Πρωτότυπο Κείμενο
|
Ἑρμηνεία Ἰωάννου Κολιτσάρα
|
Ἑρμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
|
αύτας
οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας,
ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς
ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ
πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην
ἐν φόβῳ Θεοῦ.
|
φ'
ὅσον, λοιπόν, ἀγαπητοί, ἔχομεν
αὐτὰς τὰς μαγάλας ὑποσχέσεις
τοῦ Θεοῦ, ἂς καθαρίσωμεν τοὺς
ἑαυτούς μας ἀπὸ κάθε μολυσμὸν
σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἀγωνιζόμενοι
καὶ συνεχῶς προχωροῦντες μέχρι τέλους
εἰς τὸν δρόμον τῆς ἁγιότητος,
μὲ φόβον Θεοῦ. |
φοῦ
λοιπὸν ἔχομεν τὰς ὑποσχέσεις αὐτάς,
ἀγαπητοί, ἂς καθαρίσωμεν τοὺς ἑαυτούς
μας ἀπὸ κάθε τι, ποὺ μολύνει τὸ σῶμα
καὶ τὸ πνεῦμα μας καὶ ἂς τελειοποιούμεθα
εἰς τὴν ἀγιωσύνην μὲ τὸν φόβον
τοῦ Θεοῦ. |
2
Χωρήσατε ἡμᾶς· οὐδένα ἠδικήσαμεν,
οὐδένα ἐφθείραμεν, οὐδένα
ἐπλεονεκτήσαμεν. |
2
Κάμετε εὐρύχωρες τις καρδιές σας μὲ
ἀγάπην, διὰ νὰ μᾶς χωρέσετε·
κανένα δὲν ἔχομεν ἀδικήσει·
κανένα δὲν ἐξωθήσαμεν καὶ δὲν
παρεσύραμεν εἰς διαφθοράν· ἐπάναντι
κανενὸς δὲν ἐφανήκαμεν πλεονέκται,
ὥστε νὰ τοῦ ἁρπάσωμεν τὰ
ἀγαθά του. |
2
Κάμετε μὲ τὴν ἀγάπην χῶρον εἰς
τὰς καρδίας σᾶς δι' ἠμᾶς. Κανένα δὲν
ἠδικήσαμεν· κανένα δὲν διεφθείραμεν· εἰς
κανένα δὲν ἐδείχθημεν πλεονέκται.
|
3
Οὐ πρὸς κατάκρισιν λέγω· προείρηκα
γὰρ ὅτι ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν
ἐστε εἰς τὸ συναποθανεῖν καὶ
συζῆν. |
3
Δὲν τὰ λέγω αὐτὰ πρὸς
κατάκρισίν σας· διότι σᾶς ἔχω
πεῖ, ὅτι εἶσθε μέσα εἰς τὰς
καρδίας μας, διὰ νὰ πεθάνωμεν καὶ
ζήσωμε μαζῆ σας (συμμέτοχοι τῶν θλίψεων
καὶ τῶν κινδύνων σας, ὅπως ἐπίσης
τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἐπιτυχίας
σας). |
3
Δὲν λέγω ταῦτα διὰ νὰ σᾶς κατακρίνω·
διότι ἔχω εἴπει προτήτερα, ὅτι εἶσθε
μέσα εἰς τὰς καρδίας μας διὰ νὰ συναποθάνωμεν
καὶ συζήσωμεν μαζί σας. |
4
Πολλή μοι παρρησία πρὸς ὑμᾶς,
πολλή μοι καύχησις ὑπὲρ ὑμῶν·
πεπλήρωμαι τῇ παρακλήσει, ὑπερπερισσεύομαι
τῇ χαρᾷ ἐπὶ πάσῃ τῇ
θλίψει ἡμῶν. |
4
Ἔχω πολὺ θάρρος καὶ ἐμπιστοσύνην
πρὸς σᾶς. Μεγάλο εἶναι τὸ καύχημά
μου διὰ σᾶς. Εἶμαι γεμᾶτος ἀπὸ
τὴν παρηγορίαν, ποὺ μοῦ ἔχετε
χαρίσει. Ὑπερεκχειλίζει ἡ χαρά
μου, ὥστε νὰ ὑπερκαλύπτῃ κάθε
θλῖψιν μας.
|
4
Ἔχω πολὺ θάρρος καὶ πεποίθησιν εἰς
σᾶς· ἔχω πολλὴν καύχησιν διὰ σᾶς·
εἶμαι γεμᾶτος ἀπὸ τὴν παρηγορίαν,
τὴν ὁποίαν μοῦ ἐπροξένησεν ἡ
διόρθωσίς σας· ἔχω μὲ τὸ παραπάνω
περισσεύουσαν τὴν χαράν, ὥστε αὐτὴ
ὑπερτερεῖ ὅλην τὴν θλῖψιν μας.
|
5
Καὶ γὰρ ἐλθόντων ἡμῶν
εἰς Μακεδονίαν οὐδεμίαν ἔσχηκεν
ἄνεσιν ἡ σὰρξ ἡμῶν, ἀλλ'
ἐν παντὶ θλιβόμενοι· ἔξωθεν μάχαι,
ἔσωθεν φόβοι. |
5
Χαίρομεν τώρα, διότι, ὅταν ἤλθαμε
εἰς τὴν Μακεδονίαν, δὲν εὑρῆκε
καμμίαν ἄνεσιν τὸ σῶμα μας, ἀλλ'
ἀπὸ κάθε τι καὶ εἰς κάθε
στιγμὴν ἐθλιβόμεθα. Ἀπ' ἔξω
ἦσαν αἱ μάχαι τῶν ἀπίστων
ἐναντίον μας, ἀπὸ μέσα εἰς
τὴν καρδίαν μας ὑπῆρχεν ὁ φόβος
διὰ τοὺς ἀσθενεῖς πνευματικῶς
ἀδελφούς. |
5
Ναί· ὑπερτερεῖ καὶ ἐπικρατεῖ
ἡ χαρά μας. Διότι πράγματι, ὅταν ἤλθαμεν
εἰς Μακεδονίαν, δὲν εὗρε καμμίαν ἀνακούφισιν
τὸ πονεμένον σῶμα μας, ἀλλ’ ἀπὸ
κάθε τι ἐθλιβόμεθα. Ἀπ’ ἕξω ἀπὸ
τοὺς ἀπίστους ἐγίνοντο μάχαι ἐναντίον
μας, ἀπὸ μέσα διὰ τοὺς ἀσθενεῖς
ἀδελφούς μας κατελάμβανον φόβοι, μήπως παρασυρθοῦν
καὶ ἀποπλανηθοῦν ἀπὸ τὴν
πίστιν. |
6
Ἀλλ' ὁ παρακαλῶν τοὺς ταπεινοὺς
παρεκάλεσεν ἡμᾶς ὁ Θεὸς ἐν
τῇ παρουσίᾳ Τίτου·
|
6
Ἀλλ' ὁ Θεός, ποὺ παρηγορεῖ καὶ
ἐνισχύει τοὺς ταπεινοὺς καὶ
ἀδυνάτους, μᾶς παρηγόρησε μὲ
τὴν παρουσίαν τοῦ Τίτου.
|
6
Ἀλλ’ ὁ Θεός, ποὺ παρηγορεῖ
τοὺς ταπεινωμένους, μᾶς ἐπαρηγόρησε
μὲ τὴν παρουσίαν τοῦ Τίτου.
|
7
οὐ μόνον δὲ ἐν τῇ παρουσίᾳ
αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ
παρακλήσει ᾗ παρεκλήθη ἐφ' ὑμῖν,
ἀναγγέλλων ἡμῖν τὴν ὑμῶν
ἐπιπόθησιν, τὸν ὑμῶν ὀδυρμόν,
τὸν ὑμῶν ζῆλον ὑπὲρ ἐμοῦ,
ὥστε μὲ μᾶλλον χαρῆναι,
|
7
Ἐπαρηγορήθημεν ὄχι μόνον μὲ
τὴν παρουσίαν αὐτοῦ, ἀλλὰ
καὶ μὲ τὴν παρηγορίαν, τὴν ὁποίαν
αὐτὸς ἐπῆρεν ἐξ αἰτίας
σας, ὅταν κατέστησεν εἰς ἡμᾶς
γνωστὸν τὸν μεγάλον πόθον σας, τὰ
κλάματα καὶ τοὺς στεναγμούς σας, τὸν
ζῆλον ποὺ ἐδείξατε δι' ἐμέ,
ὥστε ἐγὼ πληροφορούμενος αὐτὰ
νὰ δοκιμάσω μεγάλην χαράν.
|
7
Ἐπαρηγορήθην δὲ ὄχι μόνον ἀπὸ
τὸν ἐρχομὸν καὶ τὴν παρουσίαν
του, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν παρηγορίαν
ποὺ αὐτὸς ἐπαρηγορήθη ἐξ
αἰτίας σας, ὅταν μᾶς ἀνήγγελλε τὸν
μεγάλον πόθον σας δι’ ἐμέ, τὰ πολλὰ κλάματά
σας ἐπειδὴ μὲ εἴχατε λυπήσει, τὸν
ζῆλον ποὺ ἐδείξατε δι’ ἐμὲ κατ’
ἐκείνων, ποὺ μὲ συκοφαντοῦν, ὥστε
ἑγὼ ἀκούων ὅλα αὐτὰ περισσότερον
νὰ χαρῶ. |
8
ὅτι εἰ καὶ ἐλύπησα ὑμᾶς
ἐν τῇ ἐπιστολῇ, οὐ μεταμέλομαι,
εἰ καὶ μετεμελόμην· βλέπω γὰρ
ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἐκείνη,
εἰ καὶ πρὸς ὥραν, ἐλύπησεν
ὑμᾶς. |
8
Ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἀγάπη
σας γιὰ μένα, μὲ κάμνει νὰ λέγω,
ὅτι ἂν καὶ σᾶς ἐλύπησα
μὲ τὴν ἐπιστολήν μου, δὲν μετανοῶ,
μολονότι εἶχα αἰσθανθῆ μεταμέλειαν
ποὺ σᾶς τὴν ἔγραψα (μέχρις ὅτου
ὅμως ἦλθεν ὁ Τίτος καὶ μὲ
ἐπληροφόρησε τὰ τῆς διορθόσεώς
σας). Διότι βλέπω τώρα ὅτι ἡ
ἐπιστολή μου ἐκείνη, καίτοι
σᾶς ἐστενοχώρησε ἐπὶ ὀλίγον
διάστημα, σᾶς ἐλύπησε πρὸς ὠφέλειαν,
διότι σᾶς ἔφερε εἰς συναίσθησιν
καὶ μετάνοιαν. |
8
Ἐπαρηγορήθην δέ, διότι ἂν καὶ σᾶς
ἐλύπησα μὲ τὴν ἐπιστολήν μου, δὲν
μεταμέλομαι τώρα δι’ αὐτό, ἂν καὶ
τότε ποὺ σᾶς ἔστειλα τὴν ἐπιστολήν,
μετενόουν. Καὶ δὲν μεταμέλομαι τώρα, διότι βλέπω,
ὅτι ἡ ἐπιστολὴ ἐκείνη, καίτοι
σᾶς ἐλύπησε προσκαίρως, σᾶς ἐλύπησε
πρὸς ὠφέλειάν σας. |
9
Νῦν χαίρω, οὒχ ὅτι ἐλυπήθητε,
ἀλλ' ὅτι ἐλυπήθητε εἰς μετάνοιαν·
ἐλυπήθητε γὰρ κατὰ Θεόν, ἵνα
ἐν μηδενὶ ζημειωθῆτε ἐξ ἡμῶν.
|
9
Τώρα χαίρω, ὄχι διότι ἁπλῶς
ἐλυπηθήκατε, ἀλλὰ διότι ἐλυπηθήκατε
εἰς μετάνοιαν καὶ διόρθωσιν. Ἐδοκιμάσατε
τὴν κατὰ Θεὸν λύπην, εἰς τρόπον
ὥστε νὰ μὴ ὑποστῆτε καμμίαν
ζημίαν ἐκ μέρους ἡμῶν.
|
9
Τώρα χαίρω, ὄχι διότι ἐλυπήθητε, ἀλλὰ
διότι ἡ λύπη ποὺ ἐδοκιμάσατε, σᾶς
ὠδήγησεν εἰς μετάνοιαν. Διότι ἐλυπήθητε
ὅπως θέλει ὁ Θεός, διὰ νὰ μὴ
βλαβῆτε πνευματικῶς εἰς τίποτε ἀπὸ
ἡμᾶς. |
10
Ἡ γὰρ κατὰ Θεὸν λύπη μετάνοιαν
εἰς σωτηρίαν ἀμεταμέλητον κατεργάζεται·
ἡ δὲ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον
κατεργάζεται. |
10
Ὠφέλειαν πνευματικὴν σᾶς ἔφερεν
ἡ λύπη αὐτή. Διότι ἡ κατὰ
Θεὸν λύπη κατεργάζεται τὴν εἰλικρινῆ
μετάνοιαν, διὰ τὴν ὁποίαν ποτὲ
δὲν θὰ μεταμεληθῇ ὁ λυπούμενος
καὶ ἡ ὁποία φέρει ὡς καρπὸν
τὴν σωτηρίαν. Ἡ λύπη ὅμως, τὴν
ὁποίαν διὰ τῆς ἁμαρτίας
του προκαλεῖ ὁ κόσμος, ἔχει ὡς
καρπὸν καὶ ἀποτέλεσμά της τὸν
θάνατον τὸν πνευματικόν.
|
10
Τουναντίον μάλιστα ὠφελήθητε πνευματικῶς.
Διότι ἡ λύπη, ποὺ εἶναι σύμφωνος πρὸς
τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔχει ὡς
ἀποτέλεσμα μετάνοιαν, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ
εἰς σωτηρίαν. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ
αἰσθάνεται τὴν μετάνοιαν αὐτήν, δὲν
θὰ μεταμεληθῇ ποτὲ διὰ τὴν μεταβολὴν
αὐτὴν καὶ τὸ ἄλλαγμα τῶν
σκέψεων καὶ ἀποφάσεών του. Ἡ λύπη ὅμως,
τὴν ὁποίαν προκαλεῖ ἡ προσκόλλησις
εἰς τὸν κόσμον, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα
τὸν ψυχικόν, κάποτε δὲ καὶ αὐτὸν
τὸν σωματικὸν θάνατον. |
11
Ἰδοὺ γὰρ αὐτὸ τοῦτο, τὸ
κατὰ Θεὸν λυπηθῆναι ὑμᾶς, πόσην
κατειργάσατο ὑμῖν σπουδήν, ἀλλὰ
ἀπολογίαν, ἀλλὰ ἀγανάκτησιν,
ἀλλὰ φόβον, ἀλλὰ ἐπιπόθησιν,
ἀλλὰ ζῆλον, ἀλλὰ ἐκδίκησιν!
Ἐν παντὶ συνεστήσατε ἑαυτοὺς
ἁγνοὺς εἶναι ἐν τῷ πράγματι.
|
11
Ἄλλωστε ἰδέτε καὶ μόνοι σας·
ὅτι δηλαδὴ αὐτὸ τοῦτο, τὸ
ὅτι ἐλυπηθήκατε κατὰ Θεόν, πόσην
δραστηριότητα πρὸς διόρθωσιν ἀνέπτυξεν
εἰς σᾶς, ἀλλὰ καὶ ποίαν
ἀπολογίαν σᾶς ἐχάρισε ἀπέναντί
μου, ἀλλὰ καὶ ἀγανάκτησιν ἐναντίον
τοῦ ἐκτραπέντος ἀδελφοῦ, ἀλλὰ
καὶ φόβον μήπως ὁ Θεὸς τιμωρήσῃ
μαζῆ μ' ἐκεῖνον καὶ σᾶς, ἀλλὰ
καὶ σφοδρὰν ἐπιθυμίαν νὰ μὲ
ἴδετε, ἀλλὰ καὶ ἱερὸν
ζῆλον καὶ ἐνθουσιασμόν, ἀλλὰ
καὶ τιμωρίαν κατὰ τοῦ κακοῦ
κατὰ λόγον δικαιοσύνης. Μὲ ὅλους
αὐτοὺς τοὺς τρόπους ἀπεδείξατε,
ὅτι εἶσθε καθαροὶ καὶ ἀνεύθυνοι
εἰς τὴν ὑπόθεσιν αὐτὴν
τοῦ παρεκτραπέντος. |
11
Τὸ ὅτι δὲ ἡ σύμφωνος πρὸς τὸ
θέλημα τοῦ Θεοῦ λύπη φέρει ὡς ἀποτέλεσμα
μετάνοιαν σωτηριώδη, ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ
τὴν ἰδικήν σας περίπτωσιν. Διότι, ἰδοὺ
ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ὅτι ἐλυπήθητε
σεῖς σύμφωνα πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ,
πόσον δραστηρίους καὶ σπουδαίους σᾶς ἔκαμεν,
ἀλλὰ καὶ ποίαν ἀπολογίαν σᾶς
ἔδωκεν, ὥστε νὰ εἶσθε τώρα δικαιολογημένοι
ἀπέναντί μου· ἀλλὰ καὶ ποίαν ἀγανάκτησιν
ἐδημιούργησε μέσα σας κατὰ τοῦ ἁμαρτήσαντος·
ἀλλὰ καὶ φόβον, μήπως τιμωρηθῆτε ἀπὸ
τὸν Θεόν· ἀλλὰ καὶ πόθον σφοδρὸν
νὰ μὲ ἐπανίδητε, ἀλλὰ καὶ
ζῆλον ὑπὲρ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ
καὶ ἐκδίκησιν κατὰ τοῦ κακοῦ.
Μὲ ὅλην τὴν διαγωγήν σας ἐσυστήσατε
τοὺς ἑαυτούς σας καὶ ἀπεδείξατε,
ὅτι εἶσθε καθαροὶ ἀπὸ πᾶσαν
εὐθύνην καὶ ἐνοχὴν εἰς τὴν
ὑπόθεσιν αὐτήν. |
12
Ἄρα εἰ καὶ ἔγραψα ὑμῖν,
οὐχ εἵνεκεν τοῦ ἀδικήσαντος,
οὐδὲ εἵνεκεν τοῦ ἀδικηθέντος,
ἀλλ' εἵνεκεν τοῦ φανερωθῆναι τὴν
σπουδὴν ὑμῶν τὴν ὑπὲρ
ἡμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ. |
12
Ἐπομένως ἂν καὶ σᾶς ἔγραψα,
δὲν σᾶς ἔγραψα ἕνεκα τοῦ ἀδικήσαντος,
διὰ νὰ ζητήσω τὴν τιμωρίαν του,
οὔτε ἕνεκα τοῦ ἀδικηθέντος,
διὰ νὰ ζητήσω τὴν
ἰκανοποίησίν του, ἀλλὰ
διὰ νὰ φανερωθῇ τὸ ζωηρόν σας
ὑπὲρ ἡμῶν ἐνδιαφέρον καὶ
ἡ φροντίς σας νὰ συμμορφωθῆτε πρὸς
ὅσα σᾶς ἔγραψα· καὶ ταῦτα
ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
|
12
Συνεπῶς, ἂν καὶ σᾶς ἔγραψα,
δὲν σᾶς ἔγραψα κυρίως διὰ νὰ
τιμωρηθῇ αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὴν
ἀδικίαν, οὔτε διὰ νὰ ἰκανοποιηθῇ
αὐτὸς ποὺ ἠδικήθη, ἀλλὰ
διὰ νὰ φανερωθῇ μεταξύ σας τὸ
ἐνδιαφέρον ποὺ ἔχετε δι' ἠμᾶς,
καὶ τὸ βλέπει ὁ Θεός, ὅτι εἶναι
εἰλικρινές. |
13
Διὰ τοῦτο παρεκεκλήμεθα. Ἐπὶ
δὲ τῇ παρακλήσει ὑμῶν περισσοτέρως
μᾶλλον ἐχάρημεν ἐπὶ τῇ
χαρᾷ Τίτου, ὅτι ἀναπέπαυται
τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἀπὸ πάντων
ὑμῶν· |
13
Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς ἔχομεν παρηγορηθῆ.
᾿Επὶ πλέον δὲ κοντὰ εἰς
τὴν παρηγορίαν σας ἐχαρήκαμε καὶ
ἡμεῖς πιὸ πολὺ διὰ τὴν
χαρὰν ποὺ ἐδοκίμασεν ὁ Τίτος,
ἐπειδὴ τὸ πνεῦμα του ἔχει ἀναπαυθῆ
ἀπὸ ὅλους σας. |
13
Διὰ τοῦτο ἔχομεν παρηγορηθῆ. Κοντὰ
δὲ εἰς τὴν παρηγορίαν μας αὐτὴν
ἐχάρημεν ἀκόμη περισσότερον διὰ τὴν
χαρὰν τοῦ Τίτου, διότι ἀνεπαύθη τὸ
πνεῦμα του ἀπὸ ὅλους σᾶς καὶ
ἰκανοποιήθη. |
14
ὅτι εἴ τι αὐτῷ ὑπὲρ ὑμῶν
κεκαύχημαι, οὐ κατῃσχύνθην, ἀλλ'
ὡς πάντα ἐν ἀληθείᾳ ἐλαλήσαμεν
ὑμῖν, οὕτω καὶ ἡ καύχησις
ἡμῶν ἡ ἐπὶ Τίτου ἀλήθεια
ἐγενήθη. |
14
Ἡ χαρὰ τοῦ Τίτου μὲ ἰκανοποίησε,
διότι, ἐὰν ἔχω κάπως καυχηθῆ
ἐνώπιον αὐτοῦ διὰ σᾶς,
δὲν ἐντροπιάσθηκα, ἀλλά, ὅπως
ὅλα μὲ ἀλήθειαν τὰ ἐδιδάξαμεν
εἰς σᾶς, ἔτσι καὶ ἡ καύχησίς
μας διὰ σᾶς εἰς τὸν Τίτον ἀπεδείχθη
ἀληθινή. |
14
Ἡ χαρὰ αὐτὴ τοῦ Τίτου ἐπροκάλεσε
καὶ εἰς ἑμὲ χαράν, διότι, ἐὰν
εἰς κάτι εἶχα καυχηθῆ εἰς αὐτὸν
διὰ σᾶς, δὲν ἐντροπιάσθην, ἀλλὰ
καθὼς καὶ εἰς σᾶς ὅλα μὲ
ἀλήθειαν τὰ εἴπαμεν καὶ τὰ ἐδιδάξαμεν,
ἔτσι καὶ εἰς τὸν Τίτον ἡ καύχησίς
μας ἀπεδείχθη ἀλήθεια.
|
15
Καὶ τὰ σπλάχνα αὐτοῦ περισσοτέρως
εἰς ὑμᾶς ἐστιν ἀναμιμνησκομένου
τὴν πάντων ὑμῶν ὑπακοήν,
ὡς μετὰ φόβου καὶ τρόμου ἐδέξασθε
αὐτόν. |
15
Καὶ ἡ καρδιά του τώρα εἶναι
ἀκόμη περισσότερον δοσμένη εἰς
σᾶς, διότι ἐνθυμεῖται τὴν ὑπακοὴν
ὅλων σας, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸ
πῶς τὸν ἐδεχθήκατε μὲ φόβον
καὶ τρόμον, μήπως τυχὸν καὶ
μὲ νέαν τινὰ ἀταξίαν τὸν
λυπήσετε. |
15
Καὶ ἡ καρδία του περισσότερον τώρα, παρ’ ὅσον
ἄλλοτε εἶναι προσκολλημένη εἰς σᾶς,
διότι ἐνθυμεῖται τὴν ὑπακοὴν
ὅλων σας. Ἐνθυμεῖται, πῶς τὸν
ἐδέχθητε μὲ φόβον καὶ μὲ τρόμον, μήπως
τὸν δυσαρεστήσετε εἰς τίποτε καὶ δὲν
ἐπιδείξετε εἰς αὐτὸν τὴν πρέπουσαν
συμπεριφοράν.
|
16
Χαίρω ὅτι ἐν παντὶ θαρρῶ ἐν
ὑμῖν. |
16
Χαίρω, διότι διὰ τὸ κάθε τι
πλέον ἠμπορῶ νὰ ἔχω θάρρος
καὶ παποίθησιν εἰς σᾶς. |
16
Χαίρω, διότι εἰς ὅλα ἠμπορῶ να ἔχω
θάρρος καὶ να βασίζωμαι εἰς σᾶς.
|