Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
πολαβὼν
δὲ Ἐλιοὺς λέγει·
|
υνεχίζων
τὸν λόγον ὁ Ἐλιοὺς εἶπεν·
|
αβὼν
δὲ τὸν λόγον ὁ Ἐλιοὺς εἶπεν:
|
2
ἀκούσατέ μου, σοφοί· ἐπιστάμενοι,
ἐνωτίζεσθε τὸ καλόν·
|
2
<ἀκούσατε αὐτά, ποὺ θὰ
σᾶς εἴπω, ὅσοι εἶσθε σοφοί.
Βάλετε εἰς τὰ αὐτιά σας τὸ
καλὸν σεῖς, ποὺ γνωρίζετε πολλά.
|
2
<Ἀκούσατε ὅσα θὰ εἴπω, ὅσοι
εἶσθε σοφοί·· βάλετέ τα εἰς τὰ
αὐτιά σας, σεῖς ποὺ ξεύρετε πολλά.
|
3
ὅτι οὖς λόγους δοκιμάζει, καὶ
λάρυγξ γεύεται βρῶσιν.
|
3
Ὅτι, ὅπως ἀκριβῶς ὁ λάρυγξ
γεύεται τὸ φαγητὸν καὶ μᾶς πληροφορεῖ
περὶ αὐτοῦ, ἔτσι καὶ ἡ
ἀκοή, ὄργανον τῆς διανοίας,
κρίνει καὶ ξεχωρίζει τὸ ὀρθὸν
ἀπὸ τὸ πεπλανημένον.
|
3
Διότι τὸ αὐτί, ἐφ’ ὅσον μένει ἀχώριστον
ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸν φωτισμένον
αὐτί, κρίνει καὶ ξεχωρίζει τὸ ὀρθὸν
ἀπὸ τὴν πλάνην, ὅπως ἀκριβῶς
καὶ ὁ λάρυγξ γεύεται τὸ φαγητὸν καὶ
μᾶς ὁδηγεῖ εἰς ὀρθὴν κρίσιν
περὶ τῆς ποιότητος αὐτοῦ.
|
4
Κρίσιν ἑλώμεθα ἑαυτοῖς, γνῶμεν
ἀνὰ μέσον ἑαυτῶν ὅ,τι
καλόν. |
4
Ἂς ἐκλέξωμεν, λοιπόν, μαζῆ διὰ
τὸν ἑαυτόν μας τὴν δικαίαν κρίσιν
καὶ ἂς μάθωμεν νὰ συζητοῦμεν
μεταξύ μας ὅ,τι εἶναι καλὸν καὶ
ὀρθόν. |
4
Ἂς ἐκλέξωμεν λοιπὸν τὴν δικαίαν κρίσιν
διὰ τοὺς ἑαυτούς μας, ἂς μάθωμεν
μεταξύ μας συζητοῦντες ὅ,τι εἶναι
καλὸν καὶ ὀρθόν. |
5
ὅτι εἴρηκεν Ἰώβ· δίκαιός
εἰμι, ὁ Κύριος ἀπήλλαξέ
μου τὸ κρῖμα, |
5
Ἂς ἐξετάσωμεν αὐτό, ποὺ
εἶπεν ὁ Ἰώβ: Εἶμαι δίκαιος,
καὶ παρ' ὅλα αὐτὰ ὁ Κύριος
δὲν μοῦ ἀπέδωσε τὸ δίκαιόν
μου. |
5
Ἔλθετε νὰ συσκεφθῶμεν ἐπὶ ζητήματος
σοβαροῦ, διότι ἔχει εἴπει ὁ Ἰώβ:
<Εἶμαι δίκαιος καὶ μ’ ὅλα ταῦτα
ὁ Κύριος μοῦ ἀφήρεσε τὸ δίκαιόν
μου. |
6
ἐψεύσατο δὲ τῷ κρίματί
μου, βίαιον τὸ βέλος μου ἄνευ ἀδικίας.
|
6
Διέψευσε τὴν γνώμην μου περὶ τῆς
ἀθωότητός μου, μὲ ἔκρινεν ὡς
ψεύστην. Χωρὶς νὰ πράξω κάτι
τὸ ἄδικον, ἔρριψε μὲ ὁρμὴν
τὸ βέλος της ἡ θεία ὀργή
του καὶ μὲ ἐπλήγωσε βαθειά!
|
6
Μὲ μετεχειρίσθη δὲ ὡς ψεύστην καὶ
ἄδικον, ὅταν ἐδίκαζε τὴν ὑπόθεσίν
μου· τὸ βέλος, πού, χωρὶς νὰ πράξω ἄδικόν
τι, μοῦ ἔρριψεν ἡ ὀργή του,
εἶναι σκληρὸν καὶ μὲ ἐπλήγωσε
βαθειά>. |
7
Τίς ἀνὴρ ὥσπερ Ἰώβ, πίνων
μυκτηρισμὸν ὥσπερ ὕδωρ, |
7
Ποιὸς, λοιπόν, ἄλλος ἄνθρωπος εὑρίσκεται
εἰς τοιαύτην ὀδύνην καὶ κατάπτωσιν,
ὅπως ὁ Ἰώβ, ὁ ὁποῖος
καθημερινῶς, σὰν μὲ νερό, ποτίζεται
μὲ περιφρόνησιν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους,
|
7
Ποῖος ἄνθρωπος ὑπάρχει σὰν τὸν
Ἰώβ, ποὺ νὰ εἶναι ποτισμένος
σὰν μὲ νερὸ τὴν κακίαν τοῦ χλευασμοῦ,
ὥστε νὰ λοιδορῇ τοὺς πάντας;
|
8
οὐχ ἁμαρτὼν οὐδὲ ἀσεβήσας
ὁδοῦ κοινωνήσας μετὰ ποιούντων
τὰ ἄνομα τοῦ πορευθῆναι μετὰ
ἀσεβῶν; |
8
χωρὶς νὰ ἔχῃ ἁμαρτήσει
οὔτε καὶ ἀσεβήσει, ὅπως ὁ
ἴδιος βεβαιώνει, χωρὶς νὰ ἔχῃ
συμμετάσχει εἰς πονηρὰ ἔργα, ἢ
νὰ ἔχῃ περιπατήσει μαζῆ μὲ
ἄλλους εἰς τὸν δρόμον τῶν ἐργαζομένων
τὰς παρανομίας καὶ γενικῶς εἰς
τὸν δρόμον τῶν ἀσεβῶν;
|
8
Ποῖος εἶναι ποὺ δὲν ἡμάρτησεν,
οὔτε ἠσέβησεν ἢ καὶ δὲν συμμετέσχε
μὲ ἐκείνους, ποὺ πράττουν τὰ παράνομα,
ὥστε νὰ μὴ πηγαίνῃ ποτὲ μὲ
ἀσεβεῖς καὶ νὰ μὴ συνταυτίζεται
μὲ αὐτούς, ὅπως διατείνεται διὰ τὸν
ἑαυτόν του πλανώμενος ὁ Ἰώβ;
|
9
Μὴ γὰρ εἴπες, ὅτι οὐκ ἔσται
ἐπισκοπὴ ἀνδρὸς καὶ ἐπισκοπῇ
αὐτῷ παρὰ Κυρίου. |
9
Ἂς μὴ εἴπῃς σύ, ποὺ μὲ
ἀκούεις, ὅτι δὲν ὑπάρχει
ἐπίβλεψις καὶ πρόνοια διὰ τὸν
ἄνθρωπον ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου.
|
9
Κάμνω τὰς ἐρωτήσεις αὐτάς, διότι κατ’ οὐδένα
λόγον ἐπιτρέπεται νὰ εἴπῃς καὶ
σύ, ποὺ μὲ ἀκούεις, ὅτι δὲν
ὑπάρχει ἐπίβλεψις διὰ τὸν ἄνθρωπον
καὶ πρόνοια δι' αὐτὸν ἀπὸ τὸν
Κύριον. |
10
Διό, συνετοὶ καρδίας ἀκούσατέ
μου· μή μοι εἴη ἔναντι Κυρίου
ἀσεβῆσαι καὶ ἔναντι Παντοκράτορος
ταράξαι τὸ δίκαιον·
|
10
Διὰ τοῦτο ἀκούσατέ μου σεῖς,
οἱ συνετοὶ καὶ νοήμονες ἄνδρες.
Ποτὲ νὰ μὴ δώσῃ ὁ Θεὸς
καὶ εἴπω λόγια ἀσεβῆ ἀπέναντι
τοῦ Κυρίου καὶ νὰ διαστρέψω
ἀπέναντι τοῦ Παντοκράτορος τὸ
δίκαιον καὶ τὴν δικαίαν κρίσιν.
|
10
Δι’ αὐτό, ὅσοι ἔχετε καρδίαν συνετὴν
καὶ μὴ τυφλωμένην ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμόν,
ἀκούσατε αὐτά, ποὺ θὰ εἴπω.
Μὴ γένοιτό ποτὲ εἰς ἐμὲ νὰ
ἀσεβήσω εἰς τὸν Κύριον καὶ νὰ
εἴπω διὰ τὸν Παντοκράτορα, ὅτι διετάραξε
καὶ παρεβίασε τὸ δίκαιον. |
11
ἀλλὰ ἀποδιδοῖ ἀνθρώπῳ
καθὰ ποιεῖ ἕκαστος αὐτῶν, καὶ
ἐν τρίβῳ ἀνδρὸς εὑρήσει
αὐτόν. |
11
Ἀλλὰ ἀνταποδίδει καὶ θὰ
ἀνταποδίδῃ ὁ Κύριος εἰς
τὸν κάθε ἄνθρωπον ἀνάλογα μὲ
τὰ ἔργα, ποὺ πράττει αὐτός.
Θὰ συναντήσῃ καὶ θὰ κρίνῃ
αὐτὸν σύμφωνα μὲ τὴν πορείαν
τῆς ζωῆς του. |
11
Ἀλλὰ ἀνταποδίδει εἰς τὸν ἄνθρωπον
σύμφωνα μὲ ἐκεῖνα, ποὺ πράττει ὁ
καθένας ἀπὸ αὐτούς, καὶ θὰ
εὕρῃ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὸν
δρόμον, τὸν ὁποῖον βαδίζει, καὶ σύμφωνα
μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν τῆς ζωῆς
του θὰ τὸν μεταχειρισθῇ.
|
12
Οἴει δὲ τὸν Κύριον ἄτοπα ποιήσειν;
Ἢ ὁ Παντοκράτωρ ταράξει κρίσιν
, ὃς ἐποίησε τὴν γῆν;
|
12
Ἔχεις τὴν γνώμην, ὅτι εἶναι
δυνατόν ποτὲ ὁ Κύριος νὰ πράξῃ
κάτι τὸ ἄτοπον; Ἢ ὁ Παντοκράτωρ,
ποὺ ἐδημιούργησε καὶ κυβερνᾷ
τὸν κόσμον, θὰ διαταράξῃ τὸ
δίκαιον; Ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα
τὸν ἅπαντα.
|
12
Νομίζεις δέ, ὅτι ὁ Κύριος θὰ πράξῃ
ποτὲ ἄτοπα, ἢ ὁ Παντοκράτωρ, ποὺ
ἐποίησε τὴν γῆν, θὰ διαταράξῃ
τὸ δίκαιον, αὐτὸς ὁ δημιουργὸς
τῆς τάξεως καὶ τῆς ἁρμονίας;
|
13
Τίς δέ ἐστιν ὁ ποιῶν τὴν
ὑπ' οὐρανὸν καὶ τὰ ἐνόντα
πάντα; |
13
Ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἐδημιούργησε
ὅλην τὴν ὑπ' οὐρανὸν καὶ
ὅλα ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτήν;
Ὁ Θεός. |
13
Ποῖος δὲ εἶναι αὐτός, ποὺ ἐποίησε
καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ συντηρῇ τὴν
γῆν, ἥτις ἐκτείνεται ὑπὸ τὸν
οὐρανόν, καθὼς καὶ ὅλα, ὅσα
ὑπάρχουν ἐν αὐτῇ; Ὁ Θεὸς
καὶ μόνον αὐτός. |
14
Εἰ γὰρ βούλοιτο συνέχειν καὶ
τὸ πνεῦμα παρ' αὐτῷ κατασχεῖν,
|
14
Ἐὰν ὁ Κύριος ἤθελε νὰ
ἀναστείλῃ καὶ νὰ δεσμεύσῃ
τὸν ζωογόνον ἀέρα, ποὺ ἀναπνέομεν,
|
14
Διότι, ἐὰν ἤθελε νὰ ἀποσύρῃ
καὶ νὰ συγκρατήσῃ τὴν συντηροῦσαν
τὸν κόσμον δύναμίν του καὶ νὰ κρατήσῃ
παρ’ ἑαυτῷ τὴν ζωοποιοῦσαν τὸν
ἄνθρωπον καὶ πᾶν ζῶον πνοήν
του, |
15
τελευτήσει πᾶσα σὰρξ ὁμοθυμαδόν,
πᾶς δὲ βροτὸς εἰς γῆν ἀπελεῦσεται,
ὅθεν καὶ ἐπλάσθη.
|
15
κάθε ζωντανὸς ὀργανισμὸς θὰ
ἀπέθνησκεν ἀμέσως. Ὅλοι δὲ
οἱ θνητοὶ θὰ κατήρχοντο εἰς
τὸν τάφον νεκροί, εἰς τὴν γῆν
ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐπλάσθησαν.
|
15
θὰ τελευτήσῃ τότε μαζὶ καὶ ἐν
μιᾷ στιγμῇ κάθε ζωντανὴ σάρξ, καὶ
κάθε θνητὸς ποὺ ζῇ εἰς τὴν γῆν,
θὰ ἀπέλθῃ ἐκεῖ, ἀπὸ
ὅπου καὶ ἐπλάσθη. |
16
Εἰ δὲ μὴ νουθετῇ, ἄκουε ταῦτα,
ἐνωτίζου φωνὴν ρημάτων. |
16
Ἐὰν σύ, ὦ Ἰώβ, δὲν
δέχεσαι νουθεσίας καὶ συμβουλάς, ἄκουσε
τώρα αὐτά· Δῶσε προσοχὴν
εἰς τοὺς λόγους μου.
|
16
Ἐὰν δέ, ὦ Ἰώβ, δὲν δέχεσαι
συμβουλάς, ἄκουε τουλάχιστον αὐτά, ποὺ θὰ
εἴπω· βάλε μέσα εἰς τὰ αὐτιά
σου τὴν φωνὴν τῶν λόγων μου.
|
17
Ἰδὲ σὺ τὸν μισοῦντα ἄνομα
καὶ τὸν ὀλλύντα τοὺς πονηροὺς
ὄντα αἰώνιον δίκαιον. |
17
Ἰδὲ σύ, ποὺ νομίζεις ὅτι
ὁ Κύριος σὲ ἀδικεῖ, καὶ
μάθε ὅτι ὁ Θεὸς μισεῖ τὰ
παράνομα πράγματα, καταστρέφει καὶ
ἐξολοθρεύει τοὺς πονηρούς. Εἶναι
αἰωνίως ὁ ἀπολύτως δίκαιος.
|
17
Ἄνοιξε τὰ μάτια σου καὶ σύ, καὶ ἴδε
Αὐτόν, ποὺ μισεῖ τὰ παράνομα καὶ
καταστρέφει τοὺς πονηρούς. Ἴδε Τον, ὅτι
εἶναι αἰωνίως καὶ παντοτεινὰ δίκαιος.
|
18
Ἀσεβὴς λέγων
βασιλεῖ· παρανομεῖς, ἀσεβέστατε,
τοῖς ἄρχουσιν· |
18
Εἶναι κατὰ τὴν γνώμην σου ἀσεβὴς
ἐκεῖνος, ποὺ ἐλεύθερα ἠμπορεῖ
νὰ πῇ εἰς τὸν παραβαίνοντα τὸν
νόμον βασιλέα· <Παρανομεῖς> καὶ
θὰ ἀποκαλέσῃ κάθε παρεκτρέπομενον
ἄρχοντα, <ἀσεβέστατε>!
|
18
Εἶναι λοιπὸν ἀσεβὴς καὶ ἄδικος
κατὰ τὴν γνώμην σου Αὐτός, ποὺ μετ’
ἐξουσίας λέγει εἰς τὸν παραβαίνοντα τὸν
νόμον βασιλέα· <Παρανομεῖς>· καὶ
εἰς κάθε παρεκτρεπόμενον ἄρχοντα· <Ἀσεβέστατε>.
|
19
ὃς οὐκ ἐπῃσχύνθη πρόσωπον
ἐντίμου, οὐδὲ οἶδε τιμὴν
θέσθαι ἁδροῖς θαυμασθῆναι πρόσωπα
αὐτῶν. |
19
Αὐτὸς ποὺ δὲν ἐπτοήθη
καὶ δὲν ὑπεστάλη ἐνώπιον
ἐνδόξου καὶ ἰσχυροῦ ἀνθρώπου,
οὔτε γνωρίζει νὰ ἀποδίδῃ
τιμὰς καὶ κολακείας καὶ νὰ ἐκφράζεται
μὲ θαυμασμὸν διὰ τοὺς παρανομοῦντος
μεγάλους. |
19
Αὐτός, ποὺ δὲν ἐντράπη ποτὲ
πρόσωπον ἀνθρώπου, ὀσονδήποτε ἐνδόξου
καὶ ἰσχυροῦ, οὐδὲ γνωρίζει νὰ
τιμᾷ μεγάλους παρανομοῦντας, ὥστε νὰ
θαυμάζωνται τὰ πρόσωπά των παρὰ τὰ
φαῦλα ἔργα των. |
20
Κενὰ δὲ αὐτοῖς ἀποβήσεται
τὸ κεκραγέναι καὶ δεῖσθαι ἀνδρός·
ἐχρήσαντο γὰρ παρανόμως ἐκκλινομένων
ἀδυνάτων. |
20
Ἐξ ἀντιθέτου δέ, διὰ μερικοὺς
κόλακας θὰ ἀποδειχθῇ ὅτι εἶναι
μάταιον νὰ κράζουν πρὸς τοὺς
ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας καὶ
νὰ ζητοῦν τὴν βοήθειαν ἐκ μέρους
αὐτῶν. Διότι ἐφέρθησαν καὶ
οἱ ἴδιοι παρανόμως, παρεθεώρησαν τοὺς
ἀδυνάτους καὶ κατεπάτησαν τὸ
δίκαιόν των.
|
20
Εἰς ὅσους δὲ στηρίζονται εἰς εὐνοίας
ἰσχυρῶν, τὸ ὅτι κράζουν καὶ
παρακαλοῦν ἄνδρα διαθέτοντα ἐπιρροήν, θὰ
ἀποβῇ ἄνευ κέρδους καὶ εἰς πλήρη
ματαίωσιν τῶν ἐλπίδων των, διότι ἔκαμαν
χρῆσιν παρανομιῶν, παραμερίζοντες τοὺς ἀδυνάτους
καὶ καταπατοῦντες τὸ δίκαιον αὐτῶν.
|
21
Αὐτὸς γὰρ ὀρατής ἐστιν
ἔργων ἀνθρώπων, λέληθε δὲ αὐτὸν
οὐδὲν ὧν πράσσουσιν, |
21
Διεψεύσθησαν αἱ προσδοκίαι των, διότι
ὁ Θεὸς ἐπιβλέπει καὶ παρακολουθεῖ
τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων. Τίποτε
δὲν διαφεύγει τὴν προσοχήν του ἀπὸ
αὐτά, ποὺ πράττουν οἱ ἄνθρωποι.
|
21
Καὶ θὰ διαψευσθοῦν αἱ ἐλπίδες
των, διότι ὁ Θεὸς εἶναι θεατὴς τῶν
ἔργων τῶν ἀνθρώπων, δὲν ξεφεύγει δὲ
τὴν προσοχήν του τίποτε ἀπὸ αὐτά,
ποὺ πράττουν οὗτοι. |
22
οὐδὲ ἔσται τόπος τοῦ κρυβῆναι
τοὺς ποιοῦντας τὰ ἄνομα·
|
22
Οὔτε δὲ καὶ ὑπάρχει τόπος,
διὰ νὰ κρυβοῦν αὐτοί, ποὺ
διαπράττουν τὰς παρανομίας.
|
22
Οὔτε ὑπάρχει τόπος διὰ νὰ κρυβοῦν
αὐτοί, ποὺ ποιοῦν τὰ ἄνομα ἔργα.
|
23
ὅτι οὐκ ἐπ' ἄνδρα θήσει ἔτι·
|
23
Καὶ δὲν ἠμπορεῖ ὁ παράνομος
νὰ στηρίζῃ τὰς ἐλπίδας
του εἰς τὴν βοήθειαν τοῦ οἰουδήποτε
ἀνθρώπου. |
23
Θὰ ἐπέλθῃ λοιπὸν ἄφευκτος ἡ
τιμωρία των. Διότι, ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς
εἶναι μάρτυς ἀλάνθαστος τῶν ἔργων
των, δὲν θὰ ἐξαρτήσῃ πλέον τὴν
κρίσιν Του ἀπὸ μαρτυρίας ἢ ἀπὸ
ἀπολογίαν ἀνδρός. |
24
Ὁ γὰρ Κύριος πάντας ἐφορᾷ
ὁ καταλαμβάνων ἀνεξιχνίαστα, ἔνδοξά
τε καὶ ἐξαίσια, ὧν οὐκ ἔστιν
ἀριθμός· |
24
Διότι ὁ Κύριος ἐπιβλέπει ὅλους
καὶ δὲν πλανᾶται ποτέ. Κατανοεῖ
καὶ τὰ πλέον ἀνεξιχνίαστα ἀπὸ
τοὺς ἀνθρώπους πράγματα, ἔνδοξα
καὶ ἐξαίρετα, τὰ ὁποῖα
δὲν εἶναι δυνατὸν κανεὶς νὰ
ἐξαριθμήσῃ.
|
24
Διότι ὁ Κύριος ἐπιβλέπει ὅλους καὶ
δὲν πλανᾶται Αὐτός, ὁ Ὁποῖος
κατέχει καὶ καταλαμβάνει εἰς τὸν νοῦν
Του ἀνεξερεύνητα καὶ ἔνδοξα καὶ καταπληκτικά,
τῶν ὁποίων δὲν ὑπάρχει ἀριθμός,
ἀλλ' εἶναι ἀναρίθμητα.
|
25
Ὁ γνωρίζων αὐτῶν τὰ ἔργα
καὶ στρέψει νύκτα καὶ ταπεινωθήσανται.
|
25
Ὁ Κύριος γνωρίζει τὰ ἔργα των.
Ἀνατρέπει αὐτοὺς κατὰ τὴν
νύκτα καὶ τοὺς ταπεινώνει.
|
25
Αὐτός, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει τῶν
παρανομούντων τὰ ἔργα καὶ κατὰ τὴν
διαρκειαν μιᾶς νυκτὸς θὰ τοὺς ἀναποδογυρίσῃ
καὶ θὰ ταπεινωθοῦν. |
26
ἔσβεσε δὲ ἀσεβεῖς, ὁρατοὶ
δὲ ἐναντίον αὐτοῦ, |
26
Ἔσβησε τὸ φῶς τῶν ἀσεβῶν
ὁ Κύριος καὶ τοὺς ἐξηφάνισε,
διότι ὁρατοὶ ἦσαν ἐνώπιόν
του αὐτοὶ καὶ τὰ ἔργα των·
|
26
Ἔσβησε δὲ καὶ ἐξηφάνισε τοὺς
ἀσεβεῖς, καὶ οὗτοι κατεστραμμένοι
ὁλοκληρωτικῶς ἐγένοντο ὁρατοὶ
ἐνώπιον Αὐτοῦ. |
27
ὅτι ἐξέκλιναν ἐκ νόμου Θεοῦ,
δικαιώματα δὲ αὐτοῦ οὐκ ἐπέγνωσαν
|
27
διότι παρεξέκλιναν ἀπὸ τὸν νόμον
τοῦ Θεοῦ, δὲν ἀνεγνώρισαν καὶ
δὲν ἐτήρησαν τὰς ἐντολάς
του· |
27
Διότι ἔκλιναν ἔξω καὶ παρεξετράπησαν ἀπὸ
τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔμαθον
δὲ τὰ δικαιώματα Αὐτοῦ.
|
28
τοῦ ἐπαγαγεῖν ἐπ' αὐτὸν
κραυγὴν πενήτων, καὶ κραυγὴν πτωχῶν
εἰσακούσεται. |
28
καὶ ἔγιναν ἔτσι αἰτία καὶ
ἀφορμὴ νὰ φθάσῃ πρὸς αὐτὸν
ἡ κραυγὴ τῶν ἀδικουμένων πενήτων,
νὰ εἰσακουσθῇ ἡ κραυγὴ τῶν
πτωχῶν καὶ ἀδυνάτων.
|
28
Οὕτω δὲ συνετέλεσαν εἰς τὸ νὰ
φθάσῃ εἰς Αὐτὸν ἡ κραυγὴ
τῶν ἀπροστατεύτων πτωχῶν, καὶ ὁ
Θεὸς ἀσφαλῶς θὰ εἰσακούσῃ
τὴν κραυγὴν ταύτην τῶν πτωχῶν.
|
29
Καὶ αὐτὸς ἡσυχίαν παρέξει,
καὶ τίς καταδικάσεται; Καὶ κρύψει
πρόσωπον, καὶ τίς ὄψεται αὐτόν;
Καὶ κατὰ ἔθνους καὶ κατὰ ἀνθρώπου
ὁμοῦ |
29
Ὅταν δὲ ὁ Θεός δώσῃ εἰρήνην
καὶ δικαίωσιν εἰς κάποιον, ποιὸς
θὰ ἠμπορέσῃ νὰ ἐκφέρῃ
καταδικαστικὴν ἀπόφασιν; Ὅταν δὲ
ἀπὸ ἀγανάκτησιν κρύψῃ
καὶ ἀποστρέψῃ τὸ πρόσωπόν
του, ποιὸς θὰ ἠμπορέσῃ νὰ
τὸν ἴδῃ; Αὐτὸς εἶναι κριτὴς
ὁλοκλήρου ἔθνους, ὅπως ἐπίσης
καὶ τοῦ ἑνὸς μόνον ἀνθρώπου.
|
29
Καὶ Αὐτὸς εἰσακούων τὴν κραυγὴν
τῶν πτωχῶν θὰ παράσχῃ εἰρήνην
καὶ ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τὰ συνταράσσοντα
αὐτοὺς δεινά, καὶ τότε τίς θὰ
δυνηθῇ νὰ καταδικάσῃ ἢ νὰ διαταράξῃ
αὐτούς; Καὶ θὰ κρύψῃ τὸ πρόσωπόν
του ἀποσύρων τὴν προστασίαν του, καὶ τότε
ποῖος θὰ ἴδῃ Αὐτὸν καὶ
πάλιν εὐμενῶς ἐπιβλέποντα; Καὶ τοῦτο
συμβαίνει τόσον, ὅταν πρόκειται περὶ ἔθνους
ὁλοκλήρου, ὅσον καὶ ἐπὶ ἐνὸς
μόνον ἀνθρώπου. |
30
βασιλεύων ἄνθρωπον ὑποκριτὴν ἀπὸ
δυσκολίας λαοῦ. |
30
Αὐτὸς παραχωρεῖ ὡς βασιλέα ἄνθρωπον
δόλιον καὶ ἰδιοτελῆ, ἔνεκα τῆς
κακότητος τοῦ λαοῦ.
|
30
Αὐτὸς παραχωρεῖ νὰ βασιλεύῃ
ἄνθρωπος ὑποκριτὴς καὶ ἰδιοτελὴς
καὶ ἄδικος, ἕνεκα τῆς δυσκολίας καὶ
δυστροπίας τοῦ λαοῦ. |
31
Ὅτι πρὸς τὸν ἰσχυρὸν ὁ
λέγων· εἴληφα, οὐκ ἐνεχυράσω·
|
31
Αὐτὰ δι' ἐκεῖνον, ποὺ λέγει
πρὸς τὸν ἰσχυρὸν Θεόν·
<Ἔχω ἕως τώρα πάρει ἀπὸ
σὲ τιμωρίας. Δὲν θὰ ζητήσω ἐγγύησιν
καὶ ἐνέχυρον, ποὺ νὰ μὲ
ἀσφαλίζῃ ἀπὸ ἄλλους.
|
31
Λέγω ταῦτα, διότι ἐκεῖνος, ποὺ λέγει
εἰς τὸν ἰσχυρὸν Θεόν: <Ἔχω
λάβει παρὰ σοῦ τιμωρίας· δὲν θὰ
ζητήσω ἐνέχυρον, ποὺ νὰ μὲ ἀσφαλίζῃ
καὶ ἀπὸ νέας τιμωρίας.
|
32
ἄνευ ἐμαυτοῦ ὄψομαι, σὺ δεῖξόν
μοι, εἰ ἀδικίαν εἰργασάμην,
οὐ μὴ προσθήσω. |
32
Εἶμαι ἀνίκανος ἀπὸ τὸν
ἑαυτόν μου νὰ ἴδω τὸ ὀρθόν.
Σύ, ὁ ἰσχυρός, δεῖξε μου, ἂν
διέπραξα κάποιον ἀδικίαν καὶ
ἐγὼ ὑπιόσχομαι νὰ μὴ τὴν
ἐπαναλάβω εἰς τὸ μέλλον>.
|
32
Εἶμαι ἀνίκανος ἀπὸ τὸν
ἑαυτόν μου καὶ μὲ μόνας τὰς δυνάμεις
μου νὰ ἴδω. Σὺ ὁ ἰσχυρὸς
δεῖξε μου, ἐὰν ἔπραξα πρᾶξιν
ἄδικον δὲν θὰ ἐπαναλάβω αὐτήν>.
|
33
Μὴ παρὰ σοῦ ἀποτίσει αὐτήν;
Ὅτι ἀπώσῃ, ὅτι σὺ ἐκλέξῃ,
καὶ οὐκ ἐγώ· καὶ τί
ἔγνως, λάλησον. |
33
Μήπως σύμφωνα μὲ τὴν ἰδικήν
σου ἐκτίμησιν καὶ μὲ τὴν ἰδικήν
σου γνώμην θὰ κανονίσῃ ὁ Θεὸς
τὴν τιμωρίαν; Ἀλλὰ σὺ τὴν
τιμωρίαν, ποὺ θὰ ἐπιτρέψῃ
ὁ Θεός, θὰ τὴν ἀπωθήσῃς,
διότι ἔχεις τὴν ἀπαίτησιν νὰ
ἐκλέξῃς σύ, καὶ ὄχι ἐγὼ
ὁ Θεός. Ἐπάνω εἰς αὐτὰ
τὰ μεγάλα θέματα τί γνωρίζεις,
καὶ τί γνώμην ἔχεις, ὦ Ἰώβ;
Ὁμίλησε. |
33
Θὰ ἀκούσῃ αὐτὸς τὸ ἐρώτημα:
<Μήπως κατὰ τὴν ἰδικήν σου γνώμην καὶ
προτίμησιν θὰ ὤφειλεν ὁ Θεὸς νὰ
πληρώσῃ καὶ νὰ τιμωρήσῃ τὴν
ἀδικίαν αὐτήν; Διότι σὺ τὴν τιμωρίαν,
ποὺ θὰ ἐπιβάλῃ ὁ ἰσχυρός,
θὰ τὴν ἀπωθήσῃς καὶ δὲν
θὰ τὴν ἐγκρίνῃς, διότι ἔχεις
τὴν ἀπαίτησιν σὺ νὰ ἐκλέξῃς
καὶ ὄχι Ἐγὼ ὁ Θεός>. Ἐμπρὸς
λοιπόν, τί ἠξεύρεις, εἰπέ μας
τὸ καὶ κατάστησον ἡμᾶς κοινωνοὺς
τῆς σοφίας σου! |
34
διὸ συνετοὶ καρδίας ἐροῦσι ταῦτα,
ἀνὴρ δὲ σοφὸς ἀκήκοέ
μου τὸ ρῆμα. |
34
Διότι αὐτά, ποὺ εἴπαμε, εἶναι
ἀληθινὰ καὶ σοφά. Ἄνδρες δὲ
συνετοὶ θὰ εἴπουν τὰ ἴδια. Κάθε
σοφὸς ἄνθρωπος θὰ ἀκούσῃ
καὶ θὰ δεχθῇ τὰ λόγια μου αὐτά.
|
34
Δι’ αὐτὰ λοιπόν, ποὺ εἴπομεν ἀνωτέρω,
οἱ ἔχοντες τὴν ἀληθινὴν τῆς
καρδίας σύνεσιν θὰ εἴπουν τὰ εἰς τοὺς
κατωτέρω 35-37 στίχους, κάθε ἄνθρωπος δέ, ποὺ
ἔχει τὴν ἀληθινὴν σοφίαν, θὰ
ἀκούσῃ τοὺς λόγους ποὺ θὰ εἴπω.
|
35
Ἰὼβ δὲ οὐκ ἐν συνέσει
ἐλάλησε, τὰ ρήματα αὐτοῦ
οὐκ ἐν ἐπιστήμῃ.
|
35
Τὸ συμπέρασμα, εἶναι, ὅτι ὁ
Ἰώβ δὲν ὡμίλησε μὲ σύνεσιν.
Τὰ λόγια του δὲν ἦσαν λόγια
σοφίας καὶ ἐπιστήμης.
|
35
Ὁ Ἰὼβ δὲν ὡμίλησε μὲ σύνεσιν,
τὰ λόγια του δὲ δὲν ἐνεπνέοντο
ἀπὸ ἀληθινὴν σοφίαν.
|
36
Οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ μάθε, Ἰώβ,
μὴ δῷς ἔτι ἀνταπόκρισιν, ὥσπερ
οἱ ἄφρονες, |
36
Δὲν ἀρκεῖ ὅμως νὰ παραδεχθῇς
αὐτό, ποὺ εἶπα. Ἀλλὰ μάθε,
ὦ Ἰώβ, ἀκόμη νὰ μὴ
δώσῃς πλέον ἀνταπόκρισιν εἰς
τὰς δοκιμασίας σου, ὅπως οἱ ἄφρονες,
αὐτοὶ ποὺ εἶναι ἐστερημένοι
τῆς ἀληθινῆς σοφίας.
|
36
Δὲν εἶναι δὲ ἀρκετὸν να ἀναγνωρίσῃς
τοῦτο, ἀλλὰ μάθε, ὦ Ἰώβ,
να μὴ δώσῃς πλέον εἰς τὰς δοκιμασίας,
ποὺ θὰ ὑποστῇς εἰς τὸ
μέλλον, ἀνταπόκρισιν, καθὼς οἱ ἄφρονες
καὶ στερούμενοι τῆς ἀληθινῆς σοφίας,
|
37
ἵνα μὴ προσθῶμεν ἐφ ἁμαρτίαις
ἡμῶν, ἀνομία δὲ ἐφ' ἡμῖν
λογισθήσεται, πολλὰ λαλούντων ρήματα
ἐναντίον τοῦ Κυρίου. |
37
Τοῦτο δὲ καὶ διὰ νὰ μὴ
προσθέσωμεν μὲ τὰ ἀσύνετα λόγια
μας καὶ ἄλλας ἁμαρτίας εἰς τὰς
μέχρι σήμερον διαπραχθείσας παρανομίας
μας. Ἀσφαλῶς δὲ θὰ καταλογισθῇ
εἰς βάρος μας ὡς ἀνομία, ὅταν
λέγωμεν τέτοια λόγια ἐναντίον
τοῦ Κυρίου>. |
37
διὰ νὰ μὴ προσθέσωμεν μὲ τὰ
ἀσύνετα αὐτὰ λόγια μας καὶ ἄλλας
ἁμαρτίας εἰς ὅσας ἐπράξαμεν μέχρι
τοῦδε, ὠρισμένως δὲ θὰ λογαριασθῇ
εἰς βάρος μας ὡς ἀνομία, ὅταν λέγωμεν
τοιούτους λόγους ἐναντίον τοῦ Κυρίου>.
|