Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
κρινα
δὲ ἐμαυτῷ τοῦτο, τὸ μὴ
πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρὸς
ὑμᾶς. |
σκέφθην
δὲ μόνος μου καὶ ἀπεφάσισα τοῦτο·
νὰ μὴ ἔλθω πρὸς σᾶς λυπούμενος
διὰ τὰ σφάλματά σας, λυπῶν δὲ
καὶ σᾶς μὲ τὰς παρατηρήσεις,
ποὺ εἶμαι ἀναγκασμένος νὰ σᾶς
κάμω. |
πεφάσισα
δὲ τοῦτο καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν
μου. Ηὗρα δηλαδὴ καλύτερον καὶ διὰ
τὸν ἑαυτόν μου νὰ μὴ ἔλθω πάλιν
εἰς σᾶς ἀναγκασμένος καὶ ἐγὼ
νὰ σᾶς λυπῶ μὲ τοὺς ἐλέγχους
μου, ἀλλὰ καὶ σεῖς νὰ μὲ
λυπῆτε μὲ τὰς ἀταξίας, ποὺ θὰ
βλέπω μεταξύ σας. |
2
Εἰ γὰρ ἐγὼ λυπῶ ὑμᾶς,
καὶ τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων
με εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ;
|
2
Ἡ λύπη ὅμως, ποὺ θὰ σᾶς
προκαλέσω, ἀποβλέπει εἰς τὸ
καλόν σας, διότι ἐὰν ἐγὼ
μὲ τοὺς ἐλέγχους σᾶς στενοχωρῶ,
ποιὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ μὲ
εὐφραίνει, παρὰ αὐτός ποὺ
δέχεται τὰς παρατηρήσεις μου, λυπεῖται
καὶ μετανοεῖ διὰ τὰ σφάλματά
του καὶ προχωρεῖ εἰς διόρθωσιν·
|
2
Ὠρισμένως δὲ ἡ ἐγὼ ἢ
σεῖς θὰ ἐδοκιμάζαμεν λύπην. Διότι,
ἐὰν ἑγὼ μὲ τοὺς ἐλέγχους
μου προκαλῶ λύπην μετανοίας εἰς σᾶς, ποῖος
ἄλλος μὲ εὐφραίνει παρὰ ἐκεῖνος,
ποὺ δέχεται τοὺς ἐλέγχους μου καὶ
λυπεῖται ἀπὸ ἑμέ; Ἔτσι ἐὰν
ἐγὼ δὲν λυποῦμαι, θὰ λυπῆσθε
ὅμως σεῖς. |
3
Καὶ ἔγραψα ὑμῖν τοῦτο αὐτό,
ἵνα μὴ ἐλθὼν λύπην ἔχω
ἀφ' ὧν ἔδει μὲ χαίρειν, πεποιθὼς
ἐπὶ πάντας ὑμᾶς ὅτι ἡ
ἐμὴ χαρὰ πάντων ὑμῶν ἐστιν.
|
3
Καὶ σᾶς ἔγραψα αὐτὸ τοῦτο
ἀκριβῶς εἰς προηγουμένην ἐπιστολὴν
καὶ σᾶς ἔκαμα παρατηρήσεις, διὰ
νὰ διορθωθῆτε ἐν τῷ μεταξύ,
ὥστε, ὅταν θὰ ἔλθω, νὰ μὴ
δοκιμάσω λύπην ἀπὸ ἐκείνους,
ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔπρεπε
μᾶλλον νὰ δοκιμάζω χαράν. Εἶμαι
δὲ βέβαιος δι' ὅλους σας, ὅτι ἡ
ἰδική μου χαρὰ εἶναι καὶ χαρὰ
ὅλων σας. |
3
Καὶ σᾶς ἔγραψα ἀκριβῶς τοῦτο
εἰς προηγουμένην μου ἐπιστολήν, διὰ νὰ
διορθώσετε ἐν τῷ μεταξὺ τὰς ἀταξίας,
ὥστε, ἐὰν ἔλθω εἰς Κόρινθον,
νὰ τὰ εὕρω ὅλα ἐν τάξει καὶ
νὰ μὴ δοκιμάσω λύπην ἐξ αἰτίας ἐκείνων,
ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔπρεπε νὰ
χαίρω. Ἄλλως τε ἡ λύπη μου θὰ ἐλύπει
καὶ σᾶς. Διότι ἔχω δι’ ὅλους σας πεποίθησιν,
ὅτι ἡ χαρά μου εἶναι χαρὰ ὅλων
σας. |
4
Ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς
καρδίας ἔγραψα ὑμῖν πολλῶν δακρύων,
οὐχ ἵνα λυπηθῆτε, ἀλλὰ τὴν
ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω
περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς. |
4
Εἶχα βέβαια λυπηθῆ καὶ ἐγὼ
πολύ, διὰ τοὺς ἐλέγχους ποὺ
σᾶς ἔκαμα εἰς τὴν πρώτην ἐπιστολὴν
βαθύτατα θλιμμένος καὶ μὲ σφιγμένην
τὴν καρδιὰ καὶ μὲ πολλὰ δάκρυα,
ὄχι διὰ νὰ καταβληθῆτε ἀπὸ
λύπην, ἀλλὰ διὰ νὰ γνωρίσετε
τὴν ἐξαιρετικὴν ἀγάπην, τὴν
ὁποίαν ἔχω πρὸς σᾶς.
|
4
Μὴ νομίσετε δὲ ὅτι διὰ τοὺς
ἐλέγχους, ποὺ σᾶς ἔγραψα εἰς
τὴν ἐπιστολήν μου ἐκείνην, ἐγὼ
δὲν ἐδοκίμασα τίποτε. Διότι σᾶς ἔγραψα
ἀπὸ πολλὴν θλῖψιν καὶ στενοχώριαν
τῆς καρδίας, μὲ δάκρυα πολλά, ὄχι διὰ
νὰ λυπηθῆτε, ἀλλὰ διὰ νὰ
γνωρίσετε τὴν ἀγάπην, τὴν ὁποίαν ὑπερβολικὰ
ἔχω πρὸς σᾶς. |
5
Εἰ δέ τις λελύπηκεν, οὐκ ἐμὲ
λελύπηκεν, ἀλλά, ἀπὸ μέρους
ἵνα μὴ ἐπιβαρῶ, πάντας ὑμᾶς.
|
5
Ἐὰν δὲ κάποιος μὲ τὸ βαρύ
του σφάλμα ἐπροκάλεσε λύπην, δὲν
ἐλύπησε μόνον ἐμέ, ἀλλ'
ἐν μέρει ἐλύπησε καὶ ὅλους
σας, καὶ διὰ τοῦτο δὲν θέλω
νὰ σᾶς στενοχωρήσω καὶ σᾶς λυπήσω
μὲ ἐλέγχους δι' ἀδιαφορίαν ὡς
πρὸς τὸ θέμα αὐτό.
|
5
Ἐὰν δὲ κάποιος μὲ τὴν σοβαρὰν
ἁμαρτίαν του ἔγινε πρόξενος λύπης, αὐτὸς
δὲν ἔχει λυπήσει μόνον ἐμέ, ἀλλ’ εἰς
κάποιον βαθμὸν ἐλύπησεν ὅλους σας, διὰ
να μὴ σᾶς ἐπιβαρύνω μὲ τὴν κατηγορίαν,
ὅτι ἐμείνατε ἀδιάφοροι εἰς τὴν
παρεκτροπήν του. |
6
Ἱκανὸν τῷ τοιούτῳ ἡ ἐπιτιμία
αὕτη ἡ ὑπὸ τῶν πλειόνων·
|
6
Εἶναι ἀρκετὴ τιμωρία δι' αὐτὸν
ἡ ἐπίπληξις αὐτή, ἡ ὁποία
τοῦ ἔγινε ἀπὸ τοὺς περισσοτέρους.
|
6
Εἶναι ἀρκετὴ εἰς τὸν τοιοῦτον
ἡ ἐπίπληξις αὐτή, ποὺ τοῦ
ἔγινεν ἀπὸ τοὺς περισσοτέρους.
|
7
ὥστε τοὐναντίον μᾶλλον ὑμᾶς
χαρίσασθαι καὶ παρακαλέσαι, μήπως
τῇ περισσοτέρᾳ λύπῃ καταποθῇ
ὁ τοιοῦτος. |
7
Ὥστε ἀντιθέτως εἶναι καλύτερον
τώρα νὰ τοῦ δείξετε χάριν καὶ
καλωσύνην, νὰ τοῦ συγχωρήσετε τὸ
σφάλμα καὶ νὰ τὸν παρηγορήσετε,
μήπως ἀπὸ τὴν μεγάλην καὶ
βαρεῖαν λύπην καταβληθῇ καὶ καταποντισθῇ
εἰς ἀπογοήτευσιν καὶ ἀπελπισίαν.
|
7
Ὥστε τώρα χρειάζεται ἡ ἀντίθετος πρὸς
τὴν ἐπίπληξιν συμπεριφορά. Πρέπει μᾶλλον
σεῖς νὰ τοῦ δώσετε τώρα χάριν καὶ
συγγνώμην καὶ νὰ τὸν παρηγορήσετε, μήπως
ἕνεκα τῆς ὑπερβολικῆς λύπης ἀπελπισθῇ
οὗτος καὶ τὸν καταπίῃ ὁ διάβολος.
|
8
Διὸ παρακαλῶ ὑμᾶς κυρῶσαι εἰς
αὐτὸν ἀγάπην. |
8
Δι' αὐτὸ καὶ σᾶς παρακαλῶ νὰ
δείξετε εἰς αὐτὸν εἰλικρινῆ
ἀγάπη καὶ καλωσύνην.
|
8
Δι’ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ νὰ δείξετε
δημοσίᾳ εἰς αὐτὸν ἀγάπην πραγματικὴν
καὶ βεβαίαν. |
9
Εἰς τοῦτο γὰρ καὶ ἔγραψα, ἵνα
γνῶ τὴν δοκιμὴν ὑμῶν, εἰ
εἰς πάντα ὑπήκοοί ἐστε.
|
9
Διότι μὲ αὐτὸν τὸν σκοπὸν
καὶ σᾶς ἔγραψα εἰς τὴν προηγουμένην
μου ἐπιστολήν, διὰ νὰ ἴδω καὶ
γνωρίσω τὴν ἀρετήν σας, ἐὰν
εἰς ὅλα εἶσθε ὑπήκοοι.
|
9
Διότι δι’ αὐτὸ καὶ σᾶς ἔγραψα
εἰς τὴν προηγουμένην μου ἐπιστολήν, διὰ
νὰ γνωρίσω τὴν δοκιμασμένην πρόοδόν σας,
ἐὰν εἰς ὅλα ἔχετε ὑπακοήν.
Καὶ τὴν ἐδείξατε, ὅταν ἀπεκόψατε
τὸν παρεκτραπέντα, ὅπως καὶ τώρα θὰ
τὴν δείξετε δεχόμενοι πάλιν αὐτόν.
|
10
Ὧ δέ τι χαρίζεσθε, καὶ ἐγώ·
καὶ γὰρ ἐγὼ εἴ τι κεχάρισμαι
ᾧ κεχάρισμαι, δι' ὑμᾶς ἐν προσώπῳ
Χριστοῦ, |
10
Εἰς ὅποιον δὲ σεῖς δίδετε χάριν
καὶ συγχώρησιν, δίδω καὶ ἐγὼ
διότι καὶ ἐγώ, ἐὰν ἔχω
χαρίσει κάτι εἰς ὅποιον ἔχω
χαρίσει, τὸ ἔκαμα πρὸς χάριν
ἰδικήν σας, ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ.
|
10
Εἰς ὅποιον δὲ παρέχετε χάριν καὶ συγγνώμην
εἰς κάτι, δίδω καὶ ἑγὼ χάριν.
Διότι καὶ ἐγώ, ἂν ἔχω χαρίσει κάτι,
εἰς ὅποιον τὸ ἔχω χαρίσει, διὰ
σᾶς τὸ ἐχάρισα ὑπὸ τὰ
βλέμματα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸν αἰσθάνομαι
νὰ μὲ παρακολουθῇ. |
11
ἵνα μὴ πλεονεκτηθῶμεν ὑπὸ τοῦ
σατανᾶ· οὐ γὰρ αὐτοῦ τὰ
νοήματα ἀγνοοῦμεν.
|
11
Πρέπει δὲ νὰ δείχνωμεν αὐτὴν
τὴν καλωσύνην καὶ τὴν ἀνοχὴν
πρὸς τοὺς ἀδελφούς, διὰ νὰ
μὴ ἐξαπατηθῶμεν μὲ ὑψηλόφρονας
λογισμοὺς ἀπὸ τὸν σατανᾶν καὶ
κυριαρχηθῶμεν ἔτσι ἀπὸ αὐτόν.
Διότι δὲν μᾶς εἶναι ἄγνωστοι
οἱ μοχθηραὶ καὶ δόλιαι αὐτοῦ
ἐπινοήσεις. |
11
Δηλαδὴ πρὸς πνευματικὴν ὠφέλειαν καὶ
πρὸς δόξαν τοῦ Χριστοῦ ἔκαμα τὴν
χάριν αὐτήν, διὰ νὰ μὴ νικηθῶμεν
μὲ ἀπάτην ἀπὸ τὸν σατανᾶν.
Λέγω δὲ μὲ ἀπάτην τοῦ σατανᾶ,
διότι γνωρίζομεν τὰς δολίας ἐπινοήσεις του.
|
12
Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν Τρῳάδα
εἰς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ,
καὶ θύρας μοι ἀνεῳγμένης ἐν
Κυρίῳ, |
12
Ὅταν δὲ ἦλθα εἰς τὴν Τρῳάδα,
διὰ νὰ μεταφέρω καὶ ἐκεῖ
τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, καὶ
ἐνῶ μοῦ εἶχε ἀνοιχθῆ θύρα,
διὰ νὰ ὑπηρετήσω τὸ ἔργον
τοῦ Κυρίου, |
12
Σᾶς εἶπα, ὅτι εἰς τὴν Ἀσίαν
ἐδοκίμασα πειρασμοὺς καὶ θλίψεις. Ἀλλὰ
καὶ ὅταν ἔφυγα ἀπ’ ἐκεῖ,
ἄλλου εἴδους θλῖψις μὲ εὗρεν.
Ὅταν δηλαδὴ ἦλθα εἰς τὴν Τρῳάδα
διὰ νὰ κηρύξω τὸ εὐαγγέλιον τοῦ
Χριστοῦ καὶ ἐνῶ ἐκεῖ μοῦ
εἶχε ἀνοιχθῆ θύρα καὶ εὐκαιρία
διὰ τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου,
|
13
οὐκ ἔσχηκα ἄνεσιν τῷ πνεύματί
μου τῷ μὴ εὑρεῖν με Τίτον τὸν
ἀδελφόν μου, ἀλλὰ ἀποταξάμενος
αὐτοῖς ἐξῆλθον εἰς Μακεδονίαν.
|
13
δὲν ἐδοκίμασα καὶ δὲν εἶχα
ἄνεσιν εἰς τὸ πνεῦμα μου, διότι
δὲν εὑρῆκα ἐκεῖ τὸν Τίτον,
τὸν ἀδελφόν μου, νὰ μὲ πληροφορήσῃ
σχετικῶς μὲ τὴν κατάστασίν σας.
Δι' αὐτὸ ἀφοῦ ἀπεχαιρέτησα
τοὺς ἐκεῖ ἀδελφούς, ἀνεχώρησα
εἰς τὴν Μακεδονίαν, διὰ νὰ προαπαντήσω
τὸν Τίτον. |
13
δὲν ἠμποροῦσα νὰ ἔχω ἀνακούφισιν
καὶ ἀνάπαυσιν εἰς τὸ πνεῦμα
μου, ἐπειδὴ δὲν εὗρον τὸν Τίτον
τὸν ἀδελφόν μου, ποὺ τὸν ἐπερίμενα
νὰ μοῦ φέρῃ ἐκεῖ εἰδήσεις
ἀπὸ σᾶς. Δὲν ἔμεινα λοιπὸν
ἐκεῖ, ἀλλ’ ἀφοῦ τοὺς ἀπεχαιρέτησα,
ἐβγῆκα καὶ ἐπῆγα εἰς Μακεδονίαν,
ὅπου ἔλαβα τὰς εὐχαρίστους αὐτὰς
εἰδήσεις. |
14
Τῷ δὲ Θεῷ χάρις τῷ πάντοτε
θριαμβεύοντι ἡμᾶς ἐν τῷ Χριστῷ
καὶ τὴν ὀσμὴν τῆς γνώσεως
αὐτοῦ φανεροῦντι δι' ἡμῶν ἐν
παντὶ τόπῳ·
|
14
Ἂς εἶναι δὲ εὐλογημένον καὶ
δοξασμένον τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ,
ὁ ὁποῖος μᾶς δίδει χάριν
καὶ δύναμιν καὶ μᾶς κάμνει νὰ
νικῶμεν καὶ νὰ θριαμβεύωμεν ἐν
τῷ Χριστῷ, καὶ ὁ ὁποῖος
κάμνει φανερὰν καὶ αἰσθητὴν
διὰ μέσου ἡμῶν εἰς κάθε
τόπον τὴν ζωογόνον εὐωδίαν τῆς
ἀληθινῆς γνώσεως. |
14
Εὐχαριστία δὲ ὀφείλεται εἰς τὸν
Θεόν, ὁ ὁποῖος νικῶν καὶ θριαμβεύουν
περιφέρει καὶ ἡμᾶς πάντοτε εἰς τὸν
θρίαμβόν του, ὡς διακόνους τῆς νίκης του, ποὺ
συντελεῖται διὰ τὸν Χριστὸν καὶ
τὸ εὐαγγέλιόν του.Ὁ Θεὸς κατὰ
τὴν θριαμβευτικὴν αὐτὴν πορείαν τοῦ
εὐαγγελίου του φανερώνει διὰ μέσου ἡμῶν
τὴν εὐωδίαν τῆς γνώσεώς του εἰς κάθε
τόπον. |
15
ὅτι Χριστοῦ εὐωδία ἐσμὲν
τῷ Θεῷ ἐν τοῖς σῳζομένοις
καὶ ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις,
|
15
Διότι ἡμεῖς, οἱ ἐργάται
τοῦ Εὐαγγελίου, εἴμεθα εὐωδία
Χριστοῦ εἰς τὸν Θεόν· εὐωδία
καὶ μεταξὺ τῶν σωζομένων καὶ
μεταξὺ ἐκείνων, ποὺ βαδίζουν
τὸν δρόμον τῆς αἰωνίας ἀπωλείας.
|
15
Διότι πράγματι ἠμεῖς οἰ ἀπόστολοι
καὶ κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου εἴμεθα
Χριστοῦ εὐωδία, εὐχάριστος εἰς τὸν
Θεόν· εὐωδία δὲ μεταξὺ τῶν σωζομένων,
καθὼς καὶ μεταξὺ ἐκείνων ποὺ
καταδικάζονται εἰς αἰωνίαν ἀπώλειαν.
|
16
οἷς μὲν ὀσμὴ θανάτου εἰς
θάνατον οἷς δὲ ὀσμὴ ζωῆς
εἰς ζωήν. Καὶ πρὸς ταῦτα τίς
ἱκανός; |
16
Εἰς ἄλλους μὲν εἴμεθα ὀσμὴ
ποὺ φέρει τὸν θάνατον, διότι
αὐτοὶ δὲν θέλουν νὰ δεχθοῦν
τὴν σώζουσαν ἀλήθειαν· εἰς
ἄλλους δέ, τοὺς καλοπροαιρέτους, ζωογόνος
εὐωδία, ποὺ δίδει ζωήν. Καὶ
ποιὸς εἶναι ἱκανὸς ἀπὸ
τὸν ἑαυτόν του νὰ πραγματοποιήσῃ
αὐτὰ τὰ μεγάλα ἔργα;
|
16
Εἰς ἄλλους μὲν μυρωδιὰ θανατηφόρος,
ποὺ φέρει θάνατον, εἰς ἄλλους δὲ μυρωδιὰ
ζωηφόρος ποὺ παρέχει ζωήν. Καὶ ποῖος εἶναι
ἱκανὸς νὰ ἐπιτελέσῃ τὰ
κατορθώματα καὶ ἀποτελέσματα αὐτά; Ὄντως
κανεὶς ἄλλος παρὰ μόνος ὁ Θεός.
|
17
Οὐ γάρ ἐσμεν ὡς οἱ λοιποὶ
καπηλεύοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ,
ἀλλ' ὡς ἐξ εἰλικρινείας, ἀλλ'
ὡς ἐκ Θεοῦ κατενώπιον τοῦ Θεοῦ
ἐν Χριστῷ λαλοῦμεν. |
17
Ἡμεῖς δὲν εἴμεθα, ὅπως οἱ
πολλοί, ποὺ νοθεύουν καὶ ἀλλοιώνουν
τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ κερδοσκοποῦν
ἐπάνω εἰς αὐτόν. Ἀλλὰ
κηρύττωμεν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ
κινούμενοι ἀπὸ ἁγνὰ καὶ
εἰλικρινὴ ἐλατήρια, ἀπὸ
ἄδολον ἐνδιαφέρον, ὡς ἐμπνεόμενοι
ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν Χριστῷ ὁμιλοῦντες.
|
17
Ἂς καυχῶνται ἄλλοι, ὅτι τάχα εἶναι
ἱκανοί. Ἡμεῖς ὅμως δὲν εἴμεθα
σὰν τοὺς πολλούς, ποὺ ἐμπορεύονται
τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξ ἰδιοτελείας
τὸν νοθεύουν. Ἀλλὰ κηρύττομεν, ὅπως
κηρύττει καθένας ποὺ κινεῖται ἀπὸ
εἰλικρίνειαν καὶ ἄδολον ἐνδιαφέρον
ὅπως ὁμιλεῖ ἕνας ποὺ ἐμπνέεται
ἀπὸ τὸν Θεόν, ἔτσι ὁμιλοῦμεν
ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τοῦ
Θεοῦ, ἐνωμένοι ἀχώριστα μὲ τὸν
Χριστόν. |