Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ροσθεὶς
δὲ ἔτι Ἐλιοὺς λέγει·
|
Ἐλιοὺς
συνεχίζων τὸν λόγον του προσέθεσε·
|
ροσθέσας
δὲ ὁ Ἐλιοὺς καὶ ἄλλα ἀκόμη
εἰς τὰ ὑπ' αὐτοῦ λεχθέντα εἶπεν:
|
2
μεῖνόν με μικρὸν ἔτι, ἵνα διδάξω
σε· ἔτι γὰρ ἐν ἐμοί ἐστι
λέξις. |
2
<κάμε ἀκόμη ὀλίγην ὑπομονήν,
διὰ νὰ σὲ διδάξω περισσότερα.
Ὑπάρχουν ἐντός μου καὶ ἄλλα
νοήματα, τὰ ὁποῖα καὶ θὰ
πῶ. |
2
<Ὑπόμεινόν με ὀλίγον ἀκόμη καὶ
ἀκουσέ με μὲ προσοχήν, διὰ νὰ διδάξω·
διότι ὑπάρχουν μέσα μου καὶ ἄλλαι ἀκόμη
σκέψεις, ποὺ θὰ τὰς ἐκφράσω
διὰ λέξεων. |
3
Ἀναλαβὼν τὴν ἐπιστήμην μου μακρόν,
ἔργοις δέ μου δίκαια ἐρῶ ἐπ'
ἀληθείας |
3
Θὰ πάρω τὴν σοφίαν καὶ γνῶσιν
μου ἀπὸ παλαιότερα χρόνια. Ἀναντίρρητα
θὰ εἶναι τὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα
ἐγώ μὲ κάθε ἀλήθειαν καὶ
εἰλικρίνειαν θὰ ἐκθέσω.
|
3
Θὰ ἀρχίσω καὶ θὰ ἀναλάβω τὴν
γνῶσιν καὶ σοφίαν μου ἀπὸ μακράν,
ἀπ’ αὐτῆς τῆς ἀρχῆς τῶν
πραγμάτων, διὰ τὰ ἔργα δὲ τοῦ
Θεοῦ μου θὰ εἴπω λόγια δίκαια καὶ
ἐπὶ τῆς ἀληθείας στηριζόμενα,
|
4
καὶ οὐκ ἄδικα ρήματα ἀδίκως
συνιεῖς. |
4
Συνεπῶς δὲν θὰ ἀκούσῃς
οὔτε θὰ ἐννοήσῃς ἄδικα
καὶ ἀσύστατα λόγια, χωρὶς καμμίαν
ὠφέλειαν. |
4
καὶ συνεπῶς οὐχὶ εἰς ἄδικα
καὶ ἀσύστατα λόγια ἀδίκως καὶ ἀνωφελῶς
θὰ προσέξῃς. |
5
Γίνωσκε δὲ ὅτι ὁ Κύριος οὐ
μὴ ἀποποιήσηται τὸν ἄκακον.
Δυνατὸς ἰσχύϊ καρδίας |
5
Μάθε, λοιπόν, ὅτι ὁ Κύριος οὐδέποτε
θὰ ἀποστραφῇ καὶ θὰ ἀπαρνηθῇ
τὸν ἄδολον καὶ ἀθῶον. Αὐτὸς
εἶναι ἄπειρος εἰς δύναμιν, εἰς
σύνεσιν καὶ σοφίαν.
|
5
Γνώριζε δέ, ὅτι ὁ Κύριος δὲν θὰ
ἀποποιηθῇ οὔτε θὰ ἀπαρνηθῇ
τὸν ἄκακον καὶ ἐνάρετον. Αὐτός,
ποὺ εἶναι δυνατὸς καὶ εἰς δύναμιν
καὶ σύνεσιν καρδίας. |
6
ἀσεβῆ οὐ μὴ ζωοποιήσει καὶ
κρίμα πτωχῶν δώσει. |
6
Ποτὲ δὲ ἐξ ἄλλου δὲν θὰ
δώσῃ ζωὴν πράγματι εὐτυχισμένην
εἰς τὸν ἀσεβῆ. Πάντοτε ἀποδίδει
καὶ θὰ ἀποδίδῃ τὸ δίκαιον
εἰς τὸν ἀδικούμενον πτωχόν.
|
6
Κατ’ οὐδένα δὲ λόγον θὰ δώσῃ ζωὴν
πράγματι εὐτυχισμένην εἰς τὸν ἀσεβῆ,
ἐνῷ ἐξ ἐναντίας θὰ ἀποδώσῃ
τὸ δίκαιον εἰς τὸν ἀδικούμενον πτωχόν.
|
7
Οὐκ ἀφελεῖ ἀπὸ δικαίου
ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ· καὶ μετὰ
βασιλέων εἰς θρόνον καὶ καθιεῖ
αὐτοὺς εἰς νῖκος, καὶ ὑψωθήσονται.
|
7
Δὲν θὰ ἀποστρέψῃ τοὺς
ὀφθαλμούς του καὶ τὴν προστασίαν
του ἀπὸ τὸν δίκαιον. Θὰ ὑψώσῃ
καὶ θὰ καθίσῃ τοὺς δικαίους
μαζῆ μὲ τοὺς βασιλεῖς εἰς θρόνον
ἔνδοξον. Θὰ τοὺς ἐνθρονίσῃ
νικητάς, καὶ αὐτοὶ ἔτσι θὰ
δοξασθοῦν. |
7
Δὲν θὰ ἀποσύρῃ τοὺς προστατευτικοὺς
ὀφθαλμούς του ἀπὸ τὸν δίκαιον,
καὶ οἱ δίκαιοι θὰ εἶναι μετὰ
βασιλέων εἰς θρόνον ἔνδοξον καὶ θὰ
καθίσῃ αὐτοὺς νικητὰς καὶ θὰ
ὑψωθοῦν. |
8
Καὶ οἱ πεπεδημένοι ἐν χειροπέδαις
συσχεθήσονται ἐν σχοινίοις πενίας,
|
8
Οἱ ἀσεβεῖς ὅμως θὰ εἶναι
σὰν ἁλυσοδεμένοι, θὰ δεθοῦν
σφιγκτὰ σὰν μὲ ἄθραυστα σχοινιὰ
στενοχωριῶν καὶ στερήσεων.
|
8
Καὶ ὅσοι εἶναι σὰν ἁλυσοδεμένοι
εἰς τὰς χεῖρας, λόγῳ τῶν θλίψεων,
αὐτοὶ θὰ δεθοῦν σφιγκτὰ σὰν
μὲ σχοινία στενοχώριας καὶ στερήσεων.
|
9
καὶ ἀναγγελεῖ αὐτοῖς τὰ
ἔργα αὐτῶν καὶ τὰ παραπτώματα
αὐτῶν, ὅτι ἰσχύσουσιν.
|
9
Θὰ καταστήσῃ ὁ Θεὸς γνωστὰ
εἰς αὐτοὺς καὶ ὁλοφάνερα
τὰ ἁμαρτωλά των ἔργα καὶ τὰ
παραπτώματά των, διότι εἰς τὴν
διάπραξιν αὐτῶν ἀπεδείχθησαν
ἀδίστακτοι καὶ ἰσχυροί.
|
9
Καὶ θὰ καταστήσῃ ὁ Θεὸς γνωστὰ
εἰς αὐτοὺς τὰ ἁμαρτωλὰ
ἔργα των καὶ τὰ παραπτώματά των, διότι
ἐπέδειξαν αὐθαίρετον καὶ βιαίαν δύναμιν.
|
10
Ἀλλὰ τοῦ δικαίου εἰσακούσεται·
καὶ εἶπεν ὅτι ἐπιστραφήσονται
ἐξ ἀδικίας. |
10
Ἀλλὰ τοῦ δικαίου τὴν δέησιν
θὰ τὴν ἀκούσῃ εὐμενῶς
καὶ θὰ τὴν κάμῃ δεκτήν.
Καί, ὅπως ἔχει ὑποσχεθῆ, θὰ
θεωρήσῃ δικαίους καὶ ἐκείνους,
οἱ ὁποῖοι ἐν μετάνοιᾳ
θὰ ἐπιστρέψουν ἀπὸ τὴν
ἀδικίαν των.
|
10
Ἀλλ’ ὁ Θεὸς θὰ εἰσακούσῃ
τὴν δέησιν τοῦ δικαίου ἀνθρώπου· καὶ
συνεπῶς εἶπεν, ὅτι πρέπει νὰ μετανοήσουν
καὶ νὰ ἐπιστραφοῦν ἀπὸ
τὰ ἄδικα ἔργα των. |
11
Ἐὰν ἀκούσωσι καὶ δουλεύσωσι,
συντελέσουσι τὰς ἡμέρας αὐτῶν
ἐν ἀγαθοῖς καὶ τὰ ἔτη
αὐτῶν ἐν εὐπρεπείαις.
|
11
Ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους,
οἱ ὁποῖοι θὰ ἀκούσουν
τὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου, θὰ ὑποταχθοῦν
εἰς αὐτὸν καὶ θὰ ἐφαρμόσουν
τὰς ἐντολάς του, θὰ τελειώσουν
τὰς ἡμέρας των μέσα εἰς τὰ
ἀγαθὰ καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς
των θὰ εἶναι ἔντιμα καὶ εὐτυχισμένα.
|
11
Ἐάν οἱ οὕτω παιδαγωγούμενοι ἄκουσουν
καὶ δουλεύσουν εἰς τὸν Κύριον ὑποτασσόμενοι
εἰς τὸν νόμον του, θὰ τελειώσουν τὰς
ἡμέρας των μὲ ἀγαθὰ καὶ τὰ
χρόνια των μὲ τιμὰς καὶ δόξας.
|
12
Ἀσεβεῖς δὲ οὐ διασῴζει πάρα
τὸ μὴ βούλεσθαι αὐτοὺς
εἰδέναι τὸν Κύριον καὶ
διότι νουθετούμενοι ἀνήκοοι ἦσαν.
|
12
Τοὺς ἀσεβεῖς ὅμως ὁ Κύριος
δὲν θὰ τοὺς περισώσῃ οὔτε
θὰ τοὺς ἀπαλλάξῃ ἀπὸ
τὰς δυστυχίας, διότι αὐτοὶ δὲν
ἠθέλησαν νὰ γνωρίσουν τὸν Κύριον
καὶ διότι, ὅταν ἀκόμη ἐνουθετοῦντο,
παρέμεναν ἀνυπάκοοι.
|
12
Τοὺς ἀσεβεῖς δὲ δὲν διασώζει,
διότι δὲν θέλουν αὐτοὶ νὰ γνωρίσουν
τὸν Κύριον ἐπιστρέφοντες διὰ μετανοίας εἰς
Αὐτὸν καὶ διότι νουθετούμενοι διὰ
τῶν θλίψεων καὶ τῆς ἄλλης παιδαγωγίας
Αὐτοῦ ἦσαν ἀπειθεῖς καὶ
ἀνυπάκοοι. |
13
καὶ ὑποκριταὶ καρδίᾳ τάξουσι
θυμόν· οὐ βοήσονται, ὅτι ἔδησεν
αὐτούς. |
13
Ἐπίσης οἱ δόλιοι καὶ ὑποκριταὶ
κρύπτουν μέσα εἰς τὴν καρδίαν
των τὸν θυμὸν καὶ τὴν κακίαν
των. Σκληρυμμένοι εἰς τὴν κακίαν των,
δὲν θὰ βοήσουν μὲ τὴν προσευχήν
των πρὸς τὸν Κύριον, ὅταν θὰ
τοὺς ἔχῃ δέσει μὲ τὰς
ἁλυσίδας τῶν θλίψεων.
|
13
Καὶ οἱ ὑποκριταὶ καὶ ἀνειλικρινεῖς
εἰς τὸ ἐσωτερικόν των θὰ ἀντιτάξουν
εἰς τὴν παιδαγωγίαν θυμὸν καὶ σκλήρυνσιν
δὲν θὰ βοήσουν διὰ προσευχῆς πρὸς
τὸν Κύριον, ὅταν δεθοῦν ὑπ’ Αὐτοῦ
διὰ τῆς ἁλύσεως τῶν θλίψεων.
|
14
Ἀποθάνοι τοίνυν ἐν νεότητι ἡ
ψυχὴ αὐτῶν, ἡ δὲ ζωὴ αὐτῶν
τιτρωσκομένη ὑπὸ ἀγγέλων,
|
14
Αὐτοί, λοιπόν, θὰ ἀποθάνουν
πρὸ καιροῦ, κατὰ τὰ χρόνια τῆς
νεότητός των, ἡ δὲ βραχεῖα ζωή,
ποὺ θὰ ζήσουν ἐπὶ τῆς
γῆς, θὰ βασανίζεται πληττομένη ἀπὸ
ἐκδικητὰς ἀγγέλους.
|
14
Θὰ ἀποθάνῃ λοιπὸν προώρως καὶ
κατὰ τοὺς χρόνους τῆς νεότητος ἡ ψυχή
των, ἡ δὲ πέραν τοῦ τάφου ζωή των
θὰ τιτρώσκεται καὶ θὰ πληγώνεται ἀπὸ
τιμωροὺς ἀγγέλους, |
15
ἀνθ' ὧν ἔθλιψαν ἀσθενῆ καὶ
ἀδύνατον, κρίμα δὲ πρᾳέων
ἐκθήσει. |
15
Διότι ἔθλιψαν καὶ κατεπίεσαν τὸν
ἀσθενῆ, τὸν ἀδύνατον, τὸν
πτωχόν. Ἐξ ἀντιθέτου ὁ Κύριος
θὰ φανερώσῃ τὸ δίκαιον τῶν
πρᾴων καὶ ἡσύχων ἀνθρώπων.
|
15
εἰς ἀνταπόδοσιν τῶν ὅσων ἔθλιψαν
ἀσθενῆ καὶ ἀδύνατον καὶ ἀνυπεράσπιστον
τὸ δίκαιον ὅμως τῶν πράων καὶ ἡσύχων
ἀνθρώπων θὰ τὸ φανερώσῃ ὁ Κύριος.
|
16
Καὶ προσέτι ἠπάτησέ σε ἐκ
στόματος ἐχθροῦ· ἄβυσσος, κατάχυσις
ὑποκάτω αὐτῆς, καὶ κατέβη
τράπεζά σου πλήρης πιότητος.
|
16
Ἐπὶ πλέον σὲ ἐκάλυψε καὶ
σὲ προεφύλαξε ἀπὸ ἐχθρικὸν
στόμα, ἕτοιμον νὰ σὲ καταπίῃ.
Ἄβυσσος ἠπλώνετο ἐνώπιόν
σου, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποίαν
ἐχύνετο καὶ ἔρεεν ὀρμητικῶς
τὸ νερό. Ἀντὶ δὲ νὰ καταποντισθῇς
εἰς αὐτήν, ὅπως ἐφοβήθης,
κατέβηκε διὰ σὲ ἡτοιμασμένη
τράπεζα, γεμάτη ἀπὸ ἄφθονα καὶ
εὔγευστα φαγητά.
|
16
Καὶ ἐπὶ πλέον σὲ ἐκάλυψε καὶ
σὲ ἀπέκρυψεν ἀπὸ στόμα ἐχθρικόν,
ἕτοιμον νὰ σὲ συκοφαντήσῃ· ἦτο
ἐνώπιόν σου ἄβυσσος, ὑποκάτω τῆς
ὁποίας ἐχύνετο καὶ ἔρρεεν ἄφθονον
ὕδωρ, καὶ ἀντὶ νὰ ἐξαφανισθῇς
εἰς αὐτήν, ὡς ἐφοβεῖσο, κατέβη
ἐτοιμασμένη διὰ σὲ τράπεζα γεμάτη
ἀπὸ ἄφθονα καὶ πολλὰ φαγητά.
|
17
Οὐχ ὑστερήσει δὲ ἀπὸ δικαίων
κρίμα, |
17
Δὲν θὰ παραβλέψῃ οὔτε καὶ
θὰ καθυστερήσῃ ὁ Θεὸς τὸ
δίκαιον τῶν εὐσεβῶν ἀνθρώπων.
|
17
Δὲν θὰ λείψῃ δὲ ἀπὸ τοῦ
δικαίου ἀπόφασις δικαστικὴ ἀναγνωρίζουσα
τὸ δίκαιόν του. |
18
θυμὸς δὲ ἐπ' ἀσεβεῖς ἔσται
δι' ἀσέβειαν δώρων, ὧν ἐδέχοντο
ἐπ' ἀδικίαις. |
18
Ὁ θυμός του ὅμως θὰ ἐκσπάσῃ
ἐναντίον τῶν ἀσεβῶν διὰ
τὴν ἀσέβειαν, ποὺ ἔδειξαν, μὲ
τὰ δῶρα ποὺ ἐδέχοντο εἰς
ἀνταμοιβὴν τῶν ἀδίκων ἀποφάσεών
των, ὅταν ἔκριναν ὡς δικασταί.
|
18
Ἐπὶ τῶν ἀσεβῶν ὅμως θὰ
εἶναι καὶ θὰ ἐκσπάσῃ θυμὸς
διὰ τὴν ἀσέβειαν, ποὺ ἔδειξαν
μὲ τὰ δῶρα, ποὺ ἐδέχοντο ὡς
ἀνταμοιβὴν τῶν ἀδικιῶν των κατὰ
τὴν ἄσκησιν τοῦ δικαστικοῦ ἀξιώματός
των. |
19
Μή σε ἐκκλινάτω ἑκὼν ὁ
νοῦς δεήσεως ἐν ἀνάγκῃ
ὄντων ἀδυνάτων, καὶ πάντας τοὺς
κραταιοῦντας ἰσχύν. |
19
Ποτὲ ἃς μὴ γυρίσῃ ἀλλοῦ
θεληματικὰ ὁ νοῦς καὶ ἡ προσοχή
σου, ὅταν ἀσθενεῖς καὶ ἀδύνατοι
ἄνθρωποι εὑρισκόμενοι εἰς ἀνάγκην
σὲ παρακαλοῦν νὰ τοὺς βοηθήσῃς.
Καὶ μὴ πτοηθῇς, μὴ ὑποσταλῇς
ἐνώπιον ἀνθρώπων, ποὺ διαθέτουν
δύναμιν καὶ ἐπιρροήν.
|
19
Μὴ σὲ παρεκκλίνῃ μὲ τὴν θέλησίν
σου ὁ νοῦς σου δι’ ἀποκρύφων σκέψεων καὶ
ἰδιοτελῶν ἐλατηρίων σου ἀπὸ
τὰς παρακλήσεις τῶν ἀδυνάτων, οἱ ὁποῖοι
εὑρίσκονται εἰς ἀνάγκην καὶ ζητοῦν
τὸ δίκαιόν των, καὶ μὴ πτοηθῇς
ἢ ἐντραπῇς τοὺς διαθέτοντας κραταιὰν
δύναμιν καὶ ἐπιρροήν. |
20
Μὴ ἐξελκύσῃς τὴν νύκτα
τὸν ἀναβῆναι λαοὺς ἀντ' αὐτῶν·
|
20
Μὴ ἀναβάλῃς τὴν βοήθειαν
πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ τὴν ἀπόδοσιν
δικαίου πρὸς τοὺς ἀδικουμένους
ἕως τὴν νύκτα καὶ κατόπιν τοὺς
διώξῃς ἰσχυριζόμενος ὅτι περιμένεις
πολλοὺς ἄλλους.
|
20
Μὴ ἐπιποθήσῃς τὴν νύκτα τοῦ
θανάτου, ὁ ὁποῖος ἐπέρχεται διὰ
νὰ ἀναβοῦν καὶ ἀναφανοῦν
ἐν τῇ ζωῇ νέαι γενεαὶ λαῶν ἀντὶ
τῶν παλαιοτέρων, ποὺ ἀποθνήσκουν.
|
21
ἀλλὰ φύλαξαι μὴ πράξῃς
ἄτοπα· ἐπὶ τούτων γὰρ ἐξείλω
ἀπὸ πτωχείας. |
21
Πρόσεξε νὰ μὴ διαπράξῃς ποτὲ
ἄτοπα ἔργα. Ἀποφεύγων αὐτὰ
θὰ γλυτώσῃς ἀπὸ τὴν ἀθλιότητα
καὶ τὴν δυστυχίαν.
|
21
Ἀλλὰ πρόσεξε νὰ μὴ πράξῃς
ποτὲ ἄτοπα· διότι λόγῳ τῆς προφυλάξεώς
σου ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἀπαλλαγῇς
ἀπὸ τὴν ἀθλιότητα καὶ δυστυχίαν
σου. |
22
Ἰδοὺ ὁ ἰσχυρὸς κραταιώσει
ἐν ἰσχύϊ αὐτοῦ· τίς
γάρ ἐστι κατ' αὐτὸν δυνάστης;
|
22
Ἰδού, ὁ Κύριος εἶναι πανίσχυρος
καὶ μὲ τὴν ἄπειρον δύναμίν
του ἐπιβάλλεται ἀπολύτως. Ποιὸς
ἐξουσιαστὴς τοῦ ἐπιγείου καὶ
οὐρανίου κόσμου εἶναι ὅμοιος
μὲ αὐτόν;
|
22
Ἰδοὺ ὁ Ἰσχυρὸς καὶ Παντοδύναμος
θὰ ἐμφανίζεται πάντοτε κραταιὸς διὰ
τῆς δυνάμεως αὐτοῦ. Διότι ποῖος ἄλλος
εἶναι σὰν Αὐτὸς ἐξουσιαστής;
|
23
Τίς δέ ἐστιν ἐτάζων αὐτοῦ
τὰ ἔργα; Ἢ τίς ὁ εἰπών·
ἔπραξεν ἄδικα; |
23
Ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
ἠμπορεῖ νὰ κρίνῃ καὶ νὰ
ἐλέγξῃ τὰ ἔργα του; Ποιὸς
ἠμπορεῖ ποτὲ νὰ εἴπῃ πρὸς
αὐτόν· Διέπραξες ἀδικίαν;
|
23
Ποῖος δὲ εἶναι αὐτός, ποὺ ἠμπορεῖ
νὰ ἐξετάζῃ τὰ ἔργα του; Ἢ
ποῖος ἔλαβε ποτὲ τὴν τόλμην νὰ
εἴπῃ· <ἔπραξεν ἄδικα>;
|
24
μνήσθητι, ὅτι μεγάλα ἐστὶν αὐτοῦ
τὰ ἔργα, ὧν ἦρξαν ἄνδρες.
|
24
Ἔχε πάντοτε εἰς τὸν νοῦν καὶ
εἰς τὴν καρδίαν ὅτι ἰδικά
του ἔργα εἶναι καὶ τὰ μεγάλα
ἔργα, διὰ τῶν ὁποίων μεγάλοι
ἄνδρες ἔγιναν ἄρχοντες.
|
24
Ἐνθυμοῦ πάντοτε, ὅτι εἶναι μεγάλα
τὰ ἔργα του, ἐπὶ τῶν ὁποίων
κατέστησεν Αὐτὸς ἄρχοντας καὶ κυβερνήτας
ἀνθρώπους. |
25
Πᾶς ἄνθρωπος εἶδεν ἐν ἑαυτῷ,
ὅσοι τιτρωσκόμενοι εἰσι βροτοί.
|
25
Ἀντιθέτως, κάθε ἄνθρωπος ἐξετάζων
τὸν ἑαυτόν του πείθεται ὅτι
εἶναι ἀδύνατος. Πόσοι καὶ πόσοι
θνητοὶ πληγώνονται συνεχῶς καὶ ἀποθνήσκουν!
|
25
Ἀντιθέτως κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατος
καὶ βλέπει εἰς τὸν ἑαυτόν του,
πόσοι θνητοὶ πληγώνονται συνεχῶς καὶ ἀποθνήσκουν.
|
26
Ἰδοὺ ὁ ἰσχυρὸς πολύς,
καὶ οὐ γνωσόμεθα· ἀριθμὸς
ἐτῶν αὐτοῦ, ἀπέραντος.
|
26
Ἰδού, ὁ Παντοδύναμος εἶναι μέγας
καὶ πολὺς καὶ δὲν εἴμεθα εἰς
θέσιν ἡμεῖς νὰ τὸν γνωρίσωμεν
εἰς ὅλην αὐτοῦ τὴν ἄπειρον
τελειότητα. Ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐτῶν
αὐτοῦ εἶναι ἄπειρος. |
26
Ἰδοὺ ὁ Παντοδύναμος εἶναι μέγας καὶ
πολὺς καὶ δὲν ἠμποροῦμεν νὰ
τὸν γνωρίζω μὲν καθ’ ὅλην του τὴν
ἄπειρον τελειότητα. Ὁ ἀριθμὸς τῶν
ἐτῶν του εἶναι ἄπειρος καὶ ἀπέραντος.
|
27
Ἀριθμηταὶ δὲ αὐτῷ σταγόνες
ὑετοῦ, καὶ ἐπιχυθήσονται ὑετῷ
εἰς νεφέλην· |
27
Ἐν τῇ παντοδυναμίᾳ του ἔχει
τὴν δυνατότητα καὶ αὐτὰς τὰς
σταγόνας τῆς βροχῆς νὰ μετρήσῃ,
τὰς σταγόνας αἱ ὁποῖαι χύνονται
ἀσυγκράτητοι διὰ τῆς βροχῆς
ἀπὸ τὰ σύννεφα.
|
27
Εἶναι δὲ δυνατὴ εἰς Αὐτὸν
ἡ ἀρίθμησις τῶν σταγόνων τῆς βροχῆς,
καὶ αἱ σταγόνες αὐταὶ ἀνασυρόμεναι
διὰ τῆς ἐξατμίσεως ἀπὸ τὰς
θαλάσσας καὶ τοὺς ποταμοὺς χύνονται ὡς
εἰς δεξαμενήν τινα εἰς νεφέλην, διὰ νὰ
διαλυθῇ αὕτη εἰς βροχήν.
|
28
ρυήσονται παλαιώματα, ἐσκίασε δὲ
νέφη ἐπὶ ἀμυθήτων βροτῶν.
|
28
Θὰ ρεύσουν, ὅπως ἀπὸ παλαιότατα
ἔτη τὰ νερὰ ἀπὸ τὰ νέφη,
θὰ πλημμυρίσουν καὶ θὰ ἐκχειλίσουν
ἀπεξηραμμένοι χείμαρροι. Τὰ νέφη
σκεπάζουν εἰς τόσην μεγάλην ἔκτασιν
τὸν ὁρίζοντα, ὥστε ρίπτουν τὴν
σκιάν των εἰς ἀναρίθμητα πλήθη
ἀνθρώπων.
|
28
Καὶ θὰ ρεύσουν αἱ ἀπὸ παλαιῶν
χρόνων πίπτουσαι βροχαί, τὰ νέφη δὲ σκεπάζουν
εἰς τόσον μεγάλην ἔκτασιν τὸν ὁρίζοντα,
ὥστε ρίπτουν τὴν σκιάν τους εἰς
ἀναριθμήτους ἀνθρώπους. |
28
Ὥραν ἔθετο κτήνεσιν, οἴδασι δὲ
κοίτης τάξιν. |
28α
Ὁ Θεός εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ
ὥρισεν ὥραν ἐργασίας καὶ ὥραν
ἀναπαύσεως καὶ εἰς αὐτὰ
τὰ κτήνη. Γνωρίζουν δὲ αὐτὰ
τὴν ὡρισμένην ὥραν, ποὺ θὰ
κοιτασθοῦν εἰς τὴν φάτνην των.
|
28α
Ὁ Θεὸς ὥρισεν ὤραν ἐργασίας
καὶ ἀναπαύσεως καὶ εἰς τὰ κτήνη,
γνωρίζουν δὲ αὐτὰ τὴν τεταγμένην ὤραν
τῆς κοίτης των καὶ τῆς φωλεᾶς των.
|
28β
Ἐπὶ τούτοις πᾶσιν οὐκ ἐξίσταταί
σου ἡ διάνοια οὐδὲ διαλλάσσετά
σου ἡ καρδία ἀπὸ σώματος;
|
28β
Ἐνώπιον ὅλων αὐτῶν τῶν
θαυμάτων εἶναι νὰ μὴ μείνῃ
ἐκστατικὴ ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου,
καὶ νὰ μὴ διασαλευθῇ πάλλουσα
ἰσχυρῶς ἡ καρδία σου, ὡς ἐὰν
θέλῃ νὰ ὁρμήσῃ ἔξω
ἀπὸ τὸ σῶμα σου;
|
28β
Ὅλα αὐτὰ τὰ καταπληκτικὰ γίνονται
τόσον κανονικὰ καὶ συχνά, ὥστε δὲν
φεύγει ἀπὸ τὸν τόπον της ἡ διάνοιά
σου, οὔτε ἀλλάσσει τόπον ἡ καρδία σου, ὥστε
νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸ
σῶμα σου. |
29
Καὶ ἐὰν συνῇ ἀπεκτάσεις
νεφέλης, ἰσότητα σκηνῆς αὐτοῦ,
|
29
Σκέψου, ἐὰν εἶναι δυνατὸν νὰ
ἐννοήσῃς τὰς ἀπεριορίστους
ἐκτάσεις τῆς νεφέλης, ποὺ καταλαμβάνει
τὸν ὁρίζοντα, ὥστε νὰ ἀποτελῇ
τρόπον τινὰ τὸν θρὸνον τοῦ ἐπὶ
τῶν νεφῶν καθημένου Θεοῦ!
|
29
Καὶ ἐὰν εἶναι δυνατὸν εἰς
τινὰ νὰ κατανοήσῃ τὰς ἐπεκτάσεις
τῆς νεφέλης, ἡ ὁποία ἐκτείνεται εἰς
ἴσην ἔκτασιν πρὸς τὸν ὁρίζοντα,
ὥστε νὰ ἀποτελέσῃ τὴν σκηνὴν
τοῦ ἐπὶ τῶν νεφελῶν καθημένου
Θεοῦ. |
30
ἰδοὺ ἐκτενεῖ ἐπ' αὐτὸν
ἠδὼ καὶ ριζώματα τῆς θαλάσσης
ἐκάλυψεν· |
30
Καὶ ἰδού, ἀφοῦ ἐκσπάσῃ
μεγάλη θύελλα, ἔπειτα θὰ δώσῃ
εἰς ὅλον τὸν οὐρανὸν τὸ
γλυκὺ οὐράνιον τόξον, τὸ ὁποῖον
θὰ σκεπάσῃ καὶ αὐτὰς τὰς
ρίζας τῆς θαλάσσης.
|
30
Καὶ ἰδοὺ κατόπιν θυέλλης θὰ ἐξαπλώσῃ
εἰς ὅλον τὸν ὁρίζοντα τὸ οὐράνιον
τόξον καὶ θὰ καλύψῃ τὰς ρίζας τῆς
θαλάσσης ὑψούμενον ἀπὸ τὸ ἕν
ἕως τὸ ἄλλο ἄκρον ὁρίζοντος
καὶ θαλάσσης. |
31
ἐν γὰρ αὐτοῖς κρινεῖ λαούς,
δώσει τροφὴν τῷ ἰσχύοντι.
|
31
Καὶ μὲ τὰ μεγαλοπρεπῆ αὐτὰ
φυσικὰ φαινόμενα κρίνει καὶ τιμωρεῖ
ὁ Θεὸς τοὺς λαούς, ποὺ ἀπομακρύνονται
ἀπὸ αὐτόν. Ὅπως ἐπίσης
μὲ τὰ ἴδια αὐτὰ φυσικὰ
φαινόμενα δίδει τροφὴν εἰς πλῆθος
ἀνθρώπων. |
31
Εἶναι δὲ τόσον μεγάλα καὶ δυνατὰ τὰ
φαινόμενα τῆς βροχῆς καὶ τῆς θυέλλης,
ὥστε μὲ αὐτὰ ὁ Θεὸς θὰ
κατακρίνῃ καὶ θὰ τιμωρήσῃ τοὺς
μακρυνομένους ἀπὸ αὐτὸν λαούς,
θὰ δίδῃ δὲ τροφὴν εἰς ἰσχυρὸν
καὶ μέγαν ἀριθμὸν ἀνθρώπων.
|
32
Ἐπὶ χειρῶν ἐκάλυψε φῶς
καὶ ἐνετείλατο περὶ αὐτῆς
ἐν ἀπαντῶντι· |
32
Εἰς τὰ χέρια του κρύπτει τὸ
φῶς τῆς ἀστραπῆς καὶ τοῦ
κεραυνοῦ. Δίδει ἐντολὴν εἰς
τὴν νεφέλην πότε θὰ ἐκραγῇ
ὁ κεραυνὸς ἐναντίον ἐκείνου,
ποὺ ἐξεγείρεται κατὰ τοῦ Θεοῦ.
|
32
Εἰς χεῖρας του ἐκάλυψε τὸ φῶς
τοῦ κεραυνοῦ καὶ ἔδωκεν ἐντολὴν
εἰς τὴν νεφέλην, πότε θὰ ἐξαπολυθῇ
δι' αὐτῆς ὁ κεραυνὸς κατὰ τοῦ
συναντωμένου ἀντιπάλου. |
33
ἀναγγελεῖ περὶ αὐτοῦ φίλον
αὐτοῦ Κύριος, κτῆσις καὶ περὶ
ἀδικίας. |
33
Διὰ τοῦ φαινομένου αὐτοῦ εἰδοποιεῖ
καὶ προαναγγέλλει ὁ Κύριος εἰς
τὸν φίλον του περὶ τῆς προσεχοῦς
τιμωρίας τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος
ἀπέκτησεν ἀδίκως περιουσίαν.
|
33
Θὰ ἀναγγείλῃ περὶ τῆς ἐξαπολύσεως
τοῦ κεραυνοῦ ὁ Κύριος εἰς τὸν
φίλον αὐτοῦ, προφυλάσσων ἀπὸ τῆς
καταστροφῆς τὴν κτῆσιν αὐτοῦ
καὶ πληροφορῶν περὶ ἀδικίας διὰ
φθορᾶς τῶν ἀδίκως κτηθέντων. |