Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
ιὰ
τοῦτο, ἔχοντες τὴν διακονίαν ταύτῃ
καθὼς ἠλεήθημεν, οὐκ ἐκκακοῦμεν,
|
ι'
αὐτὸ καὶ ἡμεῖς ἔχοντες
τὴν ὑψηλὴν καὶ μεγάλην αὐτὴν
διακονίαν τοῦ κηρύγματος, χάρις εἰς
τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου, δὲν ἀποκάμνομεν,
οὔτε δυσφοροῦμεν ἐνώπιον τῶν
δυσκολιῶν καὶ κινδύνων.
|
πειδὴ
δὲ τὸ ἔργον μας καὶ ἡ διακονία
μᾶς εἶναι τόσον ἔνδοξα, δι’ αὐτὸ
ἔχοντες τὴν διακονίαν αὐτὴν ὄχι
ἀπὸ τὰ κατορθώματά μας, ἀλλὰ
ἀπὸ τὸ ἔλεος, ποὺ μᾶς
ἔδειξεν ὁ Θεός, δὲν ἀποκάμνομεν, ὅσους
πειρασμοὺς καὶ ἂν ὑποφέρωμεν.
|
2
ἀλ' ἀπειπάμεθα τὰ κρυπτὰ τῆς
αἰσχύνης, μὴ περιπατοῦντες ἐν
πανουργίᾳ μηδὲ δολοῦντες τὸν
λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τῇ
φανερώσει τῆς ἀληθείας συνιστῶντες
ἑαυτοὺς πρὸς πᾶσαν συνείδησιν
ἀνθρώπων ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
|
2
Ἀλλ' ἔχομεν ἀπαρνηθῆ ὅλα ἐκεῖνα,
ποὺ οἱ ἄνθρωποι, διὰ λόγους
ἐντροπῆς, τὰ κρύπτουν, καὶ δὲν
προχωροῦμεν τὸν δρόμον μας μὲ πανουργίαν
οὒτε νοθεύομεν τὸν λόγον τοῦ
Θεοῦ μὲ ἰδικάς μας ἢ ξένας
ἐπινοήσεις, ἀλλὰ μὲ τὴν
καθαρὰν καὶ ἀνόθευτον φανέρωσιν
τῆς ἀληθείας συσταίνομεν εἰς
κάθε εὐσυνείδητον καὶ ὀρθοφρονοῦντα
ἄνθρωπον τὸν ἑαυτόν μας, ὡς
γνήσιον ἐργάτην τοῦ
Εὐαγγελίου, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
|
2
Ἀλλ’ ἀπηρνήθημεν ὅλα ἐκεῖνα,
ποὺ οἱ ἄνθρωποι τὰ κρύπτουν, διότι
ἐντρέπονται νὰ τὰ φανερώσουν· καὶ
δὲν συμπεριφερόμεθα μὲ πανουργίαν, οὔτε
νοθεύομεν μὲ ξένας διδασκαλίας τὸν λόγον τοῦ
Θεοῦ, ἀλλὰ μὲ τὴν φανέρωσιν
τῆς ἀληθείας συσταίνομεν τὸν ἑαυτόν
μας εἰς κάθε ἄνθρωπον, ποὺ ἔχει συνείδησιν
καὶ εἶναι εἰς θέσιν νὰ κρίνῃ
ὀρθῶς· ἔχομεν δὲ καὶ μάρτυρα
τῆς εἰλικρινείας μας τὸν Θεόν.
|
3
Εἰ δὲ καὶ ἐστι κεκαλυμένον τὸ
εὐαγγέλιον ἡμῶν, ἐν τοῖς
ἀπολλυμένοις ἐστὶ κεκαλυμμένον,
|
2
Ἀλλ' ἔχομεν ἀπαρνηθῆ ὅλα ἐκεῖνα,
ποὺ οἱ ἄνθρωποι, διὰ λόγους
ἐντροπῆς, τὰ κρύπτουν, καὶ δὲν
προχωροῦμεν τὸν δρόμον μας μὲ πανουργίαν
οὒτε νοθεύομεν τὸν λόγον τοῦ
Θεοῦ μὲ ἰδικάς μας ἢ ξένας
ἐπινοήσεις, ἀλλὰ μὲ τὴν
καθαρὰν καὶ ἀνόθευτον φανέρωσιν
τῆς ἀληθείας συσταίνομεν εἰς
κάθε εὐσυνείδητον καὶ ὀρθοφρονοῦντα
ἄνθρωπον τὸν ἑαυτόν μας, ὡς
γνήσιον ἐργάτην τοῦ
Εὐαγγελίου, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
|
3
Ἐὰν δὲ τὸ εὐαγγέλιόν μας
εἶναι καὶ σκεπασμένον καὶ ἀκατανόητον,
εἶναι σκεπασμένον εἱς ἐκείνους, ποὺ
ἕνεκα τῆς θεληματικῆς των τυφλώσεως παραμένουν
εἰς τὴν ἀπώλειαν. |
4
ἐν οἷς ὁ Θεὸς τοῦ αἰῶνος
τούτου ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν
ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι
αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τοῦ εὐαγγελίου
τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, ὅς ἐστιν
εἰκὼν Θεοῦ. |
4
Ἐν μέσῳ αὐτῶν ὁ Θεὸς
τοῦ ἁμαρτωλοῦ τούτου αἰῶνος,
δηλαδὴ ὁ σατανᾶς, ἔχει σκοτίσει
καὶ τυφλώσει τὰς διανοίας καὶ
τὰς σκέψεις τῶν ἀπίστων, ὥστε
νὰ μὴ λάμψῃ εἰς αὐτοὺς
τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου τῆς
δόξης τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος
εἶναι εἰκὼν τοῦ Θεοῦ.
|
4
Μεταξὺ αὐτῶν ὁ σατανᾶς, ὁ
ὁποῖος εἶναι θεὸς καὶ ἄρχων
τοῦ αἰῶνος αὐτοῦ, ποὺ
προηγεῖται τῆς δευτέρας παρουσίας, ἐτύφλωσε
τὰς διανοίας τῶν ἀπίστων διὰ νὰ
μὴ λάμψῃ εἰς αὐτοὺς ὁ
φωτισμὸς τοῦ εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖον
κηρύττει τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ, ὁ
ὁποῖος εἶναι εἰκὼν τοῦ
Θεοῦ. |
5
Οὐ γὰρ ἑαυτοὺς κηρύσσομεν, ἀλλὰ
Χριστὸν Ἰησοῦν Κύριον, ἑαυτοὺς
δὲ δούλους ὑμῶν διὰ Ἰησοῦν.
|
5
Διότι ἡμεῖς δὲν κηρύσσομεν καὶ
δὲν διαφημίζομεν τὸν ἑαυτόν
μας, ἀλλὰ κηρύττομεν τὸν Χριστὸν
Ἰησοῦν, τὸν Κύριον, ποὺ εἶναι
ὁ μόνος ἔνδοξος· τοὺς ἑαυτούς
μας δὲ τοὺς παρουσιάζομεν ὡς δούλους
καὶ ὑπηρέτας ἰδικούς σας διὰ
τὴν δόξαν τοῦ Ἰησοῦ.
|
5
Λέγω, ὅτι τὸ εὐαγγέλιον κηρύττει τὴν
δόξαν τοῦ Χριστοῦ, διότι μὲ αὐτὸ
δὲν κηρύττομεν τὸν ἑαυτόν μας, οὔτε
δοξάζομεν τὸν ἑαυτόν μας, ἀλλὰ
κηρύττομεν τὸν μὲν Ἰησοῦν Χριστὸν
ὡς Κύριον καὶ δεσπότην, τοὺς ἑαυτούς
μας δὲ δούλους ἰδικούς σας πρὸς δόξαν
τοῦ Ἰησοῦ. |
6
Ὅτι ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ
σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν
ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς
φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης
τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ
Χριστοῦ. |
6
Καὶ τοῦτο, διότι ὁ Θεός, ὁ
ὁποῖος κατὰ τοὺς χρόνους τῆς
δημιουργίας διέταξε νὰ λάμψῃ
φῶς ἀντὶ τοῦ σκότους ποὺ
ὑπῆρχε τότε, αὐτὸς ἔλαμψεν
εἰς τὰς καρδίας μας καὶ τὰς
ἐφώτισεν, ὄχι μόνον διὰ νὰ
γνωρίσωμεν ἡμεῖς, ἀλλὰ διὰ
νὰ μεταδώσωμεν καὶ εἰς τοὺς
ἄλλους φωτεινὴν καὶ καθαρὰν τὴν
γνῶσιν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἡ
ὁποία δόξα ἐφανερώθη διὰ
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
|
6
Κηρύττομεν δὲ ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον
πρὸς δόξαν τοῦ Χριστοῦ, διότι ὁ Θεός,
ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν δημιουργίαν
τοῦ κόσμου διέταξεν ἀπὸ τὸ σκότος
νὰ λάμψη φῶς, αὐτὸς καὶ τώρα
ἔλαμψεν εἰς τὰς καρδίας μας, ὄχι μόνον
διὰ νὰ φωτισθῶμεν ἠμεῖς, ἀλλὰ
καὶ διὰ νὰ μεταδοθῇ διὰ μέσου
ἡμῶν ὁ φωτισμός, ποὺ προέρχεται ἀπὸ
τὴν γνῶσιν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ,
ἡ ὁποία δόξα ἐφανερώθη διὰ μέσου
τοῦ προσώπου τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Χριστοῦ!
|
7
Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον
ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα
ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ
τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν,
|
7
Ἔχομεν δὲ αὐτὸν τὸν ἀνεκτίμητον
θησαυρὸν τῆς ἐνδόξου γνώσεως
μέσα εἰς τὰ σώματά μας, τὰ
ἀδύνατα καὶ εὔθραστα σὰν ὄστρακα,
διὰ νὰ φαίνεται ἔτσι καθαρὰ
ὅτι ὁ ὑπεράφθονος πλοῦτος τῆς
δυνάμεως εἶναι καὶ προέρχεται ἀπὸ
τὸν Θεὸν καὶ ὄχι ἀπὸ ἡμᾶς.
|
7
Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τῆς φωτιστικῆς
καὶ ἐνδόξου αὐτῆς γνώσεως μέσα εἰς
τὰ σώματά μας τὰ εὔθραυστα καὶ
χωματένια, διὰ νὰ ἀποδεικνύεται, ὅτι
τὸ ὑπερβολικὸν μεγαλεῖον τῆς
δυνάμεως, ἡ ὁποία ὑπερνικᾷ τὰ
ἐμπόδια καὶ τοὺς κινδύνους μας, εἶναι
τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν προέρχεται ἀπὸ
ἡμᾶς τοὺς ἀσθενεῖς καὶ
ἀδυνάτους. |
8
ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ' οὐ
στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ'
οὐκ ἐξαπορούμενοι, |
8
Ἔτσι δὲ ἐξηγεῖται ἡ ὑπερνίκησις
τῶν ἀναριθμήτων ἐμποδίων καὶ
κινδύνων ποὺ συναντῶμεν εἰς τὸ
ἔργον μας. Διότι ὄντως ἡμεῖς
οἱ Ἀπόστολοι παντοῦ καὶ πάντοτε
θλιβόμεθα, χωρὶς ὅμως νὰ φθάνωμεν
εἰς ἀδιέξοδον καὶ καταθλιπτικὴν
στενοχωρίαν. Περιπίπτομεν εἰς ἀπορίαν
καὶ ἀμηχανίαν, χωρὶς ποτὲ νὰ
ἀποθαρρυνώμεθα καὶ νὰ μὴ εὑρίσκωμεν
λύσιν καὶ ἀπάντησιν εἰς τὰς
ἀπορίας μας. |
8
Καὶ ἔτσι συμβαίνει νὰ θλιβώμεθα εἰς
κάθε τόπον καὶ εἰς κάθε περίστασιν, καὶ
ὅμως αἱ ἐξωτερικαὶ αὐταὶ
δυσκολίαι δὲν μᾶς δημιουργοῦν ἀδιέξοδον
καὶ ἀγωνιώδη στενοχωρίαν. Φθάνομεν
εἰς ἀπορίαν, χωρὶς ὅμως καὶ
νὰ ἀπελπιζώμεθα ἢ νὰ ἀποστερηθῶμεν
ποτὲ μέσον καὶ πόρον σωτηρίας.
|
9
διωκόμενοι ἀλλ' οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι,
καταβαλλόμενοι ἀλλ' οὐκ ἀπολλύμενοι,
|
9
Διωκόμεθα ἀπὸ ἀπίστους καὶ
ψευδαδέλφους, ἀλλὰ δὲν ἐγκαταλειπόμεθα
ἀπὸ τὸν Θεόν. Φαίνεται μερικὲς
φορές, ὅτι καταβαλλόμεθα καὶ ριπτόμεθα
ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας κάτω
ὡς ἡττημένοι, ἀλλὰ δὲν
χανόμεθα. |
9
Καταδιωκόμεθα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους,
ἀλλὰ δὲν ἐγκαταλειπόμεθα ποτὲ
ἀπὸ τὸν Θεόν. Φαίνεται, ὅτι κατανικώμεθα
καὶ σὰν ἄλλοι παλαισταὶ ριπτόμεθα
κατὰ γῆς, ἀλλὰ δὲν χανόμεθα.
|
10
πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου
Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες,
ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ
ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ.
|
10
Ὅπου καὶ ἂν περιοδεύωμεν, φέρομεν
εἰς τὸ σῶμα μας πάντοτε τὰς
ὀδύνας καὶ τὸν θάνατον τοῦ
Κυρίου Ἰησοῦ, κινδυνεύοντες ὅπως
ἐκεῖνος καὶ νὰ ἀποθάνωμεν
εἰς κάθε στιγμήν. Τοῦτο ὅμως,
διὰ νὰ φανερωθῇ εἰς τὴν ζωὴν
καὶ ὕπαρξίν μας, ποὺ πάντοτε
διαφεύγει τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ
καὶ ἡ δύναμις τοῦ Ἰησοῦ.
|
10
Διαρκῶς καὶ κάθε ἡμέραν περιφέρομεν κατὰ
τὰς περιοδείας μας τὸ σῶμα μας κυκλωμένον
ἀπὸ τὸν ἔσχατον κίνδυνον τοῦ
νὰ ἀποθάνωμεν, ὅπως ἀπέθανεν ὁ
Κύριος Ἰησοῦς. Ἀλλ’ αὐτὸ γίνεται
διὰ νὰ φανερωθῇ εἰς τὸν κόσμον
μὲ τὰς ἀπελευθερώσεις τοῦ σώματός
μας ἀπὸ τοὺς καθημερινοὺς κινδύνους,
ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἑξακολουθεῖ
νὰ ζῇ. |
11
Ἀεῖ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες
εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦ,
ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ
φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν.
|
11
Διότι πάντοτε ἡμεῖς, ποὺ ζῶμεν
διὰ τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου, παραδιδόμεθα
εἰς θάνατον διὰ τὴν δόξαν τοῦ
Ἰησοῦ, ὥστε ἡ ζωὴ καὶ
ἡ δύναμις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
νὰ φανῇ εἰς τὸ θνητόν μας σῶμα,
τὸ ὁποῖον ὁ Κύριος κατὰ
θαυμαστοὺς τρόπους σώζει.
|
11
Διότι πάντοτε ἡμεῖς, ποὺ παρὰ τοὺς
τόσους κινδύνους ζῶμεν, παραδιδόμεθα εἰς θάνατον
πρὸς δόξαν τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ
φανερωθῇ μὲ τὴν θνητὴν σάρκα μας καὶ
ἡ δύναμις τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ,
ποὺ παρεμβαίνει καὶ προλαμβάνει τὸν θάνατόν
μας. |
12
Ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν
ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν
ὑμῖν. |
12
Ὥστε οἱ μὲν καθημερινοὶ θανάσιμοι
κίνδυνοι ὑπάρχουν εἰς ἡμᾶς,
ἡ δὲ πνευματικὴ ζωή, ποὺ προέρχεται
ἀπὸ τὸν ἰδικόν μας θάνατον,
ἐνεργεῖται καὶ αὐξάνεται εἰς
σᾶς. |
12
Ὥστε τοὺς μὲν κινδύνους τοῦ θανάτου
τοὺς ὑποφέρομεν ἡμεῖς, τὴν δὲ
πνευματικὴν ζωήν, ποὺ προέρχεται ἀπὸ
τὴν κινδυνώδη δρᾶσιν μας, καρποῦσθε σεῖς.
|
13
Ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα
τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον,
ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ
ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν,
|
13
Ἐπειδὴ ὅμως ἔχομεν τὸ αὐτὸ
Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ μᾶς χαρίζει
καὶ μᾶς στερεώνει εἰς τὴν πίστιν,
σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι
γραμμένον εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην
<ἐπίστευσα καὶ δι' αὐτὸ ἐλάλησα>.
καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν κατὰ τρόπον
ὀρθὸν καὶ σταθερὸν εἰς τὸν
Κύριον, δι' αὐτὸ καὶ μὲ θάρρος
κηρύττομεν τὴν διδασκαλίαν τῆς πίστεώς
μας. |
13
Παρ’ ὅλους ὅμως αὐτοὺς τοὺς
κινδύνους, ἐπειδὴ ἔχομεν τὸ αὐτὸ
Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ μᾶς στηρίζει εἰς
τὴν πίστιν, ὅπως ἄλλοτε καὶ τὸν
Δαβὶδ σύμφωνα μὲ τὸ γραμμένον εἰς
τοὺς ψαλμούς· Ἐπίστευσα, δι αὐτὸ δὲ
καὶ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν,
ἕνεκα δὲ τούτου καὶ θαρραλέως ὁμολογοῦμεν
καὶ κηρύττομεν τὸν λόγον τῆς πίστεώς
μας. |
14
εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας
τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς
διὰ Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει
σὺν ὑμῖν. |
14
Ἀπὸ αὐτὴν δὲ τὴν πίστιν
ἀντλοῦμεν τὴν βεβαίαν γνῶσιν,
ὅτι ὁ Θεὸς καὶ Πατήρ, ὁ
ὁποῖος ἀνέστησε τὸ Κύριον
Ἰησοῦν, θὰ ἀναστήσῃ καὶ
ἡμᾶς διὰ μέσου τοῦ Ἰησοῦ
καὶ θὰ μᾶς θέσῃ κοντά
του, μαζῆ μὲ σᾶς, ἐνδόξους εἰς
τὴν βασιλείαν του. |
14
Καὶ γνωρίζομεν, ὅτι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος
ἀνέστησε τὸν Κύριον Ἰησοῦν, θὰ
ἀναστήσῃ καὶ ἡμᾶς διὰ
μέσου τοῦ Ἰησοῦ καὶ θὰ μᾶς
παρουσιάσῃ ἐνδόξως εἰς τὸ βῆμα
του μαζὶ μὲ σᾶς. |
15
Τὰ γὰρ πάντα δι' ὑμᾶς, ἵνα
ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων
τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς
τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. |
15
Διότι ὅλα γίνονται διὰ σᾶς,
ὥστε ἡ εὐεργεσία καὶ ἡ
δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ γίνεται
εἰς ἡμᾶς, νὰ γίνῃ καὶ
ἰδική σας εὐεργεσία καὶ νὰ
πλεονάσῃ εἰς ὅλους. Ἔτσι δὲ
σεῖς καὶ ἡμεῖς, ποὺ εἴμεθα
οἱ εὐεργετούμενοι, νὰ εὐχαριστοῦμεν
τὸν Θεόν, ὥστε καὶ ἡ εὐχαριστία
νὰ πλεονάζῃ καὶ νὰ περισσεύῃ
πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ. |
15
Ναί, μαζὶ μὲ σᾶς. Διότι ὅλα διὰ
σᾶς γίνονται. Ὥστε ἡ εὐεργεσία, ποὺ
μᾶς κάνει ὁ Θεός, σώζων ἡμᾶς
ἀπὸ τοὺς κινδύνους πρὸς χάριν σας,
νὰ πλεονάσῃ καὶ νὰ γίνῃ εὐεργεσία
καὶ χάρις ὄχι μόνον εἰς ἡμᾶς,
ἀλλὰ καὶ εἰς ὅλους σας. Καὶ
οἰ εὐεργετούμενοι ἔτσι θὰ εἶναι
περισσότεροι, ὥστε καὶ ἡ εὐχαριστία
πρὸς τὸν Θεόν νὰ πλεονάσῃ καὶ
νὰ περισσεύσῃ διὰ νὰ δοξάζεται τὸ
ὄνομά του. |
16
Διὸ οὐκ ἐκκακοῦμεν, ἀλλ' εἰ
καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος
διαφθείρεται, ἀλλ' ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται
ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ.
|
16
Ἐπειδὴ δὲ ἀκριβῶς καὶ
αἱ θλίψεις ἀποβλέπουν εἰς τὸ
ἀγαθόν, δὲν ἀποκάμνομεν καὶ
δὲν ἀποθαρρυνόμεθα. Ἀλλ' ἄν
καὶ ὁ ἔξω ἄνθρωπος, τὸ σῶμα
μας, ταλαιπωρῆται καὶ θλίβεται καὶ
φθείρεται, ὁ ἔσω ὅμως ἄνθρωπος,
ἡ ψυχή, ξανακαινουργώνεται καὶ ξανανιώνει
ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέραν.
|
16
Ἐπειδὴ δὲ γνωρίζομεν, ὅτι ὅλα
τὰ δυσάρεστα ποὺ μᾶς συμβαίνουν, πρὸς
εὐχαριστίαν καὶ δόξαν τοῦ Θεοῦ καταλήγουν,
δι’ αὐτὸ δὲν ἀποκάμνομεν, ἀλλ’
ἐὰν ὀ ἐξωτερικός μας ἄνθρωπος,
ἤτοι τὸ σῶμα μας, φθείρεται ἀπὸ
τὰς θλίψεις καὶ τοὺς κινδύνους αὐτούς,
ὁ ἐσωτερικὸς ὅμως ἄνθρωπος,
ἤτοι ἡ ψυχή μας γίνεται νεωτέρα ἡμέραν
μὲ τὴν ἡμέραν. |
17
Τὸ γὰρ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς
θλίψεως ἡμῶν καθ' ὑπερβολὴν
εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος
δόξης κατεργάζεται ἡμῖν, |
17
Διότι ἡ βραχείας διαρκείας, διὰ
τοῦτο δὲ καὶ ἐλαφρά, θλῖψις
μας, ἀπεργάζεται καὶ φέρει ὡς
κέρδος εἰς ἡμᾶς αἰώνιον
βάρος δόξης, ὑπερβολικὰ μεγάλο
καὶ ἀφάνταστον. |
17
Καὶ ξανανιώνει ἡ ψυχή μας, διότι αἱ
θλίψεις μας, ποὺ γρήγορα περνοῦν καὶ εἶναι
δι’ αὐτὸ ἐλαφραί, κατεργάζονται εἰς
ἡμᾶς εἰς ὑπερβολικὰ μεγάλον
βαθμὸν αἰώνιον βάρος δόξης.
|
18
μὴ σκοπούντων ἡμῶν τὰ βλεπόμενα,
ἀλλὰ τὰ μὴ βλεπόμενα· τὰ
γὰρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τὰ δὲ
μὴ βλεπόμενα αἰώνια.
|
18
Ὅσον δὲ μεγάλαι καὶ ὀδυνηραὶ
καὶ ἂν εἶναι αἱ θλίψεις μας,
θὰ τὰς αἰσθανώμεθα ὡς ἐλαφρὰς
καὶ θὰ τὰς ὑπομένωμεν μὲ
χαράν, ἐὰν δὲν θὰ προσηλώνωμεν
τὸ βλέμμα μας εἰς ἐκεῖνα ποὺ
βλέπονται μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος,
εἰς τὰ ὑλικὰ καὶ αἰσθητά,
ἀλλ' εἰς ἐκεῖνα ποὺ δὲν
βλέπονται. Διότι τὰ βλεπόμενα εἶναι
παροδικὰ καὶ προσωρινά, τὰ δὲ
μὴ βλεπόμενα εἶναι αἰώνια καὶ
ἀναλλοίωτα. |
18
Ὀσονδήποτε δὲ βαρεῖαι καὶ ἂν
εἶναι αἱ θλίψεις, θὰ τὰς αἰσθανώμεθα
ὡς ἐλαφράς, ἀρκεῖ νὰ μὴ
καρφώνωμεν τὸ βλέμμά μας πρὸς ἐκεῖνα,
ποὺ βλέπονται μὲ τὰ μάτια τοῦ
σώματος, ἀλλὰ πρὸς ἐκεῖνα ποὺ
δὲν βλέπονται, μᾶς ἀναμένουν ὅμως
μετὰ θάνατον. Διότι τὰ βλεπόμενα εἶναι πρόσκαιρα
καὶ περνοῦν, τὰ μὴ βλεπόμενα ὅμως
εἶναι αἰώνια. |