Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
τι
δὲ προσθεὶς Ἰὼβ εἶπε τῷ
προοιμίῳ |
ἶπεν
ἀκόμη ὁ Ἰὼβ, προσθέτων
εἰς ὅσα προηγουμένως εἶχεν εἴπει:
|
ροσθέσας
δὲ ὁ Ἰὼβ ἄκομη εἰς τὰ
ὑπ’ αὐτοῦ ἤδη λεχθέντα εἶπε
συμπληρωματικῶς: |
2
τίς ἂν με θείη κατὰ μῆνα ἔμπροσθεν
ἡμερῶν, ὧν με ὁ Θεὸς ἐφύλαξεν;
|
2
<Ποιὸς ἠμπορεῖ νὰ μὲ φέρῃ
εἰς τὰς περασμένας εὐτυχισμένας
ἡμέρας κάποιου μηνός, κατὰ τὰς
ὁποίας ὁ Θεὸς μὲ προεφύλαττεν
ἀπὸ θλίβεις καὶ συμφοράς;
|
2
<Ποῖος θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ
μὲ θέσῃ πάλιν εἰς παλαιοῦ τίνος μηνὸς
τὰς εὐτυχισμένας μου ἡμέρας, κατὰ
τὰς ὁποίας ὁ Θεὸς μὲ ἐφύλαττε
καὶ μὲ περιεφρούρει; |
3
Ὡς ὅτε ηὔγει ὁ λύχνος αὐτοῦ
ὑπὲρ κεφαλῆς μου, ὅτε τῷ φωτὶ
αὐτοῦ ἐπορευόμην ἐν σκότει·
|
3
Τότε ὁ λύχνος τοῦ Θεοῦ ἔλαμπεν
ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλήν
σου, ὁπότε μὲ τὸ φῶς του ἐβάδιζα
καὶ εἰς αὐτὰ τὰ σκότη·
|
3
Ὅπως ὅταν ὁ λύχνος τῆς προστασίας
του καὶ τοῦ φωτισμοῦ του ἔλαμπε καὶ
ἐφώτιζεν ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς
μου, ὅταν μὲ τὴν παρηγορίαν καὶ καθοδήγησιν
τοῦ φωτός του ἐβάδιζα καὶ ἐπροχώρουν
εἰς τὸ σκότος τῶν στενοχωριῶν καὶ
ἀποριῶν μου. |
4
ὅτε ἥμην ἐπιβρίθων ὁδούς,
ὅτε ὁ Θεὸς ἐπισκοπὴν ἐποιεῖτο
τοῦ οἴκου μου· |
4
ὅταν ἔτρεχα εἰς τοὺς δρόμους
μὲ νεανικὴν δύναμιν καὶ σφρίγος,
ὁ δὲ Θεὸς μὲ στοργὴν ἐπώπτευε
καὶ ἐπρονοοῦσε τὰ τοῦ οἴκου
μου· |
4
Ὅταν μὲ νεανικὴν δύναμιν καὶ σφρῖγος
ἔτρεχα εἰς τοὺς δρόμους, ὅταν ὁ
Θεὸς ἐσκέπαζε καὶ ἐπέβλεπε στοργικῶς
τὸν οἶκον μου. |
5
ὅτε ἤμην ὑλώδης λίαν, κύκλῳ
δέ μου οἱ παῖδες·
|
5
ὅταν ἤμην γεμᾶτος ἀπὸ ὑλικὰ
ἀγαθὰ καὶ γύρω μου εὐτυχισμένα
ἦσαν τὰ παιδιά μου.
|
5
Ὅταν εἶχα τὸ σπίτι μου γεμᾶτον ἀπὸ
ἀνθρώπους καὶ ὠμοίαζε τοῦτο
πρὸς δάσος πυκνόν, τριγύρω μου δὲ ἦσαν τὰ
παιδιά μου. |
6
ὅτε ἐχέοντο αἱ ὁδοί μου
βουτύρω, τὰ δὲ ὄρη μου ἐχέοντο
γάλακτι· |
6
Ὅταν τὸ βούτυρον ἐχύνετο καὶ
ἔτρεχεν εἰς τοὺς δρόμους, ποὺ
ἐπερνοῦσα, τὰ δὲ βουνὰ ἐβρέχοντο
καὶ ἐλούζοντο μέσα εἰς τὸ
γάλα. |
6
Ὅταν περιεχύνοντο οἱ πρὸς τὰ ποιμνιοστάσιά
μου δρόμοι μὲ βούτυρον, τὰ δὲ βουνά μου,
εἰς τὰ ὁποῖα ἔβοσκαν τὰ
ποίμνιά μου, περιεβρέχοντο μὲ γάλα.
|
7
ὅτε ἐξεπορευόμην ὄρθριος ἐν
πόλει, ἐν δὲ πλατείαις ἐτίθετό
μου ὁ δίφρος. |
7
Ὅταν λίαν πρωῒ ἠγειρόμην καὶ
μετέβαινα εἰς τὴν πόλιν καὶ
εἰς τὰς πλατείας τῆς πόλεως,
ἐστήνετο ἡ τιμητικὴ δι' ἐμὲ
καθέδρα. |
7
Ὅταν ἔβγαινα πολὺ πρωῒ εἰς τὰς
πύλας τῆς πόλεως, ὅπου συνεζητοῦντο καὶ
ἐκρίνοντο αἱ διάφοροι ὑποθέσεις, εἰς
τὰς πλατείας δὲ ἐτοποθετεῖτο δι’ ἐμὲ
ἡ ἐπίσημος ἕδρα. |
8
Ἰδόντες με νεανίσκοι ἐκρύβησαν,
πρεσβῦται δὲ πάντες ἔστησαν·
|
8
Ὅταν μὲ ἔβλεπαν οἱ νέοι ἀπὸ
μακρὰν καὶ διὰ λόγους συστολῆς
ἐκρύπτοντο, οἱ δὲ πρεσβύτεροι
κατὰ τὴν ἡλικίαν ὅλοι ἵσταντο
ὄρθιοι, μέχρις ὅτου καθήσω ἐγώ.
|
8
Ὅταν μὲ ἔβλεπαν οἱ νέοι μακρόθεν,
ἐκρύπτοντο ἀπὸ σεβασμόν, οἱ πρεσβύτεροι
δὲ κατὰ τὴν ἡλικίαν δὲν ἐκάθηντο,
ἀλλ’ ἵσταντο ὄρθιοι, ἕως ὅτου
καθήσω καὶ ἐγώ. |
9
ἁδροὶ δὲ ἐπαύσαντο λαλοῦντες,
δάχτυλον ἐπιθέντες ἐπὶ στόματι.
|
9
Οἱ ἐπίσημοι δὲ καὶ πρόκριτοι
τῆς πόλεως, ὅταν ἐγὼ ἐφαινόμην,
ἔπαυαν νὰ συνομιλοῦν, φέροντες τὸν
δάκτυλόν των εἰς τὸ στόμα των
καὶ ἐπιβάλλοντες σιγὴν εἰς τὸν
ἑαυτόν των. |
9
Οἱ πρόκριτοι δὲ τῆς πόλεως, γινομένης
συζητήσεως, ὅταν ἐφαινόμην ἐγώ, ἔπαυαν
νὰ ὁμιλοῦν, φέροντες τὸν δάκτυλον
ἐπὶ τοῦ στόματός των καὶ διὰ
τοῦ νεύματος τούτου ἐπέβαλλον εἰς ὅλους
σιγήν. |
10
Οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐμακάρισάν
με, καὶ γλῶσσα αὐτῶν τῷ λάρυγγι
αὐτῶν ἐκολλήθη· |
10
Ὅσοι δὲ μὲ ἤκουαν μὲ ἐπεδοκίμαζαν,
μὲ ἐμακάριζαν διὰ τὰς σοφὰς
συμβουλὰς καὶ γνώμας μου καὶ ἐκολλοῦσε
ἡ γλῶσσα των εἰς τὸν λάρυγγα
των, ὥστε νὰ μὴ δύνανται, διὰ
λόγους συστολῆς, νὰ ἀρθρώσουν
λέξιν. |
10
Ὅσοι δὲ μὲ ἤκουον, μὲ ἐμακάριζαν
διὰ τὰς συνετὰς γνώμας μου καὶ ἐκολλοῦσεν
ἡ γλῶσσα των εἰς τὸν λάρυγγά
των, ἀδυνατοῦντες ἐκ συστολῆς νὰ
ὁμιλήσουν. |
11
ὅτι οὖς ἤκουσε καὶ ἐμακάρισέ
με, ὀφθαλμὸς δὲ ἱδών με ἐξέκλινε·
|
11
Καθένας ποὺ μὲ ἤκουε, μὲ ἐμακάριζε,
καὶ καθένας ποὺ μὲ ἔβλεπε παρεμέριζε.
|
11
Μοῦ ἐδείκνυον δὲ τόσον σεβασμόν, διότι
ὅποιος μὲ ἤκουσε, μὲ ἐμακάρισε
καὶ μὲ ἐπῄνεσεν, ὅποιο δὲ
μάτι μὲ εἶδεν, ἐκ συστολῆς καὶ
σεβασμοῦ ἀπέφυγε νὰ μὲ ἀτενίσῃ
κατ’ εὐθεῖαν καὶ ἔκλινε πρὸς
τὰ κάτω. |
12
διέσωσα γὰρ πτωχὸν ἐκ χειρὸς
δυνάστου καὶ ὀρφανῷ, ᾦ οὐκ
ἦν βοηθός, ἐβοήθησα.
|
12
Καὶ τοῦτο, διότι ἐγὼ ἔσωζα
τὸν πτωχὸν ἀπὸ τὰ χέρια
τοῦ καταδυναστεύοντος αὐτὸν καὶ
ἐβοηθοῦσα κάθε ὀρφανόν, διὰ
τὸ ὁποῖον κανεὶς ἄλλος δὲν
ὑπῆρχε νὰ τὸ βοηθήσῃ.
|
12
Διότι ἐγλύτωσα κάθε πτωχὸν ἀπὸ
τὰ χέρια τοῦ ἰσχυροῦ καὶ δυνατοῦ,
ποὺ τὸν κατεπίεζε, καὶ ἐβοήθησα κάθε
ὀρφανόν, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχεν
ἄλλον βοηθόν. |
13
εὐλογία ἀπολλυμένου ἐπ' ἐμὲ
ἔλθοι, στόμα δὲ χήρας με εὐλόγησε.
|
13
Αἱ εὐχαὶ τοῦ κινδυνεύοντος καὶ
τὸν ὁποῖον ἐγὼ περιέσωζα,
ἤρχοντο πρὸς ἐμέ. Τὸ δὲ
στόμα τῆς χήρας ηὔχετο πολλὰς
εὐχὰς δι' ἐμέ.
|
13
Ἡ εὐχὴ δὲ καὶ οἱ καλοὶ
λόγοι ἐκείνου, ποὺ ἐκινδύνευε νὰ χαθῇ
καὶ ἐσώζετο ὑπ’ ἐμοῦ,
ἤρχοντο εἰς ἐμέ, τὸ στόμα δὲ
τῆς χήρας, τὴν ὁποίαν ἐπροστάτευα,
μὲ εὐλογοῦσε καὶ μὲ ηὔχετο.
|
14
Δικαιοσύνην δὲ ἐνδεδύκειν, ἠμφιασάμην
δὲ κρίμα ἴσα διπλοΐδι. |
14
Εἶχα ἐνδυθῆ τὴν δικαιοσύνην
ὡσὰν ἔνδυμα καὶ ὡσὰν μανδύαν
διπλοτυλισσόμενον εἰς τὸ σῶμα μου
ἐφοροῦσα τὴν δικαίαν κρίσιν
καὶ ἀπονομὴν τῆς δικαιοσύνης.
|
14
Εἶχα ἐνδυθῆ τὴν δικαιοσύνην, ἐφοροῦσα
δὲ τὴν δικαίαν κρίσιν καὶ τὴν ἀκριβῆ
ἀπονομὴν τοῦ δικαίου σὰν μανδύαν διπλόν,
ποὺ τυλίγει καλὰ καὶ ἀπὸ ὅλα
τὰ μέρη τὸ σῶμα. |
15
Ὀφθαλμὸς ἤμην τυφλῶν, ποὺς δὲ
χωλῶν. |
15
Ἤμουνα ὁ ὀφθαλμὸς τῶν τυφλῶν
καὶ τὸ πόδι τῶν χωλῶν.
|
15
Ἤμουν ὀφθαλμὸς τῶν τυφλῶν, καθοδηγῶν
καὶ παρηγόρων αὐτούς, πόδι δὲ τῶν
χωλῶν, ὑποβαστάζων καὶ βοηθῶν αὐτούς,
διὰ νὰ περιπατοῦν χωρὶς νὰ σκοντάπτουν.
|
16
Ἐγὼ ἤμην πατὴρ ἀδυνάτων,
δίκην δὲ ἣν οὐκ ᾔδειν ἐξιχνίασα·
|
16
Ἐγὼ ἤμουν ὁ πατὴρ τῶν
ἀδυνάτων ἀνθρώπων, ἀγνώστους
δὲ ὑποθέσεις ξένων ἀνθρώπων
ἐξήταζα μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον,
διὰ νὰ ἀποδώσω δικαιοσύνην.
|
16
Ἐγὼ ἤμουν πατὴρ τῶν ἀδυνάτων
καὶ πτωχῶν, ἀγνώστων δὲ εἰς
ἐμὲ προσώπων ἐκδικαζομένας ὑποθέσεις,
ποὺ δὲν ἐγνώριζα, τὰς ἐξήταζα
μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον, χωρὶς νὰ
λογαριάζω κόπους. |
17
συνέτριψα δὲ μύλας ἀδίκων, ἐκ
μέσου τῶν ὀδόντων αὐτῶν
ἅρπαγμα ἐξήρπασα. |
17
Συνέτριψα τὰς ἰσχυρὰς σιαγόνας
τῶν ἀδίκων καὶ ἀπὸ τὰ
δόντια των ἥρπασα, ὅσα ἐκεῖνοι
εἶχαν ἁρπάσει ἀδικοῦντες τοὺς
ἄλλους.
|
17
Ἐτσάκιζα δὲ ἰσχυρὰς σιαγόνας
ἀδίκων ἀνθρώπων καὶ ἤρπαζα ἀπὸ
μέσα ἀπὸ τὰ δόντια των, ὅ,τι μὲ
αὐτὰ εἶχαν ἁρπάσει.
|
18
Εἶπα δέ· ἡ ἡλικία μου γηράσει
ὥσπερ στέλεχος φοίνικος, πολὺν χρόνον
βιώσω· |
18
Κατὰ τὰς εὐτυχισμένας δὲ ἐκείνας
ἡμέρας εἶπα: Ἡ ἡλικία
μου θὰ προχωρήσῃ εἰς γῆρας ὡσὰν
τὸν κορμὸν τῆς χουρμαδιᾶς, θὰ
ζήσω ἐπὶ πολὺν χρόνον ἤρεμος
καὶ εἰρηνικός.
|
18
Εἶπα δὲ τότε, ὅτε ἀπελάμβανον τόσην
εὐτυχίαν· ἡ ἡλικία μου θὰ φθάσῃ
εἰς γᾶρας, θὰ ζήσω καὶ ἐγὼ
ἐπὶ πολὺν χρόνον, σὰν τὸν κορμὸν
χουρμαδιᾶς. |
19
Ἡ ρίζα διήνοικται ἐπὶ ὕδατος,
καὶ δρόσος αὐλισθήσεται ἐν τῷ
θερισμῷ μου· |
19
Ἡ ρίζα τοῦ δένδρου τῆς ζωῆς
μου εἶναι ὑγιής, καλοθρεμμένη καὶ
ἰσχυρὰ μέσα εἰς τὸ ὕδωρ,
καὶ δρόσος θὰ ὑπάρχῃ κατὰ
τοὺς θερμοὺς μῆνας τοῦ θερισμοῦ
τῶν σιτηρῶν.
|
19
Καὶ θὰ ἀνανεώνωμαι πάντοτε σὰν τὸ
δένδρον, ποὺ ἔχει ξαπλώσει τὴν ρίζαν του
εἰς τὸ νερόν, καὶ ὅταν θερίζεται διὰ
τῆς συγκομιδῆς τῶν καρπῶν του ἢ
διὰ τοῦ κλαδεύματος, μένει πάντοτε δροσερόν. Ἡ
δροσιὰ ἀναπαύεται εἰς αὐτό.
|
20
ἡ δόξα μου κενὴ μετ' ἐμοῦ, καὶ
τὸ τόξον μου ἐν χειρὶ αὐτοῦ
πορεύεται. |
20
Ἡ δόξα μου δὲν θὰ μειώνεται,
ἀλλὰ θὰ ἀνανεώνεται καὶ
θὰ αὐξάνῃ πάντοτε. Καὶ
τὸ τόξον μου διὰ τῆς χειρὸς
τοῦ προστατεύοντός με Θεοῦ θὰ
ἐπιτυγχάνῃ πάντοτε τὸν στόχον
του. |
20
Ἡ δόξα μου θὰ ἀνανεώνεται πάντοτε καὶ
δὲν θὰ παύῃ νὰ εἶναι μαζί μου,
καὶ τὸ τόξον μου διὰ τῆς χειρὸς
τοῦ προστατεύοντός με Θεοῦ θὰ πηγαίνῃ
ἐπιτυχῶς πάντοτε εἰς τὸν στόχον του.
|
21
Ἐμοῦ ἀκούσαντες προσέσχον, ἐσιώπησαν
δὲ ἐπὶ τῇ ἐμῇ βουλῇ·
|
21
Ὅταν μὲ ἤκουαν νὰ ὁμιλῶ,
ἐπρόσεχαν τοὺς λόγους μου. Ἐσιωποῦσαν
δέ, ὅταν ἐξέφερα τὰς σκέψεις
μου καὶ τὴν ἀπόφασίν μου.
|
21
Ὅταν μὲ ἤκουον ὁμιλοῦντα, ἔδιδαν
ὅλην τὴν προσοχήν των, ἐσιωποῦσαν
δέ, ὅταν ἐξέθετα εἰς αὐτοὺς
τὴν ἀπόφασιν καὶ συμβουλήν μου.
|
22
ἐπὶ τῷ ἐμῷ ρήματι οὐ
προσέθεντο, περιχαρεῖς δὲ ἐγίνοντο
ὁπόταν αὐτοῖς ἐλάλουν·
|
22
Εἰς ὅσα ἐγὼ ἐλεγα, δὲν
εἶχαν τίποτε νὰ προσθέσουν ἐκεῖνοι.
Ἐγέμιζαν δὲ ἀπὸ χαράν,
ὅταν ὠμιλοῦσα πρὸς αὐτοὺς
προσωπικῶς. |
22
Εἰς ὅσα ἐγὼ ἔλεγον, δὲν
ἐπρόσθεταν τίποτε, κατελαμβάνοντο δὲ ἀπὸ
μεγάλην χαράν, ὅταν ὡμίλουν πρὸς αὐτούς.
|
23
ὥσπερ γῆ διψῶσα προσδεχομένη τὸν
ὑετόν, οὕτως οὗτοι τὴν ἐμὴν
λαλιάν. |
23
Ὡσὰν τὴν γῆν, ἡ ὁποία
λόγῳ ξηρασίας διψᾷ καὶ περιμένει
τὴν ζωογόνον βροχήν, ἔτσι καὶ
ἐκεῖνοι ἐπερίμεναν καὶ ἤκουαν
τὴν ὁμιλίαν μου.
|
23
Σὰν τὴν γῆν, ποὺ διψᾷ καὶ
περιμένει τὴν βροχήν, ἔτσι καὶ αὐτοὶ
ἐπερίμεναν καὶ ἤκουαν τὴν λαλιάν μου.
|
24
Ἐὰν γελάσω πρὸς αὐτούς,
οὐ μὴ πιστεύσωσι, καὶ φῶς τοῦ
προσώπου μου οὐκ ἀπέπιπτεν·
|
24
Ὅταν ἐμειδιοῦσα πρὸς αὐτοὺς
καὶ ἐγελοῦσα, δὲν τὸ ἐπίστευαν,
διότι δὲν ἐθεωροῦσαν τοὺς ἑαυτούς
των ἀξίους τέτοιας τιμῆς. Ἡ
ἀγαθότης δὲ καὶ ἡ εὐμένεια
τοῦ προσώπου μου δὲν ἔπιπτε ποτὲ
εἰς τὸ κενόν, ἀλλὰ τὰς
ἐδέχοντό μὲ μεγάλην εὐχαρίστησιν.
|
24
Ἐὰν ἐξ εὐχαριστήσεως καὶ
εὐνοίας πρὸς αὐτοὺς ἐγελοῦσα,
δὲν τὸ ἐπίστευαν, μὴ θεωροῦντες
ἑαυτοὺς ἀξίους τοιαύτης ἐκδηλώσεως,
καὶ ἡ προσήνεια καὶ λάμψις τοῦ προσώπου
μου δὲν ἔπιπτεν εἰς τὴν γῆν,
ἀλλὰ τὰς ἐδέχοντο μὲ πρόδηλον
εὐχαρίστησιν. |
25
ἐξελεξάμην ὁδὸν αὐτῶν
καὶ ἐκάθισα ἄρχων καὶ κατεσκήνουν
ὡσεὶ βασιλεὺς ἐν μονοζώνοις
ὃν τρόπον παθεινοὺς παρακαλῶν.
|
25
Ἐξέλεξα καὶ ἐταύτισα τὸν
δρόμον τῆς ζωῆς μου μὲ τὴν ζωήν
των, ἐκάθισα μεταξύ των ὡσὰν
ἄρχων. Κατεσκήνωσα καὶ παρέμεινα ἀνάμεσά
των βασιλεὺς περιστοιχιζόμενος καὶ φρουρούμενος
ἀπὸ τοὺς ἐλαφρῶς ὡπλισμένους
στρατιώτας του. Ἐκάθησα, ὅπως κάθεται
κανεὶς καὶ παρηγορεῖ τοὺς πάσχοντας
καὶ θλιβομένους. |
25
Ὅταν ἐξέλεγα τὸν δρόμον, ποὺ μὲ
ὡδήγει εἰς αὐτούς, ἐκαθήμην
ἐν μέσῳ αὐτῶν ὡς ἄρχων,
καὶ διέμενα εἰς τὰς σκηνάς των ὡς
βασιλεὺς ἐν μέσῳ ἐλαφρῶς ὡπλισμένων
φρουρῶν, καὶ ἐφερόμην πρὸς αὐτοὺς
ὡς παρήγορος ἀνακουφίζων πάσχοντας. |