Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
πολαβὼν
δὲ Ἰὼβ λέγει·
|
λαβε
τὸν λόγον ὁ Ἰὼβ καὶ εἶπεν·
|
αβὼν
δὲ τὸν λόγον, ὁ Ἰὼβ εἶπεν:
|
2
ἀκούσατε ἀκούσατέ μου τῶν
λόγων, ἵνα μὴ ᾖ μοι παρ' ὑμῶν
αὕτη ἡ παράκλησις. |
2
<ἀκούσατε, ἀκούσατε τὰ λόγια
μου μὲ προσοχήν, διὰ νὰ μὴ εἶναι
τέτοια, τόσον δηλαδὴ πικρὰ καὶ
καυστικὴ ἡ παρηγορία μου ἐκ μέρους
σας. |
2
<Ἀκούσατε, ἀκούσατε, σᾶς παρακαλῶ,
τοὺς λόγους μου, διὰ νὰ μὴ εἶναι
ὡς μόνη παρηγορία σας πρὸς ἐμὲ οἱ
πικροὶ λόγοι, τοὺς ὁποίους μοῦ εἴπατε.
|
3
Ἄρατέ με, ἐγὼ δὲ λαλήσω,
εἶτ' οὐ καταγελάσετέ μου. |
3
Βαστάξατέ με, ὑπομείνατέ με
καὶ ἐγὼ θὰ ὁμιλήσω. Κατόπιν
δὲ εἶμαι βέβαιος, ὅτι δὲν θὰ
μὲ περιγελάσετε πλέον.
|
3
Βαστάσατέ με, ἐγὼ δὲ θὰ ὁμιλήσω,
καὶ ἔχω πεποίθηση, ὅτι δὲν θὰ
μὲ καταγελάσετε. |
4
Τί γάρ; Μὴ ἀνθρώπου μου ἡ
ἔλεγξις; Ἢ διατὶ οὐ θυμωθήσομαι;
|
4
Μήπως, τάχα, ἀπὸ ἄνθρωπον ὑποφέρω
καὶ πρὸς ἄνθρωπον ἀπευθύνω τὰ
παράπονά μου; Ἢ ἀφοῦ τόσον
πολὺ ταλαιπωροῦμαι καὶ πάσχω, διατὶ
δὲν θὰ δυσφορήσω καὶ δὲν θὰ
ἀγανακτήσω;
|
4
Διότι τί νομίζετε; Μήπως εἰς ἄνθρωπον ἀπευθύνω
τὰ παράπονά μου καὶ ἀνθρωπίνας ἐνεργείας
ἐλέγχω; Ἢ, ἀφοῦ τόσον πολὺ ὑποφέρω,
διατὶ δὲν θὰ ἀγανακτήσω;
|
5
Εἰσβλέψαντες εἰς ἐμὲ θαυμάσετε
χεῖρα θέντες ἐπὶ σιαγόνι·
|
5
Εὰν μὲ παρατηρήσετε μὲ προσοχὴν
καὶ κατανόησιν, θὰ καταληφθῆτε ἀπὸ
τρομερὰν κατάπληξιν, ἄναυδοι καὶ ἀμίλητοι
θὰ στηρίξετε τὴν σιαγόνα σας ἐπάνω
εἰς τὸ χέρι σας.
|
5
Ἀφοῦ μὲ κυττάξετε προσεκτικὰ καὶ
ἀντιληφθῆτε, τί ὑποφέρω, ἂς
σᾶς καταλάβῃ κατάπληξις καὶ σιωπήσατε θέσαντες
τὴν χεῖρα εἰς τὸ στόμα σας.
|
6
ἐάν τε γὰρ μνησθῶ, ἐσπούδακα,
ἔχουσι δέ μου τὰς σάρκας ὀδύναι.
|
6
Διότι, ἐὰν καὶ ἐγὼ ἐνθυμηθῶ
τί ἤμουνα, καὶ λάβω ὑπ' ὄψιν
μου ποῦ κατήντησα, κυριεύομαι ἀπὸ
τρόμον. Πόνοι δὲ δυνατοὶ καταλαμβάνουν
τὰς σάρκας μου καὶ συγκλονίζουν τὸ
σῶμα μου.
|
6
Διότι καὶ ἐγώ, ἐὰν ἐνθυμηθῶ
τὰ ὅσα μοῦ συνέβησαν, ἐζαλίσθηκα
ἀπὸ τὴν σκέψιν καὶ σπουδὴν τῶν
μυστηρίων τῆς θείας Προνοίας, κατακυριεύουν δὲ
τὰς σάρκας μου τρόμοι καὶ πόνοι.
|
7
Διατὶ ἀσεβεῖς ζῶσι, πεπαλαίωνται
δὲ καὶ ἐν πλούτῳ;
|
7
Μοῦ ἔρχονται δὲ αἱ σκέψεις:
Διατὶ οἱ ἀσεβεῖς, ἀντὶ
νὰ τιμωρηθοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸν
διὰ τὰς ἀσεβείας των, τοὐναντίον
ζοῦν κατὰ κανόνα μακρὰν ζωήν,
φθάνουν εἰς βαθὺ γῆρας καὶ ἀπολαμβάνουν
τὰ ἀγαθὰ τοῦ πλούτου των;
|
7
Διατὶ οἱ ἀσεβεῖς ζοῦν καὶ
φθάνουν εἰς πολὺ βαθὺ γῆρας καὶ
περνοῦν τὴν ζωήν των μὲ πλοῦτον;
|
8
Ὁ σπόρος αὐτῶν κατὰ ψυχήν,
τὰ δὲ τέκνα αὐτῶν ἐν ὀφθαλμοῖς.
|
8
Οἱ ἀπόγονοί των προοδεύουν ὅπως
θέλει ἡ ψυχή των, βλέπουν δὲ
τὰ τέκνα των ὁλόγυρά των καὶ
χαίρονται τὰ μάτια των. |
8
Οἱ ἀπόγονοί των εὐδοκιμοῦν,
ὅπως θέλει ἡ ψυχή των, τὰ δὲ
τέκνα των τὰ βλέπουν μὲ τὰ μάτια των καὶ
τὰ χαίρονται. |
9
Οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῦσι,
φόβος δὲ οὐδαμοῦ, μάστιξ δὲ
παρὰ Κυρίου οὐκ ἔστιν ἐπ' αὐτοῖς.
|
9
Τὰ σπίτια των εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ
ἀγαθά. Δὲν ὑπάρχει κανένας
φόβος πουθενὰ δι' αὐτούς. Οὔτε
καὶ καμμία τιμωρία στέλλεται ἐκ
μέρους τοῦ Κυρίου ἐναντίον των.
|
9
Τὰ σπίτια των εὐδοκιμοῦν καὶ εὐτυχοῦν,
φόβος δὲ ἐξ ἀπειλῶν καὶ ἐπιβουλῆς
ἀνθρώπων δὲν τοὺς ἔρχεται ἀπὸ
κανὲν μέρος, ράβδος δὲ Κυρίου μαστίζουσα δὲν
ὑπάρχει εἰς αὐτούς. |
10
Ἡ βοῦς αὐτῶν οὐκ ὠμοτόκησε,
διεσώθη δὲ αὐτῶν ἐν γαστρὶ
ἔχουσα καὶ οὐκ ἔσφαλε. |
10
Καμμία ἀπὸ τὶς ἀγελάδες
των δὲν ἀποβάλλει. Ἔγκυος διασώζεται
κατὰ κανόνα ἀπὸ κάθε κίνδυνον,
γεννᾷ ὁμαλῶς καὶ δὲν ἀποτυγχάνει.
|
10
Ἡ ἀγελάς των δὲν ἀπέβαλεν, ὅταν
ἦτο ἔγκυος, διεσώθη καὶ δὲν ἀπέτυχεν,
ἀλλ’ ἐγέννησεν ὁμαλῶς καὶ κανονικά.
|
11
Μένουσι δὲ ὡς πρόβατα αἰώνια,
τὰ δὲ παιδία αὐτῶν προσπαίζουσιν
|
11
Ἡ οἰκογένειά των μὲ τὰ
παιδιά των, ὡσὰν πρόβατα, ζῇ
καὶ ἀνανεώνεται. Τὰ δὲ παιδιά
των χαρούμενα παίζουν ὁλόγυρά
των. |
11
Αὐτοὶ δὲ πληθυνόμενοι διὰ τῶν
γεννήσεων παραμένουν μακρόβιοι σὰν πρόβατα ἀνανεούμενα,
σὰν νὰ ἦσαν αἰώνια, τὰ δὲ
παιδιά των χαρούμενα πηδοῦν καὶ παίζουν,
|
12
ἀναλαβόντες ψαλτήριον καὶ κιθάραν
καὶ εὐφραίνονται φωνῇ ψαλμοῦ·
|
12
Αὐτοὶ δὲ ἀφοῦ πάρουν μουσικὰ
ὄργανα, ψαλτήριον καὶ κιθάραν, διασκεδάζουν
καὶ γλεντοῦν μὲ τὰ χαρούμενα
τραγούδια των τῇ συνοδείᾳ τῶν
μουσικῶν ὀργάνων.
|
12
ἔχοντες στὰ χέρια των μουσικὰ ὄργανα,
ψαλτήριον καὶ κιθάραν, καὶ εὐφραίνονται
μὲ τὴν φωνὴν τοῦ αὐλοῦ.
|
13
Συνετέλεσαν δὲ ἐν ἀγαθοῖς τὸν
βίον αὐτῶν, ἐν δὲ ἀναπαύσει
ᾅδου ἐκοιμήθησαν. |
13
Ἔτσι διέρχονται τὴν ζωήν των, φθάνουν
εἰς τὸ τέλος τοῦ βίου των βυθισμένοι
μέσα εἰς τὰ ἀγαθά, καὶ
ἀναπαυμένοι κοιμῶνται τὸν ὕπνον
τοῦ θανάτου καὶ κατέρχονται εἰς
τὸν ᾅδην.
|
13
Ἐπέρασαν δὲ οἱ ἀσεβεῖς ὁλόκληρον
τὸν βίον τους μὲ ἀγαθά, καὶ εἰς
τὸ τέλος χωρὶς νὰ δοκιμάσουν τὴν ἀγωνίαν
τοῦ θανάτου, μὲ ἀνάπαυσιν, χωρὶς τὸν
τρόμον τοῦ ᾅδου ἀπέθαναν, σὰν νὰ
ἐκοιμήθησαν. |
14
Λέγει δὲ Κυρίῳ· ἀπόστα
ἀπ' ἐμοῦ, ὁδούς σου εἰδέναι
οὐ βούλομαι· |
14
Ἀσεβεῖς δὲ καθὼς εἶναι, λέγει
ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς πρὸς
τὸν Θεόν: Φύγε μακρὰν ἀπὸ
ἐμέ. Δὲν θέλω νὰ γνωρίσω
τὰ θελήματά σου καὶ τὰς ἐντολάς
σου. |
14
Λέγει δὲ ὁ ἀσεβὴς εἰς τὸν
Κύριον: <Φύγε μακρὰν ἀπὸ ἐμέ·
δὲν θέλω νὰ μάθω τοὺς δρόμους τῆς
δικαιοσύνης καὶ ἀρετῆς, εἰς τοὺς
ὁποίους παραγγέλλεις νὰ βαδίζουν οἱ ἄνθρωποι.
|
15
τί ἱκανός, ὅτι δουλεύσομεν αὐτῷ;
Καὶ τίς ὠφέλεια, ὅτι ἀπαντήσομεν
αὐτῷ; |
15
Ποίαν ὠφέλειαν εἶναι ἱκανὸς
νὰ μᾶς δώσῃ ὁ Θεός, ὥστε
νὰ γίνωμεν δοῦλοι εἰς αὐτόν;
Ποίαν ὠφέλειαν ἔχομεν νὰ ἀποκομίσωμεν,
ἐὰν σπεύσωμεν εἰς ἀπάντησιν
καὶ ὑποταγὴν πρὸς αὐτόν;
|
15
Κατὰ τί εἶναι ἱκανὸς ὁ
Θεός, διὰ νὰ δουλεύσωμεν εἰς αὐτόν;
Καὶ ποία ὠφέλεια γιὰ μᾶς, διὰ
νὰ σπεύσωμεν εἰς ἀπάντησίν του καὶ
νὰ τὸν παρακαλέσωμεν;> |
16
Ἐν χερσὶ γὰρ ἦν αὐτῶν
τὰ ἀγαθά, ἔργα δὲ ἀσεβῶν
οὐκ ἐφορᾷ. |
16
Αὐτὰ σκέπτονται καὶ λέγουν οἱ
ἀσεβεῖς, διότι ἔχουν εἰς τὰ
χέρια των ἄφθονα τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ
καὶ διότι φρονοῦν, ὅτι ὁ Θεὸς
δὲν ἐπιβλέπει εἰς τὰ ἄνομα
ἔργα των καὶ δὲν τιμωρεῖ τοὺς
ἀσεβεῖς δι' αὐτά.
|
16
Τὰ λέγουν αὐτά οἰ ἀσεβεῖς, διότι
ἔχουν εἰς τὰ χέρια των τὰ ἀγαθά,
ὁ Θεὸς δὲ δὲν ἐπιβλέπει εἰς
τὰ ἔργα τῶν ἀσεβῶν, διὰ
νὰ τοὺς τιμωρήσῃ καὶ ἀφαιρέσῃ
ἐξ αὐτῶν τὴν εὐτυχίαν καὶ
τὰ πλούτη των. |
17
Οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ ἀσεβῶν
λύχνος σβεσθήσεται, ἐπελεύσεται δὲ
αὐτοῖς ἡ καταστροφή, ὠδῖνες
δὲ αὐτοὺς ἕξουσιν ἀπὸ
ὀργῆς. |
17
Δὲν θὰ μείνουν ὅμως αἰώνιοι
καὶ ἀτιμώρητοι. Ἀσφαλῶς καὶ
ἀνυπερθέτως ὁ λύχνος τῆς ζωῆς
των, ἡ εὐτυχία καὶ ἡ χαρά
των, θὰ σβήσουν καὶ θὰ ἐκλείψουν.
Θὰ ἐπέλθῃ δὲ ἐναντίον
αὐτῶν ἡ καταστροφή. Θὰ τοὺς
κυριεύσουν ἰσχυροὶ πόνοι καὶ
ὠδῖνες ἀπὸ τὴν ἐπερχομένην
ἐναντίον των θείαν ὀργήν.
|
17
Πλὴν ὅμως, ἂν καὶ μακροθυμεῖ
ὁ Θεός, καὶ τῶν ἀσεβῶν ὁ
λύχνος θὰ σβήσῃ καὶ θὰ ἐξαφανισθῇ
τὸ φῶς τῆς χαρᾶς καὶ εὐτυχίας
των, θὰ ἐπέλθῃ δὲ καταστροφὴ
εἰς αὐτούς, πόνοι δὲ καὶ θλίψεις ἀπὸ
τὴν θείαν ὀργὴν θὰ καταλάβουν αὐτούς.
|
18
῎Εσονται δὲ ὥσπερ ἄχυρα ὑπ'
ἀνέμου ἢ ὥσπερ κονιορτός, ὃν
ὑφείλετο λαῖλαψ. |
18
Θὰ γίνουν ὡσὰν τὰ ἄχυρα,
τὰ ὁποῖα ἀφαρπάζει καὶ
διασκορπίζει ὁ ἄνεμος, ἢ ὡσὰν
κονιορτός, ποὺ τὸν ἀφήρπασε
καὶ τὸν διεσκόρπισεν ἡ καταιγίς.
|
18
Καὶ θὰ εἶναι σὰν τὰ ἄχυρα,
ποὺ τὰ παίρνει καὶ τὰ σκορπίζει ἄνεμος
δυνατός, ἢ σὰν τὴν σκόνην, ποὺ τὴν
ἐξεπάστρεψεν ἀνεμοταραχὴ καὶ
μπόρα. |
19
Ἐκλίποι υἱοὺς τὰ ὑπάρχοντα
αὐτοῦ, ἀνταποδώσει πρὸς αὐτὸν
καὶ γνώσεται. |
19
Θὰ ἐξανεμισθοῦν καὶ θὰ χαθοῦν
τὰ ὑπάρχοντά των. Τίποτε δὲν
θὰ ἀπολειφθῇ διὰ τὰ παιδιά
των. Διότι ὁ Κύριος θὰ τιμωρήσῃ
τὸν ἀσεβῆ εἰς τὴν παροῦσαν
καὶ εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν.
Καὶ θὰ γνωρίσῃ αὐτὸς τὴν
δριμύτητα τῆς θείας ὀργῆς.
|
19
Θὰ χαθοῦν τὰ ὑπάρχοντα τοῦ ἀσεβοῦς
καὶ θὰ ἐξαφανισθοῦν ἀπὸ
τὰ παιδιά του, θὰ ἀνταποδώσῃ
δὲ εἰς αὐτὸν ὁ Κύριος εἰς
τὸν μέλλοντα βίον, καὶ τότε θὰ γνωρίσῃ
καὶ θὰ αἰσθανθῇ καὶ αὐτὸς
τὴν ἀνταπόδοσιν αὐτήν.
|
20
Ἴδοισαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ
τὴν ἑαυτοῦ σφαγήν, ἀπὸ
δὲ Κυρίου μὴ διασωβείη·
|
20
Τὰ μάτια τοῦ ἰδίου τοῦ
ἀσεβοῦς πρέπει νὰ ἰδοῦν
καὶ θὰ ἰδοῦν τὴν φοβερὰν
ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου τιμωρίαν
καὶ δὲν θὰ διασωθῇ αὐτὸς
ἀπὸ τὴν μάστιγα τῆς ὀργῆς
τοῦ Κυρίου.
|
20
Εἴθε νὰ ἐτιμωρεῖτο εἰς τὴν
παροῦσαν ζωὴν ὁ ἴδιος ἀντὶ
τῶν παιδιῶν του καὶ νὰ ἔβλεπαν
τὰ μάτια του τὴν σφαγὴν καὶ καταστροφήν
του, ἀπὸ δὲ τὸν Κύριον εἴθε
νὰ μὴ εἶχε διασωθῇ οὔτε εἰς
τὸν πρόσκαιρον βίον. |
21ὅτι
τὸ θέλημα αὐτοῦ ἐν οἴκῳ
αὐτοῦ μετ' αὐτοῦ, καὶ ἀριθμοὶ
μηνῶν αὐτοῦ διῃρέθησαν.
|
21
Αἱ συνέπειαι τοῦ παρανόμου θελήματός
του καὶ τῆς ἀσεβοῦς ζωῆς του
θὰ ἐπιπέσουν ἐπάνω εἰς
αὐτὸν καὶ εἰς τὸν οἶκον
του. Θὰ ἀπολαύσῃ αὐτά,
ποὺ εἰργάσθη. Καὶ οἱ ἀριθμοὶ
τῶν μηνῶν τῆς ζωῆς του θὰ διχοτομηθοῦν·
δὲν θὰ ὁλοκληρωθῇ ἡ ζωή
του. |
21
Εἴθε νὰ ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια του
τὴν καταστροφήν. Διότι τὸ θέλημα καὶ ἐνδιαφέρον
του ὑπάρχει ἐν τῷ οἴκῳ του,
ἐφ' ὅσον καὶ αὐτὸς ζῇ
καὶ εὑρίσκεται μέσα εἰς τὸν οἶκον
του, τώρα ὅμως οἱ ἀριθμοὶ τῶν
ἐτῶν τῆς ζωῆς του ἐκόπησαν εἰς
τὰ δύο, καὶ ἀπέθανεν, ὡς ἐκ
τούτου δὲ ἔπαυσε πλέον νὰ ἐνδιαφέρεται,
τί θὰ συμβῇ εἰς τὸ σπίτι του.
Βέβαια εἰς ἡμᾶς φαίνονται ἀνεξήγητα
πολλὰ ἐκ τῶν συμβαινόντων εἰς τὸν
βίον τῶν ἀσεβῶν. |
22
Πότερον οὐχὶ ὁ Κύριός
ἐστιν ὁ διδάσκων σύνεσιν καὶ
ἐπιστήμην; Αὐτὸς δὲ φόνους
διακρινεῖ; |
22
Λοιπὸν ὁ Κύριος δὲν εἶναι ἐκεῖνος
ὁ ὁποῖος μᾶς διδάσκει σύνεσιν
καὶ ἐπιστήμην καὶ δικαιοσύνην;
Αὐτός, λοιπόν, δὲν εἶναι Ἐκεῖνος,
ποὺ κρίνει δικαίως τὰ ἐγκλήματα
τῶν ἀνθρώπων καὶ τοὺς φόνους,
ποῦ διαπράττουν αὐτοί;
|
22
Ἀλλὰ μήπως ὁ Κύριος δὲν εἶναι,
ποὺ διδάσκει σύνεσιν καὶ γνῶσιν καὶ
σοφίαν; Ἠμεῖς θὰ διδάξωμεν Αὐτόν;
Δὲν βλέπει δὲ Αὐτὸς καὶ δὲν
διακρίνει τὰ κακουργήματα καὶ τοὺς φόνους
τῶν ἀνθρώπων; |
23
Οὗτος ἀποθανεῖται ἐν
κράτει ἁπλοσύνης
αὐτοῦ, ὅλος δὲ εὐπαθῶν
καὶ εὐθηνῶν· |
23
Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ ἀσεβὴς
συμβαίνει νὰ κρατῇ μέχρι τέλους
τὴν δύναμιν καὶ τὰ πλούτη του,
νὰ ἀποθνῄσκῃ δὲ ἐν μέσῳ
ἀπολαύσεων καὶ τῆς ἀφθονίας
τῶν ἀγαθῶν του.
|
23
Οὗτος, ἀνήκων ὡς ἐπὶ τὸ
πλεῖστον εἰς τὴν τάξιν τῶν ἀσεβῶν,
θὰ ἀποθάνῃ μὲ κραταιὰν
ὑγείαν καὶ εὐημερίαν, καλοπερνῶν καὶ
εὐτυχῶν ὁλόκληρος, χωρὶς νὰ
τοῦ λείπῃ τίποτε. |
24
τὰ δὲ ἔγκατα αὐτοῦ πλήρη
στέατος, μυελὸς δὲ αὐτοῦ διαχεῖται.
|
24
Τὰ σπλάγχνα του εἶναι ὑγιῆ καὶ
γεμᾶτα ἀπὸ πάχος. Ὁ μυελὸς
τῶν ὀστέων του ἐκχειλίζει, χύνεται
πρὸς τὰ ἔξω καὶ λιπαίνει τὸ
ἐσωτερικόν του.
|
24
Τὰ δὲ σωθικά του εἶναι γεμᾶτα
πάχος, ὁ μυελὸς δὲ τῶν ὀστῶν
του χύνεται ἔξω ἀπὸ αὐτὰ καὶ
τὰ λιπαίνει. |
25
Ὁ δὲ τελευτᾷ ὑπὸ πικρίας
ψυχῆς, οὐ φαγὼν οὐδὲν ἀγαθόν.
|
25
Ὁ ἄλλος ὅμως, ὁ εὐσεβής,
συμβαίνει νὰ ἀποθνήσκῃ μὲ
τὴν πικρίαν εἰς τὴν ψυχήν, χωρὶς
νὰ ἔχῃ ἀπολαύσῃ τίποτε
καλόν, κανένα ἀγαθὸν τῆς ζωῆς.
|
25
Ὁ δὲ ἄλλος, παρὰ τὸ ὅτι
συχνάκις εἶναι δίκαιος, ἀποθνήσκει ἀπὸ
τὴν πικρίαν καὶ θλῖψιν τῆς ψυχῆς,
χωρὶς νὰ ἀπολαύσῃ τίποτε καλὸν
καὶ ἀγαθόν. |
26
Ὁμοθυμαδὸν δὲ ἐπὶ γῆς
κοιμῶνται, σαπρία δὲ αὐτοὺς
ἐκάλυψεν. |
26
Ἀλλὰ, μαζῆ κοιμῶνται καὶ οἱ
δύο τὸν ὕπνον τοῦ θανάτου, ἡ
ἀποσύνθεσις δὲ καὶ ἡ σαπίλα
τοῦ τάφου ἐκάλυψε καὶ τοὺς
δύο. |
26
Μαζὶ δὲ καὶ ὁ ἀσεβὴς καὶ
ὁ δίκαιος κοιμῶνται τὸν ὕπνον τοῦ
θανάτου ἐπὶ τῆς αὐτῆς γῆς,
ἡ σαπίλα δὲ ἐκάλυψεν αὐτούς.
|
27
Ὥστε οἶδα ὑμᾶς ὅτι τόλμῃ
ἐπίκεισθέ μοι· |
27
Τὸ συμπέρασμα εἶναι, ὅτι γνωρίζω
καλὰ σᾶς καὶ τὰς ἰδέας
σας καὶ ὅτι ἐπιτίθεσθε ἐναντίον
μου μὲ θρασύτητα
|
27
To συμπέρασμά μου ἀπὸ αὐτά, ποὺ εἶπα,
εἶναι ὅτι σᾶς γνωρίζω καλά. Δὲν ἔσφαλα
δηλαδή, ποὺ ἐπέμεινα, ὅτι μὲ ἀδικίαν
καὶ μὲ τόλμην μὲ κατηγορήσατε καὶ
μὲ ἐθέσατε εἰς ἐνόχλησιν.
|
28
ὥστε ἐρεῖτε· ποῦ ἐστιν
οἶκος ἄρχοντος; Καὶ ποῦ ἐστιν
ἡ σκέπη τῶν σκηνωμάτων τῶν ἀσεβῶν;
|
28
καὶ λέγετε: Ποῦ εἶναι ὁ οἶκος
τοῦ ἀσεβοῦς ἄρχοντος; Ποῦ εἶναι
αἱ στέγαι τῶν πολυαρίθμων κατοικιῶν,
ποὺ εἶχαν οἱ ἀσεβεῖς;
|
28
Ὥστε σεῖς θὰ εἴπητε: <Ποῦ
εἶναι ὁ οἶκος τοῦ ἀσεβοῦς
ἄρχοντος; Καὶ ποῦ εἶναι τὸ σκέπασμα
τῶν σπιτιῶν τῶν ἀσεβῶν; Δὲν
κατεστράφησαν καὶ δὲν ἐξηφανίσθησαν
ὅλα;> |
29
Ἐρωτήσατε παραπορευομένους ὁδόν,
καὶ τὰ σημεῖα αὐτῶν οὐκ
ἁπαλλοτριώσετε· |
29
Ἐρωτήσατε σχετικῶς τοὺς ταξιδιώτας,
αὐτοὺς ποὺ διέρχονται διαφόρους
δρόμους πόλεων καὶ χωρίων, καὶ
τὰς ἀξιοσημείωτους πληροφορίας ποὺ
θὰ σᾶς δώσουν μὴ τὰς ἀπορρίπτετε.
|
29
Ἐρωτήσατε ὅμως τοὺς ταξιδιώτας, ποὺ
περνοῦν παρὰ τὴν ὁδὸν διαφόρων
πόλεων καὶ χωρίων καὶ βλέπουν πολλὰ καὶ
ἔχουν μεγάλην πεῖραν. Καὶ ὅσα αὐτοὶ
παρετήρησαν καὶ ἐσημείωσαν, σεῖς δὲν
θὰ τὰ ἀποξενώσετε τοῦ ἐνδιαφέροντος
καὶ τῆς προσοχῆς σας.
|
30
ὅτι εἰς ἡμέραν ἀπωλείας
κουφίζεται ὁ πονηρός, εἰς ἡμέραν
ὀργῆς αὐτοῦ ἀπαχθήσονται.
|
30
Αὐτοὶ θὰ σᾶς ποῦν, ὅτι
ὁ πονηρὸς μένει ἀνάλαφρος καὶ
ἀναπαυμένος μέχρι τῆς ἡμέρας,
κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἐκσπάσῃ
ἐναντίον του ἡ καταστροφή. Θὰ
ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τῆς ὀργῆς
τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν ὁποίαν
θὰ ἀπαχθοῦν εἰς καταστροφὴν
οἱ ἀσεβεῖς.
|
30
Αὐτοὶ λοιπὸν θὰ σᾶς πληροφορήσουν,
ὅτι ὁ πονηρὸς ἀνακουφίζεται καὶ
κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν τῆς ἀπωλείας
καὶ τοῦ θανάτου του, καὶ ὅτι οἱ
ἀσεβεῖς θὰ ἀπαχθοῦν διὰ
τὴν εἰς τὸν μέλλοντα βίον ἡμέραν τῆς
ὀργῆς τοῦ Κυρίου. |
31
Τίς ἀπαγγελεῖ ἐπὶ προσώπου
αὐτοῦ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ;
Καὶ αὐτὸς ἐποίησε, τίς
ἀνταποδώσει αὐτῷ;
|
31
Ἐφ' ὅσον ὅμως ζῇ ὁ ἀσεβὴς
καὶ κρατεῖ τὴν δύναμίν του,
ποιὸς θὰ τολμήσῃ νὰ τὸν
ἐλέγξῃ κατὰ πρόσωπον καὶ
νὰ τοῦ ἀναφέρῃ τὰ κακά,
τὰ ὁποῖα αὐτὸς ἐπραγματοποίησεν
εἰς τὴν ζωήν του; Ποιὸς εἶναι
ἱκανὸς νὰ ἀνταποδώσῃ εἰς
αὐτὸν τὴν δικαίαν τιμωρίαν δι'
αὐτά;
|
31
Ὁ πονηρός, διατηρῶν μέχρι τέλους τὴν ἐπιρροήν
του, ἐμπνέει εἰς τὸ περιβάλλον του τὸν
τρόμον. Ποῖος θὰ τολμήσῃ νὰ ἐλέγξῃ
αὐτὸν κατὰ πρόσωπον διὰ τὸν
ἄτοπον τρόπον τῆς συμπεριφορᾶς του καὶ
νὰ τοῦ ἀναφέρῃ τὰ ὅσα
αὐτὸς ἐποίησε κακά; |
32
Καὶ αὐτὸς εἰς τάφους ἀπηνέχθη
καὶ ἐπὶ σωρῶν ἠγρύπνησεν.
|
32
Καὶ ὅταν ἀποθάνῃ, θὰ ὁδηγηθῇ
εἰς τὸν τάφον μὲ πομπὴν καὶ
δόξαν καὶ ἀπὸ τὸ ἄγαλμα,
τὸ ὁποῖον θὰ τοῦ στήσουν,
θὰ φαίνεται, ὡς ἐὰν ἀγρυπνῇ
καὶ ἐπιβλέπῃ εἰς πλῆθος
σκηνωμάτων νεκρῶν.
|
32
Καὶ εἰς τὸ τέλος αὐτὸς μετεφέρθη
μετὰ μεγάλης πομπῆς εἰς μεγαλοπρεπεῖς
τάφους, καὶ διὰ τοῦ ἀνεγερθέντος ἐπὶ
τοῦ τάφου τοῦ ἀνδριάντος ὑψοῦται
ὡς ἄγρυπνος φρουρὸς ἐπὶ πλήθους
τάφων. |
33
Ἐγλυκάνθησαν αὐτῷ χάλικες χειχάρρου,
καὶ ὀπίσω αὐτοῦ πᾶς ἄνθρωπος
ἀπελεύσεται, καὶ ἔμπροσθεν αὐτοῦ
ἀναρίθμητοι. |
33
Καὶ εἰς αὐτὸν ἀκόμη τὸν
ᾅδην θὰ φαίνεται, ὅτι καὶ τὰ
χαλίκια τοῦ χειμάρρου τοῦ χαμογελοῦν.
Ὕστερα βέβαια ἀπὸ αὐτὸν
καὶ κάθε ἄνθρωπος θὰ κατεβῇ
ἐκεῖ εἰς τὸν ᾅδην, ὅπως
καὶ πρὸ αὐτοῦ ἔχουν κατεβῆ
πολυάριθμοι.
|
33
Καὶ ἐν τῷ ᾅδη τὰ χαλίκια, ποὺ
κατεβάζει ὁ ἐκεῖ χείμαρρος, εἶναι
ἐλαφρὰ καὶ γλυκὰ δι’ αὐτόν,
καὶ δὲν θὰ εἶναι μόνος ἐκεῖ.
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸν θὰ ἀπέλθῃ
ἐκεῖ κάθε ἄνθρωπος, καὶ πρὸ
αὐτοῦ ἔχουν καταβῆ ἀναρίθμητοι.
|
34
Πῶς δὲ παρακαλεῖτέ με κενά;
Τὸ δὲ ἐμὲ καταπαύσασθαι ἀφ'
ὑμῶν οὐδέν. |
34
Πῶς λοιπὸν σεῖς μὲ παρηγορεῖτε
μὲ κούφια λόγια; Καμμίαν παρηγορίαν,
καμμίαν ἀνάπαυσιν δὲν μοῦ φέρουν
τὰ λόγια σας>. |
34
Πῶς λοιπὸν μοῦ παρέχετε παρηγορίαν ματαίαν
καὶ ἀδειανὴν ἀπὸ κάθε πραγματικότητα;
Ἡ προσπάθειά σας νὰ μὲ καθησυχάσετε
καὶ νὰ καταπαύσω θλιβόμενος καὶ πόνων, δὲν
ἀξίζει τίποτε. |