν θὰ εὑρεθῇ, ἐπέταξε δὲ
σὰν φάντασμα, ποὺ παρουσιάζεται τὴν νύκτα.
|
9
Ὀφθαλμὸς παρέβλεψε καὶ οὐ προσθήσει,
καὶ οὐκέτι προσνοήσει αὐτὸν
ὁ τόπος αὐτοῦ.
|
9
Τὰ μάτια, τὰ ὁποῖα ἕως
τώρα, ἴσως καὶ μὲ κάποιον φθόνον,
τὸν ἔβλεπαν, δὲν πρόκειται νὰ
τὸν ἰδοῦν καὶ πάλιν. Ἡ
χώρα, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν
ὑπερήφανος καὶ εὐτυχισμένος
αὐτὸς ἐζοῦσε, δὲν θὰ τὸν
ξαναϊδῇ πλέον.
|
9
Τὸ μάτι, ποὺ τὸν εἶδε καὶ τὸν
ἐζήλευσε, δὲν θὰ τὸν ξαναΐδῃ
πλέον, καὶ ὁ τόπος, ποὺ ἐστέκετο
προτήτερα ὑπερήφανος, δὲν θὰ τὸν καταλάβῃ,
οὔτε θὰ τὸν ἀντιληφθῇ ποτὲ
πλέον. |
10
Τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ ὀλέσαισαν
ἥττονες, αἱ δὲ χεῖρες αὐτοῦ
πυρσεύσαισαν ὀδύνας. |
10
Τὰ παιδιά του θὰ τὰ ἐξολοθρεύσουν
κατώτεροί του καὶ ἀσθενέστεροί
του. Μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια
θὰ ἀνάψῃ τὴν φωτιὰ τῶν
πόνων καὶ τῶν θλίψεών του.
|
10
Τὰ παιδιά του θὰ ἐξολοθρεύσουν
οἱ ἀσθενέστεροί του, ποὺ τοὺς περιεφρονεῖ
διὰ τὴν ἀφάνειάν των, τὰ ἴδια
του δὲ τὰ χέρια θὰ ἀνάψουν τὴν
φωτιὰ τῶν πόνων τῆς δυστυχίας του.
|
11
Ὀστᾶ αὐτοῦ ἐνεπλήσθησαν
νεότητας αὐτοῦ, καὶ μετ' αὐτοῦ
ἐπὶ χώματος κοιμηθήσεται. |
11
Τὰ ὀστᾶ του διαποτισμένα ἀπὸ
ἀσθενείας τῶν ἀσωτιῶν τῆς
νεότητός του θὰ ταφοῦν καὶ αὐτὰ
μαζῆ του εἰς τὸ χῶμα τοῦ τάφου.
|
11
Τὰ ὀστᾶ του ἔχουν γεμίσει ἀπὸ
τὸν μολυσμὸν τῶν παρεκτροπῶν τῆς
νεότητός του καὶ θὰ κοιμηθοῦν καὶ
αὐτὰ μαζί του μέσα εἰς τὸ χῶμα
τοῦ τάφου του. |
12
Ἐὰν γλυκανθῇ ἐν στόματι αὐτοῦ
κακία, κρύψει αὐτὴν ὑπὸ
τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ· |
12
Ὅταν αἰσθανθῇ τὴν ὕπουλον γλυκύτητα
τῆς ἁμαρτίας εἰς τὸ στόμα
του, θὰ τὴν κρύψῃ κάτω ἀπὸ
τὴν γλῶσσαν του διὰ νὰ τὴν ἀπολαμβάνῃ,
τάχα, ὅσον τὸ δυνατὸν μακρότερον.
|
12
Ὅταν ἡ κακία θὰ ἐξαπολύσῃ
τὴν ἀπατηλὴν καὶ στιγμιαίαν γλυκύτηταα
της εἰς τὸ στόμα του, αὐτὸς θὰ
τὴν κρύψῃ κάτω ἀπὸ τὴν γλῶσσαν
του, ἐπιζητῶν νὰ τὴν ἀπολαύσῃ
ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον.
|
13
οὐ φείσεται αὐτῆς καὶ οὐκ
ἐγκαταλείψει αὐτὴν καὶ συνάξει
αὐτὴν ἐν μέσῳ τοῦ λάρυγγος
αὐτοῦ, |
13
Μὲ ἀπληστίαν θὰ ρουφᾷ τὴν
γλυκύτητα τῆς ἁμαρτίας. Δὲν
θὰ τὴν ἐγκαταλείψῃ. Θὰ
τὴν φέρῃ ἐπιμελῶς μέσα
εἰς τὸν λάρυγγά του, διὰ νὰ
τὴν ἀπομυζᾷ συνεχῶς.
|
13
Ἀπλήστως τὴν ἀπολαμβάνει καὶ δὲν
λέγει ποτὲ ἀρκεῖ. Οὔτε θὰ τὴν
ἐγκαταλείψῃ. Καὶ θὰ τὴν συνάξῃ
ἐν μέσῳ τοῦ λάρυγγός του γευόμενος διαρκῶς
αὐτήν. |
14
καὶ οὐ μὴ δυνηθῇ βοηθῆσαι ἑαυτῷ·
χολὴ ἀσπίδος ἐν γαστρὶ αὐτοῦ.
|
14
Ἡ δολία ὅμως αὐτὴ γλυκύτης
τῆς ἁμαρτίας δὲν θὰ ἠμπορέσῃ
νὰ τὸν βοηθήσῃ πρὸς μίαν
εὐτυχισμένην ζωήν, ἀλλὰ θὰ
γίνῃ μέσα εἰς τὴν κοιλίαν
του δηλητήριον ὀχιᾶς.
|
14
Καὶ δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ βοηθήσῃ
τὸν ἑαυτόν του, διότι καὶ ἡ τροφή,
τὴν ὁποίαν θὰ λαμβάνῃ πρὸς στήριξιν
τοῦ ὀργανισμοῦ του, θὰ μεταβάλλεται
εἰς τὴν κοιλίαν του εἰς δηλητήριον τοῦ
φιδιοῦ, ποὺ καλεῖται ἀσπίς.
|
15
Πλοῦτος ἀδίκως συναγόμενος ἐξεμεθήσεται,
ἐξ οἰκίας αὐτοῦ ἐξελκύσει
αὐτὸν ἄγγελος, |
15
Πλοῦτος, ὁ ὁποῖος συνήχθη καὶ
ἀπεθησαυρίσθη μὲ ἀδικίας, θὰ
γίνῃ ἐμετός. Ὁ τιμωρὸς
ἄγγελος θὰ τὸν σύρῃ καὶ
θὰ τὸν πετάξῃ ἔξω ἀπὸ
τὸ σπίτι του. |
15
Ὁ πλοῦτος δέ, ὁ ὁποῖος συναθροίζεται
μὲ ἀδικίας, θὰ ἀποβληθῇ δι’
ἐμετοῦ ἀπὸ τὴν οἰκίαν
του, ὅπου τὸν φυλάσσει ὁ ἄδικος, θὰ
τὸν βγάλῃ ἔξω ὄχι ἄνθρωπός τις,
ἀλλ' ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου.
|
16
θυμὸν δὲ δρακόντων θηλάσειεν, ἀνέλοι
δὲ αὐτὸν γλῶσσα ὄφεως.
|
16
Θὰ πίῃ τὸ δηλητήριον φοβερῶν
ὄφεων. Θὰ δηλητηρίασῃ καὶ θὰ
νεκρώσῃ αὐτὸν γλῶσσα φιδιοῦ.
|
16
Δηλητήριον δέ, ποὺ μὲ θυμὸν ἐκχύνουν
δράκοντες, θὰ θηλάσῃ, θὰ τὸν φονεύσῃ
δὲ μὲ τὸ δηλητήριον τῆς γλῶσσα
φιδιοῦ. |
17
Μὴ ἴδοι ἄμελξιν νομάδων, μηδὲ
νομὰς μέλιτος καὶ βουτύρου.
|
17
Δὲν θὰ ἰδῇ τὸ ἄρμεγμα
εἰς τὰς ἀγέλας τῶν ζώων
του. Οὔτε θὰ χαρῇ ἀπὸ τὴν
διανομὴν μέλιτος καὶ βουτύρου.
|
17
Δὲν θὰ ἴδῃ ἰκανοποιημένος ἄρμεγμα
ἀπὸ ἀγέλας ζώων γαλακτοφόρων, οὔτε
μοιρασιὲς μέλιτος καὶ βουτύρου.
|
18
Εἰς κενὰ καὶ μάταια ἐκοπίασε,
πλοῦτον ἐξ οὗ οὐ γεύσεται, ὥσπερ
στρίφνος ἀμάσητος, ἀκατάποτος·
|
18
Κούφια καὶ μάταια ἐκοπίασε δι'
ὅλα αὐτά. Δὲν θὰ ἀπολαύσῃ
τὰ ἀδικοσυναγμένα πλούτη του. Τὰ
πλούτη του θὰ ὁμοιάζουν σὰν
τὸ σκληρὸν καὶ ἀμάσητον κρέας,
ποὺ δὲν καταπίνεται.
|
18
Στα κούφια καὶ μάταια ἐκοπίασε διὰ
νὰ ἀποκτήσῃ πλοῦτον, τὸν ὁποῖον
ἕνεκα τῆς τσιγκουνιᾶς του δὲν θὰ
τὸν ἀπολαύσῃ· σὰν κρέας ἄκληρον,
ποὺ δὲν μασᾶται καὶ δὲν καταπίνεται.
|
19
πολλῶν γὰρ δυνατῶν οἴκους ἔθλασε,
δίαιταν δὲ ἥρπασε, καὶ οὐκ ἔστησεν.
|
19
Διότι αὐτὸς πολλῶν πλουσίων
καὶ ἰσχυρῶν ἀνθρώπων ἔσπασε
τὰ σπίτια. Ἀγαθὰ διὰ τὰ
ὁποῖα δὲν ἐκοπίασε, καὶ
σπίτι τὸ ὁποῖον ὁ ἴδιος
δὲν οἰκοδόμησεν, ἥρπασε, σὰν
νὰ ἦσαν ἰδικά του.
|
19
Θὰ συμβῇ δὲ αὐτὸ κατὰ
λόγον δικαιοσύνης. Διότι αὐτὸς ἐτσάκισε
τοὺς οἴκους πολλῶν ἀνθρώπων πλουσίων
καὶ μὲ μεγάλην ἐπιρροὴν σπίτι δέ,
ποὺ δὲν ἔκτισεν αὐτός, τὸ ἥρπασε,
σὰν νὰ ἦτο ἰδικόν του.
|
20
Οὐκ ἔστιν αὐτοῦ σωτηρία τοῖς
ὑπάρχουσιν, ἐν ἐπιθυμίᾳ
αὐτοῦ οὐ σωθήσεται.
|
20
Δὲν θὰ ὑπάρξῃ δι' αὐτὸν
εὐτυχία καὶ σωτηρία ἀπὸ
τὰ πολλὰ ὑπάρχοντά του. Δὲν
θὰ εὕρῃ χαρὰν καὶ σωτηρίαν
εἰς αὐτά, τὰ ὁποῖα ἐπεθύμησε
καὶ ἀπέκτησε.
|
20
Δὲν ὑπάρχει εὐτυχία καὶ σωτηρία εἰς
αὐτὸν ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά
του, οὔτε θὰ εὕρῃ ποτὲ ἀπόλαυσιν
καὶ σωτηρίαν μὲ ὅ,τι ἐπεθύμησε καὶ
ὅταν ἤθελεν ἀποκτήσει αὐτά.
|
21
Οὐκ ἔστιν ὑπόλειμμα τοῖς βρώμασιν
αὐτοῦ, διὰ τοῦτο οὐκ ἀνθήσει
αὐτοῦ τὰ ἀγαθά.
|
21
Δὲν θὰ ὑπάρξῃ κάποιο ὑπόλειμμα
ἀπὸ τὰ τρόφιμα του. Διὰ τοῦτο
δὲν θὰ ἀνθήσουν καὶ δὲν
θὰ καρποφορήσουν τὰ ἀγαθά του.
|
21
Δὲν ἀπομένει τίποτε ἀπὸ τὴν
τροφήν του, ἀλλὰ θέλει νὰ καταφάγῃ
αὐτὸς τὰ πάντα, δι’ αὐτὸ δὲ
δὲν ἔχει νὰ περιμένῃ τις κανὲν
καλὸν ἀπὸ τὰ ἀγαθά του.
|
22
Ὅταν δὲ δοκῇ ἤδη πεπληρῶσθαι,
θλιβήσεται, πᾶσα δὲ ἀνάγκη ἐπ'
αὐτὸν ἐπελεύσεται. |
22
Ὅταν δὲ πιστεύσῃ ὅτι εἶναι
γεμᾶτος καὶ χορτᾶτος ἀπὸ τὰ
ἀγαθά, τότε θὰ ἐκσπάσῃ
ἐναντίον του ἡ θλῖψις. Κάθε
στέρησις καὶ ταλαιπωρία θὰ τὸν
καταλάβῃ.
|
22
Ὅταν δὲ νομίζῃ, ὅτι τώρα πλέον ἔχει
πληρωθῇ ἀπὸ ἀγαθά, θὰ θλιβῇ,
θὰ ἐπέλθῃ δὲ ἐπ’ αὐτοῦ
πᾶσα ἀνάγκη, ὥστε, παρ’ ὅλα του τὰ
ἀγαθά, στερῆται τῶν
πάντων. |
23
Εἴ πως πληρῶσαι γαστέρα αὐτοῦ,
ἐπαποστεῖλαι ἐπ' αὐτὸν θυμὸν
ὀργῆς, νίψαι ἐπ' αὐτὸν
ὀδύνας· |
23
Θὰ φθάσῃ εἰς τέτοιαν στέρησιν
καὶ ἀνάγκην, ὥστε νὰ διερωτᾶται,
πῶς θὰ μπορέσῃ νὰ γεμίσῃ
τὴν ἀδειανὴν κοιλίαν του. Ὁ
Κύριος θὰ ἐξαποστείλῃ ἐναντίον
του τὸν θυμὸν τῆς μεγάλης ὀργῆς
του, θὰ τὸν περιλούσῃ μὲ πόνους
καὶ θλίψεις.
|
23
Ἐὰν θὰ ἦτο κάπως δυνατὸν νὰ
γεμίσῃ τὴν κοιλίαν του, κατὰ τὴν
διάρκειαν τῆς ματαίας ταύτης προσπαθείας του θὰ
ἀποστείλῃ ὁ Θεὸς ἐπ' αὐτοῦ
τὸν θυμὸν τῆς ὀργῆς του, θὰ
πέσουν πόνοι καὶ ὀδύναι, βροχὴ ραγδαία νίπτουσα
τὸ πρόσωπόν του. |
24
καὶ οὐ μὴ σωθῇ ἐκ χειρὸς
σιδήρου , τρώσαι αὐτὸν τόξον
χάλκειον· |
24
Δὲν θὰ ἠμπορέσῃ νὰ διασωθῇ
ἀπὸ χέρι, ποὺ κρατεῖ σιδηρᾶν
μάχαιραν. Θὰ τὸν τραυματίσῃ
καὶ θὰ τὸν διαπεράσῃ βέλος,
ποὺ ρίπτεται ἀπὸ χάλκινον τόξον.
|
24
Καὶ δὲν θὰ σωθῇ ἀπὸ χεῖρα
κρατοῦσαν σιδηρᾶν μάχαιραν θὰ πληγώσῃ
αὐτὸν βέλος ριπτόμενον ἀπὸ τόξον χάλκινον.
|
25
διεξέλθοι δὲ διὰ σώματος αὐτοῦ
βέλος, ἀστραπαὶ δὲ ἐν διαίταις
αὐτοῦ· περιπατήσαισαν ἐπ' αὐτῷ
φόβοι, |
25
Τὸ βέλος θὰ διατρυπήσῃ τὸ
σῶμα του ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρον
ἕως τὸ ἄλλο. Θὰ τοῦ ἐπιφέρῃ
τραῦμα διαμπερές. Ἀστραπαὶ καὶ
κεραυνοὶ θὰ πέσουν εἰς τὴν ἰδιοκτησίαν
του. Φόβοι ἀλλεπάλληλοι θὰ χορεύουν
μέσα του καὶ θὰ τὸν τυραννοῦν.
|
25
Θὰ διέλθῃ δὲ τὸ ριφθὲν βέλος
ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέρους εἰς
τὸ ἄλλο διὰ μέσου τοῦ σώματός του
μὲ τραῦμα διαμπερές, ἀστραπαὶ δὲ
καὶ κεραυνοὶ θὰ πέσουν εἰς τὰ
σπίτια του· καὶ φόβοι ἀλλεπάλληλοι καὶ
συνεχεῖς θὰ τὸν καταλάβουν.
|
26
πᾶν δὲ σκότος αὐτῷ ὑπομείναι·
κατέδεται αὐτὸν πῦρ ἄκαυστον
κακώσαι δὲ αὐτοῦ επίλυτος τὸν
οἶκον. |
26
Ὅλο τὸ σκοτάδι θὰ κατοικήσῃ
ἐντὸς αὐτοῦ. Μεγάλη παντοτεινὴ
ἄσβεστη φωτιὰ θὰ τὸν κατακαίῃ.
Θὰ καταστρέψῃ τὸ σπίτι του ἐπιδρομεύς,
ποὺ θὰ ἔχῃ ἔλθει ἀπὸ
ξένην περιοχήν. |
26
Θὰ ὑποστῇ οὗτος κάθε σκότος, ἀπὸ
ὅλα τὰ μέρη κατακαλύπτον αὐτόν, θὰ
καταφάγῃ αὐτὸν φωτιά, ποὺ δὲν
θὰ σβήνῃ ποτέ, ἀλλὰ θὰ παραμένῃ
φωτιὰ ποὺ δὲν ἀναφθῇ ἀπὸ
ἄνθρωπον, ἀλλ’ ἀπ' αὐτὸν τὸν
Θεόν, καὶ θὰ καταστρέψῃ τὸ σπίτι του
ἐπιδρομεὺς ἐρχόμενος ἀπὸ ξένον
μέρος. |
27
Ἀνακαλύψαι δὲ αὐτοῦ ὁ
οὐρανὸς τὰς ἀνομίας, ἡ
γῆ δὲ ἐπανασταίη αυτῷ.
|
27
Θὰ ἀποκαλύψῃ δὲ καὶ θὰ
κάμῃ ὁλοφάνερες ὁ οὐρανὸς
τὰς ἕως τώρα ἀποκρύφους μεγάλας
ἀνομίας του. Ἡ δὲ γῆ θὰ
ἐπαναστατήσῃ ἐναντίον του ἐξ
αἰτίας τῶν ἀνομιῶν του.
|
27
Θὰ φανερώσῃ δὲ ὁ οὐρανὸς
τὰς ἀποκρύφους ἀνομίας του, ἡ δὲ
γῆ θὰ ἐπανασταστήσηῃ κατ’ αὐτοῦ.
|
28
Ἑλκύσαι τὸν οἶκον αὐτοῦ
ἀπώλεια εἰς τέλος, ἡμέρα
ὀργῆς ἐπέλθοι αὐτῷ.
|
28
Ἡ ὁλοκληρωτικὴ καταστροφή, σὰν
ἄλλος μαγνήτης, θὰ τραβήξῃ καὶ
θὰ ἐξολοθρεύσῃ τὸν οἶκον
του. Θὰ ἐπέλθῃ ἐναντίον
του ἡ ἡμέρα τῆς ὀργῆς
τοῦ Κυρίου.
|
28
Θὰ ἑλκύσῃ δὲ τὸ σπίτι του σὰν
ἄλλος μαγνήτης ἡ ὁλοκληρωτικὴ καταστροφή·
θὰ ἐπέλθῃ εἰς αὐτὸν ἡμέρα
ὀργῆς. |
29
Αὕτη ἡ μερίς ἀνθρώπου ἀσεβοῦς
παρὰ Κυρίον, καὶ
κτῆμα ὑπαρχόντων αὐτῷ παρὰ
τοῦ ἐπισκόπου. |
29
Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ μερίδιον,
ποὺ θὰ πάρῃ ὁ ἀσεβὴς
ἀπὸ τὸν Κύριον. Αὐτὸ θὰ
εἶναι τὸ κατάντημα τῶν ὑπαρχόντων
του ἀπὸ Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος
ἐπιβλέπει καὶ παρακολουθεῖ τὰ
πάντα, ἀπὸ τὸν Παντεπόπτην Θεόν.
|
29
Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ μερίδιον, ποὺ
θὰ λάβῃ ἀπὸ τὸν Κύριον ὁ
ἀσεβὴς ἄνθρωπος, καὶ αὐτὸ
θὰ εἶναι τὸ μόνον ἀπόκτημα ἀπὸ
τὰ ὑπάρχοντά του, τὸ ὁποῖον
θὰ δοθῇ εἰς αὐτὸν παρ' Ἐκείνου,
ὁ Ὁποῖος ἐπισκοπεῖ καὶ
παρακολουθεῖ τὰς πράξεις τῶν ἀνθρώπων>.
|