Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
παλαβὼν
δὲ Ἐλιοὺς λέγει·
|
υνέχισε
πάλιν τὸν λόγον ὁ Ἐλιοὺς
καὶ εἶπε·
|
αβὼν
δὲ καὶ πάλιν τὸν λόγον ὁ Ἐλιοὺς
εἶπε: |
2
τί τοῦτο ἡγήσω ἐν κρίσει;
Σὺ τίς εἶ ὅτι εἶπας· δίκαιός
εἰμι ἔναντι Κυρίου; |
2
<διατὶ εἶχες αὐτὸ τὸ φρόνημα
καὶ ἀντιδικοῦσες πρὸς τὸν Θεόν;
Ποιὸς εἶσαι σύ, ὁ ὁποῖος
ἐτόλμησες νὰ εἶπῃς· εἶμαι
δίκαιος ἀπέναντι τοῦ Κυρίου;
|
2
<Διατὶ εἶχες τὸ φρόνημα αὐτό, ὅταν
ἐκρίνεσο μετὰ τοῦ Θεοῦ καὶ
παρεπονεῖσο εἰς αὐτόν; Ποῖος εἶσαι
σύ, ποὺ ἐτόλμησες νὰ εἴπῃς·
<Εἶμαι δίκαιος ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ>;
|
3
Ἐγώ σοι δώσω ἀπόκρισιν καὶ
τοῖς τρισὶ φίλοις σου.
|
3
Ἐγὼ θὰ ἀπαντήσω εἰς σὲ
καὶ εἰς τοὺς τρεῖς φίλους σου.
|
3
Εἰς αὐτό, ποὺ εἶπες, θὰ δώσω
ἐγὼ τὴν ἀπάντησιν, καθὼς καὶ
πρὸς τοὺς τρεῖς φίλους σου.
|
4
Ἀνάβλεψον εἰς τὸν οὐρανὸν
καὶ ἰδέ, κατάμαθε δὲ νέφη
ὡς ὑψηλὰ ἀπὸ σοῦ.
|
4
Σήκωσε τὰ βλέμματά σου εἰς τὸν
οὐρανόν, παρατήρησε καὶ πρόσεξε
τὰ νέφη, πόσον ὑψηλὰ ἀπὸ
σὲ εἶναι. Ἐπάνω δὲ ἀπὸ
αὐτά, εἰς τὰ ἀπροσμέτρητα
ὕψη, ὑπάρχει ὁ θρόνος τοῦ
Παντοκράτορος.
|
4
Σήκωσε τὰ μάτια σου εἰς τὸν οὐρανὸν
καὶ ἴδε, μάθε δὲ καλὰ πόσον ὑψηλὰ
εὑρίσκονται τὰ σύννεφα ἀπὸ σέ.
Ἀσυγκρίτως ὑψηλότερα ἔχει τὸν θρόνον
του ὁ Θεός. |
5
Εἰ ἥμαρτες, τί πράξεις; Εἰ δὲ
καὶ πολλὰ ἠνόμησας, τί δύνασαι
ποιῆσαι; |
5
Ἐὰν ἠμάρτησες, τί κακὸν
νομίζεις ὅτι ἔκαμες εἰς τὸν
Θεόν; Ἐὰν δὲ καὶ πολλὰς
ἀνομίας διέπραξες, τί δύνασαι
νὰ κάμνῃς ἐναντίον τοῦ
Θεοῦ;
|
5
Ἐὰν ἠμάρτησες, τί διὰ
τῆς ἁμαρτίας σου θὰ πράξῃς, ποὺ
νὰ βλάπτῃ τὸν Θεόν; Ἐὰν δὲ
καὶ ὑποπέσῃς εἰς πολλὰς παρανομίας,
τί ἠμπορεῖς νὰ κάμῃς κατὰ
τοῦ Θεοῦ; |
7
Ἐπεὶ δὲ οὖν δίκαιος εἶ,
τί δώσεις αὐτῷ; Ἢ τί ἐκ
χειρός σου λήψεται; |
7
Ἐὰν δὲ καὶ εἶσαι δίκαιος,
τί, τάχα, ἔχεις νὰ προσφέρῃς
εἰς τὸν Θεόν; Ἢ ἀπὸ τί
ἔχει ἀνάγκην καὶ τί ἠμπορεῖ
νὰ πάρῃ ἀπὸ τὰ χέρια
σου ὁ Θεός;
|
7
Λοιπὸν καὶ ἐὰν εἶσαι δίκαιος,
τί θὰ δώσῃς εἰς τὸν Θεὸν
διὰ τῆς δικαιοσύνης σου, ποὺ νὰ μὴ
τὸ ἔχῃ καὶ νὰ τοῦ χρειάζεται;
Ἤ τί θὰ πάρῃ ἀπὸ τὸ
χέρι σου ὁ πλούσιος καὶ ἀνενδεὴς Θεός;
|
8
Ἀνδρὶ τῷ ὁμοίῳ σου ἡ
ἀσέβειά σου καὶ υἱῷ ἀνθρώπου
ἡ δικαιοσύνη σου· |
8
Ἡ ἀσέβειά σου ἠμπορεῖ
νὰ ἀποβῇ ἐπιβλαβὴς εἰς
ἄνθρωπον ὅμοιον μὲ σέ. Ὅπως
ἐξ ἀντιθέτου καὶ ἡ δικαιοσύνη
σου ἠμπορεῖ νὰ ὠφελήσῃ
υἱὸν ἀνθρώπου, ὅπως εἶσαι
σύ. |
8
Ἡ ἀσέβειά σου δύναται νὰ ἀποβῇ
ἐπιβλαβὴς καὶ ὀλεθρία εἰς ἄνδρα
ὅμοιόν σου, καὶ ἡ δικαιοσύνη σου δύναται
νὰ γίνῃ ὠφέλιμος εἰς ἀπόγονον
ἀνθρώπου, ὁποῖος εἶσαι καὶ σύ.
|
9
ἀπὸ πλήθους συκοφαντούμενοι κεκράξονται,
βοήσονται ἀπὸ βραχίονος πολλῶν.
|
9
Θὰ κραυγάσουν δυνατὰ ἐκεῖνοι,
οἱ ὁποῖοι συκοφαντοῦνται καὶ
ἀδικοῦνται ἀπὸ πλῆθος διαβολέων.
Θὰ βοήσουν ἐκεῖνοι, ποὺ καταπιέζονται
ἀπὸ βραχίονας πολλῶν τυράννων.
|
9
Θὰ φωνάξουν ἀγανακτοῦντες καὶ διαμαρτυρόμενοι
ἐκεῖνοι, ποὺ συκοφαντοῦνται ἀπὸ
πολλοὺς συκοφάντας, θὰ ἐκβάλουν φωνὴν
ἰσχυρὰν αὐτοί, ποὺ καταπιέζονται ἀπὸ
βραχίονας πολλῶν τυράννων. |
10
Καὶ οὐκ εἶπε· ποῦ ἐστιν
ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας με, ὁ κατατάσσων
φυλακὰς νυκτερινάς, |
10
Καὶ ὅμως κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς
δὲν εἶπε· ποὺ εἶναι ὁ Θεός,
ὁ ὁποῖος μὲ ἐδημιούργησε;
Ὁ κατανέμων φρουρὰς κατὰ τὸ
διάστημα τῆς νυκτὸς εἰς ἀσφάλειαν
τῶν ἀνθρώπων.
|
10
Καὶ ὅμως κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς
δὲν εἶπε: <Ποὺ εἶναι ὁ Θεός,
ὁ Ὁποῖος μὲ ἐδημιούργησε καὶ
τοποθετεῖ φρουρὰς ἀγρυπνούσας καὶ
φρουρούσας καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν νύκτα
τοὺς ὑπ’ αὐτοῦ προστατευομένους, διὰ
νὰ καταφύγω καὶ ἐγὼ εἰς Αὐτόν;
|
11
ὁ διορίζων με ἀπὸ τετραπόδων
γῆς, ἀπὸ δὲ πετεινῶν οὐρανοῦ;
|
11
Αὐτός, ὁ ὁποῖος μὲ ἐξεχώρισε
τιμητικῶς ἀπὸ τὰ τετράποδα τῆς
γῆς καὶ ἀπὸ τὰ πτηνὰ τοῦ
οὐρανοῦ! |
11
Ποὺ εἶναι Αὐτός, ποὺ μᾶς ξεχωρίζει
ἀπὸ τὰ τετράποδα ζῶα τῆς γῆς
καὶ ἀπὸ τὰ πετεινὰ τοῦ
οὐρανοῦ, ὡς πολὺ ὑπεροχώτερα
ἀπὸ αὐτὰ δημιουργήματά του;>
|
12
Ἐκεῖ κεκράξονται, καὶ οὐ μὴ
εἰσακούσῃ καὶ ἀπὸ ὕβρεως
πονηρῶν. |
12
Θὰ κράξουν μὲ ὅλην των τὴν δύναμιν
οἱ συκοφαντούμενοι καὶ καταπιεζόμενοι.
Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν θὰ ἀκούσῃ
τὰς διαμαρτυρίας ἐξ αἰτίας τῆς
ἀλαζονείας τῶν πονηρῶν αὐτῶν
ἀνθρώπων. |
12
Θὰ κράξουν καὶ θὰ φωνάξουν δυνατὰ
τότε οἱ καταπιεζόμενοι καὶ κατ’ οὐδένα λόγον
θὰ εἰσακούσῃ αὐτοὺς ὁ
Θεὸς ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερηφανείας
καὶ ἀλαζονείας τῶν πονηρῶν τούτων.
|
13
Ἄτοπα γὰρ οὐ βούλεται ἰδεῖν
ὁ Κύριος, αὐτὸς γὰρ ὁ
Παντοκράτωρ |
13
Διότι ὁ Θεὸς δὲν θέλει νὰ
ἵδῃ καὶ ἀποστρέφεται τὰ
ἄτοπα. Ἐν τούτοις αὐτὸς ὁ
ἴδιος ὁ Παντοκράτωρ
|
13
Διότι ὁ Θεὸς δὲν θέλει νὰ ἴδῃ
ἄτοπα. Προσπίπτουν ἐν τούτοις εἰς τὴν
ἀντίληψίν του, διότι αὐτὸς ὁ Παντοκράτωρ
|
14
ὀρατής ἐστι τῶν συντελούντων
τὰ ἄνομα καὶ σώσει με. Κρίθητι
δὲ ἐναντίον αὐτοῦ, εἰ
δύνασαι αὐτὸν αἰνέσαι, ὥς
ἐστι. |
14
εἶναι θεατὴς καὶ αὐτόπτης μάρτυς
ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι διαπράττουν
τὰς παρανομίας. Ἀπὸ τὰ χέρια
ὅμως αὐτῶν θὰ μὲ σώσῃ.
Ἀνάθεσε εἰς αὐτὸν τὸ δίκαιόν
σου. Περίμενε τὴν δικαίαν του κρίσιν
καὶ σκέψου, ἐὰν θὰ ἠμπορέσῃς
νὰ τὸν ὑμνήσῃς καὶ νὰ
τὸν δοξολογήσῃς, ὅπως πράγματι
τοῦ ἀξίζει.
|
14
εἶναι θεατῆς καὶ μάρτυς αὐτόπτης αὐτῶν,
ποὺ συντελοῦν τὰ ἄνομα, καὶ
ὀσονδήποτε ἀσθενὴς καὶ ἂν
εἶμαι ἐγὼ ἔναντι τῶν ἀδίκων
αὐτῶν, ὁ Κύριος θὰ μὲ σώσῃ.
Ἀνάθεσε λοιπὸν τὸ δίκαιόν σου
εἰς Αὐτὸν καὶ ἀνάμεινον μετ’
ἐλπίδος, καὶ τότε θὰ ἴδῃς μετὰ
τὴν ἔκβασιν, ἐὰν δύνασαι νὰ
ὑμνήσῃς καὶ νὰ δοξολογήσῃς
τὴν δικαιοσύνην του, ὁποία εἶναι καὶ
πόσον ἀξίζει. |
15
Καὶ νῦν ὅτι οὐκ ἐστιν ἐπισκεπτόμενος
ὀργὴν αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔγνω
παράπτωμά τι σφόδρα·
|
15
Διότι καὶ τώρα ὁ Κύριος δὲν
ἐκδηλώνει, τὴν ὀργὴν αὐτοῦ,
κατὰ τῶν παρανομούντων. Δι' αὐτὸ
καὶ φαίνεται, σὰν νὰ μὴ γνωρίζῃ
καὶ νὰ μὴ λογαριάζῃ οὔτε
καὶ τὸ μεγαλύτερον παράπτωμα.
|
15
Καὶ τώρα, ἐπειδὴ δὲν ἐπισκέπτεται
ὁ Θεὸς μετ’ ὀργῆς καὶ μακροθυμεῖ
καὶ δὲν τιμωρεῖ ἀμέσως, φαίνεται,
ὅτι δὲν πολυλογαριάζει ἔγκλημά τι.
|
16
καὶ Ἰὼβ ματαίως ἀνοίγει
τὸ στόμα αὐτοῦ, ἐν ἀγνωσίᾳ
ρήματα βαρύνει. |
16
Δία τοῦτο καὶ ὁ Ἰὼβ ἀνοίγει
τὸ στόμα του εἰς μάταια παράπονα.
Εὑρισκόμενος δὲ ἐν ἀγνοίᾳ
τῆς σοφίας καὶ μακροθυμίας τοῦ
Θεοῦ λέγει πολλὰ καὶ βαρειὰ
λόγια>. |
16
Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Ἰὼβ ἀνοίγει
τὸ στόμα του διὰ νὰ λαλήσῃ καὶ
νὰ παραπονεθῇ εἰς μάτην, ἀγνοῶν
δὲ τὴν σοφὴν καὶ δικαίαν καὶ
μακρόθυμον βουλὴν τοῦ Θεοῦ, λέγει πολλὰ
καὶ βαρειὰ λόγια>. |