Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αὶ
ἀπεκρίθη Κύριος ὁ Θεὸς τῷ
Ἰὼβ καὶ εἶπε· |
πηυθύνθη
ἀκόμη ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ
νέφος πρὸς τὸν σιωπῶντα Ἰὼβ
καὶ εἶπε·
|
αὶ
ἀπεκρίθη Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς τὸν
Ἰὼβ σιωπῶντα καὶ εἶπε:
|
2
μὴ κρίσιν μετὰ ἱκανοῦ ἐκκλινεῖ,
ἐλέγχων δὲ Θεὸν ἀποκριθήσεται
αὐτήν; |
2
<μήπως καὶ θὰ ἠμπορέσῃ
κανεὶς νὰ ἀποφύγῃ νὰ κριθῇ
μὲ ἐμὲ τὸν παντοδύναμον; Ὅταν
δὲ ἐκφράζῃ παράπονα καὶ
ἐλέγχους πρὸς τὸν Θεόν, ἠμπορεῖ
νὰ ἀποκριθῇ διὰ τὴν ἐπίκρισίν
του αὐτήν;>.
|
2
<Σιωπᾷς τώρα. Ἀλλὰ ποῖος θὰ
ἠμπορέσῃ νὰ ἀποφύγῃ, ὅπως
κριθῇ μετ’ ἐμοῦ του δυνατοῦ; Ὅταν
δὲ ἐλέγχῃ τὸν Θεόν, ὀφείλει
νὰ ἀποκριθῇ διὰ τὴν ἐπίκρισίν
του ταύτην>. |
3
Ὑπολαβὼν δὲ Ἰὼβ λέγει
τῷ Κυρίῳ· |
3
Ἀπαντῶν εὐλαβως ὁ Ἰὼβ
εἶπε πρὸς τὸν Κύριον·
|
3
Λαβῶν δὲ τὸν λόγον ὁ Ἰὼβ
εἶπε πρὸς τὸν Κύριον:
|
4
τί ἔτι ἐγὼ κρίνομαι, νουθετούμενος
καὶ ἐλέγχων Κύριον, ἀκούων
τοιαῦτα οὐθὲν ὤν; Ἐγὼ
δὲ τίνα ἀπόκρισιν δῶ πρὸς
ταῦτα; Χεῖρα θήσω ἐπὶ στόματί
μου· |
4
<πρὸς τί ἐγὼ καί τώρα,
ποὺ νουθετοῦμαι ἀπὸ τὸν Κύριον,
νὰ παραπονεθῶ συμβουλεύων καὶ ἐλέγχων
τὸν Κύριον ἐγώ, ὁ ὁποῖος
δὲν εἶμαι τίποτε; Ποίαν δὲ ἀπάντησιν
θὰ δώσω ἐγὼ εἰς αὐτά;
Θὰ βάλω τὸ χέρι μου εἰς τὸ
στόμα μου, διὰ νὰ τὸ κλείσω
καὶ νὰ σιωπήσω πλέον.
|
4
<Τί νὰ ἀποκριθῶ καὶ τώρα
ἀκόμη, ὁπότε ἀκούω τοὺς τόσον
σοφοὺς καὶ ἀποστομωτικοὺς λόγους;
Νὰ παραπονεθῶ συμβουλεύων τὰ πρέποντα καὶ
ἐλέγχων τὸν Κύριον ἐγώ, ποὺ δὲν
εἶμαι τίποτε; Ποίαν δὲ ἀπάντησιν νὰ
δώσω ἐγὼ εἰς αὐτά; Θὰ θέσω τὴν
χεῖρα μου εἰς τὸ στόμα μου καὶ θὰ
μείνω ἀμίλητος καὶ βουβός. |
5
ἅπαξ λελάληκα, ἐπὶ δὲ τῷ
δευτέρῳ οὐ προσβήσω. |
5
Μιὰ φορὰ ὡμίλησα κατὰ ἀνόητον
τρόπον· δὲν πρέπει καὶ δευτέραν
φορὰν κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον
νὰ ὁμιλήσω>. |
5
Μιὰ φορὰ ἔκαμα τὸ λάθος νὰ ὁμιλήσω,
ὅπως ὡμίλησα. Ἐὰν ὅμως πρόκειται
καὶ δευτέραν φορὰν νὰ ὁμιλήσω, δὲν
θὰ τολμήσω νὰ εἴπω πάλιν τὰ αὐτά>.
|
6
Ἔτι δὲ ὑπολαβὼν ὁ Κύριος
εἶπε τῷ Ἰὼβ ἐκ τοῦ νέφους·
|
6
Λαβὼν πάλιν ὁ Κύριος τὸν λόγον
εἶπε πρὸς τὸν Ἰὼβ ἀπὸ
τὸ νέφος·
|
6
Λαβῶν δὲ πάλιν τὸν λόγον ὁ Κύριος
εἶπεν εἰς τὸν Ἰὼβ ἀπὸ
τὸ σύννεφον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον
τοῦ ὡμίλει: |
7
μή, ἀλλὰ ζῶσαι ὥσπερ ἀνὴρ
τὴν ὀσφύν σου, ἐρωτήσω δὲ
σέ, σὺ δέ μοι ἀπόκριναι·
|
7
<μὴ σταματᾷς τὴν συζήτησιν, ἀλλὰ
ζῶσε ὡς ἀνδρεῖος ἀνὴρ
τὴν ὀσφύν σου, διότι ἐγὼ
θὰ σὲ ἐρωτήσω, σὺ δέ,
ἐὰν ἠμπορῇς ἀπάντησέ
μου. |
7
<Μὴ φύγῃς· ἀλλὰ ζῶσε
σὰν ἄνδρας τὴν ὀσφύν σου ἐτοιμαζόμενος
πρὸς σπουδαῖον ἔργον, θὰ σὲ
ἐρωτήσω δὲ ἐγώ, σὺ δὲ δίδε μου
ἀπόκρισιν. |
8
μὴ ἀποποιοῦ μου τὸ κρῖμα, Οἴει
δέ με ἄλλως σοι κεχρηματικέναι ἢ ἵνα
ἀναφανῇς δίκαιος; |
8
Μὴ ἀρνεῖσαι καὶ δὲν ἠμπορεῖς
νὰ ἀρνηθῇς τὴν δικαίαν ἀπόφασίν
μου καὶ ἐνέργειαν σχετικῶς πρὸς
σέ. Νομίζεις ὅτι δι' ἄλλον λόγον
ἐνήργησα ἐγὼ διὰ σέ, εἰ
μὴ μόνον διὰ νὰ ἀναδειχθῇς
δίκαιος; |
8
Μὴ ἀρνῆσαι τὴν δικαίαν μου κρίσιν
καὶ ἐνέργειαν· νομίζεις δέ, ὅτι πρὸς
ἄλλον σκοπὸν ἐνήργησα διὰ σὲ
παρὰ διὰ νὰ ἀναδειχθῇς δίκαιος;
|
9
Ἦ βραχίων σοί ἐστι κατὰ τοῦ
Κυρίου, ἢ φωνῇ κατ' αὐτὸν βροντᾷς;
|
9
Μήπως ὁ ἰδικός σου βραχίων εἶναι
τόσον ἰσχυρός, ὥστε νὰ ὑψωθῇ
καὶ νὰ συγκριθῇ μὲ τὸν παντοδύναμον
βραχίονα τοῦ Κυρίου; Ἢ ἡ φωνή
σου ὁμοιάζει μὲ τὴν φωνήν του,
ἡ ὁποία εἶναι ὡς ἡ βροντή;
|
9 Ἢ ὑπάρχει εἰς
σὲ βραχίων δυνάμεως, ποὺ νὰ δύναται νὰ
συγκριθῇ πρὸς τὸν βραχίονα τοῦ Κυρίου,
ἢ μὲ τὴν φωνήν σου βροντᾷς καὶ
σὺ ἐνώπιον αὐτοῦ;
|
10
Ἀνάλαβε δή ὕψος καὶ δύναμιν,
δόξαν δὲ καὶ τιμὴν ἀμφίασαι.
|
10
Σήκωσε, λοιπόν, τὸ ἀνάστημά
σου, πάρε ἐπάνω σου τὴν δύναμίν
σου, ἐνδύσου δόξαν καὶ τιμήν,
|
10
Πάρε λοιπὸν ἐπάνω σου, ἂν ἔχῃς
τόσον βραχίονα καὶ τόσην φωνήν, ὕψος καὶ
δύναμιν, ἐνδύθητι δὲ δόξαν καὶ τιμήν.
|
11
Ἀπόστειλον δὲ ἀγγέλους ὀργῇ,
πάντα δὲ ὑβριστὴν ταπείνωσον·
|
11
στεῖλε, ἂν ἠμπορῇς, τοὺς ἀγγέλους
σου μὲ ἐντολὴν καὶ ὀργήν,
ταπείνωσε δὲ κάθε ἀλαζόνα καὶ
ἀσεβῆ. |
11
Ἀπόστειλον δὲ ἀγγέλους μὲ ὁρμὴν
καὶ ἀκατάσχετον δραστικότητα, ταπείνωσε δὲ
κάθε ἀλαζόνα καὶ βλάσφημον.
|
12
ὑπερήφανον δὲ σβέσον, σῆψον
δὲ ἀσεβεῖς παραχρῆμα,
|
12
Σβῆσε καὶ ἐξάλειψε ἀπὸ
προσώπου τῆς γῆς κάθε ὑπερήφανον.
Φέρε ἀμέσως σήψιν καὶ ἀποσύνθεσιν
εἰς τοὺς ἀσεβεῖς.
|
12
Ἐξάλειψε δὲ καὶ σβῆσε κάθε ὑπερήφανον,
φέρε δὲ αὐτοστιγμεῖ τὴν σαπίλαν καὶ
διάλυσιν εἰς τοὺς ἀσεβεῖς.
|
13
κρύψον δὲ εἰς γῆν ὁμοθυμαδόν,
τὰ δὲ πρόσωπα αὐτῶν ἀτιμίας
ἐμπλῆσον· |
13
Θάψε τους καὶ κρύψε τους ὅλους μαζῆ
εἰς τὴν γῆν, τὰ δὲ πρόσωπά
των γέμισέ τα ἀπὸ καταισχύνην
καὶ ἐξευτελισμόν.
|
13
Θάψε τους δὲ εἰς τὴν γῆν ὅλους
μαζί, τὰ δὲ πρόσωπά των γέμισέ τα
ἀπὸ ἀτιμίαν καὶ καταισχύνην.
|
14
ὁμολογήσω ὅτι δύναται ἡ δεξιά
σου σῶσαι. |
14
Τότε θὰ διακηρύξω καὶ ἐγώ,
ὅτι ἡ δεξιά σου δύναται νὰ σὲ
σώσῃ ἀπὸ κινδύνους.
|
14
Τότε θὰ ὁμολογήσω, ὅτι ἔχει τὴν
δύναμιν ἡ δεξιά σου νὰ σοῦ ἐξασφαλίσῃ
τὴν σωτηρίαν καὶ τὸν θρίαμβον.
|
15
Ἀλλὰ δὴ ἰδοὺ θηρία πάρα
σοί, χόρτον ἴσα βουσὶν ἐσθίουσιν.
|
15
Ἰδοὺ ὅμως ὅτι θηρία μεγάλα
πλησίον σου τρώγουν τὸν χόρτον ὡσὰν
βόϊδια.
|
15
Ἀλλ' ἰδοὺ λοιπὸν πλησίον σου δημιουργηθὲν
μετὰ σοῦ ἐν ἐκ τῶν θηρίων μεγάλης
δυνάμεως, ὁ ἱπποπόταμος, ποὺ τρώγει χόρτον
ὅσον καὶ τὰ βόδια. |
16
Ἰδοὺ δὴ ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ
ἐπ' ὀσφύϊ, ἡ δὲ δύναμις
αὐτοῦ ἐπ' ὀμφαλοῦ γαστρός·
|
16
Ἰδοὺ εἰς ἕνα ἀπὸ αὐτά,
εἰς τὸν ἱπποπόταμον, ἡ δύναμίς
του εὑρίσκεται εἰς τὴν ὀσφύν
του καὶ τὴν καθιστᾷ ἰσχυρὰν
καὶ ἀλύγιστον. Μάλιστα δὲ ἡ
δύναμίς του εἶναι εἰς τὸν ὀμφαλὸν
τῆς κοιλίας του.
|
16
Ἰδοὺ λοιπὸν ἡ δύναμίς του ὑπάρχει
εἰς τὴν ὀσφὺν καὶ τὸν
κάνει ἀλύγιστον, εἶναι δὲ ἀκόμη
ἡ δύναμίς του εἰς τοὺς μῦς καὶ
τὸν ὀμφαλὸν τῆς κοιλίας του.
|
17
ἔστησεν οὐρὰν ὡς κυπάρισσον,
τὰ δὲ νεῦρα αὐτοῦ συμπέπλεκται·
|
17
Ὑψώνει τὴν οὐράν του, ποὺ
εἶναι ὑψηλὴ καὶ εὐθεῖα
ὅπως τὸ κυπαρίσσι. Τὰ νεῦρα
του συμπλέκονται μεταξύ των.
|
17
Στήνει τὴν οὐράν του σὰν κυπαρίσσι, τὰ
νεῦρα δὲ τῶν μηρῶν του εἶναι
συμπλεγμένα καὶ σφιγμένα. |
18
αἱ πλευραὶ αὐτοῦ πλευραὶ χάλκειαι,
ἡ δὲ ράχις αὐτοῦ σίδηρος
χυτός. |
18
Τὰ πλευρά του εἶναι ἰσχυρὰ ὡσὰν
χαλκὸς καὶ ἡ ράχις του εἶναι
ὡσὰν χυτὸς σίδηρος.
|
18
Αἱ πλευραί του εἶναι πλευραὶ χάλκιναι,
ἡ ράχις του δὲ εἶναι σκληρὰ σὰν
σίδηρος σφυρηλατημένος. |
19
Τοῦτ' ἔστιν ἀρχὴ πλάσματος Κυρίου,
πεποιημένον ἐγκαταπαίζεσθαι ὑπὸ
τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ.
|
19
Τὸ θηρίον δηλαδὴ αὐτό, ὁ
ἱπποπόταμος, εἶναι θαυμαστὸν πλάσμα
τοῦ Κυρίου. Δημιούργημα τόσον ἰσχυρόν,
ὥστε μόνον ὑπὸ τῶν ἀγγέλων
τοῦ Θεοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ περιπαίζεται.
|
19
Μὲ ἄλλα λόγια ὁ ἱπποπόταμος εἶναι
ἐκλεκτὸν καὶ θαυμαστὸν πλάσμα τοῦ
Κυρίου, φτιασμένον νὰ περιγελᾶται καὶ νὰ
περιπαίζεται ἀπὸ τοὺς ἀσυγκρίτως δυνατωτέρους
του ἀγγέλους τοῦ Κυρίου. |
20
Ἐπελθὼν δὲ ἐπ' ὅρος ἀκρότομον
ἐποίησε χαρμονὴν τετράποσιν ἐν
τῷ ταρτάρω. |
20
Ὅταν διὰ τὴν ἀνεύρεσιν τῆς
τροφῆς του ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν
ποταμὸν καὶ ἀνέρχεται εἰς ἀπόκρημνον
λόφον, ποὺ ἔχει χλόην, προκαλεῖ
χαρὰν εἰς τὰ τετράποδα, τὰ ὁποῖα
εὑρίσκονται κάτω εἰς τὴν πεδιάδα.
|
20
Ὅταν δὲ ἐλλείψει τροφῆς εἰς
τὴν πεδιάδα ἀναγκάζεται νὰ ἀνέλθῃ
ἐπὶ ὄρους ἀποτόμου διὰ νὰ
χορτασθῇ ἀπὸ τὴν ἐκεῖ
φυομένην χλόην, κατερχόμενος εἶτα εἰς τὴν
πεδιάδα προκαλεῖ χαρὰν εἰς τὰ ἐκεῖ
εὑρισκόμενα κτήνη. |
21
Ὑπὸ παντοδαπὰ δένδρα κοιμᾶται,
παρὰ πάπυρον καὶ κάλαμον καὶ
βούτομον. |
21
Κοιμᾶται κάτω ἀπὸ διάφορα δένδρα,
πλησίον εἰς τὸ παπύρι, εἰς τὰ
καλάμια καὶ εἰς τὰ ψαθιά.
|
21
Κάτω ἀπὸ παντὸς εἴδους δένδρα κοιμᾶται,
πλησίον παπύρου καὶ καλάμης καὶ λιμναίων φυτῶν.
|
22
Σκιάζονται δὲ ἐν αὐτῷ δένδρα
μεγάλα σὺν ραδάμνοις καὶ κλῶνες
ἀγροῦ. |
22
Ρίπτουν ἐπάνω εἰς αὐτὸν
τὴν σκιὰν των δένδρα μεγάλα καὶ
τρυφερὰ βλαστάρια καὶ κλώνοι, ποὺ
ὑψώνονται εἰς τοὺς ἀγρούς.
|
22
Ρίπτουν δὲ τὴν σκιάν τους εἰς
αὐτὸν δένδρα μεγάλα μαζὶ μὲ κλάδους
τρυφεροὺς καὶ κλώνους τοῦ ἀγροῦ.
|
23
Ἐὰν γένηται πλήμμυρα, οὐ μὴ
αἰσθηθῇ· πέποιθεν
ὅτι προσκρούσει ὁ Ἰορδάνης
εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ. |
23
Ἐὰν πλημμυρίσῃ ὁ ποταμός,
αὐτὸς δὲν θὰ αἰσθανθῇ
τίποτε. Ἔχει πεποίθησιν εἰς τὴν
δύναμίν του καὶ ὅταν ἀκόμα
προσκρούσῃ εἰς τὸ στόμα του
ὁ Ἰορδάνης ποταμός.
|
23
Ἐὰν γίνῃ πλημμύρα, δὲν θὰ τὴν
αἰσθανθῇ οὔτε θὰ ἐνοχληθῇ
ἀπὸ αὐτήν· διατηρεῖ τὸ
θάρρος καὶ τὴν αὐτοπεποίθησίν του, καὶ
ὅταν ἀκόμη ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς
πέσῃ μὲ ὁρμὴν εἰς τὸ στόμα
του μὲ κίνδυνον νὰ τὸν πνίξῃ.
|
24
Ἐν τῷ ὀφθαλμῷ αὐτοῦ δέξεται
αὐτόν, ἐνσκολιευόμενος τρήσει
ρῖνα. |
24
Ἐὰν ἠμπορῇ κανείς, ἂς
τὸν συλλάβῃ φανερὰ ἐνεργῶν.
Ἢ ἂς διατρυπήσῃ, ἂν ἠμπορῇ,
τὸ ρύγχος του χρησιμοποιῶν πρὸς τοῦτο
παγιδευτικὰ μέσα.
|
24
Ὅποιος μπορεῖ, ἂς τὸν συλλάβῃ
ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του ἀποπειρώμενος
τὴν σύλληψιν κατ’ εὐθεῖαν καὶ διὰ
φανερὰς ἐνεργείας, ἂς διατρυπήσῃ δὲ
τὴν μύτην του, ἔστω καὶ μὲ παγιδευτικὰ
καὶ σκολιὰ μέσα. |
25
Ἄξεις δὲ δράκοντα ἐν ἀγγίστρῳ,
περιθήσεις δὲ φορβαίαν περὶ ρῖνα
αὐτοῦ; |
25
Ἠμπορεῖς σὺ νὰ συλλάβῃς
τὸν δράκοντα τὸν μεγάλον, τὸν
κροκόδειλον, μὲ ἄγκιστρον, νὰ βάλῃς
δὲ γύρω ἀπὸ τὸ ρύγχος
του χαλινάρι; |
25
Θὰ ἑλκύσῃς δὲ τὸν κροκόδειλον
μὲ ἄγκιστρον, θὰ βάλῃς δὲ γύρω
ἀπὸ τὴν μύτην του καπίστριον;
|
26
εἰ δήσεις κρίκον ἐν τῷ μυκτῆρι
αὐτοῦ, ψελλίῳ δὲ τρυπήσεις
τὸ χεῖλος αὐτοῦ; |
26
Μήπως καὶ ἠμπορεῖς νὰ δέσῃς
κρῖκον εἰς τοὺς ρώθωνάς του,
νὰ τρυπήσῃς δὲ τὸ χεῖλος
του καὶ νὰ τοῦ περάσῃς χαλκᾶν;
|
26
Ἢ μήπως θὰ προσδέσῃς κρίκον εἰς τὸν
μυκτῆρα του, θὰ τρυπήσῃς δὲ μὲ
μεταλλίνην χαλκάδα τὸ χεῖλος του;
|
27
Λαλήσει δέ σοι δεήσει, ἱκετηρίᾳ
μαλακῶς; |
27
Μήπως αὐτὸς τρέμων τὴν δύναμίν
σου θὰ σου ὁμιλήσῃ ἰκετευτικά,
μαλακὰ καὶ ἤρεμα;
|
27
Θὰ σοῦ ὁμιλήσῃ δὲ οὗτος
μὲ δέησιν καὶ μὲ μακρὰν ἱκεσίαν
μαλακὰ καὶ ἥμερα; |
28
Θήσεται δὲ μετὰ σοῦ διαθήκην;
Λήψῃ δὲ αὐτὸν δοῦλον αἰώνιον;
|
28
Μήπως καὶ θὰ θελήσῃ νὰ
συνάψῃ μαζῆ σου σύμφωνον φιλίας;
Μήπως καὶ ἔχεις τὴν δύναμιν
νὰ τὸν πάρῃς καὶ νὰ τὸν
κρατήσῃς παντοτεινὸν δοῦλον σου;
|
28
Θὰ συνάψῃ δὲ μαζί σου συνθήκην; Θὰ
τὸν παραλάβῃς δὲ δοῦλον παντοτεινόν;
|
29
Παίξῃ δὲ ἐν αὐτῷ ὥσπερ
ὀρνέῳ ἢ δήσεις αὐτὸν
ὥσπερ στρουθίον παιδίῳ; |
29
Θὰ παίξῃς, τάχα, μαζῆ του ὅπως
παίζεις μὲ ἕνα πουλὶ ἢ ἠμπορεῖς
νὰ τὸν δέσῃς, ὅπως δένεις
ἕνα σπουργίτην, ποὺ τὸν δίνεις
στο παιδὶ για νὰ παίζῃ;
|
29
Θὰ παίξῃς δὲ μαζί του, ὅπως
παίζεις μὲ ὄρνεον; Ἡ θὰ τὸν
δέσῃς σὰν σπουργίτην, διὰ νὰ τὸν
δώσῃς εἰς παιδίον νὰ τὸν κρατῇ
καὶ νὰ παίζῃ μὲ αὐτόν;
|
30
Ἐνσιτοῦνται δὲ ἐν αὐτῷ
ἔθνη, μεριτεύονται δὲ αὐτὸν
Φοινίκων ἔθνη; |
30
Τρέφονται ἀπὸ τὰς σάρκας του
ἔθνη, οἱ δὲ ἐμπορικοὶ λαοὶ
τῶν Φοινίκων κόπτουν αὐτὸν εἰς
μεγάλα τεμάχια καὶ τὸν ἐμπορεύονται.
|
30
Χρησιμοποιοῦν δὲ ὡς τροφὴν τὰς
σάρκας του οἱ ἐθνικοί, κόπτουν δὲ αὐτὸν
εἰς μερίδας καὶ τεμάχια σὰν τὰ χονδρὰ
ψάρια πρὸς ἐμπορίαν οἱ διεξάγοντες τὸ
ἐμπόριον λαοὶ τῶν Φοινίκων;
|
31
Πᾶν δὲ πλωτὸν συνελθὸν οὐ μὴ
ἐνέγκωσι βύρσαν μίαν οὐρᾶς
αὐτοῦ καὶ ἐν πλοίοις ἁλιέων
κεφαλὴν αὐτοῦ. |
31
Ὁποιοδήποτε πλοῖον καὶ ἂν ἔλθῃ,
δὲν θὰ ἠμπορέσῃ οὔτε τὸ
δέρμα τῆς οὐρᾶς του νὰ σηκώσῃ.
Καὶ εἰς τὰ πλοιάρια τῶν ἁλιέων
δὲν θὰ καταστῇ δυνατὸν νὰ φέρουν
ζωντανὴν τὴν κεφαλήν του.
|
31
Ὅλα δὲ τὰ πλοῖα δὲν θὰ
ἠμπορέσουν νὰ ἀποσπάσουν καὶ νὰ
φέρουν ἐν δέρμα κροκοδείλου, ὄχι ὁλόκληρον,
ἀλλὰ τμῆμα ἐκ τῆς ὀλιγώτερον
ἐπικινδύνου οὐρᾶς του, καὶ εἰς
πλοῖα ἁλιέων δὲν θὰ καταστῇ
δυνατὸν νὰ κόψουν ἀπὸ ζῶντα
κροκόδειλον τὴν κεφαλὴν καὶ νὰ φέρουν
ταύτην. |
32
Ἐπιθήσεις δὲ αὐτῷ χεῖρα
μνησθεὶς πόλεμον τὸν γινόμενον ἐν
σώματι αὐτοῦ, καὶ μηκέτι γινέσθω.
|
32
Ἐὰν δὲ τολμήσῃς καὶ βάλῃς
τὸ χέρι σου ἐπάνω εἰς αὐτόν,
θὰ ἐνθυμηθῇς τὸν ἀγῶνα,
ποὺ γίνεται εἰς τὸ σῶμα του,
καὶ θὰ εἴπῃς· Ποτὲ πλέον
νὰ μὴ γίνῃ τέτοιος
ἀγὼν κατὰ
τοῦ κροκοδείλου.
|
32
Ἐὰν δὲ βάλῃς ἐπ’ αὐτοῦ
τὴν χεῖρα σου, ὅταν θὰ ἐνθυμηθῇς
ἔπειτα τὸν πόλεμον, ποὺ γίνεται εἰς
τὸ σῶμα του, θὰ εἴπῃς; <Ποτὲ
πλέον νὰ μὴ γίνῃ ἀγὼν μετὰ
κροκοδείλου>.
|