Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἀπὸ ταύτης ἐταράχθη ἡ
καρδία μου καὶ
ἀπερρύη ἐκ τοῦ τόπου
αὐτῆς. |
πὸ
τὴν καταιγίδα καὶ
τὴν ἀστραπὴν αὐτὴν ἐταράχθη
ἡ καρδία μου.
Σὰν νὰ ἔφυγε καὶ νὰ ἔπεσεν
ἔξω ἀπὸ τὸν τόπον της.
|
αὶ
ἀπὸ τῆς καταιγίδος ταύτης ἐταράχθη
ἡ καρδία μου καὶ ἔπεσεν ἔξω ἀπὸ
τὸν τόπον της. |
2
Ἄκουε ἀκοὴν
ἐν ὀργῇ
θυμοῦ Κυρίου,
καὶ μελέτη ἐκ στόματος αὐτοῦ
ἐξελεύσεται. |
2
Ἄκουε τὴν ἀπὸ τὴν ὀργὴν
καὶ τὸν θυμὸν τοῦ Κυρίου ἐκρηγνυμένην
βροντήν· αὐτὴ εἶναι φωνή,
ποὺ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ στόμα
τοῦ Κυρίου.
|
2
Ἄκουε τὸ ὠργισμένον ἄκουσμα τοῦ
θυμοῦ τοῦ Κυρίου καὶ τὴν βροντήν,
ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα του προκαλοῦσα
σκέψεις φόβου καὶ τρόμου. |
3
Ὑποκάτω παντὸς τοῦ οὐρανοῦ
ἡ ἀρχὴ αὐτοῦ, καὶ τὸ
φῶς αὐτοῦ ἐπὶ πτερύγων
τῆς γῆς. |
3
Κάτω ἀπὸ τὰ σύννεφα καὶ
εἰς ὅλον τὸ στερέωμα τῆς ἀτμοσφαίρας
ἐξαπολύεται ἡ ἀστραπή, ποὺ
μαρτυρεῖ τὴν δύναμίν του, καὶ
τὸ φῶς της ἀπλώνεται ἕως εἰς
τὰ ἄκρα τῆς γῆς.
|
3
Κάτω ἀπὸ τὰ σύννεφα καὶ τὸν
οὐρανὸν τῆς ἀτμοσφαίρας ἐξαπολύεται
ἡ ἀστραπή, ἡ ἐκδηλοῦσα τὴν
ἐξουσίαν καὶ δύναμιν Αὐτοῦ, καὶ
τὸ φῶς αὐτῆς ἐκτείνεται μέχρι
τῶν ἐσχάτων τῆς γῆς.
|
4
Ὀπίσω αὐτοῦ βοήσεται φωνή,
βροντήσει ἐν φωνῇ ὕβρεως αὐτοῦ,
καὶ οὐκ ἀνταλλάξει αὐτούς,
ὅτι ἀκούσει φωνὴν αὐτοῦ.
|
4
Μετὰ τὴν ἀστραπὴν θὰ ἐπακολουθήσῃ
ἡ φωνὴ τῆς βροντῆς. Θὰ βροντήσῃ
μὲ φωνὴν ὑπερήφανον καὶ μεγαλοπρεπῆ.
Δὲν θὰ ἀποτρέψῃ τοὺς κρότους
τῆς ἀστραπῆς, διότι θὰ ὑπακούσουν
εἰς τὴν ἰδικήν
του φωνήν. |
4
Ὀπίσω τῆς ἀστραπῆς, ἡ ὁποία
ἐμφαίνει τὴν κυριαρχίαν του, θὰ βροντήσῃ
διὰ φωνῆς, θὰ βροντήσῃ μὲ φωνὴν
ὑπερήφανον καὶ μεγαλοπρεπῆ. Καὶ δὲν
θὰ ἀποτρέψῃ τοὺς κρότους αὐτῆς,
διότι θὰ ὑπακούσουν εἰς τὴν φωνήν
του. |
5
Βροντήσει ὁ ἰσχυρὸς ἐν φωνῇ
αὐτοῦ θαυμάσια· ἐποίησε
γὰρ μεγάλα ἃ οὐκ ᾔδειμεν,
|
5
Θὰ βροντήσῃ ὁ Παντοδύναμος μὲ
τὴν βροντεράν του φωνὴν κατὰ τρόπον
θαυμαστόν, διότι αὐτὸς ἔκαμε
καὶ κάμνει μεγάλα ἔργα, τὰ ὁποῖα
ἡμεῖς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ
γνωρίσωμεν. |
5
Θὰ βροντήσῃ ὁ Ἰσχυρὸς Θεὸς
διὰ τῆς βροντώδους φωνῆς κατὰ τρόπον
θανμαστόν· διότι πάντοτε ἐποίησε καὶ
ποιεῖ μεγάλα καὶ θαυμαστά, τὰ ὁποῖα
ἡμεῖς δὲν γνωρίζομεν καὶ ἐν
πολλοῖς δὲν δυνάμεθα νὰ κατανοήσωμεν.
|
6
συντάσσων χιόνι· γίνου ἐπὶ
γῆς, καὶ χειμὼν ὑετός, καὶ
χειμὼν ὑετῶν δυναστείας αὐτοῦ.
|
6
Αὐτὸς διατάσσει
τὸ χιόνι καὶ τοῦ λέγει·
Πήγαινε, κατέβα εἰς τὴν γῆν!
Κατὰ διαταγὴν ἰδικήν του γίνεται
ἐπίσης ἡ χειμερινὴ
βροχή. Πίπτουν αἱ
ἄφθοναι βροχαὶ τοῦ
χειμῶνος. |
6
Διατάσσει εἰς τὴν χιόνα· <πήγαινε ἐπὶ
τῆς γῆς>. Καὶ γίνεται χειμών, βροχὴ
ἐλαφροτέρα καὶ χειμὼν μὲ δυνατὰς
βροχάς, προερχομένας ὅλας ἀπὸ τὴν
δύναμίν του. |
7
Ἐν χειρὶ παντὸς ἀνθρώπου κατασφραγίζει,
ἵνα γνῷ πᾶς ἄνθρωπος τὴν ἑαυτοῦ
ἀσθένειαν. |
7
Μὲ τὰ χιόνια ὅμως καὶ μὲ
τὶς βροχὲς δένει τὰ χέρια τῶν
ἀνθρώπων καὶ καταπαύουν αἱ γεωργικαὶ
ἐργασίαι, διὰ νὰ μάθῃ
ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀδυναμίαν του.
|
7
Καὶ μὲ τὴν πτῶσιν τῆς χιόνος
καὶ τὰς πολλὰς βροχὰς σφραγίζει καὶ
δένει τελείως τὰ χέρια παντὸς ἀνθρώπου καλλιεργοῦντος
τὴν γῆν, διὰ νὰ καταλάβῃ κάθε
ἄνθρωπος τὴν ἀσθένειαν καὶ ἀδυναμίαν
του, ἀφοῦ λόγῳ τοῦ καιροῦ δὲν
θὰ δύναται νὰ ἐργασθῇ.
|
8
Εἰσῆλθε δὲ θηρία ὑπὸ τὴν
σκέπην, ἡσύχασαν δὲ ἐπὶ
κοίτης. |
8
Καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ θηρία
εἰσέρχονται εἰς κάποιον
σκέπην, διὰ νὰ ἠσυχάσουν
εἰς τὰς φωλεάς των.
|
8
Λόγῳ δὲ τοῦ βαρέος χειμῶνος εἰσέρχονται
τὰ ἄγρια θηρία κάτω ἀπὸ τὰς
φωλεὰς τῶν διὰ νὰ εὔρουν σκέπην
εἰς αὐτάς, ἠσυχάζουν δὲ εἰς
τὸν τόπον αὐτόν, ποὺ κοιμώνται, ἕως
ὅτου κοπάσῃ ὁ χειμών.
|
9
Ἐκ ταμιείων ἐπέρχονται ὀδύναι,
ἀπὸ δὲ ἀκρωτηρίων ψῦχος,
|
9
Ἀπὸ τὰ ἀποταμιευμένα ὕδατα
ἐπάνω εἰς τὰ νέφη τοῦ
οὐρανοῦ ἐπέρχονται μεγάλαι
καταστροφαὶ καὶ ὀδύνες ἐξ
αἰτίας αὐτῶν. Ἀπὸ τὰ
ἄκρα δὲ τοῦ βορρᾶ προέρχεται
τὸ ψῦχος. |
9
Ἀπὸ ἐκεῖ, ὅπου ἔχουν ἀποταμιευθῆ,
οἱονεὶ ἐν ἐπιφυλακῇ ἠρέμῳ,
ἐπέρχονται λαίλαπες, αἱ ὁποῖαι προκαλοῦν
μεγάλος καταστροφὰς καὶ ὀδύνας, ἀπὸ
δὲ τὰς ἐσχατιὰς τοῦ βορρᾶ
προκαλεῖται ψῦχος. |
10
καὶ ἀπὸ πνοῆς ἰσχυροῦ
δώσει πάγος, οἰακίζει δὲ τὸ
ὕδωρ ὡς ἐὰν βούληται·
|
10
Μὲ τὴν παγωμένην πνοὴν τοῦ ἰσχυροῦ
βορρᾶ δημιουργεῖ τὴν παγωνιά, στρέφει
καὶ καθοδηγεῖ τὸ νερό, ὅπου
καὶ ὅπως οὗτος θέλει.
|
10
Καὶ ἀπὸ τοὺς ψυχροὺς ἀνέμους,
οἵτινες ἐπέρχονται ὡς πνοὴ τοῦ
Ἰσχυροῦ, δίδεται πάγος· τὸ ὕδωρ
δὲ ἐκχύνεται ἄφθονον, ὥστε νὰ
κυβερνᾷ ἐν αὐτῷ πλοῖον, ὅπως
ἀρέσκεται καὶ θέλει. |
11
καὶ ἐκλεκτὸν καταπλάσσει νεφέλη,
διασκορπιεῖ νέφος φῶς αὐτοῦ.
|
11
Μὲ τὸ ἐκλεκτὸν ἀγαθόν,
μὲ τὸ νερό, καταρτίζει καὶ συγκροτεῖ
τὴν νεφέλην, ἡ ὁποία, πρὶν
διαλυθῇ εἰς βροχήν, διασκορπίζει τὸ
φῶς τῶν ἀστραπῶν της.
|
11
Καὶ ἐκ τῶν συμπυκνουμένων ἐν αὐτὴ
ἀτμῶν ἡ νεφέλη παρασκευάζει ἐκλεκτὸν
ἀγαθὸν τῆς βροχῆς, τὸ δὲ
νέφος, πρὶν ἢ διαλυθῇ εἰς βροχήν,
θὰ διασκορπίσῃ τὸ φῶς τῶν ἀστραπῶν
του. |
12
Καὶ αὐτὸς κυκλώματα διαστρέψει,
ἐν θεεβουλαθὼθ εἰς ἔργα αὐτῶν.
Πάντα ὅσα ἐν ἐντείληται αὐτοῖς,
ταῦτα συντέτακται παρ' αὐτοῦ ἐπὶ
τῆς γῆς, |
12
Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς
πηδαλιουχεῖ καὶ κατευθύνει ἀπὸ
ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ
τὰ περιδινούμενα νέφη, ὥστε αὐτὰ
νὰ ἐξυπηρετοῦν εἰς τὰ ἔργα
τῶν ἀνθρώπων. Ὅλα ὅσα διατάξῃ
εἰς αὐτά, πραγματοποιοῦνται. Ἐκτελοῦνται
ὅλαι αἱ διαταγαί
του ἐπὶ τῆς γῆς,
|
12
Καὶ Αὐτὸς θὰ στριφογυρίσῃ τὰ
κυκλικῶς ἐδῶ καὶ ἐκεῖ
περιφερόμενα νέφη, καὶ κυβερνᾷ καὶ κατευθύνει
αὐτὰ εἰς τὰ ἔργα των, ἤτοι
εἰς τὸ νὰ ρίψουν τὴν βροχήν
των ὅπου πρέπει· ὅλα, ὅσα θὰ
παραγγείλῃ εἰς αὐτά, ταῦτα ἔχουν
ἀπὸ Αὐτὸν τακτοποιηθῆ καὶ
ὁρισθῇ νὰ γίνουν μὲ τάξιν ἐπὶ
τῆς γῆς· |
13
ἐὰν εἰς παιδείαν, ἐὰν
εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ, ἐὰν
εἰς ἔλεος εὑρήσει αὐτόν.
|
13
εἴτε πρὸς παιδαγωγικὴν
τιμωρίαν τοῦ ἀνθρώπου
εἴτε πρὸς καρποφορίαν
τῆς γῆς, ὅταν εὑρίσκῃ
τὸν ἄνθρωπον ἄξιον τοῦ ἐλέους
του. |
13
ἐὰν θὰ εὕρῃ δίκαιον καὶ
ὠφέλιμον ὁ Θεὸς νὰ πέσῃ ἡ
βροχὴ πρὸς παιδαγωγίαν τῶν ἀνθρώπων,
ἐὰν θὰ εὕρῃ νὰ πέσῃ
εἰς τὴν γῆν τῆς Παλαιστίνης, ἡ
ὁποία θεωρεῖται ὡς ἰδιαιτέρως ἰδική
του, ἢ ἐὰν διὰ νὰ ἐλεήσῃ
καὶ εὐεργετήσῃ τοὺς ἀνθρώπους.
|
14
Ἐνωτίζου ταῦτα, Ἰώβ· στῆθι
νουθετούμενος δύναμιν Κυρίου.
|
14
Ἄκουε αὐτὰ μετὰ προσοχὴς Ἰώβ.
Στάσου νὰ δεχθῇς συμβουλὰς καὶ
νουθεσίας διὰ τὴν δύναμιν τοῦ
Κυρίου. |
14
Βάλε τα εἰς τὰ αὐτιά σου, Ἰώβ·
στάσου καὶ σκέφθητι αὐτὰ διδασκόμενος καὶ
μανθάνων ἐκ τούτων τὴν δύναμιν τοῦ Κυρίου.
|
15
Οἴδαμεν ὅτι ὁ Θεὸς ἔθετο ἔργα
αὐτοῦ φῶς ποιήσας ἐκ σκότους.
|
15
Γνωρίζομεν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐπραγματοποίησε
ὅλα τὰ ἔργα του μὲ τάξιν καὶ
σοφίαν, ὅπως π. χ. νὰ ἀναλάμπῃ
φῶς ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ νέφη.
|
15
Γνωρίζομεν, ὅτι ὁ Θεὸς ἐτακτοποίησε
καὶ καθώρισε τὰ ἔργα του, ποιήσας
φῶς ἀστραπῆς ἀπὸ νεφέλην πυκνὴν
καὶ σκοτεινήν. |
16
Ἐπίσταται δὲ διάκρισιν νεφῶν,
ἐξαίσια δὲ πτώματα πονηρῶν.
|
16
Αὐτὸς γνωρίζει νὰ διαλύῃ
τὰ νέφη εἰς καταστρεπτικὰς βροχοπτώσεις
πρὸς τιμωρίαν τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων.
|
16
Γνωρίζει δὲ Αὐτὸς τὴν διάλυσιν τῶν
νεφῶν εἰς βροχήν, νὰ πίπτουν δὲ αἱ
βροχαὶ καταστρεπτικοὶ καὶ χειμαρρώδεις εἰς
τιμωρίαν τῶν πονηρῶν. |
17
Σοῦ δὲ ἡ στολὴ θερμή, ἡσυχάζεται
δὲ ἐπὶ τῆς γῆς. |
17
Τὰ ἐνδύματά σου γίνονται θερμά,
ὅταν πνέῃ θερμὸς ἄνεμος ἢ
ὅταν ἑπικρατῇ ἡσυχία ἐπάνω
εἰς τὴν γῆν.
|
17
Σοῦ δὲ τὰ ἐνδύματα γίνονται ζεστά,
ὅταν πνέῃ θερμὸς ἄνεμος καὶ
γίνεται ἡσυχία ἐπὶ τῆς γῆς.
|
18
Στερεώσεις μετ' αὐτοῦ εἰς παλαιώμτα,
ἰσχυραὶ ὡς ὅρασις ἐπιχύσεως.
|
18
Ἀκλόνητα θεμέλια αὐτὸς πραγματοποιεῖ,
ὥστε νὰ παραμένουν ἀδιάσειστα,
καίτοι παλαιωμένα, ἰσχυρά, ὅπως
οἱ χυτοὶ χάλκινοι καθρέπται.
|
18
Αἱ στερεώσεις τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ
ἀπὸ αἰώνων ἐδημιουργήθη καὶ
εἶναι πολὺ παλαιός, ἔγιναν ἀπὸ
Αὐτόν, καὶ εἶναι ἰσχυραὶ σὰν
τὸ κάτοπτρον, τὸ ὁποῖον ἐξυπηρετεῖ
τὴν δρᾶσιν καὶ τὸ ὁποῖον
ἔγινε δι’ ἐπιχύσεως λειωμένου μετάλλου.
|
19
Διατί; Δίδαξόν με, τί ἐροῦμεν
αὐτῷ· καὶ παυσώμεθα πολλὰ
λέγοντες. |
19
Πῶς καὶ διατὶ συμβαίνουν ὅλα
αὐτά; Θὰ ἐρωτήσῃ κανείς.
Δίδαξέ με σύ, ὦ Ἰώβ, τί
θὰ ἀπαντήσωμεν εἰς αὐτόν.
Καὶ ἔτσι θὰ παύσωμεν νὰ λέγωμεν
πολλὰ ἐκτεινόμενοι καὶ εἰς ἄλλα
φυσικὰ φαινόμενα.
|
19
<Πῶς καὶ διατὶ συμβαίνουν ταῦτα;>
Θὰ ἠρώτα κάποιος ἐξ ὀνόματος τοῦ
Θεοῦ. Δίδαξέ με σύ, ὦ Ἰώβ, τί
θὰ ἀπαντήσωμεν εἰς αὐτόν. Καὶ
περιοριζόμενοι εἰς τὸ φαινόμενον τῆς
βροχῆς ἂς παύσωμεν νὰ λέγωμεν πολλά, ἐπεκτεινόμενοι
καὶ εἰς ἄλλα φυσικὰ φαινόμενα.
|
20
Μὴ βίβλος ἢ γραμματεύς μοι παρέστηκεν,
ἵνα ἄνθρωπον ἐστηκὼς κατασιωπήσω;
|
20
Μήπως καὶ ἔχω ἐνώπιόν
μου κανένα βιβλίον ἢ κάποιον γραμματέα,
διὰ νὰ μᾶς ἐξηγήσῃ αὐτὰ
καὶ ἔτσι ἐγὼ σιωπῶν νὰ
ἀποστομώσω οἰονδήποτε συζητητήν;
|
20
Μήπως ὑπάρχει ἐδῶ βιβλίον τι διαφωτιστικὸν
ἢ μήπως παραστέκει κοντά μου γραμματεὺς καὶ
σοφὸς νὰ μᾶς ἐξηγήσῃ ταῦτα;
Δὲν ὑπάρχει. Συνεπῶς στεκόμενος ἄφωνος
ὡς ἀγνοῶν θὰ κατανικήσω διὰ
τῆς σιωπῆς μου οἰονδήποτε, ποὺ
θὰ ἀπεπειρᾶτο νὰ ὁμιλήσῃ.
|
21
Πᾶσι δὲ οὐχ ὁρατὸν τὸ
φῶς, τηλαυγὲς ἐστιν ἐν τοῖς
παλαιώμασιν, ὥσπερ τὸ παρ' αὐτοῦ
ἐπὶ νεφῶν; |
21
Εἰς ὅλους δὲν εἶναι ὁρατὸν
τὰ αἰσθητὸν φῶς, ποὺ λάμπει
ἀπὸ μακρὰν καὶ εἰς μακρὰν
ἔκτασιν ἐπάνω εἰς τὸν οὐρανόν,
τὸν στερεωμένον ἀπὸ παλαιότατα
χρόνια, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸ
φῶς τῆς ἀστραπῆς, ποὺ κρύπτεται
μέσα εἰς τὰ νέφη καὶ τὸ
ὁποῖον προέρχεται ἀπὸ τὸν
Θεόν; |
21
Εἰς ὅλους δὲ πολλάκις δὲν εἶναι
ὁρατὸν τὸ αἰσθητὸν φῶς,
ποὺ λάμπει μακρὰν ἐν τῷ παλαιόθεν
ἐστερεωμένῳ οὐρανῷ, ὅπως
καὶ τὸ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐξαπολυόμενον
φῶς τῆς ἀστραπῆς, ποὺ κρύπτεται
εἰς τὰ νέφη. Πῶς λοιπὸν ἀξιοῦμεν
νὰ εἰσδύσωμεν εἰς τὸ ἀπλησίαστον
φῶς, εἰς τὸ ὁποῖον κατοικεῖ
ὁ Θεός; |
22
Ἀπὸ βορρᾶ νέφη χρυσαυγοῦντα·
ἐπὶ τούτοις μεγάλη ἡ δόξα
καὶ τιμὴ Παντοκράτορος. |
22
Ἀπὸ τὰ μέρη τοῦ βορρᾶ
ἀνυψώνονται εἰς τὸν οὐρανὸν
σύννεφα, ποὺ λάμπουν σὰν τὸ
χρυσάφι. Ἀσυγκρίτως ὅμως περισσότερον
ἀπὸ αὐτὰ λάμπει ἡ μεγάλη
δόξα καὶ ἡ μεγαλοπρέπεια τοῦ
παντοκράτορος Θεοῦ.
|
22
Ἀπὸ τὰ βόρεια μέρη ὑψοῦνται
εἰς τὸν οὐρανὸν σύννεφα, ποὺ
λάμπουν μακρὰν σὰν χρυσᾶ· ἀσυγκρίτως
περισσότερον ἀπὸ αὐτὰ λάμπει μεγάλη
ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ τοῦ Παντοκράτορος
Θεοῦ. |
23
Καὶ οὐχ εὐρίσκομεν ἄλλον ὅμοιον
τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ· ὁ
τὰ δίκαια κρίνων, οὐκ οἴει ἐπακούειν
αὐτόν; |
23
Καὶ δὲν εὑρίσκομεν ἄλλον, οὔτε
εἰς τὸν οὐρανὸν οὔτε εἰς
τὴν γῆν, ὅμοιον μὲ αὐτὸν
κατὰ τὴν δύναμιν. Αὐτός, λοιπόν,
ποὺ κρίνει δικαίως καὶ ἀποδίδει
τὸ δίκαιον, δὲν νομίζεις, ὅτι
ἀκούει καὶ κάνει δεκτὴν τὴν
δέησιν τῶν ἀδικουμένων, οἱ ὁποῖοι
κράζουν πρὸς αὐτόν;
|
23
Καὶ δὲν εὑρίσκομεν ἄλλον ὅμοιον
πρὸς Αὐτὸν κατὰ τὴν δύναμιν.
Αὐτός, ποὺ κρίνει καὶ ἀποδίδει τὰ
δίκαια, δὲν νομίζεις ὅτι ἐπακούει τοὺς
κράζοντας πρὸς αὐτὸν ἀδικουμένους;
|
24
Διὸ φοβηθήσονται αὐτὸν οἱ ἄνθρωποι,
φοβηθήσονται δὲ αὐτὸν καὶ οἱ
σοφοὶ καρδίᾳ. |
24
Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς αὐτὸν
θὰ φοβηθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι,
ἰδιαιτέρως δὲ θὰ εὐλαβηθοῦν
καὶ θὰ φοβηθοῦν αὐτὸν οἱ
σοφοὶ κατὰ τὴν καρδίαν>.
|
24
Διὰ τοῦτο θὰ φοβηθοῦν Αὐτὸν
οἱ ἄνθρωποι, εἴτε ἀναγνωρίζοντες οἱ
καλοπροαίρετοι ἐξ αὐτῶν τὸ μεγαλεῖον
του εἴτε ἀντικρύζοντες τὴν τρομερὰν
ὀργήν του. Θὰ φοβηθοὑν δὲ Αὐτὸν
καὶ οἱ ἀληθῶς σοφοί, οἱ ἔχοντες
τὴν καρδίαν φωτισμένην ἀπὸ τὸν πρὸς
Αὐτὸν φόβον>. |