Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
σύχασαν
δὲ καὶ οἱ τρεῖς φίλοι αὐτοῦ
ἔτι ἀντειπεῖν Ἰώβ, ἦν
γὰρ Ἰὼβ δίκαιος ἐναντίον
αὐτῶν. |
σύχασαν,
ἐσιώπησαν οἱ τρεῖς φίλοι τοῦ
Ἰὼβ καὶ δὲν ἀντεῖπαν εἰς
αὐτόν, διότι ὁ Ἰὼβ ἐπέμενε
νὰ παρουσιάζεται ἐνώπιον αὐτῶν
ὅτι ἦτο δίκαιος.
|
σιώπησαν
δὲ καὶ οἱ τρεῖς φίλοι αὐτοῦ
καὶ ἔπαυσαν νὰ ἀντιλέγουν εἰς
τὸν Ἰώβ, διότι ὁ Ἰὼβ ἐπέμενεν
ἐνώπιόν των, ὅτι ἦτο δίκαιος.
|
2
Ὠργίσθη δὲ Ἐλιοὺς ὁ τοῦ
Βαραχιὴλ ὁ Βουζίτης ἐκ τῆς συγγενείας
Ρὰμ τῆς Αὐσίτιδος χώρας·
ὠργίσθη δὲ τῷ Ἰὼβ σφόδρα,
διότι ἀπέφηνεν ἑαυτὸν δίκαιον
ἐναντίον Κυρίου. |
2
Ἐν τούτοις ὁ Ἐλιούς, ὁ
υἱὸς τοῦ Βαραχιὴλ ὁ Βουζίτης,
ἀπὸ τὴν συγγένειαν τοῦ Ρὰμ
τῆς Αὐσίτιδος χώρας, ὠργίσθη.
Ὠργίσθη πολὺ ἐναντίον τοῦ
Ἰώβ, διότι παρουσίασεν αὐτὸς
τὸν ἑαυτόν του δίκαιον ἐνώπιον
τοῦ Κυρίου.
|
2
Ἐθύμωσε δὲ ὁ Ἐλιούς, ὁ
υἱὸς τοῦ Βαραχιήλ, ὁ ἐκ τῆς
φυλῆς τοῦ Βοὸζ καὶ ἐκ τῆς
συγγενείας Ράμ, τῆς κατοικούσῃς εἰς τὴν
Αὐσίτιδα χώραν. Ὠργίσθη δὲ πάρα πολὺ
κατὰ τοῦ Ἰώβ, διότι διεκήρυξε τὸν
ἑαυτόν του δίκαιον ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
|
3
Καὶ κατὰ τῶν τριῶν δὲ φίλων
ὠργίσθη σφόδρα, διότι οὐκ ἠδυνήθησαν
ἀποκριθῆναι ἀντίθετα Ἰὼβ
καὶ ἔθεντο αὐτὸν εἶναι ἀσεβῆ.
|
3
Ὠργίσθη ἐπίσης πολὺ καὶ
ἐναντίον τῶν τριῶν φίλων τοῦ
Ἰώβ, διότι δὲν ἠμπόρεσαν
αὐτοὶ νὰ δώσουν καταλλήλους
ἀντιθέτους ἀπαντήσεις εἰς τοὺς
ἰσχυρισμοὺς τοῦ Ἰὼβ καὶ
τὸν ἐθεώρησαν πάντες ὡς ἀσεβῆ.
|
3
Καὶ ἐναντίον τῶν τριῶν φίλων τοῦ
Ἰὼβ ὠργίσθη πάρα πολύ, διότι δὲν ἠμπόρεσαν
νὰ ἀποκριθοῦν πειστικῶς ἀντίθετα
πρὸς ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα
εἶπεν ὁ Ἰὼβ, καὶ ἐθεώρησαν
αὐτὸν ὅτι εἶναι ἀσεβής.
|
4
Ἐλιοὺς δὲ ὑπέμεινε δοῦναι
ἀπόκρισιν Ἰώβ, ὅτι πρεσβύτεροι
αὐτοῦ εἰσιν ἡμέραις.
|
4
Ὁ Ἐλιούς, προκειμένου νὰ δώσῃ
ἀπάντησιν εἰς τὸν Ἰώβ,
ἐπερίμενε νὰ σιωπήσουν οἱ ἄλλοι
τρεῖς, διότι αὐτοὶ ἦσαν μεγαλύτεροί
του κατὰ τὴν ἡλικίαν.
|
4
Ὁ Ἐλιοὺς δὲ μὲ ὑπομονὴν
ἤκουσεν ὅλους καὶ περιέμεινε νὰ δώσῃ
ἀπάντησιν εἰς τὸν Ἰώβ, διότι οὖτοι
ἦσαν πρεσβύτεροι αὐτοῦ κατὰ τὰς
ἡμέρας. |
5
Καὶ εἶδεν ὅτι οὐκ ἔστιν ἀπόκρισις
ἐν στόματι τῶν τριῶν ἀνδρῶν,
καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ αὐτοῦ.
|
5
Ὅταν εἶδεν ὅτι οἱ τρεῖς αὐτοὶ
ἄνδρες δὲν εἶχαν πλέον ἀπάντησιν
νὰ δώσουν πρὸς τὸν Ἰώβ,
ὠργίσθη πολὺ ἐναντίον αὐτῶν.
|
5
Καὶ εἶδεν ὁ Ἐλιούς, ὅτι
δὲν ὑπῆρχεν ἀπάντησις εἰς τὸ
στόμα τῶν τριῶν ἀνδρῶν, οἱ ὁποῖοι
ἐν τέλει ἐσιώπησαν, καὶ ἐθύμωσε πάρα
πολύ. |
6
Ὑπολαβὼν δὲ Ἐλιοὺς ὁ τοῦ
Βαραχιὴλ ὁ Βουζίτης εἶπε· νεώτερος
μὲν εἰμι τῷ χρόνῳ, ὑμεῖς
δὲ ἐστε πρεσβύτεροι· διὸ ἡσύχασα
φοβηθεὶς τοῦ ὑμῖν ἀναγγεῖλαι
τὴν ἐμαυτοῦ ἐπιστήμην.
|
6
Ἔλαβε λοιπὸν τὸν λόγον ὁ Ἐλιούς,
ὁ υἱὸς τοῦ Βαραχιὴλ ὁ
Βουζίτης καὶ εἶπεν· <ἐγὼ
εἶμαι νεώτερος ὡς πρὸς τὴν ἡλικίαν,
σεῖς δὲ εἶσθε μεγαλύτεροί μου.
Δι αὐτὸ καὶ διὰ λόγους σεβασμοῦ
ἐσιώπησα καὶ δὲν ἐφανέρωσα
εἰς σᾶς τὴν γνώμην μου ἐπὶ
τῶν ζητημάτων αὐτῶν.
|
6
Ἀφοῦ δὲ ἔλαβε τὸν λόγον ὁ
Ἐλιούς, ὁ υἱὸς τοῦ Βαραχιὴλ
ὁ Βουζίτης, εἶπε: <Νεώτερος μὲν εἶμαι
κατὰ τὸν χρόνον καὶ τὰ ἔτη τῆς
ἡλικίας μου, σεῖς δὲ εἶσθε γεροντότεροι.
Δι’ αὐτὸ δὲ καὶ παρέμεινα ἥσυχος
καὶ σιωπηλός, ἐπειδὴ ἐφοβήθην καὶ
ἐδειλίασα νὰ σᾶς ἀναγγείλω τὴν
ἐπὶ τῇ βάσει τῶν γνώσεών μου γνώμην
μου. |
7
Εἶπα δὲ ὅτι οὐχ ὁ χρόνος
ἐστὶν ὁ λαλῶν, ἐν πολλοῖς
δὲ ἔτεσι οἴδασι σοφίαν,
|
7
Ἐσκέφθην ὅτι σεῖς, σὰν μεγαλύτεροί
μου, ἔπρεπε νὰ ἔχετε τὸν λόγον.
Εἶπα ὅμως ὅτι δὲν εἶναι ὁ
χρόνος οὔτε καὶ ἡ μεγάλη ἡλικία,
ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπον νὰ ὁμιλῇ
ὀρθῶς. Οὔτε μὲ τὰ πολλὰ
χρόνια οἱ ἄνθρωποι γνωρίζουν τὴν
ἀληθινὴν σοφίαν.
|
7
Εἶπα δέ, ὅτι δὲν εἶναι ὁ χρόνος
καὶ ἡ μεγάλη ἡλικία, ποὺ λαλεῖ
τὰ ὀρθά, οὔτε δὲ μὲ τὰ
πολλὰ χρόνια γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι τὴν
σοφίαν |
8
ἀλλὰ πνεῦμά ἐστιν ἐν βροτοῖς,
πνοὴ δὲ Παντοκράτορός ἐστιν
ἡ διδάσκουσα· |
8
Ἀλλὰ ἐκεῖνο, ποὺ κάμνει
τὸν ἄνθρωπον σοφόν, εἶναι τὸ
πνεῦμα ποὺ ὑπάρχει εἰς τοὺς
ἀνθρώπους, ἡ λογικὴ ἱκανότης,
ἡ ἔμπνευσις ἐκ μέρους τοῦ Παντοκράτορος.
Αὐτὴ εἶναι, ποὺ διδάσκει καὶ
φωτίζει τὸν ἄνθρωπον.
|
8
ἀλλ’ ὑπάρχει εἰς τοὺς ἀνθρώπους
πνεῦμα καὶ λογικὴ ἱκανότης, ἡ
ἔμπνευσις ὅμως τοῦ Παντοκράτορος, αὐτὴ
εἶναι ποὺ διδάσκει καὶ φωτίζει τὸ
λογικὸν αὐτὸ τοῦ ἀνθρώπου.
|
9
οὐχ οἱ πολυχρόνιοί εἰσι σοφοί,
οὐδ' οἱ γέροντες οἴδασι κρῖμα.
|
9
Δὲν εἶναι σοφοὶ ὅσοι ἔχουν ζήσει
πολλὰ χρόνια, οὔτε οἱ γέροντες
γνωρίζουν καὶ κρίνουν ὀρθῶς,
ἐὰν δὲν ἔχουν τὴν ἔμπνευσιν
τοῦ Θεοῦ.
|
9
Δὲν εἶναι σοφοὶ αὐτοί, ποὺ εἶναι
καὶ πολύχρονοι, οὔτε οἱ γέροντες γνωρίζουν
νὰ κρίνουν δικαίως, ἐφ’ ὅσον δὲν
ἐμπνέονται ἄνωθεν. |
10
Διὸ εἶπα· ἀκούσατέ μου,
καὶ ἀναγγελῶ ὑμῖν ἃ οἶδα.
|
10
Δι' αὐτὸ καὶ σᾶς λέγω·
ἀκούσατέ με, καὶ θὰ σᾶς
εἴπω αὐτά, τὰ ὁποῖα γνωρίζω.
|
10
Δι’ αὐτὸ λέγω: Ἀκούσατε ὅσα θὰ
εἴπω, καὶ θὰ ἐκθέσω καὶ
ἐγὼ εἰς σᾶς αὐτὰ ποὺ
ἠξεύρω. |
11
Ἐνωτίζεσθέ μου τὰ ρήματα·
ἐρῶ γὰρ ὑμῶν ἀκουόντων,
ἄχρις οὖ ἐτάσητε λόγους,
|
11
Ἀκούσατε τὰ λόγια μου, διότι
θὰ ὁμιλήσω πρὸς σᾶς, ἐφ'
ὅσον θὰ ἔχετε τὴν διάθεσιν νὰ
μὲ ἀκούσετε καὶ μέχρις ὅτου
ἐρευνήσετε καὶ ἐλέγξετε τοὺς
λόγους μου.
|
11
Βάλετε εἰς τὰ αὐτιά σας τοὺς
λόγους μου· διότι θὰ ὁμιλήσω, καθ’ ὃν
χρόνον σεῖς θὰ ἀκούετε, μέχρις ὅτου
θὰ ἐξετάσετε αὐτὰ διὰ
συλλογισμῶν καὶ ἐπιχειρημάτων.
|
12
καὶ μέχρι ὑμῶν συνήσω. Καὶ
ἰδοὺ οὐκ ἦν τῷ Ἰὼβ
ἐλέγχων ἀνταποκρινόμενος ρήματα
αὐτοῦ ἐξ ὑμῶν, |
12
Ἐγὼ μέχρι τέλους, ὁπότε
σεῖς ἐπαύσατε νὰ
ὁμιλῆτε,
παρηκολούθησα καὶ κατενόησα ὅσα εἴπατε.
Καὶ φρονῶ, ὅτι κανεὶς ἀπὸ
σᾶς δὲν ἤλεγξε τὸν Ἰὼβ
ἀπαντῶν ὀρθῶς καὶ ἀληθινὰ
εἰς τὰ λόγια του.
|
12
Ἀπ' ἀρχῆς μέχρι τέλους, ὁπότε ἐπαύσατε
νὰ ἀμιλῆτε καὶ σεῖς, κατενόησα
πάντα τὰ λεχθέντα. Καὶ ἡ ἐντύπωσίς
μου εἶναι, ὅτι κανεὶς ἀπὸ σᾶς
δὲν ὑπῆρξε διὰ τὸν Ἰώβ,
ποὺ νὰ ἐξελέγξῃ καὶ ἀναιρέσῃ
ὅσα εἶπε καὶ νὰ ἀποκριθῇ
πειστικῶς εἰς τοὺς λόγους του.
|
13
ἵνα μὴ εἴπητε· εὕρομεν σοφίαν
Κυρίῳ προσθέμενοι·
|
13
Τοῦτο δὲ κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ,
διὰ νὰ μὴ εἴπετε ὅτι ἡμεῖς
εὑρήκαμεν σοφίαν καὶ μὲ πολλὴν
σοφίαν ἀπηντήσαμεν εἰς τὸν Ἰὼβ
τεθέντες μὲ τὸ μέρος τοῦ Κυρίου.
|
13
Καὶ ἔγινεν αὐτό, διὰ νὰ
μὴ ἔχετε τὸ καύχημα νὰ εἴπητε:
<Εὑρήκαμεν μόνοι μας σοφίαν καὶ προσεθέσαμεν
αὐτὴν εἰς τὴν σοφίαν τοῦ Κυρίου>.
|
14
ἀνθρώπῳ δὲ ἐπετρέψατε
λαλῆσαι τοιοῦτα ρήματα.
|
14
Ἔτσι ὅμως ἐδώσατε εὐκαιρίαν
καὶ ἀφορμὴν εἰς ἄνθρωπον, εἰς
τὸν Ἰώβ, νὰ εἴπῃ τέτοια
λόγια, τὰ ὀποῖα ἐξεστόμισεν>.
|
14
Ἐπετρέψατε δὲ εἰς ἄνθρωπον, τὸν
Ἰώβ, νὰ εἴπῃ παραπονούμενος
εἰς τὸν Θεὸν τέτοια λόγια, τὰ ὁποῖα
καὶ σεῖς ηὔρατε ἀπαράδεκτα.
|
15
Ἐπτοήθησαν, οὐκ ἀπεκρίθησαν
ἔτι, ἐπαλαίωσαν ἐξ αὐτῶν
λόγους. |
15
Οἱ τρεῖς φίλοι κατεπλάγησαν, ἀπεγοητεύθησαν
καὶ δὲν ἀπήντησαν πλέον. ῎Ελειψαν
οἱ λόγοι ἀπὸ τὸ στόμα
των. |
15
Κατεπλάγησαν οἱ τρεῖς φίλοι, δὲν ἐξηκολούθησαν
νὰ ἀποκριθοῦν εἰς τὸν Ἰώβ.
Κατήργησαν καὶ ἀφήρεσαν τοὺς λόγους
ἀπὸ τὸ στόμα των. |
16
Ὑπέμεινα, οὐ γὰρ ἐλάλησαν·
ὅτι ἔστησαν, οὐκ ἀπεκρίθησαν.
|
16
<Ἐπερίμενα σιωπῶν νὰ ὁμιλήσουν
καὶ πάλιν. Δὲν ἔβγαλα ἀπὸ
τὸ στόμα μου κανένα λόγον. Τώρα
ὅμως θὰ ὁμιλήσω, διότι αὐτοὶ
ἔπαυσαν πλέον νὰ ἀπαντοῦν εἰς
τὸν Ἰώβ>.
|
16
Περιέμεινα ἐν σιωπῇ νὰ ὁμιλήσουν καὶ
πάλιν. Τονίζω τοῦτο, διότι δὲν εἶπα κανένα
λόγον. Τώρα ὅμως θὰ ὁμιλήσω, διότι ἐσταμάτησαν
καὶ δὲν ἀπεκρίθησαν πλέον>.
|
17
Ὑπολαβών δὲ Ἐλιοὺς λέγει·
πάλιν λαλήσω· |
17
Ἔπειτα ἀπὸ μικρὰν διακοπήν,
ὡμίλησε καὶ πάλιν ὁ Ἐλιοὺς
εἰπών· <πάλιν θὰ ὁμιλήσω,
|
17
Λαβὼν δὲ τὸν λόγον ὁ Ἐλιοὺς
μετὰ τὴν μικρὰν ταύτην διακοπήν, κατὰ
τὴν ὁποίαν ἐμονολόγει, εἶπε:
<Πάλιν θὰ ὁμιλήσω. |
18
πλήρης γάρ εἰμι ρημάτων, ὀλέκει
γάρ με τὸ πνεῦμα τῆς γαστρός·
|
18
διότι εἶμαι γεμᾶτος ἀπὸ σκέψεις
καὶ ἀπόψεις. Μὲ πιέζει μέσα
μου τὸ πνεῦμα, διὰ νὰ ὁμιλήσω.
|
18
Διότι εἶμαι γεμᾶτος ἀπὸ σκέψεις καὶ
ἐνδιαθέτους λόγους, διότι μὲ πιέζει ἡ πνοὴ
καὶ ἡ ἔμπνευσις τοῦ ἐσωτερικοῦ
μου. |
19
ἡ δὲ γαστήρ μου ὥσπερ ἀσκὸς
γλεύκους ζέων δεδεμένος ἢ ὥσπερ
φυσητὴρ χαλκέως ἐρρηγώς.
|
19
Τὸ ἐσωτερικόν μου, ὁ νοῦς καὶ
ἡ καρδία μου, ἀπὸ τὸ πλῆθος
αὐτὸ τῶν σκέψεων, ὁμοιάζει
μὲ δεμένον ἀσκὸν, μέσα εἰς
τὸν ὁποῖον βράζει ὁ μοῦστος,
ὥστε κινδυνεύει νὰ διαρραγῇ. Ἢ
ὁμοιάζει πρὸς φυσερὸ χαλκωματᾶ,
ποὺ ἀπὸ τὴν πίεσιν τοῦ
πολλοῦ ἀέρος ἔχει διαρραγῆ.
|
19
Τὸ ἐσωτερικόν μου δὲ καὶ ἡ διάνοιά
μου ἀπὸ τὸ πλῆθος αὐτῶν
τῶν σκέψεων ὁμοιάζει πρὸς ἀσκὸν
γεμᾶτον μοῦστον, ποὺ βράζει δεμένος, δι'
αὐτὸ δὲ καὶ κινδυνεύει νὰ διαρραγῇ.
Ἢ ὁμοιάζει πρὸς φυσερὸ χαλκώματα,
ποὺ ἀπὸ τὴν πίεσιν τοῦ πολλοῦ
ἀέρος ἔσπασε. |
20
Λαλήσω, ἵνα ἀναπαύσωμαι ἀνοίξας
τὰ χείλη· |
20
Θὰ ὁμιλήσω, διὰ νὰ δώσω
ἐπιτέλους καὶ κάποιαν ἀνάπαυσιν
εἰς τὸν ἐαυτόν μου. Θὰ ἀνοίξω
τὸ στόμα μου.
|
20
Θὰ ὁμιλήσω, διὰ νὰ δώσω ἀνάπαυσιν
εἰς τὸν ἑαυτόν μου μὲ τὸ νὰ
ἀνοίξω τὰ χείλη μου καὶ νὰ λαλήσω.
|
21
ἄνθρωπον γὰρ οὐ μὴ αἰσχυνθῶ,
ἀλλὰ μὴν οὐδὲ βροτὸν οὐ
μὴ ἐντραπῶ· |
21
Θὰ ὁμιλήσω ἐλεύθερα χωρὶς
νὰ ἐντραπῶ ἄνθρωπον, οὔτε δὲ
καὶ ἀπέναντι ὁποιουδήποτε θνητοῦ
θὰ ὑποσταλῶ ἀπὸ τοῦ νὰ
εἴπω τὴν ἀλήθειαν.
|
21
Θὰ ὁμιλήσω ἐλεύθερα, διότι δὲν θὰ
ἐντραπῶ ἄνθρωπον, ἀλλ’ οὔτε
καὶ ἀπέναντι οἰουδήποτε θνητοῦ
θὰ αἰσθανθῶ συστολὴν καὶ ἐντροπήν.
|
22
οὐ γὰρ ἐπίσταμαι θαυμάσαι πρόσωπα·
εἰ δὲ μή, καὶ ἐμὲ σῆτες
ἔδονται. |
22
Διότι δὲν ἠξεύρω καὶ δὲν
ἐσυνήθισα νὰ καταπλήσσωμαι ἐνώπιον
προσώπων καὶ νὰ κολακεύω ἀνθρώπους.
Ἐὰν δὲ τυχὸν καὶ δείξω
τέτοιαν προσωποληψίαν, εἴθε νὰ μὲ
καταφάγουν τὰ σκουλήκια. |
22
Διότι δὲν ἠξεύρω νὰ θαυμάζω καὶ
νὰ κολακεύω πρόσωπα. Ἀλλ’ ἐὰν παρὰ
τὴν βεβαίωσίν μου ταύτην ἐπιδείξω προσωποληψίαν,
καὶ ἐμὲ σκώληκες θὰ μὲ καταφάγουν.
|