Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
τι
δὲ προσθεὶς Ἰὼβ εἶπε τῷ
προοιμίῳ· |
Ἰὼβ
προσέθεσεν ἀκόμη εἰς τὰ προηγουμένως
λεχθέντα καὶ τὰ ἐξῆς:
|
δὲ
Ἰὼβ εἶπεν ἀκόμη προσθέσας εἰς
τὰ ἤδη ὡς προοίμιον λεχθέντα ὑπ’ αὐτοῦ:
|
2
ζῇ ὁ Θεός, ὃς οὕτω με κέκρικε,
καὶ ὁ Παντοκράτωρ ὁ πικράνας
μου τὴν ψυχήν. |
2
<Ὁρκίζομαι εἰς τὸν ζῶντα
Θεόν, ὁ ὁποῖος ἔκρινε καλὸν
ἔτσι νὰ μὲ θλίψῃ καὶ νὰ
μὲ παιδαγωγήσῃ, εἰς τὸν Παντοκράτορα
ὁ ὁποῖος τόσον πολὺ ἐπίκρανε
τὴν ζωήν μου, |
2
<Ζῇ ὁ Θεὸς καὶ εἶναι μάρτυς
τῶν ὅσων θὰ διαβεβαιώνω. Ὁ Θεός, ὁ
Ὁποῖος τοιουτοτρόπως μὲ ἔχει κρίνει,
καὶ ὁ Παντοκράτωρ, ὁ Ὁποῖος
μοῦ ἐπίκρανε τὴν ψυχήν.
|
3
Ἦ μὴν ἔτι τῆς πνοῆς μου ἐνούσης,
πνεῦμα δὲ θεῖον τὸ περιόν μοι
ἐν ρινί, |
3
ὅτι ἐφ' ὅσον ὑπάρχει μέσα
μου ἀναπνοή, ἐφ' ὅσον τὸ θεῖον
αὐτὸ ἐμφύσημα, ἡ ἀναπνοή
μου, εἰσέρχεται καὶ ἐξέρχεται
ἀπὸ τοὺς ρώθωνάς μου,
|
3
Ἀληθῶς, ἐφ’ ὅσον ἀκόμη ὑπάρχει
μέσα μου ἡ πνοή μου, τὸ ζωτικὸν δὲ
φύσημα τοῦ Δημιουργοῦ, ποὺ διαμένει εἰς
τὴν ρῖνα μου, ἐξακολουθεῖ νὰ
μὲ ζωοποιῇ, |
4
μὴ λαλήσειν τὰ χείλη μου ἄνομα,
οὐδὲ ἡ ψυχή μου μελετήσει ἄδικα.
|
4
δὲν πρόκειται τὰ χείλη μου νὰ
λαλήσουν παράνομα πράγματα, οὔτε ἡ
ψυχή μου νὰ μελετήσῃ καὶ ἀποδεχθῇ
σκέψεις καὶ ἀποφάσεις ἀδίκους.
|
4
δὲν θὰ λαλήσουν τὰ χείλη μου ἀντίθετα
πρὸς τὸν θεῖον νόμον, οὔτε τὸ
ἐσωτερικὸν τῆς ψυχῆς μου θὰ
σκεφθῇ καὶ θὰ μελετήσῃ ἄδικα.
|
5
Μή μοι εἴη δικαίους ὑμᾶς ἀποφῆναι,
ἕως ἂν ἀποθάνω, οὐ γὰρ
ἀπαλλάξω μου τὴν ἀκακίαν μου.
|
5
Μὴ γένοιτο δὲ νὰ παραδεχθῶ καὶ
νὰ εἴπω, ὅτι σεῖς δικαίως μὲ
κατηγορεῖτε ὅτι τάχα ὑποφέρω
ὡς ἐξ ἁμαρτιῶν μου. Αὐτὸ
δὲν θὰ τὸ δεχθῶ, ἕως ὅτου
ἀποθάνω. Μέχρι τῆς τελευταίας
μου ἀναπνοῆς θὰ κρατῶ καὶ δὲν
θὰ ἀποβάλω τὴν ἀκακίαν
καὶ ἀθωότητά μου.
|
5
Μὴ γένοιτο νὰ ἀποφανθῶ διὰ σᾶς,
ὅτι εἶσθε δίκαιοι, ὅταν μὲ κατηγορῆτε
ὡς πάσχοντα διὰ τὰς ἁμαρτίας μου.
Τοιοῦτόν τι δὲν θὰ δεχθῶ, ἕως
ὅτου ἀποθάνω. Διότι μέχρι τῆς τελευταίας
μου πνοῆς δὲν θὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ
τὴν ἀκακίαν καὶ ἀθωότητά μου.
|
6
Δικαιοσύνῃ δὲ προσέχων οὐ μὴν
προῶμαι, οὐ γὰρ σύνοιδα ἐμαυτῷ
ἄτοπα πράξας. |
6
Δὲν θὰ ἐγκαταλείψω οὔτε θὰ
ἀπαρνηθῶ ποτὲ τὴν δικαιοσύνην
μου, ἀλλὰ θὰ τὴν κρατῶ στερεὰ
κοντά μου. Καὶ οὔτε θὰ παύσω
νὰ διακηρύττω τὴν ἀθωότητά
μου, διότι ἔχω τὴν συνείδησιν ὅτι
τίποτε τὸ ἄτοπον δὲν ἔπραξα.
|
6
Κρατῶν δὲ στερεὰ τὴν δικαιοσύνην μου,
κατ’ οὐδένα λόγον θὰ ἐγκαταλίπω αὐτήν,
οὐδὲ θὰ παύσω διακηρύττων τὴν ἀθωότητά
μου, διότι δὲν ἔχω κατ’ ἐμαυτὸν συνείδησιν,
ὅτι ἔπραξα ἄτοπα. |
7
Οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ εἴησαν
οἱ ἐχθροί μου ὥσπερ ἡ καταστροφὴ
τῶν ἀσεβῶν, καὶ οἱ ἐπ'
ἐμὲ ἐπανιστάμενοι, ὥσπερ ἡ
ἀπώλεια τῶν παρανόμων
|
7
Ὄχι δὲ μόνον τοῦτο ἀλλὰ
καὶ εὔχομαι, ὅπως οἱ ἁμαρτωλοὶ
ἐχθροί μου, ποὺ μὲ κατακρίνουν
ἀδίκως, καταστραφοῦν. Καὶ ἐκεῖνοι
οἱ ὁποῖοι ἐξανίστανται ἐναντίον
μου, νὰ ἀπολεσθοῦν, ὅπως οἱ
παράνομοι. |
7
Ὄχι δὲ μόνον θὰ κρατήσω στερεὰ τὴν
ἀθωότητά μου, ἀλλ’ εὔχομαι οἱ ἐν
ἁμαρτίαις εὐδαιμονοῦντες καὶ κατακρίνοντές
με ἀδίκως ἐχθροί μου νὰ καταστραφοῦν
ὅπως οἱ ἀσεβεῖς, καὶ ἐκεῖνοι,
ποὺ ἐπαναστατοῦν κατ’ ἐμοῦ,
νὰ ἀπολεσθοῦν ὅπως οἱ παράνομοι.
|
8
Καὶ τίς γάρ ἐστιν ἐλπὶς
ἀσεβεῖ ὅτι ἐπέχει; Πεποιθὼς
ἐπὶ Κύριον ἆρα σωθήσεται;
|
8
Διότι, ποία ἄλλη ἐλπὶς ὑπάρχει
εἰς τὸν ἀσεβῆ ἐκτὸς ἀπὸ
τὰ πλούτη, τὰ ὁποῖα παρανόμως
ἀπέκτησε καὶ κατακρατεῖ; Ἐὰν
ἐπικαλεσθῇ μὲ κάποιαν πίστιν
καὶ ἐλπίδα τὸν Κύριον, τάχα
θὰ σωθῇ; |
8
Δὲν εἶναι δὲ ἀπραγματοποίητος ἡ
εὐχή μου αὐτή. Διότι ποία ἐλπὶς
ὑπάρχει εἰς τὸν ἀσεβῆ ἀπὸ
ἐκεῖνα, ποὺ πλεονεκτικῶς ἀπέκτησε
καὶ κρατεῖ; Ἄραγε ὅταν ἐπικαλεσθῇ
μὲ κάποιαν ἐλπίδα τὸν Κύριον, θὰ
σωθῇ; |
9
Ἤ τὴν δέησιν αὐτοῦ εἰσακούσεται
ὁ Θεός; Ἢ ἐπελθούσης αὐτῷ
ἀνάγκης |
9
Ἢ μήπως ὁ Θεὸς θὰ ἀκούσῃ
καὶ θὰ κάμῃ δεκτὴν τὴν
δέησίν του; Ἢ ὅταν ἐπέλθῃ
ἐναντίον του θλῖψις καὶ περιπέτεια,
|
9
Ἢ μήπως θὰ εἰσακούσῃ τὴν δέησίν
του ὁ Θεός; Ἢ ὅταν ἐπέλθῃ εἰς
αὐτὸν ἀνάγκη, εἰς τὴν ὁποίαν
νὰ εἶναι ἀδύνατος ἡ παρ' ἀνθρώπων
βοήθεια, |
10
μὴ ἔχει τινὰ παρρησίαν ἔναντι
αὐτοῦ; Ἢ ὡς ἐπικαλεσαμένου
αὐτοῦ εἰσακούσεται αὐτοῦ;
|
10
μήπως θὰ ἔχῃ αὐτὸς παρρησίαν
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ἢ μήπως
ὁ Θεὸς θὰ ἀκούσῃ καὶ
θὰ κάμῃ δεκτὴν τὴν προσευχήν
του, ὅταν τὸν ἐπικαλεσθῇ;
|
10
μήπως θὰ ἔχῃ παρρησίαν καὶ θάρρος
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Ἢ μήπως ὁ
Θεὸς θὰ τὸν εἰσακούσῃ, ὅταν
θὰ ἐπικαλεσθῇ Αὐτόν;
|
11
Ἀλλὰ δὴ ἀναγγελῶ ὑμῖν
τί ἐστιν ἐν χειρὶ Κυρίου, ἅ
ἐστι πάρα Παντοκράτορι, οὐ ψεύσομαι.
|
11
Ἀλλὰ θὰ ἀναγγείλω καὶ
θὰ καταστήσω γνωστὸν εἰς σᾶς,
τί ὑπάρχει εἰς τὸ παντοδύναμον
χέρι τοῦ Κυρίου· ὅσα εἶναι
εἰς τὴν πανσθενῆ ἐξουσίαν τοῦ
Παντοκράτορος. Ὄχι ψεύδη, ἀλλὰ
τὴν καθαρὰν ἀλήθειαν θὰ εἴπω.
Ἐγὼ θὰ σᾶς ὁμιλήσω τὴν
ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ,
|
11
Ἀλλὰ θὰ σᾶς ἀναγγείλω ἤδη,
τί ὑπάρχει εἰς τὴν χεῖρα τοῦ
Κυρίου, ὅσα εἶναι εἰς τὸν Παντοκράτορα
καὶ ἐνεργεῖ διὰ τῆς δυνάμεώς
του· δὲν θὰ εἴπω δὲ τίποτε τὸ
ὑπερβολικὸν ἢ κατώτερον τοῦ πραγματικοῦ.
|
12
Ἰδοὺ πάντες οἴδατε ὅτι κενὰ
κενοῖς ἐπιβάλλετε. |
12
διότι ἰδού, σεῖς μὲ ὅσα
λέγετε, προσθέτετε ἀδειανὰ καὶ
κούφια λόγια ἐπάνω εἰς τὰ
κούφια. |
12
Ἰδοὺ ὅλοι γνωρίζετε, τί ἐνεργεῖ
ὁ Θεός. Θὰ προσθέσω ὅμως καὶ ἐγὼ
περὶ αὐτῶν, διότι, δι’ ὅσων λέγετε,
προσθέτετε ἀδειανὰ καὶ κούφια λόγια ἐπάνω
εἰς κούφια. |
13
Αὕτη ἡ μερὶς ἀνθρώπου ἀσεβοῦς
παρὰ Κυρίου, κτῆμα δὲ δυναστῶν
ἐλεύσεται παρὰ Παντοκράτορος ἐπ'
αὐτούς. |
13
Ἰδοὺ ποῖον εἶναι τὸ μερίδιον
καὶ τὸ κατάντημα τοῦ ἀσεβοῦς
ἀνθρώπου ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου.
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀπόκτημα,
ποὺ ἀπὸ τὸν Παντοκράτορα θὰ
ἔλθῃ εἰς τοὺς ἐκβιαστὰς
καὶ τυράννους. |
13
Αὖτο εἶναι τὸ μερίδιον, τὸ ὁποῖον
δίδει ὁ Κύριος εἰς τὸν ἀσεβῆ,
τοῦτο δὲ εἶναι τὸ ἀπόκτημα,
ποὺ θὰ ἔλθῃ ἀπὸ τὸν
Παντοκράτορα εἰς τοὺς τυράννους καὶ ἐκβιαστάς.
|
14
Ἐὰν δὲ πολλοὶ γένωνται οἱ
υἱοὶ αὐτοῦ, εἰς σφαγὴν
ἔσονται· ἐὰν δὲ καὶ ἀνδρωθῶσι,
προσαιτήσουσιν· |
14
Ἐὰν γίνουν πολλὰ καὶ πληθυνθοῦν
τὰ τέκνα τῶν ἀσεβῶν, θὰ
εἶναι προορισμένα διὰ τὴν σφαγήν.
Ἐὰν δὲ καὶ γίνουν ἄνδρες,
θὰ καταντήσουν εἰς πτωχείαν, ὥστε
νὰ ἐπαιτοῦν διὰ νὰ ζήσουν.
|
14
Ἐὰν δὲ γίνουν πολλὰ τὰ τέκνα
τῶν ἀσεβῶν, θὰ εἶναι προωρισμένα
διὰ σφαγήν· ἐὰν δὲ συμβῇ
να γίνουν ἄνδρες, θὰ πτωχύνουν καὶ θὰ
καταντήσουν ἐπαῖται. |
15
οἱ δὲ περιόντες αὐτοῦ ἐν
θανάτῳ τελευτήσουσι, χήρας δὲ
αὐτῶν οὐδεὶς ἐλεήσει.
|
15
Ὅσοι δὲ διαφύγουν τὸν βίαιον
θάνατον τοῦ ἀσεβοῦς πατρός των,
θὰ ἀποθάνουν ἀπὸ σκληρὰν
καὶ ὀδυνηρὰν ἀσθένειαν. Τὰς
χήρας των δὲ κανεὶς δὲν θὰ τὰς
εὐσπλαγχνισθῇ. |
15
Ὅσοι δὲ θὰ ἐπιζήσουν μετὰ τὸν
θάνατον τοῦ ἀσεβοῦς πατρὸς των, θὰ
ἔχουν τέλος μὲ βίαιον θάνατον, τὰς χήρας
τῶν δὲ κανεὶς δὲν θὰ εὐσπλαγχνισθῇ
καὶ δὲν θὰ ἐλεήσῃ.
|
16
ἐὰν συναγάγῃ ὥσπερ γῆν
ἀργύριον, ἴσα δὲ πηλῷ ἑτοιμάσῃ
χρυσίον, |
16
Ἐὰν κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς
συγκεντρώσῃ πολὺ ἀργύριον ὡσὰν
τὸ χῶμα τῆς γῆς καὶ συσσωρεύσῃ
χρυσὸν ὡσὰν τὴν λάσπην,
|
16
Ἐὰν ὁ ἀσεβὴς μαζεύσῃ σὰν
χῶμα τὰ ἀργυρᾶ νομίσματα, σὰν
πηλὸν δὲ ἐὰν ἑτοιμάσῃ
σωροὺς χρυσῶν νομισμάτων, |
17
ταῦτα πάντα δίκαιοι περιποιήσονται,
τὰ δὲ χρήματα αὐτοῦ ἀληθινοὶ
καθέξουσιν. |
17
ὅλα αὐτὰ θὰ περιέλθουν εἰς
τὴν κυριότητα τῶν δικαίων. Τὰ
χρήματά του θὰ γίνουν κτῆμα
τῶν εἰλικρινῶν καὶ ἐντίμων
ἀνθρώπων. |
17
ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ κάμουν κτῆμα
των οἱ δίκαιοι, τὰ δὲ χρήματά του θὰ
περιέλθουν εἰς τὴν κατοχὴν τῶν εἰλικρινῶν
καὶ τιμίων ἀνθρώπων. |
18
Ἀπέβη δὲ ὁ οἶκος αὐτοῦ
ὥσπερ σῆτες καὶ ὥσπερ ἀράχνη.
|
18
Θὰ καταντήσῃ δὲ τὸ σπίτι
τοῦ ἀσεβοῦς σὰν τὸν σκόρον
καὶ σὰν τὸν ἱστὸν τῆς
ἀράχνης.
|
18
Κατήντησε δὲ τὸ σπίτι του σὰν τὴν
εὐδιάλυτον φωλεὰν τῶν σκόρων τοῦ ξύλου
καὶ σὰν τὸν ἱστὸν τῆς
ἀράχνης. |
19
Πλούσιος κοιμηθήσεται καὶ οὐ προσθήσει,
ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ διήνοιξε, καὶ
οὐκ ἔστι. |
19
Ὁ ἀσεβὴς θὰ πέσῃ νὰ
κοιμηθῇ πλούσιος τήν ἑσπέραν,
καὶ τὸ πρωῒ θὰ ἐξυπνήσῃ
πτωχός. Δὲν θὰ ἐπανίδῃ
τὰ πλούτη του. Καθὼς θὰ ἀνοίξῃ
τὸ πρωῒ τὰ μάτια του, θὰ τὰ
ἀναζητήσῃ καὶ δὲν θὰ ὑπάρχουν
πλέον. |
19
Ὁ πλούσιος θὰ ἀποθάνῃ καὶ
δὲν θὰ προσθέσῃ τίποτε εἰς τὸν
ἑαυτόν του ἀπὸ τὰ πλούτη του·
δὲν ἐπρόφθασε νὰ ἀνοίξῃ τὰ
μάτια του καὶ δὲν ὑπάρχει πλέον.
|
20
Συνήντησαν αὐτῷ ὥσπερ ὕδωρ αἱ
ὀδύναι, νυκτὶ δὲ ὑφείλετο
αὐτὸν γνόφος· |
20
Τὸν συνήντησαν καὶ τὸν περιέβαλαν
θλίψεις καὶ πόνοι σὰν πλημμύρα
ὕδατος. Κατὰ τὸ διάστημα δὲ
τῆς νυκτὸς ἔξαφνα τὸν κατέλαβε
καὶ τὸν ἀφήρπασε σύννεφον σκοτεινόν.
|
20
Τὸν συνήντησαν θλίψεις καὶ πόνοι σὰν πλήμμυρα
νεροῦ, ἐν καιρῷ δὲ νυκτός, ἔξαφνα
καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβῃ, τὸν
ἅρπαξε σύννεφον σκοτεινόν. |
21
ἀναλήψεται δὲ αὐτὸν καύσων
καὶ ἀπελεύσεται, καὶ λικμήσει
αὐτὸν ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ.
|
21
Θὰ τὸν πάρῃ καὶ θὰ τὸν
σηκώσῃ καυστικὸς ἄνεμος, θὰ
φύγῃ ἀπὸ τὸν τόπον, θὰ
τὸν σηκώσῃ καὶ θὰ τὸν
λυχνίσῃ σὰν ἄχυρον μακρὰν ἀπὸ
τὴν κατοικίαν του.
|
21
Θὰ τὸν σηκώσῃ δὲ ἐπάνω ἄνεμος
καυστικὸς καὶ θὰ ἀπέλθῃ ἀπὸ
τὸν κόσμον αὐτόν· καὶ θὰ
τὸν λιχνίσῃ σὰν ἄχυρον ἀφαρπάζων
αὐτὸν βιαίως ἀπὸ τὸν τόπον του.
|
22
Καὶ ἐπιρρίψει ἐπ' αὐτὸν
καὶ οὐ φείσεται, ἐκ χειρὸς αὐτοῦ
φυγῇ φεύξεται. |
22
Ὁ Θεὸς θὰ ρίψῃ ἐπάνω
εἰς τὸν ἀσεβῆ τιμωρίας καὶ
πόνους, δὲν θὰ τὸν λυπηθῇ. Αὐτὸς
δὲ θὰ καταβάλῃ κάθε προσπάθειαν
νὰ διαφύγῃ ἀπὸ τὴν τιμωρὸν
χεῖρα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ματαίως.
|
22
Καὶ θὰ ρίψῃ ὁ Θεὸς ἐπάνω
του πληγὰς καὶ τιμωρίας ἀλύπητα καὶ
χωρὶς νὰ τσιγκουνευθῇ, καὶ θὰ
εἶναι τόσον πολλαί, ὥστε αὐτὸς ματαίως
ἀλλὰ καὶ μὲ πᾶσαν σπουδὴν
θὰ προσπαθῇ νὰ φύγῃ ἀπὸ
τὴν χεῖρα τοῦ Θεοῦ.
|
23
Κροτήσει ἐπ' αὐτοὺς χεῖρας αὐτοῦ
καὶ συριεῖ αὐτὸν ἐκ τοῦ
τόπον αὐτοῦ. |
23
Θὰ ἐπιδοκιμάσῃ καὶ θὰ
χειροκρότησῃ ὁ Κύριος τὴν τιμωρίαν
τῶν ἀσεβῶν. Μὲ συριγμοὺς χλευασμοῦ
θὰ ἐκδιώξῃ τὸν ἀσεβῆ
ἀπὸ τὸν τόπον εἰς τὸν
ὁποῖον ἐζοῦσεν ἀσφαλής.
|
23
Καὶ θὰ χειροκροτήσῃ ὁ Κύριος διὰ
τὴν τιμωρίαν τῶν ἀσεβῶν καὶ
θὰ ἀποδιώξῃ μὲ συριγμοὺς τὸν
ἀσεβῆ ἀπὸ τὸν περίβλεπτον καὶ
κατὰ κόσμον ἀσφαλῆ τόπον του. |